I always loved bookstores, coffee shops, music, old movies, foreign languages, travelling, design. Those are the things that I never stopped loving in my life so far. So, I decided to make a blog and put them all together... For me it's magic❗❗✨ All photos belong to their rightful owners. I do not own any of the content I post. Please Note: Blank profiles, Spam or Suspicious Accounts will be BLOCKED AND REPORTED. Copyright © 2014–2025 Just for Books - All rights reserved
Last active 2 hours ago
Don't wanna be here? Send us removal request.
Text

Είναι παραπάνω από ευχάριστη η συγκυρία της ταυτόχρονης σχεδόν έκδοσης με τα Ποιήματα (1970-2010) του Γιάννη Κοντού από τις εκ��όσεις Τόπος του βιβλίου Ο χάρτης της αγάπης μου με ανθολογημένους από τον Αργύρη Παλούκα ερωτικούς στίχους του αλησμόνητου ποιητή από τις εκδόσεις Κριτική. Πρόκειται για ένα μικρό, κεκοσμημένο με τη γνωστή διακριτική πινελιά του ποιητή Παλούκα έργο, μια μύχια κατάθεση ενός ανθολόγου που διαμορφώνει μια μικρή γωνιά μέριμνας και φροντίδας στην άκρη του ελληνικού ποιητικού σύμπαντος. Ποιητής και ο ίδιος, με θητεία και έντονη παρουσία στα γράμματα, διακονεί με αφοσίωση τη sotto voce πλευρά της μούσας, όχι με έντονα παρεμβατικό λόγο αλλά με ωραία σπουδή, από φόβο ίσως μην καπηλευτεί το πρωτότυπο έργο (είναι γνωστά και άπειρα τα φιλολογικά παραδείγματα). Γι’ αυτό και, όπως ομολογεί στην εισαγωγή της παρούσας έκδοσης, «αν η ανθολογία Αγάπη σαν ακολασία (Κριτική, 2016), με αποστάγματα από το σύνολο του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Χειμωνά (1936-2000), ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, τότε η παρούσα ανθολόγηση από το σύνολο του ποιητικού έργου του Γιάννη Κοντού (1943-2015) είναι δυσκολότερο».
Η συγκεκριμένη δυσκολία έγκειται, εκτός των άλλων, στην προσωπική, φιλική σχέση που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ του ποιητή και ανθρώπου του Κέδρου με τον ανθολόγο, η οποία σφραγίστηκε από το γεγονός ότι τον έχρισε κληρονόμο των πνευματικών του δικαιωμάτων των εκδοθέντων βιβλίων του. Το βαρύ αυτό καθήκον δεν αφορούσε μόνο τη μέριμνα για τις ήδη υφιστάμενες συλλογές αλλά και την ανάθεση της αποστολής του να προχωρήσει στη δημοσίευση των ανέκδοτων ποιημάτων «που υπάρχουν στο δωμάτιο μου, πάνω από το μάρμαρο της σερβάντας», όπως έγραφε χαρακτηριστικά η διαθήκη. Η αρχή έγινε με μια κίνηση αγάπης και προσωπικής συμβολής του Παλούκα στην αποκωδικοποίηση της ποίησης του Κοντού με την έκδοση των ερωτικών του στίχων, καθώς ο ανθολόγος φροντίζει να φωτίσει την «αγαπητική φύση και την τρυφερότητα» ως απαράμιλλο στοιχείο και χαρακτηριστικό της ποίησης του αλησμόνητου δημιουργού. Επιπλέον, δίνει έμφαση στο έντονα βιωματικό στοιχείο, στην απαράμιλλη σύνδεση των οριακών εμπειριών που υπεισέρχονται στους στίχους του Κοντού. Γιατί, πράγματι, όπως επισημαίνει ο Παλούκας, «στο έργο του βρίθουν συνδυασμοί που δεν συναντάμε σε άλλον ποιητή: σύννεφα που πετάνε χαλάζι στο παρελθόν, βρύσες που στάζουν σκοτάδι, ουρανοί μέσα σε ντουλάπες, ρούχα που μιλούν τη νύχτα, που χτυπάνε την πόρτα και ζητούν ψωμί, ελάφια που τρέχουν σε δάση από λέξεις [...] γυναίκες που χτενίζουν τη φωνή τους, το φως που δαγκώνει όποιον δεν γνωρίζει, φωνές με χορτάρι, ο Μαγιακόφσκι χλωρός».
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
0 notes
Text
Είναι άκρως ευχάριστο αλλά και ωφέλιμο το γεγονός ότι οι εκδόσεις της Εστίας, εκτός από τα μυθιστορήματα του Χρήστου Βακαλόπουλου, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην επανέκδοση των βιβλίων που συνιστούν το λογοτεχνικό του εργαστήρι, όπου ξεδιπλώνονται με ακρίβεια οι πολλαπλοί αφηγηματικοί του τρόποι. Άλλωστε, ακόμα και στα μυθιστορήματά του υπάρχουν διάσπαρτοι οι ανθοί της κοινωνικής κριτικής που είχε καλλιεργήσει ο συγγραφέας, δοκιμιογράφος και στοχαστής και λάτρης του σινεμά με αυτό το ειρωνικό, δηκτικό πνεύμα που διαπερνούσε τη σκέψη του. Η επαναλαμβανόμενη, με διαφορετικούς τρόπους, ωστόσο, επισήμανσή του ότι το νεοελληνικό σύμπαν, καχεκτικό και καθ’ έξιν ατελέσφορο, απλώς επέστρεφε στα αδιέξοδα που ο ίδιος είχε διαπιστώσει εξαρχής εδώ αναπτύσσεται διεξοδικά σε μια σειρά από κείμενα.
Μοντέρνος αλλά και πιστός σε ένα ενορασιακό credo, εραστής μιας προνεωτερικής εποχής χωρίς προφάσεις, απόλυτος, αλλά όχι διδακτικός, ο Βακαλόπουλος έβαλε τη δική του μοναδική σφραγίδα στο μεταπολεμικό συγγραφικό σύμπαν, διαμορφώνοντας συνωμότες, αλλά, προς τιμήν του, όχι σχολές. Στο επίκεντρο της κριτικής του τίθενται εκ νέου η τηλεόραση, η δοκησισοφία, η αβελτηρία και η αμετροέπεια του δημόσιου χώρου καθώς και η ανυπόφορη νεοελληνική πραγματικότητα. Αντιπαρατιθέμενος με αυτήν ακριβώς τη συνθήκη ο ίδιος παραδέχεται ότι φέρει αυτούσια την παπαδιαμαντική ελληνική ταυτότητα και αυτοχαρακτηρίζεται γνήσιος κληρονόμος της ελληνικής παράδοσης, αλλά δεν χαρίζει τη σκέψη του στους φανατικούς και τους θρησκόληπτους. Αίτημά του η ανασύνταξη της σκέψης γιατί, όπως έγραφε χαρακτηριστικά: «Ποτέ άλλοτε δεν πληροφορηθήκαμε τόσα πολλά για να μάθουμε τόσα λίγα, δεν μιλήσαμε απόλυτα, επιστημονικά μόνο για να μην πούμε τίποτε».
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
0 notes
Text

Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του και η συζήτηση για τη σπουδαία, πλην όμως μη καταχωρισμένη ακόμα στην προσήκουσα θέση στο φιλολογικό σύμπαν ποίηση του Αργύρη Χιόνη μοιάζει να έχει μόλις αρχίσει. Ένας ποιητής με ακραιφνή ελληνικό χαρακτήρα που υπήρξε περιπλανώμενος στην Ευρώπη προτού επιστρέψει το 1977 για να δουλέψει αρχικά ως μεταφραστής και να αφοσιωθεί, εν τέλει, μέχρι την πρόωρη εκδημία του αποκλειστικά στη γη, την οποία καλλιεργούσε, μαζί με την ποίηση, στο μακρινό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας. Βγαλμένη αντίστοιχα από τη γη μοιάζει και η ποίησή του που έχει έντονη μια χθόνια και υπαρξιακή αγωνία με διαρκή αναφορά στα σκοτάδια και τα «εσωτικά τοπία», όπως ήταν και ο τίτλος της ομώνυμης συλλογής του, γιατί, όπως έγραφε, είναι «κοντή κουβέρτα η ποίηση και, κάθε που την τραβάς / για να φυλάξεις το κεφάλι σου απ’ τους εφιάλτες αυτού του κόσμου,/ στην παγωνιά αυτού του κόσμου τα πόδια σου / αφύλακτα αφήνεις».
Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι που διαπερνούσε τους στίχους του χαρακτήριζε και την πρώτη του συλλογή, τις Απόπειρες φωτός, που κυκλοφόρησε το 1966, και δέκα ακόμα ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Νεφέλη και τώρα επανακυκλοφορούν, μαζί με τα πεζά του, από τις εκδόσεις Κίχλη. Οι ίδιες εκδόσεις ανέλαβαν να κυκλοφορήσουν εκ νέου μια συγκεντρωτική έκδοση με τα ποιήματά του, εμπλουτισμένη με τις συλλογές Στο υπόγειο και Ό,τι περιγράφω με περιγράφει. Ποίηση δωματίου καθώς και με εκδοτικό σημείωμα, εκτός από την κυρίως συγκεντρωτική έκδοση, την οποία είχε προλάβει να επιμεληθεί ο ίδιος.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
0 notes
Text

