Tumgik
#Τσιμέντο
eredanos · 1 year
Text
Tumblr media
Πανσέληνος στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων: μουσική βραδιά/κινητοποίηση συμπαράστασης, 31/8 2023
0 notes
Εντωμεταξύ, εχτές στην εκκλησία με το που έγινε η ανάσταση κτλ κάποιος πέταγε κάτι μπομπάκια που περισσότερο μοιάζανε με μολότοφ.
6 notes · View notes
Text
Τι ακριβώς συμβαίνει στο ΚΤΕΛ Κορίνθου και ποτέ δεν ακούνε το σωστό όνομα πολης;
4 notes · View notes
anemodarmenhh · 2 years
Text
Το πιο σπάνιο λουλούδι μέσα στο τσιμέντο ανθίζει
Επικίνδυνα συμπτώματα αποκτά όποιος τ' αγγίζει...
-λεξ
397 notes · View notes
prasinoxaos · 8 months
Text
έχω τόσα αγκάθια στα χέρια μου και τόσο τσιμέντο στα πνευμόνια μου που ανάθεμα κι αν χίλια λόγια που θα πω θα με κάνουν να νιώσω έστω λίγο καλύτερα.
33 notes · View notes
spermanenthoe01 · 8 months
Text
Και όλα ήρθαν στο σημείο μηδέν
Ήρεμα, αρμονικά
Οι τσακωμοί δεν είχαν πλέον νόημα
Οι ευθύνες ήταν όλες δικές μας.
Μόνο χαμόγελα έμειναν
Καρτερικά
Η ένταση των πρώτων
Τσιμέντο στα άδυτα της καρδιάς
Και πάμε
Χτυπημένοι από την εικόνα την αιώνια
Πάμε
Στο τέλος της δικής μας αρχής
Στην αρχή του δικού μας μέλλοντος
Μαζί καί χώρια προχωράμε.
Ως πότε;
Tumblr media
51 notes · View notes
someone-from-here · 7 months
Text
Tumblr media
Τοίχοι από τσιμέντο
8 notes · View notes
groovalos · 5 months
Text
Tumblr media
το πιο σπανιο λουλούδι μέσα στο τσιμέντο ανθήζει
#p
5 notes · View notes
darknesss-within · 1 year
Text
Αναζητώ μια αγάπη τόσο αγνή
όσο κι ο ανθός ενός λουλουδιού.
Που να βρίσκεται σε έναν κόσμο
καλυμμένο από τσιμέντο;
Ιωάννου Α.
22 notes · View notes
justforbooks · 5 months
Text
Tumblr media
Κλαίτη Σωτηριάδου
Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια του Βάργκας Λιόσα, του Κάρλος Φουέντες, της Ιζαμπέλ Αλιέντε, του Πάμπλο Γκουτιέρεθ και του Ερνέστο Σάμπατο ανάμεσα σε άλλους, που το όνομά της συνδέθηκε κυρίως με όλο το λογοτεχνικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Το σπίτι της Κλαίτης Σωτηριάδου στο Σύνταγμα είναι λουσμένο στο χειμωνιάτικο φως και νομίζεις ότι θα απλώσεις το χέρι σου από το κατάφυτο μπαλκόνι και θα πιάσεις την Ακρόπολη. Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια του Βάργκας Λιόσα, του Κάρλος Φουέντες, της Ιζαμπέλ Αλιέντε, του Πάμπλο Γκουτιέρεθ και του Ερνέστο Σάμπατο ανάμεσα σε άλλους, που το όνομά της συνδέθηκε κυρίως με όλο το λογοτεχνικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, μια δραστήρια γυναίκα γεμάτη ενεργητικότητα, ζει σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και αντικείμενα από τη μεγάλη περιπλάνηση και τα ταξίδια της στον κόσμο, με τους γαλάζιους τοίχους του να είναι γεμάτοι έργα τέχνης, καθένα από τα οποία είναι μέρος μιας ιστορίας που έχει να αφηγηθεί.
Κάθομαι μεταξύ ενός πήλινου ταύρου από τη Λίμα και ενός άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες και κοιτάζω έναν πίνακα της Ανέτ Mεσαζέ, ενώ εκείνη ετοιμάζεται να φωτογραφηθεί και ομολογεί ότι δεν ταξιδεύει πια τόσο πολύ. Η ζωηρή και ευγενική παρουσία της και η χάρη με την οποία κινείται μού υπενθυμίζουν ότι για κάποιους ανθρώπους η ηλικία είναι απλώς ένας αριθμός.
— Θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι θυμάστε περισσότερο από τα παιδικά σας χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ήσασταν ζωηρό παιδί; Ήμουνα ένα ήσυχο παιδάκι και πιστεύω αυτό συνέβη γιατί είχα έναν μεγαλύτερο αδελφό που ήταν άτακτος και ζωηρός και δεν μπορούσε να τον φτάσει κανείς. Το σπίτι όπου μέναμε το θυμάμαι με λεπτομέρειες, σκέπτομαι ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να πάω να το δω, να μπω μέσα. Μόλις κατάλαβα λίγο τον εαυτό μου, άρχισα να κρατάω ημερολόγιο, να γράφω. Καθόμουν πολλές ώρες μόνη μου, είχα και παρέες ,αλλά όταν μπήκα στην εφηβεία μου ήμουν κάπως στον κόσμο μου.
