#Μια νύχτα μόνο
Explore tagged Tumblr posts
Text
Η Τέσυ Μπάιλα και ο Μιχάλης Τζανάκης παρουσιάζουν τα βιβλία τους στο Ηράκλειο
Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023, στις 8 το απόγευμα Πολύκεντρο Νεολαίας Δήμου Ηρακλείου Η Τέσυ Μπάιλα και ο Μιχάλης Τζανάκης θα παρουσιάσουν στο Ηράκλειο τα νέα τους μυθιστορήματα, την Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023, στις 8 το απόγευμα στο Πολύκεντρο Νεολαίας του Δήμου Ηρακλείου. Σε μία σπάνια συνάντηση, οι δύο δημιουργοί θα μιλήσουν τα τελευταία έργα τους και θα συζητήσουν με τους φίλους του βιβλίου. Την…
View On WordPress
#Ηράκλειο#Κρήτη#Λέγε με Ισμαήλ#Λογοτεχνία#Μιχάλης Τζανάκης#Μια νύχτα μόνο#Τέσυ Μπάιλα#βιβλία#βιβλιοπαρουσίαση#εκδόσεις Ραδάμανθυς#εκδόσεις βιβλίων#εκδοτικοί οίκοι#μυθιστόρημα
0 notes
Text
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα, μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Πολυδούρη
#greek tumblr#greek posts#γκρικ μπλογκ#ελληνικού tumblr#ποίηση#γκρεεκ#greek quotes#feelings#greek blog#συναισθήματα#ελληνικο tumblr#ελληνικο#ελληνες ποιητες#ελληνικά στιχάκια#ελληνικο ταμπλρ#ελληνικο ποστ#ελληνικα#ερωτευμενη#ερωτικο#σε ερωτευτηκα#ερωτας#ερωτικά#ερως#ρομαντικές ψυχές#ρομαντισμός#ελληνικά#ελλαδα#ελλάδα#γκρρεκ#γκρικ ταμπλερ
47 notes
·
View notes
Note
hey king, χρειαζομαι βοήθεια! έχεις καθόλου προτάσεις βιβλίων από κουίρ ελληνίδες συγγραφείς; (προσπαθώ γενικότερα να διαβάσω περισσότερα βιβλία ελλήνων. αλλά μέχρι τώρα το μόνο που βρήκα είναι η ερωμένη της)
Χευ!! Άργησα λιγάκι αλλά αυτή είναι μια μικρή λίστα κουίρ ελληνικής λογοτεχνίας, ποίησης, ιστορίας και κοινωνιολογικών έργων - δεν είμαι σίγουρος αν όλοι οι συγγραφείς είναι οι ίδιοι λοατκι, και κάποια από αυτά τα έργα (ειδικά τα παλιότερα) μπορεί να έχουν outdated ιδέες ή να περιγράφουν αρκετά σκληρά πράγματα, οπότε: read with caution. Δεν τα έχω διαβάσει όλα, μόνα κάποια, αλλά είναι στη λίστα μου! Αν ξέρει κανένα σας κι άλλα, στείλτε μου και θα τα προσθέσω <3<3 💌 <3<3
Λόλα Καραμπόλα - Ερωφίλη Κόκκαλη
Ελαττωματικό Αγόρι - Sam Albatros
Τι Θυμάσαι απ’ τον Θάνατό Σου; - Πυθαγόρας Ελευθεριάδης
Οι Νταλίκες και Τα Γυναικάκια τους - Άννη Σιμάτη
Μπλε Υγρό - Βίβιαν Στεργίου
Ο Τελευταίος Κύκνος - Στέφανος Δάνδαλος
Καλαμέρως - Ευριπίδης Σαμπάτης
Ήσυχα να πας - Ούρσουλα Φωσκόλου
Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα - Νόα Τίνσελ
μερακλίνα|κουκιμπιμπέρισσα|ομπλαντί - Ευά Παπαδάκης
Αμφί και Απελευθέρωση, & Ο Καιάδας - Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
Σεξου��λικότητα (Θεωρίες και πολιτικές της Ανθρωπολογίας) - Κώστας Γιαννακόπουλος
Σώμα | Φύλο | Σεξουαλικοτητα (ΛΟΑΤΚ πολιτικές στην Ελλάδα) - Άννα Αποστολέλλη και Αλεξάνδρα Χαλκιά
Κλωτσιές με δωδεκάποντα: Η ανάλυση ενός συλλογικού εμείς μετά τη δολοφονία του Ζακ/της Ζάκι - Μαρία Μάζη
Η Πάλη για την Τρανς Απελευθέρωση - Αφροδίτη Φράγκου
Ανθολογία Ελληνικής Κουήρ Ποίησης (Εκδόσεις Θράκα)
Έλα να σου πω: Φεμινιστικές, λεσβιακές ναι κουήρ αφηγήσεις της μεταπολίτευσης (FAC Press)
Χασέπ - Αρτέμης Μαυρομμάτης
Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι - Νικόλας Κουτσοδόντης
Μονοκατοικία με κήπο - Χρήστος Ρούσσος
Homo Thessalonikus - Κυριάκος Βλάχος
re eiste oloi poly gay kai sas variemai - Μότσι Γεωργίου
Η Ζωή Μου Στο Κόκκινο - Ζώντας με το AIDS: Μαρτυρίες - Μάριος Λαζανάς
Ομόνοια, 1980 - Γιώργος Ιωάννου
Μπέττυ - Ελισάβετ Βακαλιδου
Ο γοργόνος και άλλα πλάσματα - Σπύρος Χαιρέτης
Ελ Ποι, Ελληνική Λεσβιακή Ποίηση - Χαρά Τρε
Η φίλη μου κυρία Ντόρα Ρωζέττη - Ελένη Μπακοπούλου
Προσευχές Έκτακτης Ανάγκης - Τάκης Σπετσιώτης
Η Μεταφυσική της Μιας Νύχτας - Ανδρέας Αγγελάκης
Δυο Σταγόνες Βροχή - Πρόδρομος Σαββίδης
Ίσως #1: Ανθολογία Σύγχρονου Ελληνικού Διηγήματος (Εκδόσεις ΟΞΥ)
Αυτή η νύχτα μένει - Θάνος Αλεξανδρής
Ήθελα να γίνω αστροναύτης - Μίλτος Κουτλής
Επιθυμίες και πολιτική, & Ελληνική Τηλεόραση και Ομοερωτισμός - Κωνσταντίνος Κυριακός
Καλιαρντά <3 - Ηλίας Πετρόπουλος
Μπλε Καστόρινα Παπούτσια - Θανάσης Σκρ��υμπέλος
Ιστορίες για να μη λείπεις όσο θα λείπεις - Παρασκευάς Καρασούλος
Ερωτογενείς Ζώνες - Marachi
Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο - Τζένη Χειλουδάκη
[[Γνωστοί Ποιητές του 20ου αιώνα: Κωνσταντίνος Καβάφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου]]
Επίσης- τσεκάρετε τις Εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης & τις εκδόσεις Οδός Πανός - Σιγαρέτα.
