#Δεν θα την πιάσω στα χέρια μου
Explore tagged Tumblr posts
Text
@ Magissa
the woman dies.
#Δεν θα την βρω κάπου την Τσαμπάνη#Δεν θα την πιάσω στα χέρια μου#Επίσης ήταν original και τι τρομερό Plot twist το ότι η Φανούλα ξαφνικά θέλησε να πεθάνει και το παιδί της (το αγόρι) πήρε το χάρισμα 🤡#Συγκλο#Έχω τυφλωθεί από το φως που είδα#Μην μιλήσω και για τον θάνατο της Χαριτίνης μόνο και μόνο για να είναι δυστυχισμένος ο Τζανέτος γιατί το ότι κάηκε ζωντανός δεν έφτανε
16K notes
·
View notes
Text
Ο Ηλίας Λογοθέτης δεν μένει πια εδώ. Στο εξής θα μαγεύει το κοινό με την υποκριτική του τέχνη στις ολόφωτες αίθουσες του Άλλου Κόσμου και θα ψάχνει για βιβλία στα σκοτεινά παλαιοβιβλιοπωλεία του Επέκεινα. Επειδή ο Ηλίας Λογοθέτης εκτός από σπουδαίος ηθοποιός ήταν και ένας επίμονος αναγνώστης. Το σπίτι του ήταν καλυμμένο με τόμους κάθε λογής – μου έκανε εντύπωση που ένας ηθοποιός διάβαζε με τέτοια ακόρεστη μανία.
Ένα βράδυ, σε κάποιο γνωστό βιβλιοπωλείο στο Χαλάνδρι, είχε διαβάσει –κατόπιν παρακλήσεώς μου– αποσπάσματα από ένα βιβλίο μου. Ποτέ πριν και ποτέ μετά δεν διάβασε κάποιος κείμενά μου με τέτοιο πάθος. Τον ευγνωμονώ γι’ αυτήν την εμπειρία. Αργότερα το ίδιο βράδυ, ενώ στεκόμασταν με ένα ποτήρι κρασί ανάμεσα στους πάγκους με τα βιβλία, έτυχε να πιάσω από κάποιο ράφι το μυθιστόρημα του Μπιόυ Κασάρες, Η Εφεύρεση του Μορέλ. Ο Λογοθέτης το πήρε από τα χέρια μου, το χάιδεψε ελαφρά, το έφερε στη μύτη, κι ύστερα είπε, «Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία».
Έτυχε να διαβάσω πρόσφατα ένα άλλο βιβλίο του Αδόλφου Μπιόυ Κασάρες (σε πολύ καλή μετάφραση του Νίκου Πρατσίνη), με τίτλο Το όνειρο των ηρώων (εκδ. Πατάκη). Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος ο Κασάρες τον τρόπο που ξεκίνησε τη συγγραφή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος:
«Ξεκίνησα να γράφω Το όνειρο των ηρώων το 1949. Θυμάμαι ότι συνέβη σε μια συγκυρία όχι και τόσο ευχάριστη: ήταν μια εποχή που είχα την τάση να μην κάνω τίποτα. Η μητέρα μου σκεφτόταν πως έχανα τον χρόνο μου με γυναίκες, πως δεν έγραφα πολύ και πως, κατά κάποιον τρόπο, είχα απογοητεύσει τις προσδοκίες που είχα ξυπνήσει με την Εφεύρεση του Μορέλ. Για να την πείσω, ίσως για να πείσω και μένα τον ίδιο ότι δεν ήμουν ένας αργόσχολος νεαρός, έβαλα με τον νου μου πως όφειλα να αποπειραθώ τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος μακράς πνοής. Πέρασα πολλά χρόνια σκεπτόμενος την πλοκή. Όταν την αφηγήθηκα στον Μπόρχες, μου είπε: ‘Είναι η πιο όμορφη ιστορία του κόσμου’, έκφραση που δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει όταν κάτι του άρεσε πολύ…»
Ο Κασάρες περιγράφει τη χαμοζωή ενός ήρωα που έζησε τρεις νύχτες κραιπάλης στο καρναβάλι του Μπουένος Άιρες κι όταν πια συνέρχεται από εκείνες τις νύχτες ακολασίας, επειδή πιστεύει ότι έζησε κάτι συγκλονιστικό που του διαφεύγει, αποφασίζει να βιώσει ξανά την ίδια περιπέτεια, μαζεύοντας κοντά του τα ίδια πρόσωπα που τον συνόδευαν τότε, κι ακολουθώντας την ίδια εξωφρενική πορεία που τον είχε οδηγήσει στο περιστατικό εκείνο που τον έχει στοιχειώσει. Μόνο που το καρναβάλι δεν είναι πια το ίδιο.
Πρόκειται για ένα υπέροχο μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα που δεν θέλεις να τελειώσει, ένα μυθιστόρημα που φέρνει στον αναγνώστη την ανατριχίλα εκείνη που προσφέρει η σπουδαία λογοτεχνία.
Αυτό το βιβλίο που μου κράτησε συντροφιά αρκετές νύχτες, θέλω τώρα να χαρίσω στον Ηλία Λογοθέτη, να το έχει μαζί του στο ταξίδι, μακριά πια από το καρναβάλι της ζωής, ενώ οι μουσικές θα σβήνουν σιγά σιγά κι οι φίλοι θα του γνέφουν από απόσταση.
Το άρθρο του Άρη Σφακιανάκη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
Δευτέρα 27/11/2023 (1.07 π.μ.)
Χτυπάει το κινητό.. ειδοποίηση.. Μια, δύο, τρεις... Ακόμα η καρδιά μου σφίγγεται όποτε ακούω αυτόν τον ήχο γιατί ελπίζω για ένα ακόμα μήνυμα, μια κλήση, κάτι. Δεν ξέρω ειλικρινά γιατί με πονάει τόσο. Ούτε καν σε ήξερα. Κι όμως κατάφερες να μπεις τόσο βαθιά στο μυαλό μου που πλέον με κάνει να νιώθω λες κι έχω χάσει ένα κομμάτι μου.
Μακάρι να είχα κάτι. Μια λέξη, μια φράση, ένα κάτι που να μπορούσα να το ρίξω και να πω ναι δεν θα έβγαζε πουθενά. Αλλά δεν έχω τίποτα. Μου λες να μην τα ρίχνω στον εαυτό μου. Να μην στεναχωριέμαι. Να μη κλαίω. Μα πως; Γνωρισα επιτέλους έναν άνθρωπο που μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου μαζί του. Μπορούσα να είμαι εγώ... Να μη νιώθω άβολα να πω και να δείξω αυτά που νιώθω. Έναν άνθρωπο που είχα τέτοια χημεία μαζί του σε όλα που τον έβλεπα και η καρδιά μου χτύπαγε κάθε φορά σαν να ήταν η πρώτη. Πώς να ξεχάσω έναν τέτοιο άνθρωπο. Πώς να το αφήσω πίσω;
"Τι σκέφτεσαι;". "Ότι δεν θέλω να σε πληγώσω"
Κλαίω, σταματάω, κλαίω, σταματάω... Γράφω, σβήνω, γράφω, σβήνω..
Έχω ξεχάσει μέχρι και πως να γράφω..
3 μέρες μετά, ακόμα δεν μπορώ να πιάσω βιβλίο στα χέρια μου, δεν έχω διάθεση να σηκωθώ απ' το κρεβάτι μου, να πάω μια βόλτα, ακόμα δεν μπορώ να νιώσω τίποτα..
Που είσαι; τι κάνεις; αν έφαγες; αν πηγές προπόνηση; πως πήγε η δουλειά; πως πέρασες την ώρα σου; αν τελείωσες το διάλειμμα; τι κάνει ο Μαξ;
Ούτε αυτόν δεν πρόλαβα να γνωρίσω...
Έπρεπε να καταλάβω όταν σε ρώτησα πότε θα τον γνωρίσω και η απάντηση ήταν απλά "κι εγώ έχω πολύ καιρό να τον δω, τον έχω παραμελήσει"
Η υπεκφυγη... Πόσο τυφλή επέλεξα να είμαι;
Ένα μήνυμα.. Μια κλήση.. Κάτι.. Όλα μοιάζουν σαν ψέμα..
Ακόμα περιμένω..
