#βιογραφία
Explore tagged Tumblr posts
Text
Σαν σήμερα το 1997 έφυγε απο τη ζωή ο Michael Hutchence, ο αινιγματικός τραγουδιστής, τραγουδοποιός και συνιδρυτής των INXS που πίσω απο την ενέργεια που έβγαζε στη σκηνή έκρυβε μια βαθιά μελαγχολία.
#Michael Hutchence#INXS#music#rock#articles#ιστορία#βιογραφία#Αρθρογραφία#αφιερώματα#rockattitude#rockattitudegr#rockattitude.gr#rock attitude
2 notes
·
View notes
Text
Μίκης Θεοδωράκης: Ο Παγκόσμιος Έλληνας της Μουσικής και της Πολιτικής
Ο Μίκης Θεοδωράκης, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του τόσο στον κόσμο της μουσικής όσο και στην πολιτική σκηνή της χώρας. Με μια καριέρα που εκτείνεται σε επτά δεκαετίες, ο Θεοδωράκης κατάφερε να συνδυ��σει την τέχνη με την πολιτική δράση, δημιουργώντας ένα μοναδικό έργο που επηρέασε βαθιά την ελληνική και διεθνή κουλτούρα. Πρώτα Βήματα…
0 notes
Text
ΤΙ θα διαβάσετε το Πάσχα 👀
#αριαδνοποστ#τελείωσα την αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα#τώρα διαβάζω τη βιογραφία του λεοναρντ κοεν της σιλβυ σαιμονς#και μετά θα διαβάσω τα εκατό χρόνια μοναξιάς αν μου φτάσει ο χρόνος
28 notes
·
View notes
Text
Βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου της Βούλας Αντωνιάδου για την Ελένη Παπαδάκη, στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν
Η Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη και οι Εκδόσεις Ραδάμανθυς, σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της Βούλας Αντωνιάδου “Αυτός ο ρόλος ήθελε Ελένη Παπαδάκη”, την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024, στις 7.30 μ.μ., ��τη Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν (Ιπποκράτους 70, Αθήνα). Μιλάνε για το βιβλίο: Αθηνά Καβουλάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο…
#Άθήνα#Αυτός ο ρόλος ήθελε Ελένη Παπαδάκη#Βούλα Αντωνιάδου#Ελένη παπαδάκη#Λογοτεχνία#βιβλία#βιβλιοπαρουσίαση#εκδόσεις Ραδάμανθυς#εκδόσεις βιβλίων#εκδοτικοί οίκοι#μυθιστορηματική βιογραφία
0 notes
Text
Εξέδιδε τη Μαρία Κάλλας τελικά η μάνα της;
Στο νέο biopic με την Αντζελίνα Τζολί η μητέρα της νεαρής Μαρίας Κάλλας την εξαναγκάζει σε συνευρέσεις με Γερμανούς ναζί στην κατοχική Αθήνα. Ποια είναι όμως η αλήθεια;
Όλη η ταινία «Μaria» είναι μια αναδρομή παραζάλης και σύγχυσης. Η Μαρία Κάλλας έχει πάρει το μονοπάτι που οδηγεί στο τέλος κι αυτό το γνωρίζουν όσοι ελάχιστοι έχουν απομείνει δίπλα της να φροντίζουν τα ξέφτια ενός μύθου. Εξαρτημένη από ηρεμιστικά, μόνη και οριστικά ματαιωμένη, ζει την τελευταία της εβδομάδα. Μέσα σε αυτόν τον στρόβιλο αναμνήσεων προφανώς υπάρχει αναφορά στα χρόνια της στην Ελλάδα.
Ας πάμε κατευθείαν στην επίμαχη σκηνή σε μια Αθήνα αιχμάλωτη, φτωχή, ασπρόμαυρη, θλιβερή, σε ένα κτίριο που μπορεί να μην πολυθυμίζει τα σπίτια πέριξ της Πατησίων από τα οποία πέρασε κατά την εφηβεία της η Μαρία Κάλλας, ωστόσο το μήνυμα είναι σαφές: το πλάνο δείχνει τη μητέρα της Λίτσα (την υποδύεται η Λυδία Κονιόρδου) να οδηγεί δυο στρατιωτικούς των δυνάμεων κατοχής σε ένα δωμάτιο για να τους «δείξει» τα δυο κορίτσια, τη Μαρία και την αδερφή της Τζάκι.
Η μία δίπλα στην άλλη, άγουρες και ντροπαλές, τραγουδούν:
Πού ’ναι εκείνα μου τα κάλλη Πού ’ναι η τόση εμορφιά Στην Αθήνα δεν είχε άλλη Τέτοια λεβεντιά
Ήμουν κούκλα ναι στ’ αλήθεια Με μεγάλη αρχοντιά Δε σας λέγω παραμύθια Τρέλανα ντουνιά
Μα μ’ έμπλεξε ένας μόρτης Αχ ένας μάγκας πρώτης Μου πήρε ό,τι είχα και μ’ αφήνει Μου πήρε την καρδιά μου Τα νιάτα τα λεφτά μου Κι απ’ τον καημό φουμάρω κοκαΐνη.
«Αυτή μπορεί να χορέψει, η άλλη μπορεί να τραγουδήσει», λένε οι δυο ξένοι όταν τα κορίτσια τελειώνουν το τραγούδι. «Είναι 100 δραχμές», τους λέει η μητέρα κι εκείνοι επανέρχονται: «Τι άλλο μπορούν να κάνουν;». Καθένας διαλέγει από μια κόρη. Η νεαρή Μαρία αρχίζει να γδύνεται μπροστά στον «πελάτη», αλλά εκείνος, γοητευμένος από τα φωνητικά της χαρίσματα, φαίνεται πως πλήρωσε για άλλο λόγο. «Όχι ακόμα. Τώρα τραγούδα!» της λέει κι εκείνη ξεκινά με την άρια «L’amour est un oiseau rebelle» από την «Κάρμεν».
Όπως καταλαβαίνουμε, η ταινία «Μaria» με την Αντζελίνα Τζολί στον ομώνυμο ρόλο (βγαίνει στις αίθουσες 5 Δεκεμβρίου) δείχνει καθαρά, παρά την επικράτηση των ψυχοτρόπων, ότι η μητέρα της Κάλλας την εξέδιδε σε Ιταλούς και Γερμανούς στην Κατοχή, την περίοδο δηλαδή που η 17χρονη Μαρία Καλογεροπούλου έμενε στην Αθήνα.
youtube
Η δεύτερη στιγμή στην οποία η ταινία επαναφέρει σαφέστατα το θέμα της εκπόρνευσης είναι λίγο πριν από το τέλος. Σε ένα καφέ στο Παρίσι η Μαρία, που κατηφορίζει πια ανεξέλεγκτα στον κόσμο των ηρεμιστικών, συναντά την αδελφή της. Είναι προφανές πως το αποτύπωμα που άφησε στην παιδική τους ψυχή η κακοποιητική μητέρα δεν μαλάκωσε ποτέ. Η ντίβα της όπερας πάλευε όλη της τη ζωή με το παρελθόν, αναπαράγοντας σε όλες της τις σχέσεις τα οικογενειακά τραύματα. Ο πατέρας διαρκώς απών και η μητέρα πανταχού παρούσα· την περιφρονούσε, στην καλύτερη περίπτωση, όσο ήταν άσημη, την εκμεταλλευόταν, σχεδόν τη στράγγιζε, όταν άρχισε να δοξάζεται.