Για όσα είναι Αθήνα, οι παραπάνω οίκοι έχουν βιβλιοπωλεία (το ένα στη Βικτώρια, το άλλο στα Εξάρχεια). Προτείνω επίσης το κουήρ βιβλιοπωλείο Hyper Hypo στο Μοναστηράκι, τη συλλογή του Feminist Autonomous Center στον Άγιο Παντελεήμονα, και την πολύγλωσση βιβλιοθήκη We Need Books στην Κυψέλη (στην οποία θα βρείτε ένα pride section και δωρεάν τσαγάκι).
158 notes
·
View notes
Text
Ο άνθρωπος όταν μένει πολύ καιρό μόνος του αγριεύει...
Αγριεύει και ξεχνάει...
Ξεχνάει πως είναι να μοιράζεσαι στιγμές…
Ξεχνάει το μαγικό άγγιγμα μιας αγκαλιάς τη νύχτα...
Ξεχνάει πως είναι να παραγγέλνεις φαγητό για δύο...
Ξεχνάει πως είναι να σε περιμένει κάποιος στο σπίτι μετά τη δουλειά...
Ξεχνάει πώς είναι να μαλώνεις γιατί δεν ήταν η σειρά σου να πλύνεις τα πιάτα...
Ξεχνάει πως είναι να βλέπεις ταινίες με τον άνθρωπο σου και να σχολιάζεις τα κενά στο σενάριο...
Ξεχνάει πως είναι να κάνεις υποχωρήσεις και να προσπαθείς...
Ξεχνάει πως είναι να παίρνεις τα χούγια του και τις εκφράσεις του άλλου και μετά από καιρό να σας
περνάνε γι’αδέρφια…
Ξεχνάει πως είναι να μην σε παίρνει ο ύπνος γιατί μαλώσατε σήμερα…
Ξεχνάει πως είναι να σχεδιάζετε διακοπές μαζί και να μαλώνετε σε ποιό νησί θα πάτε…
Ξεχνάει πως είναι να σου φέρνουν το αγαπημένο σου γλυκό για να σου φτιάξουν τη μέρα…
Ξεχνάει πως είναι να ψιθυρίζεις σ’αγαπώ κάτω απ’τα σεντόνια...
Ξεχνάει να νιώθει…
Κι όσο ο χρόνος περνάει… ξεχνάει όλο και περισσότερο… ξεχνάει γιατί συνήθισε πιά...
Συνήθισε να είναι μόνος,να περπατάει μόνος,να τρώει μόνος,να παλεύει μόνος,να γελάει μόνος,να βλέπει ταινίες μόνος,να πορεύεται μόνος,να σχεδιάζει τη ζωή του μόνος,να κοιμάται και να ξυπνάει μόνος…
Συνήθισε…
Γι’α��τό μην τον παρεξηγείς…έμεινε πολύ καιρό μόνος και συνήθισε...
Κάποτε ήταν εξημερωμένος… μα τώρα πια είναι αγρίμι στο κλουβί της μοναξιάς του κι ακόμη κι αν σπάσεις τις κλειδαριές και του ανοίξεις την πόρτα είναι δεμένος μ’αόρατες αλυσίδες… κι όσο κι αν θέλει να ελευθερωθεί δεν θα προσπαθήσει να το σκάσει…
Θέλει πολύ χρόνο και υπομονή για να εξημερωθεί ξανά…
κι αν δεν είσαι διατεθειμένος να του τα προσφέρεις άφησέ τον ήσυχο μες το κλουβί του.
Μην απορείς μαζί του.
Μην τον λυπάσαι.
Είναι πολύ πιο δυνατός απ’όλους εσάς τους ”εξημερωμένους”.
Κρύβει μια δύναμη που όμοια της δεν έχεις συναντήσει.Τη φυλάει καλά κρυμμένη.Κι όταν έρθει ο κατάλληλος άνθρωπος θα την απελευθερώσει και θα ελευθερωθεί..μα μέχρι τότε άφησε τον..αγάπα τον από μακρυά..θα’ρθει εκείνος σ’εσένα…
Μην ξεχνάς ότι είναι αγρίμμι… και τ’αγρίμμια παλεύουν για κάτι μόνο όταν υπάρχει λόγος…
10 notes
·
View notes
Quote
Εκείνη διαβάζει βιβλία για τη γιόγκα, τον βουδισμό, την αριθμολογία. Εγώ διαβάζω ποίηση, θέατρο, δοκίμια, νουβέλες, ό,τι πέσει στα χέρια μου. Εκείνη είναι χορτοφάγος. Εγώ παμφάγος. Εκείνη είναι πειθαρχημένη, ασκητική, πιστή. Εγώ σκεπτικιστής και τεμπέλης. Εκείνη πιστεύει στη μετενσάρκωση των ψυχών. Εγώ είμαι αγνωστικιστής. Εκείνη είναι σίγουρη. Εγώ όχι. Εκείνη είναι ενεστώτας οριστικής. Εγώ, υποθετικός λόγος στις καλύτερες μέρες μου και στις χειρότερες υπερσυντέλικος υποτακτικής. Εκείνη είναι ένας άνδρας της δράσης. Εγώ, μια γυναίκα μπερδεμένη. Εκείνη θέλει να αλλάξω. Εγώ, επίσης. Εκείνη ξέρει τι θέλει και τι χρειάζεται και τι θέλω και τι χρειάζομαι εγώ. Εγώ ξέρω μόνο πως δεν ξέρω τίποτε αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος. Εκείνη είναι το φεγγάρι της μέρας. Εγώ, ένα ηλιοτρόπιο στη νύχτα. Εκείνη κι εγώ, κόντρα στον άνεμο, αγαπιόμαστε.