Ήταν 22 Σεπτέμβρη του 1980 όταν ο Γιώργος Ιωάννου, διασχίζοντας τη Στουρνάρη στο ύψος της πλατείας Εξαρχείων, χτυπήθηκε από ένα λευκό αυτοκίνητο. Έσπασε τα δυο του πόδια, αναγκάστηκε να μείνει τρεις μήνες στο νοσοκομείο και την εμπειρία του την κατέγραψε ως μια ανάποδη ταξιδιωτική εμπειρία με «διδακτική και ψυχωφελή» αφήγηση, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο υπότιτλος ενός από τα άγνωστα βιβλία του που έχει τον τίτλο Πολλαπλά κατάγματα και επανεκδίδεται από τον Κέδρο, όπως και άλλοι τίτλοι του κορυφαίου Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Παρότι δεν είναι από τα πιο γνωστά αφηγήματα του Ιωάννου, το έργο αποκαλύπτει τη συγγραφική του δεινότητα, την έμφαση στην παραμικρή λεπτομέρεια αυτής της διαδρομής από τις παραμονές του ατυχήματος μέχρι τα τεκταινόμενα στο νοσοκομείο.
Θαυμαστή και η εναλλαγή των ψυχικών καταστάσεων και το περιπαικτικό εύρος των περιγραφών, ενώ εξακοντίζει λεκτικά σχήματα, μετατρέποντας ένα βιωματικό κείμενο σε λογοτεχνία – γιατί πόσα, αλήθεια, λεκτικά σχήματα μπορεί κανείς να βρει για να περιγράψει την κατάσταση της νοσοκομειακής ακηδίας; Είναι συγκινητικό το ότι από τις περιγραφές δεν λείπουν οι σπουδαίοι λογοτέχνες και ποιητές της εποχής που σπεύδουν να τον επισκεφθούν ή αναφέρεται σε αυτούς με κάποιον τρόπο, όπως ο Γιάννης Κοντός, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Μένης Κουμανταρέας, ο οποίος μάλιστα είχε περιγράψει τον καλό του φίλο και ομότεχνό του ως έναν «αργοπορημένο Βυζαντινό που γράφει για το τώρα». Ως εκ τούτου, αυτό το ευσύνοπτο και διαφορετικό για τα δεδομένα του Ιωάννου έργο μπορεί να λειτουργήσει και ως ντοκουμέντο μιας ολόκληρης εποχής, καθώς από τις περιγραφές παρελαύνουν μια σειρά από ονόματα, καταγράφονται λογοτεχνικά στέκια, ακόμα και ακούσματα (όπως το ότι άκουγε τα τραγούδια της αγαπημένης του Μαρίζας Κωχ). Κάποια χρόνια αργότερα αναγκάστηκε να επισκεφθεί εκ νέου ένα νοσοκομείο για μια εγχείρηση προστάτη, αλλά μια ενδονοσοκομειακή λοίμωξη του στοιχίσει τη ζωή, δυο χρόνια προτού κλείσει τα εξήντα.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
0 notes
Text

Τριάντα ένα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι και τα «Σχόλια του Τρίτου», δηλαδή τα κείμενα που διάβαζε ο κορυφαίος συνθέτης από τον αέρα του Τρίτου Προγράμματος κάθε Κυριακή μεσημέρι μεταξύ Μαΐου του 1978 και Απριλίου του 1980. Διαβάζονται είτε σαν οδηγίες προς ναυτιλλομένους στις σημερινές κοινωνικοπολιτικές φουρτούνες είτε σαν ένα όμορφο εξπρεσιονιστικό παιχνίδι στην καρδιά του δημόσιου χώρου. Αντίστοιχα, πάλι, έχοντας ως απαρχή την κριτική που ασκεί ο Χατζιδάκις με θαυμαστή, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, παρρησία σε προφανείς κομματικές τυφλώσεις και στον φανατισμό της πολιτικής που καταλήγει σε ένα «ορνιθοκομείο», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσε, με «κότες εύγεστες, αλλά όχι ευαίσθητες», και φτάνοντας στις αγκυλώσεις της μουσικής βιομηχανίας, το συμπέρασμα είναι σε κάθε περίπτωση το ίδιο: η θέση του στο ελληνικό σύμπαν παραμένει οδυνηρά αναντικατάστατη και ο λόγος του εξακολουθεί να είναι ελεύθερος, ωφέλιμος, ζωτικά ειρωνικός και εναργής. Ειδικά σήμερα, την εποχή των άκρων, μοιάζει απαραίτητος όσο ποτέ.
Ίσως γι’ αυτό τα σχόλιά του δίνουν την αίσθηση ότι περιγράφουν τη σημερινή κατάσταση στον δημόσιο λόγο και στα ΜΜΕ, ειδικά όταν μιλάει για όλους όσοι «περιφέρονται αυτάρεσκα σαν μύγες πάνω απ’ τα εφήμερα ερωτήματα, πιστεύοντας ακράδαντα πως γνωρίζουν τις απαντήσεις και, το χειρότερο, πιστεύοντας πως ασκούν εξουσία με το να πηγαινοέρχονται αδιάκοπα μες στις σκανδαλοθηρικές λεπτομέρειες των εντόπιων γεγονότων». Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από αυτά τα κείμενά του από τα σχόλια του Τρίτου αναπαράγονται σήμερα ως άκρως επίκαιρα, όπως αυτό για το «πρόσωπο του τέρατος» που δίνει την εντύπωση ότι περιγράφει με ακρίβεια τη σημερινή κατάσταση σε όλη την Ευρώπη: «Όποιος δεν το φοβάται, πάει να πει ότι του μοιάζει. […] Από την ώρα που ο Φρανκενστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται». Αλλά την ίδια στιγμή ο Χατζιδάκις θυμάται, και μας θυμίζει, ότι, πάνω απ’ όλα, είναι ποιητής, ο «Λαχειοπώλης τ’ Ουρανού», που μοιράζει «αριθμούς σε ξωτικά κι αγγέλους. Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία. Βάση ρευστή για δημιουργία. Κι αποφασίζω ευθύς την πιο μεγάλη μου πράξη. Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και το άπειρο».
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
0 notes
Text

Collect books, even if you don't plan on reading them right away. Nothing is more important than an unread library.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
1 note
·
View note
Text

Sometimes books are the only thing that get your mind off of everything unpleasant
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
2 notes
·
View notes
Text

