#απορία
Explore tagged Tumblr posts
stardust-absolute · 26 days ago
Text
Τι σκατά έχει πάθει το for you μου
4 notes · View notes
allo-frouto · 2 years ago
Note
Δεν θες να σε σκέφτομαι κ να σηκώνεται
Αν σου έλεγα όχι, θα μπορούσες να σταματήσεις;
1 note · View note
sugaroto · 3 months ago
Text
Θείος: Έχεις σκεφτεί πως θα ήταν η ζωή σου αν όλα ήταν καλά και οι γονείς σου δεν είχαν χωρίσει?
Εγώ: Ναι, θα είχε σκοτώσει την μάνα μου και αυτός θα έμπαινε φυλακή και εγ-
Θ: Ναι εντάξει αυτό είναι το μόνο σίγουρο αλλά-
ΜΠΡΟ(δερ οφ μάι μαδέρ)ΤΙ ΣΥΖΗΤΑΜΕ ΚΑΝ
6 notes · View notes
darkside-cookies · 2 years ago
Note
Καλησπέρα και καλή βραδιά, εκεί που κάθομαι χαλαρός κι ανυποψίαστος, να ένα όνομα που είχα να ακούσω τουλάχιστον πενταετία, από τα παλιά καλά χρόνια του γουατπαντ, πως είσαι τι κάνεις!!
ρε ακραίο που με θυμήθηκες. περίεργο να συναντάς πρώην χρήστη wattpad στη φύση. Καλά είμαι, όπως βλέπεις κάνω περίπου ό,τι έκανα και πέντε χρόνια πριν στο wattpad μόνο λίγο πιο λοξά
11 notes · View notes
mipathess · 11 months ago
Video
youtube
Ποιο το Μυστικό από την Ατίθαση Νιότη- What is MY Secret Behind Youthful...
0 notes
opws-ta-fernei-h-zwh · 7 months ago
Text
Και με ρωτάει ο μικρός μου εαυτός τελικά αν βρήκαμε τι κάνουμε σε αυτόν τον κόσμο και εγώ τον κοιτάω με απορία.
72 notes · View notes
sweetbutphychx · 1 year ago
Text
Εχθές έφτασα στην δουλειά μου λίγο νωρίτερα οπότε αποφάσισα να κάτσω σε κάποιο παγκάκι να ακούσω μουσική. Απέναντι στο πάρκινγκ ένα σταματημένο αυτοκίνητο και η πόρτα ανοιχτή. Μια κυρία γύρω στα 65-70 με κοιτούσε. Υπέθεσα ότι κάποιον περίμενε. Μετά από λίγη ώρα αποφασίζει να ανοίξει την πόρτα και να κατευθυνθεί προς το μέρος μου.
"Μπορώ να κάτσω εδώ κοπέλα μου; Περιμένω την κόρη μου που είναι μέσα εγώ βαρέθηκα" Μου λέει
"Φυσικά" της απαντάω.
Κάθεται και κοιτάει μπροστά. Νόμιζα πως δεν θα μιλήσει καθόλου καθώς έβλεπε ότι φοράω ακουστικά.
"Ο κόσμος άλλαξε. Και εσείς αλλάξατε. Εμείς δεν ήμασταν έτσι"
Βγάζω τα ακουστικά και την κοιτάω με απορία περιμένοντας να δω τι άλλο έχει να πει. Δεν συνέχισε την κουβέντα όμως. Μου είπε πόσο της άρεσαν κάποια πράγματα που βρήκε στο μαγαζί που δουλεύω. Μου είπε μπράβο που δουλεύω για να στηρίζω εμένα και να μην βασίζομαι στους γονείς μου. Μετά από αυτό το θέμα ξαφνικά σιωπή.
"Εσύ έχεις κανένα καλό παιδί;"
"Όχι" της απαντάω...
