#Οινοποιία Αχαΐα
Explore tagged Tumblr posts
Text
Νίκος Μπακουνάκης
Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Achaia Clauss.
Το βιβλίο Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα, έναν εντυπωσιακό μι��ρόκοσμο ανθρώπων που συνέβαλε με τον δικό του τρόπο στη δημιουργία των κρασιών της Γκούτλαντ, γνωστών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τα γεγονότα και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτό το γοητευτικό ιστορικό ταξίδι που καλύπτει περισσότερο από έναν αιώνα, έως το 1949, και έχει επίκεντρο την Πάτρα συνθέτουν την ιστορία της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης σε μια εποχή που ακόμα διαμορφωνόταν το ελληνικό κράτος.
«Στο εξώφυλλο του βιβλίου, στη φωτογραφία του 1900 που τραβήχτηκε για το τέλος του αιώνα, είναι όσοι εργαζόμενοι βρίσκονταν στην οινοποιία εκείνη τη στιγμή», εξηγεί ο Νίκος. «Από τα ρούχα, τα κοσμήματα αλλά και από τη στάση του σώματος καταλαβαίνουμε ότι εκπροσωπούνται όλες οι κατηγορίες των εργαζομένων, υπάλληλοι, στελέχη, χωριάτισσες που φοράνε λινατσένια ρούχα, παιδάκια με τις ντρίλινες ποδιές, ο φουστανελοφόρος, Γερμανίδες με τα πλαστρόν.
Επίσης, έχει ενδιαφέρον το ότι ανάλογα με το τι είναι κρατούν και διαφορετικό ποτήρι. Υπάρχει και ένας μουσικός Βαυαρός ο οποίος κρατάει το τσίτερ, το παραδοσιακό έγχορδο όργανο της Κεντρικής Ευρώπης, που το είχαν πάρα πολύ στα πανηγύρια. Στο κέντρο είναι ο οινολόγος της εταιρείας, ο Ιάκωβος Κλίπφελ, δίπλα του είναι η γυναίκα του Αδελαΐδα και πίσω του ο γιος του Χέρμαν με τρουά πιες κοστούμι, παπιγιόν και ρολόι με αλυσίδα. Μπορείς να φτιάξεις μια ιστορία με αυτήν τη φωτογραφία».
— Γιατί σε ενδιέφερε ο Γουσταύος Κλάους; Γιατί είναι κατά κάποιον τρόπο παιδικό βίωμα. Μεγάλωσα στην Πάτρα και η οινοποιία του Γουσταύου, η Αχάια Κλάους, ήταν εκεί, παρούσα. Ήταν ένας χώρος όπου πηγαίναμε εκδρομές, αλλά ήταν και η Μαυροδάφνη, ένα παραδοσιακό ποτό την περίοδο του καρναβαλιού – παραμένει, ιδιαίτερα αυτή που έχει την ιστορική ετικέτα και τον κωδικό 601, που ήταν η μυστική συνταγή στο βιβλίο συνταγών του Γουσταύου. Το βιβλίο το αφιερώνω στον παππού μου, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1888 και είχε κι αυτός αμπέλια.
Μεγάλωσα μέσα στα αμπέλια, δηλαδή έχω τη μνήμη του αμπελιού, της ζωής στο όριο μεταξύ της πόλης και των κτημάτων, των ��γροκτημάτων, του αγροτικού χώρου, της ελιάς, του σταριού, οπότε με ενδιέφερε πολύ ο Γουσταύος. Επιπλέον, όταν άρχισα λίγο να τον ψάχνω, είδα ότι είναι μυθιστορηματικός ήρωας, η ζωή του είναι σαν ένα μυθιστόρημα, οπότε σκέφτηκα να κάνω αυτή την έρευνα, η οποία πραγματικά με οδήγησε σε περιοχές που ούτε καν φανταζόμουν ότι υπήρχαν.
— Οι λεπτομέρειες που περιγράφεις είναι εκπληκτικές. Πού βρήκες τις πηγές για να γράψεις το βιβλίο; Τα περισσότερα στοιχεία σε αυτό το βιβλίο προέρχονται από τα αρχεία της Αχάια Κλάους. Ο Γουσταύος, ως Γερμανός, ήταν πάρα πολύ συστηματικός. Βέβαια, δεν ήταν ο τυπικός Γερμανός, ήταν Πρώσος, Βαυαρός, πιο ανάλαφρος, μολονότι ήταν προτεστάντης και όχι καθολικός, όπως οι περισσότεροι Βαυαροί. Επομένως υπάρχει ένα συστηματικό αρχείο όπου είναι καταγεγραμμένο το παραμικρό. Υπάρχει το μετοχολόγιο, που είναι πάρα πολύ σημαντικό, το πώς οι μετοχές περνάνε από τον έναν μέτοχο στον άλλον, υπάρχουν τα βιβλία εισερχόμενης-εξερχόμενης αλληλογραφίας που περιέχουν τεράστιες πληροφορίες, υπάρχει το βιβλίο επισκεπτών που τηρείται απ’ το 1885 μέχρι και σήμερα, με κείμενα γραμμένα στα γερμανικά και στα ελληνικά της εποχής του Κλάους, δηλαδή περίπου μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το μεγαλύτερο μέρος των εγγραφών είναι στα γερμανικά, στα ελληνικά αρχίζουν να γράφονται από το 1920 και μετά. Αλλά το αρχείο δεν είναι μόνο έγχαρτο, το βλέπεις και στο τοπίο, δηλαδή στον τρόπο που είχε διαμορφωθεί με τα κτίσματα. Υπάρχει, επίσης, το αρχείο των μηχανημάτων με τα οχήματα που χρησιμοποιούσαν, τα πυροσβεστικά για να σβήνουν τις φωτιές και τα κάρα που μετέφεραν το κρασί και ήταν ειδικά διαμορφωμένα, κοίλα κατά κάποιον τρόπο, για να τοποθετούν και να σφηνώνουν τα βαρέλια – υπάρχουν και τα εργαλεία με τα οποία έφτιαχναν τα βαρέλια.
Υπάρχει πάρα πολύ φωτογραφικό υλικό, π.χ. με τους ναΐσκους που είχε δημιουργήσει για τους ορθόδοξους και για τους καθολικούς εργαζόμενους. Είναι πολλά τα στοιχεία που μπορείς να πάρεις από τον τόπο που λειτουργεί συνολικά ως αρχείο, και μπορούν να σε βοηθήσει να τον ανασυστήσεις. Ουσιαστικά ήθελα να ανασυστήσω και το τοπίο, και την καθημερινή ζωή, μέσα από τους γάμους και τις κηδείες κ.λπ.
