#ρολόι
Explore tagged Tumblr posts
blodbranddod · 22 days ago
Text
Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media
vacation with friends
3 notes · View notes
romios-gr · 4 months ago
Text
Tumblr media
Η τεράστια και αβάσταχτη γελοιότητα των κυρώσεων – Χάος και αναταραχή στη Δύση λόγω Microsoft ενώ στη Ρωσία όλα λειτουργούν ρολόι Η Ρωσία δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα, καθώς η Microsoft λόγω των κυρώσεων έχει αποσυνδέσει τις ρωσικές εταιρείες. Πανικός και παγκόσμιο χάος προκλήθηκε στη Δύση από την κατάρρευση των πληροφοριακών συστημάτων, με την μπλε οθόνη του θανάτου (BSOD) να θέτει ε... Περισσότερα εδώ: https://romios.gr/i-terastia-kai-avastachti-geloiotita-ton-kyroseon-chaos-kai-anatarachi-sti-dysi-logo-microsoft-eno-sti-rosia-ola-leitoyrgoyn-roloi/
0 notes
astratv · 2 years ago
Text
Αποκαθίσταται το εμβληματικό ρολόι του Δήμου Ελευσίνας
Υπεγράφη, το πρωί της Πέμπτης 1 Δεκεμβρίου, μεταξύ του Δημάρχου Ελευσίνας Αργύρη Οικονόμου και του αναδόχου του έργο, η σύμβαση για τη μελέτη αποκατάστασης του Ρολογιού, που βρίσκεται στον Αρχαιολογικό Χώρο. Πρόκειται για ένα εμβληματικό πολιτιστικό σύμβολο της Ελευσίνας, το οποίο μάλιστα, έχει χαρακτηριστεί και ως νεότερο μνημείο. Πιο συγκεκρι��ένα και σύμφωνα με το ΦΕΚ. 337/Δ/10.6.2021, τόσο ο…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
vforvaggelis · 10 months ago
Text
Tumblr media
Εθνικός κήπος
National garden of Athens
Jardín nacional en Atenas
11 notes · View notes
allo-frouto · 2 years ago
Note
Δεν έχετε κόσμο καθόλου; Τουλάχιστον να περάσει έτσι έστω λίγο η ώρα Ιστορικός
Έχουμε αλλά η ώρα μοιάζει σταματημένη.
0 notes
nantoukos · 1 year ago
Text
Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media
η σχέση πομπού και δεκτή θα είναι πάντα μια σχέση αλληλοεξάρτησεις
Ο πομπός δεν θα είχε νόημα αν δεν υπήρχε ο δέκτης
και ο δέκτης δεν θα είχε την ιδιότητα αυτή αν δεν εξαρτιώταν από τον πομπό .
Οι ρολόι εναλλάσσονται
και η σχέση εξάρτησις παραμένει ίδια .
68 notes · View notes
psychotiko-epeisodio · 11 months ago
Text
Οι πρώτες μέρες εκείνες,
Ξέρεις για ποιες μιλώ.
Που η καρδιά σου τρεμοπαιζει σαν τρελή,
Το στομάχι σου γίνεται κόμπος,
Και εσύ ξανά παιδί .
Ξέρεις για ποιες μιλώ,
για εκείνες πρωτού αρχίσουν τα προβλήματα,
για εκείνες που κοιτάς συνεχώς το ρολόι ανυπόμονα,
άλλοτε για να επισπεύσεις τον χρόνο,
Και άλλοτε για να τον παγώσεις.
Τελικά,δεν κατάφερα ποτέ να κάνω τίποτα από τα δύο .
Όμως για αυτές τις μέρες και μόνο,
συνεχίζω να λατρεύω τον έρωτα.
22 notes · View notes
omnis888 · 8 months ago
Text
Να εκτιμάτε όσα έχετε γιατί υπάρχουν κάποιες μέρες που θελω να γυρίσει το ρολόι πίσω στις πανελλήνιες.
14 notes · View notes
greekbooks-poll · 2 months ago
Text
Tumblr media
4 notes · View notes
justforbooks · 7 months ago
Text
Tumblr media
Νίκος Μπακουνάκης
Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Achaia Clauss.
Το βιβλίο Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα, έναν εντυπωσιακό μικρόκοσμο ανθρώπων που συνέβαλε με τον δικό του τρόπο στη δημιουργία των κρασιών της Γκούτλαντ, γνωστών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τα γεγονότα και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτό το γοητευτικό ιστορικό ταξίδι που καλύπτει περισσότερο από έναν αιώνα, έως το 1949, και έχει επίκεντρο την Πάτρα συνθέτουν την ιστορία της ��λλάδας αλλά και της Ευρώπης σε μια εποχή που ακόμα διαμορφωνόταν το ελληνικό κράτος.
«Στο εξώφυλλο του βιβλίου, στη φωτογραφία του 1900 που τραβήχτηκε για το τέλος του αιώνα, είναι όσοι εργαζόμενοι βρίσκονταν στην οινοποιία εκείνη τη στιγμή», εξηγεί ο Νίκος. «Από τα ρούχα, τα κοσμήματα αλλά και από τη στάση του σώματος καταλαβαίνουμε ότι εκπροσωπούνται όλες οι κατηγορίες των εργαζομένων, υπάλληλοι, στελέχη, χωριάτισσες που φοράνε λινατσένια ρούχα, παιδάκια με τις ντρίλινες ποδιές, ο φουστανελοφόρος, Γερμανίδες με τα πλαστρόν.
Επίσης, έχει ενδιαφέρον το ότι ανάλογα με το τι είναι κρατούν και διαφορετικό ποτήρι. Υπάρχει και ένας μουσικός Βαυαρός ο οποίος κρατάει το τσίτερ, το παραδοσιακό έγχορδο όργανο της Κεντρικής Ευρώπης, που το είχαν πάρα πολύ στα πανηγύρια. Στο κέντρο είναι ο οινολόγος της εταιρείας, ο Ιάκωβος Κλίπφελ, δίπλα του είναι η γυναίκα του Αδελαΐδα και πίσω του ο γιος του Χέρμαν με τρουά πιες κοστούμι, παπιγιόν και ρολόι με αλυσίδα. Μπορείς να φτιάξεις μια ιστορία με αυτήν τη φωτογραφία».
— Γιατί σε ενδιέφερε ο Γουσταύος Κλάους; Γιατί είναι κατά κάποιον τρόπο παιδικό βίωμα. Μεγάλωσα στην Πάτρα και η οινοποιία του Γουσταύου, η Αχάια Κλάους, ήταν εκεί, παρούσα. Ήταν ένας χώρος όπου πηγαίναμε εκδρομές, αλλά ήταν και η Μαυροδάφνη, ένα παραδοσιακό ποτό την περίοδο του καρναβαλιού – παραμένει, ιδιαίτερα αυτή που έχει την ιστορική ετικέτα και τον κωδικό 601, που ήταν η μυστική συνταγή στο βιβλίο συνταγών του Γουσταύου. Το βιβλίο το αφιερώνω στον παππού μου, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1888 και είχε κι αυτός αμπέλια.
Μεγάλωσα μέσα στα αμπέλια, δηλαδή έχω τη μνήμη του αμπελιού, της ζωής στο όριο μεταξύ της πόλης και των κτημάτων, των αγροκτημάτων, του αγροτικού χώρου, της ελιάς, του σταριού, οπότε με ενδιέφερε πολύ ο Γουσταύος. Επιπλέον, όταν άρχισα λίγο να τον ψάχνω, είδα ότι είναι μυθιστορηματικός ήρωας, η ζωή του είναι σαν ένα μυθιστόρημα, οπότε σκέφτηκα να κάνω αυτή την έρευνα, η οποία πραγματικά με οδήγησε σε περιοχές που ούτε καν φανταζόμουν ότι υπήρχαν.
— Οι λεπτομέρειες που περιγράφεις είναι εκπληκτικές. Πού βρήκες τις πηγές για να γράψεις το βιβλίο; Τα περισσότερα στοιχεία σε αυτό το βιβλίο προέρχονται από τα αρχεία της Αχάια Κλάους. Ο Γουσταύος, ως Γερμανός, ήταν πάρα πολύ συστηματικός. Βέβαια, δεν ήταν ο τυπικός Γερμανός, ήταν Πρώσος, Βαυαρός, πιο ανάλαφρος, μολονότι ήταν προτεστάντης και όχι καθολικός, όπως οι περισσότεροι Βαυαροί. Επομένως υπάρχει ένα συστηματικό αρχείο όπου είναι καταγεγραμμένο το παραμικρό. Υπάρχει το μετοχολόγιο, που είναι πάρα πολύ σημαντικό, το πώς οι μετοχές περνάνε από τον έναν μέτοχο στον άλλον, υπάρχουν τα βιβλία εισερχόμενης-εξερχόμενης αλληλογραφίας που περιέχουν τεράστιες πληροφορίες, υπάρχει το βιβλίο επισκεπτών που τηρείται απ’ το 1885 μέχρι και σήμερα, με κείμενα γραμμένα στα γερμανικά και στα ελληνικά της εποχής του Κλάους, δηλαδή περίπου μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το μεγαλύτερο μέρος των εγγραφών είναι στα γερμανικά, στα ελληνικά αρχίζουν να γράφονται από το 1920 και μετά. Αλλά το αρχείο δεν είναι μόνο έγχαρτο, το βλέπεις και στο τοπίο, δηλαδή στον τρόπο που είχε διαμορφωθεί με τα κτίσματα. Υπάρχει, επίσης, το αρχείο των μηχανημάτων με τα οχήματα που χρησιμοποιούσαν, τα πυροσβεστικά για να σβήνουν τις φωτιές και τα κάρα που μετέφεραν το κρασί και ήταν ειδικά διαμορφωμένα, κοίλα κατά κάποιον τρόπο, για να τοποθετούν και να σφηνώνουν τα βαρέλια – υπάρχουν και τα εργαλεία με τα οποία έφτιαχναν τα βαρέλια.