4 notes
·
View notes
Text
Ιανουάριος 24/14
Σήμερα άνοιξα τα μάτια μου στις 07.33 ακριβώς. Το όνειρο που έβλεπα μπορεί να διήρκεσε μονάχα λίγα δευτερόλεπτα εμένα όμως μου φάνηκε μια εισαγωγή στην αιωνιότητα. Η μορφή του ήταν πολύ ζωντανή για νεκρού. Έμοιαζαν σαν τις τελευταίες μέρες σου. Η αρρώστια σε είχε λιώσει. Σε φροντίζαμε. Δεν μίλησες καθόλου. Πώς να το κάνεις άλλωστε; Στο κρεβάτι του νεκροζώντανου πόσα να ειπωθούν; Είχες καιρό να έρθεις στον ύπνο μου. Με τάραξες. Τι ήθελες; Γιατί μου έσφιξες το χέρι; Προσπάθησα να κοιμηθώ μα δεν μπορούσα. Προσπάθησα να σηκωθώ μα ούτε αυτό μπορούσα να κάνω. Είχα μουδιάσει ολόκληρη και κρύωνα. Το σπίτι ήταν παγωμένο. Τα καλοριφέρ δεν ανάβουν το πρωί και το μικρό αερόθερμο που είχα χάλασε πριν λίγες μέρες. Έμεινα ξαπλωμένη στο κρεβάτι ως τις 10.30 δεν ήθελα να αρχίσει αυτή η μέρα, ήδη δεν την άντεχα. Σηκώθηκα τεμπέλικα απ' τον καναπέ και έψαξα τα πράσινα παντοφλάκια μου. Τα βήματα μου ήταν αργά, σχεδόν σύρθηκα ως το μπάνιο και δεν ήταν καν αυτές οι δύσκολες μέρες του μήνα. Έπλυνα το πρόσωπο μου και τρόμαξα λίγο με το είδωλο μου στον καθρέφτη. Ήμουν χλωμή, τα μάτια μου ήταν κόκκινα κι οι μαύροι κύκλοι από κάτω υποδήλωναν την κούραση μου. Τα μαλλιά μου ήταν λαδωμένα και ένιωθα το σώμα μου βαρύ. Βάδισα μέχρι την κουζίνα με δύο λεπτά κοντοστάθηκα στον διάδρομο. Άναψα θερμοσίφωνα, ένα μπάνιο χρειαζόμουν. Έκανα νωχελικά τον πρώτο καφέ της ημέρας, έβαλα μια τυχαία playlist - ψέμα - και έκατσα στον καναπέ του σαλονιού. Ναι καλά διάβασες. Δεν βγήκα στο μπαλκόνι σήμερα. Ο ήλιος σε έκαιγε, φαινόταν, μα ήταν ύπουλος γιατί το κάψιμο ερχόταν μαζί με έναν δυνατό αέρα. Το δέρμα μου δεν το αντέχει αυτό. Πέρασε μισή ώρα. Έκλεισα τον θερμοσίφωνα και μπήκα στο μικροσκοπικό μου μπάνιο. Τα ρούχα μου βρέθηκαν στο πάτωμα μαζί κι όλη η βαριά διάθεση που είχα πριν, σαν να την φυλάκισαν. Το νερό ήταν καυτό, το δέρμα μου αρχικά υπέφερε με τον τρόπο που κυλούσε πάνω του μα σταδιακά το συνήθισε και τα κόκκινα σημάδια ήταν η απόδειξη ότι σιωπηλά υπέμενε το βασανιστήριο. Έβαλα δυο φορές σαμπουάν και έκανα μασάζ στο κεφάλι μου, λίγα δάκρυα κύλησαν μα προσπάθησα να κοροϊδέψω τον εαυτό μου λέγοντας του ότι το σαμπουάν φταίει, μπήκε στα μάτια μου. Η playlist εξακολουθούσε να παίζει και εγώ εξακολουθούσα να κλαίω κάτω απ' το καυτό νερό. Το αφρόλουτρο μου μυρίζει κεράσι. Αφού άλλαξα άρωμα άλλαξα κι αφρόλουτρο. Πάντα το κάνω αυτό, μη με ρωτάς γιατί, δεν ξέρω. Θέλω μια σταθερή μυρωδιά, να αλλάζει που και που μα πάντα να μένει στην μνήμη μου. Τελείωσα το μπάνιο όταν το νερό πάγωσε και με συνέφερε στην πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα αν εμένα δύο λεπτά παραπάνω θα το συνήθιζα και έπειτα θα καθόμουν άλλα 20' εκεί μέσα. Πήρα στα χέρια μου την αγαπημένη μου κρέμα και την κοίταξα. Την πρώτη φορά που η μαμά μου είδε ραγάδες στο σώμα μου μου είπε να βάζω nivea για να το διατηρεί απαλό. Και εγώ το έκανα. Ασχέτως αν γέμισα με ραγάδες αργότερα. Από τότε πάντως είναι πάντα δίπλα μου, στο πατρικό μου πάντα δίπλα στο κομοδίνο και τώρα πια στο ράφι στο μπάνιο μου. Είναι αυτή η απαλή αίσθηση που αφήνει στο τέλος, αυτή η μυρωδιά που πλέκεται με όποιο άρωμα κι αν φοράω, οποίο αφρόλουτρο κι αν έχω που θυμίζει σπίτι. Θυμίζει εμένα. Ναι μου θυμίζει τον εαυτό μου αυτή η κρέμα. Ντύθηκα γρήγορα, έβαλα εκείνα τα σεντόνια στο πλυντήριο και έπειτα χτένισα τα μαλλιά μου. Δεν θα τα στεγνώσω, θα τα αφήσω να στεγνώσουν μόνα τους. Ίσως το βράδυ πριν βγω μόνο τα κάνω μπούκλες για να διατηρηθούν δύο μέρες. Ίσως πάλι τα πιάσω με το αγαπημένο μου κλαμερ. Δεν έχω διαβάσει ακόμη και η ώρα κοντεύει μεσημέρι. Τύψεις. Πρέπει να διαβάσω! Σήμερα δεν έχω φάει κάτι μα ήδη γεμίζω την τρίτη κούπα με γαλλικό. Το ξέχασα. Τσιμπάω ένα κράκερ όσο βάζω γαλλικό και νιώθω το στομάχι μου να πονάει. Το αγνοώ. Είμαι πολύ καλή στο να αγνοώ, κυρίως όταν θέλω. Ήταν διφορούμενο αυτό, το ξέρεις, το κατάλαβες. Μη με βάζεις να σου εξηγώ. Με κουράζει να εξηγώ. Θέλω μόνο να καταλαβαίνεις. Να με δέχεσαι. Να γράφω χωρίς να με κρίνεις. Το σπίτι δεν είναι καθαρό. Με αποσυντονίζει λίγο αυτό. Μου δημιουργεί μια ανασφάλεια και ταυτόχρονα πυροδοτεί την τεμπελιά μου.
Το πλυντήριο τελείωσε. Ο ήχος με αναγκάζει να σηκωθώ απ' την καρέκλα του γραφείου. Θα ανοίξω την πόρτα για αρχή. Δεν έχω κουράγιο να τα απλώσω ακόμη, σε λίγο. Το υπόσχομαι!
[...]
Μεσολάβησαν κάποιες ώρες. Σταμάτησα να γράφω. Τα ρούχα είναι ακόμη στο πλυντήριο. Οι ώρες που κύλησαν ήταν αδιάφορες. Μαγείρεψα, έπρεπε να φάω φαγητό σήμερα. Είδα ένα επεισόδιο από μια σειρά που βλέπω τελευταία. Χαζεψα και στο κινητό μου. Δεν διάβασα. Μη με κρίνεις. Δεν είχα διάθεση. Θα καθαρίσω το σπίτι, θα ετοιμαστώ να πάω σινεμά κι ύστερα ίσως διαβάσω.
[...]
Τελικά δεν διάβασα! Έκανα όμως ��ενική στο σπίτι, οι τύψεις μου βλέπεις δεν μου επέτρεπαν απλά να μείνω στον καναπέ. Έπρεπε να έχω μια δικαιολογία. Πήγα τελικά και σινεμά. Είδαμε με τον κολλητό μου το poor things του Λάνθιμου. Μου άρεσε πολύ. Η Στόουν ήταν εξαιρετική στο ρόλο, κι ο Νταφόε επίσης. Γενικά η ταινία άξιζε. Τα ποπ κορν όχι και τόσο. Ήρθαμε σπίτι μου για λίγο, συζητήσαμε για τα ερωτικά του δράματα. Ο τύπος που ήθελε πολύ να ξαναβγούν τον άφησε διαβάστηκε αλλά εχθές του έστειλε ένας άλλος οπότε είναι σίγουρο ότι μέχρι την Τρίτη θα τον έχει ξεχάσει εντελώς. Γελάω λιγάκι με το πόσο άστατος είναι στα ερωτικά του. Έπειτα σκέφτομαι εμένα που περιμένω τον μεγάλο έρωτα και γελάω με τον εαυτό μου.
Σήμερα ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Έλεγξα δύο φορές εάν έχω κλειδώσει μα ακόμα στριφογυρίζω. Σήμερα νιώθω πολύ μόνη. Περισσότερο και από χθες. Δεν θέλω να γράψω άλλο, αύριο πάλι, το υπόσχομαι.
2 notes
·
View notes
Text
να χορεύει ζεϊμπέκικο,να έχει μια βαριά φωνή,να μου δίνει συκαλάκια και ελιές, μου λείπει το «κόκκινο και το πράσινο»,μου λείπε «ο αυτός»,μου λειπει το καλοκαίρι σε εκείνο το χωριό που γέμιζε φωνές,δεν μου λείπει να με ρωτανε γιαγιάδες «ποιανού είσαι εσυ»μα μου λείπει να μαλώνω τον μπαμπα μου καπνίζει,να του λέω ξανα και ξανα τι «μπορεί» να πάθει μου,λείπει η μεγάλη παιδική χαρά που γέμιζε φωνές κάθε απόγευμα,εκείνο το κόκκινο καραβάκι με τις κούνιες,μου λείπει να λερωνω τα ρούχα μου με γράσα,μου λείπει να τρέχω να πιάσω την μπάλα που σφήνωσε κάτω από ένα αμάξι,μου λείπει η λευθεριτσα και η ιωάννα,μου λείπει να τρώω γιαούρτι τζούνιορ,μου λείπει να τσακώνομαι με τα αδέλφια μου,να τους κάνω μπουλινγκ.μου λείπει ο παππουλΉς να με πηγαίνει σε βιβλιοπωλεία,να μου μιλάει για την ζωή του ώρες ολόκληρες,για το Πολυτεχνείο,την οικοδομή,το φυσικό,την «γεργερη»,κάποιο θρασάκι,να μου δείχνει γεωγραφία ιστορια και ποίηση.κι ας μην καταλάβαινα.καταλαβαινω τώρα.μου λείπει να πηγαίνουμε στην μεσαρα και να ξεθάβει τόσες ιστορίες,που θα εγραφα 10 τόμους βιβλία.μου λείπει η αννούλα.ο άγγελος μου.μου λείπει να κλέβω να καλλυντικά της μαμάς,να βλέπω ντυσνευ και να ακούω ζουζούνια,μου λείπει να βλέπω αλτ,μου λείπει να απαντάω στην ντορα,μου λείπει «να φωνάζω» για να πάω εκδρομή,να ακούω μουσική στο mp3,να γράφω εκθέσεις.μου λείπουν «κάθε ρίζες»οι Θεσσαλονίκες,οι λεροι,οι κρητες,τα ιονία νησιά και πάνω από όλα η ικαρια μου.το κέντρο του παιδικού μυαλού μου.μου λείπει να βλέπω θέατρο,να μην τρώω γλυκά γιατί θα «χαλάσουν τα δόντια μου» να μην με νοιάζει πως φαίνομαι,αλλά να ξέρω πως φαίνομαι πάντα γλυκιά.να πετάω παντού χρωμα.να τους αγκαλιάζω όλους.λείπει το «κωστογιαννικο».οι μύτες απτά μολύβια κι ο γκαστόν,μου λείπει να ερχεται η νεράιδα των δοντιών να μου παίρνει το δόντι,να ανοίγω το κουτί με τα μπισκότα και να βρίσκω ραφτικά,μου λείπει το αλογάκι μου,ο φυντελ μου,μου λείπει να με ρωτανε σε ποιον μοιάζεις ? και να λέω θυμωμένη στον εαυτό μου,να κοιτάζω τα αστέρια και να κάνω ευχη να έχουν όλα τα παιδάκια φαγητό,να κοιτάω απτό αεροπλάνο και να ρωταω πόσοι ουρανοί υπάρχουν,οι πιλότοι να με βάζουν στο πιλοτήριο.να μου μαθαίνουν να πετάω.μου λείπει ο ύπνος και το «πήγαινε στο δωμάτιο σου να σκεφτείς» να είναι οι μόνες τιμωρίες μου.μου λείπει να κάνω την άρρωστη για να πιω ντεπόν με φράουλα,μου λείπει «το δωματιάκι».μου λείπει το μικρό μικρό ορεστακι με τα μεγάλα μάγουλα και το τσουλούφι,τα πρώτα μας ραντεβουδακια στα παγκάκια και τις πλατείες,τα πρώτα φιλία.να μου κόβει λουλούδια και να τα βάζω στα μαλλιά μου.να μου πιάνει το χεράκι και να μου λέει ψευδά πως μ αγαπάει.και πως θα με αγαπάει πάντα.και να το εννοεί.ολα να μυρίζουν λεμόνι και γιασεμί.να χουν τσιχλόφουσκα νεροφουσκες κα γκλιτερ,να φτιάχνουμε σπιτάκια με τις κουβέρτες,να κανω ψέματα πως κοιμάμαι στο αμάξι για να με σηκώσει ο μπαμπάς,να με πάει στο κρεβάτι μου,και γώ να στεναχωριέμαι να μην καταλαβαινω γιατί λείπει συνέχεια.να φοράω φτερά.να κολλάω αστέρια στα παράθυρα.μου λείπει τα καλοκαιρια να πηγαίνουμε στο θερινό να δούμε Καταγκιόζη ,να γεμίζω φλεξι φελξι τα χέρια μου,να ψαρεύω με το χριστινακι,να πετάω σκορδακια και να τρέχω με το πατίνι,να μαδάω μαργαρίτες για να δω αν μαγαπα ,να ζωγραφίζω τον ήλιο στην γωνία ψηλά,να φτιάχνω κάστρα στην άμμο,να παίζω κρεμάλα σος και τρίλιζα,να λέω σαγαπω δυνατά και να τους αγκαλιάζω όλους,να δίνω.