— Το βιβλίο ξεκινάει από την Τεργέστη. Πώς ήταν εκείνη την εποχή; Η Τεργέστη είναι ουσιαστικά το λιμάνι της Κεντρικής Ευρώπης, το λιμάνι της Αυστροουγγαρίας, απ’ όπου ξεκινούσαν όλες οι μεγάλες γραμμές για το Λεβάντε και την Ανατολή, και αργότερα για την Αμερική. Από κει έφευγαν όλα τα πλοία που έπαιρναν τους μετανάστες Σλάβους, Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους και τους πήγαιναν στην Αμερική όταν έγινε η μεγάλη μετανάστευση στα τέλη του 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα από εκεί ξεκινούσαν και οι μεγάλες επιβατικές γραμμές, οι οποίες κατέβαιναν την Αδριατική Θάλασσα, έπιαναν δεξιά και αριστερά, δηλαδή στα λιμάνια της Δαλματίας και της Ιταλίας, μετά στην Κέρκυρα, στην Πάτρα, και μετά διακλαδίζονταν. Η μία πήγαινε πήγαιναν προς Αλεξάνδρεια και Άγιους Τόπους, και αργότερα, όταν άνοιξε και η Διώρυγα του Σουέζ, έφταναν μέχρι την Ινδία – ξεκινάω το βιβλίο με ένα πλοίο που έρχεται από την Ινδία, του Αυστριακού Λόυδ, και δύο ναύτες του έχουν πανώλη και πεθαίνουν, αλλά η πόλη δεν ταράζεται απ’ αυτό και συνεχίζει τη ζωή της.
Η άλλη γραμμή πήγαινε προς Κωνσταντινούπολη και Μαύρη Θάλασσα. Επομένως, δεν ήταν μόνο μια πύλη εξόδου της Αυστροουγγαρίας και της Κεντρικής Ευρώπης, όπου έφταναν και σιδηροδρομικές γραμμές κλπ., ήταν ταυτόχρονα και ένα κέντρο αναφοράς όλου του κόσμου των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Ήταν μια πόλη κο��μοπολίτικη, γιατί το ορθόδοξο νεκροταφείο της Τεργέστης –σήμερα ένα μνημείο όπου μπορείς να δεις όλα τα ονόματα των εμπόρων που έμεναν εκεί– είχε Αυστριακούς, Ούγγρους, Σλοβένους, Εβραίους, Έλληνες, είχε καταπληκτικά ξενοδοχεία, είχε θέατρα, είχε καταστήματα… Ο ήρωάς μου, ο Γουσταύος Κλάους, παίρνει το πλοίο του Λόυδ που προανέφερα, μιας μεγάλης ατμοπλοϊκής εταιρείας που μετέφερε επιβάτες, εμπορεύματα, ζώα, άλογα κυρίως που προορίζονταν για τους διάφορους τοπικούς πολέμους.
— Για ποιον λόγο είχε έρθει ο Γουσταύος στην Ελλάδα; Πώς βρέθηκε στην Πάτρα; Τον 19ο αιώνα έχουμε την αποικιακή εξάπλωση των μεγάλων βιομηχανικών χωρών – κεντρική θέση κατείχαν τα προϊόντα υφαντουργίας της αγγλικής βιομηχανίας. Έτσι ένα πολύ μεγάλο μέρος της παραγωγής και του εμπορίου του βάμβακος ήταν στην Κεντρική Ευρώπη, κυρίως γύρω απ’ τη λίμνη Κωνσταντία, και από τις βαυαρικές της ακτές, και από τις ελβετικές. Αυτοί οι έμποροι και οι επιχειρηματίες κατέβηκαν προς τον Νότο, είτε στη νότια Ιταλία, στην περιοχή της Καμπανίας, της Νάπολης, είτε στην Ελλάδα, στα Ιόνια Νησιά και στο νέο κράτος τότε, για να επεκτείνουν το εμπόριο των προϊόντων υφαντουργίας.
Έτσι, λοιπόν, ο Κλάους ήρθε ως διευθυντής μιας τέτοιας εταιρείας ενός Ελβετού που λεγόταν Φεντερίκο Γκρούμπερ, η οποία γρήγορα αυτονομήθηκε από το κέντρο της στη Γένοβα και, εκτός από εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, άρχισε να κάνει και εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, δηλαδή λάδια, σταφίδες, βελανίδια, που τα ��ρησιμοποιούσαν σε βυρσοδεψεία για την κατεργασία του δέρματος, μετάξι, σύκα – όλα αυτά τα προϊόντα παρήγε η αγροτική Ελλάδα τότε. Έτσι, το 1852 και στις αρχές του 1860, παράλληλα με το εμπόριο, δημιούργησε την οινοποιία.
— Ήταν 27 χρονών όταν ήρθε. Σε τι συνθήκες βρήκε την Πάτρα; Η Πάτρα ήταν ένα χωριό. Υπάρχει μια περιγραφή του Φλομπέρ, ο οποίος τελειώνει εκεί το μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή, που την αναφέρει ως μια πόλη άθλια, και υποτίθεται ότι έμεινε στο καλύτερο ξενοδοχείο της. Στις επιστολές που στέλνει στη μητέρα του της λέει ότι «μένουμε σε ένα ξενοδοχείο που ο θεός να το κάνει, καταγώγιο, η τουαλέτα είναι έξω, σε ένα δωμάτιο που είναι και κοτέτσι, είναι μια τρύπα, και είμαι σίγουρος ότι ο μάγειρας μαρινάρει τα κοτόπουλα και όλα αυτά που μαγειρεύει με τα σκατά. Το μόνο ενδιαφέρον που βρίσκω σε αυτό το ξενοδοχείο είναι ένας νεαρός στον οποίο μόλις αχνοφαίνεται το μουστάκι». Μετά την Επανάσταση του ’21, δηλαδή μετά τη δημιουργία του κράτους, η Πάτρα είναι μία από τις πρώτες πόλεις που σχεδιάζεται από τον Σταμάτιο Βούλγαρη που ήταν μηχανικός της γαλλικής στρατιάς.
