#μπρίκι
Explore tagged Tumblr posts
Text
Καφεδάκι ελληνικό.Μερακλίδικο!
0 notes
Text
μου χάλασε ο θερμοσίφωνας και έπρεπε ήδη να είχα κάνει μπάνιο χθες και τώρα η μόνη λύση είναι να κάνω ένα παγωμένο ντουζ μες τον χειμώνα σαν τον σπαρτιάτη ή να ζεστάνω νερό και το ρίχνω πάνω μου με το μπρίκι σαν τους χωριάτες γονείς μου το 60
4 notes
·
View notes
Note
them ૮(ྀི⸝⸝´ ˘ `⸝⸝)ྀིა◞♡ ♡ ⚡️💫
how do i say μπρίκι in english?? 😌💖
16 notes
·
View notes
Text
Tώρα που αρχίζει να κρυώνει ο καιρός ίσως να μπείτε στον πειρασμό να φτιάξετε έναν αρωματικό ελληνικό καφέ. Όμως ο σωστός ελληνικός θέλει μεράκι και πάν’ απ’ όλα τέχνη. Ακολουθείστε τις παρακάτω συμβουλές για έναν «περιποιημένο» καφέ… 1) Παίρνουμε ένα μπρίκι και το γεμίζουμε τόσα φλιτζανάκια νερό (χλιαρό) όσοι και οι καφέδες που θέλουμε να φτιάξουμε. 2) Βάζουμ... Περισσότερα εδώ: https://romios.gr/i-techni-toy-paradosiakoy-ellinikoy-kafe/
0 notes
Text
0 notes
Text
9.80
ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΜΠΡΙΚΙ
Μ78456.01636
Ηλεκτρικό μπρίκι R.125 της εταιρείας Raf, με ισχύ 600 Watt. Το ηλεκτρικό μπρίκι θα σας βοηθήσει να προετοιμάσετε τον ελληνικό σας καφέ πιο γρήγορα και εύκολα, σε σχέση με ένα συμβατικό μπρίκι που τοποθετείται στο γκαζάκι ή στην εστία σας. Διαθέτει χωρητικότητα 500 ml και μπορεί να παράξει έως και 6 μονά φλιτζάνια ελληνικού καφέ. Η διαδικασία είναι πολύ απλή και είναι ίδια με την παρασκευή ελληνικού καφέ σε συμβατικό μπρίκι. Προσθέτετε την ποσότητα νερού που χρειάζεστε για τον καφέ σας, στη συνέχεια προσθέτετε όσες κουταλιές καφέ και ζάχαρης επιθυμείτε, θέστε το σε λειτουργία, και ο καφές σας θα είναι έτοιμος μέσα σε λίγα λεπτά. Φυσικά μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε απλά για να βράσετε νερό, όπως θα κάνατε με ένα απλό μπρίκι. Διαθέτει χερούλι ώστε να σερβίρετε τον καφέ σας με ευκολία στο φλυτζάνι.
Κάλο θα είναι να το καθαρίζετε μετά από κάθε χρήση, χρησιμοποιώντας νερό, για να αποφευχθούν τα υπολείμματα καφέ. Επιπλέον, θα ήταν χρήσιμο ανά περιόδους να προχωράτε σε αφαλάτωση, καθώς όπως κάθε μεταλλική συσκευή που έρχεται σε επαφή με το νερό έχει την τάση να συσσωρεύει άλατα.
Τύπος: Ηλεκτρικό Μπρίκι
Ισχύς: 600W
Χωρητικότητα: 0.5lt
0 notes
Text
��ιβλιοπαρουσίαση στην Καβάλα - Θανάσης Γάκης "Δραπέτης του κύκλου"
Το μυθιστόρημα του Θανάση Γάκη, με τίτλο “Δραπέτης του κύκλου”, παρουσιάζουν το Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023, στις 6 το απόγευμα, στο καφέ Μπρίκι, στην παλιά πόλη της Καβάλας, οι Εκδόσεις Ραδάμανθυς. Για το βιβλίο θα μιλήσουν: Βασίλης Γκαϊτατζής, οικονομολόγος, εκπαιδευτικός Πάνος Γρηγοριάδης, δημοσιογράφος, πολιτικός επιστήμονας και ο Θανάσης Γάκης, συγγραφέας του βιβλίου Με σύγχρονη και…
View On WordPress
#Δραπέτης του κύκλου#Θανάσης Γάκης#Καβάλα#Λογοτεχνία#βιβλία#βιβλιοπαρουσίαση#εκδόσεις Ραδάμανθυς#εκδόσεις βιβλίων#εκδοτικοί οίκοι
1 note
·
View note
Text
Sempre viva
Ο καφές σιγόβραζε στο παλιό μπρίκι. Είχε κρατήσει ένα τεράστιο απόθεμα από ελληνικό καφέ, μεγάλα πακέτα του κιλού και τα είχε βάλει σφηνωμένα στην κατάψυξη του υπογείου. Μπορεί να είχε περάσει η ημερομηνία λήξης τους προ καιρού, όμως πίστευε ότι η πολύ χαμηλή θερμοκρασία θα μπορούσε να διατηρήσει έστω και λίγο το χαρμάνι του για να απολαμβάνει ένα φλυτζάνι ατενίζοντας από την πίσω αυλή το δάσος με τα θεόψηλα δέντρα, οξιές, καστανιές και πιο μακριά τα έλατα, και να θυμάται τις εποχές όπου ένας ελληνικός καφές ήταν μια απλή καθημερινή στιγμή, σε ένα παρελθόν που κανένας δεν ήξερε ή δεν ήθελε να θυμάται πια.
Ο μουσαφίρης καθόταν στο παλιό τραπέζι της κουζίνας και ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα στην πλάτη του. Είχε πολύ καιρό να βρεθεί άνθρωπος να μπει μέσα στο σπίτι, πόσο μάλλον να κάτσει κιόλας για έναν καφέ. Όμως οι περιστάσεις αυτή τη φορά το επέβαλαν. Και η παλιά κουζίνα της γιαγιάς του, το σπίτι που άλλες τρεις γενιές πιο πριν το είχαν κατοικήσει κάμποσες δεκαετίες πίσω, είχε τούτη δα τη στιγμή δυο ανθρώπους να ανασαίνουν μέσα της και να οσφραίνονται τη μυρωδιά της ρίγανης που σαν να είχε κατακάτσει παντού εδώ και δυο αιώνες σχεδόν. Η γιαγιά του δεν τσιγκουνευόταν ποτέ τα μυρωδικά στα φαγητά. Ρίγανη, δυόσμος, μαϊντανός, αρισμαρί, τσουκνίδα… Όσο για το θυμάρι, όποτε έμπαινε στο σπίτι κρέας, του έδινε να καταλάβει. Όμως ήταν άλλες εποχές τότε, δύσκολες, ο τόπος είχε περάσει δυο πολέμους, κατοχή, πείνα και ξενιτιά κι έτσι το κρέας ήταν σπάνιο όπως η αύρα της θάλασσας που έφτανε με δυσκολία μέχρι εδώ ψηλά. Κι έτσι η ρίγανη συντρόφευε πάντα τα λαχανικά της όπως κι αν τα μαγείρευε.
"Δεν είναι ανάγκη να μπαίνετε σε κόπο για μένα!"
"Κανένας κόπος αγόρι μου, μην ανησυχείς. Έτσι, για την παρέα ένα καφεδάκι, ούτως ή άλλως έτοιμος ήμουν να ψήσω ένα για μένα πριν μου χτυπήσεις την πόρτα. Δεν ήταν τίποτα το ένα φλυτζάνι να γίνει δύο."
"Όπως νομίζετε…"
"Έχεις ξαναπιεί από αυτόν;"
"Ελληνικό καφέ; Μπα, δεν τον πρόλαβα, είχε ήδη εξαφανιστεί πριν γεννηθώ. Μεγάλωσα με τσάι κι αργότερα με στιγμιαίο, όσο άντεξε κι αυτός. Εσείς πως κι έχετε ακόμη;"
"Προνόησα για κάποια πράγματα, όταν είδα πως πήγαινε η κατάσταση. Για τα περισσότερα η υποδομή υπήρχε ήδη στο σπίτι. Οι παλιοί τα κουμαντάρανε όλα τότε χωρίς βία. Στα δύσκολα, λίγο μεράκι κι όρεξη να έχεις και μπορείς να ζήσεις σαν βασιλιάς. Μόνο μια χάρη θα σου ζητήσω…"
"Παρακαλώ πείτε μου!"