Η συλλογική μας απογοήτευση
Όλα δείχνουν ότι δεν βρίσκουμε κανένα σοβαρό λόγο να είμαστε ικανοποιημένοι. Αυτό που κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα είναι ο πεσιμισμός, η οργή, ο φόβος για το αύριο.
Ζούμε σε μία χώρα στην οποία η κοινωνία μόνο τον τελευταίο καιρό ασχολείται με όσα γίνονται και οι δημόσιες συζητήσεις γίνονται με αφορμή μερικές, αντικειμενικά, απίστευτες ιστορίες. Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρω τρεις απ�� αυτές:
1. Δυο χρόνια μετά το πιο μεγάλο και αιματηρό σιδηροδρομικό δυστύχημα στην ιστορία της χώρας, αποκαλύπτονται από τα ΜΜΕ, σχεδόν καθημερινά, στοιχεία γι’ αυτό, προκαλώντας δυσπιστία και έντονα ερωτήματα γιατί όλα αυτά καθυστέρησαν να δημοσιοποιηθούν από τον Φεβρουάριο του 2023. Την ίδια στιγμή, το έγκλημα των Τεμπών εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με λογική μπαζώματος της αλήθειας, δεν έχει καν ξεκινήσει η δίκη των υπευθύνων και παράλληλα οι σιδηρόδρομοι παραμένουν ακόμα μη ασφαλείς ως μέσο μετακίνησης.
2. Ένας ακροδεξιός βουλευτής του κόμματος Νίκη βανδαλίζει σε δημόσια θέα έργα τέχνης γιατί υποτίθεται θίγουν τη θρησκεία του, πολλοί τον δικαιώνουν, ενώ ένας άλλος καλλιτέχνης αναγκάζεται να κάνει παραστάσεις μετ’ εμποδίων ή να τις ακυρώνει λόγω αντίδρασης φανατικών χριστιανών και επίσημων εκπροσώπων της Εκκλησίας.
3. Ένας εξωκοινοβουλευτικός υφυπουργός διορίζεται, παραμένει στη θέση του για τριάντα τρεις ώρες μόνο μετά την ορκωμοσία του και αναγκάζεται σε παραίτηση γιατί δημιουργείται θέμα ηθικής τάξης και ασυμβίβαστου με προηγούμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες του, τις οποίες ούτε ο ίδιος θεώρησε εμπόδιο στην αποδοχή της θέσης του υφυπουργού ούτε αυτοί που τον διόρισαν τις έψαξαν.
Θα μπορούσαν να καταγραφούν δεκάδες ανάλογες ιστορίες που επιβεβαιώνουν το έλλειμμα μιας στοιχειώδους κανονικότητας, η οποία θεωρείται αυτονόητη στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Αρκούν αυτές, όμως, για να αιτιολογήσουν και να επιβεβαιώσουν ένα αίσθημα γενικευμένης συλλογικής απαισιοδοξίας της κοινωνίας, αν όχι ολόκληρης, ενός μεγάλου τμήματός της;
Όλα δείχνουν ότι δεν βρίσκουμε κανένα σοβαρό λόγο για να είμαστε ικανοποιημένοι, αυτό που κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα είναι ο πεσιμισμός, η οργή, ο φόβος για το αύριο, η απουσία αισιόδοξης προοπτικής, η απογοήτευση για όλα όσα συνθέτουν τις ζωές μας και συμβαίνουν γύρω και ανάμεσά μας. Όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα τα βλέπεις και τα παρατηρείς παντού, προκύπτουν από τις ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις, αποτυπώνονται στην παρατεταμένη παρακμή που καταγράφεται στο πολιτικό σκηνικό αλλά και στο επίπεδο πολλών από τα μέλη του πολιτικού προσωπικού, το επιβεβαιώνουν με χαρακτηριστικό τρόπο όλες οι δημοσκοπήσεις, όχι μόνο τώρα αλλά και τα τελευταία αρκετά χρόνια. Απλώς τώρα βιώνουμε την εποχή της κορύφωσής τους, παρότι κάποιοι έχουν να πουν ότι η παρακμή έχει πολλά ακόμα επεισόδια.
Ζούμε σε μια κοινωνία που διακατέχεται κυρίως από οργή και απογοήτευση, συλλογικά συναισθήματα δηλαδή, τα οποία εκφράζονται στις πλατείες όλης της χώρας με πρωτοφανείς και εντυπωσιακές σε αριθμό συγκεντρώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται με αφορμή τους χειρισμούς της υπόθεσης του εγκλήματος των Τεμπών, όμως είναι φανερό ότι αφορούν μια συνολικότερη αντίδραση σε πολύ περισσότερα θέματα.
Τεράστια, σχεδόν βουβά πλήθη τα οποία κανένα κόμμα δεν θα μπορούσε να κατεβάσει στους δρόμους, χωρίς κομματικά πρόσημα και πανό αλλά με μοναδικό υποκινητή αυτά τα συναισθήματα. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν έχει παρατηρηθεί κάτι παρόμοιο, ένα μεγάλο κύμα διαμαρτυρίας με πολλούς αποδέκτες και αδυναμία εκπροσώπησης. Σίγουρα είναι υγιές να συμβαίνει κάτι τέτοιο (η απάθεια θα αποτελούσε χειρότερη αντίδραση), παράλληλα όμως ενέχει κινδύνους, αφού εύκολα μπορεί ένα τόσο μαζικό και αυτόνομο κίνημα να γίνει αντικείμενο χειραγώγησης.
Μία από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις (Metron Analysis, Μάρτιος 2025) καταγράφει ότι τα κύρια και αξιολογικά πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες αφορούν την οικονομία, ιδιαίτερα την ακρίβεια, αλλά και το κράτος δικαίου. Το 76% των ερωτώμενων στη μέτρηση αυτή θεωρεί ότι οι μαζικές και πρωτοφανείς κινητοποιήσεις για τα Τέμπη συνδέονται με την επιτακτική ανάγκη για απονομή δικαιοσύνης που δεν έχει αποδοθεί έως τώρα σε προδικαστικό επίπεδο αλλά και σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς υπεύθυνους. Αυτή η γενική αίσθηση απουσίας δικαιοσύνης έχει σαφώς αφορμή τους χειρισμούς μετά το έγκλημα των Τεμπών, όπου είναι φανερό ότι υπάρχει κωλυσιεργία από πολλούς υπεύθυνους. Ουσιαστικά, όμως, στέλνει ένα γενικότερο μήνυμα για ένα υπαρκτό έλλειμμα εμπιστοσύνης στο κράτος, στα πολιτικά κόμματα, στους θεσμούς, στις ανεξάρτητες αρχές, ειδικά τις τελευταίες, που διατηρούσαν μια αίσθηση ισορροπίας και στοιχειώδους άμυνας των πολιτών που το είχαν ανάγκη.
Σε τέτοια φαινόμενα κατά τα οποία εκδηλώνεται μια γενικευμένη αποδοκιμασία για όλους σχεδόν, συνήθως κάποιοι λύκοι περιμένουν· κάθε μορφής λαϊκιστές, δημαγωγοί και ακροδεξιοί, οι οποίοι προσδοκούν οφέλη…
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
1 note
·
View note
Text