"Είσαι πολύ όμορφη γιατί έτσι;" Με ρώτησε
"Δεν έτυχε να είναι κανένα παιδί καλό όπως είπατε και εσείς. Σπουδάζω ακόμα ίσως είναι νωρίς. Όλα στη ώρα τους"
"Μην μείνεις μόνη σου κορίτσι μου η μοναξιά δεν είναι ��ραία. Οι άντρες άλλαξαν τώρα. Κάποιος όμως θα είναι καλός θα δεις. Ψαξτον και θα τον βρεις. Στην εποχή μας δεν υπήρχαν οι έρωτες. Ήταν αθώα τα πράγματα. Φιλιά αγκαλιές. Μέχρι εκεί. Τώρα όλοι σκέφτονται τους έρωτες. Να προσέχεις τι δίνεις και σε ποιον. Όχι για να μην σου πουν κάτι. Αλλά γιατί δεν το αξίζουν. Θυμάμαι εγώ ήμουν κάπου στα 16-17 έβγαινα με έναν άνθρωπο έναν χρόνο. Ήρθε με ζήτησε γιατί του είχα πει ότι έχω ένα σπίτι. Με έδωσε ο πατέρας μου. Αλλά ο ίδιος ήρθε και μου ζήτησε να πουλήσω το σπίτι μου. Το σπιτάκι μου. Του είπα να φύγει. Μετά γνώρισα έναν άνθρωπο βγαίναμε πολύ λίγο καιρό. Μια μέρα μόλις το άφησα δεν πρόλαβα να πάω σπίτι, ήταν εκεί... Με ζήτησε και εγώ η πονηρή γύρισα και του είπα ότι δεν έχω προίκα ούτε λεφτά ούτε σπίτι. Η απάντηση του ήταν ότι με θέλει επειδή με αγαπάει. Όλα τα άλλα θα τα βρούμε. Θα τα φτιάξουμε. Του είπα ότι και εγώ τον θέλω. Ε και τον πήρα αυτόν τον άνθρωπο. Μείναμε μαζί χρόνια. Ζήσαμε στιγμές, αγαπηθήκαμε, πήγαμε ταξίδια, κάναμε τα παιδιά μας. Ωραία χρόνια. Τώρα έχω 22 χρόνια που τον έχω χάσει. Αλλά ακόμα εκείνα τα χρόνια παραμείνουν τα πιο όμορφα της ζωής μου. Τα σκέφτομαι συνέχεια. Πλέον δεν μπορώ να κάτσω μόνη μου. Μένω στη κόρη μου. Πάω στο σπίτι να καθαρίσω μια φορά την εβδομάδα. Πόσο να κάτσει ένας άνθρωπος στα 100 τμ μόνος του;"
Κοίταγε το κενό και που και πού έριχνε μια ματιά και σε μένα. Τα μάτια της βουρκωμένα. Λες και ήθελε να τα πει καιρό και κανένας να μην την άκουγε.
"Ακόμα μιλάτε με πολλή αγάπη με αυτόν τον άνθρωπο..." Της λέω η ανόητη λες και δεν το ήξερε...
"Τον αγαπάω και ας πέρασαν τόσα χρόνια. Δεν ξεχνιούνται. Μακάρι όλοι να ζήσουν κάτι τέτοιο"
Φαινόταν δεν ήθελε να μιλήσει πολύ για τα άσχημα που έζησε όπως η απώλεια... Δεν την διέκοψα ποτέ και συνέχισε..
"Τώρα οι άνδρες θέλουν το κομπλιμέντο τους. Πες του ότι είναι όμορφος αν στα μάτια σου είναι όμορφος. Μην του μαγειρεύεις δεν χρειάζεται. Δουλεύεις και εσύ. Σιδερωσε του μια μέρα, φτιαξτου το πρωινό του. Δώσε μια και θα σου γυρίσει 10 αν σε αγαπάει αληθινά. Δεν είναι νωρίς. Εγώ παντρεύτηκα πριν τα 18. Και όχι επειδή ήταν άλλες οι απόψεις αλλά ψάχναμε το αληθινό, δεν αλλάζαμε 10 ανθρώπους το μήνα. Όλοι θα βρουν τον άνθρωπο τους. Έτσι λέω και στις εγγονές μου. Ότι ηλικία και να είστε αν βρείτε αυτόν τον άνθρωπο κρατήστε τον. Εσείς οι γυναίκες πλέον κάνατε τα διπλάσια από ότι κάναμε εμείς. Οι άντρες χειροτερεύουν. Δεν προσέχουν τον εαυτό τους, δεν ψάχνουν κάτι να κρατήσει, αλλά έρωτες της μια βραδιάς. Κάπου θα πάνε και αυτοί στο τέλος."