Ο Βούλγαρης σχεδιάζει μια πόλη μοντέρνα, κατά μήκος της θάλασσας –γιατί η Πάτρα ως τότε δεν έφτανε στη θάλασσα, ήταν γύρω από το κάστρο, η λεγόμενη Παλιά Πόλη–, η οποία γίνεται πλέον το εμπορικό λιμάνι της δυτικής Ελλάδας και γενικά το κέντρο του εμπορίου σταφίδας, το οποίο άφηνε τεράστιο κέρδος. Χάρη σε αυτό το εμπόριο συγκεντρώθηκαν στην Πάτρα πάρα πολλοί έμποροι, και ξένοι, κυρίως Εγγλέζοι και Γερμανοί, αλλά και Έλληνες που ήταν είτε της διασποράς, δηλαδή από το Λιβόρνο, την Τεργέστη, είτε Έλληνες απ’ τις οθωμανικές επαρχίες, απ’ την Ήπειρο, απ’ τη Σμύρνη.
Επομένως ήταν μια πόλη που είχε δυναμική, έτσι αναπτύχθηκε πάρα πολύ σύντομα, ο πληθυσμός της αυξήθηκε πάρα πολύ. Προς το τέλος του 19ου αιώνα και μέχρι τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν μια πολύ κομψή νεοκλασική πόλη. Μετά, με την αντιπαροχή κ.λπ., ιδιαίτερα την περίοδο της χούντας, άρχισε να καταστρέφεται αυτό το απόθεμα των νεοκλασικών κτιρίων, μερικά από τα οποία ήταν μέγαρα, ήταν πολύ μεγάλα κτίρια.
— Ο Γουσταύος τι ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση της εικόνας της πόλης; Αναφέρεις ότι βοήθησε να χτιστεί το Δημοτικό Θέατρο. Ο Γουσταύος ανήκε στο μεικτό μεγαλοαστικό στρώμα που αποτελούνταν από Έλληνες, Γερμανούς και Άγγλους, οι οποίοι χρηματοδότησαν την ανέγερση σημαντικών κτιρίων στην πόλη όπως το Δημοτικό Θέατρο και το Δημοτικό Νοσοκομείο –που υπάρχει ακόμα και έχει μετατραπεί σε ένα είδος πολιτιστικού κέντρου–, εκκλησίες, και τα ιδιωτικά τους μέγαρα βέβαια. Έφτιαχναν ένα είδος μετοχικών εταιρειών και με τα χρήματα αυτά χρηματοδοτούσαν τις κατασκευές. Δεν υπήρχε η έννοια του κράτους, υπήρχε μία τοπική αυτονομία θα λέγαμε.
— Το οινοποιείο πότε το φτιάχνει; Το οινοποιείο αρχίζει να το δημιουργεί απ’ το 1861, με την αγορά των αμπελώνων και με την ανέγερση των πρώτων κτιρίων. Μέσα σε μία δεκαετία, 1871-72, όταν κάνει πλέον ανώνυμη εταιρεία την οινοποιία αυτή με μετόχους απ’ όλη την Ευρώπη, κυρίως μεγάλους εμπορικούς οίκους, παίρνει μορφή όλο αυτό το τοπίο, γίνεται όπως το βλέπουμε σήμερα.
— Μίλησέ μου για το τοπίο που διαμόρφωσε. Πρώτα απ’ όλα, αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει ακόμα και σήμερα είναι ένα skyline από πέτρινους πύργους, οι οποίοι είναι ψηλότεροι απ’ όλα τα άλλα κτίρια. Αυτοί οι πέτρινοι πύργοι σχετίζονταν με την προστασία και την άμυνα του οινοποιείου, γιατί ο Κλάους το δημιουργεί στο διάστημα της μεσοβασιλείας, δηλαδή από την έξωση του Όθωνα μέχρι τον ερχομό του Γεωργίου Α’, μια εποχή έξαρσης των ληστειών – άλλωστε και ο ίδιος έπεσε θύμα ληστείας του περίφημου Τάσου Λύγκου του αρχιληστή. Δημιουργεί, λοιπόν, αυτούς τους πύργους, οι οποίοι, εκτός του ότι δημιουργούν μια επιβλητική εικόνα κατά τα πρότυπα των γαλλικών σατό, των οινοποιείων ιδιαίτερα της περιοχής του Μπορντό, είχαν και την πρακτική λειτουργία της προστασίας και της οχύρωσης των εργαζομένων σε περίπτωση που γίνονταν επιθέσεις από ληστές.
Γι’ αυτό υπήρχε σκοπευτήριο μέσα στην οινοποιία και εκπαιδεύονταν οι εργαζόμενοι στη χρήση των όπλων. Περισσότερο θυμίζει Τοσκάνη το τοπίο εκεί, δεν είναι το τοπίο της Βουργουνδίας. Κάποιοι γερμανικοί οδηγοί της εποχής το συνέκριναν με ένα οινοποιείο στη Νότια Αφρική, που είχαν δημιουργήσει Ολλανδοί. Έχει τρεις πύργους, τη βίλα του Γουσταύου, την Γκούτλαντ, η οποία όταν η εταιρεία πέρασε στους Έλληνες ιδιοκτήτες της ονομάστηκε βίλα Κωστάντζα, από το όνομα της γυναίκας του νέου ιδιοκτήτη (είναι μουσείο τώρα), έχει κελάρια – μάλιστα ένα από τα πρώτα ονομάστηκε Μπασίλικα, γιατί είχε τον ρυθμό της βασιλικής.
Το τοπίο συμπληρωνόταν από τα αμπέλια, που ήταν ακριβώς έξω απ’ την οινοποιία –υπάρχει και σήμερα ένα μέρος τους–, τις μεγάλες δεξαμενές που είχε για νερό και γενικότερα από τα βαρέλια. Δηλαδή υπάρχει το χτισμένο κομμάτι, το τοπίο των εξαρτημάτων και των οχημάτων, και το φυσικό τοπίο, κυρίως τα κυπαρίσσια που ορίζουν τους δρόμους, όπως στην Τοσκάνη. Τα κυπαρίσσια τα χρησιμοποιούσαν και για την ξυλεία.