«Κλείσε την πόρτα», παρακινεί η ��ζάκι τη Μαρία στην τελευταία τους συνάντηση. Προσπαθώντας, δε, να την πείσει να σταματήσει πια την αναμέτρηση με το παρελθόν, της θυμίζει: «Κάποιες φορές, όταν έκλαιγες, πήγαινα εγώ στη θέση σου για να μη στενοχωριέσαι... Τώρα όμως φτάνει, κλείσε πια την πόρτα».
«Στόχος μου στο “Maria” δεν ήταν να παρουσιάσω μια κλασική βιογραφία αλλά να δημιουργήσω ένα εντυπωσιακό πορτρέτο βασισμένο όχι μόνο σε γεγονότα αλλά και σε φαντασία», λέει ο σκηνοθέτης της Πάμπλο Λαραΐν, δημιουργώντας μια πρώτη ασπίδα σε τυχόν επιθέσεις.
Θα είναι δικαιολογημένες; Προφανώς. Καμία βιογραφία, διασταυρωμένη καταγραφή, ταινία, θεατρικό έργο, βιβλίο, μαρτυρία ή μελέτη δεν είχε πάρει ως τώρα τόσο ξεκάθαρα τη θέση ότι η Κάλλας εκδιδόταν. Υπαινιγμοί και υποθέσεις πολλές· μισόλογα από ανθρώπους του περιβάλλοντός της κάμποσα· ερωτήματα από τους μελετητές της, διαρκή και αναπάντητα.
Αυτό το κοριτσάκι που μεταμορφώθηκε στη σημαντικότερη λυρική τραγουδίστρια του περασμένου αιώνα έζησε στην Ελλάδα από το 1937 έως το 1945. Φωτίζοντας την περίοδο αυτή, διαπιστώνουμε πως η προσωπική και καλλιτεχνική ενηλικίωση της Κάλλας έγινε εν μέσω σκληρών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, σε μια πόλη που της επιφύλαξε φτώχεια, προσωπική ταπείνωση, συναισθηματική αστάθεια και, φυσικά, το φρικιαστικό πρόσωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των Δεκεμβριανών.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Μαρία, Μαίρη ή Μαριάννα Καλογεροπούλου εκείνης της εποχής φτάνει τον Μάρτιο του 1937 από τη γενέτειρά της Νέα Υόρκη στο λιμάνι της Πάτρας με το ιταλικό ατμόπλοιο Σατούρνια. Ήταν μόλις 14 ετών και συνοδευόταν από τη μητέρα της Λίτσα Δημητριάδου.
Μαζί της είχε τρία καναρίνια, δώρο του μπαμπά, τα λιγοστά, φτωχικά τους υπάρχοντα, τα άχαρα ρούχα της, τις φιλοδοξίες τις δικές της και κυρίως της μαμάς που λυσσούσε για κοινωνική καταξίωση, τις εφηβικές αγωνίες μιας κοπέλας που δεν είχε εισπράξει αγάπη ως τότε. Πίσω της στη Νέα Υόρκη έχει αφήσει τον αγαπημένο της πατέρα, κάποιους λίγους οικογενειακούς φίλους, τις διενέξεις των γονιών της που κλόνιζαν την καθημερινότητα τη δική της και της αδελφής της Τζάκι, το μικρό πιάνο στο σαλόνι όπου έμαθε τις πρώτες νότες.
Οι γονείς της Κάλλας, ο φαρμακοποιός μπαμπάς της Γιώργος Καλογερόπουλος από τον Μελιγαλά και η μαμά της Λίτσα Δημητριάδου, μετανάστευσαν στη Νέα Υόρκη το 1923, διεκδικώντας κάτι καλύτερο από το μεσσηνιακό τους μέλλον. Δυστυχώς, ο αφόρητος χαρακτήρας της κακοποιητικής μητέρας και η παγερά αδιάφορη στάση του πατέρα, που παρά τη μετακίνηση στην Αμερική παρέμενε ένας μικροαστός, ασυγκίνητος, άπιστος και μονίμως απαθής τύπος, δημιούργησαν εκρηκτικό κλίμα που κορυφώθηκε με την τιμωρία που η μητέρα επέβαλε τον πατέρα: πήρε τις κόρες της κι επέστρεψε στην πατρίδα.
Η Μαρία, φτάνοντας στην Αθήνα, ήταν ένα αμερικανάκι ατημέλητο και αναιδές, απομονωμένο και κακοποιημένο ψυχικά. Δεν μιλούσε με κανέναν. Ήταν παχιά, είχε ακμή και κατσαρό, άλουστο, μαύρο μαλλί. Φορούσε χοντρά γυαλιά και φθαρμένα φτωχικά ρούχα, η ποδιά της είχε λιγδιασμένο γιακά και τα παπούτσια, τα πέδιλά της, σχεδόν αντρικά, τα συνδύαζε με μπαρολέ κάλτσες. Παρότι οι συμμαθήτριές της (του ωδείου, γιατί σχολείο δεν πήγε στην Ελλάδα) τη θαύμαζαν για την προσήλωσή της στη μελέτη και ποτέ δεν είχαν μαζί της προστριβές, ο χαρακτήρας της Μαρίας την καθιστούσε απολύτως αντιπαθητική, καθώς είχε μια υπεροψία την οποία δεν καταλάβαιναν.
Στο σπίτι οι αντιπαιδαγωγικές μέθοδοι έδιναν κι έπαιρναν. Τα κορίτσια μεγάλωναν χωρίς την παραμικρή τρυφερότητα, αλλά τουλάχιστον η μητέρα είχε χωρίσει τις «αρμοδιότητες». Η όμορφη και χαρισματική Τζάκι στόχευε στην υψηλή κοινωνία και είχε καταφέρει να γίνει επίσημη ερωμένη του Μιλτιάδη Εμπειρίκου. Μέσω εκείνης διατηρούσαν ένα αξιοσέβαστο βιοτικό επίπεδο, καθώς ο Εμπειρίκος τους πλήρωνε ενοίκιο, τρόφιμα, ρουχισμό, ακόμα και μια υπηρέτρια σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στις αναμνήσεις της η Τζάκι λέει χαρακτηριστικά: «Χωρίς τον Εμπειρίκο θα είχαμε πεθάνει της πείνας στα χρόνια της γερμανικής κατοχής».