Μόλις βγούμε από το TikTok, ξαναγινόμαστε χάλια
«Δεν μπορώ να σκεφτώ πια. Οι σκέψεις μου έχουν αντικατασταθεί από κινούμενες εικόνες» (Ζορζ Ντιαμέλ, 1930).
Μ' ΕΚΠΛΗΣΣΕΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ, ο αντίχειρας που ελίσσεται στο φωτεινό γυαλί. Είναι ο ανηψιός μου. Γεννημένος το 2007. Να όμως που το δάχτυλο κυλάει στο κινητό του μ’ εκπληκτική ταχύτητα, τρέχει για να προλάβει. Τα βίντεο είναι 5-10 δευτερόλεπτα, αλλά, συχνά, αυτός τα περνάει απότομα, σε μία μόλις στιγμή. Πώς ξέρει αν του αρέσουν; «Το καταλαβαίνεις», μου λέει λες κι είναι το πιο απλό πράγμα στο κόσμο. «Μπορείς να το δεις». Ύστερα, μου εξηγεί ότι όλοι οι φίλοι του αυτό κάνουν, ότι του φαίνεται περίεργο να βλέπεις τα βίντεο μέχρι το τέλος.
Υπάρχει συχνά η αίσθηση ότι το attention span μας έχει μειωθεί. Ότι οι νεότερες γενιές έχουν περιορισμένο εύρος προσοχής λόγω της χρήσης short-form content, TikTok, reels και YouTube Shorts. Ακούμε από εκπαιδευτικούς ότι τα παιδιά δυσκολεύονται περισσότερο να συγκεντρωθούν, να προσέξουν στο μάθημα, να γράψουν και να διαβάσουν. Το νιώθουμε και οι ίδιοι: όταν κρατάμε ένα βιβλίο ή βλέπουμε μια ταινία και ανοίγουμε το κινητό για να σκρολάρουμε, αισθανόμαστε πως κάτι πάει στραβά με την ικανότητά μας να εστιάσουμε, να κάνουμε μόνο ένα πράγμα, να βιώσουμε κάτι αργό.
Στην πραγματικότητα, όλες οι έρευνες δείχνουν ότι το attention span μας δεν έχει μειωθεί. Η διαφορά είναι ότι, σήμερα, τα τεχνολογικά προϊόντα μας αποσπούν την προσοχή πολύ πιο εύκολα. Έχουμε την ίδια δυνατότητα συγκέντρωσης όπως παλιά, μα δεν την εξασκούμε, προσέχουμε λιγότερο, παγιδευμένοι σε τροχιές που συντηρεί η προσμονή της άμεσης ικανοποίησης, η πιθανότητα ότι στο επόμενο δευτερόλεπτο ή στο επόμενο λεπτό θα συναντήσουμε μια ε��κόνα που μας ευχαριστεί.
«Οι μπούφοι με τις ντοπαμίνες έχουν δίκιο […] Η οθόνη και το ίντερνετ είναι, πολύ απλά, αποδεδειγμένα ισχυρότερες οντότητες απ’ τον άνθρωπο. […] Είναι απλά πιο δυνατό, η οθόνη είναι πιο δυνατή, ίσως επειδή είμαστε hard wired να προσέχουμε όταν κάποιος μιλάει, ακόμη κι όταν αυτός ο κάποιος δεν είναι παρών· ίσως επειδή μας αρέσουν τα φωτάκια και τα μπιπ-μπιπ-μπουπ· ίσως επειδή μας μαγεύει το φαινόμενο της κίνησης και οι τσόντες· ίσως επειδή είμαστε μόνες σε έναν τρελό τρελό κόσμο».¹
Οι αλγόριθμοι των εφαρμογών έχουν σχεδόν τελειοποιηθεί. Ξέρουν ακριβώς πώς να μας κάνουν να επιστρέφουμε, ν’ ανοίγουμε τα βίντεο, να βλέπουμε διαφημίσεις. Κάθε στιγμή απόσπασής μας ισοδυναμεί με κέρδος. Διαρκώς, οι εταιρείες παλεύουν για τον χρόνο μας – το TikTok ανταγωνίζεται το Instagram που ανταγωνίζεται το YouTube και όλα μαζί ανταγωνίζονται τον πραγματικό κόσμο, μαλώνουν για τα μάτια μας σαν άπληστοι μνηστήρες.
Εξυπακούεται ότι αυτή η συνθήκη επηρεάζει την ψυχική μας υγεία. Ο μαρξιστής θεωρητικός Franco «Bifο» Berardi υποστηρίζει ότι η συσσώρευση πληροφοριών της σύγχρονης εποχής οδηγεί στον κορεσμό της προσοχής, προκαλώντας πανικό. Ο πανικός (ως αντίδραση στο «Παν», στην περίσσεια σημείων που δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε) μάς εξαντλεί, οδηγώντας σε μια δεύτερη, καταθλιπτική φάση, κατά την οποία προσπαθούμε να αποκοπούμε απ’ τη ροή των εικόνων και αντιμετωπίζουμε τον έξω κόσμο σαν εχθρό.²
Παρά τη διεισδυτικότητα αυτής της ανάλυσης του 2009, μου φαίνεται ότι σήμερα πρέπει να αντιστρέψουμε τη λογική του Bifo. Όσον αφορά το σκρολάρισμα, ο πανικός είναι λιγότερο αποτέλεσμα και περισσότερο αιτία.