Λίγα θυμάμαι, μου τα θυμίζουν οι τότε συμμαθητές μου. Ο νους μου ήταν στους έρωτες, ήμουν ερωτοχτυπημένη και μονίμως σε μια ρομαντική κατάσταση.
— Αγαπούσατε το διάβασμα, να υποθέσω; Μεγάλωσα σε ένα σπίτι αστικό και ήμουν τυχερή γιατί η μητέρα μου είχε μια βιβλιοθήκη με εκατό βιβλία περίπου, όχι περισσότερα, τα Άπαντα του Σολωμού, του Παλαμά, του Καραγάτση, του Βενέζη, όλη την ελληνική λογοτεχνία, αγγλικά βιβλία, γιατί είχε τελειώσει το Κολέγιο ‒ αυτά τα διάβασα και δυο και τρεις φορές. Είχαμε και δυο εγκυκλοπαίδειες, του Πυρσού και του Ηλίου, που τις διαβάζαμε με τον αδελφό μου από την αρχή μέχρι το τέλος.
— Και ο πατέρας σας; Ο πατέρας μου είχε εργοστάσιο αρχικά, που έφτιαχνε μηχανήματα για αλευρόμυλους, και αργότερα ένα ξυλουργικό εργοστάσιο που έφτιαχνε και έπιπλα για τις εγκυκλοπαίδειες, βιβλιοθήκες. Γεννήθηκε έξω από την Πόλη και για να αποφύγει τον στρατό έφυγε στη Ρουμανία, όπου ήταν ο αδελφός του, και σπούδασε μηχανολόγος εκεί. Μιλούσε ρουμάνικα, τούρκικα, γαλλικά και γερμανικά.
Ξέρετε, όταν πέθανε, βρήκα στο πορτοφόλι του τη συνταγή για τις πέτρες των αλευρόμυλων, που ήταν μυστική ‒ δεν ήταν από τσιμέντο ή πέτρα, γιατί δεν έπρεπε να τρίβεται με τα στάρια.
Το οικογενειακό μας ανέκδοτο είναι ότι ο πατέρας μου και ο αδελφός του αγόρασαν το 1933 δυο πλοία Λίμπερτι για να κάνουν δουλειές, όταν ξέσπασε ο πόλεμος τα χάρισαν στο κράτος και με τη λήξη του η Ελλάδα αποζημίωσε όλους τους πλοιοκτήτες των οποίων τα πλοία είχαν κατασχεθεί, εκτός από αυτούς που τα είχαν δωρίσει· τους έστειλε απλώς ένα ευχαριστήριο τηλεγράφημα.
— Εσείς, εκεί, ανάμεσα στους «έρωτες» της εφηβείας, τι θέλατε να κάνετε; Να γράφω και να ζωγραφίζω. Μπήκα στο πανεπιστήμιο, δεύτερη στην Αγγλική Φιλολογία και στο Οικονομικό της Νομικής ‒τότε γινόταν αυτό‒, επειδή ήταν επιθυμία του πατέρα μου. Όμως, πριν από αυτά, πήρα μια υποτροφία στα δεκαέξι μου και πήγα στην Αμερική· επέστρεψα και έκανα την τελευταία τάξη του γυμνασίου.
Μπαίνω στο πανεπιστήμιο, κάνω έναν χρόνο, ερωτεύομαι, παντρεύομαι και φεύγω στην Αθήνα. Σταμάτησα τις σπουδές γιατί ο σύζυγος δεν ήθελε να είμαι φοιτήτρια. Κάνω το πρώτο μου παιδί και έγκυος στο δεύτερο χωρίζουμε, οπότε επιστρέφω στο πανεπιστήμιο και καταλαβαίνω ότι με ενδιαφέρει η Αγγλική Φιλολογία, την οποία και τελείωσα.
— Τότε συνδεθήκατε με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο; Είχατε μια πολύ θερμή σχέση μαζί του. Τον γνώριζα πολύ καλά τον Χριστιανόπουλο, μάλιστα το 1972 του πήγα 120 ποιήματα που είχα γράψει. Όταν ήμουν στην Αθήνα και ταξίδευα στη Θεσσαλονίκη για να τον δω, μου έλεγε «πέτρα που κυλάει μαλλί δε μαζεύει». Ο Χριστιανόπουλος ήταν εκείνος που διάλεξε 26 ποιήματα τα οποία βγήκαν τότε και τυπώθηκαν στο ιστορικό τυπογραφείο του Νικολαΐδη. Από εκείνη την ώρα άρχισα μια συνεργασία μαζί του, με τη «Διαγώνιο».
Το 1974 μετέφρασα σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής «Άριελ» της Σίλβια Πλαθ. Ήταν η εποχή που ήμουν μόνη μου, σπούδαζα και είχα και δυο μικρά παιδιά και ξενυχτούσα διαβάζοντας. Σκεφτείτε, το βράδυ διάβαζα και το πρωί δεν θυμόμουν τίποτα. Τα ποιήματα της Πλαθ εκδόθηκαν από τη «Διαγώνιο» ταυτόχρονα με τη μετάφραση της Νανάς Ησαΐα, οπότε τα δικά μου σχεδόν χάθηκαν. Αυτή ήταν η πρώτη μου μεταφραστική απόπειρα.