Η Μαρία είχε μόνο ένα χάρισμα: τη φωνή (κι αυτό είναι ίσως το μόνο εύστοχο στην επίμαχη σκηνή της ταινίας). Το οικογενειακό περιβάλλον ανεχόταν τα πάντα από εκείνη, προσδοκώντας μελλοντικές απολαβές από το τραγούδι. Δεν υπάρχει ούτε μία μαρτυρία για τη ζωή της Κάλλας που να μην υπογραμμίζει την προειλημμένη από τη μητέρα της απόφαση να σπρώξει την κόρη της στο τραγούδι. Αν, λοιπόν, το πείσμα αυτής της γυνα��κας ήταν έντονο ήδη από τα χρόνια της Αμερικής, που η οικογένεια ζούσε με μια σχετική ευημερία, φαντάζεται κανείς πόσο αδίστακτη έγινε αυτή η γυναίκα στην Αθήνα, που η Κατοχή έθετε σοβαρό θέμα επιβίωσης.
Επιπλέον, οι τρεις γυναίκες μοχθούσαν μόνες τους καθώς ο μπαμπάς από την Αμερική δεν υπήρξε ποτέ αξιόπιστος, ούτε φυσικά συνεπής όσον αφορά τα εμβάσματα που είχε συμφωνήσει να στέλνει. Όταν η Λίτσα αντιλήφθηκε πως μόνο η καλή επαφή με τις ξένες δυνάμεις θα τους εξασφάλιζε τα στοιχειώδη, έριξε στην αρένα τη Μαρία. Η πολύτιμη φωνή της μπορούσε να της φανεί χρήσιμη, κυρίως στους Ιταλούς που λόγω γλώσσας συγκινούνταν περισσότερο από το τραγούδι της.
Οι σχέσεις των τριών γυναικών με Ιταλούς και Γερμανούς υπήρξαν πάντα μια θολή σελίδα στη ζωή τους. Ο βιογράφος της Κάλλας, Νικόλαος Πετσάλης-Διομήδης, βασιζόμενος σε μαρτυρίες του μετέπειτα συζύγου της Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι και της κοντινής της φίλης Τζουλιέτα Σιμιονάτο, ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής η μητέρα έφερνε στο σπίτι πρόσωπα που βρίσκονταν σε καίριες θέσεις και υποχρέωνε τη Μαρία να τους τραγουδά (όπως άλλωστε δείχνει και η ταινία).
Η ίδια ουδέποτε το αρνήθηκε και μάλιστα στο βιβλίο της «My daughter Maria Callas» (1960) επιβεβαίωσε ότι «κατοχικοί στρατιώτες και αξιωματικοί που θαύμαζαν το τραγούδισμα της Μαρίας τους έφερναν φαγητό λαθραίως ή μοιράζονταν τις μερίδες τους με εκείνους». Κατέληγε, δε, να παραδεχτεί: «Συνολικά, η τύχη της Μαρίας, της αδερφής της και η δική μου κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν σημαντικά ευκολότερη απ’ ό,τι των περισσοτέρων Αθηναίων, επειδή λάτρεις της μουσικής που βρίσκονταν ανάμεσα στους αξιωματικούς των δυνάμεων κατοχής υπερέβαλλαν εαυτόν για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για εκείνη».
Η μαμά Λίτσα ήξερε πλάι σε ποια λιοντάρια πετούσε τα κορίτσια της, αλλά το αντάλλαγμα ήταν ό,τι πολυτιμότερο διέθεταν οι κατοχικές δυνάμεις: τρόφιμα. Στο βιβλίο του Τομ Βολφ «Μαρία Κάλλας – Γράμματα και αναμνήσεις» η Κάλλας περιγράφει τον χειμώνα του 1941 που η Αθήνα υπέφερε από τον λιμό: «Οι Αθηναίοι είδαν χιόνι για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια... Κάναμε πρόβες στο ημίφως με λάμπες ασετιλίνης, φοβούμενοι τους βομβαρδισμούς. Όλο το καλοκαίρι έτρωγα μόνο ντομάτες και βραστό λάχανο που κατάφερνα να βρω, αφού περπατούσα αρκετά χιλιόμετρα και αφού πρώτα παρακαλούσα.
Ωστόσο, δεν γύριζα ποτέ με άδεια χέρια. Τον χειμώνα του ’41 όμως ένας οικογενειακός φίλος και μνηστήρας τότε της αδερφής μου μας έφερε ένα μπουκαλάκι λάδι, καλαμποκάλευρο, πατάτες. Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη με την οποία κοιτούσαμε τα πολύτιμα αγαθά, φοβούμενες μήπως ως διά μαγείας εξαφανιστούν. Όποιος δεν έχει ζήσει την πείνα και τη δυστυχία της Κατοχής δεν ξέρει τι σημαίνει ελευθερία και άνετη ζωή».
Παρακάτω, δε, παραδέχεται:
«Όταν ανέλαβαν οι Ιταλοί, η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε. Καθώς έχανα όλο και περισσότερο βάρος από τις κακουχίες, ένας θαυμαστής της φωνής μου, ιδιοκτήτης κρεοπωλείου επιταγμένου από τους κατακτητές, με λυπήθηκε και με σύστησε στον Ιταλό αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τη διανομή τροφίμων στα στρατεύματα. Μία φορά τον μήνα εκείνος μου πουλούσε σε εξευτελιστική τιμή 10 κιλά κρέας. Έσφιγγα το πακέτο στην αγκαλιά μου και περπατούσα μία ώρα κάτω από τον ήλιο, ακόμα και τους πιο ζεστούς μήνες, ανάλαφρη και χαρούμενη σαν να κρατούσα ανθοδέσμη.
Εκείνο το κρέας ήταν το βιος μας. Δεν είχαμε ψυγείο να το συντηρήσουμε. Το πουλούσαμε, όμως, με τη σειρά μας στους γείτονες και με τα χρήματα προμηθευόμασταν τα απαραίτητα. Έπειτα, όταν Ιταλοί επιτάξανε για μερικές συναυλίες τραγουδιστές της όπερας, ζητήσαμε να μας δώσουν τρόφιμα αντί για χρήματα. Είχα έναν χρόνο να φάω ρύζι και μακαρόνια ή να πιω κανονικό γάλα».
Στο βιβλίο του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη «Η άγνωστη Κάλλας», μακράν το πιο πλούσιο, εμπεριστατωμένο και σοβαρό βιβλίο για τις πρώτες δεκαετίες της ζωής της, υπάρχουν αρκετά περιστατικά που επιβεβαιώνουν τις επαφές των τριών γυναικών με Ιταλούς και Βρετανούς που μπαινόβγαιναν στο σπίτι.