Υπάρχει πάρα πολύ φωτογραφικό υλικό, π.χ. με τους ναΐσκους που είχε δημιουργήσει για τους ορθόδοξους και για τους καθολικούς εργαζόμενους. Είναι πολλά τα στοιχεία που μπορείς να πάρεις από τον τόπο που λειτουργεί συνολικά ως αρχείο, και μπορούν να σε βοηθήσει να τον ανασυστήσεις. Ουσιαστικά ήθελα να ανασυστήσω και το τοπίο, και την καθημερινή ζωή, μέσα από τους γάμους και τις κηδείες κ.λπ.
— Το βιβλίο ξεκινάει από την Τεργέστη. Πώς ήταν εκείνη την εποχή; Η Τεργέστη είναι ουσιαστικά το λιμάνι της Κεντρικής Ευρώπης, το λιμάνι της Αυστροουγγαρίας, απ’ όπου ξεκινούσαν όλες οι μεγάλες γραμμές για το Λεβάντε και την Ανατολή, και αργότερα για την Αμερική. Από κει έφευγαν όλα τα πλοία που έπαιρναν τους μετανάστες Σλάβους, Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους και τους πήγαιναν στην Αμερική όταν έγινε η μεγάλη μετανάστευση στα τέλη του 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα από εκεί ξεκινούσαν και οι μεγάλες επιβατικές γραμμές, οι οποίες κατέβαιναν την Αδριατική Θάλασσα, έπιαναν δεξιά και αριστερά, δηλαδή στα λιμάνια της Δαλματίας και της ��ταλίας, μετά στην Κέρκυρα, στην Πάτρα, και μετά διακλαδίζονταν. Η μία πήγαινε πήγαιναν προς Αλεξάνδρεια και Άγιους Τόπους, και αργότερα, όταν άνοιξε και η Διώρυγα του Σουέζ, έφταναν μέχρι την Ινδία – ξεκινάω το βιβλίο με ένα πλοίο που έρχεται από την Ινδία, του Αυστριακού Λόυδ, και δύο ναύτες του έχουν πανώλη και πεθαίνουν, αλλά η πόλη δεν ταράζεται απ’ αυτό και συνεχίζει τη ζωή της.
Η άλλη γραμμή πήγαινε προς Κωνσταντινούπολη και Μαύρη Θάλασσα. Επομένως, δεν ήταν μόνο μια πύλη εξόδου της Αυστροουγγαρίας και της Κεντρικής Ευρώπης, όπου έφταναν και σιδηροδρομικές γραμμές κλπ., ήταν ταυτόχρονα και ένα κέντρο αναφοράς όλου του κόσμου των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Ήταν μια πόλη κοσμοπολίτικη, γιατί το ορθόδοξο νεκροταφείο της Τεργέστης –σήμερα ένα μνημείο όπου μπορείς να δεις όλα τα ονόματα των εμπόρων που έμεναν εκεί– είχε Αυστριακούς, Ούγγρους, Σλοβένους, Εβραίους, Έλληνες, είχε καταπληκτικά ξενοδοχεία, είχε θέατρα, είχε καταστήματα… Ο ήρωάς μου, ο Γουσταύος Κλάους, παίρνει το πλοίο του Λόυδ που προανέφερα, μιας μεγάλης ατμοπλοϊκής εταιρείας που μετέφερε επιβάτες, εμπορεύματα, ζώα, άλογα κυρίως που προορίζονταν για τους διάφορους τοπικούς πολέμους.
— Για ποιον λόγο είχε έρθει ο Γουσταύος στην Ελλάδα; Πώς βρέθηκε στην Πάτρα; Τον 19ο αιώνα έχουμε την αποικιακή εξάπλωση των μεγάλων βιομηχανικών χωρών – κεντρική θέση κατείχαν τα προϊόντα υφαντουργίας της αγγλικής βιομηχανίας. Έτσι ένα πολύ μεγάλο μέρος της παραγωγής και του εμπορίου του βάμβακος ήταν στην Κεντρική Ευρώπη, κυρίως γύρω απ’ τη λίμνη Κωνσταντία, και από τις βαυαρικές της ακτές, και από τις ελβετικές. Αυτοί οι έμποροι και οι επιχειρηματίες κατέβηκαν προς τον Νότο, είτε στη νότια Ιταλία, στην περιοχή της Καμπανίας, της Νάπολης, είτε στην Ελλάδα, στα Ιόνια Νησιά και στο νέο κράτος τότε, για να επεκτείνουν το εμπόριο των προϊόντων υφαντουργίας.
Έτσι, λοιπόν, ο Κλάους ήρθε ως διευθυντής μιας τέτοιας εταιρείας ενός Ελβετού που λεγόταν Φεντερίκο Γκρούμπερ, η οποία γρήγορα αυτονομήθηκε από το κέντρο της στη Γένοβα και, εκτός από εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, άρχισε να κάνει και εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, δηλαδή λάδια, σταφίδες, βελανίδια, που τα χρησιμοποιούσαν σε βυρσοδεψεία για την κατεργασία του δέρματος, μετάξι, σύκα – όλα αυτά τα προϊόντα παρήγε η αγροτική Ελλάδα τότε. Έτσι, το 1852 και στις αρχές του 1860, παράλληλα με το εμπόριο, δημιούργησε την οινοποιία.
— Ήταν 27 χρονών όταν ήρθε. Σε τι συνθήκες βρήκε την Πάτρα; Η Πάτρα ήταν ένα χωριό. Υπάρχει μια περιγραφή του Φλομπέρ, ο οποίος τελειώνει εκεί το μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή, που την αναφέρει ως μια πόλη άθλια, και υποτίθεται ότι έμεινε στο καλύτερο ξενοδοχείο της. Στις επιστολές που στέλνει στη μητέρα του της λέει ότι «μένουμε σε ένα ξενοδοχείο που ο θεός να το κάνει, καταγώγιο, η τουαλέτα είναι έξω, σε ένα δωμάτιο που είναι και κοτέτσι, είναι μια τρύπα, και είμαι σίγουρος ότι ο μάγειρας μαρινάρει τα κοτόπουλα και όλα αυτά που μαγειρεύει με τα σκατά. Το μόνο ενδιαφέρον που βρίσκω σε αυτό το ξενοδοχείο είναι ένας νεαρός στον οποίο μόλις αχνοφαίνεται το μουστάκι». Μετά την Επανάσταση του ’21, δηλαδή μετά τη δημιουργία του κράτους, η Πάτρα είναι μία από τις πρώτες πόλεις που σχεδιάζεται από τον Σταμάτιο Βούλγαρη που ήταν μηχανικός της γαλλικής στρατιάς.
Ο Βούλγαρης σχεδιάζει μια πόλη μοντέρνα, κατά μήκος της θάλασσας –γιατί η Πάτρα ως τότε δεν έφτανε στη θάλασσα, ήταν γύρω από το κάστρο, η λεγόμενη Παλιά Πόλη–, η οποία γίνεται πλέον το εμπορικό λιμάνι της δυτικής Ελλάδας και γενικά το κέντρο του εμπορίου σταφίδας, το οποίο άφηνε τεράστιο κέρδος. Χάρη σε αυτό το εμπόριο συγκεντρώθηκαν στην Πάτρα πάρα πολλοί έμποροι, και ξένοι, κυρίως Εγγλέζοι και Γερμανοί, αλλά και Έλληνες που ήταν είτε της διασποράς, δηλαδή από το Λιβόρνο, την Τεργέστη, είτε Έλληνες απ’ τις οθωμανικές επαρχίες, απ’ την Ήπειρο, απ’ τη Σμύρνη.
Επομένως ήταν μια πόλη που είχε δυναμική, έτσι αναπτύχθηκε πάρα πολύ σύντομα, ο πληθυσμός της αυξήθηκε πάρα πολύ. Προς το τέλος του 19ου αιώνα και μέχρι τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν μια πολύ κομψή νεοκλασική πόλη. Μετά, με την αντιπαροχή κ.λπ., ιδιαίτερα την περίοδο της χούντας, άρχισε να καταστρέφεται αυτό το απόθεμα των νεοκλασικών κτιρίων, μερικά από τα οποία ήταν μέγαρα, ήταν πολύ μεγάλα κτίρια.
— Ο Γουσταύος τι ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση της εικόνας της πόλης; Αναφέρεις ότι βοήθησε να χτιστεί το Δημοτικό Θέατρο. Ο Γουσταύος ανήκε στο μεικτό μεγαλοαστικό στρώμα που αποτελούνταν από Έλληνες, Γερμανούς και Άγγλους, οι οποίοι χρηματοδότησαν την ανέγερση σημαντικών κτιρίων στην πόλη όπως το Δημοτικό Θέατρο και το Δημοτικό Νοσοκομείο –που υπάρχει ακόμα και έχει μετατραπεί σε ένα είδος πολιτιστικού κέντρου–, εκκλησίες, και τα ιδιωτικά τους μέγαρα βέβαια. Έφτιαχναν ένα είδος μετοχικών εταιρειών και με τα χρήματα αυτά χρηματοδοτούσαν τις κατασκευές. Δεν υπήρχε η έννοια του κράτους, υπήρχε μία τοπική αυτονομία θα λέγαμε.
— Το οινοποιείο πότε το φτιάχνει; Το οινοποιείο αρχίζει να το δημιουργεί απ’ το 1861, με την αγορά των αμπελώνων και με την ανέγερση των πρώτων κτιρίων. Μέσα σε μία δεκαετία, 1871-72, όταν κάνει πλέον ανώνυμη εταιρεία την οινοποιία αυτή με μετόχους απ’ όλη την Ευρώπη, κυρίως μεγάλους εμπορικούς οίκους, παίρνει μορφή όλο αυτό το τοπίο, γίνεται όπως το βλέπουμε σήμερα.