— Ο Χριστιανόπουλος ήταν ο μέντοράς σας; Με αγαπούσε. Από το 1973 η «Διαγώνιος» σε κάθε τεύχος είχε πάντα κάτι δικό μου, εκεί έκανα και την πρώτη μετάφραση του Μάρκες. Αργότερα, όταν εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο να τον δω, εκείνος μου πρότεινε τις μεταφράσεις που έκανα.
Θα έλεγα σήμερα ότι η μεγαλύτερη συμβολή του Χριστιανόπουλου ήταν η «Διαγώνιος», η μικρή πινακοθήκη που ανέδειξε πάρα πολύ καλούς ζωγράφους, ντόπιους και της Βόρειας Ελλάδας. Ανήκε στον κύκλο της πνευματικής ζωής της πόλης, οι περισσότεροι είχαν επαφή μαζί του, εκτός από μερικούς που τον σνόμπαραν επειδή ήταν γκέι ‒ αυτή την αίσθηση έχω.
Χωρίς να θέλω να τον συγκρίνω, βρίσκω ότι ο Χριστιανόπουλος είχε μια διαφορετική φωνή, όπως ο Καβάφης, δημιούργησε ένα δικό του είδος ποίησης. Είναι μια ειρωνική φωνή που αυτοσατιρίζεται, σαρκάζει, αλλά έχει και μια μεγάλη ευκολία να βρίσκει τις ευαισθησίες και τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και να τα αποτυπώνει στα ποιήματά του. Ήταν σε όλα ιδιαίτερος, ακόμα και στον γραφικό του χαρακτήρα. Θυμάμαι ακόμα τα ωραία μικρά στρογγυλά του γράμματα, ομολογώ ότι τον θαύμαζα πολύ και αναζητούσα τη συμβουλή του.
— Οπότε επαγγελματικά είχατε μπει με έναν τρόπο στη δουλειά, μεταφράζατε από αγγλικά; Κάποια στιγμή μετέφρασα τον Γκαρσία Μάρκες στη «Διαγώνιο». Ένας καθηγητής μου στην Αμερική και φίλος, ο Άντριου Χόρτον, που ήταν στο Deree, με σύστησε στη Νανά Καλιανέση του Κέδρου, η οποία είχε διαβάσει τη μετάφραση στο περιοδικό και μου πρότεινε να κάνω τα Εκατό χρόνια Μοναξιάς. Τότε μετέφραζα ποίηση και άφησα την ιδέα.
Αποφάσισα ότι ήθελα να μάθω τη δουλειά, δηλαδή τη μετάφραση, σωστά. Έκανα αίτηση και με δέχτηκαν αμέσως στο Έσεξ το 1979 για ένα μεταπτυχιακό λογοτεχνικής μετάφρασης. Τα παιδιά μου ήταν μικρά, τα κρατούσε η μητέρα μου κι εγώ πηγαινοερχόμουν με τσάρτερ.
— Εκεί γνωρίσατε τον δεύτερο άντρα σας, έναν έρωτα συνδεδεμένο με τον Μάρκες, δεν είναι έτσι; Στο Έσεξ έμενα με άλλες τρεις Ελληνίδες και τα κορίτσια ήθελαν να πάνε του Αγίου Βαλεντίνου σε έναν χορό λατινοαμερικάνικο, αλλά δεν ήξεραν ισπανικά ‒ εγώ τότε μάθαινα. Εκεί γνωριστήκαμε με τον Εδουάρδο Μπαράχας που ήταν δικηγόρος και έκανε ένα μεταπτυχιακό στις Πολιτικές Επιστήμες με υποτροφία του κολομβιανού κράτους. Ήταν έρωτας κεραυνοβόλος, σκεφθείτε πως ήρθε στην Ελλάδα με το λεωφορείο για να γνωρίσει τους δικούς μου.
Για να μην τα πολυλογώ, σε έξι μήνες παντρευτήκαμε. Φύγαμε για Κολομβία, αλλά τα παιδιά μου ήταν στην Ελλάδα, ο νόμος μού απαγόρευε να τα πάρω μαζί μου ‒ αυτό ευτυχώς άλλαξε ο 1981 με τον Παπανδρέου. Και έτσι άρχισε μια περιπέτεια, ένα ταξίδι ζωής, πολλά ταξίδια Κολομβία-Ελλάδα, γέννησα το τρίτο μου παιδί και μετακομίσαμε στο Παρίσι για έναν χρόνο.
Ο Μπαράχας δεν είχε χρήματα, είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια με δέκα παιδιά και με την ιδέα ότι τα λεφτά δεν παίζουν κανένα ρόλο στη ζωή, σημασία έχει η γνώση. Είχα αρχίσει να μεταφράζω πιο συστηματικά Μάρκες, είχε βγει ήδη στη Νεφέλη ένα βιβλίο, η Κηδεία της Μεγάλης Μάμα, που υπέγραφα σαν Καίτη Σωτηρίου και όταν τον γνώρισα μου είπε «να μεταφράσεις το τελευταίο μου βιβλίο, το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου».