Δεν ήξερα τι να της απαντήσω, μέχρι να σκεφτώ κάτι συνέχιζε.
"Έχασα πολλούς ανθρώπους, κέρδισα άλλους τόσους. Έτσι είναι η ζωή. Έχασα τον άντρα μου, τον γιο μου, γονείς, θείους. Ποτέ δεν το ξεπέρασα. Μην με βλέπεις έτσι. Που δεν το δείχνω. Δεν τους ξεπερναμε ποτέ τους ανθρώπους που πέρασαν από την ζωή μας. Η ζωή συνεχίζεται όμως. Κοίτα να βρεις έναν άνθρωπο να μην την περάσεις μόνη την ζωή."
Της απαντάω ένα "δίκιο έχετε. Λυπάμαι..." προσπαθώντας να καταλάβω τι είπε. Πώς γίνεται ένας άγνωστος άνθρωπος να σου πει όλη του την ζωή μέσα σε 10 λεπτά; Και να σου μάθει και άλλα τόσα...
"Όμορφη είσαι γλυκιά με τους τρόπους σου ευγενική χαμογελαστή μια χαρά μπορείς να βρεις. Να κοιτάξεις να σε αγαπάει να σε έχει στα ώπα ώπα. Πες του ένα κομπλιμέντο τους αρέσουν αυτά."
"Τέτοια πείτε μου και θα τα πιστέψω" της απάντησα χαμογελώντας
"Να τα πιστέψεις. Τι καλύτερο έχουν οι άλλες; Μην ακούς κανέναν. Όλοι θα βρούμε τον άνθρωπο τους"
Κοιτάω την ώρα και χωρίς να το καταλάβω πέρασε η ώρα και έπρεπε να πάω για δουλειά.
Της είπα αντίο και μου είπε που μένει
"Άμα με δεις στον δρόμο ή κάπου έλα μίλα μου"
"Θα έρθω" της λέω έτοιμη να βάλω τα κλάματα
"Να προσέχεις" μου είπε
" Δεν θα σας ξεχάσω ποτέ ούτε ότι είπαμε... σας ευχαριστώ"
Έφυγα με ένα χαμόγελο όμως μέσα μου η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Μη κατανοώντας εκείνη την ώρα πόσο χρειαζόμουν αυτήν την κουβέντα. Δεν ήξερα σε τι βαθμό έπρεπε να τα επεξεργαστώ όλα αυτά... Σαν σημάδι; Σαν μάθημα; Σαν προειδοποίηση; Το σίγουρο είναι ότι δεν θα την ξεχάσω ποτέ...
172 notes · View notes
0cean--soul · 30 days ago
Text
το τέρας μέσα μου
Σέρνεται αθόρυβα στις σκιές Θηρίο δίχως μορφή Μα το νιώθω : ένα βάρος στο στήθος ένα χέρι αόρατο που σφίγγει το κεφάλι μου
Έρχεται κρυφά τα βράδια Και ψιθυρίζει στο αυτί μου όταν προσπαθώ να κοιμηθώ Στάζει δηλητήριο στις σκέψεις μου Χαράζει με τα νύχια του πάνω στο δέρμα μου την αμφιβολία Τρέφεται από τις ρωγμές μου Δεν θα σταματήσει ποτέ να πεινά
Και τότε ξεσπά Όχι σε εμένα που το έθρεψα Όχι σε εμένα που το κάλεσα Αλλά σε εκείνους που στέκονται κοντά μου ��ου απλώς ήθελαν να αγγίξουν το φως μου
Τα μάτια τους γεμίζουν θ��ίψη Καθώς η φωνή μου γίνεται κόψη, Μα πώς να τους πω ότι δεν είμαι εγώ; Είναι το τέρας που ζει στο μυαλό μου
Το ακολουθώ σαν υπνωτισμένη Φοβάμαι να το πολεμήσω Αλλά κάθε φορά που νικά, χάνω ένα κομμάτι μου
Και μένω με την απορία …
Αν μάθω ποτέ να το ηρεμήσω Ή γίνω εγώ το τέρας
10 notes · View notes
for-your-eyes-only-16 · 4 months ago
Text
Κάθε φορά με οποιονδήποτε τρόπο (ολοφάνερο και μη) μου έδειχνες πόσο πολύ δε με θέλεις στη ζωή σου.