— Μίλησέ μου για το τοπίο που διαμόρφωσε. Πρώτα απ’ όλα, αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει ακόμα και σήμερα είναι ένα skyline από πέτρινους πύργους, οι οποίοι είναι ψηλότεροι απ’ όλα τα άλλα κτίρια. Αυτοί οι πέτρινοι πύργοι σχετίζονταν με την προστασία και την άμυνα του οινοποιείου, γιατί ο Κλάους το δημιουργεί στο διάστημα της μεσοβασιλείας, δηλαδή από την έξωση του Όθωνα μέχρι τον ερχομό του Γεωργίου Α’, μια εποχή έξαρσης των ληστειών – άλλωστε και ο ίδιος έπεσε θύμα ληστείας του περίφημου Τάσου Λύγκου του αρχιληστή. Δημιουργεί, λοιπόν, αυτούς τους πύργους, οι οποίοι, εκτός του ότι δημιουργούν μια επιβλητική εικόνα κατά τα πρότυπα των γαλλικών σατό, των οινοποιείων ιδιαίτερα της περιοχής του Μπορντό, είχαν και την πρακτική λειτουργία της προστασίας και της οχύρωσης των εργαζομένων σε περίπτωση που γίνονταν επιθέσεις από ληστές.
Γι’ αυτό υπήρχε σκοπευτήριο μέσα στην οινοποιία και εκπαιδεύονταν οι εργαζόμενοι στη χρήση των όπλων. Περισσότερο θυμίζει Τοσκάνη το τοπίο εκεί, δεν είναι το τοπίο της Βουργουνδίας. Κάποιοι γερμανικοί οδηγοί της εποχής το συνέκριναν με ένα οινοποιείο στη Νότια Αφρική, που είχαν δημιουργήσει Ολλανδοί. Έχει τρεις πύργους, τη βίλα του Γουσταύου, την Γκούτλαντ, η οποία όταν η εταιρεία πέρασε στους Έλληνες ιδιοκτήτες της ονομάστηκε βίλα Κωστάντζα, από το όνομα της γυναίκας του νέου ιδιοκτήτη (είναι μουσείο τώρα), έχει κελάρια – μάλιστα ένα από τα πρώτα ονομάστηκε Μπασίλικα, γιατί είχε τον ρυθμό της βασιλικής.
Το τοπίο συμπληρωνόταν από τα αμπέλια, που ήταν ακριβώς έξω απ’ την οινοποιία –υπάρχει και σήμερα ένα μέρος τους–, τις μεγάλες δεξαμενές που είχε για νερό και γενικότερα από τα βαρέλια. Δηλαδή υπάρχει το χτισμένο κομμάτι, το τοπίο των εξαρτημάτων και των οχημάτων, και το φυσικό τοπίο, κυρίως τα κυπαρίσσια που ορίζουν τους δρόμους, όπως στην Τοσκάνη. Τα κυπαρίσσια τα χρησιμοποιούσαν και για την ξυλεία.
— Τι ήταν το Γκούτλαντ που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο σου; Γκούτλαντ είναι μια γερμανική λέξη, η οποία όμως δεν υπάρχει στα γερμανικά, είναι το ανάποδο της εύφορης γης. Ήταν η βίλα του, το σπίτι όπου έμενε στην οινοποιία, και υπάρχει αυτούσια σήμερα. Παντού στο υλικό της εποχής και στις διαφημίσεις αναφέρεται ως Γκούτλαντ, μέχρι και στις καρτ-ποστάλ. Μου άρεσε ως τίτλος όχι μόνο γιατί ��τσι ονομάστηκε η εταιρεία αλλά γιατί ουσιαστικά παραπέμπει σε μια «χώρα» που κατοικείται, δεν είναι απλώς ένας επιχειρηματικός χώρος. Ζουν σε αυτήν άνθρωποι που παντρεύονται και τα παιδιά τους μεγαλώνουν και πάνε σχολείο εκεί, πεθαίνουν και θάβονται εκεί.
— Και ο ίδιος ζήτησε να ταφεί εκεί, ήταν η πατρίδα του αυτή. Ναι, ακριβώς. Έφτιαξε τον τάφο του εκεί.
— Τι άνθρωπος ήταν ο Γουσταύος; Ήταν αγαπητός στην Πάτρα; Γιατί αναφέρεις ότι στην κηδεία του τα στεφάνια ήταν λιγότερα από άλλων Γερμανών που είχαν πεθάνει νωρίτερα. Ίσως δεν είχε τόσο ενεργή παρουσία στη δημόσια ζωή, ήταν διακριτική. Ξέρουμε ότι αλληλογραφούσε με τον Χαρίλαο Τρικούπη στα γαλλικά· ο Τρικούπης προφανώς τον θεωρούσε πολύ σοβαρό και ρωτάει τη γνώμη του για φορολογίες, δημόσια έργα κ.λπ. Δεν έχω βρει, όμως, έντονη παρουσία του στα σωματεία της εποχής, γι’ αυτό ίσως τα στεφάνια ήταν λιγότερα. Από τις καταγραφές που έχουμε από εργαζομένους στους οποίους πέρασε η μνήμη του Γουσταύου Κλάους από τους πατεράδες τους, τους πρώτους κατοίκους της «κολονί» –έτσι ονόμαζε την Γκούτλαντ– φαίνεται ότι ήταν ένας άνθρωπος πολύ αγαπητός, πολύ ήπιος.
— Η Πάτρα απέκτησε γερμανική παροικία τον 19ο αιώνα. Πώς είχαν έρθει τόσοι Γερμανοί; Οι Γερμανοί είναι μια πολύ σημαντική ιστορία της Πάτρας, που τελειώνει με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ασχολούνται με το εμπόριο, την εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων και την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων. Υπάρχουν οι βασικοί έμποροι και επιχειρηματίες όπως ο Γουσταύος Κλάους, ο Θεόδωρος Άμβουργερ, και αυτοί φέρνουν μαζί τους προσωπικό, πολλούς Γερμανούς που γίνονται διευθυντές εταιρείας, υπάλληλοι στα λογιστήρια ή μεσίτες κλπ.
Έτσι δημιουργείται ένας κρίσιμος πληθυσμός Γερμανών. Επηρέασαν πάρα πολύ την κοινωνία, γι’ αυτό στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στη διάρκειά του έχουμε αναφορές από τις μυστικές υπηρεσίες και την αντικατασκοπεία της Βρετανίας, της Γαλλίας κλπ. για το κατά πόσο η Πάτρα είναι έρμα της προπαγάνδας των Γερμανών ακριβώς λόγω του κύρους και της παρουσίας της γερμανικής παροικίας στην πόλη.
— Οι Βαυαροί την εποχή που ήρθε ο Γουσταύος έφευγαν μαζικά από τη χώρα. Η Βαυαρία ήταν σε οικονομική κρίση την εποχή εκείνη, όπως όλα τα νοτιοδυτικά κρατίδια της Γερμανίας. Ο ίδιος ο βασιλιάς, το κράτος, παρότρυνε τους Βαυαρούς να φύγουν, μάλιστα δημιούργησε σειρά νόμων κατά των ανέργων, κατά φτωχών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ένας που απαγόρευε τους γάμους. Δηλαδή, αν ήσουν φτωχός, δεν είχες στον ήλιο μοίρα, δεν μπορούσες να παντρευτείς, είχες το δικαίωμα να παντρευτείς μόνο αν αποφάσιζες να φύγεις ή εάν κατατασσόσουν στα εθελοντικά σώματα. Στ�� συγκεκριμένη περίπτωση, σε αυτά που έρχονταν στην Ελλάδα για να αντικαταστήσουν τον τακτικό βαυαρικό στρατό που είχε έρθει με την αντιβασιλεία.
Οι Βαυαροί ήρθαν στην Ελλάδα ως εθελοντές, οι παντρεμένοι με τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους. Αλλά ενώ τους παρότρυνε ο βασιλιάς Λουδοβίκος και τους υποσχόταν ότι εδώ θα εύρισκαν μια γη της επαγγελίας, λέγοντάς του ότι γι’ αυτό έστειλε εδώ τον γιο του, έρχονταν κι έβρισκαν φτώχεια, αρρώστιες, ζέστη το καλοκαίρι που δεν μπορούσαν να τις αντέξουν. Πολλοί πέθαναν, άλλοι επέστρεψαν. Οι μόνοι που μείνανε ήταν δύο παροικίες αυτών των φτωχών Βαυαρών: η μία αποτελούνταν από αγρότες που εγκαταστάθηκαν στο Νέο Ηράκλειο, στην Αθήνα, και οι άλλοι από ανθρακωρύχους που πήγαν στα ορυχεία της Κύμης για την εξόρυξη κάρβουνου. Οι Βαυαροί της Πάτρας ήταν επιχειρηματίες.
— Και πώς έμειναν στην Ελλάδα κατά τις διώξεις που έγιναν στους δύο πολέμους; Όσοι είχαν διατηρήσει τη γερμανική υπηκοότητα απελάθηκαν ως εχθρικοί υπήκοοι και οι επιχειρήσεις τους πέρασαν σε καθεστώς μεσεγγύησης του ελληνικού δημοσίου. Όσοι όμως είχαν πάρει την ελληνική υπηκοότητα δεν απελάθηκαν, ήταν Έλληνες πια.
— Αναφέρεις ότι οι Τριεστίνοι έπιναν με νερό το Terrano και το Istriano. Οι Έλληνες έβαζαν σόδα… Αυτό το αναφέρει ο οδηγός Μπέντεκερ, ο οποίος περιγράφει καφενείο στην Αθήνα όπου πίνουν Δεμέστιχα με σόδα.