Μπορεί να αγχωνόμαστε επειδή μπαίνουμε στο TikTok, όμως, πολύ περισσότερο, μπαίνουμε στο TikTok επειδή νιώθουμε αγχωμένοι. Σύμφωνα με πολλές έρευνες, το στρες, το social anxiety και το burnout είναι οι βασικοί παράγοντες του εθισμού στο short-form content.³
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε αυτήν τη δυναμική. Το σκρολάρισμα σταματά τον στοχασμό, αποσιωπά το παρελθόν και απωθεί το μέλλον. Όταν φοβόμαστε και κάνουμε άσχημες σκέψεις, αρκεί ν’ ανοίξουμε το TikTok για να βρεθούμε σ’ έναν κόσμο όπου η φασαρία γίνεται σιωπή, έναν κόσμο χωρίς χρόνο.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα του Φοίβου Οικονομίδη, Γιακαράντες, αποτυπώνει πιστά αυτήν τη συνθήκη. Ο αφηγητής, Δημήτρης, δουλεύει στο Span, μια εταιρεία/εφαρμογή σαν το TikTok. Κατά τη διάρκεια ενός meeting, σκέφτεται: «Το είχα παρατηρήσει, γενικότερα το Span δεν το αφορούσε η μνήμη, το ένοιαζε μόνο το τώρα. Κι όποτε το χρησιμοποιούσες, η λειτουργία της μνήμης ναρκωνόταν, έμπαινες σε μια διάσταση χωρίς χρόνο, χωρίς πριν. Ίσως αυτός να ήταν άλλος ένας λόγος που ήταν τόσο δύσκολο να το κλείσεις, γιατί μετά θα επέστρεφες».[4]
Σε όλο το βιβλίο, βλέπουμε χαρακτήρες που χρησιμοποιούν το Span ως coping mechanism όταν η σκέψη τους ή η πραγματικότητα τους δυσκολεύει. Η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή αυτής της δυναμικής έρχεται κατά τη διάρκεια ενός καβγά ανάμεσα στον Θωμά και στην Ηρώ: «Και μετά από ώρες που προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε να χωρίσουν, εκείνη έπεσε πάνω του, έκλαψε κι εκείνος, για να την ηρεμήσει, της είπε: “Έλα, μπες στο Span σου να δούμε καμιά βλακεία”. Και κάθισαν μαζί, για ώρες, κι έβλεπαν σκυλιά και γατιά να παίζουν, ιταλικές συνταγές και ομιλίες επιστημόνων του CERN που εξηγούσαν εκλαϊκευμένα τη διαστολή του σύμπαντος και τη σκοτεινή ύλη. Κι όταν σταμάτησαν, η Ηρώ άρχισε πάλι να κλαίει…».[5]
Φυσικά, το σκρολάρισμα είναι ένα κακό coping mechanism, ένα παυσίπονο που εντείνει την ασθένεια, ένα δηλητηριασμένο δώρο. Μπορεί να ανακουφιζόμαστε βλέποντας βιντεάκια, αλλά, όταν τα κλείνουμε, νιώθουμε πάλι χάλια: τα προβλήματά μας βρίσκονται ακόμα εκεί, έχουμε χάσει χρόνο και την αίσθηση του ελέγχου. Το άγχος που μας ώθησε στο σκρολάρισμα επιστρέφει ενισχυμένο, κάνοντας μας να σκρολάρουμε κι άλλο, παράγοντας κέρδος για τις εταιρείες και δυσφορία για εμάς.
Σα να μην έφτανε αυτό, ο εθισμός μας στο σκρολάρισμα εντείνει την εξάρτησή μας απ’ τις υποδομές του Κεφαλαίου. Όταν δεν μπορούμε να περάσουμε λίγες ώρες χωρίς να μπούμε στα social∙ όταν δεν μπορούμε να πλοηγηθούμε στις πόλεις μας χωρίς το Google Maps∙ όταν έχουμε στα χέρια μας μια αρρωστημένη εκδοχή του μάννα εξ ουρανού με το efood, πώς μπορούμε να φανταστούμε κάτι διαφορετικό; Πόσα νέα παιδιά μπορούν να διανοηθούν –πόσο μάλλον να επιθυμήσουν– έναν κόσμο χωρίς TikTok; Ο τελευταίος μας εθισμός μάς κάνει ακόμα λιγότερο αυτόνομους, ακόμα λιγότερο ικανούς να φροντίσουμε τους ε��υτούς μας, ακόμα πιο προσκολλημένους στον κόσμο όπως έχει.
[1] Στέφανος Ρέγκας. (2023). Το ίντερνετ είναι τελείως μαλακία. Kaboom 9, σ. 215. [2] Franco «Bifo» Berardi. (2009). The Soul at Work. Semiotext(e), σ. 98-102. [3] Βλέπε ενδεικτικά: Kardefelt-Winther, D. (2014)· Mu et al. (2022). [4] Φοίβος Οικονομίδης. (2024). Γιακαράντες. εκδόσεις Εστία, σ. 40-41. [5] Ό.π., σ. 170.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
0 notes
Text