Juan Vicente Piqueras, Εκείνη και εγώ (Ella y yo)
175 notes
·
View notes
Text
Νύχτα Αυγούστου στη νεκρική, οριακά απόκοσμη Αθήνα, όλοι λείπουν ακόμα διακοπές και νιώθω σα χταπόδι από περίεργη σεξονουβέλα που ξέμεινε μόνο του στη στεριά και δεν έχει που να χώσει τα πλοκάμια του. Φυσάει λίγο έξω και σε μια προσπάθεια να επανέλθω στην πραγματικότητα άφησα ανοιχτά, για να ακούω το σιγανό νι α α α α α του πορτοκαλί γούνινου βλά��α στο μπαλκόνι που εκλιπαρεί ένα σαμιαμίδι να κατέβει λίγο πιο κάτω και το ρυθμικό ταπ ταπ ταπ ταπ ταπ από το γαμήσι που ρίχνουν οι δύο εναπομείναντες γείτονες από πάνω, χωρίς ίχνος οίκτου για τα γατιά, τα σαμιαμίδια και τις καυλωμένες του 3ου.
(ημερολόγιο καλοκαιριού, 19/08)
59 notes
·
View notes
Text
Για πολλούς, σπίτι είναι μια καλοφτιαγμένη δομή
Τέσσερις τοίχοι που συγκρούονται όταν τους αγγίζει κανείς
Μερικά κομμάτια θεμελίων που καταλήγουν σε κάποια στέγη
Κάποιο κτίριο στο τέλος του δρόμου.
Ακόμη και αν πρόκειται να φανώ εγωΐστρια μπρος σε όποιον αντικρίσει αυτές τις λέξεις, ξέρω βαθιά μέσα μου πως σε εσένα θα παραμείνω χαραγμένη ανεξίτηλα στο χαμόγελό σου, στο κάθε σου μειδίαμα.
Για μένα λοιπόν, σπίτι είναι η μυρωδιά της κανέλλας
Η αίσθηση της ηρεμίας που κυριεύει το μυαλό μου
Μια μικρή εικόνα που με βοηθά να ελέγχω τις σκέψεις μου
Δυο χέρια ενωμένα σαν ένα ιδιαίτερα κρυφό παζλ
Τα χείλη σου που φιλούν τα δικά μου με πάθος σε μερικά ανιδιοτελώς ξεδιπλωμένα όνειρα
Ένα τυφλό κανελί γατάκι που κάνει βόλτα στο σπίτι μας τρώγοντας μπισκότα δίχως ζάχαρη κάθε απόγευμα του Αυγούστου
Ένα ευγενικό αγοράκι με πράσινα αμυγδαλωτά μάτια που αποκοιμήθηκε στην γενναία αγκαλιά σου, μυρίζοντας την φαιοπράσσινη στολή σου, αφού θήλασε τρυφερά τη μαμά του, τη γυναίκα σου, εκείνη με την λευκή ρόμπα και το στηθοσκόπιο που έχει χαραγμένο το όνομά της κρυμμένο σε μια αγκύλη, την κοπέλα που έχει το κεφάλι της ξαπλωμένο στον ώμο σου, όντας στην πραγματικότητα, το περήφανο κορίτσι σου που κληροδότησε τα ξανθά μαλλιά της στον μικρό σου στρατιωτικό γιατρό
Ένα σπίτι γεμάτο με την τέχνη της, που κάνει τον Βαν Γκογκ έναν πραγματικό κάτοικο εκεί μέσα, για μια ακόμη φορά, για μία ακόμη ημέρα και για πολλές ακόμη, που πρόκειται να' ρθουν νωχελικά
Το συναίσθημα της καρδιάς μας καθώς μοιραζόμαστε τις ψυχές μας κάθε φορά που βάζεις μια ξανθιά τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου για να μου φιλήσεις τον λαιμό και να μου κοκκινίσεις τα ήδη ροδαλά μου μάγουλα
Η ευγένεια στη φωνή σου που κάνει την καρδιά μου να χτυπάει όλο και πιο δυνατά κάθε φορά που φωνάζεις το όνομά μου σε μια προσπάθεια να ενώσεις το θρόισμα των φύλλων του δικού σου δάσους με τα ατίθασα κύματα της θάλασσάς μου και να δημιουργήσεις έναν ακόμη πιο μικρό καλλιτέχνη να τρέχει σε ένα σπίτι που μυρίζει γιασεμί, να προσθέσεις λίγο ακόμη χρώμα στο δικό μας "σπίτι", να γίνεις εσύ ο ίδιος καλλιτέχνης και να αγγίξεις την παλέτα της καρδιάς μου με τα πινέλα της ψυχής σου
Το γέλιο σου που με κάνει να χαμογελάω και είναι ο λόγος που η ζωή μου δεν είναι ποτέ ασπρόμαυρη, κύριε καλλιτέχνη
Η μόνη αίσθηση ελευθερίας που ένιωσα ποτέ μου, μού δόθηκε απλόχερα και τρυφερά όταν το σώμα μου έγινε δικό σου
Κάθε φορά που μπορεί να αμφιβάλλεις για την αγάπη μου και διαβάζεις αυτό το γράμμα, τότε είναι που δεν θα αμφιβάλλεις ποτέ ξανά, που δεν θα αμφιβάλλεις για την ισχυρή αυτή πραγματικότητα, την μια και μοναδική, αγάπη μου, η οποία είμαστε εμείς
Κάθε κομμάτι της ψυχής μου που θα σου ανήκει και δεν θα χρειάζεται πλέον να μιλάω, παρά μόνο να σε κοιτάω, με ένα βλέμμα που μπορείς να διακρίνεις μόνο εσύ, ένα βλέμμα που θα σου μιλά ανοιχτά και θα σου λέει...