και να κλαίω μόνο γιατί έπεσα κάτω και χτύπησα.
Μου λείπει τότε που μάθαινα να κάνω ποδήλατο χωρίς ροδάκια ,
που παίζαμε εφτάπετρο και κρυφτοκυνηγητό και ξεσηκώναμε την γειτονιά,
τότε που ήμουν ανέμελος και χαρούμενος ,
που παίζαμε ποδόσφαιρο από το πρωί ως το βράδυ ,τα ματωμένα γόνατα και οι ματωμένοι αγκώνες ,
Μου λείπει η γριά που έβγαινε και μας φώναζε επειδή χαλάγαμε τις τριανταφυλλιές και κοπανούσαμε τα αμάξια αλλά παρ'όλα αυτά μας άφηνε να πίνουμε νερό από το λάστιχο της,
Μου λείπουν οι φωνές των γειτόνων και τα τηλέφωνα στο σπίτι για τις μαλακίες που κάναμε στην γειτονιά
Μου λείπει αυτό το άθλιο συναίσθημα κατά τον Σεπτέμβρη επειδή θα άνοιγαν τα σχολεία ,
όπως και εκείνο το υπέροχο συναίσθημα τον Ιούνιο όταν επρόκειτο να κλείσουν ,
Μου λείπουν οι φίλοι μου στο σχολείο και οι απουσίες ,
τα γέλια που κάναμε για τους άθλιους βαθμούς στα τεστ ,
Τα ψιθυρίσματα και οι παρατηρήσεις
Μου λείπει αυτή η παιδική αθωότητα.
214 notes
·
View notes
Text
«01. Αυτή εδώ είμαι εγώ»
Σάββατο βράδυ, σχεδόν μεσάνυχτα. Κατευθύνομαι προς το γραφείο μου και κάθομαι διστακτικά στην καρέκλα. Κοιτάζω μπροστά μου και το θέαμα οριακά με τρομάζει. Δεν θυμίζει σε τίποτα το γραφείο που είχα πριν μερικούς μήνες· τότε μπορούσε κανείς να δει παντού χαρτιά ‐άλλα τσαλακωμένα και άλλα σκισμένα‐ με μερικές γραμμένες λέξεις επάνω τους. Λίγο πιο πέρα, το παλιό μου τετράδιο με ένα στυλό από πάνω, γεγονός που δήλωνε πως μόλις είχα γράψει κάτι. Τα τοιχώματα του γραφείου συνήθιζαν να είναι γεμάτα με πολύχρωμα post‐it. “Η λέξη νίκη δεν γράφεται χωρίς ήττα„ είχα γράψει σε ένα κίτρινο στα δεξιά, “Αφέσου και χάσε„ σε ένα ροζ στα αριστερά, “Ζήσε„ με έντονα, καλλιγραφικά γράμματα σε ένα μπλε, το οποίο βρισκόταν στη μέση όλων των άλλων. Ήταν, ίσως, το πιο σημαντικό.
Τώρα, δεν έχει απομείνει τίποτα. Τα post‐it και τα άλλοτε σκισμένα χαρτιά έγιναν στάχτη που την πήρε ο άνεμος στο πέρασμα του. Τα στυλό χρησιμεύουν μόνο στο σχολείο. Δεν θα πω ψέματα, πάει καιρός από την τελευταία φορά που έγραψα. Παλεύω με δαίμονες που δεν με αφήνουν να εκφράσω τις σκέψεις μου στο χαρτί, που με πείθουν πως πρέπει να πιάσω το μαχαίρι αντί της πένας. Με τρεμάμενα χέρια, πιάνω ένα στυλό και το τετράδιό μου, το τετράδιο που με έσωσε πολλές φορές από τα παρολίγον μοιραία λάθη μου, που δεν μπόρεσα να κάψω με όλα τα υπόλοιπα. Με βιαστικές κινήσεις, βρίσκω την πρώτη λευκή σελίδα. Τίτλος: Mistakes. Θα είμαι ειλικρινής. Δεν γνωρίζω γιατί έγραψα αυτήν τη λέξη, το χέρι μου κινήθηκε αυτόνομα. Δεν μπορώ, δεν μπορώ να συνεχίσω.
Ανοίγω το τετράδιο στην πρώτη σελίδα. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, έχω διαβάσει όλα όσα έχω γράψει. Καλά λένε πως οι άνθρωποι ξεκινούν μια πορεία από το μηδέν και γυρνούν ξανά εκεί. Να 'μαι εδώ, στο μηδέν ξανά, μια μικρή καλλιτέχνης ‐αν κανείς μπορούσε να με χαρακτηρίσει έτσι‐ εγκλωβισμένη στα παλιά μου γραπτά. Συνειδητοποιώ πως είναι πολλά αυτά που δεν έχω πει. Ήρθε η ώρα να το κάνω, όποια και αν είναι η κατάληξη. Πρέπει να διαλέξω προσεκτικά τις λέξεις μου και να τις βάλω στη σωστή σειρά.
Κοιτάζω την ώρα. 01:31. Το σαββατόβραδο πεθαίνει αργά και νιώθω πως αφήνομαι σε αυτό, γνωρίζοντας ήδη πως οι επόμενες γραμμές αυτού του τετραδίου θα αποτελέσουν κατάθεση ψυχής. Κάποιος, κάποτε, μου ζήτησε να του παρουσιάσω την τέχνη μου. Όταν του αποκρίθηκα πως αυτή πηγάζει από τον πόνο, σάστισε και έπειτα γέλασε. Αγαπητέ/-ή αναγνώστη/-ρια, αυτή εδώ είμαι εγώ. Η τέχνη μου πηγάζει από τον πόνο και εγώ θα σου την παρουσιάσω.
-I13.
23 notes
·
View notes
Text
3:54 π.μ (1)
@epizwntes-twn-romantikwn <3
Ξύπνησα. Σηκώθηκα, ετοιμάστηκα για να πάω στο σχολείο. Φόρεσα ενα ψεύτικο χαμόγελο, για ακόμη μια φορά και πήγα. Κανείς δεν κατάλαβε τι είχα. Σχεδόν. Ο μόνος που κατάλαβε κάτι, ήταν εκείνο το αγόρι. Εκείνο το αγόρι που το έκριναν όλοι χωρίς κανέναν λόγο. Επειδή λέει δεν άκουγε την μουσική που άκουγαν αυτοί, επειδή ήταν διαφορετικός, δεν ήταν το γνωστό "cool" παιδί. Καθόταν δύο θρανία πίσω μου. Στο τελευταίο θρανίο. Δεν κάναμε παρέα. Είχα δει πως έγραφε στο τετράδιο του. Δεν ήξερα τι. Επίσης ζωγράφιζε. Θλιμμένα σκίτσα, λυπημένους ανθρώπους. Αναρωτήθηκα γιατί φορούσε πάντα μπλούζες με μακριά μανίκια και δεν έδειχνε ποτέ τα χέρια του. Μετά από κάποιες μέρες, κατάλαβα. Κατάλαβα γιατί όσα σχεδίαζε ήταν θλιμμένα. Γιατί είχε πάντα μαύρους κύκλους και πρησμένα ματιά. Κατάλαβα γιατί κάθε φορά που κοιτούσε τους καρπούς του γυρνούσε και μου χαμογελούσε. Παράξενο δεν είναι; Φοβήθηκα πως εγώ ήμουν η αιτία που τα περνούσε όλα. Αλλά από την άλλη, δεν είχαμε ποτέ κάποια σχέση. Δεν μιλούσαμε.
Πέρασε καιρός. Το καλοκαίρι είχε περάσει,και σχεδόν είχα ξεχάσει την ύπαρξη του Αλέξη. Γνώρισα καινούρια άτομα. Έχασα όμως και κάποιους που πίστευα πως θα ήταν πάντα δίπλα μου. Ένα από αυτά τα βαρετά Σάββατα που πίστευα πως θα μείνω μόνη στο σπίτι αγκαλιά με το μαξιλάρι και την θλίψη μου, το τηλέφωνο χτύπησε.
Ήταν η πιο διάσημη κοπέλα του σχολείο, και φίλη μου από παλιά.
Με κάλεσε στο σπίτι της, γιατί διοργάνωνε ένα πάρτι λόγω της αρχής της σχολικής χρονιάς. Προσπάθησα με κάθε τρόπο να το αποφύγω, αλλά τελικά με έπεισε.
Ντύθηκα. Ευτυχώς που το μαύρο πάει με το μαύρο αλλιώς δεν θα ήξερα τι άλλο να βάλω. Αν και ήξερα πως μπορεί να σχολιαστεί δεν με ένοιαξε.
Πήγα στο σπίτι της όπου με περίμενε αυτή η δήθεν χαρούμενη ατμόσφαιρα που υπάρχει σε όλα τα πάρτι που είχα πάει ως τώρα.
Δεν πρόλαβα να πιάσω την γνωστή θέση στη γωνία του καναπέ και άρχισαν όλα τα επικριτικά σχόλια των συμμαθητών μου.
"Ρε Χαρά, σε πάρτι ήρθες όχι σε καμία κηδεία, δεν είχες κάτι πιο χαρουμενο να βάλεις;" Ή "Οι μόδα των emo έχει περάσει εδώ και χρόνια, μήπως μπερδευτηκε;"
Μερικοί νόμιζαν πως δεν τους άκουγα, αλλά απλά προσπαθούσα να τους αγνοήσω.
Λίγα λεπτά αργότερα χτυπησε το κουδουνι. Η Ιωάννα άνοιξε την πόρτα.
Δεν περιμενε κανείς πως η πιο cool και δημοφιλής κοπέλα του σχολείο θα καλουσε σε ένα παρτυ κάποιον απ τους χαμένους.
Μόλις άνοιξε η πόρτα, όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω στον Αλέξη.
Ήταν κι εκείνος ντυμένος στα μαύρα, όπως εγώ. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξεκίνησαν τα πικρόχολα σχόλια και τα πειράγματα. Ότι ταιριάζαμε λες και πάμε σε κηδεία, πως όλοι αυτοί οι τραγουδιστές των emo συγκροτηματων θα ήταν περήφανοι που έχουν τόσο πιστούς φαν και τετοια.