— Τι ήταν το Γκούτλαντ που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο σου; Γκούτλαντ είναι μια γερμανική λέξη, η οποία όμως δεν υπάρχει στα γερμανικά, είναι το ανάποδο της εύφορης γης. Ήταν η βίλα του, το σπίτι όπου έμενε στην οινοποιία, και ��πάρχει αυτούσια σήμερα. Παντού στο υλικό της εποχής και στις διαφημίσεις αναφέρεται ως Γκούτλαντ, μέχρι και στις καρτ-ποστάλ. Μου άρεσε ως τίτλος όχι μόνο γιατί έτσι ονομάστηκε η εταιρεία αλλά γιατί ουσιαστικά παραπέμπει σε μια «χώρα» που κατοικείται, δεν είναι απλώς ένας επιχειρηματικός χώρος. Ζουν σε αυτήν άνθρωποι που παντρεύονται και τα παιδιά τους μεγαλώνουν και πάνε σχολείο εκεί, πεθαίνουν και θάβονται εκεί.
— Και ο ίδιος ζήτησε να ταφεί εκεί, ήταν η πατρίδα του αυτή. Ναι, ακριβώς. Έφτιαξε τον τάφο του εκεί.
— Τι άνθρωπος ήταν ο Γουσταύος; Ήταν αγαπητός στην Πάτρα; Γιατί αναφέρεις ότι στην κηδεία του τα στεφάνια ήταν λιγότερα από άλλων Γερμανών που είχαν πεθάνει νωρίτερα. Ίσως δεν είχε τόσο ενεργή παρουσία στη δημόσια ζωή, ήταν διακριτική. Ξέρουμε ότι αλληλογραφούσε με τον Χαρίλαο Τρικούπη στα γαλλικά· ο Τρικούπης προφανώς τον θεωρούσε πολύ σοβαρό και ρωτάει τη γνώμη του για φορολογίες, δημόσια έργα κ.λπ. Δεν έχω βρει, όμως, έντονη παρουσία του στα σωματεία της εποχής, γι’ αυτό ίσως τα στεφάνια ήταν λιγότερα. Από τις καταγραφές που έχουμε από εργαζομένους στους οποίους πέρασε η μνήμη του Γουσταύου Κλάους από τους πατεράδες τους, τους πρώτους κατοίκους της «κολονί» –έτσι ονόμαζε την Γκούτλαντ– φαίνεται ότι ήταν ένας άνθρωπος πολύ αγαπητός, πολύ ήπιος.
— Η Πάτρα απέκτησε γερμανική παροικία τον 19ο αιώνα. Πώς είχαν έρθει τόσοι Γερμανοί; Οι Γερμανοί είναι μια πολύ σημαντική ιστορία της Πάτρας, που τελειώνει με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ασχολούνται με το εμπόριο, την εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων και την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων. Υπάρχουν οι βασικοί έμποροι και επιχειρηματίες όπως ο Γουσταύος Κλάους, ο Θεόδωρος Άμβουργερ, και αυτοί φέρνουν μαζί τους προσωπικό, πολλούς Γερμανούς που γίνονται διευθυντές εταιρείας, υπάλληλοι στα λογιστήρια ή μεσίτες κλπ.
Έτσι δημιουργείται ένας κρίσιμος πληθυσμός Γερμανών. Επηρέασαν πάρα πολύ την κοινωνία, γι’ αυτό στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στη διάρκειά του έχουμε αναφορές από τις μυστικές υπηρεσίες και την αντικατασκοπεία της Βρετανίας, της Γαλλίας κλπ. για το κατά πόσο η Πάτρα είναι έρμα της προπαγάνδας των Γερμανών ακριβώς λόγω του κύρους και της παρουσίας της γερμανικής παροικίας στην πόλη.
— Οι Βαυαροί την εποχή που ήρθε ο Γουσταύος έφευγαν μαζικά από τη χώρα. Η Βαυαρία ήταν σε οικονομική κρίση την εποχή εκείνη, όπως όλα τα νοτιοδυτικά κρατίδια της Γερμανίας. Ο ίδιος ο βασιλιάς, το κράτος, παρότρυνε τους Βαυαρούς να φύγουν, μάλιστα δημιούργησε σειρά νόμων κατά των ανέργων, κατά φτωχών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ένας που απαγόρευε τους γάμους. Δηλαδή, αν ήσουν φτωχός, δεν είχες στον ήλιο μοίρα, δεν μπορούσες να παντρευτείς, είχες το δικαίωμα να παντρευτείς μόνο αν αποφάσιζες να φύγεις ή εάν κατατασσόσουν στα εθελοντικά σώματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε αυτά που έρχονταν στην Ελλάδα για να αντικαταστήσουν τον τακτικό βαυαρικό στρατό που είχε έρθει με την αντιβασιλεία.
Οι Βαυαροί ήρθαν στην Ελλάδα ως εθελοντές, οι παντρεμένοι με τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους. Αλλά ενώ τους παρότρυνε ο βασιλιάς Λουδοβίκος και τους υποσχόταν ότι εδώ θα εύρισκαν μια γη της επαγγελίας, λέγοντάς του ότι γι’ αυτό έστειλε εδώ τον γιο του, έρχονταν κι έβρισκαν φτώχεια, αρρώστιες, ζέστη το καλοκαίρι που δεν μπορούσαν να τις αντέξουν. Πολλοί πέθαναν, άλλοι επέστρεψαν. Οι μόνοι που μείνανε ήταν δύο παροικίες αυτών των φτωχών Βαυαρών: η μία αποτελούνταν από αγρότες που εγκαταστάθηκαν στο Νέο Ηράκλειο, στην Αθήνα, και οι άλλοι από ανθρακωρύχους που πήγαν στα ορυχεία της Κύμης για την εξόρυξη κάρβουνου. Οι Βαυαροί της Πάτρας ήταν επιχειρηματίες.
— Και πώς έμειναν στην Ελλάδα κατά τις διώξεις που έγιναν στους δύο πολέμους; Όσοι είχαν διατηρήσει τη γερμανική υπηκοότητα απελάθηκαν ως εχθρικοί υπήκοοι και οι επιχειρήσεις τους πέρασαν σε καθεστώς μεσεγγύησης του ελληνικού δημοσίου. Όσοι όμως είχαν πάρει την ελληνική υπηκοότητα δεν απελάθηκαν, ήταν Έλληνες πια.
— Αναφέρεις ότι οι Τριεστίνοι έπιναν με νερό το Terrano και το Istriano. Οι Έλληνες έβαζαν σόδα… Αυτό το αναφέρει ο οδηγός Μπέντεκερ, ο οποίος περιγράφει καφενείο στην Αθήνα όπου πίνουν Δεμέστιχα με σόδα.