— Τι κρασιά έφτιαχνε το Γουσταύος; Έφτιαχνε τα κρασιά που τότε ζήταγε η Ευρώπη και ο κόσμος. Ενισχυμένα, με υψηλό αλκοολικό βαθμό, και γλυκά στον τύπο του Πόρτο, της Μάλαγας, του Μαρσάλα. Αυτός βρήκε την πρώτη ύλη στην ποικιλία Μαυροδάφνη, την οποία έκανε γλυκό κρασί. Αυτό ήταν το πρώτο κρασί του Γουσταύου. Επίσης, έκανε κρασιά που τα έλεγε «σαν», «σαν Μάλαγα», «σαν Πόρτο», «σαν σέρι», όλα όσα κατανάλωναν στην Ευρώπη, στην Ινδία και στη βόρεια Αφρική. Η Μαυροδάφνη ήταν ένα μαύρο μικρόρωγο σταφύλι που σήμερα είναι πολύ της μόδας γιατί από αυτό γίνεται ξηρό κρασί, το χρησιμοποιούν πάρα πολύ ιδιαίτερα σε οινοποιεία της Πελοποννήσου, της Κεφαλονιάς κ.λπ. γιατί είναι ένα σταφύλι που ευδοκιμεί σ’ αυτές τις περιοχές. Μετά ο Γουσταύος αρχίζει να ανακαλύπτει τοπικές ποικιλίες, τις οποίες έχουμε καταγραμμένες στο βιβλίο των συνταγών του.
Είναι περίπου 1.000 σελίδες, μακρόστενο και στο τέλος βρίσκουμε κωδικοποιημένες τις ποικιλίες. Π.χ. έχει ως AD το Αλεπού Δεμέστιχα, την ποικιλία ροδίτης αλεπού, χρησιμοποιεί επίσης το Φιλέρι, την ποικιλία Τριπολιτσά που είναι το μοσχοφίλερο της περιοχής της Αρκαδίας που έχει φλούδα γκρι χρώματος και κάνουν τώρα τα κρασιά blanc de gris κ.λπ. Χρησιμοποιεί, επίσης, τη βολίτσα, που είναι ένα σταφύλι της ορεινής Αχαΐας, το μαύρο Καλαβρυτινό, το Σάντα Μάουρα, μια ποικιλία της Λευκάδας. Ουσιαστικά αρχίζει να φτιάχνει ξηρά κρασιά και από ξηρή Μαυροδάφνη. Το πρώτο του ξηρό κρασί είναι η Δεμέστιχα, το οποίο είναι και το πρώτο που εμφιαλώνει το 1899, γιατί μέχρι τότε τα κρασιά δεν εμφιαλώνονταν, εξάγονταν σε βαρέλια και τα εμφιάλωναν κατά τόπους.
— Πώς ήταν οι συνθήκες εργασίας στο οινοποιείο και στα αμπέλια; Πάρα πολύ σκληρές. Η δουλειά ξεκινούσε πριν από την ανατολή του ηλίου και τελείωνε περίπου μία ώρα μετά τη δύση του, δηλαδή το καλοκαίρι μπορεί να δούλευαν και 14 ώρες. Ακόμα και όταν εισήχθησαν τα ρολόγια στην εταιρεία, η έναρξη και η λήξη της εργασίας γινόταν με μια καμπάνα, η οποία εγκαταστάθηκε στην κορυφή ενός πύργου το 1872 και υπάρχει ακόμα και σήμερα. Χτυπούσε πριν από την ανατολή, οπότε οι άντρες ξεκινούσαν να πάνε στα αμπέλια, στα βαρελάδικα, στις διάφορες δουλειές που έχει μια οινοποιία όλο τον χρόνο.
— Ξέρουμε πόσο ήταν το προσωπικό; Υπήρχε το μόνιμο προσωπικό που έμενε μέσα στην οινοποιία, στα διαμερίσματα των πύργων που ήταν ενός δωματίου ουσιαστικά – μια οικογένεια μπορεί να μοιραζόταν ένα δωμάτιο ή δύο, με κοινή κουζίνα. Μπάνια δεν υπήρχαν, ήταν έξω, αργότερα μπήκαν μέσα στους πύργους. Αυτοί που έμεναν μέσα ήταν γύρω στους 130, αλλά υπήρχαν και πολλοί εποχικοί εργάτες, οι οποίοι έρχονταν από τα γύρω χωριά· αυτή η οινοποιία έδινε δουλειά και στα γύρω χωριά και οι σχέσεις που δημιουργήθηκαν δεν ήταν μόνο σχέσεις εργασίας, πολλά κορίτσια από τα χωριά αυτά παντρεύονταν μέλη της κοινότητας. Π.χ. πολλοί Μαλτέζοι παντρεύτηκαν Ελληνίδες από τα γύρω χωριά.
— Και ο Γουσταύος πήρε γυναίκα Ελληνίδα. Παντρεύτηκε τη Θωμαΐδα Καρπούνη.
— Η οποία πέθανε και τάφηκε στο Μόναχο. Σε ένα νεκροταφείο που είναι τώρα στο κέντρο του Μονάχου, το οποίο δεν λειτουργεί πια ως νεκροταφείο αλλά είναι σικ περιοχή για βόλτα, ένα πάρκο. Δεν ξέρω γιατί δεν τάφηκε στην Ελλάδα, υποθέτω ότι την ήθελε εκεί η κόρη της – έμεναν και οι αδελφές της εκεί. Ήταν πέντε, μόνο μία έμεινε στην Ελλάδα, η Κατίγκω, που παντρεύτηκε τον γραμματέα της βασίλισσας Όλγας, τον Διονύσιο Μεσσαλά. Αυτή ήταν η μόνη συγγενής που παρέλαβε τον νεκρό Γουσταύο όταν έφτασε στην Πάτρα. Στην Ελλάδα έμεναν και οι αδελφοί της Θωμαΐδας, ο Αιμίλιος Καρπούνης, αξιωματικός του Ιππικού που έμενε στην οδό Μηλιώνη στο Κολωνάκι, και ο άλλος που ήταν ο υπασπιστής του πρίγκιπα Γεωργίου, ο αρμοστής στην Κρήτη και είχε πολύ περιπετειώδη ζωή.
Η Θωμαΐδα ήταν κόρη καλής οικογενείας, ο πατέρας της ��ταν αξιωματικός. Ανήκε στην πρώτη γενιά παιδιών των αγωνιστών του ’21, που όταν ήταν μικρά τα πήρε ο Λουδοβίκος στη Γερμανία για να τα εκπαιδεύσει, ώστε μετά να γυρίσουν και να στελεχώσουν το κράτος. Σπούδασε στο Μόναχο, στη στρατιωτική σχολή Ευελπίδων, ήρθε στην Ελλάδα με τον Όθωνα στο Ναύπλιο, που ήταν η πρωτεύουσα, και το 1837 στην Αθήνα. Στο Ναύπλιο παντρεύτηκε την κόρη του Βαυαρού διοικητή του Ναυπλίου, την Αμαλία φονς Τρουνς κι εκεί γεννήθηκε η Θωμαΐδα και η δεύτερη κόρη τους, η Ασπασία, που στη συνέχεια έγινε κυρία επί των τιμών. Στην Αθήνα, επειδή αυτός ήταν στον κύκλο του Όθωνα, ανέλαβε διευθυντής του Εθνικού Τυπογραφείου και του Σφραγιδοποιείου που ήταν το κτίριο της οδού Σταδίου.
Ο πρώτος όροφος έγινε η κατοικία τους, όπου έμειναν μέχρι το 1854 που έπιασε φωτιά. Τον κατηγόρησαν ότι δεν είχε φροντίσει για την πυροπροστασία –ήταν σε διακοπές εκείνο το καλοκαίρι στον Πόρο–, αλλά δεν έχει καμία συνέπεια. Ήταν μια οικογένεια πολυμελής, με πολλές σχέσεις με το παλάτι και κυρίως με τη βαρόνη φον Πλίσκο, που είναι η κυρία των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας. Έτσι οι κόρες βρίσκουν γαμπρούς στους χορούς που γίνονταν στο παλάτι, στο πλαίσιο της νέας κοινωνικότητας που δημιουργείται στην Αθήνα. Η Θωμαΐδα, όμως, βρήκε έναν τύπο που δεν ήταν απ’ αυτούς, δεν ήταν ούτε διπλωμάτης ούτε αξιωματικός, όπως συνηθιζόταν, αλλά επιχειρηματίας.
— Και παντρεύονται με προξενιό. Ναι, κι αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Ο Αθανάσιος Ρουσόπουλος, που έκανε το προξενιό, είχε σπουδάσει στη Γερμανία, όπου και είχε παντρευτεί μια Γερμανίδα σκωτσέζικης καταγωγής. Ήρθε ως φιλόλογος στην Πάτρα, έμεινε δύο χρόνια στο Γυμνάσιο της πόλης, που ήταν από τα πρώτα του κράτους, κι εκεί μπήκε στον κύκλο των Γερμανών, όπου γνώρισε και τον Κλάους. Όταν ήρθε στην Αθήνα και έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά καθηγητής Αρχαιολογίας τού προξένεψε τη Θωμαΐδα Καρπούνη. Ο Ρουσόπουλος, εκτός από αρχαιολόγος που έκανε ανασκαφές, ήταν και ένας από τους μεγαλύτερους art dealers της εποχής. Μολονότι υπήρχε αρχαιολογικός νόμος, ο οποίος έλεγε «αν βρεις, κάτι πρέπει να το καταγράψεις και να ενημερώσεις τις Αρχές», οι έλεγχοι ήταν μηδαμινοί.