Περιττό να πω πόσο άβολη ήταν εκείνη η στιγμή και για τους δυο μας.
Η αλήθεια είναι, πως κι εγώ άκουγα παρόμοια μουσική με εκείνον και είχαμε κοινά ενδιαφεροντρα αλλά ποτέ δεν το είπα στους "φίλους" μου. Φοβήθηκα πως θα άρχιζαν την κριτική τους. Ίσως από την άλλη δεν έπρεπε να κρυφτώ. Αν ήταν όντως φίλοι ��ου, θα εμέναν δίπλα μου ακόμα κι αν οι προτιμήσεις μας ήταν τελείως διαφορετικές.
Για να μην τα πολυλογώ, η ώρα πήγε μία και αποφασίσαμε με την παρέα μου, να φύγουμε μιας και ήταν αργά.
Καθώς ήμασταν στον δρόμο, περάσαμε έξω απ το σχολείο. Ακουσα κάτι. Μια αντρική φωνή. Δεν μίλαγε όμως. Έκλαιγε; "Κορίτσια ακουτε κάτι;" τις ρώτησα. "Όχι, γιατί;", απάντησαν όλες. Μόνο εγώ το άκουγα εν τέλει; " Πάω να τσεκάρω, περιμένετε με εδώ." Πήδηξα γρήγορα τα κάγκελα και ακολουθησα τον ήχο. Έφτασα στο πίσω μέρος του προαυλίου και το θέαμα που είδα με σόκαρε. Ήταν αυτό το αγόρι. Ο Αλέξης. Ποτέ έφυγε απ το πάρτι χωρίς να τον καταλάβει κανείς; Είχε δάκρυα στα μάτια, ένα μπουκάλι αλκοόλ και χαμηλά μια μουσική. Δεν κατάλαβα καλά τι ήταν. Έχω την εντύπωση πως ήταν Solmeister, ή κάτι τέτοιο. Αίμα ήταν αυτό στους καρπούς του; Πες μου πως δεν είναι αίμα. "Κάτι πρέπει να κάνεις. Μην είσαι δειλή. Δεν είναι καλά.", είπα στον εαυτό μου. Έστειλα γρήγορα ένα μήνυμα στα κορίτσια να φύγουν καλύτερα χωρίς εμένα γιατί δεν αισθανόμουν πολύ καλά και πως θα γύριζα μόνη μου. "Αλέξη;", κατάφερα να ψελλισω μέσα στον πανικό μου. Ήταν σε άθλια κατάσταση. " Φύγε!". Μου είπε απότομα. "Αλέξη, τι γίνεται, γιατί είσαι εδώ τέτοια ώρα και σε τέτοια κατάσταση; Τι εχεις;" Είχα τρομοκρατηθεί.
Πέρασε μια εβδομάδα. Είχε χωρίσει από την πρώτη του σχέση, για αυτό ήταν σε τέτοια χάλια εκείνο το βράδυ. Εγώ είχα τσακωθεί με τον "κολλητό" μου. Ήρθε να δει αν ήμουν καλά. Δεν ξέρω αν ήταν από ενδιαφέρον ή απλά επειδή ήταν η πρώην του μπροστά. Αργότερα ηρέμησα, ήταν δίπλα μου συνέχεια. Ήταν η πρώτη φορά που μείναμε μόνοι μας μετά εκείνη την νύχτα στο προαύλιο του σχολείο. Φοβόμουν. Δεν ξέρω τι. Νομίζω πως ήταν η πρώτη φορά που είπα πάνω από δύο σωστές προτάσεις μπροστά του. Μιλήσαμε. Μιλήσαμε πολύ. Τον έμαθα λίγο καλύτερα εκείνο το βράδυ. Μιλήσαμε για τον τσακωμο μου με αυτό το παιδί. "Αν σε πειράξουν θα'μαι εδώ." Από μέσα μου λέω "τι;". Μην φρικάρεις. " Δεν θα κάνουν κάτι μη φοβάσαι ", του λέω. "Και πάλι θα'μαι εδώ." "Να το θυμάσαι." "Θα το θυμάμαι." Αυτό ήταν.
Κάτι τον έτρωγε όμως. Ήμουν σίγουρη. Μου το'χε πει η πρώην κοπέλα του, κάτι είχε. Μετά από μια εβδομάδα που μιλούσαμε συχνά, είτε από μήνυματα, είτε από κοντά, έμαθα τι. Την ήθελε. Την ήθελε ακόμα. "Είμαστε πάλι μαζί."
21 notes
·
View notes
Text
Νυχτερινό στο Πέραμα
Μόλις μου έκλεισε τα μάτια, άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Βαριά αθλητικά πλησίαζαν. Πρέπει να ήταν πάνω από ένας. Δύο; Τρεις; Εγώ περίμενα γονατισμένος να πλησιάσουν. Ένιωθα το χέρι του στο κεφάλι μου. Μου χάιδευε τα μαλλιά. Το ένα ζευγάρι αθλητικά στεκόταν τώρα μπροστά μου. Άκουσα μια ζώνη να λύνεται βιαστικά. Ένα φερμουάρ να κατεβαίνει. Οι άλλοι μιλούσαν στα αλβανικά. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο ένας κάπνιζε. Μύρισε καπνός.
Και πούτσα.
Μια χαλαρή πούτσα χτυπούσε το στόμα και τη μύτη μου. Άνοιξα το στόμα μου αμέσως και προσπάθησα να κεντράρω αλλά μου ξέφυγε. Εκείνος γέλασε. Ξαναχτύπησε την πούτσα στη μύτη μου αλλά αυτή τη φορά κατάφερα να την αιχμαλωτίσω. Αυτός που με χάιδευε μιλούσε ακόμα με τον άλλον στα αλβανικά. Τη ρούφηξα αμέσως όλη. Ήταν μικρή ακόμα. Άρχισα να πιπιλάω το πουτσοκέφαλο αργά. Ένιωσα συσπάσεις στον κορμό. Σήκωσα το χέρι μου να πιάσω τ’ αρχίδια, αλλά αυτός που με χάιδευε πρόλαβε το χέρι μου. Πήρε και το άλλο και μου τα κράταγε πίσω απ’ την πλάτη μου.
Ήμουν όλο στόμα. Μια τρύπα. Μόνο. Για να χύνεις.
Το παπάρι μέσα στο στόμα μου άρχισε να χοντραίνει κι εγώ άρχισα να κάνω πιο γρήγορα. Ο τύπος τον έβγαλε απ’ το στόμα μου και αμέσως μου έχωσε το χέρι του μέχρι το λαρύγγι. Στην αρχή, χωρίς τον αντίχειρα. Έσπρωχνε μέχρι όσο έπαιρνε. Μου ήρθε εμετός. Άρχισα να βγάζω ανάλογους ήχους, αλλά δεν τον ένοιαζε. Συνέχιζε να σπρώχνει το χέρι του προς το λαρύγγι μου, σα να προσπαθούσε να ανοίξει καλά το στόμα μου. Για το γαμήσι.
Άρχισα να γέρνω μπροστά το κεφάλι μου. Κατάλαβε ότι θα ξερνούσα και έβγαλε το χέρι του. Άρχισα να βήχω. Καθώς έβηχα και έφτυνα, εκείνος έτριβε τον πρησμένο πια πούτσο του στα χείλια μου. Τελικά, τον ξανάχωσε στο στόμα μου. Άρχισα να ρουφάω.
Πρέπει να ήταν καλό παλούκι. Ξυρισμένο, δεν ένιωθα τρίχα πουθενά. Γέμιζε το άνοιγμα του στόματός μου. Άφηνα όσα περισσότερα σάλια μπορούσα. Εξερεύνησα το πουτσοκέφαλο με τη γλώσσα μου και προσπαθούσα να χώσω όσο περισσότερη γινόταν στην τρύπα του. Μετά άρχισα να πειράζω το δέρμα κάτω από το άνοιγμα. Και μετά, όταν κατάλαβα ότι είχε πάρει το σχήμα και τη σκληράδα που έπρεπε, άρχισα να ρουφάω. Έπρεπε να βγάλω τα χύσια.
Και τότε ένιωσα μια δεύτερη πούτσα πάνω στο αριστερό μου μάγουλο. Η συζήτηση στα αλβανικά συνεχιζόταν πιο αργά, με γέλια. Με κορόιδευαν. Και το ήξερα. Και με καύλωνε αυτό. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο απ’ το να ρουφάω πούτσες αγνώστων καυλωμένος. Χωρίς να μπορώ να χύσω. Για πόσο; Για πόσες πούτσες; Δεν ήξερα.
Τσιμπούκωνα βαθιά την πούτσα που ήταν μέσα στο στόμα μου όταν μου άρπαξε το κεφάλι και μου το κόλλησε στη λεκάνη του. Δεν κατάφερε να τον βάλει όλον. Δεν χωρούσε. Έσπρωξε κι άλλο. Τίποτα. Οι άλλοι γελούσαν. Πνιγόμουν. Μου’ ρχόταν εμετός. Εκείνος έκανε πίσω και η ψωλάρα του χάθηκε απ’ το στόμα μου αλλά πριν προλάβω να πάρω ανάσα, μια γόπα ακούστηκε να πέφτει κάτω και η δεύτερη πούτσα ήρθε και χώθηκε μέσα μου μέχρι το λαρύγγι. Βόγγηξα. Άρχισε να με γαμάει γρήγορα, άφοβα. Θα μπορούσα να πάθω ζημιά. Πρέπει να ήταν ��αιδιά. Δεν εξηγείται αλλιώς. Μούγκριζα από τον πόνο. Και οι άλλοι γελούσαν. ��άποιος μου έδωσε μια καρπαζιά.
Τότε ένιωσα αυτόν που μου κρατούσε τα χέρια να τα αφήνει. Έσπρωξε αυτόν που γαμούσε το στόμα μου να κάνει στην άκρη. Άκουσα ζώνη να λύνεται. Φερμουάρ να κατεβαίνει. Ένα χέρι έπιασε το σαγόνι μου να ανοίξει και ένα χαλαρό παπάρι πάρκαρε πάνω στο κάτω χείλι μου. Άρχισα να νιώθω τη ροή του κάτουρου να γεμίζει το στόμα μου. Ζεστό. Μύριζε μπύρα. Μου ήρθε εμετός. Σταμάτησε. Τα έφτυσα. Μου ήρθε μια σφαλιάρα από κάπου.
“Πιες το όλο”, μου είπε με τη βαριά προφορά του.