— Τι κρασιά έφτιαχνε το Γουσταύος; Έφτιαχνε τα κρασιά που τότε ζήταγε η Ευρώπη και ο κόσμος. Ενισχυμένα, με υψηλό αλκοολικό βαθμό, και γλυκά στον τύπο του Πόρτο, της Μάλαγας, του Μαρσάλα. Αυτός βρήκε την πρώτη ύλη στην ποικιλία Μαυροδάφνη, την οποία έκανε γλυκό κρασί. Αυτό ήταν το πρώτο κρασί του Γουσταύου. Επίσης, έκανε κρασιά που τα έλεγε «σαν», «σαν Μάλαγα», «σαν Πόρτο», «σαν σέρι», όλα όσα κατανάλωναν στην Ευρώπη, στην Ινδία και στη βόρεια Αφρική. Η Μαυροδάφνη ήταν ένα μαύρο μικρόρωγο σταφύλι που σήμερα είναι πολύ της μόδας γιατί από αυτό γίνεται ξηρό κρασί, το χρησιμοποιούν πάρα πολύ ιδιαίτερα σε οινοποιεία της Πελοποννήσου, της Κεφαλονιάς κ.λπ. γιατί είναι ένα σταφύλι που ευδοκιμεί σ’ αυτές τις περιοχές. Μετά ο Γουσταύος αρχίζει να ανακαλύπτει τοπικές ποικιλίες, τις οποίες έχουμε καταγραμμένες στο βιβλίο των συνταγών του.
Είναι περίπου 1.000 σελίδες, μακρόστενο και στο τέλος βρίσκουμε κωδικοποιημένες τις ποικιλίες. Π.χ. έχει ως AD το Αλεπού Δεμέστιχα, την ποικιλία ροδίτης αλεπού, χρησιμοποιεί επίσης το Φιλέρι, την ποικιλία Τριπολιτσά που είναι το μοσχοφίλερο της περιοχής της Αρκαδίας που έχει φλούδα γκρι χρώματος και κάνουν τώρα τα κρασιά blanc de gris κ.λπ. Χρησιμοποιεί, επίσης, τη βολίτσα, που είναι ένα σταφύλι της ορεινής Αχαΐας, το μαύρο Καλαβρυτινό, το Σάντα Μάουρα, μια ποικιλία της Λευκάδας. Ουσιαστικά αρχίζει να φτιάχνει ξηρά κρασιά και από ξηρή Μαυροδάφνη. Το πρώτο του ξηρό κρασί είναι η Δεμέστιχα, το οποίο είναι και το πρώτο που εμφιαλώνει το 1899, γιατί μέχρι τότε τα κρασιά δεν εμφιαλώνονταν, εξάγονταν σε βαρέλια και τα εμφιάλωναν κατά τόπους.
— Πώς ήταν οι συνθήκες εργασίας στο οινοποιείο και στα αμπέλια; Πάρα πολύ σκληρές. Η δουλειά ξεκινούσε πριν από την ανατολή του ηλίου και τελείωνε περίπου μία ώρα μετά τη δύση του, δηλαδή το καλοκαίρι μπορεί να δούλευαν και 14 ώρες. Ακόμα και όταν εισήχθησαν τα ρολόγια στην εταιρεία, η έναρξη και η λήξη της εργασίας γινόταν με μια καμπάνα, η οποία εγκαταστάθηκε στην κορυφή ενός πύργου το 1872 και υπάρχει ακόμα και σήμερα. Χτυπούσε πριν από την ανατολή, οπότε οι άντρες ξεκινούσαν να πάνε στα αμπέλια, στα βαρελάδικα, στις διάφορες δουλειές που έχει μια οινοποιία όλο τον χρόνο.
— Ξέρουμε πόσο ήταν το προσωπικό; Υπήρχε το μόνιμο προσωπικό που έμενε μέσα στην οινοποιία, στα διαμερίσματα των πύργων που ήταν ενός δωματίου ουσιαστικά – μια οικογένεια μπορεί να μοιραζόταν ένα δωμάτιο ή δύο, με κοινή κουζίνα. Μπάνια δεν υπήρχαν, ήταν έξω, αργότερα μπήκαν μέσα στους πύργους. Αυτοί που έμεναν μέσα ήταν γύρω στους 130, αλλά υπήρχαν και πολλοί εποχικοί εργάτες, οι οποίοι έρχονταν από τα γύρω χωριά· αυτή η οινοποιία έδινε δουλειά και στα γύρω χωριά και οι σχέσεις που δημιουργήθηκαν δεν ήταν μόνο σχέσεις εργασίας, πολλά κορίτσια από τα χωριά αυτά παντρεύονταν μέλη της κοινότητας. Π.χ. πολλοί Μαλτέζοι παντρεύτηκαν Ελληνίδες από τα γύρω χωριά.
— Και ο Γουσταύος πήρε γυναίκα Ελληνίδα. Παντρεύτηκε τη Θωμαΐδα Καρπούνη.
— Η οποία πέθανε και τάφηκε στο Μόναχο. Σε ένα νεκροταφείο που είναι τώρα στο κέντρο του Μονάχου, το οποίο δεν λειτουργεί πια ως νεκροταφείο αλλά είναι σικ περιοχή για βόλτα, ένα πάρκο. Δεν ξέρω γιατί δεν τάφηκε στην Ελλάδα, υποθέτω ότι την ήθελε εκεί η κόρη της – έμεναν και οι αδελφές της εκεί. Ήταν πέντε, μόνο μία έμεινε στην Ελλάδα, η Κατίγκω, που παντρεύτηκε τον γραμματέα της βασίλισσας Όλγας, τον Διονύσιο Μεσσαλά. Αυτή ήταν η μόνη συγγενής που παρέλαβε τον νεκρό Γουσταύο όταν έφτασε στην Πάτρα. Στην Ελλάδα έμεναν και οι αδελφοί της Θωμαΐδας, ο Αιμίλιος Καρπούνης, αξιωματικός του Ιππικού που έμενε στην οδό Μηλιώνη στο Κολωνάκι, και ο άλλος που ήταν ο υπασπιστής του πρίγκιπα Γεωργίου, ο αρμοστής στην Κρήτη και είχε πολύ περιπετειώδη ζωή.