"Μπορεί να ζω πιο πολλά χρόνια από σένα αλλά εμφανισιακά δεν διαφέρουμε και πολύ. Κάποτε θα μας θεωρούσαν συνομήλικους. Και η κουβέντα μας θα είναι μεγάλη, από ότι καταλαβαίνεις. Οπότε ας μιλάμε στον ενικό, σαν παλιοί φίλοι που ξαναβρέθηκαν μετά από καιρό."
"Εντάξει" είπε χαμογελώντας, "όπως νομίζετ… όπως νομίζεις".
"Α γεια σου!"
Σέρβιρε τον καφέ σε δυο φλυτζάνια και τα έβαλε αντικρυστά στο τραπέζι. Έβγαλε από το συρτάρι τον καπνό κι άρχισε να στρίβει το πρώτο από τα πολλά τσιγάρα που προέβλεπε ότι θα καπνίσει σήμερα.
"Έχω βάλει και καπνό στον κήπο, για να μην απορείς. Όχι τίποτα σπουδαίο, ούτε από ποσότητα και, κυρίως, από ποιότητα. Αλλά τραβιέται ένα τσιγαράκι με τον καφέ. Και τόσο μόνο επιτρέπω στον εαυτό μου, ένα τσιγάρο κάθε μέρα."
"Κάποτε βρέθηκαν σε κυβερνητικές αποθήκες τρία κοντέινερ γεμάτα με τσιγάρα και πούρα. Φαίνεται κάποιοι ήθελαν να φανούν προνοητικοί, αλλά δεν τα κατάφεραν. Με το που έγινε γνωστό, έπεσαν όλοι σαν τις ακρίδες, εξαφανίστηκαν τα πάντα μέσα σε πέντε λεπτά."
"Ο κόσμος δεν μπορεί το ψέμα και το μυστικό. Ούτε την κοροϊδία. Αφού έγιναν όλα μαύρα έπρεπε να το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί, ενωμένοι, όχι ο καθένας να κοιτάξει την πάρτη του. Γι’ αυτό φτάσαμε ως εδώ, να κυνηγιούνται, να κρύβονται, να σκοτώνονται. Και γιατί; Τι θα αλλάξει αν του πάρεις του άλλου τη ζωή; Θα γίνει η δική σου καλύτερη;"
"Εσείς… συγγνώμη, εσύ… εσύ γιατί κρύφτηκες;"
"Γιατί δεν εμπιστευόμουν κανέναν πια. Γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε, βρεθήκαμε όλοι εμείς μαζί και μπήκαμε στο λούκι, όπως λέγανε, να ψάξουμε το απίθανο, το ανέφικτο, να βρούμε την πηγή της ζωής. Κι όταν τα καταφέραμε, τι έγινε; Μας την πήραν μέσα από τα χέρια και τη διέλυσαν και μετά μας έβγαλαν φταίχτες. Κι όταν δεν μπορούσαν πλέον να συμμαζέψουν το κακό, βάλθηκαν να μας εξαφανίσουν. Κι έτσι κι εγώ γύρισα κρυφά τον κόσμο. Χάθηκα μέσα σε δάση, σε πόλεις, ανάμεσα σε ανθρώπους και μακριά από αυτούς, πάνω στη θάλασσα και ψηλά στα όρη. Κι όταν είδα ότι πέρασαν πια τόσα χρόνια και δεν με είχε βρει κανένας, θες κουράστηκαν; θες βαρέθηκαν; θες δε με χρειάζονταν πια; αποφάσισα κι εγώ να γυρίσω εδώ, στον τόπο μου, να ξαναπάρει ζωή αυτό το σπίτι μετά από ενάμιση αιώνα. Φαντάζομαι ότι είχατε πάντα το νου σας μη φανώ εδώ, σωστά;"
"Οι προηγούμενοι έψαχναν σε διάφορα μέρη, με την ελπίδα να βρεθείς. Εδώ και χρόνια όμως τα δίκτυα παρακολούθησης έχουν καταστραφεί, άνθρωποι δικοί μας αυτομόλησαν και αποφάσισαν να ζουν ελεύθεροι, όπως λένε. Και με όλο το σαμποτάζ που έγινε σε δορυφόρους και επικοινωνίες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δύσκολα πλέον βρίσκεται κάποιος αν δεν το επιθυμεί. Έπρεπε να ανατρέξουμε σε πιο αντισυμβατικές και απαρχαιωμένες μεθόδους."
"Ήξερα ότι με κυνηγούσαν κι από τις δύο μεριές, ότι με αναζητούσαν ο καθένας για τον δικό του λόγο. Οι μεν για να τελειώνουν μια για πάντα με την ιστορία αυτή, οι δε για να μπορέσουν να αλλάξουν ξανά τον κόσμο και να τον φέρουν στα ίσια του πάλι."
"Πώς φτάσαμε ως εδώ; Μπορείς να μου πεις την ιστορία από την αρχή; Γεννήθηκα περίπου τριάντα χρόνια από όταν άρχισε όλο αυτό και τα περισσότερα τα ξέρω αποσπασματικά και μόνο."
Έπιασε να στρίβει ένα ακόμη τσιγάρο. Οι περιστάσεις απαιτούσαν να ξ��φύγει από την καθημερινή ρουτίνα του σε όλα. Από το να καπνίσει περισσότερο, να ανοίξει ίσως κι εκείνο το μπουκάλι με το τσίπουρο, φυλαγμένο στην αποθήκη από όταν ο παππούς του έφτιαχνε με το δικό του καζάνι και με τον δικό του ιδρώτα στο μέτωπο, μέχρι και να αρθρώσει ένα σωρό λέξεις, όσες δεν είχε ξαναβγάλει από το στόμα του συνολικά τους τελευταίους έξι μήνες που βρισκόταν εδώ. Και, το πιο δύσκολο, να βουτήξει στα κρύα νερά της μνήμης του, να νιώσει πάνω στο κορμί του και, κυρίως, στο μυαλό του, το παγωμένο παρελθόν, όλα όσα έγιναν κι η ανθρωπότητα έφτασε ως εδώ, τούτη τη μέρα.
"Ήμασταν νέοι τότε, ανίκητοι. Είχαμε όραμα, ιδέες, δύναμη. Νιώθαμε πως με ένα τεράστιο άλμα θα φτάναμε ως το φεγγάρι, με κατάδυση μιας ανάσας θα αγγίζαμε τον πιο βαθύ πάτο της θάλασ��ας. Ήμασταν καλή ομάδα εμείς οι εννιά, βγαλμένοι από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, με τεράστιες προοπτικές. Ψαχνόμασταν για το τι θα ήταν αυτό που θα μπορούσαμε να πετύχουμε, οι προτάσεις έπεφταν βροχή, σαν μια μπόρα του Ιούλη, μανιωδώς και χωρίς σταματημό. Μια αρμάδα βιολόγων, γενετιστών και γιατρών που είχαμε τα φόντα να πετύχουμε απίθανα πράγματα μέσα στο εργαστήριό μας.
Ξεκινήσαμε με αυτό που θεωρούσαμε τότε αδιανόητο, να πολεμήσουμε το τέρας του καρκίνου, το «κακό πράγμα» όπως έλεγαν τότε εδώ στα χωριά, στον τόπο μου. Περάσαμε μερόνυχτα, με εναλλασσόμενες βάρδιες να ψάχνουμε τι ήταν αυτό που θα μας βοηθούσε να το πετύχουμε. Τα μικροσκόπια θόλωναν από τις ανάσες μας που ήταν από πάνω τους διαρκώς. Οι υπολογιστές, όσο δυνατοί κι αν ήταν, είχαν πάρει φωτιά. Πειράματα επί πειραμάτων, δοκιμές, τρυβλία, μελέτες. Κι οι καφέδες να καταναλώνονται με μανία, λίτρα ολόκληρα από τον καθένα μας.
Ο καιρός περνούσε, τα αποτελέσματα δεν ήταν τα καλύτερα, όμως αυτό μας πείσμωνε και μας έκανε πιο ενωμένους σαν ομάδα, πιο αποφασιστικούς. Ακόμη κι αυτούς που αποθαρρύνονταν λιγάκι τους τραβούσαμε όσοι είχαμε περισσότερο σθένος και ορμή για να πιστέψουν και να τα καταφέρουμε.