Θέλω να με κάνεις έρωτα μέχρι το πρωί
Μέχρι να νιώσω το σώμα σου να χαϊδεύει το δικό μου,
Μέχρι να γίνουμε ένα και να ανταλλάξουμε σώμα και ψυχή πάνω στα ολόλευκα σεντόνια
Μέχρι να μυρίσει γιασεμί η νύχτα και άνθη τριανταφυλλιάς να στολίσουν το κρεβάτι μας
Μέχρι να νιώσεις το σώμα μου να φλέγεται πάνω στο δικό σου κάθε φορά που το βυθίζεις μέσα μου
Μέχρι να αφουγκραστώ τις σκέψεις σου ετούτη τη νύχτα που με φιλάς και σε φιλώ σαν το ξημέρωμα να βρίσκεται αιώνες μακριά
Μέχρι να γίνω δικιά σου και να γίνεις δικός μου ολοκληρωτικά
Μέχρι να μου ψιθυρίσεις πως με αγαπάς και να σιωπήσεις όλους τους ποιητές με την ψευδαίσθηση πως ξέρουν τι εστί αγάπη
Μέχρι να καταρρίψεις όλα τα γνωμικά και να γράψεις νέους τόμους, νέα βιβλία με την δική σου αλήθεια η οποία θα είναι το "εμείς"
Μέχρι το φεγγάρι να δακρύσει στην θέα της αγάπης μας και να κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα ή να δωρίσει το φως του σε όλα τα άστρα του ουρανού
Μέχρι εσύ να γίνεις εγώ και εγώ να γίνω εσύ
Μέχρι το τέλος αυτού του κόσμου, ενώ ξέρεις καλά πως ούτε τότε δεν θα πάψω να σε αγαπώ
Μέχρι το "σε αγαπώ" να βρει το άλλο του μισό, το π να παντρευτεί το α και να γίνει "σε αγαπάω"
Μέχρι όλα τα κομμάτια του παζλ να ενωθούν και να ζωγραφίσουν πάνω στο τραπέζι εμάς τους δύο, μαζί, μια αγκαλιά, ένα τραγούδι δίχως στίχους, μια μελωδία σκέτες νότες να μας περιτριγυρίζουν
Μέχρι ο κόσμος να ησυχάσει και να μας αφήσει επιτέλους να δημιουργήσουμε τον δικό μας, να μπούμε μέσα του, να χαθούμε και να μην ξαναεμφανιστούμε
Μέχρι ο ήλιος να ανατείλει ξανά, να δύσει και να αναγεννιέται ο έρωτάς μας σε κάθε αχτίδα ελπίδας που θα μας χαϊδεύει τα μαλλιά
Μέχρι η απόσταση να πάρει τον ορισμό της ανάσας μας και να μηδενιστεί με ένα μας φιλί
Μέχρι η τέχνη να ορίζεται πλέον από εμάς και κάθε λεξικό, να έχει σε κάθε του σελίδα το δικό μας χρώμα, ένα χρώμα που δημιουργήσαμε εμείς όταν οι εαυτοί μας πήραν την ίδια μορφή και είπαν μαζί πως...
Θέλω να με κάνεις έρωτα μέχρι το πρωί
Μέχρι η διάλεκτός σου να γίνει η δική μου γλώσσα
Μέχρις ότου να μην υπάρχει άλλος κανείς επάνω σε αυτή την άχαρη Γη, εκτός από εμάς
Μέχρι να γίνουν όλα στάχτη χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε μα ο ήλιος να ξεπροβάλλει μετά από κάθε μας βροχή, για μια ζωή
Μέχρι να μην μας νοιάζει η άποψη του κόσμου, ο τρόπος του και η τεχνική
Μέχρι το γαλανό να αναμειχθεί με το πράσινο και να αναπλαστεί η φύση από την αρχή
Μέχρι το σκοτάδι μου να γίνει το δικό σου φώς
Μέχρι ο στρατιώτης να γίνει γιατρός
Μέχρι η αγκαλιά σου να γίνει καταφύγιο που θα φουντώνει την δική μου φλόγα ώστε να προφυλάσσω και να κρατώ αναμμένη την δική σου
Μέχρι η μυρωδιά μου να γίνει πεδίο μάχης που θα εγκλωβίσει την καρδιά σου
Μέχρι να μην μπορούμε να μιλήσουμε άλλο πια
Μέχρι η καρδιά μας να χτυπήσει δύο φορές πιο γρήγορα ξανά
Και τελικά να φωνάξουμε ο ένας στον άλλο πως το «για πάντα» σίγουρα πλέον, ξέρουμε πως γράφτηκε για εμάς.
Και κάθε φορά που θα γυρνάς σπίτι, να σκέφτεσαι εμένα, τον δικό σου ορισμό για το "σπίτι"
Και ίσως να μπορώ τότε να σε διακόψω και να πω ότι..
Είσαι ο μοναδικός
Που θα μπορούσα ποτέ να αποκαλώ "σπίτι".
Copyright © 2025 Christine Aggeli. All rights reserved.
#young author#poetry#viralpost#novel writing#writers and poets#viral#new writing#writers on tumblr#self love#viral worldwide#go viral#my poetry#poets#ελληνικά#ελληνικά στιχάκια#ελληνικο ποστ#ελλάδα#ελληνικα#ελληνικο ταμπλρ#ελληνικο tumblr#γκρικ μπλογκ#γκρικ ταμπλερ#γκρικ ποστ#γκρικ κουοτς#γκρεεκ#γρεεκ φωτο#γρεεκ κουοτς#γρεεκ ποστς#ελληνικαα#international poetry
4 notes
·
View notes
Text
«Δεν θέλω κόρη»
Ελπίζω να μην κάνω κόρη.
Όχι επειδή δεν θέλω, ή επειδή δεν ονειρεύομαι να της μαθαίνω πώς να κάνει πλεξούδες.
Ή επειδή δεν θέλω να την μάθω να αγαπάει τον εαυτό της.
Αλλά δεν θέλω κόρη.
Δεν ξέρω πως να μάθω στο κοριτσάκι μου πως ο κόσμος μας είναι άθλιος και πονηρός.
Δεν θέλω να χρειαστεί να της εξηγήσω πως οι κοντές φούστες «προκαλούν» το μυαλό των ανδρών.
Δεν θέλω να της πω πως το βράδυ όταν θα γυρνάει από έξω θα πρέπει να έχει τα κλειδιά στο χέρι της και μια σφυρίχτρα, μην τυχόν της επιτεθούν.
Ή πως εκείνο το αγοράκι που θα της ��ρέσει θα μιλάει πισώπλατα και χυδαία για αυτήν πίσω από την πλάτη της, αναζητώντας μόνο το κορμί της.
Δεν θέλω να της εξηγήσω πως όταν μεγαλώσει η γνώμη της δεν θα μετράει, γιατί πάντα θα παραμένει γυναίκα.
Ή πως άμα φοβηθεί την νύχτα, η αστυνομία δεν είναι ταξί.
Δεν ξέρω πως να της τα εξηγήσω.
Δεν θέλω.
Γιατί ούτε εγώ ακόμα ξέρω.
-φανερώθηκα
5 notes
·
View notes
Text
Σου λέει " Σαγαπω αλλά..." ενώ κάποτε η Πολυδούρη έγραψε "Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,μόνο γιαυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολανοιχτο κι έχω ένα ρίγος στη ψυχή μου ακόμα, μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου."
#tromokraths#γρεεκ#γρεεκζ#γρεεκ ποστς#greek#greek poetry#poets on tumblr#γρεεξ#γρεεκς#γρεεεκ#Πολυδούρη
147 notes
·
View notes
Text
Βασισμένο στο Ημερολόγιο της Πανδώρας Μ.