Με λόγια, με πράξεις..
Και κάθε φορά επέστρεφες πίσω, λες και δεν γινόταν ποτέ τίποτα.
Σήμερα μου είπες ότι θέλεις να φύγεις. Εγώ όμως ήθελα να μείνεις, αλλά δε στο είπα. Στη συνέχεια, μου σχολίασες: "Δε θέλεις να φύγεις".
Και μέσα μου ήταν ολοφάνερο ότι στο πλάι σου ήθελα να ήμουν.
Ήθελες να φύγεις. Ήθελα να μείνω.
Αλλά κάθε φορά επέστρεφες. Και κάθε φορά σε δεχόμουν πίσω.
Αυτό ήταν το μεγαλύτερο μας πρόβλημα.
Λίγο πριν με αναγκάσεις να φύγω, σου ζήτησα εάν μπορώ να σε αγκαλιάσω. Μου είπες ότι δε θέλεις και ότι θα ηταν ψεύτικη η αγκαλιά σου εάν μου την έδινες.
Τότε με ρώτησες, "Θες μια ψεύτικη αγκαλιά;" και σου απάντησα αμέσως "Όχι" και μου σχολίασες: "Καλά έκανες και επέλεξες να πεις όχι, γιατί αυτό σημαίνει ότι σέβεσαι ακόμη τον εαυτό σου. "
Και πήγα να φύγω..εφόσον έδωσες το τέλος.
Και φεύγοντας είπα δυνατά "Φεύγω, αφού δεν με θέλεις"
Και αμέσως με σταμάτησες για να με ρωτήσεις γιατί είπα αυτή τη φράση. Και σε κοιτούσα με απορία. Σου είπα ξεκάθαρα "Επειδή δε με θέλεις. Δε με θέλεις εδώ, δε με θέλεις γενικά". Και μου σχολίασες "Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί το είπες αυτό δυνατά;" Σε ρώτησα ευθέως "Τι εννοείς; Αφού αυτή είναι η αλήθεια. Θες να φύγω", ενώ παράλληλα σκεφτόμουν πως ίσως το είπα δυνατά για να το εμπεδώσω επιτέλους.
Και ενώ σε κοιτούσα έντονα με βλέμμα απορίας και πλέον τεράστιας περιέργειας, μου είπες να το αφήσω.
Και έτσι λοιπόν, το άφησα.
Σου είπα "Γεια σου" και πριν προλάβω να γυρίσω το βλέμμα μου προς την αντίθετη κατεύθυνση, είχες ήδη φύγει. Βιαστικά όπως πάντα.
Και έμεινα εκεί. Να σε κοιτάζω να φεύγεις. Να σε κοιτάζω να φεύγεις μακριά μου. Χωρίς κανένα ενδοιασμό.
"Γεια σου (αγάπη μου)."
"Γεια σου (αγαπημένε μου)"
"Γεια σου"
~ Ejo
04.10.2024
14 notes · View notes
xaroumenoplasma · 2 months ago
Text
Εχω μια απορία και αλήθεια θέλω βοήθεια
Μου λέει ο άλλος ότι δεν με εμπιστεύεται και ότι με κάποια πράγματα τον ξενερώνω . Και πρέπει να βρω τρόπο να το φτιάξω όλο αυτό... πως σκατα κερδίζεις ξανά έναν άνθρωπο που δεν έκανες τίποτα για να τον χάσεις?