Η ροή ξεκίνησε πάλι. Άνοιξα το λαρύγγι μου. Το κάτουρο άρχισε να τρέχει μέσα μου. Ο πούτσος μου τιναζόταν από την καύλα. Ένα παπούτσι τον κλώτσησε δυο φορές. Ένα χέρι τράβηξε τα μαλλιά μου προς τα πίσω, για να πέφτει πιο γρήγορα το κάτουρο. Το οποίο τελείωσε. Σκούπισε τον πούτσο στα χείλια μου. Τη θέση του πήρε κάποιος από τους άλλους δύο. Προσπαθούσα να κλέψω μια δυο ανάσες αλλά δεν πρόλαβα. Μου τον έχωσε μέχρι όσο πήγαινε και άρχισε να μου γαμάει το στόμα. Η άλλη ψωλή χτυπούσε πάνω στον κρόταφό μου.
Ακούστηκε το κουδούνι.
“Γρήγορα, μαλάκες”, είπε ο ένας. Γέλασαν.
Το πιστόνι που ήταν χωμένο στο κεφάλι μου άρχισε να φορτσάρει. Ξαφνικά, ένιωσα να τον σπρώχνουν μακριά. Ο άλλος πούτσος χώθηκε άγρια μέσα στο στόμα μου. Ένα ζευγάρι χέρια άρπαξε το κεφάλι μου. Το τσογλάνι άρχισε να γαμάει το στόμα μου και να μουγκρίζει. Η γεύση στο στόμα μου άλλαξε. Χύσι. Άρχισα να νιώθω το ζουμί του, πιο παχύρρευστο από το σάλιο μου. Πιο πικρό. Έβγαινε συνέχεια, με κάθε γαμησιά. Τον ένιωθα να τρέμει μέσα απ’ τα χέρια του. Μέσα απ’ τον πούτσο του. Δεν σταματούσε. Ο άλλος του είπε κάτι στα αλβανικά, βγήκε και έκανε στην άκρη. Πήρε τη θέση του μπροστά μου. Μάλλον τον έπαιζε. Άνοιξα το στόμα μου. Εκείνος που είχε χύσει έτριβε το παπάρι του πάνω στο κούτελό μου, για να το σκουπίσει. Σε λίγο, ένιωθα το ζεστό σπέρμα του δεύτερου να πέφτει πάνω στη γλώσσα μου καυτό, στο πηγούνι μου, πάνω στο μαντήλι που έδενε τα μάτια μου. Δεν φώναξε. Απλά έχυνε. Και έχυνε. Ήθελα την τελευταία σταγόνα. Πετάχτηκα και άρπαξα το παπάρι του με το στόμα μου. Άρχισα να το ρουφάω τρυφερά. Έβαζα τη γλώσσα μου μέσα στην τρύπα του, να βγάλω ό,τι μπορεί να έμενε εκεί πέρα. Εκείνος έτρεμε. Με έσπρωξε προς τα πίσω.
Το μαντήλι λύθηκε. Τους είδα. Ναι, ήταν ο Έρις από το Β5 και ο Ασλάν από την τρίτη. Κάπου στα 25 κι οι δυο. Καπέλα. Αθλητικές μπλούζες. Να μαζεύουν τις γλυστερές ψωλάρες τους μέσα στα τζην τους. Ο Γιάννης έφυγε από πίσω μου και σήκωσε την τσάντα του από το πάτωμα.
“Εντάξει, δασκαλάκο; Χόρτασες καυλί;”, με ρώτησε χαμογελώντας κοροϊδευτικά.
Οι άλλοι δύο έφυγαν. Έκανε κι εκείνος για την πόρτα. Πριν βγει, γύρισε και με κοίταξε.
“Και για τους βαθμούς είπαμε, ε;”
Ένευσα καταφατικά. Έφυγε κλείνοντας την πόρτα.
Έμεινα στα γόνατα, καυλωμένος. Στην έρημη, σκοτεινή τάξη. Ο λαιμός μου έτσουζε. Είχα τα φλόκια τους και κάτουρο πάνω στα ρούχα μου και στο πρόσωπό μου. Πώς θα έφευγα απ’ το σχολείο; Δεν με ένοιαζε. Θα περίμενα να στεγνώσουν. Κάτι θα έκανα.
Καθώς προσπαθούσα να πάρω ανάσα επιτέλους, η γλώσσα μου κινούνταν μέσα στο στόμα μου. Έψαχνε να βρει ό,τι είχε απομείνει απ’ τους χυμούς των κωλόπαιδών. Τέλειωναν. Το χέρι μου έπιασε γερά τον πούτσο μου. Μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα έχυσα μέσα στην παλάμη μου. Καθώς τον έπαιζα ακόμα, σκεφτόμουν αν το σπέρμα μου θα μπορούσε να πάρει τη θέση του δικού τους μέσα στο στόμα μου. Αν θα συνέχιζε αυτή την αίσθηση. Αν θα με έκανε να νιώσω για λίγο ακόμα χρησιμοποιημένος από τα τρία κωλόπαιδα.
12 notes
·
View notes
Photo
Δεν μου συμβαίνει συχνά. Για την ακρίβεια, μου συμβαίνει όλο και πιο σπάνια. Εννοώ, να πιάσω στα χέρια μου ένα βιβλίο κι όσο πλησιάζει προς το τέλος του να προσπαθώ να χρονοτριβήσω όσο περισσότερο γίνεται. Δεν θέλω να τελειώσει. Μπορεί να αφήσω την ανάγνωση και να πιάσω το σιδέρωμα, ή να πάρω τηλέφωνο, ή ακόμη ακόμη να στήσω τα πιόνια στην σκακιέρα για να παίξω την Σικελική άμυνα ή το Γκαμπί της βασίλισσας με τον εαυτό μου –τον οποίο αφήνω ενίοτε να νικήσει.
Το βιβλίο που δεν ήθελα να τελειώσω το διάβασμά του είναι το μυθιστόρημα του Αμερικάνου συγγραφέα Robert Penn Warren «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά». Αν ο τίτλος σάς θυμίζει κάτι είναι επειδή το συγκεκριμένο βιβλίο έχει γυριστεί και ταινία με τον ίδιο τίτλο (με τον Σον Πεν και τον Τζουντ Λο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους). Η ταινία είναι καλή όμως το μυθιστόρημα είναι λεύγες καλύτερο.
Ο συγγραφέας βάζει τον ήρωά του, έναν νεαρό δημοσιογράφο, στη Λουιζιάνα του Αμερικάνου νότου, να γίνεται το δεξί χέρι ενός αρκούντως αμοραλιστή πολιτικού στην πορεία του προς τα ανώτατα αξιώματα – πρώτα του Κυβερνήτη της πολιτείας κι ύστερα του Γερουσιαστή. Ο νεαρός δημοσιογράφος που ανδρώνεται πλάι στον πολιτικό, αφηγείται σε πρωτοπρόσωπη γραφή τον άλλοτε τρικυμιώδη κι άλλοτε βαλτώδη βίο του πλάι σε μια όμορφη μάνα που επιδίδεται σε συλλογή εραστών, κοντά σε έναν ιδεολόγο γιατρό και την αδελφή του –την οποία ερωτεύεται–, πλησίον στον αποτραβηγμένο (σχεδόν σαλό) πατέρα του και βέβαια μέσα στην δίνη της πολιτικής.
Κάπου στη μέση του βιβλίου, ο ήρωας αναπολεί την πρώτη φορά που ένιωσε ερωτευμένος. Και μιλάει για εκείνη την πρώτη φορά όπως δεν έχω διαβάσει ποτέ ξανά σε κανένα άλλο μυθιστόρημα – ποτέ σε ολόκληρο τον αναγνωστικό μου βίο. Φλέρταρα για λίγο με την ιδέα να παραθέσω ένα απόσπασμα από εκείνη τη σελίδα. Μα θα ήταν σα να αποσπούσα το χαμόγελο από τη γάτα του Τσεσάιρ. Άφησα λοιπόν να διαβαστεί εκεί που το τοποθέτησε ο συγγραφέας.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που θα έπρεπε να διδάσκεται σε κάθε σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Βγάζω το καπέλο μου στον συγγραφέα, τιμώ τον εκδότη, συγχαίρω τη μεταφράστρια και προτρέπω τον αναγνώστη.
Αν ήμουν ποιητής του λετρισμού θα αναφερόμουν στο βιβλίο αυτό με τον παρακάτω τρόπο: Υπέροχο, Υπέροχο, Υπέροχο!!!
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
5 notes
·
View notes
Text
"ΗΜΕΡΟΛΌΓΙΟ ΜΟΥ..."
Καλό μου , όχι και τόσο αγαπημενο ημερολόγιο
Που ποτέ δεν σε κράτησα
Και δυστυχώς στον πυρήνα αυτής της καραντίνας όσο και να ήθελα να σε κρατήσω , η θέληση μου σε βγάζει εκτως της λίστας των επιλογών της βαλτωμενης παραγωγικότητας μου.
Και ντρέπομαι λιγο.
Γιατί έχεις αντικατασταθεί με τις σημειώσεις ενός τηλεφώνου.
Και δεν είναι το ίδιο.
Δεν νιώθω πλέον την τριβή του χαρτιού.
Του κάποτε από αμνημονεύτων χρόνων φίλου και συνεργάτη μου.
Μα δεν μπορώ να πιάσω χαρτί εδώ.
Είναι όλοι εδώ.
Κιεγω μιση.
Και όταν γράφω περιγελούν.
Και η οργή μου με πιάνει από την μεση.
Και όσο και αν την μισω , τις ώρες που έρχεται φαντάζει πανέμορφη.
Δεν πρέπει καλο μου ημερολόγιο να με δουν.
Και όταν μπορώ να γράψω με την ησυχία μου , δεν θέλω να σε δω εγώ.
Αντί για σένα πάντα διαλέγω τα πιο τσαλακωμενα τετράδια μου.
Τα πιο βρώμικα.
Και τα κείμενα μου βρίσκονται ανάμεσα σε μπερδεμένα σκίτσα.
Ανάμεσα Σε σημειωμένα τηλέφωνα που πήρα μα δεν τα κάλεσα απλώς για να κόψω πιο εύκολα επαφές με τον ιδιοκτήτη τους.
Σαν τις αναπάντητες κλήσεις που βλέπω και τις αφήνω να μείνουν αιώνια στην συσκευή που κρατώ στα χέρια μου.
Ένας θεός ξέρει που σκατα βρήκαν τον αριθμό μου.
Η οργή μου που λες σήμερα μπήκε ήσυχα στο δωμάτιο και κάθησε στο κρεβάτι μου.
"Σε περίμενα από το πρωί και δεν φάνηκες".
Μου είπε.
"Καλύτερα" απάντησα.
Δεν ενόχλησε άλλο.
Σηκωθηκε και έβαλε παλιά playlist.
Σήμερα δεν θα δρούσε.
Μα θα ακούγαμε μουσική μαζί.
Παλιότερα το κάναμε συχνότερα σε κάποιο μπαρ.
Αν με ξέρεις ίσως με έχεις δει να κάθομαι πιο μαγκωμενη από κάθε τοξικομανη.
Με πιο διεσταλμενες κόρες και από γάτα που είδε ποντίκι μετά από βδομάδες αφαγιας.