Για μια στιγμή θα ήθελα να το ξαναζήσουμε.
Έστω για μία στιγμή.
Εκείνο το μοιραίο καλοκαιρινό βράδυ. Μετά το κλάμπ πήγαμε βόλτα στην παραλία. Επικρατούσε σιωπή· τα κύματα ήταν τα μόνα που τολμούσαν να την σπάσουν, τραγουδώντας τον δικό τους μελωδικό ρυθμό.
Και υπήρχαμε και εμείς. Τα βήματά μας στα βότσαλα ήταν εκωφαντικά σε σύγκριση με το περιβάλλον, που θα νόμιζε κανείς πως ηχούσαν σε όλο το μέρος.
Φτάσαμε στα βραχάκια και καθίσαμε. Από την πλαστική σακούλα που κρατούσες έβγαλες τις μπύρες που είχαμε αγοράσει από το περίπτερο, και ένα πακέτο τσιγάρα, τα γνωστά. Marlboro κόκκινα.
Μου πρόσφερες ένα ανοιχτό μπουκάλι. “Σ’ευχαριστώ.” Μου χαμογέλασες.
Αυτό το υπέροχο, θεσπέσιο χαμόγελο που με κρατά βράδια άυπνη. Το χαμόγελο για το οποίο θα έκανα τα πάντα. Αρκεί να το ξαναδώ.
Ήπια μια γουλιά από την μπύρα, απολαμβάνοντας το ελαφρύ κάψιμο που άφησε το αλκοόλ στο λαιμό μου. Πήρα ένα τσιγάρο και το άναψα. Κράτησα για λίγο ακόμη τον αναπτήρα αναμμένο και για σένα.
‘Εγειρα προς τα πίσω, χρησιμοποιώντας το ένα μου χέρι για να στηριχτώ. Το μπουκάλι της μπύρας μου βρισκόταν στερεωμένο ανάμεσα στα βότσαλα σε μια μικρή τρύπα που έσκαψα με τα χέρια μου.
Κοίταξα τον ουρανό.
“Είναι περίεργο,” μουρμούρισα, “το πόσο μικροί και ασήμαντοι είμαστε τελικά.” Αυτό σου τράβηξε την προσοχή. “Πώς σου ήρθε αυτό;”
“Nα,” ανασηκώθηκα, “τ’άστρα και μόνο μου θύμισαν για μια ακόμη φορά το πόσο μεγάλο είναι το σύμπαν, και το πόσο μικρό μέρος του γνωρίζουμε εν τέλει. Και πόσο μεγάλο μέρος του δεν θα γνωρίσουμε ποτέ.” Δεν μου απάντησες. Αντί αυτού, με κοίταξες. “Τι;”
“Τίποτα. Απλώς μου αρέσει να σε ακούω να μιλάς.”
Γέλασα απαλά. “Δεν το περίμενα αυτό, για να είμαι ειλικρινής.”
���Κι όμως. Το να ακούω τις σκέψεις σου είναι τόσο όμορφο όσο να ακούω το γέλιο σου.”
Κοίταξα προς τη θάλασσα ντροπαλά.
“Ένα πεφταστέρι. Κάνε μια ευχή.”
‘Ηξερα ακριβώς την ευχή μου. Μακάρι η σημερινή νύχτα να μην τελειώσει ποτέ. Να μην έρθει ποτέ το φως στον ουρανό και η δύση του ηλίου, να μην χρειαστεί να φύγουμε από εδώ.
“Τι ευχήθηκες;”
“Δεν νομίζω πως οι ευχές δουλεύουν έτσι,” χαμογέλασα. “Δίκιο έχεις,” γέλασε.
Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής πριν ξαναμιλήσω. “Ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι;”
-
Και κάπως έτσι πέρασε η ώρα. Μιλήσαμε για διάφορα. Για τέχνη και μουσική, βιβλία και ποίηση.
“Τι κάνεις εκεί;” “Τίποτα,” είπα και χαζογέλασα, “χαζομάρες στο έδαφος.”
Οι τρεις μπύρες είχαν αρχίσει να με πιάνουν σιγά-σιγά. Το δάχτυλό μου τραβούσε σχήματα και γραμμές στα βότσαλα. Πλέον κάποια από αυτά είχαν μετακινηθεί, αφήνωντας μια ελαφριά στρώση άμμου στη θέση τους.
“Και τι δεν θα έδινα για να σου πω αυτά που κρύβω τόσο καιρό,” είπα χαμηλόφωνα.
Ανασήκωσε τα φρύδια. “Αυτό έχεις γράψει;”
“Ναι.” “Ανεκπλήρωτος έρωτας;”
“Δεν ξέρω,” απάντησα, “δεν είναι ότι το έχω κυνηγήσει κιόλας.” Σιώπησε, σαν να σκέφτεται. “Τι είναι έρωτας για σένα;”
“Να…”
Μετακινήθηκα λίγο πιο κοντά, ώστε να βλεπόμαστε στα μάτια. “Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς τι είναι καθαυτός, μπορώ όμως να σου πω για την προσωποποίηση του, για μένα. Όσο κλισέ και να ακούγεται, είναι ένα άτομο με τα ομορφότερα μάτια που έχω δει.”
Εξέπνευσα, προσπαθώντας να καλμάρω λίγο τα νεύρα μου, καθώς και την καρδιά μου, τους χτύπους της οποίας θα μπορούσα να ορκιστώ πως άκουγα στα αυτιά μου.
“Είναι το πιο κοντινό πράγμα που έχω σε σπίτι, καταφύγιο, και μονάχα η όψη τους με κάνει να νιώθω λες και δεν μπορεί να με βλάψει τίποτα και κανένας. Και η ψυχή του…είναι το πιο καλόψυχο, καλόκαρδο πλάσμα που έχω δει, και θα μπορούσα άνετα να περάσω την υπόλοιπη μου ζωή μαζί του. Να γυρίσω τον κόσμο μαζί του.” ‘Έγνεψε.
“Και η ειρωνεία είναι, πως αυτό το άτομο βρίσκεται ακριβώς απέναντι μου.”
Χαμογέλασε άλλη μια φορά. Τα κατάφερα.
Το πήρα σαν ένδειξη να κάνω κίνηση και, διστακτικά, άπλωσα τα χέρια μου για μια αγκαλιά, την οποία ανταπέδωσε. Ναι, μακάρι να μην τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή.
-
Δυστυχώς όμως, όλα τα καλά τελειώνουν κάποια στιγμή.