Ο Ντμίτρι ήταν αυτός που βρήκε πρώτος τι έφταιγε και δεν είχαμε καλά αποτελέσματα. Δεν θα κάτσω να μπω σε αναλύσεις βιολογικές και χημικές για να σου εξηγήσω, ίσως να έχεις διαβάσει τα περισσότερα κιόλας, αλλά με μια μικρή αντιστροφή σε ένα μέρος της έγχυσης γονιδίων πέτυχε αυτό που ψάχναμε. Όλοι οι άνθρωποι της εταιρίας ενθουσιάστηκαν, σκέτος παροξυσμός! Όταν άρχισαν να βγαίνουν και τα πρώτα θετικά αποτελέσματα με απόλυτη επιτυχία, η χαρά έφτασε στο αποκορύφωμά της. Θυμάμαι ακόμη το βράδυ μετά τα πρώτα κλινικά, μαζευτήκαμε όλοι στο εργαστήριο, ακόμη κι όσοι είχαν κοιμηθεί μόλις δυο ώρες πριν μετά από δωδεκάωρη βάρδια. Με το που βγήκε το αποτέλεσμα ο φελλός της σαμπάνιας πετάχτηκε με δύναμη, τόση που χτύπησε ένα παράθυρο και το ράγισε. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας όταν το είδαμε και κατευθείαν σκάσαμε στα γέλια. Μια ώρα μετά ήμασταν όλοι ζαλισμένοι, ο καθένας μας μιλούσε και τραγουδούσε στη γλώσσα του, όμως καταλαβαινόμασταν, ξέραμε τι έλεγε ο άλλος. Γιατί όσα έβγαιναν από το στόμα μας ήταν λόγια και στίχοι ευδαιμονίας και ευχαρίστησης. Ήταν λέξεις θριάμβου και αγαλλίασης.
Πέντε μέρες αργότερα, η Άλις η Καναδή είχε μόλις πιάσει δουλειά και κοίταζε διάφορα χημικά αποτελέσματα όταν κάτι την παραξένεψε. Τα καρκινικά κύτταρα πέθαιναν σωρηδόν, όμως τα γειτονικά τους αναγεννιόντουσαν διαρκώς, σαν κάτι να τα ωθούσε να μην πεθαίνουν, να μη γερνάνε, να αλλάζουν διαρκώς χωρίς φθορά για το συνολικό όργανο. Με έπιασε παράμερα, δουλεύαμε μαζί εκείνη τη μέρα, και μου είπε με δυσκολία τι ανακάλυψε. Τα λόγια δεν της έβγαιναν εύκολα, της φαινόταν αδιανόητο όλο αυτό. «Δε μπορώ να το πιστέψω», μου έλεγε, «είναι δυνατόν να καταφέραμε κάτι τέτοιο παράπλευρα;». Περάσαμε δέκα ώρες καρφωμένοι πίσω από μια οθόνη υπολογιστή να μετράμε μία-μία τις ενδείξεις. Και μετά ξανά από την αρχή. Και πάλι τρίτη φορά. Δεν υπήρχε κανένα λάθος στις μετρήσεις, καμία απόκλιση, κανένα εργαστηριακό σφάλμα. Όταν εμφανίστηκαν αργότερα η Λουίζα, ο Μπάστιαν και ο Κιμ, μας βρήκαν με τα μάτια γουρλωμένα από την κούραση και την έκπληξη.
Περάσαμε δέκα μέρες κλεισμένοι στο εργαστήριο να μελετάμε τα πάντα, να κάνουμε νέα πειράματα, να αναλύουμε όλα τα δεδομένα που είχαμε μπροστά μας. Κοιμόμασταν σε καναπέδες, σε καρέκλες, ακόμη και κάτω στο πάτωμα, κανένας δεν ήθελε να φύγει από εκεί μέσα εκείνη τη στιγμή, βρισκόμασταν μπροστά σε κάτι ακόμη πιο μεγαλειώδες κι από αυτό που είχαμε καταφέρει λίγες μέρες νωρίτερα.
Το να νικήσεις μία αρρώστια, όσο δυνατή και δυσκολοκατάβλητη κι αν ήταν, είναι κάτι που θα το γιορτάσεις και θα το χαρείς με την ψυχή σου. Όταν όμως βρίσκεις κάτι τέτοιο, όταν ανακαλύπτεις αυτό που έψαχναν αιώνες τώρα άνθρωποι από όλο τον κόσμο, Σταυροφόροι, Κονκισταδόρες, αλχημιστές, θεολόγοι, επιστήμονες, όταν βρίσκεσαι μπροστά στην Πηγή της Ζωής, όταν είσαι έτοιμος να γευτείς το aqua de vida, τό��ε το μυαλό σου μπορεί και να σαλέψει, να χάσεις τον εαυτό σου, να τυφλωθείς από τη γνώση.
Ευτυχώς η ομάδα μας ήταν στιβαρή, κάθε μικρή απόκλιση κάποιου από την πορεία μας μαζευόταν εύκολα από τους υπόλοιπους κι έτσι προχωρούσαμε προς το απροσδόκητο, προς την κορυφή.
Λίγες μέρες αργότερα μαζέψαμε τα μεγάλα κεφάλια σε μια μικρή αίθουσα, κλειστή για όλους τους υπόλοιπους και τους είπαμε να μη μιλήσουν σε κανέναν για αυτή τη συνάντηση. Πρώτα θα άκουγαν τι έχουμε να τους πούμε κι έπειτα θα μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν με αυτό. Έπρεπε να τους αναλύσουμε τα πάντα, λεπτομέρεια προς λεπτομέρεια, από το πως θα μπορούσε να εφαρμοστεί, με ποιες δυνατότητες, τις συνέπειες σε κάθε τομέα της ζωής, από τους ηθικούς φραγμούς των θρησκειών μέχρι τους οικονομικούς και κοινωνικούς σε μια κοινωνία αγέραστη στο διηνεκές.
Έπειτα από δύο ώρες κουβέντας χωρίς διακοπή, με μόνο εμάς να μιλάμε ακατάπαυστα, το μικρό μας ακροατήριο είχε μείνει άλαλο. Είχαμε καταφέρει να νικήσουμε το Θάνατο! Είχαμε εξαλείψει τη φυσική φθορά του σώματος. Κάθε άνθρωπος πια μπορούσε με μία θεραπεία να ζει αιώνια χωρίς να αλλοιώνεται σωματικά. Και με τη μέθοδο που είχαμε στα χέρια μας, κάθε πιθανή αρρώστια ήταν διαχειρίσιμη και εφικτό να νικηθεί.
Η σιωπή τους ήταν εκκωφαντική. Κοιταζόμασταν μεταξύ μας για να δούμε αν είχαν καταλάβει τι τους λέγαμε, όμως ξέραμε πως μας εμπιστεύονταν, μας πίστευαν και πως τους είχαμε παρουσιάσει τα δεδομένα τόσο κατανοητά που κι ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να αφομοιώσει αυτή τη γνώση."
Το τασάκι γέμιζε σιγά-σιγά. Η συζήτηση ήταν αρκετά έντονη καθώς είχε χρόνια να μιλήσει για όλα αυτά, να τα μνημονεύσει και να έχει ένα τόσο προσεκτικό ακροατήριο μπροστά του. Αποφάσισε να φτιάξει ακόμη έναν καφέ και σηκώθηκε από τη θέση του. Ο φιλοξενούμενος αρνήθηκε την προσφορά του για ακόμη ένα φλυτζάνι, καθώς ο προηγούμενος δεν είχε τελειώσει ακόμη, δεν ήταν συνηθισμένος άλλωστε σε αυτή τη γεύση και του φαινόταν αρκετά έντονη. Ξανάβαλε το μπρίκι στη φωτιά κι άρχισε να ανακατεύει το καφέ υγρό, ελάχιστα, με το που άρχισε να γίνεται ένα μείγμα, όπως ακριβώς τον έφτιαχνε κι η μάνα του. «Ο καφές δεν θέλει ανακάτεμα με τις ώρες», του έλεγε, «λίγο στην αρχή και μετά απλά περιμένεις να βράσει κι είναι έτοιμος».