Η Θωμαΐδα ήταν κόρη καλής οικογενείας, ο πατέρας της ήταν αξιωματικός. Ανήκε στην πρώτη γενιά παιδιών των αγωνιστών του ’21, που όταν ήταν μικρά τα πήρε ο Λουδοβίκος στη Γερμανία για να τα εκπαιδεύσει, ώστε μετά να γυρίσουν και να στελεχώσουν το κράτος. Σπούδασε στο Μόναχο, στη στρατιωτική σχολή Ευελπίδων, ήρθε στην Ελλάδα με τον Όθωνα στο Ναύπλιο, που ήταν η πρωτεύουσα, και το 1837 στην Αθήνα. Στο Ναύπλιο παντρεύτηκε την κόρη του Βαυαρού διοικητή του Ναυπλίου, την Αμαλία φονς Τρουνς κι εκεί γεννήθηκε η Θωμαΐδα και η δεύτερη κόρη τους, η Ασπασία, που στη συνέχεια έγινε κυρία επί των τιμών. Στην Αθήνα, επειδή αυτός ήταν στον κύκλο του Όθωνα, ανέλαβε διευθυντής του Εθνικού Τυπογραφείου και του Σφραγιδοποιείου που ήταν το κτίριο της οδού Σταδίου.
Ο πρώτος όροφος έγινε η κατοικία τους, όπου έμειναν μέχρι το 1854 που έπιασε φωτιά. Τον κατηγόρησαν ότι δεν είχε φροντίσει για την πυροπροστασία –ήταν σε διακοπές εκείνο το καλοκαίρι στον Πόρο–, αλλά δεν έχει καμία συνέπεια. Ήταν μια οικογένεια πολυμελής, με πολλές σχέσεις με το παλάτι και κυρίως με τη βαρόνη φον Πλίσκο, που είναι η κυρία των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας. Έτσι οι κόρες βρίσκουν γαμπρούς στους χορούς που γίνονταν στο παλάτι, στο πλαίσιο της νέας κοινωνικότητας που δημιουργείται στην Αθήνα. Η Θωμαΐδα, όμως, βρήκε έναν τύπο που δεν ήταν απ’ αυτούς, δεν ήταν ούτε διπλωμάτης ούτε αξιωματικός, όπως συνηθιζόταν, αλλά επιχειρηματίας.
— Και παντρεύονται με προξενιό. Ναι, κι αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Ο Αθανάσιος Ρουσόπουλος, που έκανε το προξενιό, είχε σπουδάσει στη Γερμανία, όπου και είχε παντρευτεί μια Γερμανίδα σκωτσέζικης καταγωγής. Ήρθε ως φιλόλογος στην Πάτρα, έμεινε δύο χρόνια στο Γυμνάσιο της πόλης, που ήταν από τα πρώτα του κράτους, κι εκεί μπήκε στον κύκλο των Γερμανών, όπου γνώρισε και τον Κλάους. Όταν ήρθε στην Αθήνα και έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά καθηγητής Αρχαιολογίας τού προξένεψε τη Θωμαΐδα Καρπούνη. Ο Ρουσόπουλος, εκτός από αρχαιολόγος που έκανε ανασκαφές, ήταν και ένας από τους μεγαλύτερους art dealers της εποχής. Μολονότι υπήρχε αρχαιολογικός νόμος, ο οποίος έλεγε «αν βρεις, κάτι πρέπει να το καταγράψεις και να ενημερώσεις τις Αρχές», οι έλεγχοι ήταν μηδαμινοί.
Σήμερα είμαστε πολύ ευαίσθητοι στα θέματα της αρχαιοκαπηλίας, αλλά τότε δεν υπήρχε ακόμη αυτή η ευαισθησία. Στην Αθήνα υπήρχε το κατάστημα Μινέρβα, το οποίο πουλούσε αυθεντικές αρχαιότητες και στην Αθήνα, όπου κι αν έσκαβες, έβρισκες αρχαία κομμάτια – ο Ρουσόπουλος, όταν έφτιαξε το σπίτι του στην οδό Λυκ��βηττού, βρήκε στο οικόπεδο ένα νεκροταφείο με εκατοντάδες τάφους. Το πάρτι του γάμου του Κλάους με τη Θωμαΐδα έγινε σε αυτό το σπίτι του, όπου από ένα ημερολόγιο μαθαίνουμε ότι χόρεψαν και χορούς βαυαρικούς και επειδή ήταν Γενάρης σερβιρίστηκαν στρείδια που είχαν έρθει απ’ τα Δαρδανέλια και θεωρούνταν μεγάλη νοστιμιά. Ο γάμος έγινε στο παλάτι, γιατί ο Γουσταύος ήταν ευαγγελικός και εκεί ήταν και η μόνη ευαγγελική εκκλησία.
— Είχε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική, την ποίηση και το διάβασμα ο Γουσταύος. Είχε και μια σχέση με τον Βάγκνερ, την οποία απέκτησε μέσω του πεθερού της κόρης του, του Φον Πέρφαλ, ο οποίος είχε προβάλλει πάρα πολύ τον Βάγκνερ. Είχε διοργανώσει το πρώτο μεγάλο Φεστιβάλ Βάγκνερ στο Μόναχο. Μέσω του Πέρφαλ πήγε στο Μπαϊρόιτ όπου ενθουσιάστηκε και ζήτησε από τον αντιπρόσωπό του στη Βαυαρία να στείλει κρασιά στο σπίτι του Βάγκνερ. Εκεί γνώρισε τα κρασιά του Κλάους ο Λιστ, που ήταν πεθερός του Βάγκνερ. Μάλιστα ενθουσιάστηκε και έστειλε μια επιστολή στον Βαυαρό αντιπρόσωπο, ζητώντας να του στείλει κρασιά μαζί με άλλα πράγματα. Ο Γουσταύος διάβαζε –έχει πολλά βιβλία στη βιβλιοθήκη– γαλλικά και γερμανικά.
Ελληνικά ήξερε, γιατί υπέγραφε στα ελληνικά, αλλά και σε πολλά συμβόλαια αναφέρεται ότι η μετάφραση του πρωτοτύπου έγινε από τον χερ Κλάους. Τα βιβλία έχουν τη σφραγίδα του κι έχουν επίσης αρίθμηση με ένα χοντρό μπλε μολύβι, που είναι τεκμήριο της εποχής του. Έχουμε και βιβλία με αφιερώσεις. Επίσης, έχει πολύ ενδιαφέρον το ότι διάλεξε για να μπει στον τάφο του ένα ποίημα του Ferdinand Freiligrath, ενός Ρομαντικού ποιητή που ήταν επαναστάτης, ταυτισμένος με τις εξεγέρσεις του 1848 και με επαναστατικά κινήματα. Ίσως είχε κι ο ίδιος τις σοσιαλιστικές ιδέες που είχαν πολλοί φιλελεύθεροι αστοί εκείνης της εποχής, έμποροι, βιομήχανοι.