— Θυμάστε πώς σας είχε φανεί τότε; Καταπληκτικός. Ο Μάρκες μιλούσε με προφορά της Καραϊβικής, ήταν από τις ακτές και ήταν πολύ δύσκολο να τον καταλάβω στην αρχή. Ήταν της υπερβολής σε όλα, λάτρευε την υπερβολή, τον απασχολούσε πολύ η πολιτική, πού πηγαίνει ο κόσμος και τι κάνει και ήθελε να βελτιώσει τη ζωή της χώρας του. Κυριολεκτικά άλλαξε τη ζωή μου. Και όταν πήρε το Νόμπελ το 1982 ήρθε η ατζέντισσά του και με βρήκε και είπε ότι ο Μάρκες ήθελε έναν εκδότη να είναι φίλος της Μελίνας. Και πήγαμε στον Λιβάνη.
— Σας δυσκόλεψε η γλώσσα του; Δούλευα μέρα-νύχτα με τη βοήθεια του ίδιου του Μάρκες γιατί τα κολομβιανά που μιλούσε δεν τα ήξερε ούτε ο άντρας μου, που ήταν από άλλη περιοχή της Κολομβίας. Τα ιδιωματικά που έβρισκα, του έστελνα φαξ ‒ ο Μάρκες έβαζε ακόμα και εμβόλιμα λόγια από τραγούδια στην αφήγηση. Εκείνη την εποχή, επειδή συντηρούσα την οικογένεια, έκανα και τέσσερις και πέντε μεταφράσεις τον χρόνο.
— Πώς σας φάνηκε όταν πήγατε να ζήσετε στην Κολομβία; Πήγα στην Κολομβία ακολουθώντας για ένα διάστημα τον Μπαράχας και την πορεία της καριέρας του. Επιστρέψαμε στην Αθήνα, όπου έγινε ο πρώτος πρόξενος και στη συνέχεια πρέσβης της Κολομβίας.
Την αγάπησα τη χώρα. Μέναμε στην Τούνχα και θυμάμαι ότι είχε έρθει ο Θεοδωράκης, καλεσμένος του Μπελισάριο Μπετανκούρ, ο οποίος, όταν ανέλαβε την προεδρία της χώρας, απήγγειλε μερικούς στίχους του Καβάφη από την «Ιθάκη». Με φώναξαν να κάνω τη διερμηνέα του Θεοδωράκη που παρουσίασε τότε το «Κάντο Χενεράλ». Ο Μπετανκούρ μας διέθεσε ένα αεροπλάνο κι έτσι φτάσαμε στον Αμαζόνιο, ήταν αξέχαστη εμπειρία.
— Εσείς τι πολιτικές απόψεις είχατε; Θα έλεγα πως ήμουν ιδεαλίστρια σοσιαλίστρια, ήθελα να υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη, αλλά δεν θέλησα να ενταχτώ σε μια ομάδα.
— Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1994, σας περίμενε μια άλλη «περιπέτεια», ο κόσμος της Αλιέντε, τόσο διαφορετικός από αυτόν του Μάρκες. Μετέφραζα κι άλλους ισπανόφωνους συγγραφείς τότε και άρχισα να δουλεύω με την Ωκεανίδα που εξέδιδε τα βιβλία της. Μετέφραζα τα βιβλία της για βιοποριστικούς λόγους, αλλά υπάρχουν ορισμένα που αγαπώ πολύ όπως το Σπίτι των πνευμάτων και μερικές ιστορίες από την Εύα Λούνα.
Η Αλιέντε, που τη γνώρισα και είναι μια γυναίκα πολύ γλυκιά, κάθε χρόνο στις 8 Ιανουαρίου κάθεται να γράψει ένα καινούργιο βιβλίο. Σκεφθείτε, τα τελευταία χρόνια, επειδή υπήρχαν πολλά πειρατικά, βγάζαμε τα βιβλία βιαστικά: μας έστελναν τα χειρόγραφα, γιατί έπρεπε να κυκλοφορήσουν ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο. Και έβρισκα και λάθη, που τότε το να πάρεις τηλέφωνο και να κάνεις μια διασταύρωση δεν ήταν απλό πράγμα. Όταν γράφεις κάθε χρόνο ένα βιβλίο, πόσο καλό να είναι;
Της χρωστάω της Αλιέντε. Όταν είδα πώς χειρίστηκε το αυτοβιογραφικό υλικό της οικογένειάς της, αποφάσισα να αρχίσω να γράφω πεζό λίγο πιο άφοβα και άρχισα να στέλνω σε περιοδικά κομμάτια μου.
— Ο συγγραφέας μιλά τη γλώσσα του μεταφραστή; Ο Μάρκες στα ελληνικά είναι Κλαίτη Σωτηριάδου, δεν είναι Μάρκες ‒ ποια είναι η γλώσσα του; Στα ισπανικά είναι η δική του γλώσσα, στα ελληνικά η δική μου. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο δίλημμα και θέμα της ταυτότητας του μεταφραστή. Το ξέρω καλά γιατί μετέφρασα είκοσι βιβλία του και όλα τα μεταφραστικά προβλήματα είναι λυμένα.