7 notes · View notes
loulouditouheimona · 6 months ago
Text
«Κάποτε είχαν δώσει ραντεβού στο ζαχαροπλαστείο Παλλάδιο, Πανεπιστημίου, αυτό ήταν το κέντρο συνάντησης της Μαρίας. Βραδάκι και το κέντρο ασφυχτικά γεμάτο. Η Μαρία κάθισε σε μια γωνιά, εντελώς αθέατη· στη στιγμή βλέπει τον Καρυωτάκη να μπαίνει και, χωρίς άλλη αναζήτηση μέσα στο πλήθος, να προχωρεί κατευθείαν προς το μέρος της. – Μα πώς με ξετρύπωσες τόσο εύκολα κι ήρθες με το κατευθείαν; ρώτησε με απορία. – Τα μάτια σου σα δυο αστέρια, φώτιζαν απ’ την πόρτα και μου ’δειξαν το δρόμο, απάντησε. Κι βλέπομε στο «Γιατί μ’ αγάπησες»: «Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου, μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια…». Και σε άλλα μέρη που φαίνεται κάπου-κάπου σα να περιαυτολογεί, δεν είναι παρά τα γλυκά κι αξέχαστα λόγια του αγαπημένου της»
Tumblr media
14 notes · View notes
submissive-sl0th2 · 11 months ago
Text
Η πολύ απλή μου απορία είναι πότε θα έχω την ευκαιρία να κάνω τρίο με δύο άντρες.
31 notes · View notes
allo-frouto · 1 year ago
Note
Χρύσα σε θελω
Με θέλεις… Μπορείς να με έχεις όμως;
0 notes
sugaroto · 9 months ago
Text
Κάθε φορά που ένας μη-ντοπιος μας αναφέρετε με τη λάθος ονομασία μια νεράιδα χάνει τα φτερά της
2 notes · View notes
des-exe · 13 days ago
Text
παιδιά το χω απορία σχεδόν 20 χρόνια τώρα και δεν ξέρω αν πήραμε ποτέ και απάντηση- της Ντάλιας γιατί δεν της απαντούσε κανένας όταν οι 5 "πέθαναν"? (επισόδειο 43 αν θυμάμαι καλά)
μάθαμε ποτέ τον λόγο που δεν ήταν εκεί ο πατέρας του αλέξη? για ένα διάστημα σκέφτηκα ότι έχει να κάνει με δεσμούς αίματος αλλά ο χαράλαμπος και εκεί ήταν και μιλούσε στη ζουμπουλία so...
5 notes · View notes
justforbooks · 20 days ago
Text
Tumblr media
«Εξομολογήσεις μιας μάσκας»: To επί χρόνια εξαντλημένο αριστούργημα του Γιούκιο Μισίμα
Η σεξουαλική αυτοβιογραφία του Γιούκιο Μισίμα, που τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό και έγινε η βίβλος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.
«Το πεπρωμένο του δεν ήταν για οίκτο. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν άξιο λύπησης. Ήταν μάλλον περήφανο και τραγικό: θα μπορούσε να ονομαστεί και λαμπρό», γράφει ο Γιούκιο Μισίμα στο πεζό ποίημά του που είναι ενσωματωμένο στο μυθιστορηματικά γραμμένο αυτοβιογραφικό έργο που τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό και έχει τον τίτλο Εξομολογήσεις μιας μάσκας.
Στο Τόκιο του 1945, τη χρονιά που μαίνονταν οι βομβαρδισμοί με τα περισσότερα θύματα, ο νεαρός Κοτσάν –alter ego του Γιούκιο Μισίμα και ουσιαστικά παράφραση του πραγματικού του ονόματος, Κιμιτάκε– αγωνίζεται, κάνοντας βόλτες σε μια ενίοτε οργιαστικά ανθισμένη φύση και σε διαλυμένα τοπία, γεμάτα νεκρούς και τραυματίες –μια διαρκής αντίστιξη παράδεισου και κόλασης–, να βρει τη δική του ταυτότητα που, εκ των πραγμάτων, εντοπίζεται στη σχέση του με τους γύρω του και τη σεξουαλικότητά του. Οι εφηβικές φαντασιώσεις του, που αφορμώνται από εμμονικές σκέψεις για αιματοβαμμένα ανδρικά σώματα και μια βασανιστική έλξη για τους εύρωστους συνομηλίκους του, περιστρέφονται γύρω από το βαθύ έρεβος της επιθυμίας, επιβεβαιώνοντας την αρχετυπική συνύπαρξη έρωτα και θανάτου.