"Και τελικά πως αντέδρασαν;"
"Είχαμε τη μοναδική ευχαρίστηση τότε να δουλεύουμε με και για ανθρώπους έξυπνους, ηθικούς, ξεχωριστούς. Άτομα που έβαζαν την ανθρώπινη ύπαρξη πάνω από όλα, που ήθελαν να βοηθήσουν το είδος μας να ανταπεξέρχεται και ��α επιβιώνει από ασθένειες κι από όλα όσα μπορούσαν να μας νικήσουν σωματικά.
Το να βγάζαμε έτσι απλά στον κόσμο αυτό που είχαμε βρει ήθελε συγκεκριμένες κινήσεις, προσεγμένες και ήρεμες. Σκέψου πως εκείνη την περίοδο, για παράδειγμα, στα 65 σου χρόνια έβγαινες σε σύνταξη, σταματούσες να δουλεύεις και το κράτος σου πλήρωνε ένα μηνιαίο εισόδημα. Τι θα γινόταν τώρα που κανένας δεν θα πέθαινε πια; Πως θα μπορούσε να διαχειριστεί μία κυβέρνηση τη συνεχή αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων; Κάτι θα έπρεπε να αλλάξει εκεί, αλλά από την άλλη, πως θα μπορούσες να πεις σε κάποιον πως θα μπορεί να ζει για πάντα, αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να δουλεύει και για πάντα;
Κι από την άλλη είχαμε και τα ηθικά διλήμματα: πως θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε σε κάποιον αυτή τη δυνατότητα, του να μπορεί να ζει αιωνίως, όταν αυτός ο κάποιος μπορεί να είχε χάσει μόλις πρόσφατα το σύντροφό του, τους γονείς του, το παιδί του; Πώς θα είχαμε το σθένος να του πούμε πως θα μπορούσε να ζει για πάντα με τη θλίψη του;"
"Τι πήγε στραβά όμως;"
"Α, ναι! Το κρίσιμο σημείο! Το πως όλα πήραν την κάτω βόλτα! Δυστυχώς, ο άνθρωπος είναι ζώο περήφανο και έχει πάντα την ιδιοτέλεια σε κάποιο μέρος του ταπεινού μυαλού του. Η φήμη, η δόξα, το χρήμα, μικροί διάβολοι που μπορούν να τριβελίζουν στο κεφάλι σου και να σε κάνουν να αλλάξεις από τη μια στιγμή στην άλλη, χωρίς ενδοιασμό και με περιφρόνηση για τους ανθρώπους με τους οποίους είσαι κοντά.
Το λάθος το δικό μας είναι ότι δεν προλάβαμε να πατεντάρουμε αυτό που βρήκαμε για να μη γίνει έρμαιο στους κακόβουλους. Το λάθος του Στιβ είναι ότι πίστεψε πως θα μπορούσε να κερδίσει κάτι μεγάλο από αυτό. Διέρρευσε τη μελέτη σε άλλες τρεις εταιρίες προσπαθώντας να καρπωθεί όσα περισσότερα μπορούσε. Είχε ενθουσιαστεί με όσα είχαμε βρει, πίστευε πως θα άλλαζαν τον κόσμο ολοκληρωτικά, αλλά ο ίδιος μας είχε δηλώσει πως δε θα συμμετείχε, δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να δεχτεί κάτι τέτοιο στο κορμί του. Προτιμούσε να ζήσει όσο καλύτερα και πιο ευχάριστα για τα χρόνια που του απέμεναν. Παρ’ όλα τα χρήματα που πήρε, πάντως, δεν τα κατάφερε. Μάθαμε ότι πέθανε δέκα χρόνια αργότερα, απομονωμένος σε κάποιο νησί του Ειρηνικού, μακριά από όλους, από μία καλπάζουσα μορφή καρκίνου. Κι όπως είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται τα πράγματα, δεν είχε τρόπο να θεραπευτεί εκεί που βρισκόταν. Η Ειρωνεία μερικές φορές βρίσκει τον τρόπο να ξεκαρδίζεται με αυτά που καταφέρνει.
Η μελέτη κυκλοφόρησε παντού αστραπιαία. Στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη εταιρίες είχαν ξεκινήσει να φτιάχνουν ορούς, μείγματα, να κάνουν πειράματα και να είναι έτοιμοι να κυκλοφορήσουν την απόλυτη θεραπεία. Μπορεί να μην προλάβαμε τον Στιβ από το να δώσει αλλού όσα ανακαλύψαμε, αλλά τουλάχιστον πετύχαμε δικαστικά να μην πατενταριστεί κάτι, ώστε να μη μπορέσει μία μόνο εταιρία να καρπωθεί το μέγιστο κέρδος. Και πάλι, βέβαια, τίποτα δεν ήταν εύκολο."
"Γιατί έτσι;"
"Φαντάσου μια κοινωνία ανισοτήτων, έναν κόσμο που χωρίζεται σε πλούσιους και φτωχούς, σε έχοντες και μη έχοντες. Σε άτομα εύρωστα και σε άτομα που δυσκολεύονται ακόμη και για τα καθημερινά. Και δεν εννοώ μόνο σε οικονομικό επίπεδο.
Εννοείται πως οι πρώτοι που θέλησαν να δοκιμάσουν ήταν οι ισχυροί του πλανήτη. Ζούσαν μία ζωή μεγιστοποιώντας τα κέρδη τους και πλέον είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν αυτό χωρίς σταματημό, ποιος από αυτούς δεν θα το ήθελε; Η ακόρεστη όρεξη για χρήμα και εξουσία επιζητά όλο και περισσότερα από δαύτα. Μέσα σε ένα χρόνο, τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως είχαν ξεκινήσει ένα νέο ταξίδι χωρίς σταματημό. Κάποιοι ήταν αχόρταγοι, αλλά κάποιοι είχαν και βλέψεις πάντως. Πίστευαν πως θα μπορούσαν πλέον με αρκετή επιμονή και χρήμα, καθώς χρόνο είχαν αμέτρητο, να πετύχουν πράγματα όπως διαστρικά ταξίδια, επιστημονικές ανακαλύψεις πέρα από το νου, όπως ταξίδια στο χρόνο και άλλα τέτοια. Φληναφήματα…
Όμως η ζυγαριά έχει δύο τάσια. Και όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο έπρεπε να μείνουν μακριά από αυτό που ήταν ήδη άπιαστο. Τότε άρχισαν να ξεσπούν οι πρώτες ταραχές σε διάφορες περιοχές του κόσμου, από την υποσαχάρια Αφρική μέχρι τη νοτιοανατολική Ασία κι από την κεντρική Αμερική μέχρι την ανατολική Ευρώπη. Αλλά μη νομίζεις, ακόμη και στην Κίνα που ήταν η πρώτη οικονομική δύναμη παγκοσμίως, οι ταραχές ήταν βίαιες και ανεξέλεγκτες. Ο λαός πίστευε πως το μεγάλο κεφάλαιο τον θεωρούσε αναλώσιμο προϊόν, ένα υποχείριο που θα εργάζεται μέχρι την τελευταία του πνοή, όσο οι ισχυροί θα πλουταίνουν για χρόνια.
Είχαμε ήδη αποφασίσει να αναλάβουμε δράση και δεν ήμασταν μόνοι μας. Οι Ελβετοί μπορεί να χρυσοπλήρωσαν τον Στιβ, αλλά είδαν σύντομα που οδηγούνταν η κατάσταση κι έτσι αποφασίσαμε να συμπορευτούμε και να προσφέρουμε όσα έδιναν οι άλλοι, αλλά χωρίς κόστος. Κάναμε χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα σε λίγους μήνες πηγαίνοντας σε κάθε φτωχή μεριά της Γης. Ο κόσμος δεν ήταν δεκτικός κι έτσι η αποστολή μας ήταν αρκετά δύσκολη. Όμως καταφέραμε να προσφέρουμε ελπίδα σε κάποιους που δέχτηκαν την πρότασή μας και έγιναν κι αυτοί αθάνατοι.
Πέραν των ταραχών, το δεύτερο πρόβλημα που εμφανίστηκε ήταν οι θρησκόληπτοι. Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της πίστης και δεν κατανοούσα διάφορες πτυχές των θρησκειών, ίσως και λόγω του ότι ήμουν επιστήμονας, δεν ξέρω. Όμως το να αποφασίσουν χιλιάδες άτομα να δώσουν τέλος στη ζωή τους μαζικά ή και ατομικά πιστεύοντας πως ήμασταν ��οντά στην Αποκάλυψη ή στην έλευση του Αρμαγεδδώνα, ήταν κάτι που ξεπερνούσε το νου μου.
Τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια τα νούμερα ήταν εντυπωσιακά κι από τις δύο πλευρές. 3,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι είχαν προσπεράσει τη θνητότητα, 645 εκατομμύρια αυτοκτονίες σε όλο τον πλανήτη. Θα μπορούσα να προσθέσω κι όσους αφέθηκαν να τους νικήσει κάποια αρρώστια, μη δεχόμενοι τη θεραπεία μας, αλλά η ηθική μου δε θα μου το επέτρεπε. Κάποιοι, μάλιστα, θεώρησαν πως θα ήταν μια ιδανική περίπτωση για ένα καλό «ξεσκαρτάρισμα» του είδους μας. Ούτε με αυτούς θα μπορούσα να συμφωνήσω πάντως."
Το τασάκι πλέον ήταν ξέχειλο, είχε αρχίσει να ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Οι θύμησες όλων των γεγονότων, τόσο ζωντανές, τόσο δυνατές, τον έκαναν να μιλάει ακατάπαυστα και με ενθουσιασμό, ασχέτως με το τι είχε να διηγηθεί. Άνοιξε το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη κι έβγαλε το γυάλινο μπουκάλι με το τσίπουρο. Αφού ξέπλυνε βιαστικά το φλυτζάνι που μέχρι πριν λίγο είχε τον καφέ του, το γέμισε μέχρι το χείλος και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Χωρίς να ρωτήσει, πήρε ένα μικρό ποτήρι του κρασιού και το γέμισε για τον ακροατή του και του το έτεινε. Αυτός το πήρε στο χέρι του και το ύψωσε. «Στην υγειά μας», είπαν με μία φωνή.
"Θα ήταν κάπου στα πενήντα χρόνια όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα χειρότερα νέα. Σε διάφορες χώρες του κόσμου τα συστήματα είχαν ήδη αρχίσει να καταρρέουν, συστήματα καταγραφών και υγειονομικών πεπραγμένων, όμως τα δεδομένα που έρχονταν στα χέρια μας δεν θα μπορούσαν να σφάλουν τόσο. Κάτι είχε αλλάξει δραματικά από γενετική άποψη. Τα νούμερα είχαν αρχίσει να γίνονται τρομακτικά. Οι γεννήσεις είχαν αρχίσει να μειώνονται κατά 20% τα τελευταία χρόνια, όμως το χειρότερο ήταν μπροστά μας. Αναλογία 5:1 υπέρ των θηλυκών ήταν κάτι που δεν ενέπιπτε σε κάποιο σφάλμα. Ο κόσμος μας μετατρεπόταν γρήγορα σε μία Γη γυναικών. Και δεν ήταν αυτό που μας φόβιζε πιο πολύ. Αυτό που μας τάραξε ήταν ότι οι γεννήσεις άρχισαν να φθίνουν εκθετικά.
Έτσι αρχίσαμε να ψάχνουμε ακόμη πιο έντονα και βρεθήκαμε μπροστά στη συνταρακτική αλήθεια, αυτή που πλέον ξέρουμε όλοι. Είχαμε δημιουργήσει έναν κόσμο αθάνατο, έναν κόσμο χωρίς αρρώστιες, έναν κόσμο εύρωστο σωματικά. Αλλά ταυτόχρονα τον είχαμε μετατρέψει σε έναν κόσμο ανισοτήτων, σε έναν κόσμο ολοένα και πιο θηλυκό, αλλά και σε έναν κόσμο στείρο, τελείως άγονο. Ακόμη κι αν οι γεννήσεις με φυσικό τρόπο εξακολουθούσαν να φέρνουν περισσότερα κορίτσια στο φως της μέρας, θα μπορούσαμε με τεχνητές γονιμοποιήσεις να αλλάξουμε τα ποσοστά και να φέρουμε μια ισορροπία. Όμως πλέον οι γυναίκες δεν είχαν μόνο την αριθμητική υπεροχή, αλλά ήταν και άτεκνες. Πλήρως. Χωρίς δυνατότητα κάποιας επιστημονικής παρέμβασης για να αλλάξει αυτό.
Όταν μαθεύτηκαν τα νεότερα, δεν ήταν άλλωστε και εύκολο πλέον να κρατήσεις κάτι μυστικό για πολύ εκείνη την εποχή, οι ταραχές ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Σε κάθε περιοχή είχαμε συγκρούσεις για διάφορους λόγους. Στις ΗΠΑ οι μαύροι και οι λατίνοι, ήδη για χρόνια καταπιεσμένοι και υποβιβασμένοι, ξέσπασαν απέναντι στη λευκή υπεροχή. Στον αραβικό κόσμο, οι μουσουλμάνοι, ήδη αντιταγμένοι στην όλη κατάσταση λόγω θρησκείας, άρχισαν να επιτίθενται σε όμορα κράτη. Στην Ινδία, αφού οι ανώτερες κάστες άρχισαν να ξεπαστρεύουν τις κατώτερες με κάποιο μέτρο, ξεκίνησαν καινούργιες διαμάχες δυτικά και ανατολικά, με Πακιστάν και Μπαγκλαντές. Νησιωτικά κράτη στον Ειρηνικό, που πίστευαν πως ήταν αποκομμένα από όλα, βρέθηκαν υποταγμένα σε έναν νέο αποικιακό έλεγχο και οι κάτοικοί τους εκδιώχθηκαν κακήν κακώς.
Η επιστημονική κοινότητα, διαμελισμένη και καταρρακωμένη, άρχισε να ψάχνει τρόπους να επαναφέρει τα πάντα στη φυσική τους ισορροπία. Στο διάολο να πάει η αθανασία αν είναι να μην μείνει κανένας ζωντανός από χέρι άλλου! Βαλθήκαμε με κάθε τρόπο να κάνουμε επανεκκίνηση στα πάντα, παρόλο που τα πρώτα αποτελέσματα έδειχναν πως η επαναφορά δεν ήταν τελικά τόσο εύκολη.
Και τότε άρχισαν να μας επιτίθενται. Μέσα σε πέντε μήνες τα πέντε από τα εναπομείναντα οχτώ μέλη της ομάδας μου βρέθηκαν δολοφονημένα. Ερευνητές παντού βρίσκονταν σφαγιασμένοι ή με μια τρύπα από σφαίρα στο κεφάλι. Κάποιους τους κρέμασαν για παραδειγματισμό ενώ άλλοι υποβλήθηκαν σε φριχτά βασανιστήρια μέχρι να ξεψυχήσουν. Πληρώναμε το τίμημα του να γίνουμε θεοί και το πληρώναμε ακριβά. Ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου ήθελε πλέον να αφήσουμε τα πράγματα να ξεκαθαρίσουν από μόνα τους, ακόμη κι αν αυτό θα οδηγούσε στον αφανισμό μας.
Οι εκρήξεις στα εργαστήρια γενετικής και μικροβιολογίας ήταν καθημερινό φαινόμενο. Δε φτάνει που μείωναν τα διαθέσιμα άτομα, συρρίκνωναν και το χώρο δράσης μας. Η επικοινωνία μεταξύ μας ήταν αδύνατη, φοβόμασταν μην αποκαλύψουμε το που βρισκόμασταν, νιώθαμε πως μας παρακολουθούσαν σε κάθε μας βήμα, πως άκουγαν κάθε ανάσα μας.
Ο πόλεμος πλέον είχε δύο πλευρές: αυτούς σαν του λόγου σου που προσπαθούσαν να μας βρουν και να μας οδηγήσουν σε ασφαλή μέρη κάτω από τη γη για να μπορέσουμε να δουλέψουμε απερίσπαστοι και σε αυτούς που θέλουν να μας εξαφανίσουν.
Ήμουν κρυμμένος για καιρό όταν βρήκα το θάρρος να αναζητήσω την Άλις με κάθε τρόπο. Είχαμε βρεθεί πολύ κοντά οι δυο μας και είχαμε ανταλλάξει πολλές πληροφορίες κι έτσι είχα ένα μικρό μπούσουλα για να πιστεύω πως θα άξιζε να ψάξω να τη βρω. Διέσχισα μεγάλες αποστάσεις με κάθε μέσο, με τα πόδια, με αυτοκίνητο, βρέθηκα στα ορεινά της Γερμανίας και στις νότιες ακτές της Ισπανίας, ενθυμούμενος κάθε μικρή λεπτομέρεια που μου είχε αποκαλύψει για την καταγωγή της, για τις επιθυμίες της αλλά και για τα μέρη που είχε ταξιδέψει."