Ήμουν, για άλλη μια φορά, στο ίδιο σημείο που καθόμασταν κάποτε. Είναι απόγευμα Φθινοπώρου. Δεν υπάρχουν αστέρια στον ουρανό, και το στιχάκι έχει σβηστεί. Είναι λες και τα κύματα που κάποτε τραγουδούσαν φωνάζουν μανιωδώς, προστάζοντάς με να φύγω.
Λογικό.
Τελικά βαρέθηκες. Ίσως να παραήμουν ρομαντική και ευάλωτη για σένα. Ακόμα και τώρα, αναρωτιέμαι σε ποιον τα λέω όλα αυτά. Δεν είσαι εδώ.
Δεν σε κατηγορώ πάντως. Ίσως και να υπερέβαλα, με όλα μου τα σχέδια και τις σκέψεις.
Όπως όλα τα καλά τελειώνουν, έτσι και εμείς.
Ούτως ή άλλως, ποιος θα ερωτευόταν κάποια σαν εμένα;
3 notes
·
View notes
Text
Μιχάλης Τζανάκης - Μια νύχτα μόνο
View On WordPress
#Ηράκλειο#Κρήτη#Λογοτεχνία#Μιχάλης Τζανάκης#Μια νύχτα μόνο#Μικρά ασία#βιβλία#εκδόσεις Ραδάμανθυς#εκδόσεις βιβλίων#εκδοτικοί οίκοι#μυθιστόρημα#νέες εκδόσεις
0 notes
Text
«Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ καμιά ωρίτσα, αλλά κι αν δεν κοιμηθώ δεν χάλασε κι ο κόσμος. Με τη θανατερή τοξικότητα της φαντασίας μου, θ’ αρχίσω να ονειρεύομαι ξύπνιος τα όνειρα που θέλω. Άραγε πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό της αγαπητής μου θυγατέρας πως ο πατέρας της δεν είναι παρά ένας δειλός φυγάς της δυσάρεστης πραγματικότητας, που αυτοχασισώνεται σαν δερβίσης τις ώρες που γράφει κι όχι μόνο τότε; Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει κατανόηση. Μοναξιά. Απέραντη μοναξιά…»
Για να μπει κανείς στο κεφάλι του Καραγάτση, να του δώσει φωνή και να εκθέσει σε κοινή θέα την εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του και τον κυκλοθυμικό του χαρακτήρα, δεν απαιτείται μόνο τόλμη, βέβαια, αλλά και αφηγηματικό ταλέντο. Το πιθανότερο είναι πως ο συγγραφέας του «Γιούγκερμαν» –ο κατά κόσμον Δημήτρης Ροδόπουλος– πίστευε ότι η αγαπημένη του θυγατέρα στερούνταν και τα δύο. Έστω και κατόπιν εορτής, όμως, εκείνη τον διέψευσε.
Πέρα από εξαιρετική διαχειρίστρια των πνευματικών δικαιωμάτων του, η Μαρίνα Καραγάτση, που πέθανε σήμερα στα 88 της, στάθηκε ικανή ν’ αναπλάσει ��ειστικά τα βιώματα και τους κρυφούς συλλογισμούς του πατέρα της, τοποθετώντας τον ως ήρωα στο οικογενειακό τους σύμπαν, σ’ ένα βιβλίο που μοιάζει με σπονδυλωτό μυθιστόρημα αλλά δεν παύει να είναι σπαρταριστή και από πρώτο χέρι μαρτυρία.
Το «Ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι» (Άγρα, 2008) αποτελείται από τρεις παράλληλους μονολόγους κι ένα θεατρικό μονόπρακτο, ανάμεσα στα οποία μεσολαβούν σχεδόν πέντε δεκαετίες. Στους μονολόγους δίνεται κατά σειρά βήμα στον Καραγάτση, στην ίδια τη Μαρίνα που μιλάει κυρίως για τη Λασκαρώ, την υπηρέτρια του σπιτιού, και στη γιαγιά Μίνα, την αρχόντισσα πεθερά του συγγραφέα, κι όλοι τους εκφέρονται μια ανοιξιάτικη μέρα του 1950.
Όσο για το μονόπρακτο, αυτό εκτυλίσσεται την άνοιξη του 2006 στον παράδεισο, έναν παράδεισο ολόιδιο με το «αυλιδάκι» του σπιτιού της γιαγιάς στην Άνδρο. Εκεί, όπου τα πεθαμένα μέλη της οικογένειας, συμφιλιωμένα, αναπολούν το παρελθόν και σχολιάζουν την απόφαση της Μαρίνας να γράψει βιβλίο για κείνους, λίγο πριν έρθει στη συντροφιά τους και η ίδια.
Χάρη στον σύντομο μονόλογο που αναλογεί στον Καραγάτση, γινόμαστε μάρτυρες της καθημερινότητας που βίωνε η έφηβη τότε κόρη του και η στωική σύζυγός του, η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, αντιμέτωπες με τις αϋπνίες που τον ταλάνιζαν, τα τεντωμένα νεύρα του, τα σεξουαλικά του παραστρατήματα και την υπεροψία που του έδινε ο δημιουργικός του οίστρος.
Ο Καραγάτσης που ζωντανεύει εδώ, είναι πολύ εκνευρισμένος. Έχει αρχίσει να μπαφιάζει με τα τσαλίμια της «κυρίας Γιώτας» με την οποία διατηρεί δεσμό κοντά έξι χρόνια, η «παθητική αντίσταση» της γυναίκας του από τη διπλανή κρεβατοκάμαρα κάθε άλλο παρά τον ανακουφίζει, κι η υποψία ότι η κόρη του τον έχει δει να κουτουπώνει βιαστικά τη Λασκαρώ, όσο να ΄ναι τον αναστατώνει.
«Μυστήριο αυτό το κορίτσι», λέει για τη Μαρίνα. «Είναι σοβαρή, είναι του καθήκοντος, αλλά της λείπει ο ενθουσιασμός, η φαντασία… Πίσω από το απλανές βλέμμα διακρίνει κανείς την απουσία κάθε αισθήματος. Μια νέκρα, μια παγωμάρα…».
Οι «μελιστάλαχτες ηθογραφικές περιγραφές» των σχολικών της εκθέσεων τον κάνουν έξαλλο με την αφέλειά τους. Το ίδιο και ο θαυμασμός της για τον «επαρχιώτη, ψιλοαριστερό δασκαλάκο» που έφερε στο σπίτι τις προάλλες, ανύποπτη για τη μεταχείριση που θα του επιφυλασσόταν.