Ωστόσο, κάποια στιγμή είχα προτείνει στον Λιβάνη να τα μεταφράσω ξανά, να φτιάξω τη γλώσσα, γιατί η γλώσσα ήταν εκείνης της εποχής, προ σαράντα χρόνων ‒ δεν έγινε. Αλλά τα διηγήματά του τα ξανάκανα με τη Νεφέλη, εκδόθηκαν και πήρα το βραβείο Θερβάντες το 2016. Τα ξανακοίταξα, η γλώσσα ήθελε φρεσκάρισμα, είμαι βεβαία και αυτό ισχύει, νομίζω για τις μεταφράσεις γενικότερα.
— Πώς ορίζουμε το μετάφρασμα; Μια απόδοση σε μια άλλη γλώσσα που εξαρτάται πάντα από το κείμενο που μεταφράζεις. Αν μεταφράζεις ένα ιστορικό κείμενο, πρέπει να έχεις μεγάλη ακρίβεια στις πληροφορίες που μεταφέρεις, όταν μεταφράζεις ένα ποίημα πρέπει να βρεις, να ανακαλύψεις τι είναι το πρωταρχικό στοιχείο που αναδεικνύει ο ποιητής, τη ρίμα, τον ρυθμό, κάποιες παρηχήσεις που μπορεί να τονίζουν το νόημα, μια ατμόσφαιρα που μπορεί να δημιουργεί ο ποιητής με βάση τη μουσικότητα του κειμένου, όλα αυτά παίζουν ρόλο.
Στον πεζό λόγο έχει μεγάλη σημασία να καταλάβεις τι είδους πεζό λόγο μιλά στη γλώσσα του ο πεζογράφος, αν μιλά αρχαΐζουσα ή καθαρεύουσα, όπως στην περίπτωση των δικών μας συγγραφέων, αν μιλά δημοτική ή ένα είδος μαλλιαρής δημοτικής. Όλα αυτά έχουν σημασία γι’ αυτό πιστεύω ότι ο μεταφραστής πρέπει να είναι ένας πολύ καλός κριτικός λογοτεχνίας πρώτα απ’ όλα.
— Και όχι μόνο ένας σχολαστικός μεταφραστής, εξεταστής των λέξεων; Ο μεταφραστής πρέπει να είναι σχολαστικός. Δεν αρκεί να γνωρίζεις καλά τη γλώσσα ή να έχεις τα βοηθήματα για να μπορέσεις να μπορέσεις να την αποδώσεις. Αν δεν τοποθετήσεις τον συγγραφέα στον «δικό του χώρο» σε σχέση με τη γλώσσα του και όσα λέει δεν μπορείς να τον μεταφράσεις σωστά. Πρέπει να ανακαλύψεις πού βρίσκεται το λογοτεχνικό στίγμα του σε σχέση με τη λογοτεχνική ιστορία του τόπου του, σε σχέση με τα γεγονότα του τόπου του, τι προσπαθεί να κάνει με αυτά που όχι μόνο λέει αλλά και μεταφέρει για να τον μεταφράσεις σωστά.
— Αν σας ζητούσα να ιεραρχήσετε όσα τραβούν το ενδιαφέρον σας σε ένα έργο ώστε να το μεταφράσετε, τι θα μου λέγατε; Έχω μεταφράσει πολλά έργα που είναι αλήθεια ότι δεν θα μετέφραζα από μόνη μου, τα ήθελε ο εκδοτικός οίκος με τον οποίο συνεργαζόμουν. Για μένα, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να είναι κάτι που θα με προσελκύσει ως βίωμα, ως γλώσσα. Προηγείται �� γλώσσα του θέματος.
Με ��νδιαφέρει να είναι κάτι που θα μου προβάλλει εικόνες που δεν είχα στο μυαλό μου μέχρι τότε, έναν καινούργιο τρόπο. Να με πάει κάπου και να σκεφτώ κάτι άλλο.
— Πώς βοηθάτε εσείς να γίνει κατανοητός ένας συγγραφέας; Σας ρωτώ για το λεγόμενο «οπλοστάσιο» του μεταφραστή. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να κάνει ένας μεταφραστής είναι να βρει όσες μεταφράσεις υπάρχουν σε άλλες γλώσσες. Πρέπει να έχει μεράκι και με τα χρόνια, αν είναι καλός, αναπτύσσει και μια διαίσθηση, δηλαδή καταλαβαίνει ότι κάτι ειπωμένο με έναν τρόπο μπορεί να εννοεί κάτι άλλο.
— Το «εγώ» του μεταφραστή πού βρίσκεται όταν μεταφράζει; Ένας καλός μεταφραστής δεν έχει «εγώ», αυτό το ξεχνάει. Πρέπει να υποταχθεί στη βούληση του συγγραφέα, να είναι ταπεινός και δημιουργικός στη γλώσσα του, αλλά να ακούει αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας.