«Κάποιες συναναστροφές είχαν κοινωνικό χαρακτήρα κι ήταν μάλλον αθώες». Λέει, για παράδειγμα, ότι από το 1941, που αυξήθηκε η παρουσία Άγγλων στρατιωτικών στην Αθήνα, οι αγγλομαθείς είχαν γίνει απαραίτητοι στις παρέες. «Πιθανόν αυτό να έκανε καλό στο ηθικό της Μαρίας, η οποία κουβέντιαζε στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε πια σπάνια, αλλά ήταν και η μητρική της. Από τις ανοιξιάτικες μέρες του 1941, άλλωστε, είναι και μια φωτογραφία της μαμάς Λίτσας με τις δυο της κόρες πιθανόν στο Πεδίον του Άρεως, συντροφιά με τρ��ις Άγγλους υπαξιωματικούς».
Προφανώς όλες αυτές οι μαρτυρίες δεν απαντούν στο κατά πόσο ήταν ηθικό, πατριωτικό ή δεοντολογικό το να συνδιαλέγεσαι σε τέτοιο βαθμό με Γερμανούς και Ιταλούς. Επιβεβαιώνουν απλώς πως ήταν τέτοια η έλλειψη βασικών αγαθών το 1941-42 ώστε μακαρόνια, ρύζι, βούτυρο, ζάχαρη και αλεύρι είχαν αναχθεί σε υποκατάστατα του χρήματος στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης εμπορικής συναλλαγής, την οποία οι αυστηρότεροι χαρακτήριζαν ως πορνεία.
«Πολλοί στην Αθήνα υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα –επιπόλαια και ανεύθυνα– πως η Λίτσα ουσιαστικά εξέδιδε την κόρη της. Κρίνοντας από την προσωπικότητα της Μαρίας, πολύ δύσκολα δέχεται κάνεις πως υπέκυψε, έστω και εξαναγκαζόμενη, στην ουσιαστική εκπόρνευση», γράφει στο βιβλίο του ο Πετσάλης-Διομήδης, επιμένοντας πως τα περισσότερα ήταν κακόβουλες φήμες και κουτσομπολιά. «Η Λίτσα δεν επιδίωξε ποτέ να “πλασάρει” την κόρη της stricto sense, με την καθιερωμένη, δηλαδή, έννοια του όρου. Εκείνο που έκανε ήταν να ευνοεί τη δημιουργία και καλλιέργεια σχέσεων της Μαίρης με Ιταλούς κυρίως αξιωματούχους, σχέσεις που απέφεραν οφέλη σε όλες τους».
Στο ίδιο βιβλίο, επίσης, διαβάζουμε μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν πως αρχικά η Μαρία αντιδρούσε έντονα στην παρουσία Ιταλών αξιωματικών στο σπίτι. «Προοδευτικά, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά και αργότερα (1941-1942). Όταν η ιταλική παρουσία στην Αθήνα έγινε πολύ έντονη, η Μαρία απέκτησε στενές φιλίες και σχέσεις με Ιταλούς. Με πικρή ειρωνεία ο βιογράφος της George Jellinek γράφει: “Με τους Ιταλούς, που είναι πέρα για πέρα λαός του τραγουδιού, ένα αυτοσχέδιο ρεσιτάλ θα απέδιδε πάντα μια πρόσθετη προμήθεια μακαρονιών, βουτύρου και ζάχαρης».
Η Μαρίκα Παπαδοπούλου, που έμενε στη γωνία των οδών Σολωμού και 3ης Σεπτεμβρίου, γύρω στα πεντακόσια μέτρα από το σπίτι της Κάλλας, διηγείται: «Η μάνα μάζευε στο σπίτι Ιταλούς και Γερμανούς και το καλοκαίρι γλεντούσαν πάνω στην ταράτσα. Ένα βράδυ, ενώ ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ, άκουσα μια φωνή να τραγουδάει το “Vissi d’arte” (άρια από την “Τόσκα”) και αμέσως αναγνώρισα τη Μαρία. Ανέβηκα στη δική μας ταράτσα, είδα τα φώτα και κατάλαβα πως η φωνή ερχόταν από εκεί. Την επομένη τη ρώτησα τι είχε συμβεί. “Ε, τα συνηθισμένα. Ήταν μαζεμένοι και έπρεπε να τους τραγουδήσω”, απάντησε η Κάλλας».
Το ίδιο πίστευε και ο άντρας της Κάλλας, Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος, λίγο πριν πεθάνει το 1981, εξομολογήθηκε ότι το μίσος της Μαρίας για τη μητέρα της γεννήθηκε ακριβώς την περίοδο της Kατοχής. «Εκείνη δεν ήθελε να βγαίνει το βράδυ με στρατιώτες, αλλά η μητέρα της την εξανάγκαζε. Ήταν φορές που έκλαιγε, αλλά έπρεπε να συμμορφωθεί και να πάει».
Αυτή η ταπείνωση βεβαίως δεν αφορούσε μόνο την Κάλλας. Όπως αναφέρει ο Πετσάλης-Διομήδης, «η περίοδος εκείνη υπήρξε ο μεγαλύτερος προαγωγός της πεινασμένης θηλυκής φτωχολογιάς καθώς υπήρξαν πολλές που έσκυψαν το κεφάλι. Η πορνεία περίπου πενταπλασιάστηκε την περίοδο 1941-45. Οι κατακτητές διασκέδαζαν όσο οι Ελληνίδες με τις οικογένειές τους αντιμετώπιζαν θέμα ζωής ή θανάτου».
Παρότι οι περιπέτειες με τους Ιταλούς είχαν μοναδικό στόχο να γεμίζει η κουζίνα της Πατησίων 61, δεν σημαίνει ότι η Μαρία δεν αναζητούσε τη συναισθηματική σύνδεση μαζί τους. Αυτό μαρτυρούν και στοιχεία ήδη από τα μέσα του 1942: η Τζάκι έγραψε πως η αδελφή της συνδέθηκε με έναν Ιταλό αξιωματικό τον Ιούλιο του 1942 και αργότερα ερωτεύτηκε έναν αλεξιπτωτιστή, ενώ η λατρεμένη της δασκάλα Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, που μάλλον ήξερε τα πάντα για τη Μαρία, είχε παραδεχτεί πως η μαθήτριά της αρκετές φορές εκείνο το διάστημα ξεμυαλίστηκε συναισθηματικά.