— Τι σήμαινε «μεθοδικώς κατασκευασμένα κρασιά»; Ήταν τα κρασιά που κυρίως δεν είχαν ρετσίνα και δεν είχαν και γύψο – τον χρησιμοποιούσαν τότε για το κολλάρισμα του κρασιού, για τη διαύγειά του, κι αυτό επιβάρυνε το κρασί. Στα μεθοδικώς κατασκευασμένα μπορούμε να δούμε δύο πλευρές: από τη μία ήταν οι προσθήκες, κυρίως ρετσίνι και γύψος, και από την άλλη τα κακά βαρέλια που κρατούσαν οινολάσπες και δεν ευνοούσαν την καλή οινοποίηση. Τον 19ο αιώνα γινόταν και μεταφορά του κρασιού με ασκούς οι οποίοι ήταν από τομάρια κατσίκας, που το έκαναν να βρομάει.
— Μίλησέ μου για τον πρώτο οινικό οδηγό του Μέντσερ του 1878. Είναι ένας οδηγός πάρα πολύ πρωτότυπος. Ο Μέντσερ είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ήταν γιος εμπόρου κρασιών, ο ίδιος είχε κάνει την πρ��κτική του σε έναν μεγάλο έμπορο στο Ντάρμστατ κι αργότερα έγινε και βουλευτής. Αυτός, λοιπόν, κληρονόμησε από τον πατέρα του το εμπόριο κρασιών, αλλά ήταν και ο πρώτος που άνοιξε ελληνική ταβέρνα στη Γερμανία, την «Πόλη των Αθηνών» στην Νεκάργκεμυντ, στις όχθες του ποταμού Νέκαρ, λίγο πριν φτάσει στη Χαϊδελβέργη, αλλά και στη Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο. Εκεί λειτουργούσε μέχρι το 2012 και ήταν ένα μνημείο της περιοχής. Ο Μέντσερ εισήγαγε ελληνικά κρασιά στη Γερμανία σε βαρέλια και είχε κάνει και μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία με καρτ ποστάλ, κόμικς, γραμματόσημα που έγραφαν «ελληνικά κρασιά» και με διαφημίσεις στις εφημερίδες της εποχής.
Το 1878 αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα να γνωρίσει επί τόπου τα κρασιά, τους αμπελώνες, τους παραγωγούς κ.λπ., και κάνει ένα μεγάλο ταξίδι. Κατεβαίνει με τρένο μέχρι το Μπρίντεζι και από κει παίρνει το πλοίο του Αυστριακού Λόυδ και πρώτος του σταθμός είναι η Κεφαλονιά, όπου εκστασιάζεται με το Μοσχάτο, του αρέσει πάρα πολύ. Συναντάει εκεί έναν Εγγλέζο οινοποιό, τον Ερνέστο Τουλ, ο οποίος είχε αγοράσει μια χρεοκοπημένη οινοποιία, του Πινιατόρου, η οποία στη συνέχεια έγινε γνωστή ως Βινάρια Τουλ κοντά στο Αργοστόλι. Ο Μέντσερ περιγράφει το τοπίο, το πώς ταξιδεύει, το τι τρώει, είναι καταπληκτική η περιγραφή που κάνει. Ταξιδεύει μαζί με έναν Έλληνα ζωγράφο που δεν ξέρουμε ποιος είναι. Μένουν σε ένα πανδοχείο –πάνω τα δωμάτια, κάτω το μπακάλικο– που πουλάει από παστά μέχρι πετρέλαιο και βρομάει. Εκεί τρώνε. Το πρώτο φαγητό που τρώει είναι μαρουλοσαλάτα και αρνί, πάρα πολύ λιπαρό που μυρίζει έντονα. Τον δυσαρεστεί πάρα πολύ ως γεύση, αλλά λέει «ευτυχώς που εδώ υπάρχουν άφθονα πορτοκάλια, λεμόνια και καλό κρασί».
Μετά από κει πάει στην Πάτρα, βλέπει την Οινοποιία Αχαΐα, του αρέσουν τα κρασιά, τα βρίσκει όμως πολύ ακριβά και κάνει μια συμφωνία πολυετή ώστε να μην ανέβουν οι τιμές. Μετά πηγαίνει στο Οινοποιείο Τρίπου στην Κόρινθο, που δεν είναι τόσο γνωστό –κι αυτή η οικογένεια έχει παντρευτεί Γερμανούς–, και τον πάνε σε ένα πανηγύρι στη Νεμέα. Δεν λέει ποιες ποικιλίες δοκιμάζει, αλλά κάνει γευστικές παρατηρήσεις, γευσιγνωστικές, λέει ότι τα κρασιά έχουν γεύση ψίχας ψωμιού, αμυγδάλου, γράφει ένα πολύ προωθημένο κείμενο για την εποχή, εντελώς γευσιγνωστικό. Μετά έρχεται στην Αθήνα όπου δεν του αρέσουν τα κρασιά, βρίσκει ένα ενδιαφέρον κρασί σε μαγαζί στην αγορά, αλλά πρέπει πρώτα να περάσει από τη βρόμα και τη δυσωδία των ψαράδικων και των χασάπικων. Μετά πηγαίνει στη Σαντορίνη όπου κάνει παρατηρήσεις σημαντικές. Λέει ότι εκεί υπάρχει μια πρώτη ύλη, τα σταφύλια, τα οποία μπορούν να ��ώσουν καταπληκτικά πράγματα.
Η Σαντορίνη ήταν γνωστή για το περίφημο βινσάντο, αλλά δοκιμάζει ένα γλυκό κρασί, το Καλλίστη του 1829, ένα πάρα πολύ παλιό κρασί – τα γλυκά κρασιά, επειδή έχουν υψηλό αλκοολικό βαθμό, μπορούν να διατηρηθούν. Γενικά, κάνει περιγραφές του τοπίου, των φαγητών, των ταξιδιών που έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Για να πάει από την Αθήνα στη Σύρο κάνει εννιά ώρες με το πλοίο και όταν επιστρέφει τυπώνει τις εντυπώσεις του. Αυτός έγινε ένας δημοφιλέστατος οδηγός, μέχρι το 1896, οπότε οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες δημιούργησαν ένα μεγάλο κύμα ενδιαφέροντος για την Ελλάδα, είχε κάνει έντεκα εκδόσεις. Είναι ο πρώτος εξειδικευμένος οινικός οδηγός που περιέχει οινοποιούς, γευσιγνωσία, φαγητό, ποικιλίες, τις συνθήκες υπό τις οποίες φυλάσσεται το κρασί, πού πίνεται κ.λπ.