Ο Έλληνας αναγνώστης ακούει τον Έλληνα μεταφραστή. Γι’ αυτό και είναι πολύ δίκαιος ο νόμος που λέει ότι ο μεταφραστής είναι δημιουργός, κατά τη γνώμη, μάλιστα, ισάξιος.
— Το τοπίο της μετάφρασης πώς είναι σήμερα; Νομίζω πως σήμερα οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες αλλά και τα βοηθήματα περισσότερα, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα δικά μας εργαλεία. Ο μεταφραστής πάντα αντιμετωπίζει τα ίδια διλήμματα, για παράδειγμα πώς διαφοροποιείς δυο ισπανόφωνους συγγραφείς, μεταφράζοντας το έργο τους στα ελληνικά, που είναι μια πλούσια γλώσσα και αλλάζει μέσα στον χρόνο;
Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι οι μεταφράσεις ξεπερνιούνται, κάθε τριάντα χρόνια θέλουμε άλλες, γιατί και οι νέοι αναγνώστες αντιλαμβάνονται τη γλώσσα αλλιώτικα από εμάς, δεν γίνεται να φοβόμαστε να «πειράξουμε» το έργο μας, όσο και να το αγαπάμε.
✔ Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes · View notes
Text
Λέξεις σχέσεις υποσχέσεις 
Εικόνες χιλιάδες Τι να ξεμπλέξεις Πόσο να αντέξεις Τι να πιστέψεις 
Βουή του δρόμου Φώτα σβηστά της νυχτός Άδεια άσφαλτο Εγώ μόνο τρέχω σα τρελός 
Στα δύο σου χείλη κρεμάστηκα δυστυχώς Πίστεψα και έμεινα πιστός Για πόσο να γδέρνουν το τομάρι αυτό Που μόνο εσένα ένιωθε και άγγιζε καιρό 
Σταυρό φιλάω και κοιτάζω ουρανό Η πίστη μου έμεινε μα σε ποιο θεό Στα άστρα μιλάω από το κόσμο εδώ Υποσχέσεις μετράω απ’τον κόσμο αυτό 
Ένα παιδί κοιτώ, χαμογελώ Ίσως το μόνο πλέον αγνό, αληθινό Εκεί θα ψάξω ελπίδα να βρω Αυτό το μικράκι τι πόνο να ξέρει, ερωτώ 
Ας χτίσω κάτι μικρό και δυνατό Καλύτερα αυτό από κάτι τρομαχτικό Μα ανίσχυρο μπρος το στρατό Χωρίς άρβυλα και τανκ θα χωθώ 
Λουλούδια στο τσιμέντο Και άνοιξη τον Δεκέμβρη Βροχερός Ιούνης Καλοκαίρι που δε θα ρθει 
Κι όμως ξυπόλητος στη βροχή Ήλιος δυνατός σα βροντή Όρθιος στέκω μια δω μια εκεί Πάντα θα προχωρώ και ας σειρήνα ηχεί
14 notes · View notes
annarrchy · 2 years
Text
ένα πρωί που ξεκινά σαν όλα τ’ άλλα πρωινά,
ένα τηλέφωνο χτυπά, κάτι έχει πάει στραβά·
μια ταραγμένη φωνή, ένα σβησμένο κερί
και μια ψυχή που φεύγει από τη γη κι εξατμίζεται.
μα είχε μάθει να παίζει, να χαίρεται τη στιγμή
και δε φοβόταν που γέρναγε, μόνο χαμογελούσε.
τώρα τρέχει στα σύννεφα με τη μηχανή,
είναι και πάλι το παιδί που να κοιμηθεί αργούσε.
είναι ειρωνία αν το σκεφτείς που έφυγε τόσο νωρίς,
αλλά κανείς δεν πρόκειται ποτέ να ξέρει, έτσι ειν’ η ζωή.
η μάνα του τις Κυριακές τον περιμένει να φανεί
και τα παιδιά του, έχουν στα μάτια τους τη χαρά του,
μα ο μεγάλος που και που, λαχταρά τον μπαμπά του.
ο μικρός, δε το κατάλαβε καλά, δεν είχε πάει καν σχολείο, όλα έγιναν ξαφνικά.
το σπάσιμο μιας σιωπής, στο ξέσπασμα της χαραυγής
αφού θα γίνουμε όλοι σύννεφα στου Άδη το βελούδινο σκοτάδι.
τα δάκρυα μιας προσευχής, να’σαι γαλήνιος κι ευτυχής να μας προσέχεις το βράδυ.
φύλακας άγγελος να’σαι και μη φοβάσαι,
γιατί εμείς σε θυμόμαστε και τώρα που κοιμάσαι.
κι αν από τον παράδεισο κοιτάζεις και χαμογελάς,
ρε μπαγάσα μας λείπεις, μη το ξεχνάς.
είναι μια φάλτσα καντάδα για τις ψυχές,
για όλες τις μικρές προσωπικές μας ουτοπίες,
γι’αυτούς που ζούνε ακόμα μεσ’τις καρδιές
και κρύβονται στις παλιές μας φωτογραφίες.
δε στα λέω αυτά απλά για να νιώσεις εντάξει,
πονάει το να χάνεις κάποιον που αγαπάς·
μα δεν πεθαίνει, τυλίγεται σε μαύρο μετάξι
και θα’ναι δίπλα σου όσο δεν τον ξεχνάς.