Ίσως από την άλλη , αν βγαίνεις κιεσυ στους χώρους που βγαίνω με την οργή μου , να με έχεις δει να σηκώνω ένα ολόκληρο μαγαζι.
Ημερολόγιο μου που λες , ντυνομουν κάθε βράδυ μαζί με την οργή μου.
Βγαιναμε.
Ακούγαμε χαρντ ροκ.
Και πίναμε τεκιλες.
Εγώ το πρωί όμως πάντα γυρνούσα ήρεμη σπίτι.
Και εκείνη ποτέ μαζί μου.
Και σήμερα δεν έμεινε πολύ.
Τουλάχιστον όχι όσο περίμενα.
Πριν βγει από την πόρτα της μικρης μου τρύπας μου είπε "θα είμαι πάντα εδώ για σένα"
"Αυτό φοβάμαι"
Της απάντησα.
Συνέχισε με μουρμουρητα.
Μα κατάλαβα κάτι μέσα από όλα αυτα.
Ξεχώρισα μετά βίας μια πρόταση κάπως ακατάληπτη.
"Δεν με χρειάζεσαι το ξέρω. Μα θα με παίρνεις μαζί σου; εστω να ακούμε μουσική όπως παλιά;"
"Πάντα" της απάντησα.
Πριν φύγει έσκυψε και με κοίταξε.
Ήμασταν ολόιδιες μα εκείνη φαινόταν μεγαλύτερη.
Μου έκλεισε το μάτι και πάτησε το play.
Η πόρτα έκλεισε και αμεσως άρχισε ένα βουητό από κιθάρες και ντραμς.
Καλό μου ημερολόγιο..
Ακούγεται άσχημο το όνομα της μα με πρόσεχε..
Καλό μου ημερολόγιο..
Σου γράφω εξ αποστάσεως για εκείνη που με έκανε να με προσέχω και να αντέχω τους ανθρώπους.
Σου γράφω για μένα.
- Κυρία D.
#γρεεκ κουοτς#γρεεκ ποστς#γρεεκ ποεμ#γρεεκ λοβ#γρεεκ τεξτ#γρεεεκ#οργη#οργή#ποιηση#γραφω#mine#δικο μου#κυρίαd.
5 notes
·
View notes
Text
"ΜΕΣΑ ΑΠΌ ΤΟ ΚΛΕΊΣΤΡΟ ΜΙΑΣ ΜΑΥΡΗΣ ΓΑΤΑΣ"
Και γενικότερα δεν έχω λόγια..
Και ενας στίχος σε Ριπλεϊ
"Και ας μην μου φτάνουν του κόσμου τα χρώματα για να σκιτσαρω το πρόσωπο της".
Ένα Ρίπλεϊ ευτυχισμένο.
Σαν κάποιος να ξέθαψε την ξεχασμένη παρτιτούρα της ζωής μου.
Και η μελαγχολία των ματιών μου εθεαθει ξανά.
Μην σε τρομάζει το "μελαγχολία".
Έτσι γεννήθηκα.
Εμένα το ξενικό κενό που αντίκριζα στα μάτια μου με τρόμαζε.
Και σαν παρεξηγημένη μάγισσα το αφανησες από το πρόσωπο του κόσμου μου.
Λίγο πριν εμφανιστεις, η μανία μου να σπάω καθρέφτες με τα ίδια μου τα χέρια και να κρατώ τα κομμάτια σαν πιθανά όπλα, ήταν σε αρση.
Ξέρεις κάτι;
Θα ήθελα να είμαι φωτογράφος.
Να μπορέσω να πιάσω την αντανάκλαση.
Την αντανάκλαση σου πάνω στα κουρασμένα μάτια μου, την ώρα που σε πρωτοαντικριζω μέσα στην μέρα.
Κάθε φορά πιο έντονη από την άλλη.
Τα μάτια μου δεν θα φάνταζαν ποτέ τόσο όμορφα σε καμία άλλη φωτογραφια.
Η σε κανένα "πάγωμα του χρόνου", όπως λέω.
Και είμαι σίγουρη γι'αυτό.
Ξέρεις πόσο μαρεσουν οι τίτλοι στα εργα.
Αυτό το έργο θα είχε τον τίτλο " η ερμηνεία της ευτυχίας στα μάτια μιας μαύρης γάτας".
Και ίσως ακουστεί περίεργο μα..
Συνήθως όταν κάποιος τύχαινε και πετυχενε ξεκλείδωτη την πόρτα της ζωής μου, έβρισκε καφέ στο τραπέζι.
Ίσως λίγο κρύο.
Μα θα ήταν αρκετός μέχρι να φύγει ξανά.
Όμως,δύο πόρτες σε αυτό το σπίτι ήταν πάντα κλειδωμένες.
Της καρδιάς και του μυαλού μου.
Η ψυχή μου συρματόπλεγμα.
Τις φιλουσαν κέρβεροι ονείρων αυτές τις πόρτες.
Οπότε ποιος να πλησιάσει.
Όσο για το υπόλοιπο σπίτι?
Γκρίζο.
Κενό με μοναχό ένα τραπέζι στο κέντρο με με μια ντεμοντε καφετιέρα επάνω που είχε μόνιμη συντροφιά μια ραγισμένη κούπα.
Σαν εκείνον τον τοξικό ανθρωπο που όλοι κρατήσαμε δίπλα μας κάποτε εσκεμμένα, πιστεύοντας λανθασμένα πως ο συμβιβασμός με τη θλίψη είναι καλύτερος από την ολική πτώση.
Α και ένα πιάνο.
Υπάρχει και ενα σκονισμένο πιανο.
Εκεί στην γωνία.
Παλιάς εποχής κιεκεινο.
Φάλτσο σαν τα βήματα μου ανάμεσα στις ταράτσες που ανεβαίνω όταν θέλω να φωτίσω το Μουντο βλέμμα κάποιου ξένου , ένα μουντό πρωί, με κάποιο ατσαλο γκραφίτι.
Πιάνο Της εποχής που μαζί με τον καφέ υπήρχε και η ερώτηση στο τραπέζι για όποιον κατεύθανε.
Παλιές μέρες.
Όταν ο καφές ήταν πιο ζεστος.
Ποια ήταν εκείνη η ερώτηση θα με ρωτήσεις.
Ήταν κλισέ.
"Πόσο θα μείνεις? Να κάνω όνειρα η καφέ?"
Και ο καφές ήταν ήδη εκεί.
Και ο επισκέπτης μου κάθε φορά διστακτικός.
Ακόμα παίζει με την σκέψη μου το πώς εσύ έφτιαξες την καφετιέρα.
Μη θελωντας να την ξεφορτωθείς γιατί στα μάτια σου η ρετρό εσανς της ήταν μοναδική.
Αρχίζεις να γεμίζεις το σπίτι με ελπίδα και νέα μοντέρνα έπιπλα στα γούστα μας.
Ξεσκονιζεις μέρα τη μέρα το πιάνο, ενώ τραγουδάς στους Κέρβερους μου το blue jeans.
Και οι ίδιοι σου έδωσαν το κλειδί για τα δωμάτια.
Και μετοικησες σε αυτό το σπίτι.
Που όλο και γίνεται δικό μας.
Είμαι ευγνώμων.
Και ελπίζω μέρα με την μέρα πραγματικά να μην φύγεις.
Να μείνεις να με δεις να χαϊδεύω τ�� θηρία σου.
Όπως εξημερώνεις και κοιμίζεις τα δικά μου.
Μείνε.
Γιατί αυτή τη φορά έχω φροντίσει να κάνω και όνειρα και καφέ.
Και βρίσκονταιι και τα δυο πάνω στο ολοκαίνουργιο τραπέζι μας.
Εξάλλου , κάθε μαύρη γάτα χρειάζεται τη δική της μάγισσα.
Και κάθε μάγισσα τη δική της μαύρη γάτα.
Σωστα;
- κυρία D.
7 notes
·
View notes
Text
Εκείνη τη μέρα είχα πάει πρώτη φορά σπιτι του. Είχαμε παραγγείλει πίτσες και βλέπαμε θρίλερ. Καθόμουν στην αριστερή πλευρά του καναπέ και αυτός στην δεξιά. Προσπαθούσε να βρει αφορμή για να ξαπλώσουμε δίπλα δίπλα, γιατί όπως πάντα ντρεπόταν να κάνει ξεκάθαρα αυτο που ήθελε. Με τα πολλά ξαπλωσαμε δίπλα δίπλα και με κράταγε αγκαλιά. Κάθε φορά που τρόμαζε ένιωθα το χέρι του να σφίγγει γύρω από τη μέση μου και τον πείραζα και έλεγε "τι λες ρε δεν φοβάμαι εγώ με τα θρίλερ" και τον κοίταγα με ένα ειρωνικό βλέμμα και με φίλαγε. Μετά, όταν είχε χορτάσει με την πίτσα που είχε φάει, βάλθηκε να με πειράζει. Στην αρχή με γαργάλαγε και μετά καταλήξαμε να μου ταΐζει με το ζόρι πίτσα παρόλο που του φώναζα πως θα σκάσω από το φαΐ. Και αυτός γέλαγε. Και με φίλαγε και έλεγε πως έχω γεύση πίτσας και του γκρίνιαζα. Και γέλαγε. Και μετά έκανε πως προσέχει την ταινία και μου πείραζε τα μαλλιά και κάθε φορά που γύρναγα να τον κοιτάξω ή προσπαθούσα να του πιάσω το χέρι ξανακοίταζε την τηλεόραση και έκανε πως δεν καταλαβαίνει τι γίνεται. Και με φίλαγε. Και γέλαγε. Και ποτέ δεν είδαμε το τέλος αυτής της ταινίας γιατί με πήρε μια τόσο μεγάλη αγκαλιά και με φίλησε και μετά ξέρετε πώς πήγε. Και ένιωθα ασφαλής. Μέσα στα χέρια του, στο γέλιο του, στην μυρωδιά του, ένιωθα ευτυχισμένη. Και ήθελα απλώς να σας μιλήσω για εκείνη τη μέρα επειδή κάθε φορά που την σκέφτομαι νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και έχω ένα χαμόγελο στα χείλη, αλλά μετά, μετά που φτάνω στο τέλος της ιστορίας, νιώθω το κενό και νιώθω έναν κόμπο στον λαιμό και δάκρυα γεμίζουν το πρόσωπο μου. Ήθελα απλώς να σας μιλήσω για εκείνη την μέρα που ένιωθα ζωντανή.