"Και τελικά;"
"Τελικά με βρήκε αυτή. Μαύρη η ώρα… Ήμουν κοντά στο Τολέδο όταν ένας νέος, εμφανισιακά τουλάχιστον αφού οι ηλικίες ήταν ακαθόριστες πλέον, με βρήκε σε μια παλιά εξοχική κατοικία, εγκαταλελειμμένη από καιρό. Δεν είχα μαζί μου κανένα μέσο προστασίας κι όταν τον είδα να πλησιάζει πίστεψα πως ήρθε το τέλος μου. Όμως όχι, η ��λις ήξερε ότι θα την έψαχνα κι είχε το νου της να ειδοποιήσει κάθε γνωστό της σε περίπτωση που βρισκόμουν σε κάποιο από τα μέρη που μου είχε πει. Ο Φερνάντο, έτσι τον έλεγαν, μου έδωσε ένα δορυφορικό τηλέφωνο για να μιλήσω μαζί της. Η χαρά μου που βρεθήκαμε, το να είναι καλά και να ακούω τη φωνή της, δεν περιγραφόταν. Δεν θα σου κρύψω πως είχα αναπτύξει συναισθήματα για αυτήν, την αγαπούσα με έναν ιδιαίτερο τρόπο, πλήρη σεβασμού για το άτομό της. Μιλήσαμε για περίπου δέκα λεπτά, με τα αναφιλητά μας να μας διακόπτουν κάθε λίγο και συμφωνήσαμε να μιλήσουμε πάλι την επόμενη μέρα, αλλάζοντας κι οι δύο τοποθεσία. Έπρεπε πάνω απ’ όλα να προσέχουμε.
Ξεκίνησα τις προσπάθειες να επικοινωνήσω τη συμφωνημένη ώρα, όμως δεν πετύχαινα κάτι. Ο Φερνάντο μου είπε πως ίσως βρίσκονταν ακόμη σε κίνηση και δεν ήθελαν να προδώσουν τη θέση τη δική τους, αλλά και τη δική μας. Η μέρα πέρασε και η νύχτα ήρθε γρήγορα, βλέπεις ήταν αρχές Νοέμβρη, αν θυμάμαι καλά.
Τρεις μέρες παλεύαμε και τρεις μέρες οι προσπάθειές μας έπεφταν στο κενό. Καμία απόκριση σε κάθε μας κλήση. Βρισκόμασταν κι εμείς εν κινήσει, αλλά σε κάθε ευκαιρία ενεργοποιούσαμε το τηλέφωνο γεμάτοι ελπίδες, που σιγά σιγά εξανεμίζονταν.
Ήταν ξημερώματα της τέταρτης μέρας και βρισκόμασταν σε μια καταπράσινη πλαγιά, από αυτές που άλλοτε θα χαζεύαμε σε εικόνες στο κινητό μας για λίγα δευτερόλεπτα προτού πάμε στην επόμενη εικόνα. Τι ειρωνεία! Κάποτε βλέπαμε αυτά τα τοπία και λέγαμε συνέχεια πόσο ωραίο θα ήταν να ξεφεύγαμε για λίγο από τη ρουτίνα μας και τον καθημερινό τρόπο ζωής για να πάμε μια βόλτα εκεί, να ξεσκάσουμε, να αφήσουμε την πραγματικότητα κλειδωμένη στο σπίτι μας και να χορτάσουμε φύση και ουρανό! Κι εκείνη τη μέρα, ήμασταν εκεί, στρατοπεδευμένοι, χωρίς ίχνος ανάγκης να αγναντεύσουμε και να νιώσουμε χαρά από όσα βρίσκονταν μπροστά στα μάτια μας.
Ο Φερνάντο άνοιξε τη συσκευή και δύο λεπτά αργότερα μας κάλεσαν. Αν ήμασταν μια φορ�� κατηφείς κι απογοητευμένοι, τα νέα που ακούσαμε μας έκαναν να νιώσουμε ακόμη χειρότερα. Η συντροφιά τους έπεσε σε ενέδρα. Τέσσερα από τα εφτά μέλη ήταν νεκρά κι ανάμεσά τους και η Άλις. Τους είχανε εντοπίσει λόγω το στίγματος και μας είπαν πως επειδή έπρεπε να προφυλαχτούν δεν έπρεπε να έρθουμε σε επικοινωνία ξανά. Δεν είχε και νόημα πλέον.
Στη ζωή μου είχα βιώσει την απώλεια πολλές φορές. Είχα χάσει τον πατέρα μου στην εφηβεία, τη μάνα μου κάπου στα τριάντα μου, παππούδες και γιαγιάδες, φίλους και συναδέλφους. Ακόμη και ένα παιδί, ναι, την κόρη μου, που πρόλαβε να ζήσει τέσσερα χρόνια μέχρι να φύγει από ένα καταραμένο ανεύρυσμα. Τέσσερα χρόνια που ήταν τα πιο ευτυχισμένα της ζωής μου και που τα ακολούθησαν εκατό χρόνια μαυρίλας. Ένας χαμός που με οδήγησε στην κατάθλιψη, στο διαζύγιο και στην αποξένωση. Όμως τα δάκρυα που κύλησαν μαθαίνοντας το θάνατο της Άλις ήταν οδυνηρά περισσότερα. Ίσως διότι μαζί της είχε χαθεί οριστικά και η ελπίδα μου.
Χωριστήκαμε με τον Φερνάντο με μια μεγάλη αγκαλιά καθώς ξέραμε πως μπορεί να βρεθήκαμε για λίγο και να μην συναντιόμασταν ποτέ ξανά, όμως μας είχε δέσει η μοίρα όλου του κόσμου σε αυτές τις στιγμές. Δεν είχα νέα του, ούτε και τον αναζήτησα και πιστεύω πως κι αυτός το ίδιο έκανε. Εύχομαι μόνο να είναι καλά και ζωντανός, όπου κι αν βρίσκεται.
Τα χρόνια πέρασαν χωρίς να αλλοιώνουν την όψη μου, παρά μόνο χαράζοντας την ανθρωπότητα ανελέητα. Είχα αποκοπεί από όλα, αλλά όσο κι αν το θες, τα νέα μαθαίνονται, αδυσώπητα τις περισσότερες φορές. Όταν πλέον είχε περάσει σημαντικά μεγάλο διάστημα, βρέθηκα εδώ, στο λημέρι μου, να βλέπω τον χρόνο να περνάει χωρίς σταματημό και νόημα. Θα μπορούσα να ορθώσω ανάστημα, να αναζητήσω αυτούς που θέλουν να παλέψουν και να βοηθήσω, όμως δεν είχα ποτέ το σθένος και το κουράγιο. Φαίνεται πως χρειαζόμουν μία χείρα βοηθείας ξανά για να μπορέσω να σηκωθώ και να επιτελέσω και πάλι το καθήκον μου σαν άνθρωπος. Και να που ήρθες εσύ…"
"Από μηχανής θεός, σωστά;" είπε χαμογελώντας.
"Κάπως έτσι…"
"Είναι καιρό τώρα που οργανωθήκαμε και βάλαμε τα δυνατά μας για να τελειώσουμε οριστικά με όλα τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν. Χρειάστηκε τόλμη από όλους εμάς να μαζευτούμε, να οργανωθούμε και να φτιάξουμε αυτό το δίκτυο ανθρώπων σε όλο τον κόσμο ώστε να πετύχουμε μια οριστική λύση. Το πιο δύσκολο ήταν να βρούμε όλους εσάς, αλλά άξιζε τον κόπο, το χρόνο και τους πόρους για να το πετύχουμε."
"Και τώρα; Θα πρέπει να ετοιμαστώ για να φύγουμε;"
"Τώρα που βρεθήκαμε δεν υπάρχει και μεγάλη βιασύνη, όλα θα πάρουν το δρόμο τους."
Σηκώθηκε για να αδειάσει το τασάκι στον καλάθι των σκουπιδιών, οι παλιές συνήθειες δεν φεύγουν τόσο εύκολα από το είναι του καθενός. Έσκυψε για να το σκουπίσει λιγάκι κι όταν σηκώθηκε ένιωσε μία πίεση στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, κάτι μεταλλικό και κρύο να τον αγγίζει. Έσκασε ένα στραβό χαμόγελο.