Η Λίτσα, από την άλλη, θεωρούσε ότι η κόρη της δεν είχε καμιά εσωτερική αναστάτωση γιατί δεν ενδιαφερόταν για τα αγόρια όσο τα περισσότερα κορίτσια του δικού της ταμπεραμέντου. Και η Μαρία; Τι θυμόταν για το σεξουαλικό της ξύπνημα; «Ήμουν 18 ετών όταν έμαθα πώς γεννιούνται τα μωρά», αποκάλυψε το 1974 σε συνεργάτη της. «Τα κορίτσια στην Ελλάδα έπρεπε να παραμένουν αγνά ώσπου να παντρευτούν. Το σεξ ήταν κακή λέξη στο σπίτι».
Κανείς, λοιπόν, δεν ξέρει αν, πότε και πώς οι επαφές της Κάλλας με τους ξένους αξιωματικούς στην Κατοχή ξεπέρασαν το ερωτικό φλερτ και μετατράπηκαν σε πορνεία. Ίσως καλύτερα απ’ όλους το περιέγραψε ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου που κάποτε είχε γράψει ότι στο σπίτι της Μαρίας «επικρατούσε η θεωρία της γλυκιάς ζωής» και η Λίτσα, που έδινε ύψιστη σημασία στην καλοπέραση, έβλεπε την καλλιτεχνική επίδοση της κόρης της ως μέσο για να ζουν αυτές καλά και οι άλλοι καλύτερα.
Έτσι, όμως, δεν τελειώνουν όλα τα παραμύθια;
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
8 notes
·
View notes
Text
Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ - Ο Έλληνας Σαρλώ
Δημήτρης-Κρις Αγκαράι
Είδος: Μυθοπλαστική βιογραφία
Περιγραφή: «Ήταν Κυριακή βράδυ και ο κόσμος είχε πλημμυρίσει το μεγάλο αθηναϊκό θέατρο όπου επρόκειτο να εμφανιστώ ως παλιάτσος. Ήρθαν να γλεντήσουν με έναν παλιάτσο που η καρδιά του αιματωνόταν και πονούσε. Ήρθαν για έναν παλιάτσο που πονούσε και ήταν έτοιμος να ξεσπάσει όχι σε γέλιο, για να κάνει και τους άλλους να γελάσουν, μα σε κλάμα, σε κλάμα σπαραχτικό. Γυρνώντας στην πλατεία, τους λέω: Γέλα, παλιάτσο! Ο κόσμος πληρώνει!» γράφει στην αυτοβιογραφία του.Αυτός ο Έλλην Σαρλώ, ο «Σαχλό» όπως τον επονόμασαν οι συγκαιρινοί του. Ο οποίος, μετά από έναν αιώνα, «ο διασημότερος των άσημων ηθοποιών», όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες, «ανασταίνεται» για πρώτη φορά μέσα σε αυτό το κόμικς. Πού να το φανταζόταν...
Η κριτική μου: Αρχικά, να αναφερθεί ότι οι πρώτες σελίδες του κόμικ περιέχουν μια λεπτομερής περιγραφή της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου (1906-1945), όταν αυτός ήταν ακόμα σε εμβρυϊκή φάση. Η εξιστόρηση αυτή, πέρα από το ότι προσθέτει μια επιπλέον χάρη στο κόμικ, λειτουργεί ως πρώτη γνωριμία στο καστ της ιστορίας. Οι αναγνώστες σίγουρα θα αναγνωρίσουν (έστω και ονοματικά) τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα, αν και περισσότεροι "χαρακτήρες" δεν είχα αρκετά μακρόβια καριέρα για να εμφανιστούν στις παραγωγές της "Χρυσής Εποχής" του ελληνικού κινηματογράφου (1955-1973), κατά την οποία γνωστοποιήθηκαν οι περισσότεροι έλληνες ηθοποιοί. Αυτό το γεγονός παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο στη πλοκή της ιστορίας.
Το ζωγραφικό στυλ δένει τέλεια με το σενάριο, ο κάθε χαρακτήρας ξεχωρίζει από τον άλλο χωρίς να ξεφεύγει πολύ από το πρότυπο του ατόμου που αντιπροσωπεύει, κανείς όμως δε ξεχωρίζει πιο πολύ από τον Μιχαήλ. Λίγα είναι γνωστά για τον αληθινό Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, ακόμα και το πραγματικό του όνομα συχνά διαφεύγει. Όπως συνέβη και στους συμπρωταγωνιστές του, οι πιο πολλές βάσιμες πληροφορίες έχουν χρόνια σκορπιστεί στον άνεμο, γεγονός που αφήνει χώρο για άπλετες ελευθερίες στην αποτύπωσή του. Ο Μιχαήλ ήταν γνωστός συγκ��κριμένα για τον ρόλο που υποδυόταν, και ποιος ξέρει, ίσως το ότι μια νέα γενιά μπορεί να τον θυμάται για αυτό τον ρόλο να τον ευχαριστεί.
Χωρίς να αποκαλύψω πολλά, ο Μιχαήλ Μιχαήλ είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία που εύκολα καθηλώνει τον αναγνώστη. Ειδικά αν είσαι άτομο με δημιουργική καριέρα (από το θέατρο μέχρι της μουσική και όλα τα ενδιάμεσα) αλλά όχι μόνο, το τέλος θα σε συγκινήσει, θα σε πάρει γλυκά από το χέρι και θα σε κάνει να σκεφτείς τους πρωτεργάτες της τέχνης σου, εκείνους που ξέχασε η ιστορία.
Και όλα αυτά, θα τα κάνει με τον ίδιο χιουμοριστικό και μελαγχολικό τρόπο που σχημάτισε τη ζωή του πρωταγωνιστή του.
#Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ#comics#comic recs#greek comics#greek authors#έλληνες συγγραφείς#Δημήτρης-Κρις Αγκαράι
5 notes
·
View notes
Note
Γνώμη για το «Υπάρχω»; Έχω ακούσει ότι σαρώνει τους κινηματογράφους αλλά και κάποια παράπονα ότι «ωραιοοιεί» τον Καζαντζίδη ενώ αυτός «ήταν άντρας της εποχής του»
Για να είμαι ειλικρινής δεν γνωρίζω πολλά για τον Καζαντζίδη ως άνθρωπο και δεν έχω δει την ταινία ακόμη για να κρίνω.
Από το «άντρας της εποχής του» καταλαβαίνω ότι μάλλον εννοούμε μισογύνης ή σεξιστής; Με αυτό στο μυαλό μπήκα και έψαξα στο διαδίκτυο αλλά δεν βρήκα κάποια συγκεκριμένη πληροφορία ή κατηγορία.
Διάβασα διάφορα άρθρα και συνέντευξη της Καίτης Γκρέυ, της πρώτης του σημαντικής σχέσης. Από αυτά συμπέρανα ότι κατά βάση ήταν γκρινιάρης και ένιωθε μονίμως αδικημένος αλλά όντως τον εκμεταλλεύονταν τόσο αυτόν όσο και τις γυναίκες του που ανήκαν στον ίδιο χώρο οι δισκογραφικές. Τα περισσότερα δράματα ήταν με δισκογραφικές παρά με τις προσωπικές του σχέσεις.