— Μετά τον θάνατο του Γουσταύου τι έγινε το οινοποιείο; Ο Γουσταύος πέθανε το 1908. Το 1914 γίνεται ο πόλεμος και το 1916 φεύγουν οι Βαυαροί από την Πάτρα. Όσοι ήταν Γερμανοί υπήκοοι απελάθηκαν και μετά τον πόλεμο οι περιουσίες τους πέρασαν σε καθεστώς μεσεγγύησης, θεωρήθηκαν, δηλαδή, εχθρικές. Το ίδιο έγινε και με την Αχάια Κλάους, οι μετοχές της βγήκαν σε δημοπρασία και στην περίπτωση αυτή μεσεγγυούχοι ήταν ένας Ελβετός κι ένας Έλληνας απ’ την Πάτρα. Βγήκαν 200 μετοχές κι αυτός που συγκέντρωσε τις περισσότερες –που ανήκαν στη μοναδική κληρονόμο του Κλάους, την Αμαλία, την κόρη του, αλλά και στις αδελφές της γυναίκας του και σε ευρωπαϊκές εταιρείες– ήταν ο Βλάσιος Αντωνόπουλος, έμπορος σταφίδας που καταγόταν από την περιοχή της Βλασίας των Καλαβρύτων.
Εκεί ο Γουσταύος είχε βρει τη Δεμέστιχα σε υψόμετρο 700-900 μέτρων. Έτσι η οινοποιία στον 20ό αιώνα ανήκε στον Βλάση Αντωνόπουλο και μετά στα παιδιά του, Κωνσταντίνο, Ανδρέα και Αλέκο. Είχε κι έναν τέταρτο γιο, τον Βασίλη ή Λαλάκη, ο οποίος διαφώνησε με την οικογένειά του και έφυγε, δημιούργησε τη δική του οινοποιία στη Θήβα, τον Κάβειρο. Ο Βασίλης παντρεύτηκε την κόρη της Κατίνας Παξινού και ήταν ο μπαμπάς του Αλέξανδρου Αντωνόπουλου, του ηθοποιού, και του Φαίδωνα. Ενδιαφέρον, επίσης, έχει και η πολυεθνική κοινότητα που δημιουργήθηκε εκεί και διατηρήθηκε μέχρι το 1980, με τους Ιταλούς, τους Μαλτέζους, τους Έλληνες και τους Γερμανούς που έμεναν μέσα στην οινοποιία.
✔ Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
4 notes
·
View notes
Text
Ο Γουσταύος Κλάους είναι Βαυαρός έμπορος, που έρχεται στην Πάτρα και δημιουργεί την οινοποιία «Αχαΐα». Η γνωστή σήμερα ως «Achaia Clauss» πρωταγωνιστεί με τα κρασιά της στο οινικό fun του 20ού αιώνα και συνεχίζει στον 21ο αιώνα με το «Castro Clauss». Ο Φραντσέσκο Μάλλια, μετανάστης από τη Μάλτα, είναι το δεξί χέρι του Γουσταύου, ο πρώτος άποικος στην Colonie. H Colonie είναι η πολυεθνική κοινότητα των εργαζομένων στην οινοποιία, με τις οικογένειές τους (Γερμανοί, Έλληνες, Ιταλοί, Μαλτέζοι), στην οποία ο Κλάους δίνει το όνομα Gutland. Ο Γιάκομπ Κλίπφελ, Γερμανός, είναι ο πρώτος οινολόγος, ίσως ο δημιουργός της γλυκιάς Μαυροδάφνης. Η Αθηναία Θωμαΐδα Καρπούνη είναι η σύζυγος του Κλάους. Ο Γιούλιους Καρλ Βίλχελμ Φίλιπ Μέντσερ είναι Γερμανός κρασέμπορος, βουλευτής στο Ράιχσταγκ, ο πρώτος εισαγωγέας ελληνικών κρασιών στη Γερμανία. Ο Βασίλης Κασπίρης είναι ο φουστανελοφόρος σωματοφύλακας του Κλάους και ο κωδωνοκρούστης της Gutland. Η Αμαλία φον Πέρφαλ, κόρη του Γουσταύου και της Θωμαΐδας, παντρεμένη με βαρόνο στο Μόναχο, είναι η μοναδική κληρονόμος του. Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας -η Σίσσυ- είναι η πρώτη διάσημη επισκέπτρια της οινοποιίας. Ο Βλάσιος Αντωνόπουλος, φιλελεύθερος σταφιδέμπορος, βουλευτής του Βενιζέλου, είναι ο συνεχιστής της «Αχαΐας» και των κρασιών της μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο καπνοβιομήχανος από την Αίγυπτο Θεόδωρος Βαφειάδης εκπροσωπεί τα κρασιά της «Αχαΐας» στη Βομβάη· και ο αρσιβαρίστας Δημήτρης Τόφαλος, στη Νέα Υόρκη. Η Λαμπρινή Κακού, Επονίτισσα, επισκέπτεται την «Αχαΐα» και υψώνει ένα ποτήρι στη μνήμη του απαγχονισθέντος αδελφού της, τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτοί είναι μερικοί από τους ήρωες που κατοικούν στην Γκούτλαντ. Μια μεγάλη αφήγηση, πλήρως τεκμηριωμένη, που καλύπτει περισσότερο από έναν αιώνα, από το 1833 έως το 1949. Ο συγγραφέας ανασυστήνει μικρόκοσμους, άγνωστους και απρόοπτους, ανασυστήνει ακόμη και το φυσικό τοπίο, δίνει χρώμα και βάθος στην καθημερινή ζωή, υπερβαίνει τα στερεότυπα και ρίχνει φως σε αθέατες περιοχές, εκεί που δεν φτάνει ποτέ η μεγάλη ιστορία. Το κρασί και το αμπέλι είναι, βέβαια, οι πανταχού παρόντες πρωταγωνιστές.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
5 notes
·
View notes