Και γέλαγε και κοίταζα τα ματάκια του πως γυάλιζαν στο σκοτάδι και τα χείλη του, το σχήμα τους όταν χαμογελούσε και συγγνώμη αν γινομαι μελό αλλά δεν ήθελα τίποτα άλλο. Και αυτό πάει σε όσους ξέρουν πως ειναι να σε κάνουν τον πιο κενό άνθρωπο τα άτομα που σε γέμισαν τόσο πολύ
1K notes
·
View notes
Text
camp nanowrimo Ιούλιος 2019 || Μέρα 4η
Λέξεις που έγραψα σήμερα: 1.568
Στόχος: 15.402 / 50.000
Σημειώσεις: ανέβασα και επίσημα το στόχο στις 50.000 (γουπ-γουπ). Θα περίμενε κανείς πως θα ήμουν πιο motivated να γράψω με το νέο στόχο (που είναι πολύ απειλητικός mind you) αλλά στην πραγματικότητα σήμερα απλώς η παραγωγικότητα μου πήγε ταξίδι και έβγαλα περίπου 1500 μίζερες λέξεις. Επίσης μισώ κάθε μια από αυτές. Ήταν περισσότερο πολύ κρίντζι διάλογος. Αλλά είχα μια πολύ ωραία μέρα σήμερα οπότε δεν θα παραπονεθώ άλλο για το γράψιμο.
Tag List: @adastreia-12, @gleek-runner, @kardia-apo-marmelada
Αποσπάσματα κάτω από το cut
[τα αποσπάσματα για σήμερα είναι μοστλι κριντζι διάλογος οπότε προετοιμαστείτε ψυχολογικά. προετοιμαστήκατε; τέλεια]
«Τέλεια», λέει ο Μάνος. «Λοιπόν». Σηκώνει μια θολή φωτογραφία από εκείνο το αντικείμενο που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι άντρες στο στενό. «Αντικείμενο Χ».
«Χρειαζόμαστε ένα καλύτερο όνομα», κάνει η Αφροδίτη.
«Εμένα μου αρέσει το Αντικείμενο Χ», μορφάζει ο Μάνος. «Ακούγεται μυστήριο».
«Είναι λίγο χαζό».
«Ω». Κοιτάει τη φωτογραφία σμίγοντας τα φρύδια. «Εμ, εντάξει, ας σκεφτόμουν κάτι άλλο τότε. Τι λες για Μυστικό Εμπόρευμα;»
«Καλύτερα Αντικείμενο Χ», κάνει η Αφροδίτη.
«Ω, εντάξει, Αντικείμενο Χ τότε».
«Πρέπει πραγματικά να βρούμε τι είναι», λέει τελικά η Αφροδίτη, «επειδή όλα τα κωδικά ονόματα ακούγονται ηλίθια».
[είπα πως δεν ήταν καλή μέρα γραψίματος σήμερα και δεν με πιστέψατε]
Ο Ορέστης της χαμογελάει, κουνώντας ένα φάκελο σε χαιρετισμό.
«Που ήσουν;» κάνει ευδιάθετα.
«Συνέντευξη για δουλειά», απαντάει η Αφροδίτη.
Τον παρατηρεί καθώς κατεβάζει το χέρι, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι. Έχει αυτό το ύφος στο βλέμμα του, αυτή την απογοήτευση που την κάνει ν�� καταλάβει πως απάντησε λάθος.
«Αλήθεια;» ρωτάει. «Επειδή το πρωί μου είπες πως θα έβγαινες με τον φίλο σου το Μάνο».
«Ναι», κάνει η Αφροδίτη, προσπαθώντας να κρατήσει ουδέτερο ύφος. «Βγήκα με το φίλο μου το Μάνο, που το παρατσούκλι του είναι ‘Συνέντευξη για δουλειά’. Τον φωνάζω έτσι επειδή όλη την ώρα προσπαθεί να με πείσει να πιάσω δουλειά».
«Ναι, αυτό βγάζει απίστευτο νόημα», συμφωνεί ο Ορέστης. «Με βοηθάς με αυτό το πακέτο; Είναι τα καινούρια βιβλία που παρήγγειλε η Κατερίνα».
Η Αφροδίτη, ωστόσο, στέκεται στην είσοδο του κτηρίου, απόλυτα μπερδεμένη.
«Δεν θα διαφωνήσεις μαζί μου;» ρωτάει.
Ο Ορέστης δεν παίρνει καν το βλέμμα του από τους φακέλους που έχει στα χέρια.
«Δεν θα διαφωνήσουμε για αυτό στο ισόγειο της πολυκατοικίας, όχι», απαντάει και δείχνει ξανά τα βιβλία.
Η Αφροδίτη τα σηκώνει στα χέρια της. Είναι, ομολογουμένως, αρκετά βαριά.
17 notes
·
View notes
Text
Από έναν φίλο ονειροπόλο που φοβάται να ζήσει...
Ξέρεις κάτι? Ναι, θα σου γράψω. Θα σου γράψω γιατί δεν έχεις πεθάνει μέσα μου. Θα σου γράψω γιατί κάποια βράδια σαν αυτό σε σκέφτομαι αρκετά. Βλέπω παλιές σου φωτογραφίες στο Instagram, βλέπω να χαμογελάς και θυμάμαι κάθε φορά που με κοίταζες είχες αυτό το αθώο και χαριτωμένο βλέμμα που ήθελα να σε πάρω αγκαλιά και να σε κρατήσω σφιχτά να μην μου φύγεις. Ήθελα να ζήσουμε αρκετές στιγμές μαζί όμως δεν ζήσαμε ούτε μια. Ψέματα θυμάμαι τρεις στιγμές μόνο. Η μία ήταν όταν πήγαινες γυμναστήριο και συναντηθηκαμε στο πάρκο κοντά στο γυμναστήριο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και μιλάγαμε. Δεν θυμάμαι τι λέγαμε αλλά θυμάμαι ότι σε κοίταγα επίμονα στα μάτια, είχε στεγνώσει το στόμα μου, είχα ιδρώσει και το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν να σου πιάσω το χέρι και να σε φιλήσω. Έφυγες όμως και πήγες στο γυμναστήριο. Δεν σε φίλησα. Η δεύτερη στιγμή που θυμάμαι ήταν η καλύτερη. Ένιωθα πως είχα στα χέρια μου ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν το βράδυ εκείνο της χοροεσπερίδας στο γυμνάσιο που πήγαινες και που κάποτε πήγαινα και εγώ γιατί πλέον είχα πάει λύκειο. Είχα πάρει μαζί και τον ξάδερφο μου για παρέα. Είχαμε πει ότι θα πάμε επειδή ακόμα τότε ήταν και τα ξαδέρφια μας στο γυμνάσιο. Εκείνο το βράδυ ήθελα να σε φιλήσω, ήθελα να σε αγκαλιάσω, ήθελα να ήταν σαν τις ταινίες που βλέπουμε. Το στόμα μου είχε στεγνώσει, έτρεμα ολόκληρος με το ζόρι ήρθα να σε πάρω να χορέψουμε. Χόρευα απαίσια θυμάμαι και εσύ ήσουν τόσο τέλεια. Περίμενα ένα αργό τραγούδι για να έρθουμε πιο κοντά όμως είχαμε έρθει έτσι και αλλιώς με τον χορό. Είχα τα χέρια μου στην μέση σου, δεν τολμαγα να τα πάω πιο κάτω. Εσύ τα ακουμπούσες στον λαιμό μου και έτσι χορεύαμε. Έλεγα όλη την ώρα από μέσα μου τώρα θα σε φιλήσω, τώρα θα σε φιλήσω. Βλέπεις ήταν η πρώτη μου φορά, το πρώτο μου φιλί. Έτσι χωρίς να το σκεφτώ κι άλλο πλησίασα και σε φίλησα. Τότε όλα γύρω μας σταμάτησαν, όλοι γύρω μας εξαφανίστηκαν. Ημουν εγώ και εσύ, αγκαλιά και να φιλιομαστε. Μου φάνηκε για ώρες ατελείωτες αυτό το φιλί. Η καρδιά μου πέταξε, χτυπούσε πολύ δυνατά. Όταν σταματήσαμε άκουγα την παρέα σου να ουρλιάζουν. Συνεχίσαμε λίγο ακόμα τον χορό και κάποια στιγμή εσύ δεν αισθανόσουνα καλά. Τρόμαξα. Λέω κάτι δεν πήγε καλά, είμαι άχρηστος σκέφτηκα. Το φιλί ήταν απαίσιο. Πήγες στην παρέα σου. Μετά από κανένα μισάωρο δεν είχες φανεί, σε έψαχνα. Όταν σε βρήκα μου είπες ότι δεν αισθανόσουνα καλά και ότι θα κάτσεις άλλο λίγο και θα φύγεις. Καθίσαμε αυτό το λίγο μαζί. Στην άκρη της αίθουσας αγκαλιά να χορεύουμε και να φιλιομαστε. Όταν έφυγες στεναχωρηθηκα. Ήθελα όλο το βράδυ να είμαστε μαζί αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη Γη. Και μετά το μόνο που θυμάμαι είναι ότι χαθήκαμε. Η τρίτη ήταν μετά από καιρό αφού είχαμε χαθεί. Σε είχα δει έξω από το δημοτικό που πηγαίναμε, κοντά στο σπίτι σου. Κάπου πήγαινες, ανταλλάξαμε ένα βλέμμα, χαιρετηθηκαμε και έφυγες. Εκείνη την μέρα ήταν που ξανά φτερουγησε η καρδιά μου. Εκείνη την μέρα ήταν η αρχή του τέλους. Μετά από αυτήν την μέρα σου ξαναέστειλα μήνυμα αλλά μείναμε στα μηνύματα και μετά από ένα διάστημα που μιλάγαμε το ληξαμε οριστικά και από τότε δεν ξαναείπαμε ούτε "γειά". Δεν ξέρω, αλλά αυτό που νιώθω κάθε φορά που σε σκέφτομαι, κάθε φορά που σε βλέπω, είναι ότι καλύτερο αλλά ταυτόχρονα και ότι χειρότερο γιατί δεν σε έχω στην αγκαλιά μου. Επίσης περνάνε αυτές οι στιγμές, που αναφέρθηκα παραπάνω, από το μυαλό μου και σκέφτομαι πόσο ηλιθιος είμαι και πως δεν θέλω να σου ξαναστείλω ή να σου ξαναμιλήσω γιατί ντρέπομαι. Σε πληγωσα δύο φορές και δεν θέλω και τριτη γιατί πραγματικά Σαγαπω. Ωστόσο νιώθω ότι κάτι μας ενώνει. Δεν ξέρω αν νιώθεις και εσύ το ίδιο και ίσως να μην μάθω αλλά εγώ νιώθω ένα περίεργο συναίσθημα όταν σε σκέφτομαι ή σε βλέπω. Νιώθω ότι το μεταξύ μας δεν τελείωσε. Νιώθω ότι κάπου στο μέλλον θα ξανά συναντηθούμε. Και αν μου δώσεις μια ευκαιρία και το ζήσουμε, θα επανορθωσω και θα σου χαρίσω στιγμές που θα τις έχουμε κρυμμένες ως φυλαχτό να μας συντροφεύουν όταν δεν θα είμαστε καλά. Νιώθω ότι είμαστε δυο εραστές της ζωής. Ένα πάθος δυνατό, ένα πάθος αντάξιο του big bang. Αυτο είμαστε αγάπη μου η αρχή και το τέλος του κόσμου.