"Είχα πάντα την απορία ποιος θα με βρει πρώτος. Κι εδώ και καιρό είχε αρχίσει να μη με νοιάζει κιόλας. Σκέψου ότι έβαζα και στοίχημα με τον εαυτό μου μερικές φορές για το ποιος θα εμφανιστεί. Θα βοηθούσα, θα έκανα το ανθρωπίνως δυνατό αν ερχόταν κάποιος από τους άλλους. Αλλά δε σου κρύβω πως είχα κουραστεί πια. Η αθανασία φέρνει μαζί της και την κούραση, ψυχολογική κυρίως. Κι όταν είσαι κατά βάση αδύναμος σαν χαρακτήρας, η αυτοχειρία δεν είναι στις επιλογές σου. Έτσι απέμεινα να περιμένω το τέλος, όποιο κι αν ήταν αυτό. Μη σου πω πως ένα κομμάτι του εαυτού μου πρόσμενε εσένα."
"Κύριε Νίκο, φτάσαμε όλοι μαζί στην άκρη του γκρεμού, από αβλεψίες, από λάθη, από την ανάγκη κάποιων να το παίξουν θεοί, όπως είπατε. Και, συγγνώμη για τον πληθυντικό, αλλά σας σεβόμουν κι ακόμη σας σέβομαι. Γι’ αυτό και ήθελα να έρθω εγώ εδώ σήμερα. Να κλείσω και το τελευταίο κεφάλαιο αυτού του έργου με τα δικά μου χέρια. Σας θεωρούσα ήρωα για αυτό που πετύχατε, ποιος θα το πίστευε άλλωστε! Κι ακόμη σας θεωρώ γιατί ξέρω πως όσα κάνατε ήταν με πλήρη ανιδιοτέλεια. Θέλατε το καλό, όμως ήσασταν τυφλός μπροστά στις επιδιώξεις των υπολοίπων. Θα μπορούσα να σας αφήσω να ζήσετε, όμως δεν μπορώ να το ρισκάρω άλλο. Φτάσαμε στην άκρη του γκρεμού και ήρθε η ώρα να πέσουμε και να χαθούμε. Όλοι μας."
"Κάνε δουλειά σου, μην σκας. Και σ’ ευχαριστώ που κάθισες μαζί μου αυτές τις τελευταίες στιγμές και με άφησες να ξαλαφρώσω από όσα είχαν κάτσει πάνω στην ψυχή μου εδώ και χρόνια. Και που ήπιαμε έναν καφέ κι ένα τσίπουρο μαζί και καπνίσαμε, έτσι, όπως παλιά, εκείνα τα άδολα χρόνια. Μόνο άσε με να πάρω μια τελευταία μεγάλη ανάσα από τούτο τον κόσμο και ξαπόστειλέ με οριστικά."
Φούσκωσε το στήθος του με ορμή κι άφησε σιγά σιγά την ανάσα του να φεύγει ταυτόχρονα με τη ζωή του. Δεν άκουσε τον ήχο της εκπυρσοκρότησης, ούτε ένιωσε το τράνταγμα της κάνης. Το μόνο που άκουσε και είδε φευγαλέα ήταν ένα σπουργίτι που είχε κάτσει έξω από το παράθυρο και που τρόμαξε από τον ξερό ήχο του όπλου. Κλείνοντας τα μάτια του, χάραξε στις ίριδες των ματιών του την εικόνα του βουνού, ψηλού, μελαγχολικού και καταπράσινου, κάτω από το πέπλο της ομίχλης ενός Απρίλη αυτού του κόσμου.
1 note
·
View note
Photo
Constantine Malyutin - Кофе. 57Х79 см. 2019 / http://bit.ly/2zD9Boy
9 notes
·
View notes
Text
χαίρομαι που η οικογένειά μου είναι τόσο υποστηρικτική προς την μαγειρική μου αλλά τελευταία με αντιμετωπίζουν λες και είμαι σεφ με 3 αστέρια μισελεν όταν η go-to συνταγή μου είναι μακαρόνια με σάλτσα και η σάλτσα είναι κυριολεκτικά ένα χωράφι ντομάτες και δύο χωράφια σκόρδο
#η μάνα μου: να μαγειρέψει η χρυσάνθη που κάνει ωραία την σάλτσα#εγώ (με τόσο σκόρδο στα χέρια μου που θα σκότωνε μια διμοιρία βρικόλακες): ότι πεις#ευχαριστώ για το σαπορτ μαμά το εκτιμώ<3#σίγουρα έχω κάνει γκλοου-απ από τότε που κόλλησα ένα αυγό στο μπρίκι επειδή δεν μου 'κοψε να βάλω λάδι ή νερό μέσα πριν το βράσω
10 notes
·
View notes
Photo
Ο καλός ο Ελληνικός...
5 notes
·
View notes
Text
once upon a time, in a charming coastal town, there was a little house with a big garden. this is where our story takes place, among the wild oleander and pear trees.
the day begins early but languidly 8AM, time for breakfast. the sun is already high in the sky, and the first few cicadas are chirping in the trees. my grandma makes me an herbal tea picked from our village with honey and lemon. i drink it slowly, with honey-butter toast. my grandpa sips his coffee and lights a cigarette, sticking it between his lips as he concentrates on his sudoku
10AM means it's time to head to the beach. i slip into my bikini and generously apply sunscreen. the sun is burning hot already. the beach isn't big or fancy. it's covered in dried black seaweed and broken seashells, but this is where i've grown up and i love it. the water is cool, seaweed tickles my toes and i slip on algae-covered rocks
12PM is busy. the house is humming, alive. i shower the salt off me hastily, sometimes with the garden hose. i change into plain clothes, old shorts and a tank top or one of my mom's old dresses. everyone helps set the table
2PM we've had our lunch. the adults of the house have their midday nap, while we watch TV and read books. the sun is at its hottest. going outside is a no-no. the cicadas are nearly bursting, and it seems even the flowers are wilting under this extreme heat. my laptop is warming me up, and i have to take breaks and set it down. everyone is waiting for the heat to subside. the world is still
4PM and my grandparents are waking up. i listen to them make their coffee in the small kitchen. the old drawers creak and groan, the click of the lighter and the whoosh of the gas flame, the metal clink of the briki (μπρίκι). familiar sounds. after they have their coffee, they will offer me a mini ice cream (παγωτίνι) and fruit, watermelon, peaches, or pears from the garden. i savor them as they tell me stories of their past. we discuss the afternoon plans, although there is no reason. this is decades-old routine
6PM by now, we have had our snacks and drinks. the house is once again alive as we scramble to put on our bikinis and drive to the hot springs. these springs are a well-kept secret among the locals, yet timing is crucial. arrive too early, and the hot water combined with the mesimeri sun will be unbearable. arrive too late, and the pools will be absolutely packed beyond description. the pool we frequent is the most secluded, made of large stones and hidden behind reeds. turtles shuffle by and dragonflies dip to the spring's surface
8PM after showering and getting dressed, we line up in front of the mirror to comb our hair and put on earrings. we are going to town tonight. dimly lit, sleepy yet energetic, and bursting with flavor. salty corn on the cob, creamy soft-serve ice cream, sickeningly sweet halva, and anything your heart desires. the main street is packed. all the kids are running towards the amusement park, with weary adults trailing them
10PM the day is coming to a close. the TV is droning on, a soap opera we all throw shy glances at. is anyone in the bathroom? i need to brush my teeth! mosquitos buzz in and out the front door, always left open. we slip our flipflops off at the bottom of the stairs and climb into bed, books under our arms and the AC's remote control perched on the bedside table. lights switch off one by one, and silence falls over the little house
#kalokairi#διακοπές#καλοκαίρι#γκρικ ποστ#greek posts#summer#summertime#cottagecore#summer vibes#day in the life#girlblogger#girlblogging
2 notes
·
View notes
Text
Σαν σήμερα, έναν χρόνο πριν.
21.11.2019.
[07:00-Σπίτι]
07:00 η ώρα. Πρέπει να ξυπνήσω. Πρέπει να ετοιμαστώ.
Ύστερα από πολλή προσπάθεια, αφήνω πίσω μου τα ζεστά μου παπλώματα. Αφού στρώσω το κρεβάτι μου, κατευθύνομαι στην κουζίνα. Βάζω το μπρίκι με λίγο νερό να βράζει.