Μπακαλιάρο σκορδαλιά να φάτε εσείς, εγώ θα φάω χρυσαφένιες μπουκίτσες βακαλάου με μοριακή σως σκόρδου.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
0 notes
Text

Dressing Well is a Form of Good Manners
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
0 notes
Text

Do Not Disturb❗ Nap in Progress 💤🔇🔕📵
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
6 notes
·
View notes
Text

The Beauty of Everyday Things
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
7 notes
·
View notes
Text

Adolescence the closest thing to TV perfection in decades
Jack Thorne and Stephen Graham’s drama about a teen accused of murder is astounding. Its dazzling performances, and the devastating questions it asks, will linger with you
In the late 80s, there was a trilogy of dramas by Malcolm McKay called A Wanted Man. It starred Denis Quilley and Bill Paterson and at the centre had the most phenomenal performance by Michael Fitzgerald as Billy, a man arrested for gross indecency who comes to be suspected of the murder of a child. The first instalment followed his interrogation by a detective (Quilley), the second his trial and the third its aftermath. It was, and remains, the most devastating and immaculately scripted and played series I have ever seen – as close to televisual perfection as you can get.
There have been a few contenders for the crown over the years, but none has come as close as Jack Thorne’s and Stephen Graham’s astonishing four-part series Adolescence, whose technical accomplishments – each episode is done in a single take – are matched by an array of award-worthy performances and a script that manages to be intensely naturalistic and hugely evocative at the same time. Adolescence is a deeply moving, deeply harrowing experience.
It begins with the police bursting into 14-year-old Jamie Miller’s family home and arresting him on suspicion of murdering his classmate Katie the night before. The first two episodes immerse us in the world of the police station, procedural detail and the detectives’ building of the case against Jamie (Owen Cooper), although he denies involvement.
He chooses his dad, Eddie (Stephen Graham), as his appropriate adult. We will watch this man’s disbelief turn over the course of the 13-month period of the story into unfathomable grief. It is no spoiler to say that Jamie killed Katie – the evidence is given to us early and incontrovertibly. The drama’s concern is with why. We are led into a teenage world that is lived primarily online and which adults are, whatever they might think, incapable of properly monitoring or understanding.

DI Luke Bascombe (Ashley Walters, supremely good, especially at capturing the essential bleakness of a job that may or may not bring justice, but will never restore a dead child to her parents) only really begins to understand the possible “why” when his own teenage son translates the emojis used in Katie’s comments under some of Jamie’s Instagram posts. The world of “incel” culture, the message spread between boys and young men about what they are entitled to expect and to take from girls and women, comes alive. Andrew Tate’s name is mentioned by adults as they try to get to grips with what they are learning, but the children don’t bother – it is just the water they swim in.
The most astounding episode – of a dazzling quartet – is the penultimate, which consists almost entirely of a session between Jamie and a child psychologist, Briony (Erin Doherty), who has been sent to make the independent assessment required before the court case. Doherty’s signature cool and quick intelligence is perfectly deployed here as Briony nudges and corrals the boy by turns, pushing him closer and closer to truths he doesn’t want to acknowledge and the articulation of beliefs he barely knows he holds. She pins him at times like a butterfly to a card.
And it’s here we should pause, as he goes toe-to‑toe with a woman who is surely emerging as one of the best actors of her generation, to note that this is 15-year‑old Cooper’s first role, won by sending a tape to the casting director, Shaheen Baig, who looked at 500 boys for the part. It’s an astonishing performance that lets us see the radicalised misogynist Jamie is or could yet become. But to do that with no previous experience is a testament to innate talent and the creative fostering that must have attended the entire shoot.
If the final episode, which concentrates on the family’s desperate attempts to hold themselves together, feels slightly weaker, it is only in the context of what has gone before. Its refusal to offer easy get‑outs (no abusive parents, no dark family secrets), no clear explanation as to what leads one boy to murder and others not, feels brave and real. Adolescence asks who and what we are teaching boys and how we expect them to navigate this increasingly toxic and impossible world when our concept of masculinity still seems to depend on boys and men doing so alone. And it keeps the victim present enough that the question of how many girls and women will die while we try to work it all out stays with us, too.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
6 notes
·
View notes
Text

Hello Spring🌺 🌼 🌷 🌹 🥀🌻🌺
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
7 notes
·
View notes
Text