Ο Καζαντζίδης επίσης πρέπει να είχε πρόβλημα με τον τζόγο και πολλά από τα λεφτά του έφευγαν εκεί. Το βασικό για το οποίο τον κατηγόρησαν τόσο η Γκρέυ όσο και η Μαρινέλλα είναι ότι δεν τους άφησε ούτε δραχμή.
Για τον χωρισμό με την Γκρέυ, ο καθένας κατηγόρησε τον άλλον. Ο Καζαντζίδης είπε ότι εκείνη του φέρθηκε άτιμα, εκείνη είπε ότι δεν της έδινε δεκάρα και μετά προς το τέλος η ίδια είχε ερωτευτεί κάποιον άλλον. Στην συνέντευξη επέμενε ότι αυτή όμως ήταν ο έρωτας της ζωής του (λίγο too much να πεις κάτι τέτοιο δημοσίως όταν η νυν γυναίκα είναι εν ζωή).
Ο γάμος του με την Μαρινέλλα διήρκεσε δύο χρόνια. Ο Καζαντζίδης ήθελε να φύγουν από τα νυχτερινά κέντρα γιατί πίστευε ότι το κλίμα ήταν νοσηρό και τους εκμεταλλεύονταν (ίσως και να ζήλευε). Η Μαρινέλλα ήθελε να συνεχίσει την καριέρα της και μέσα από τα νυχτερινά κέντρα οπότε χώρισαν. Παρά τον χωρισμό συνέχισαν απρόσκοπτα την συνεργασία τους στη μουσική για άλλα δέκα χρόνια χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Για πάντα όταν ρωτιόταν ο Καζαντζίδης έλεγε ότι εκείνη είναι η σπουδαία γυναίκα καλλιτέχνις της χώρας. Μάλιστα, μετά το χωρισμό διατήρησαν στενή φιλία και η Μαρινέλλα έγινε φίλη και με την επόμενη σύζυγο του Καζαντζίδη. Όταν ήταν ετοιμοθάνατος, τον επισκεπτόταν στο νοσοκομείο τακτικά.
Ο Χρήστος Μάστορας αποκάλυψε ότι συνάντησε την Μαρινέλλα σε κάποια πρώιμα στάδια των γυρισμάτων κι εκείνη του είπε: «Ο Στελάκης θα χαιρόταν τόσο πολύ αν έβλεπε πώς τον αποδίδεις», δε θυμάμαι ακριβώς την φράση, κράτησα κυρίως το «ο Στελάκης θα χαιρόταν».
Αυτά βρήκα εγώ. Με αυτά γενικά δε νομίζω ότι ο Καζαντζίδης ήταν μισογύνης ή κακός με τις γυναίκες του, περισσότερο από ό,τι θα ήταν πολλοί άντρες τότε σε σύγκριση με τις προσδοκίες μας σήμερα. Σε αυτόν τον βαθμό θα μπορούσαν και θα έπρεπε να αποδοθούν τα ελαττώματα του στην ταινία, γιατί αυτό κάνει μια σωστή βιογραφία.
Από εκεί και πέρα δε νομίζω ότι έχουμε δεδομένα να βασιστούμε για να τον παρουσιάσουμε ως ένα μονοδιάστατα κακό ή προβληματικό πρότυπο ή να μην γίνει καν ταινία, όπως είδα κάποιους να λένε.
Πάντως σε κριτικές εγώ είδα άλλους να λένε ότι η ταινία τον αγιοποιεί και άλλους να λένε ότι η ταινία τον κάνει πιο κακό ή βίαιο από ό,τι ήτανε. Δεν μπορώ να βγάλω άκρη, ειδικά χωρίς να έχω δει την ταινία. Εγώ εδώ παρέθεσα όλες τις πληροφορίες που βρήκα. Εάν υπάρχουν και άλλα γεγονότα κατακριτέα, λυπάμαι που δεν τα βρήκα και ζητώ συγγνώμη για την πιθανή ελλιπή πληροφόρηση.
6 notes
·
View notes
Text
Επιλογές Μαΐου (14/5)
Πώς βάζουμε διαλυτικά με τόνο και το σύμβολο του ευρώ στον υπολογιστή | The Debutante, μια μικρή ταινία βασισμένη σε διήγημα της Leonora Carrington | Σπάνια έργα του Max Ernst | Η φανταστική τέχνη του Tino Rodriguez | AI Comic Factory | Ο λαβύρινθος του Tim Burton | Γιατί τα ζώα τρέχουν πιο γρήγορα από τα ρομπότ | Ο καρκίνος είναι ο «νέος Covid» για τη φαρμακοβιομηχανία | Γεύεσαι LSD με κάθε επαφή σου με τα σημερινά μέσα επικοινωνίας | Οι έξι βαθμοί διαχωρισμού των ανθρώπων | Η βιογραφία του Stanley Kubrick | Τα εξωφρενικά λεκτικά πέρα-δώθε των «ειδικών» του COVID-19 | Ουτοπικός Ρεαλισμός (μια ομιλία του Bruce Sterling) | Γιατί εξαφανίζεται η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας; | Εικόνες φτιαγμένες με γραφομηχανή | Τα «βρόμικα» και «πονηρά» πεντάστιχα του Isaac Asimov | Ακόμα μία ταινία Lord Of The Rings το 2026
➤ https:// www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/epiloges/ep.php?ID=05_2024#2
#links#τεχνολογία#τέχνη#σουρελιασμός#ταινίες#κόμιξ#ai#τεχνητή νοημοσύνη#λαβύρινθοι#ρομπότ#LSD#ψυχεδέλεια#COVID#φιλοσοφία#επιστημονική φαντασία#ουτοπία#φαντασία#γραφομηχανές#lotr
2 notes
·
View notes
Text
Κριτική ταινίας : Priscilla
Κριτική ταινίας : Priscilla της Sofia Coppola #review Με τους Cailee Spaeny, Jacob Elordi, Ari Cohen, Dagmara Dominczyk, Lynne Griffin
Το Priscilla της Sofia Coppola είναι μια οπτικά υπέροχη βιογραφία, δυσκολεύεται, όμως, παρουσιάζοντας περιστασιακά προβλήματα ρυθμού και έλλειψη αφηγηματικής και θεματικής εξέλιξης. Όταν η έφηβη Priscilla Beaulieu συναντά τον Elvis Presley σε ένα πάρτι, ο άντρας που είναι ήδη ένας σούπερ σταρ του ροκ εν ρολ γίνεται κάποιος εντελώς απροσδόκητος σε ιδιωτικές στιγμές: ένας συναρπαστικός σύντροφος,…
View On WordPress
#Cailee Spaeny#Jacob Elordi#Priscilla#review#Sofia Coppola#Κριτικές#Κριτικές Ταινιών#ΚΡΙΤΙΚΗ#Κριτική Ταινίας
2 notes
·
View notes
Text
Σαν σήμερα, το 2016, έφυγε απο τη ζωή ένας από τους πιο επιδραστικούς και πολυτάλαντους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, ο David Bowie.