Ανακαλώντας όμως τις μέρες των Δεκεμβριανών, αυτός που ούτε αριστερός ούτε δεξιός δήλωνε –«εγώ είμαι ένας καλλιτέχνης»– ζώνεται από τύψεις για το ότι άφησε τα θηλυκά της οικογένειας να διακινδυνεύουν στους δρόμους για να φέρουν φαγώσιμα. Κι η ανάμνηση της μακαρίτισσας αδελφής του Ροδόπης, του στοιχειώνει το μυαλό, καθώς φοβάται μήπως και τα δικά του νεύρα τον οδηγήσουν στη μελαγχολία και την παραίτηση.
Μια αποκαλυπτική εικόνα για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπιτικό των Ροδόπουλων τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια είχε δώσει κι ο Μένης Κουμανταρέας στο διήγημά του «Οδός Σπάρτης 14» από τη συλλογή «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» (Κέδρος, 1999). Υλικό είχε αντλήσει από τη μαρτυρία μιας παλιάς δασκάλας της Μαρίνας, η οποία αδυνατούσε να διαχειριστεί το σοκ που είχε δεχτεί βλέποντας από κοντά την ανθρώπινη, τυραννική σχεδόν για τους οικείους του, πλευρά του συγγραφέα.
Ανάλογο τράνταγμα περιμένει και τον αναγνώστη του «Ευχαριστημένου», στο μέτρο τουλάχιστον που αυταπατάται ότι οι πνευματικοί άνθρωποι διαφέρουν από τους κοινούς θνητούς και ζουν αμόλυντοι από αδυναμίες και πάθη, μέσα σε γυάλινους πύργους.
Ωστόσο, το «Ευχαριστημένο» είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πορτρέτο του πιο ερωτικού και του πιο πολυδιαβασμένου συγγραφέα της Γενιάς του ΄30 που έφερε σε αμηχανία τους καθωσπρέπει λογίους της εποχής του. Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου, άλλωστε, είναι αφιερωμένο στη Λασκαρώ: τη γυναίκα που ανάθρεψε τη Μαρίνα λειτουργώντας πάντα σαν αποκούμπι της, εκείνη που την αποκαλούσε «ευχαριστημένο», αυτήν που της πρόσφερε την αγάπη που λογικά θα καρπώνονταν τα δικά της παιδιά, αν η ζωή τής είχε φερθεί πιο γενναιόδωρα. Στην ανδριώτισσα Λασκαρώ, που στάλθηκε στα δεκαετρία της ως δουλικό στην Αλεξάνδρεια, επέστρεψε στο νησί βιασμένη, παντρεύτηκε με το ζόρι έναν μισότυφλο μεσήλικα κάνοντας μαζί του δυο γιούς, και κάποια στιγμή, απηυδισμένη από τα ξυλοφορτώματα του άντρα της, «φυγαδεύτηκε» στους Ροδόπουλους στην Αθήνα, την πόλη όπου εγκλωβίστηκε μέχρι να πεθάνει εγκαταλελειμμένη απ’ όλους σε νοσοκομείο, μόνη σαν το σκυλί.
Φτάνοντας στην καρδιά του «Ευχαριστημένου», η σκυτάλη της αφήγησης περνά στη γιαγιά Μίνα, κι εμείς, από την πλατεία Αγάμων όπως λεγόταν η πλατεία Αμερικής παλιότερα, μεταφερόμαστε στην Άνδρο, στα ενδότερα ενός μεγάλου εφοπλιστικού σογιού από το οποίο καταγόταν η Νίκη Καραγάτση. Σ’ έναν κόσμο στραμμένο προς τη Δύση, με πνευματικές ανησυχίες και άφθονο χρήμα, και ταυτόχρονα, έναν κόσμο βουτηγμένο στη μεγαλοαστική υποκρισία, γεμάτο ανοιχτές πληγές.
Δεκάδες πρόσωπα παρελαύνουν τώρα μπροστά μας. Πανίσχυροί ή αδέξιοι καπεταναίοι, αρχόντισσες δυναμικές αλλά στεγνές, Γαλλίδες γκουβερνάντες και δουλικά, άλλοι σφηνωμένοι στον κορσέ της κοινωνικής τους τάξης κι άλλοι έτοιμοι να τα τινάξουν όλα στον αέρα για ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο των ενστίκτων ή της καρδιάς.
Η Μαρίνα Καραγάτση σκαλίζει οικογενειακές έριδες και μυστικά, δείχνει πώς φτιάχνονταν και πώς εξανεμίζονταν περιουσίες, ρίχνει φως στον μελαγχολικό ψυχισμό της μητέρας της αναδεικνύοντας και την καθαρή της ματιά, και, φυσικά, δεν παραλείπει να δει τον «ομορφονιό» μπαμπά της, το «Χόλιγουντ» όπως τον αποκαλούσε κι ο δικός του αυταρχικός πατέρας, με τα γυαλιά της Μίνας, της αυστηρής πεθεράς του:
«Ο γαμπρός μου -είναι κωμικοτραγικόν αλλά αυτή είναι η πραγματικότης- πιστεύει ακραδάντως ότι διαθέτει εξαιρετικά επιχειρηματικά προσόντα και ότι αν του εδίδετο η ευκαιρία θα ημπορούσε να γίνει μέγας εφοπλιστής… Προ μηνών που έλεγε ότι σκοπεύει να γράψει ένα μυθιστόρημα όπου ο ήρως είναι μέγας συγγραφεύς -έχει πάρει και το βραβείο Νομπέλ- είν��ι και μεγαλοβιομήχανος, είναι και μεγαλοεφοπλιστής. "Μπράβο Δημητράκη μου, πολύ ωραία η ιδέα σου" του είπα εγώ. Ας βγάλει κι αυτός ο κακομοίρης το άχτι του στα βιβλία, μήπως και ηρεμήσει, και μας αφήσει και εμάς λιγάκι στην ησυχία μας»…
Μισό αιώνα αργότερα, στο παραδεισένιο αυλιδάκι, οι ήρωες της Καραγάτση αστειεύονται, πειράζουν ο ένας τον άλλο τρυφερά, ζυγίζουν ακριβοδίκαια τα όσα τους ένωναν ή τους χώριζαν εν ζωή, προβαίνουν σε εξομολογήσεις. «Πράγματι, και καβγαδίζαμε και στενοχωρούσαμε ο ένας τον άλλο» λέει ο Καραγάτσης στη Νίκη. «Ναι. Ήμουν δύστροπος, στραβοκέφαλος, ανοικονόμητος, ανυπόφορος. Όχι όμως ψεύτης και κάλπης. Αυτό τουλάχιστον πρέπει να το παραδεχτείς…».