Σήμερα είμαστε πολύ ευαίσθητοι στα θέματα της αρχαιοκαπηλίας, αλλά τότε δεν υπήρχε ακόμη αυτή η ευαισθησία. Στην Αθήνα υπήρχε το κατάστημα Μινέρβα, το οποίο πουλούσε αυθεντικές αρχαιότητες και στην Αθήνα, όπου κι αν έσκαβες, έβρισκες αρχαία κομμάτια – ο Ρουσόπουλος, όταν έφτιαξε το σπίτι του στην οδό Λυκα��ηττού, βρήκε στο οικόπεδο ένα νεκροταφείο με εκατοντάδες τάφους. Το πάρ��ι του γάμου του Κλάους με τη Θωμαΐδα έγινε σε αυτό το σπίτι του, όπου από ένα ημερολόγιο μαθαίνουμε ότι χόρεψαν και χορούς βαυαρικούς και επειδή ήταν Γενάρης σερβιρίστηκαν στρείδια που είχαν έρθει απ’ τα Δαρδανέλια και θεωρούνταν μεγάλη νοστιμιά. Ο γάμος έγινε στο παλάτι, γιατί ο Γουσταύος ήταν ευαγγελικός και εκεί ήταν και η μόνη ευαγγελική εκκλησία.
— Είχε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική, την ποίηση και το διάβασμα ο Γουσταύος. Είχε και μια σχέση με τον Βάγκνερ, την οποία απέκτησε μέσω του πεθερού της κόρης του, του Φον Πέρφαλ, ο οποίος είχε προβάλλει πάρα πολύ τον Βάγκνερ. Είχε διοργανώσει το πρώτο μεγάλο Φεστιβάλ Βάγκνερ στο Μόναχο. Μέσω του Πέρφαλ πήγε στο Μπαϊρόιτ όπου ενθουσιάστηκε και ζήτησε από τον αντιπρόσωπό του στη Βαυαρία να στείλει κρασιά στο σπίτι του Βάγκνερ. Εκεί γνώρισε τα κρασιά του Κλάους ο Λιστ, που ήταν πεθερός του Βάγκνερ. Μάλιστα ενθουσιάστηκε και έστειλε μια επιστολή στον Βαυαρό αντιπρόσωπο, ζητώντας να του στείλει κρασιά μαζί με άλλα πράγματα. Ο Γουσταύος διάβαζε –έχει πολλά βιβλία στη βιβλιοθήκη– γαλλικά και γερμανικά.
Ελληνικά ήξερε, γιατί υπέγραφε στα ελληνικά, αλλά και σε πολλά συμβόλαια αναφέρεται ότι η μετάφραση του πρωτοτύπου έγινε από τον χερ Κλάους. Τα βιβλία έχουν τη σφραγίδα του κι έχουν επίσης αρίθμηση με ένα χοντρό μπλε μολύβι, που είναι τεκμήριο της εποχής του. Έχουμε και βιβλία με αφιερώσεις. Επίσης, έχει πολύ ενδιαφέρον το ότι διάλεξε για να μπει στον τάφο του ένα ποίημα του Ferdinand Freiligrath, ενός Ρομαντικού ποιητή που ήταν επαναστάτης, ταυτισμένος με τις εξεγέρσεις του 1848 και με επαναστατικά κινήματα. Ίσως είχε κι ο ίδιος τις σοσιαλιστικές ιδέες που είχαν πολλοί φιλελεύθεροι αστοί εκείνης της εποχής, έμποροι, βιομήχανοι.
— Τι σήμαινε «μεθοδικώς κατασκευασμένα κρασιά»; Ήταν τα κρασιά που κυρίως δεν είχαν ρετσίνα και δεν είχαν και γύψο – τον χρησιμοποιούσαν τότε για το κολλάρισμα του κρασιού, για τη διαύγειά του, κι αυτό επιβάρυνε το κρασί. Στα μεθοδικώς κατασκευασμένα μπορούμε να δούμε δύο πλευρές: από τη μία ήταν οι προσθήκες, κυρίως ρετσίνι και γύψος, και από την άλλη τα κακά βαρέλια που κρατούσαν οινολάσπες και δεν ευνοούσαν την καλή οινοποίηση. Τον 19ο αιώνα γινόταν και μεταφορά του κρασιού με ασκούς οι οποίοι ήταν από τομάρια κατσίκας, που το έκαναν να βρομάει.
— Μίλησέ μου για τον πρώτο οινικό οδηγό του Μέντσερ του 1878. Είναι ένας οδηγός πάρα πολύ πρωτότυπος. Ο Μέντσερ είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ήταν γιος εμπόρου κρασιών, ο ίδιος είχε κάνει την πρακτική του σε έναν μεγάλο έμπορο στο Ντάρμστατ κι αργότερα έγινε και βουλευτής. Αυτός, λοιπόν, κληρονόμησε από τον πατέρα του το εμπόριο κρασιών, αλλά ήταν και ο πρώτος που άνοιξε ελληνική ταβέρνα στη Γερμανία, την «Πόλη των Αθηνών» στην Νεκάργκεμυντ, στις όχθες του ποταμού Νέκαρ, λίγο πριν φτάσει στη Χαϊδελβέργη, αλλά και στη Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο. Εκεί λειτουργούσε μέχρι το 2012 και ήταν ένα μνημείο της περιοχής. Ο Μέντσερ εισήγαγε ελληνικά κρασιά στη Γερμανία σε βαρέλια και είχε κάνει και μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία με καρτ ποστάλ, κόμικς, γραμματόσημα που έγραφαν «ελληνικά κρασιά» και με διαφημίσεις στις εφημερίδες της εποχής.
Το 1878 αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα να γνωρίσει επί τόπου τα κρασιά, τους αμπελώνες, τους παραγωγούς κ.λπ., και κάνει ένα μεγάλο ταξίδι. Κατεβαίνει με τρένο μέχρι το Μπρίντεζι και από κει παίρνει το πλοίο του Αυστριακού Λόυδ και πρώτος του σταθμός είναι η Κεφαλονιά, όπου εκστασιάζεται με το Μοσχάτο, του αρέσει πάρα πολύ. Συναντάει εκεί έναν Εγγλέζο οινοποιό, τον Ερνέστο Τουλ, ο οποίος είχε αγοράσει μια χρεοκοπημένη οινοποιία, του Πινιατόρου, η οποία στη συνέχεια έγινε γνωστή ως Βινάρια Τουλ κοντά στο Αργοστόλι. Ο Μέντσερ περιγράφει το τοπίο, το πώς ταξιδεύει, το τι τρώει, είναι καταπληκτική η περιγραφή που κάνει. Ταξιδεύει μαζί με έναν Έλληνα ζωγράφο που δεν ξέρουμε ποιος είναι. Μένουν σε ένα πανδοχείο –πάνω τα δωμάτια, κάτω το μπακάλικο– που πουλάει από παστά μέχρι πετρέλαιο και βρομάει. Εκεί τρώνε. Το πρώτο φαγητό που τρώει είναι μαρουλοσαλάτα και αρνί, πάρα πολύ λιπαρό που μυρίζει έντονα. Τον δυσαρεστεί πάρα πολύ ως γεύση, αλλά λέει «ευτυχώς που εδώ υπάρχουν άφθονα πορτοκάλια, λεμόνια και καλό κρασί».
Μετά από κει πάει στην Πάτρα, βλέπει την Οινοποιία Αχαΐα, του αρέσουν τα κρασιά, τα βρίσκει όμως πολύ ακριβά και κάνει μια συμφωνία πολυετή ώστε να μην ανέβουν οι τιμές. Μετά πηγαίνει στο Οινοποιείο Τρίπου στην Κόρινθο, που δεν είναι τόσο γνωστό –κι αυτή η οικογένεια έχει παντρευτεί Γερμανούς–, και τον πάνε σε ένα πανηγύρι στη Νεμέα. Δεν λέει ποιες ποικιλίες δοκιμάζει, αλλά κάνει γευστικές παρατηρήσεις, γευσιγνωστικές, λέει ότι τα κρασιά έχουν γεύση ψίχας ψωμιού, αμυγδάλου, γράφει ένα πολύ προωθημένο κείμενο για την εποχή, εντελώς γευσιγνωστικό. Μετά έρχεται στην Αθήνα όπου δεν του αρέσουν τα κρασιά, βρίσκει ένα ενδιαφέρον κρασί σε μαγαζί στην αγορά, αλλά πρέπει πρώτα να περάσει από τη βρόμα και τη δυσωδία των ψαράδικων και των χασάπικων. Μετά πηγαίνει στη Σαντορίνη όπου κάνει παρατηρήσεις σημαντικές. Λέει ότι εκεί υπάρχει μια πρώτη ύλη, τα σταφύλια, τα οποία μπορούν να δώσουν καταπληκτικά πράγματα.
Η Σαντορίνη ήταν γνωστή για το περίφημο βινσάντο, ��λλά δοκιμάζει ένα γλυκό κρασί, το Καλλίστη του 1829, ένα πάρα πολύ παλιό κρασί – τα γλυκά κρασιά, επειδή έχουν υψηλό αλκοολικό βαθμό, μπορούν να διατηρηθούν. Γενικά, κάνει περιγραφές του τοπίου, των φαγητών, των ταξιδιών που έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Για να πάει από την Αθήνα στη Σύρο κάνει εννιά ώρες με το πλοίο και όταν επιστρέφει τυπώνει τις εντυπώσεις του. Αυτός έγινε ένας δημοφιλέστατος οδηγός, μέχρι το 1896, οπότε οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες δημιούργησαν ένα μεγάλο κύμα ενδιαφέροντος για την Ελλάδα, είχε κάνει έντεκα εκδόσεις. Είναι ο πρώτος εξειδικευμένος οινικός οδηγός που περιέχει οινοποιούς, γευσιγνωσία, φαγητό, ποικιλίες, τις συνθήκες υπό τις οποίες φυλάσσεται το κρασί, πού πίνεται κ.λπ.