Αντίστοιχα, πάλι, οι απανωτές προσωπικές του ήττες, σύμφυτες με αυτές της ίδιας του της χώρας, είναι άμεσα συνυφασμένες με την ανικανότητά του να εναρμονιστεί με την επιβεβλημένη κανονικότητα της αστικής κοινωνίας του Τόκιο: με τη συντηρητική του οικογένεια, τους συμμαθητές και τους κατόπιν συμφοιτητές του, την αρραβωνιαστικιά του και την αυστηρή τάξη πραγμάτων στην οποία οφείλει να υποταχθεί, φορώντας την κοινωνική του μάσκα. Οι ομοφυλοφιλικές του τάσεις αποτυπώνονται, ως εκ τούτου, αποκλειστικά μέσα από φαντασιώσεις, καθώς σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να πραγματωθούν στην πρώιμη αυτή εφηβική ηλικία. Τον μόνο, όμως, που δεν μπορεί να κοροϊδέψει είναι ο ίδιος του ο εαυτός, ο οποίος ονειρεύεται θριαμβικούς θανάτους με έντονες σεξουαλικές ομοφυλοφιλικές ενορμήσεις, αποτυπωμένες σε έναν ηρωικού τύπου θάνατο, δηλαδή περίπου σαν την τελετουργικού τύπου αυτοκτονία στην οποία προέβη στα 45 του χρόνια, σύμφωνα με τις επιταγές του σεπούκου και με τη χάρη ενός σαμουράι, φορώντας τη λευκή «χακιμάκι» κορδέλα του και παραδίδοντας το κεφάλι του στα χέρια του γενναίου εραστή του.
Μέχρι, όμως, να πετύχει τον ένδοξο τέλος, που συνδεόταν με τα χαμένα αυτοκρατορικά μεγαλεία τα οποία ενέπνευσαν και τη λογοτεχνική του τέχνη –άρτια, ακριβή, μεστή αναφορών στον κόσμο της ελληνικής αρχαιότητας και στον σαδιστικό κόσμο του Ντε Σαντ–, ο Γιούκιο Μισίμα δεν φοβήθηκε στο πρώιμο αυτό έργο του να μιλήσει με ειλικρίνεια για την προσωπική του vita sexualis, γράφοντας μια ιδιότυπη «σεξουαλική αυτοβιογραφία», όπως την είχε περιγράψει ο ίδιος, με τον τίτλο Εξομολογήσεις μιας μάσκας.
Οι υπέροχα περήφανοι άνδρες και τα γυμνασμένα σώματα που αντιστοιχούν στην υπεροχή και στην ανδρεία που θαύμαζε από μικρός ήταν το μόνιμο μοτίβο όχι μόνο των περιγραφών του βιβλίου αλλά και της ποιητικής και απολλώνειας εμμονής του – δεν είναι τυχαίο που ένα άγαλμα του θεού Απόλλωνα, αντίστοιχο με αυτό από τον ιερό χώρο των Δελφών, στόλιζε μονίμως τον κήπο του. Μαζί, όμως, με τους μυθικούς αρχαιοελληνικούς θεούς, αυτή η κάθοδος στο ασυνείδητο φέρνει στην επιφάνεια διαρκείς λεκτικούς θησαυρούς, λέξεις που δεν έχουν ενσωματωθεί στον εμπειρικό πολτό ούτε καεί, αντίθετα έχουν διατηρήσει κάτι από τη μυστική τους ζωή, παρά τον πόλεμο που του έκανε το περιβάλλον του. Ο άκρως επιμελής έφηβος που φέρει εις πέρας τις σπουδές του στη Νομική, ο συνεπής μέχρι κάποιο σημείο αρραβωνιαστικός της όμορφης Σονόκο, που της κουβαλάει την τσάντα και της γράφει ένθερμα γράμματα, είναι απλώς τα προσωπεία που φοράει τόσο ο πρωταγωνιστής του βιβλίου όσο και ο ίδιος ο Μισίμα στη ζωή του.