καμία προσευχή δεν είναι τόσο δυνατή,
που να φτάσει ως το σύμπαν που πήγες για να σου πει
όλα κείνα τα «σ’ αγαπώ» που δεν πρόλαβα να σου πω.
και είναι ανώφελο να εύχομαι να ήσουν εδώ.
ξέρεις ποιο είναι το ζήτημα; η ζωή μας είν’ ευτύχημα,
μαζί κι ατύχημα, απ’ την πρώτη ανάσα ως το ξεψύχημα·
είναι λιακάδα, καταιγίδα και μαντάρα,
είναι ο λόγος που γράφω κάθε μου μπάρα.
είναι αντάρα απ’ το ποτό, είναι σεκλέτι σκληρό,
είναι το πιο καλά κρυμμένο μυστικό·
τόσο σύνθετο, εκ πρώτης όψεως, μα είναι απλό
και το μαθαίνουν όσοι φεύγουνε και ζουν στον ουρανό.
τι ήχο κάνει η ψυχή απ' το σώμα όταν βγαίνει;
στη μνήμη περνά, στη δίνη που βαφτίσαμε μοναξιά.
ο άνθρωπος δεν το μπορεί ακίνητος να μένει,
μα η ζωή γρήγορα τρέχει και σε προλαβαίνει.
άμα τ’ αστέρια ειν’ αγάπες και τα σύννεφα ψυχές,
τα μυστικά θα ν’ αέρας κι οι στεναχώριες βροχές.
αν τα μεθύσια είναι ομίχλη και τα όνειρα πουλιά,
ίσως ανήκουμε ψηλά τελικά.
μα είναι το σώμα μας χώμα και τα λόγια λουλούδια,
που ανθίζουν και μαραίνονται και γράφουν τραγούδια.
οι αποστάσεις τσιμέντο κι επαφές δρόμοι κενοί
γι’ αυτό ο άνθρωπός ανήκει στη γη και καταλήγει σ’ αυτή.
21 notes · View notes
gentle-author · 10 months
Text
Χλόη
Ένας τοίχος γκρεμισμένος
Γεμάτος τούβλα αντίρροπα
Και τσιμέντο αλεσμένο
Πατωμα μες στη χλόη και τη βρύα
Καυσόξυλα και τρικυμία
Το τζάκι έσβησε απ'τα κρύα
Γέμισε η νύχτα πίνακες
Και στρογγυλεμένα αγγεία.
Κοίτα με στα μάτια
Χαμογέλασέ μου μία
Να δω το νόημα της ζωής
Μεσα από τα ζαρωμένα σου, τα λεία,
τα όνειρα, τις ελπίδες και τ'αστεια.
5 notes · View notes
melanc-hoe-lia · 10 months
Text
ΤΣΙΜΕΝΤΟ ΜΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Καταθλιπτική μουσική καθε μέρα λίγο πιο βαθιά στην πίσσα.
Σκαβω το δέρμα μου περιμένοντας λύτρωση μα δεν έρχεται ποτέ.
Και υπόσχομαι σε αυτούς που αγαπάω ότι προσέχω.
Προσέχω να μην δείχνω ότι χθες το βράδυ ήθελα να βάλω τέλος.
Μην τους απογοητεύσω, και καταλάβουν ότι βλέπω το αίμα μου πιο συχνα από τι εκείνους.
Συχνά πυκνά εχω επισκέπτες την Μόνα και την Σία και όσο περισσότερο τις απομακρύνω φεύγουν ροκανιζοντας το σκοινί. Αφήνοντας πίσω υπολείμματα από αποτσιγαρα μπουκάλια και χαρτιά.
Και ενώ βυθίζομαι πιο βαθιά στην πίσσα και γίνομαι ένα με το τσιμέντο ξυπνάω ακούγοντας σε να με φωνάζεις για βοήθεια.
Οι δείκτες κυλούν μα ποτέ δεν έρχεται η ώρα να ξεράσω το τσιμέντο. Οι δείκτες τρέχουν και το στομάχι μου αδύνατη να συγκρατήσει και άλλο τσιμέντο και μέρα με την μέρα χτίζω το ίδιο το κλουβί μου, αφήνοντας ένα παράθυρο μια ηλιαχτίδα να μπαίνει να νιώθω πως είμαι σημαντική.