— Μετά τον θάνατο του Γουσταύου τι έγινε το οινοποιείο; Ο Γουσταύος πέθανε το 1908. Το 1914 γίνεται ο πόλεμος και το 1916 φεύγουν οι Βαυαροί από την Πάτρα. Όσοι ήταν Γερμανοί υπήκοοι απελάθηκαν και μετά τον πόλεμο οι περιουσίες τους πέρασαν σε καθεστώς μεσεγγύησης, θεωρήθηκαν, δηλαδή, εχθρικές. Το ίδιο έγινε και με την Αχάια Κλάους, οι μετοχές της βγήκαν σε δημοπρασία και στην περίπτωση αυτή μεσεγγυούχοι ήταν ένας Ελβετός κι ένας Έλληνας απ’ την Πάτρα. Βγήκαν 200 μετοχές κι αυτός που συγκέντρωσε τις περισσότερες –που ανήκαν στη μοναδική κληρονόμο του Κλάους, την Αμαλία, την κόρη του, αλλά και στις αδελφές της γυναίκας του και σε ευρωπαϊκές εταιρείες– ήταν ο Βλάσιος Αντωνόπουλος, έμπορος σταφίδας που καταγόταν από την περιοχή της Βλασίας των Καλαβρύτων.
Εκεί ο Γουσταύος είχε βρει τη Δεμέστιχα σε υψόμετρο 700-900 μέτρων. Έτσι η οινοποιία στον 20ό αιώνα ανήκε στον Βλάση Αντωνόπουλο και μετά στα παιδιά του, Κωνσταντίνο, Ανδρέα και Αλέκο. Είχε κι έναν τέταρτο γιο, τον Βασίλη ή Λαλάκη, ο οποίος διαφώνησε με την οικογένειά του και έφυγε, δημιούργησε τη δική του οινοποιία στη Θήβα, τον Κάβειρο. Ο Βασίλης παντρεύτηκε την κόρη της Κατίνας Παξινού και ήταν ο μπαμπάς του Αλέξανδρου Αντωνόπουλου, του ηθοποιού, και του Φαίδωνα. Ενδιαφέρον, επίσης, έχει και η πολυεθνική κοινότητα που δημιουργήθηκε εκεί και διατηρήθηκε μέχρι το 1980, με τους Ιταλούς, τους Μαλτέζους, τους Έλληνες και τους Γερμανούς που έμεναν μέσα στην οινοποιία.
✔ Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
4 notes · View notes
annarrchy · 1 year ago
Text
θέλω να βούλιαξω μέσα σε κακό ιδρώτα
από εμ ντι που καταβάθος φοβάμαι να πιω,
μήπως και αποτρελαθώ εντελώς
και το τελευταίο πράγμα που θα δω,
να είναι αυτές οι πολύχρωμες κηλίδες
που αφήνουν τα φώτα
όταν κλείνεις τα μάτια σου
και μοιάζουν με μέδουσες και ��αλαμάρια.
δε θέλω να γυρίσω
στο κρεβάτι μου.
εδώ να με θάψετε·
σπίτι.
είναι πρωί αλλά δε γίνεται
να γυρίσω ακόμα.
γιατί με μίσησα απόψε,
αλλά όχι αρκετά.
μου το είχε πει ο μαλάκας,
ότι τίποτα καλό δε συμβαίνει μετά τις τρεις·
και είναι εφτάμιση.
τέτοιες πρωινές ώρες πάω σπίτι από ανάγκη·
γιατί όλοι θέλουν να κοιμηθούν,
γιατί δεν έχω άλλα λεφτά,
γιατί οι περίεργοι με κοιτάνε στραβά,
και τα μαγαζιά κλείνουν.
αν γυρίσω θα πει
ότι ξεκίνησε η επόμενη μέρα,
αλλά δεν είμαι έτοιμη γι’αυτή
και έχω ήδη χάσει την αρχή της.
φοράω πάντα ένα ρολόι στο χέρι,
που πάει μπροστά·
και με πείθω ότι έχω ακόμα χρόνο
αλλά ποτέ δε μου φτάνει.
γιατί βγήκε πάλι ο γαμημένος ήλιος;
παλιά είχα το θάρρος
να σε πάρω να με μαζέψεις,
τώρα δε θέλω να με μαζέψει κανείς.
συγγνώμη που αναγκάζεσαι
να με βλέπεις έτσι,
όμως μπύρα στο κρεβάτι είναι χάλια.
δεν μπορώ να είμαι μέσα σε τοίχους
και αφού οι τοίχοι του σπιτιού μου,
είναι ποτισμένοι από μένα,
ένας λόγος παραπάνω
να μη θέλω να γυρίσω σε αυτούς.
δε χρειάζομαι μουσική,
για να χορεύω και να καπνίζω,
απλά να είμαι έξω να πίνω το ποτό μου
και να με μισώ αθόρυβα.
δε φωνάζω, δε βρίζω,
δε παίρνω τηλέφωνα.
το πολύ πολύ να σε πω φλώρο.
σταμάτα μόνο λίγο το χρόνο, σε παρακαλώ
κάνω ένα διάλειμμα,
να ξεράσω και έρχομαι.
έχω λίγο ποτό, είναι οχτώ·
δε γίνεται να γυρίσω ακόμα.
20 notes · View notes
orgismenh · 10 months ago
Text
Ιανουάριος 24/11
Το ρολόι δείχνει 13.01μ.μ μάλλον τα τελευταία δέκα λεπτά, στο γραφείο υπάρχει ένα τεράστιο βιβλίο που μας εισάγει στην έννοια των πολιτικών επιστημών, δίπλα εκείνο το τετράδιο με τις σημειώσεις και το πράσινο stabilo, η κούπα που μου έκαναν δώρο γεμάτη γαλλικό, το λάπτοπ να παίζει την Κάρμεν του Μπιζέ και εγώ χαωμένη στις σκέψεις μου που δεν σχετίζονται με κόμματα, εκλογικά συστήματα και σύγχρονα εθνικά κράτη.
Οι πρώτες έντεκα μέρες του καινούριου χρόνου κυλούν γρήγορα, σχεδόν τρέχουν και εγώ τις κυνηγάω άλλοτε με ένα βιβλίο στο χέρι, άλλοτε με ένα πορτοκάλι και άλλοτε πάλι μένω μισοπεθαμένη στο κρεβάτι μου μετρώντας τα δευτερόλεπτα που περνάνε. Με κουράζει να τρέχω, να προλάβω και να ξεφύγω ταυτοχρόνως.
Τις πρώτες 11 μέρες του χρόνου προσπαθώ να φτιάξω μια ρουτίνα. Μου το υποσχέθηκα ότι θα προσπαθήσω, ότι θα βγω απ' το καταραμένο comfort zone μου και θα γίνω μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου.
Αποτυχία.
Απογοήτευση.
Σε απογοήτευσα πάλι.
Και εμένα με απογοήτευσα πάλι.
Διάβασμα, διατροφή, διαπροσωπικές σχέσεις. Όλα τα δέλτα μαζεύτηκαν και με πνίγουν.
Οι πρώτες 11 μέρες του χρόνου κυλούν με εμένα να παλεύω με τον εαυτό μου, μα αυτό συμβαίνει σχεδόν κάθε μέρα. Η διαφορά είναι πως τώρα βρίσκομαι πάλι στην αρχή.
Έχω καταλήξει στο γεγονός ότι οι πρώτες μέρες του χρόνου με τιμωρούν κάθε φορά. Όχι οι τελευταίες. Οι τελευταίες είναι οι πιο αδιάφορες. Συνειδητοποίηση: Τα μεγάλα τέλη πάντα πίστευα ότι γράφονται απ' την αρχή, ο επίλογος είναι απλά μια επανάληψη για να εμπεδώσεις όσα βίωσες στο μεσοδιάστημα. Οι πρώτες μέρες λοιπόν με τιμωρούν ίσως για την απληστία μου να πιστεύω πως έχω χρόνο, ίσως πάλι για την αχαριστία μου που όντως έχω χρόνο και δεν τον αξιοποιώ όπως θα έπρεπε.
Σήμερα ξύπνησα αργά, δεν είχα κουράγιο να σηκωθώ απ' το κρεβάτι μου, ίσως φταίει το γεγονός ότι εχθές μέχρι τις τρεις παρά έκλαιγα σκεπτόμενη πόσο μόνη νιώθω. Σήμερα δεν έστρωσα το κρεβάτι μου, δεν έκανα πρωινό ντουζ ούτε έπλυνα τα πιάτα που είχα στιβάξει εχθές στον νεροχύτη. Σήμερα, έφαγα πρωινό και κάθισα στον καναπέ χαζεύοντας στο κινητό μου. Ξεκίνησα το διάβασμα αργότερα μα όπως θα κατάλαβες δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς. Τι κάνω με την ζωή μου; τίποτα. Οι μέρες μου κυλούν χωρίς να καταλαβαίνω τι κάνω. Σχολή, καφέδες, βόλτες, διάβασμα στο μεσοδιάστημα και έπειτα η απόλυτη μοναξιά. Ανούσιες συναναστροφές και σχέσεις που με πληγώνουν. Η ζωή που κάνω δεν με ευχαριστεί. Θα με πεις αχάριστη. Το ξέρω το σκέφτηκα και εγώ. Είμαι νέα, όμορφη σε γενικές γραμμές, "υγιής" θα φώναζε η μαμά μου αν με άκουγε, "έξυπνη" θα συμπλήρωνε ο μπαμπάς μου, έχω φίλους, φλερτάρω, διασκεδάζω και όλα δείχνουν πως ζω το φοιτητικό όνειρο σύμφωνα με μια φίλη που εμφανώς δυσκολεύεται να προσαρμοστεί τα τελευταία δύο χρόνια στην ενήλικη ζωή της.