Ο μύχιος εαυτός διέπεται από μια διαρκή απορία γιατί δεν μπορεί να ακολουθήσει την κανονικότητα των πραγμάτων. Και είναι αυτή ακριβώς η αυθεντική ειλικρίνεια, δοσμένη ταυτόχρονα με ποιητική μεγαλοπρέπεια και αποστομωτικό κυνισμό, που κάνει όλα τα υπόλοιπα μυθιστορήματα της εποχής του να μοιάζουν ψεύτικα, καθώς οι λέξεις του εμπεριέχουν ταυτόχρονα τον συμπυκνωμένο λόγο ενός χαϊκού, την αψεγάδιαστη περιγραφή της τερατόμορφης συνθήκης και της ��μορφιάς από τη Λίμνη του δασκάλου του Καραμπάτα, τη βασανιστική και εμμονική επιβολή της σάρκας που συναντάμε στα βιβλία του Τανιζάκι. Η διαφορά είναι ότι ο Μισίμα δεν γράφει απλώς μυθοπλασία αλλά βάζει κυριολεκτικά το κεφάλι του επί πίνακι και νιώθει πραγματικά να είναι ταυτόχρονα ήρωας και θύμα, σαν την αυτοπροσωπογραφία του Αγίου Σεβαστιανού που περιγράφει στο βιβλίο και ενέπνευσε μια σειρά από τις ημίγυμνες φωτογραφίες του, όπως αποκαλύφθηκαν στο βιβλίο του Έικο Χοσόε Βασανιστήριο των ρόδων.
Αυτή η κυρίαρχη εικόνα του Αγίου Σεβαστιανού-σύγχρονου Ενδυμίωνα, που αποτυπώθηκε για πάντα μέσα του από τότε που είδε τον ομώνυμο πίνακα του Γκουίντο Ρένι, συνοψίζει ταυτόχρονα το ηρωικό σθένος, την αρχέγονη σεξουαλικότητα και αυτή την ομορφιά που είχε ως αποκλειστική κατάληξη τον θάνατο. «Μήπως οι γεροφτιαγμένες γυναίκες της Ρώμης, με τις αισθήσεις τους γαλουχημένες από το άρωμα του καλού κρασιού που ξυπνάει τα κόκαλα και από τη γεύση του κρασιού που στάζει κόκκινο από το αίμα, μυρίστηκαν γρήγορα το κακότυχο πεπρωμένο του, άγνωστο ακόμα σ’ εκείνον, και τον αγάπησαν γι’ αυτόν τον λόγο; Το αίμα του κυλούσε με έναν ρυθμό πιο άγριο απ’ όσο συνήθως μέσα στη λευκή του σάρκα, αναζητώντας ένα άνοιγμα για να ξεπηδήσει όταν εκείνη η σάρκα σε λίγο θα άνοιγε. Πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες να μην άκουσαν τους θυελλώδεις πόθους ενός τέτοιου αίματος;» γράφει με παραληρηματική ακρίβεια ο ίδιος γι’ αυτό το όραμα του Αγίου Σεβαστιανού στις Εξομολογήσεις μιας μάσκας στην έξοχη μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά από την αγγλική έκδοση που έχει επιμεληθεί ο ίδιος ο Μισίμα. Δεν είναι να απορείς, μετά από αυτήν τη περιγραφή, που οι ενοράσεις του Ιάπωνα συγγραφέα στοίχειωσαν για πάντα τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, καθώς σηματοδότησαν το χέρι ενός μείζονος λογοτέχνη, ο οποίος κατάφερε να μετατρέψει τις εναγώνιες αποτυπώσεις μιας άγονης ακόμα ομοφυλοφιλικής ταυτότητας σε ποιητικό οδηγό, αναζητώντας ταυτόχρονα τον Ρίλκε και τον Ζενέ ηχηρά («Το σώμα μου έτρεμε από μια παράξενη θλίψη. Καιγόμουν από μια μοναξιά τόσο φλογερή όσο ο ίδιος ο ήλιος»).