Σε φιλώ γλυκά,
Ο εραστής σου
Υ. Γ. Γράφω για έναν έρωτα που δεν υπάρχει τέλος, γράφω για έναν έρωτα που θα ζει για πάντα στην καρδιά μου. Μια ιστορία, ένα παραμύθι που θα το διαβάζω τα βράδια σαν και αυτό. Γράφω για μια αγάπη που είναι κρυμμένη εκεί έξω, για έναν νέο έρωτα που θα γεννηθεί, για μια φλόγα που θα ανάψει.
13 notes
·
View notes
Text
Solmeister X Coca-Cola
13/04/2019
Piraeus 117 Academy
Αγαπητέ @solmeister13,
Αρχικά θα ήθελα να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την μαγευτική εμπειρία του Σαββάτου.
Αγαπημένα τραγούδια από WNC, μια πρώτη επαφή με Oceandvst (φοβεροί όλοι τους!) και τέλος ξεφάντωμα μέχρι τελικής πτώσεως.
Για πολλούς τα live είναι μια ευκαιρία να ξεδώσουν. Η αλήθεια είναι ότι νιώθεις ελεύθερος ουρλιάζοντας τους αγαπημένους σου στίχους μαζί με ανθρώπους που ταυτίζονται μαζί σου. Σε μια κοινωνία που κρίνει τα πάντα, ένα Σάββατο βράδυ μαζί σας, μαζί με όλη την οικογένεια, είναι λύτρωση.
Εγώ τελευταία έχω τις μαύρες μου. Κούραση, πίεση και άγχος παντού γύρω μου. Λόγω υποχρεώσεων (διάβασμα) έχω πολύ καιρό να πιάσω στα χέρια μου μια κάμερα και να κάνω αυτό που γουστάρω πιο πολύ από το οτιδήποτε, να πάρω μια ανάσα και να χαρίσω στη στιγμή την αιωνιότητα.
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενη και πλήρης νιώθω που ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ μου δώθηκε η ευκαιρία να κάνω κάτι που με γεμίζει! Το ευχαριστώ δεν είναι αρκετό.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες φωτογραφίες δεν βγήκαν όπως ήθελα, άλλες θολές λόγω φώτων, άλλες κουνημένες, άλλες out of focus. Ωστόσο, το χάρηκα όσο δεν πάει. Δεν σπάστηκα στιγμή, εγώ που είμαι τελειομανής. Δεν με ένοιαζε τόσο η ποιότητα τη φωτογραφίας, αλλά η όλη ενέργεια που κυριαρχούσε στον χώρο. Ας μην είμαι ικανοποιημένη με καμία, είμαι ευτυχισμένη που έζησα αυτό το πάρτυ και αυτή τη γιορτή.
Ξέρω πως κάποια διορθώνονται με photoshop, αλλά δυστυχώς υστερώ σε χρόνο αυτήν την περίοδο. Υπόσχομαι, όμως, πως σύντομα θα επανέλθω και θα τους δώσω την μορφή που τους αξίζει (Ένα μικρό δείγμα βρίσκεται παραπάνω).
Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να ζητήσω ένα μεγάλο συγγνώμη από τα μέλη του WNC και των Oceandvst που δεν κατάφερα να τους φωτογραφίσω, υπόσχομαι όμως την επόμενη φορά.
Ευχαριστώ, λοιπόν, όλους για αυτήν την μαγευτική εμπειρία: όλους εσάς που ήσασταν πάνω στην σκηνή, όλους τους υπεύθυνους για την διοργάνωση και όλους εμάς που ήμασταν από κάτω και τα δίναμε όλα σαν να μην υπάρχει αύριο.
Αναμένουμε την προσταγή για να βάλουμε φωτιά σε Βασιλιά και Βασίλισσα.
Πολλά φιλιά και καλή ξεκούραση.
Ι.Μ.
Υ.Γ.
Ναι ναι ναι, σχεδόν όλες είναι κουνημένες, I know, αλλά εμένα μου αρέσουν.
9 notes
·
View notes
Text
Απογαλακτισμός
- Είμαι ο κύριός σου.
- Είστε ο κύριός μου.
Ο Αφέντης έτριβε τον πούτσο του στο ξυρισμένο πρόσωπό του. Ο σκλάβος τον κοίταζε υπνωτισμένος. Τρεις μέρες τώρα τον είχε κλεισμένο στο σπίτι, γυμνό, πηδώντας και κακοποιώντας τον με κάθε τρόπο.
- Θα κάνεις ό,τι σου λέω.
- Θα κάνω ό,τι μου πείτε. Αμέσως.
- Ρούφα πούτσα.
Ο σκλάβος άρχισε να ρουφάει το παπάρι που του είχε στερήσει μυαλό και ελευθερία.Ο Αφέντης πήρε το κινητό του σκλάβου και έψαξε στις επαφές. Βρήκε το τηλέφωνο του πατέρα του και τον κάλεσε με βίντεοκλήση.
- Παρακαλώ; ακούστηκε από το κινητό.
- Ο γιος σου ήθελε να το δεις αυτό, είπε ο Αφέντης.
Ο σκλάβος αναγνώρισε αμέσως τη φωνή. Πάγωσε.
- Μη σταματάς, πουτάνα, είπε ο Αφέντης και του έχωσε μια ξανάστροφη που τον έκανε να πέσει.
- Τι κάνεις στο γιο μου, ρε; φώναξε ο πατέρας στο τηλέφωνο.
Ο σκλάβος σηκώθηκε στα γόνατά του και κοίταξε τον Αφέντη παρακλητικά.
- Πες “είμαι πουτάνα”.
- Τι γίνεται εκεί; Αλέξη, τι γίνεται εκεί, γαμώ το Χριστό σου; φώναζε ο πατέρας του σκλάβου απ’ το τηλέφωνο.
Ο σκλάβος δίσταζε.
- Αν δεν το κάνεις, θα φύγεις από δω, συνέχισε ο Αφέντης.
Ο σκλάβος κοίταξε τον πούτσο του Αφέντη και έκλεισε τα μάτια. Η καρδιά του κάλπαζε. Ο πούτσος του πρηζόταν. Μόλις τα είχε χάσει όλα.
- Είμαι... πουτάνα.
- Πες “έχω μουνί”.
Ο σκλάβος κοίταξε τον Αφέντη και μετά την κάμερα του κινητού. Είχε παραιτηθεί. Κοίταξε τον πούτσο του που πρηζόταν όλο και περισσότερο, έβαλε τα χέρια του μπροστά, άνοιξε το στόμα του και μίλησε.
- Έχω... μουνί.
- Δείχ’ του το.
Ο σκλάβος γύρισε αργά, κλαίγοντας πνιχτά, και τούρλωσε τον κώλο του μπροστά στην κάμερα του κινητού. Ο Αφέντης πλησίασε κι άλλο την κάμερα στην ξεχειλωμένη τρύπα του σκλάβου και έχωσε με ευκολία τρία δάχτυλα μέσα. Μετά τα έβγαλε και είπε στον σκλάβο να επιστρέψει στη θέση του, στα γόνατα μπροστά του. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει απ’ την ντροπή. Ο πούτσος του ήταν πια τελείως καυλωμένος. Προσπάθησε να τον κρύψει με τα χέρια του, αλλά ο Αφέντης του είπε να τα βάλει πίσω απ’ την πλάτη του.
- Τι είναι αυτά, ρε; Αλέξη, αν σε πιάσω στα χέρια μου θα σε σπάσω στο ξύλο! Κωλόπαιδο, έλα πίσω και θα δεις.
- Τον λένε πουτάνα, όχι Αλέξη. Κοίτα πώς έχει καυλώσει με αυτά που του κάνω. Άνοιξε το στόμα σου, είπε ο Αφέντης.
Ο σκλάβος ζαλιζόταν απ’ την ξεφτίλα του. Οι φωνές του πατέρα του ήταν σαν ηλεκτροσόκ. Αλλά η διαταγή του Αφέντη του, που στεκόταν μπρος του, τεράστιος, μυώδης και τριχωτός κρατώντας το χαλαρό παπάρι που τον είχε ξεκωλιάσει και γκαστρώσει τόσες φορές, η διαταγή αυτή λοιπόν, εκφρασμένη με σταθερή και αυστηρή φωνή, ήταν πιο δυνατή από τις κραυγές στο τηλέφωνο. Πώς ήταν δυνατόν να καυλώνει νιώθοντας έτσι;
- Τι κάνεις ρε πούστη; Θα σε γαμήσω, μουνόπανο! ωρυόταν το κ��νητό.
Ο σκλάβος άνοιξε το στόμα του. Ο Αφέντης του έβαλε τον πούτσο στο στόμα και άρχισε να κατουράει. Ο σκλάβος κατάπινε, με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του και τον πούτσο του να πάλλεται μετέωρος από την καύλα.
- Πούστης είσαι ρε; Τι κάνεις εκεί πέρα; Άμα έρθεις σπίτι, θα σε γαμήσω, κωλόπαιδο! φώναζε ο πατέρας.
Ο Αφέντης έκλεισε το τηλέφωνο και το έριξε μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό που ήταν δίπλα τους. Σταμάτησε να κατουράει και τον τίναξε μπροστά στη μούρη του σκλάβου που έκλαιγε με λυγμούς.
- Τι είναι αυτό; Δεν είσαι ο σκλάβος μου; ρώτησε ο Αφέντης.
Ο σκλάβος ρούφηξε τη μύτη του και ζήτησε την άδεια να μιλήσει. Ο Αφέντης συναίνεσε.
- Πώς θα πάω σπίτι μου, κύριε;
- Εδώ είναι το σπίτι σου; Η θέση σου είναι εδώ. Θα υπηρετείς την πούτσα μου για πάντα. Είσαι δικός μου. Κατάλαβες;
Η ήρεμη φωνή του Αφέντη τον καθησύχασε. Οι λυγμοί ελαττώθηκαν. Φοβόταν λιγότερο για το μέλλον του. Για τον εαυτό του. Για ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτόν. Ένευσε καταφατικά στον Αφέντη του.
- Είμαι δικός σας. Για πάντα.
Ο Αφέντης έριξε κάτω μια καρέκλα, έσπασε ένα πόδι με μια κλωτσιά και το κλώτσησε στο μέρος του σκλάβου.
- Ξέρεις τι να κάνεις, είπε κοφτά ο Αφέντης, άραξε στον καναπέ απέναντι και άρχισε να μαλακίζεται αργά.
Ο σκλάβος, ακόμα καυλωμένος, πλησίασε το ξύλινο πόδι της καρέκλας. Έκατσε κάτω και άνοιξε τα πόδια του. Σάλιωσε τα δάχτυλά του και τα έχωσε στην ταλαιπωρημένη τρύπα του. Μετά, διστακτικά, σήκωσε το πόδι από το πάτωμα. Μπορεί να με αφήσει να χύσω σήμερα, σκέφτηκε.
Όλα τα άλλα κόντευαν ήδη να ξεχαστούν.
14 notes
·
View notes