Και εγώ θα σου πω ξανά ότι η ζωή που κάνω δεν με ευχαριστεί. Η σχολή μου είναι τόσο αδιάφορη και το κατάλαβα μετά από χρόνια, τις περισσότερες μέρες δεν νιώθω όμορφη κι οι ανασφάλειες μου με διαλύουν, υγιής δεν νιώθω, τις περισσότερες φορές γκρινιάζω ότι πονάω παντού και θέλω να κοιμάμαι πολλές ώρες κι ας μην μπορώ τελικά να το κάνω, δεν είμαι υγιής, δεν νιώθω ψυχικά υγιής. Έξυπνη μπορεί να είμαι μα εχω κουραστεί να κρίνομαι απ' την πορεία μου στο σχολείο, το πανεπιστήμιο, τις γλώσσες. Πάντα πρώτη σε όλα, πάντα γεμάτη άγχος. Οι φίλοι μου... δεν ξέρω εάν έχω φίλους. Δεν ξέρω εάν έχω κάποιον που μπορώ να τον εμπιστευτώ, που θα ξέρω ότι θα είναι εκεί για εμένα, όταν ούτε εγώ η ίδια δεν θα μπορώ να είμαι εκεί για εμένα. Φλερτάρω γιατί φοβάμαι να δεσμευτώ. Δεύτερη συνειδητοποίηση: Επιλέγω να αναλώνομαι σε συναναστροφές που δεν θα με πληγώσουν γιατί δεν είμαι έτοιμη να ερωτευτώ.
Σήμερα η μέρα είναι μουντή, τα σύννεφα έχουν αγκαλιάσει τον ουρανό κι ο ήλιος παίζει το παιχνίδι που του επέβαλαν. Κάποιες στιγμές μόνο ξεπροβάλλει για να θυμίσει την παρουσία του, σαν να μου λέει ότι υπάρχει ελπίδα, ότι απομένουν άλλες 354 μέρες για να τα καταφέρεις. Σήμερα βγήκα στο μπαλκόνι μου μα δεν κοίταξα τον ουρανό, ούτε τα αθηναϊκά μπαλκόνια, μέτρησα τους ορόφους και σκέφτηκα για μια στιγμή την πτώση μα ο παγωμένος αέρας που χτύπησε το πρόσωπο μου πήρε μακριά αυτή την σκέψη. Σήμερα ο γείτονας βγήκε στο μπαλκόνι και κάπνισε ένα τσιγάρο. Μου είπε μόνο ένα γεια. Έπειτα σιωπή. Ξέρω ότι εχθές με άκουγε να κλαίω. Και εγώ προχθές τον άκουγα να γελάει με τους φίλους του. Αυτή η σιωπή δεν ήταν άβολη κυρίως γιατί με έχει ακούσει να γελάω και τον έχω ακούσει να κλαίει. Οι μέρες μας δεν είναι πάντα ίδιες, κάποιες μέρες είναι πολύχρωμες. Οι δικές μου έχουν πάντα άπειρα σκαμπανεβάσματα κι ίσως φλερτάρω οριακά με τη διπολική διαταραχή και την κατάθλιψη. Σήμερα συνειδητοποίησα ότι η ζωή που κάνω δεν μου αρέσει. Συνειδητοποίησα επίσης ότι δεν ξέρω τι θέλω, εγώ η πάντα αποφασισμένη, η τέλεια σε όλα που τα τελευταία τρία χρόνια έχω εξαντλήσει τον εαυτό μου επιβάλλοντας του συνθήκες και καταστάσεις που δεν του αξίζουν, δεν ξέρω τι θέλω να κάνω σε αυτή τη ζωή. Δεν βρίσκω σκοπό. Κι οι ενοχές ��ου για αυτό με πνίγουν. Αυτό με πνίγει, το γεγονός ότι δεν έχω έναν σκοπό, έναν ξεκάθαρο στόχο, ένα όνειρο. Δεν κάνω πια όνειρα ζω απλά μέσα στον φόβο.
Φόβος, ο μεγαλύτερος μου φόβος σε αυτή τη ζωή ήταν μη και συμβιβαστώ, μη και δεν προλάβω να ζήσω όσα θέλω. Και τώρα αυτός ο φόβος στέκεται με σάρκα και οστά μπροστά μου, τον κοιτάζω στον καθρέφτη και με κοιτάζει και αυτός, με έχει κυριεύσει, έχει γίνει εγώ κι είναι τόσο δύσκολο να αποδεσμευτώ απ' τα δεσμά του γιατί δεν είναι μόνος. Οι αλυσίδες που με βαραίνουν δεν είναι μόνο εκείνες του φόβου. Είναι τα τραύματα μου, οι ανασφάλειες μου, η ανάγκη μου για επιβεβαίωση, η αγάπη που δεν έλαβα, η αυταξία μου που μου γύρισε την πλάτη κι οι ψυχαναγκασμοί μου, οι διατροφικές διαταραχές, η κατάθλιψη, η κυκλοθυμία μου και κυρίως ο θυμός μου, η οργή μου, έχω τόση οργή μέσα μου κυρίως με εμένα την ίδια.
Με τιμωρώ.
Δεν με τιμωρεί μονάχα ο χρόνος. Εγώ κυρίως τιμωρώ τον εαυτό μου κάθε μέρα, δεν με αφήνω να αναπνεύσω, δεν με αφήνω να προσπαθήσω. Θέλω να αποδεσμευτώ από αυτές τις αλυσίδες μα δεν έχω μάθει αλλιώς κι όλο αυτό με τρομάζει.
Το ρολόι δείχνει 14.53 μ.μ πέρασαν σχεδόν δύο ώρες από τότε που ξεκίνησα να γράφω λίγες απ' τις σκέψεις μου. Ειρμό δεν ξέρω εάν έχω, μάλλον κάπου θα χάθηκα. Πάντα όταν πληκτρολογώ ή πιάνω το στυλό χάνομαι. Οι λέξεις μου πάντα βρίσκουν η μία τ��ν άλλη χωρίς να υπακούσουν σε εμένα, με κυριεύουν, ζητούν απεγνωσμένα να δημιουργήσουν προτάσεις κι οι προτάσεις παραγράφους που όταν θα τις ξαναδιαβάσω θα με πληγώσουν αλλά ταυτόχρονα θα με απελευθερώσουν.
Σήμερα πρέπει να σηκωθώ απ' τον καναπέ μου, να διαβάσω, να βγω για έναν περίπατο το απόγευμα και έπειτα να διαβάσω λίγο ακόμη. Πρέπει να βάλω και ένα πλυντήριο σήμερα, να πλύνω τα πιάτα που καρτερικά περιμένουν να βολευτούν στη θέση τους. Σήμερα πρέπει να με πιέσω, να είμαι παραγωγική. Σήμερα δεν πρέπει να υποκύψω στο γλυκό, πρέπει να φάω φρούτο και σαλάτα. Σήμερα δεν θέλω να μιλήσω με κανέναν. Σήμερα νιώθω λες και ξεκίνησα να γράφω ημερολόγιο. Δεν ξέρω εάν θα μου έκανε καλό να γράφω τις σκέψεις μου. Δεν ξέρω εάν θα μου έκανε καλό να τα δημοσιοποιήσω εδώ. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν κι άλλοι άνθρωποι σκέφτονται όπως εγώ ή ζουν όπως εγώ. Καμιά φορά σκέφτομαι πως θα ήταν να είμαι μια άλλη. Σήμερα πρέπει να υποδυθώ μια άλλη. Εκείνη την χαρούμενη κοκκινομάλλα που θα βγει με τους φίλους της. Θα γελάσει, θα τραγουδήσει, θα πιει πολύ κρασί για να αντέξει την βραδιά, κι όλη θα την πουν αλκοολική, θα την γυρίσουν σπίτι, θα τραγουδάει φαλτσα ψιλομεθυσμενη Μποφίλιου οσο θα προσπαθει να ξεβαφτει στο αυτοκίνητο ενώ θα έχει συμφωνήσει για τον αυριανό πρωινό καφέ κάπου στα Εξάρχεια. Και έπειτα θα ξαπλώσει στο κρεβάτι με τα ρούχα, με τη μάσκαρα να λερώνει το μαξιλάρι μιας και τα μαντηλάκια δεν ήταν ποτέ αρκετά και να σκέφτεται πως όλη της η ζωή θα είναι ατελέσφορη. Σήμερα νιώθω αυτόν τον κόμπο στον λαιμό να με πνίγει και τα δάκρυα μου πέφτουν στην οθόνη του κινητού εμποδίζοντας με απ' το να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψω με ωραιοποιημένο τρόπο τη ζωή που ζω, την ζωή που δεν έζησα και την ζωή που θέλω να ζήσω.
Υγ. Αυτές είναι σκέψεις που δεν βγάζουν κάποιο νόημα τις αναρτώ εδώ κυρίως γιατί το μπλογκ είναι το safe place μου.
9 notes · View notes
anekplirwtoi-erwtes · 1 year ago
Text
Τη προηγούμενη εβδομάδα δούλευα 16·00-00·00.
Αυτή δουλεύω 08·00-16·00.
Την άλλη πάλι 16·00-00·00.