Ομολογεί, ωστόσο, πως η ενοχή που έτρεφε για τη σεξουαλικότητά του δεν είναι αυτή της δυτικής επεξεργασμένης ψυχικής αστάθειας που περιγρ��φει ο Στέφαν Τσβάιχ στα μυθιστορήματά του αλλά ενείχε μια ένταση που μάλλον αποκτούσε σχεδόν νιτσεϊκά χαρακτηριστικά – με άλλα λόγια τον έκανε να πηγαίνει ένα βήμα μπροστά από το ανθρώπινο είδος. Η πρώιμη αυτή αλαζονεία, αποτέλεσμα της αποστασιοποίησης από τους συνομηλίκους του, εμποτισμένη με έντονα στοιχεία αμφιβολίας, μετατράπηκε έτσι σε ένα ιδιόμορφο μπουσίντο, αυτή την υψιπετή συμπεριφορά της ιαπωνικής ελίτ, συνώνυμη των ευγενών και ενός υψηλών αξιώσεων συγγραφέα. Μακριά από τα εύκολα, δυτικότροπα, ψυχαναλυτικού τύπου συμπεράσματα, ο Μισίμα μετέτρεψε τον εαυτό του σε ζωντανό, θεατρικό δρώμενο, τελετουργική επεξεργασία, εμπύρετο λεκτικό παραλήρημα σαν αυτά που ποτίζουν τις ποιητικές στιγμές των Εξομολογήσεών του, ακόμα και όταν παραδέχεται ότι έφτασε στο ύψιστο σημείο κυνισμού να αδιαφορεί ακόμα και για τις αντιδράσεις των υπολοίπων απέναντί του. Δεν ήταν ο φόβος των επιπτώσεων που καθοδηγούσε τις πράξεις του αλλά η εσωτερική ανάγκη να μη διασαλεύσει την τάξη πραγμάτων.
Αλλά και πάλι, η εμμονή με τον θάνατο δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα μιας ιδιόμορφης προσωπικής σκέψης όσο η συνέχεια μιας κανονικότητας που έκανε τους Ιάπωνες να οσμίζονται το αίμα σε κάθε τους βήμα: οι νεκροί των πολέμων μετέτρεψε, όπως παραδέχεται ο Μισίμα, την καθημερινότητά τους σε μια αναγκαστική μελέτη θανάτου, χαρίζοντάς τους μια πρώιμη εσωτερική ωριμότητα. Η ζωή μας, λέει, «έμοιαζε με αλμυρή λίμνη από την οποία το περισσότερο νερό είχε ξαφνικά εξατμιστεί, αφήνοντας τόσο πυκνή συγκέντρωση αλατιού που τα σώματά μας επέπλεαν νωχελικά στην επιφάνεια». Για έναν τόσο σωματικό στις περιγραφές του συγγραφέα, η φράση αυτή είναι ακόμα πιο σημαντική από τον αριστοτελικό ορισμό της ευτυχίας ή τη σωκρατική θέαση της υψηλής, στοχαστικής θέασης της ψυχής. Άλλωστε, ο πνευματικός τρόπος ζωής του Μισίμα, πολύ κοντά σε αυτό που η Γιουρσενάρ θεωρούσε ως στωικού τύπου κοσμοθεωρία, δεν απαιτούσε περιττές κουβέντες αλλά πράξεις: απόδειξη ότι οι φαντασιώσεις του υλοποιήθηκαν στο ακέραιο όχι μόνο όσον αφορά τις σεξουαλικές εμμονές αλλά και με την Ένωση της Ασπίδας, δηλαδή τους δικούς του στρατιώτες, τους οποίους έντυνε με στολές που έραβε ο ίδιος, κάτι που έκανε καλλιτέχνες, όπως ο Ντέιβιντ Μπόουι, να τον μετατρέψουν σε στυλιστικό σύμβολο και σημείο αναφοράς. Είναι η ίδια κοσμοθεωρία που τον έκανε, αφού επιδόθηκε στο περίφημο σεπούκου με το ιαπωνικό μαχαίρι τόντο, να επιβάλει στον σύντροφό του, υπολοχαγό Χίσο Μορίχο, να τον θανατώσει με το αυτοκρατορικό σπαθί, επιβεβαιώνοντας ένα προαποφασισμένο σενάριο που είχε γράψει από νωρίς για την κατάληξη του βίου του, όπως διαφαίνεται και από τις Εξομολογήσεις μιας μάσκας. Με αυτόν τον τρόπο γλίτωσε το «μαρτύριο που τον περίμενε» στη διαδρομή, όπως γράφει χαρακτηριστικά, αποδεικνύοντας στην πράξη «ότι η σφραγίδα που είχε βάλει πάνω του η Μοίρα ήταν ακριβώς το τεκμήριο του αποχωρισμού του από όλους τους κοινούς ανθρώπους της γης».
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes · View notes