George Foreman
Boxing champion who won two world heavyweight titles, decades apart, and took on Muhammad Ali in the Rumble in the Jungle
To be classed as a great heavyweight boxer it is often said that a fighter needs to duel with the best combatants of his time. George Foreman, who has died aged 76, unquestionably did that, having had epic world heavyweight title rivalries in the 1970s with Muhammad Ali and Joe Frazier, beating the latter to win the world heavyweight title in 1973.
However, in some ways his more deserving claim to greatness was an astonishing comeback that saw him become the oldest world heavyweight champion two decades later.
In the 70s Foreman was known as a surly and intimidating figure who blazed a formidable trail. His massive punching power helped him obliterate Frazier in less than two rounds to take the title in Kingston, Jamaica, knocking his opponent down six times in the process.
But he quit boxing aged 28 in 1977 when, after losing to Jimmy Young in San Juan, Puerto Rico, he collapsed in the dressing room and experienced a holy vision, prompting him to turn to God and become a preacher in Houston, close to his Texas home.
When Foreman returned to boxing in 1987, he was reborn as a charming, smiling character who proved his oft-repeated mantra that “age need not be a barrier”.
He was bigger and slower, but infinitely more likable. A return that had first seemed akin to a boxing novelty act slowly became more serious as he worked his way back up the rankings before becoming champion again in 1994 on a never-to-be-forgotten night in Las Vegas, where he knocked out the undefeated champion Michael Moorer.
To be in the crowd that night was an extraordinary experience. By the 10th round the quicker Moorer had boxed his way into a clear points advantage and seemed almost certain to be on his way to victory. But Foreman, by then just two months short of his 46th birthday, was urged by his trainer, Angelo Dundee, to look for the knockout as he was losing by a big margin.
What happened then was almost as indelibly inked into boxing’s history as his defeat against Ali had been in Zaire 20 years earlier. Foreman smashed Moorer to the canvas, where he was counted out before a delirious crowd. He then returned to his corner and knelt in prayer, knowing that his improbable dream had become reality. He was once more world heavyweight champion.
Foreman had lost the title to Ali in 1974 in perhaps the most talked about fight of all time, the Rumble in the Jungle in Kinshasa, Zaire. He went into that contest as a huge favourite, with many experts fearing for the health of the older Ali.
But Ali, himself trained at the time by Dundee, devised a perfect “rope a dope” strategy, leaning back on the ring ropes to prompt Foreman to expend his energy by looking for one big punch to end it. Ali absorbed all that the tiring Foreman could throw at him before producing a series of lightning fast punches to finish the fight in the eighth round.
Foreman would go on to beat Frazier for a second time, and to beat the big punching Ron Lyle in one of the most dramatic fights of the 70s, but wanted no part of boxing after 1977, serving as a minister in a Houston church and supporting a nearby youth centre. He was prompted to return to the ring only when his money began to run short.
Anyone who might have suggested then that Foreman was destined to be the world champion again would surely have fielded serious questions about their sanity. His weight had ballooned to more than 25 stone and, even after months of hard training, the Buddha-like physique of the now shaven-headed Foreman invited derision from those who compared him to the chiselled athlete who had become world champion.
Foreman’s efforts were initially dismissed as a joke by writers and broadcasters alike. But “Big George”, as he was known throughout his boxing career, was deadly serious. He would never again look like the lean athlete who won an Olympic heavyweight gold medal in 1968, before blasting his way to the pinnacle of the professional sport. But he gradually became fitter and, crucially, was a walking proof of the old boxing adage that “the last thing you lose is your punch”.
After racking up wins against opponents who could have been accurately dismissed as bums and has-beens, at the age of 42 he got another title chance in Atlantic City in 1991 against the undisputed champion, Evander Holyfield, a man 14 years his junior. Foreman lost by a wide points decision, and two years later his dreams seemed completely over when he lost a lopsided contest in the then lightly regarded WBO version of the world title against a man 20 years his junior, Tommy Morrison.
By then Foreman was beginning to make substantial amounts of money away from boxing through product endorsements, hitting the jackpot when he was paid a huge sum to have his name added to a kitchen grilling machine that sold in millions.
He admitted to earning up to $8m a month from his Lean Mean Fat-Reducing Grilling Machine, and is estimated to have made more than $200m from the venture in total, significantly more than his ring earnings. He also commentated on boxing for many years for the American cable television network HBO.
Foreman eventually retired from pro boxing for good in 1997, aged 48, with only five defeats in 81 fights and 68 of his 76 victories by knockout, a statistic supporting those who would suggest that he was the hardest punching heavyweight of all time.
He was born in Marshall, Texas. Though his biological father was Leroy Moorehead, he took the name of his stepfather, JD Foreman, a railroad construction worker whom his mother married when he was a small child. He was the fifth of seven children and described himself as “a violent, aggressive boy” who coped with poverty by mugging victims on the streets of Houston before training as a carpenter and bricklayer.
Although his boyhood sporting hero was the celebrated NFL running back Jim Brown of the Cleveland Browns, he was introduced to boxing aged 16 and became Olympic champion in Mexico three years later after only 26 amateur contests.
In later life, with his fifth wife, Mary Joan (nee Martelly), whom he married in 1985, he lived in a mansion on a 300-acre ranch near Houston, where he indulged his passion for cars, estimating that he had “around 60” in a huge purpose-built garage. He also kept many animals, including thoroughbred horses and as many as 20 German Shepherd dogs at any one time.
He is survived by Mary Joan, six daughters, Natalie, Leola, Michi, Georgetta, Isabella and Courtney, five sons, all of whom are named George, 15 grandchildren, three great-grandchildren and his brother Roy. Another daughter, Freeda, died in 2019.
🔔 George Edward Foreman, boxer and entrepreneur, born 10 January 1949; died 21 March 2025
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
9 notes
·
View notes
Text
If you Want your Children to be Intelligent Read them Fairy Tales
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
23 notes
·
View notes