#David Bowie#rock#music#articles#σαν σήμερα#this day in music#ιστορία#βιογραφία#Αρθρογραφία#αφιερώματα#rockattitude#san simera#rock attitude#rockattitudegr#rockattitude.gr
0 notes
Text
Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος: Ένας Μάρτυρας της Μικρασιατικής Καταστροφής
Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος (κατά κόσμον Χρυσόστομος Καλαφάτης) υπήρξε μια από τις πιο επιφανείς και τραγικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ιδιαίτερα γνωστός για τον ηρωικό του θάνατο κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922. Η ζωή και το έργο του Χρυσοστόμου, καθώς και οι συνθήκες του μαρτυρίου του, παραμένουν αντικείμενα έμπνευσης και μελέτης για πολλούς,…
0 notes
Note
θυμαμαι να προσπαθω να διαβασω το the martian και απλα ανα ειναι ΤΟΣΟ χαλια και γεματο μαθηματικα που το αφησα...2,9 και 20 για το reading ask !!
ρε είχα κάνει ένα ποστ όσο το διάβαζα που ήταν τύπου "διαβάζοντας το the martian" και είχα βάλει τη φωτογραφία από τη φυσική της γ λυκείου - ΑΥΤΟ. ευχαριστώ για το ασκ <3
2. Ξαναδιάβασες κάτι που είχες διαβάσει στο παρελθόν; Τι; το τανγκό (προφανώς). Επίσης διάβασα ξανά το Οδηγίες για Οικιακές Βοηθούς της Lucia Berlin, το οποίο είναι από τις αγαπημένες μου συλλογές διηγημάτων και το προτείνω πάντα <3
9. Διάβασες κάποιο καινούριο genre; διάβασα πρώτη φορά βιογραφίες (το I'm Your Man: The Life of Leonard Cohen της Sylvie Simmons και το So Long, Marianne: A Love Story της Kari Hesthamar), ήταν ανέλπιστα ενδιαφέρουσα εμπειρία, ειδικά η βιογραφία του Κοέν μου άρεσε πολύ, αν και δεν ξέρω κατά πόσο η γνώση της ζωής του άλλαξε την εμπειρία μου της μουσικής του. Δεν νομίζω πως θα γίνω από τους ανθρώπους που διαβάζουν βιογραφίες, αλλά ήταν φαν.
και το 20 το έχω απαντήσει
4 notes
·
View notes
Text
Βιβλιοπαρουσίαση στο Ηράκλειο - Χρήστος Π. Κωσταντουδάκης "Η βάφτιση"
Οι εκδόσεις «ΡΑ��ΑΜΑΝΘΥΣ» σας προσκαλούν την 3ή Ιουνίου 2024 και ώρα 19.00, στο «Πολύκεντρο» του Δήμου Ηρακλείου, στην παρουσίαση του βιβλίου «Η Βάφτιση» του Χρήστου Κωσταντουδάκη. Για το βιβλίο θα μιλήσουν: η Αριστέα Πλεύρη, συν.χος Δικηγόρος, πρ. Αντ.χος Ηρακλείου και ο Ζαχαρίας Κατσακός, φιλόλογος, ποιητής. Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει ο Κωστής Λαγουδιανάκης, δάσκαλος,…
View On WordPress
#Η βάφτιση#Ηράκλειο#Κρήτη#Λογοτεχνία#Πάτρικ Λη Φέρμορ#Χρήστος Κωσταντουδάκης#βιβλία#βιβλιοπαρουσίαση#εκδόσεις Ραδάμανθυς#εκδόσεις βιβλίων#εκδοτικοί οίκοι#η βεντέτα#μυθιστορηματική βιογραφία
0 notes
Text
Οι γυναίκες του λαθροθήρα
Η Claude Pujade-Renaud ανατέμνει την ιστορία της σχέσης του Τεντ Χιουζ με τη Σίλβια Πλαθ και την Άσια Ουέβιλ δημιουργώντας ένα ερεθιστικό ψηφιδωτό από δεκάδες διαφορετικές αφηγήσεις.
H ιστορία του Τεντ Χιουζ είναι γνωστή ακόμα και σ' εκείνους που δεν έχουν ιδέα για το έργο του. Από τους αυθεντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα, προικισμένος με το χάρισμα να εμφυσά ψυχή στα ελώδη τοπία και τα άγρια ζώα της αγγλικής ενδοχώρας, στην υπηρεσία της βασιλικής αυλής από το 1984 ως τον θάνατό του από καρκίνο και συγγραφέας κάμποσων βιβλίων για παιδιά, ο Τεντ Χιουζ (1930-1998) είχε το θλιβερό προνόμιο να διασχίσει μεγάλο μέρος της διαδρομής του με τη ρετσινιά του καταραμένου συζύγου, ως «υπαίτιος» για την αυτοκτονία της Αμερικανίδας ποιήτριας Σίλβια Πλαθ.
Τον δρόμο της αυτοκτονίας ήταν γραφτό ν' ακολουθήσει και ένα από τα παιδιά τους, ο Νίκολας, που βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του στην Αλάσκα τον Μάρτιο του 2009. Αυτή την απώλεια ο Χιουζ δεν πρόλαβε να τη βιώσει. Τον Μάρτιο του 1969, όμως, μία εξαετία μετά την αυτοχειρία της δημιουργού του «Άριελ» και του «Γυάλινου κώδωνα», η τότε σύντροφός του, η κοσμοπολίτισσα καλλονή Άσια Ουέβιλ, για την οποία είχε εγκαταλείψει την Πλαθ, έδινε κι εκείνη τέλος στη ζωή της, παρασύροντας στον θάνατο και την τετράχρονη κόρη τους... Τι προκάλεσε αυτή την εκατόμβη; Και τι μερίδιο ευθύνης αναλογεί πραγματικά στον δαφνοστεφή ποιητή;
Αυτή την ιστορία με τ' αναπάντητα ερωτήματα ξεδιπλώνει η Γαλλίδα συγγραφέας Claude Pujade-Renaud στις «Γυναίκες του λαθροθήρα» (μτφρ. Α. Σιγάλα, εκδόσεις Ψυχογιός, 2011), σαφώς επηρεασμένη από τα «Γράμματα γενεθλίων», το κύκνειο άσμα του Τεντ Χιουζ, μια συλλογή ογδόντα οχτώ ποιημάτων μνήμης, αγάπης, τρυφερότητας αλλά και σπαρακτικής οδύνης και δαιμονολογίας (μτφρ. Γ. Αντιόχου, εκδόσεις Μελάνι) όπου ο Χιουζ, ως άλλος Ορφέας, θρηνεί την Ευρυδίκη του, ξεδιπλώνοντας χωρίς ενοχές το χρονικό της σχέσης του με την Πλαθ σαν έναν αγώνα όπου το αρσενικό πασχίζει να υπερισχύσει του θηλυκού...