3 notes · View notes
mh-me-afineis · 2 years
Text
Tumblr media
Το πιο όμορφο λουλούδι μέσα στο τσιμέντο ανθίζει
33 notes · View notes
ouranos77 · 9 months
Text
Το μυαλό μου σταμάτησε σε εκείνη την μέρα που χορέψαμε αγκαλιά…
17 Σεπτέμβρη
Λίγο νωρίτερα ετοιμαζόμουν να σε συναντήσω, ψιχαλιζε, εβαλα το φούτερ σου, οι κινήσεις μου απότομες, βιαστικές. Δεν ήθελα. Δεν ηθελα να φύγεις. Βρεθήκαμε. Πήραμε ένα τηλέφωνο και ξεκινήσαμε να πάμε να αποχαιρετήσεις ένα πρόσωπο. Εγώ ήμουν πολύ αμήχανη, ήμουν στον κόσμο μου, στα χαμένα. Μου μιλούσες αλλα δε σε άκουγα. Μου μιλούσες αλλα το μυαλό μου ήταν στο τι θα ακολουθήσει, στο τι θα ξημερώσει. Ήμασταν όρθιοι πάνω στο ποδήλατο στην μέση του δρόμου. Με ρώτησες τι θέλω να κάνουμε. Ξενερωσες που φερόμουν περίεργα και αναποφάσιστα. Εγώ αποκρίθηκα πως δεν έχω θέμα όπου και να πάμε. Μα βαθιά μέσα μου, δεν ήθελα τον κόσμο, δε γούσταρα την βαβούρα, ήθελα οι τελευταίες ώρες να είναι κάπου μόνοι μας αγκαλιά. Εν τέλη βρήκαμε ένα μέρος, είχε βραδιάσει. Πεινουσα, ήθελα κάτι ζεστό, εσυ ειχες φάει, επομένως δεν ήθελα να πάρουμε κάτι και να τρωω μόνο εγώ. Εν τέλη πηγαμε στο ψιλικατζίδικο και πήραμε δυο κρύα σαντουιτς. Με άφησες εμένα να διαλέξω ποιο θέλω , δεν είχες θέμα, είχες δοκιμάσει παλιότερα το ένα από τα δυο, μαζί μου. Πάντα μαζί μου δοκίμαζες καινουρια πράγματα. Αφού το έφαγα, συνειδητοποίησα ότι τελικά πεινουσες, και σου γκρίνιαξα λίγο γιατί δε πήραμε κάτι ζεστό. ‘Οοχου γκρίνια, μη γκρινιά��εις, όλο γκρινιάζεις’ και γέλασες. Κατσαμε κατω σε μια γωνία, και ακουμπησαμε τις πλάτες μας σε ένα τσιμέντο. Ήταν ζεστό. Μα είχε κρύο. Κατευθείαν χωρις δεύτερη σκέψη, χώθηκα στην αγκαλιά σου, χώθηκα σαν μικρό μωρό μέσα στα χέρια σου. Ήρθε η στιγμή που περίμενα όλη την μέρα. Δεν ήθελα να τελειώσει. ‘Σφιξε με’ -δε πάει αλλο έλεγες. Και όντως δε πήγαινε άλλο, και ας μην μου έφτανε ποτε η απόσταση πνοής.
‘Μην με ξεχάσεις’
‘Δε θα σε ξεχάσω ‘
‘Να μαγαπας’
‘Θα σαγαπαω’
Ακολούθησαν ατέλειωτες υποσχέσεις και πολλά πολλά ‘σαγαπω’
Τι όμορφο να ζει κανεις, σκέφτηκα, δίπλα σου.
Είχε αερα, είχε πάρει την σακούλα. Την κυνηγούσα για κάμποσα λεπτά γιατί δεν ήθελα να αφήνουμε σκουπίδια κάτω. Εσυ με παρατηρούσες από μακριά και γελούσες.
Ήμασταν ερωτευμένοι.
Σε παρακαλούσα να μην με ξεχάσεις. Θα έφευγες, θα εμένα μόνη μου για πρώτη φορά. Πως θα συνέχιζα; Πως θα σου χαϊδευα το κεφαλάκι; Ποιος θα σε πρόσεχε; Είχα μια χαρμολύπη.
Χαρά γιατί τα κατάφερες. Χαρά γιατί τα καταφέραμε μαζί. Χαρά γιατί θα γινόταν το όνειρο σου πραγματικότητα. Χαρά γιατί θα έφτιαχνες την ζωή σου, θα δημιουργούσες την δικιά σου ζωή εκεί.
Λύπη γιατί δε θα ήμουν μέσα σε αυτήν. Λύπη γιατί δε θα ήμασταν μαζί, έτσι όπως ειχα μαθει. Λύπη γιατί θα έπρεπε να συνεχίσω μόνη μου. Κατσαμε παρακάτω… αφήσαμε τα πράγματα σε ένα άδειο σκοτεινο παγκακι και σηκωθήκαμε. Βασικά σε σήκωσα γιατι μου χρωστούσες έναν χορό. Το τι αισθάνθηκα όσο ήμασταν όρθιοι αγκαλιά, σε ένα άλλο ποστ, διότι δε θα χωρέσει εδώ… Κρύο όμως είχε δεν νομίζεις; Ξεκινησαμε για τον γυρισμό, με πήρες αγκαλιά στην πλάτη σου…. είχε κλείσει η πόρτα, όποτε πηδηξαμε από τα κάγκελα
Κλπ κλπ κλπ. εκείνο το βράδυ δε κοιμήθηκα. Ξημέρωμα έφυγες.
Σου έδωσα μια σακούλα με γλυκα. Σε αγκάλιασα σφιχτά, σε σταύρωσα και σε παρατηρούσα περήφανη απο μακριά να κατεβαίνεις την κατηφόρα του σπιτιού μου, να παίρνεις τον δρόμο της καινούριας ζωής… πάντα αυτή η κατηφόρα σε έπαιρνε μακριά μου…
20-12-23
4 notes · View notes