Πηγαίνω στο σαλόνι και βάζω στην πρίζα τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Κοντοστέκομαι και τα χαζεύω καθώς αυτά αναβοσβήνουν με διάφορους ρυθμούς. Στολίζουμε πάντα 1 μήνα πριν τα Χριστούγεννα.
Ωραία γιορτή· ίσως και η αγαπημένη μου, παρά την μελαγχολία που μου προκαλούν.
Επιστρέφω στην κουζίνα. Έβρασε το νερό. Φτιάχνω στα γρήγορα τον καφέ μου και κάθομαι στην τραπεζαρία.
Μαύρο ή μπλε τζιν; Το αιώνιο δίλημμα.
[15:30-Στούντιο]
Κάθε φορά που βρίσκομαι στο στούντιο με τους υπόλοιπους, νιώθω σαν να υπάρχω μόνο εγώ και η κιθάρα μου. Τρελό, αν σκεφτούμε ότι γύρω μου υπάρχουν τουλάχιστον 4 άτομα.
Έπειτα από 3 ώρες πρόβας, νιώθω πιο έτοιμη από ποτέ. Έκανα αρκετά λάθη σήμερα. Ίσως φταίει το άγχος μου. Αυτό το ανεξήγητο άγχος, παρότι έχω παίξει σε πολλές συναυλίες.
Μαζεύω τα πράγματά μου και, αφού αποχαιρετήσω τους υπόλοιπους, παίρνω τον δρόμο για το σπίτι μου. Στην διαδρομή ‐σε αυτήν την μεγάλη διαδρομή‐ φοράω τα ακουστικά μου, χωρίς να τα βγάλω ούτε λεπτό. Η αγαπημένη μου playlist φροντίζει να μου κάνει παρέα παντού.
Εγχειρίδιο Επιβίωσης Για Τους Κοινωνικά Ανασφαλείς. Τώρα μάλιστα. Αυτό και αν το χρειάζομαι.
[16:00-Σπίτι]
Ανοίγω την ντουλάπα μου και βγάζω τα ρούχα που θα χρειαστώ· ένα μαύρο τζιν και το μπλουζάκι της μπάντας μας. Ντύνομαι γρήγορα, φοράω τα μαύρα μου Vans και είμαι έτοιμη. Πιάνω ξανά την κιθάρα μου και ξεκινάω την πρόβα.
[17:30-Χώρος Συναυλίας]
Οι προετοιμασίες είναι πυρετώδεις. Παίζουμε στις 19:00.
Καλώδια, ηχεία, ενισχυτές, κιθάρες και μικρόφωνα βρίσκονται παντού γύρω μας.
«Αυτός ο ενισχυτής πηγαίνει εκεί.», «Χρειάζομαι ένα πενάκι.», «Πού είναι το καλώδιο του μικροφώνου;», «Η κιθάρα του Μ. θα είναι εφεδρική.»...
Φοράω τη ζακέτα μου και βγαίνω έξω. Σταμάτησε η βροχή. Κρίμα. Μου αρέσει. Ταιριάζει με τον καιρό που κάνει μέσα μου.
Τοποθετώ ένα τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη μου και το ανάβω με τον αναπτήρα μου. Κλείνω τα μάτια μου ως ένδειξη απόλαυσης, καθώς η πρώτη δόση καπνού εισέρχεται μέσα μου.
«Πότε θα τον κόψεις αυτόν τον διάολο;» με ρωτάει ενώ στέκεται δίπλα μου.
«Όταν σταματήσω να αναπνέω.»
«Έτσι όπως το πας, θα συμβεί γρήγορα αυτό.»
«Αμήν και πότε.» λέω αγανακτισμένη.
Δεν είναι για μένα η ζωή... Δεν έπρεπε να είμαι εδώ...
Πέταξα το τσιγάρο μου και το πάτησα για να το σβήσω. Μπήκα ξανά στην αίθουσα.
«Πάνω στην ώρα. Τώρα θα προβάραμε τα κομμάτια μας.» μου λέει ο Μ.
Παίρνω την κιθάρα μου και ξεκινάμε.
[...]
Οι επόμενες ώρες πέρασαν πολύ γρήγορα. Η συναυλία πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία. Αφού βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες, μαζέψαμε τα πράγματά μας και φύγαμε.
Παίρνω την κιθάρα μου στην πλάτη και κατεβαίνω στην είσοδο του κτιρίου. Ανοίγω το κινητό μου. Ένα νέο μήνυμα
"Είμαι εκεί που σε άφησα. Μην αργήσεις."
Επιταχύνω το βήμα μου, ώστε να φτάσω στην ώρα μου. Δεν θέλω να τον εκνευρίσω ξανά. Βάζω την κιθάρα στο πορτμπαγκάζ και μπαίνω στο αυτοκίνητο. Σιωπή.
"Άργησες."
"Συγγνώμη."
"Να μην επαναληφθεί, γιατί θα σε αφήσω εδώ την επόμενη φορά."
"Μάλιστα."
Στον δρόμο ήμασταν και οι δύο αμίλητοι.
Σιωπή. Η λέξη που χαρακτηρίζει την ζωή μου τα τελευταία χρόνια.
-I13.
44 notes
·
View notes
Text
26 Δεκέμβρη
Εξιμιση το χάραμα Χριστούγεννα εχτές
στο μπρίκι βράζει σκέτος ο καφές
ίσως για τη ζάλη μου δεν φταις
και ας με ξυπναν οι μοναξιές
Σαν τις χαρμανες μου και αυτές
το αλκοόλ πλεον δεν δρα σαν οπιοειδες
στα χέρια μου από το Λύκειο άσπρές χαρακιές
μία πορεία που δεν έφτασε στο τέλος της, για δες
Μεγαλώνω και με πνίγουν οι ευθύνες
Στο καφέ τοποθετώ τις "βιταμίνες"
Πλέον καραντίνα και αγέλαστος για μήνες
Παρά τις χορηγούμενες αμφεταμίνες
#ποιήματα#greek posts#greek texts#σκέψεις#πόνος#χριστουγεννα2020#ελληνικα κειμενα#ελληνικά ποστς#ελληνικο μπλογκ#ελληνικο ταμπλρ#ελληνικά#γρεεκ ταμπλρ#γκρικ τεξτ#γρεεκ τεχτ#γκρικ ποστ#γρεεκ ποστς#πονος
10 notes
·
View notes
Text
0 notes
Text
Ύμνος στον ελληνικό καφέ
Καραντινάτες συζητήσεις με φίλους:
-Θέλεις να σου πω πως θα απογειώσεις τον ελληνικό καφέ;
Βάζουμε νερό στο μπρίκι και το τοποθετούμε στην ήδη αναμμένη εστία (μάτι, γκαζάκι, χόβολη κλπ). Περιμένουμε ελάχιστα λεπτά ώστε η αίσθηση του χεριού μας με το μπρίκι να είναι απλώς ζεστή. Όχι καυτή, όχι λίγο πριν κοχλάσει, απλώς ζεστή. Έπειτα τοποθετούμε τη δοσολογία του κομμένου καφέ που επιθυμούμε μέσα στο ζεστό νερό και μάλιστα, παρατηρούμε, ότι ο καφές γίνεται ένα με το νερό, σε αντίθεση με το να τον βάζαμε προτού ζεσταθεί το νερό. Στη συνέχεια ανακατεύουμε καλά και δεξιόστροφα παρακαλώ, μέχρι η επιφάνεια του νερού να αποκτήσει μία λεπτή στρώση χρώματος “ανοιχτού καφέ”. Τα υπόλοιπα τα αφήνουμε στη φωτιά που καίει. Η απόσυρση του μπρικιού απ΄το μάτι πρέπει να γίνει μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ας υποθέσουμε ότι λίγο πριν την έκρηξη του ελληνικού από το μπρίκι σχηματίζεται ένα μεγάλο δαχτυλίδι που αρχίζει να μικραίνει. Όπως ξέρουμε, αν το αφήσεις να κλείσει θα χυθεί απ’έξω. Η απόσυρση, λοιπόν, πρέπει να γίνει την ώρα που το δαχτυλίδι θα έχει φτάσει στο κέντρο και το υπόλοιπο θα κλείσει εκτός φωτιάς. Τέλος, θα το βάλεις στην κούπα ευγενικά, με ηρεμία.
Είσαι υπέροχος μόνο και μόνο που κατάφερες να πλάσεις ένα τέτοιο εγκώμιο για το ψήσιμο ενός καφέ!
3 notes
·
View notes