Χορεύτρια και χορογράφος που συνέβαλε στη διάδοση του σύγχρονου αμερικανικού χορού στη Γαλλία, με θητεία στο Πανεπιστήμιο της Βανσέν κι αφοσιωμένη για δεκαετίες στη λογοτεχνία, η Pujade-Renaud (1932-2024) πριν ξεκινήσει τις «Γυναίκες του λαθροθήρα» είχε ξεκοκαλίσει οτιδήποτε διαθέσιμο γύρω από τους βασικούς της ήρωες – ανάμεσά τους και το «Στη σκιά μιας άλλης» των Κορέν και Νεγκέβ για την αποσιωπημένη από τα ΜΜΕ Ουέβιλ (Πατάκης).
Κυρίως, όμως, είχε εντρυφήσει στο λογοτεχνικό έργο της Πλαθ και σ' εκείνο του Χιουζ, αποφασισμένη να σπείρει ίχνη τους σ' όλη την έκταση του γραπτού της. Και κατάφερε να δώσει ένα βιβλίο που ούτε καθαρόαιμο μυθιστόρημα είναι, ούτε δημοσιογραφική έρευνα, ούτε συνηθισμένη βιογραφία, αλλά ένα ερεθιστικό ψηφιδωτό από δεκάδες διαφορετικές αφηγήσεις. Γιατί, πέρα από εκείνες που αποδίδονται στα μέλη του τραγικού ερωτικού τριγώνου, η συγγραφέας δίνει εναλλάξ φωνή και σε φίλους, γείτονες και συγγενείς τους, σε προδομένους εραστές, λογοτεχνικούς κριτικούς και ψυχαναλυτές, κεντώντας έτσι πολλές «αλήθειες» πάνω στον βασικό της καμβά.
Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την οπτική γωνία της τόσο ταλαντούχας αλλά και τόσο τραυματισμένης από την απώλεια του πατέρα της Σίλβια Πλαθ, το οποίο μεταδίδει τη «γλυκύτητα» και τη «λύσσα» που την κατέκλυζαν νιόπαντρη, στο ταξίδι του μέλιτος, πλάι στο «βίαιο και καθησυχαστικό συνάμα, ογκώδες κορμί» του Χιουζ:
«Μου άρεσε να κοιτάω τον Τεντ να στρώνεται στο γράψιμο, να συγκεντρώνεται, μυώδη, ζωώδη, έτοιμο να συνουσιαστεί ή να σκοτώσει. Κάποιες στιγμές από την ταράτσα μας έβλεπα τα μάτια του να περιπλανώνται στον θαλασσινό ορίζοντα, αλλά γνώριζα ότι δεν εντόπιζαν τίποτα πραγματικό. Ήταν σ' επιφυλακή για το πέρασμα μιας εικόνας, ενός κοπαδιού λέξεων, ποιο να πρωτοπιάσει; Αυτή η παλλόμενη ένταση, όπως στο κρεβάτι. Διαβάζαμε φωναχτά τα προσχέδια των κειμένων μας – εύθυμες κριτικές ή άγριες κατσάδες κάποιες φορές.
Μοίρασμα της γλώσσας, γλώσσα δώρο των κορμιών, και τα πρωινά δώρο των ονείρων: αυτή τη νύχτα συνάντησα τον Μόγλη, το γάτο των παιδικών μου χρόνων, βόλταρε από δέντρο σε δέντρο νιαουρίζοντας διαπεραστικά. Μου τον δανείζεις για το επόμενο αφήγημά μου; Πάρε, πάρε με τις χούφτες ό,τι θέλεις, και ο Τεντ άρπαζε τ' όνειρό μου και τα χείλη μου, και ανοιγόμουν ξανά. Με τα κορμιά μας να κολλούν ακόμη από τον ιδρώτα, το σπέρμα, την ηδονή, ξαναπιάναμε τη δουλειά μας. Το γράψιμο ήταν όπως η προσευχή: έξαψη και συγκέντρωση. Όνειρα, ποιήματα, ζωγραφιές πολλαπλασιάζονταν χάρη στην πορώδη παρουσία του άλλου»…
Πώς εξανεμίστηκαν όλα αυτά; Γιατί απέτυχε ο γάμος τους; Από ποια ρωγμή εισέβαλε η σαγηνευτική Άσια ανάμεσά τους; Μήπως το «πρωταρχικό» τους λάθος ήταν που «απαρνήθηκαν τα ζωώδη ένστικτα κι έγιναν ένα συνηθισμένο συζυγικό ζευγάρι», όπως μονολογεί ο Χιουζ; «Δεν είναι θύμα κανενός, και πάνω απ' όλα όχι του συζύγου της», διατείνεται στον απόηχο της αυτοχειρίας της Πλαθ η κουνιάδα της.
«Όπου κι αν είμαστε, η Σίλβια θα είναι πάντα παρούσα» παραπονιέται η διάδοχός της στο συζυγικό κρεβάτι και στη φροντίδα των ορφανών της παιδιών. Όσο για την Ορέλια Πλαθ, δεν το χωράει ο νους της: «Η κόρη μου, που τόσο ήταν παθιασμένη με τα παιδιά της όπως και με τις κατσαρόλες της, να έχει αναχθεί σε φεμινιστικό είδωλο…».
Κόκκινο πανί για τις Αμερικανίδες φεμινίστριες, ο Τεντ Χιουζ, έστω και μετά θάνατον, βρήκε στο πρόσωπο της Γαλλίδας συγγραφέως μια πολύτιμη σύμμαχο. Κι όσοι πιστεύουν αφελώς ότι οι ποιητές… πετούν στα σύννεφα, απαλλαγμένοι από τα βαρίδια της πιο πεζής καθημερινότητας, διαβάζοντας τις «Γυναίκες του λαθροθήρα» θα διαψευστούν.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
5 notes
·
View notes
Text
ISBN:978-960-615-486-7 Συγγραφέας: Ρίτσου Αλέκα Εκδότης: Αρμός Σελίδες: 228 Ημερομηνία Έκδοσης: 2022-04-22 Διαστάσεις: 21 x 14 Εξώφυλλο: Χαρτόδετο
0 notes
Text
ISBN:978-960-615-486-7 Συγγραφέας: Ρίτσου Αλέκα Εκδότης: Αρμός Σελίδες: 228 Ημερομηνία Έκδοσης: 2022-04-22 Διαστάσεις: 21 x 14 Εξώφυλλο: Χαρτόδετο
0 notes