Πιστεύω πως από στιγμή σε στιγμή το βιολογικό μου ρολόι θα θελήσει να μείνει μόνο του για να σκεφτεί 🦋
8 notes · View notes
reality-breaker · 7 months ago
Text
Επιλογές Απριλίου (2/4)
Ένα γκράφιτι που αποκαλύπτεται από την αντανάκλασή του | Ημερολόγιο με εικόνες προπαγάνδας του Β’ ΠΠ | Η τέχνη του Jason Mowry | Οι ιερές γεωμετρίες του Daniel Martin Diaz | Ο H.P. Lovecraft ως φιλόσοφος | Μια κοντινή ματιά στο ηλεκτρονικό χαρτί (e-paper) | Ο ιερέας που εφηύρε το αλεξίσφαιρο γιλέκο | Το πρώτο φορητό ρολόι | Τεχνητή νοημοσύνη και βιβλία | Τα σκοτεινά γκράφιτι του David Lozano | Ρετρό γητεύτρες των φιδιών | Το πείραμα του Oak Ridge: Ψυχιατρική θεραπεία, ή βασανιστήρια; | Πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς το The Empire Strikes Back | Ένα παλιό ταϊλανδέζικο χειρόγραφο | Hammer Film Productions | RIP James M. Ward, ένας πρωτοπόρος του Dungeons & Dragons
➤ https://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/epiloges/ep.php?ID=04_2024#1
Tumblr media
3 notes · View notes
konmarkimageswords · 9 months ago
Text
Tumblr media
«Homo Aeternus» της Καίτης Βασιλάκου
Μπορεί το δημιούργημα να ξεπεράσει τον δημιουργό; Έτσι φαίνεται, τουλάχιστον στη νουβέλα της Καίτης Βασιλάκου Homo Aeternus που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις ανανεωμένης εμφάνισης εκδόσεις Τύρφη.
Ποιος όμως είναι ο Homo Aeternus, ο Αιώνιος Άνθρωπος; Παρά το όνομά του, δεν είναι άνθρωπος. Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον που περιγράφει η συγγραφέας, τα ρομπότ έχουν αντικαταστήσει τους ανθρώπους στην επιστημονική έρευνα και την παραγωγή αρχικά, αλλά κατόπιν στα πάντα. Οι άνθρωποι σταδιακά εμπιστεύτηκαν τα πάντα στα ρομπότ και, ξέροντας πως όλα θα πηγαίνουν ρολόι, αφέθηκαν. Τους παραχώρησαν τη ζωή τους. Αποσύρθηκαν από οτιδήποτε τούς έδινε νόημα, έπαψαν να εργάζονται και ξαναέγιναν μωρά που θέλουν μόνο να τρώνε και να διασκεδάζουν. Στην αρχή, υπηρέτησαν αποκλειστικά την τέχνη – σταδιακά όμως εξέλιπε κι αυτή. Η εξελικτική τους πορεία οπισθοδρόμησε: γίνονταν ολοένα πιο μαλθακοί μέχρι που σιγά σιγά γύρισαν πάλι στην πρωτόγονη εποχή. Χωρίς πνευματικά και διανοητικά κίνητρα, επέτρεπαν στα συναισθήματά τους να τους σύρουν και να τους άγουν, την ίδια ώρα που οι γνωστικές τους ικανότητες εξέπιπταν: ξέχασαν ακόμη και τη γραφή ή την ανάγνωση – και ούτε υπήρχε τρόπος να τις ξαναμάθουν. Ολίσθησαν στην παρακμή και εντέλει στον αφανισμό…
Από την άλλη, τα ρομπότ θριάμβευαν ολοένα. Ήταν άφθαρτα, κατακτούσαν διαρκώς νέες γνώσεις, εμβάθυναν στις ήδη υπάρχουσες, κυρίως όμως ζούσαν μια ζωή όλο τάξη που διεπόταν από τη λογική – άρα και από την ηθική, αφού το ηθικό είναι λογικότερο από οτιδήποτε για να κυλούν όλα ομαλά. Στο πλαίσιο λοιπόν της ηθικής, τα ρομπότ προστάτευαν τους ανθρώπους που είχαν περιέλθει σε παρακμή, εξυπηρετώντας τη διαβίωσή τους με τους καλύτερους δυνατούς όρους – ένα εύρημα της Βασιλάκου που προ��ανώς απηχεί τους νόμους της ρομποτικής, όπως τους θέσπισε ο μετρ της επιστημονικής φαντασίας Ισαάκ Ασίμωφ στο έργο του.
Όσο όμως κι αν κατακτούσαν γνώση, υπήρχε μια τεράστια περιοχή για την οποία είχαν πλήρη άγνοια. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από τον κόσμο των ανθρώπινων συναισθημάτων. Το ρομπότ-πρωταγωνιστής, ο Ρωμαίος, μαζί με άλλα ρομπότ, πειραματίστηκαν αρχικά με ορισμένα θετικά συναισθήματα (όπως η χαρά), την ένταση των οποίων μπορούσαν να καθορίσουν. Ήταν όμως τόσο δυσβάσταχτη, αν όχι αφόρητη, η υπέρβαση στην οποία τα συναισθήματα ωθούσαν τους επεξεργαστές τους, που διέγραφαν αμέσως τα πειράματα από τη μνήμη τους. Μέχρι που ο Ρωμαίος αποφάσισε όχι μόνο να μην τα διαγράψει, αλλά να συνεχίσει να πειραματίζεται με πολλά περισσότερα συναισθήματα, ακόμη και αρνητικά. Και δεν ήταν το μοναδικό ρομπότ που το έκανε αυτό.
Αρχικά, τα άλλα ρομπότ προέβαλαν μεγάλη ένσταση. Στις εισηγήσεις του Ρωμαίου και των λοιπών ρομπότ που δεν ήθελαν να σταματήσουν να πειραματίζονται, ήταν ανένδοτα – και για να ληφθεί μια απόφαση στον κόσμο τους έπρεπε να υπάρχει απόλυτη απαρτία. Σταδιακά όμως τα ποσοστά υπέρ των πειραμάτων αυξάνονταν, μέχρι που έμεινε ένα μικρό μόλις ποσοστό ρομπότ που τα απέρριπτε. Και το ποσοστό αυτό έφυγε από τον πλανήτη για να εξελιχθεί σε ένα άλλο, ακόμη καλύτερο είδος, τον Homo Optimus.
Όσο για τον Homo Aeternus που έμεινε στη Γη, αρχικά πειραματίστηκε τόσο πολύ με τα θετικά συναισθήματα που απέκτησε εθισμό. Αλλά και τα αρνητικά συναισθήματα τον βοήθησαν να κατανοήσει και να εκτιμήσει την ανθρώπινη τέχνη που μέχρι τότε του ήταν ακατανόητη. Έπειτα, ακολούθησε την πορεία του ανθρώπου: έγινε έρμαιο των συναισθημάτων τα οποία επέτρεψε να τον κυριεύσουν. Αποτέλεσμα; Το χάος. Η τάξη έμοιαζε να μην έχει νόημα, η ζωή μετατράπηκε σε δυσβάσταχτο βάρος, η ματαιότητά της αποκαλύφθηκε και τίποτα δεν μπορούσε να δουλεύει όπως πριν…
Η νουβέλα της Καίτης Βασιλάκου θέτει καίρια ερωτήματα σε πάρα πολλά επίπεδα: προς τα πού οδηγείται ο κόσμος μας γενικά και ο άνθρωπος ειδικότερα; Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε για μια κυριαρχία των ρομπότ; Πόσο έτοιμοι είμαστε να εγκαταλείψουμε καίριες συνιστώσες της φύσης μας στον βωμό της καλοπέρασης; Ποια είναι η σημασία των συναισθημάτων; Της τέχνης; Πρέπει να είμαστε περισσότεροι λογικοί και λιγότερο συναισθηματικοί; Αυτό θα βοηθούσε την ηθική μας υπόσταση; Μήπως μετατρεπόμαστε οι ίδιοι σε ρομπότ; Ποια είναι η φυσική νομοτέλεια των πάντων; Τι σημαίνει να ζεις για πάντα; Πότε και πώς εξαντλείται η γνώση;…
Ερωτήματα οικεία και ανοίκεια διαπερνούν τον νου του αναγνώστη σαν διάπυρες σφαίρες, με αφορμή τον Homo Aeternus που μας βάζει να προβληματιστούμε για την ίδια τη φύση μας, για το μέλλον μας, για την κατεύθυνση του κόσμου μας. Μια σημαντική και εξαιρετικά καλογραμμένη, αρκετά δυστοπική νουβέλα που πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστεί.
(Κριτική του βιβλίου: Χριστίνα Λιναρδάκη)
2 notes · View notes
jjerome-m-world · 2 years ago
Photo
Tumblr media
Από ποτέ κυνηγάς το πλοίο ; το είδες από μακριά και άρχισες να τρέχεις ; Η εικόνα σου πίσω από το παράθυρο του ταξί να φεύγεις . Κάθε φόρα νιώθω πως είναι και η τελευταία . Η τελευταία αγκαλιά , η τελευταία ματιά . Το τελευταίο αντίο ρε παιδί μου , νιώθω ότι είναι πολύ κοντά . Δεν μπορώ να σε πιστέψω , σου μιλάω και εκτίθεμαι . Με πιστεύεις ; Μέχρι και τα τσιγάρα μου ή η ανάσα μου νιώθω ότι σε κουράζουν . Κατώτερος , λίγος, μαλάκας, κυκλοθυμικός, νευρικός, απότομος, ακατάδεκτος . Άσχημος . Άσχημος . Εννέα λεπτά πριν φύγει το πλοίο κι εγώ τρέχω , σαν άνεμος . Με τα μπαγκάζια μιας ζωής στην πλάτη , τρέχω να προλάβω . Τρέχω και σε βλέπω να φεύγεις . Βάζω όλη μου την δύναμη , όσα με πονάνε εμπόδια γίνονται. Πώς να κοιτάξω το ρολόι ; Κράτα μου το χέρι για όσο . Για τώρα . Τρία λεπτά έμειναν γεμάτα απελπισία . Ακόμα να μου ζητήσεις να χάσω το πλοίο . Λάθος κι αυτό . Δώσε μου την ευκαιρία να είμαι ο πρωταγωνιστής στην ιστορία μου. Ίσως έτσι προλάβουμε το πλοίο. Είναι τόσο αργά ;  -Η αλήθεια είναι πως όχι. 
13 notes · View notes