🔔 Η Μαρίνα Καραγάτση, κόρη του συγγραφέα Μ. Καραγάτση και της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε κυρίως με τη λαϊκή λιθογλυπτική της ��νδρου ("Λίθινες εικόνες της Άνδρου", 1990, "Μαρμάρινα τέμπλα στην Άνδρο τον 19ο αιώνα", 1993, "Κτητορικές πλάκες της Άνδρου", 1996). Έχει έναν γιό, τον ηθοποιό Δημήτρη Τάρλοου.
Το θέατρο Πορεία την αποχαιρέτησε με εξόχως συγκινητικό τρόπο, γράφοντας:
«Τώρα που τελείωσα το γράψιμο θα πάω μια στιγμή να πλύνω τα χέρια μου κι έπειτα έρχομαι αμέσως. Να με περιμένετε. Δεν θα αργήσω.» Μαρίνα
“Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την πολυαγαπημένη μας μητέρα, γιαγιά, φίλη, συνεργάτιδα, Μαρίνα Καραγάτση. Η Μαρίνα των στίχων του Οδυσσέα Ελύτη, το ανέμελο κορίτσι με τα μελαγχολικά μάτια στις φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου, το «Ευχαριστημένο» της Άνδρου, που μεγάλωσε στη σκιά του Μ. Καραγάτση, η γυναίκα που έζησε ελεύθερα τη ζωή της, έφυγε σήμερα το πρωί έχοντας στο πλάι της τις τελευταίες ημέρες της όλη την οικογένειά της. Η Μαρίνα άφηνε ανεξίτηλη την παρουσία της σε κάθε ομήγυρη με τις πολύτιμες γνώσεις της, τις γλαφυρές διηγήσεις της, το διαπεραστικό βλέμμα της, τον απερίφραστο σχολιασμό της, την αδιαπραγμάτευτη στάση της. Από σήμερα η Μαρίνα θα αναπαύεται στο «αυλιδάκι» του ουρανού, εκεί που την περιμένουν οι γονείς, η γιαγιά της και η λατρεμένη της Λασκαρώ. Αντίο Μαρίνα.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
6 notes
·
View notes
Text
«Η ώρα ήρθε για τα απανταχού κορίτσια απ' την Πετρούπολη να καταλάβουν το floor με ύφος πολλών καρδιναλίων και μεγάλο τουπέ και για όλους τους κάγκουρες που είναι θαμμένοι μέσα βαθεία να βγουν προς τα έξω και να μας δείξουν πώς το κάνουνε στα Δυτικά--για μια νύχτα μόνο!
Το function διοργανώνεται απ' όλο το House of Kareola που, στην πλειοψηφία του απαρτίζεται απο κορίτσια απ' τα Δυτικά, και προς τιμήν αλλά και υποστήριξη του gofund της απόλυτης Λιοσιότισσας, της ορίτζιναλ καγκούρισσας του ballroom, που λατρεύει να καβαλάει μηχανές και μηχανόβιους, της κάθε-βράδυ-μόνη-βγαίνει-Σφαίρα-και-Κοντρόλ-πηγαίνει-Luxury Kareola ♥
Mετά και πριν το function θα έχουμε dj sets, performers, shows αλλά ΚΥΡΙΩΣ θα έχουμε περηφάνια εδώ εμείς και λόγο τιμής.»
6 notes
·
View notes
Text
Εξομολογήσεις ΙΙΙ
Εμείς, παιδί μου, τότε δεν τα είχαμε αυτά. Δηλαδή, τα είχαμε αλλά όχι όπως είναι σήμερα. Τότε ήσασταν όλοι σας δακτυλοδεικτούμενοι. Είχαμε έναν στη γειτονιά, τον Πανούλη. Έμενε σ' ένα χαμόσπιτο που μετά τη δικτατορία γκρεμίστηκε για να περνάει ο δρόμος, που τότε ήταν ποτάμι. Στη δική του όχθη, έμενε μόνο εκείνος και η κατάκοιτη μάνα του, δεν υπήρχαν άλλα σπίτια. Όλοι οι υπόλοιποι μέναμε απέναντι. Μπορούσες να περάσεις το ποτάμι, αλλά γινόσουν χάλια. Βρεχόσουν.
Να μη στα πολυλογώ, εγώ τότε με τον παππού σου μέναμε σε μια μονοκατοικία. Δεν είχαμε κάνει ακόμα τη μάνα σου. Ο παππούς σου δούλευε σε βυρσοδεψείο, κάθε μέρα πήγαινε στον Πειραιά με τα πόδια. Άσε, παιδάκι μου. Αυτό το παλικάρι το ψηλό, το λιανό, που όλες το ζήλευαν στη γειτονιά, το κατέτρωγε το μεροκάματο. Το τι ��ίχε τραβήξει αυτός ο άνθρωπος στη ζωή του το ξέρεις. Για να χτίσουμε το σπίτι, για να μεγαλώσουμε τη μάνα σας, άσε. Γυρνούσε το βράδυ και ήταν κατάκοπος. Του έβγαζα να φάει στην αυλή μας και δεν μιλούσε. Έτρωγε και μετά καθόμουν και του τραγουδούσα μέχρι που γλάρωνε και πήγαινε να κοιμηθεί. Ε, καμιά φορά, με κατάφερνε κι εμένα, αλλά εγώ πού όρεξη; Να πηγαίνω τηλεφωνήτρια στο νοσοκομείο το πρωί, στο αναψυκτήριο το απόγευμα, να γυρνάω να κάνω τη λάτρα, όρεξη είχα για κρεβατώματα θε μου σχώραμε;
Αλλά ήταν και μέρες που, παρά την κούραση, γυρνούσε ανήσυχος. Το έβλεπα στο μάτι του, ήταν αλλιώς. Γυάλιζε, δεν έβλεπες κούραση, σα να έψαχνε διαρκώς κάτι που δεν έβλεπε αλλά ήξερε ότι ήταν εκεί, ότι υπήρχε. Στην αρχή, δεν είχα καταλάβει τίποτα, στ' ορκίζομαι. Αλλά μετά, άρχισε να ξεπορτίζει κάποιες φορές μέσα στη νύχτα. 8 το βράδυ ήταν νύχτα, τότε. Δεν βγαίναμε ποτέ. Είχαμε συνηθίσει κι από τον πόλεμο, βλέπεις. Κι εκείνος ντυνόταν με το καλό του παντελόνι, φορούσε και το καπέλο του το οποίο έβανε μόνο σε γιορτές και επισκέψεις και έβγαινε. Έκανα να δω για που τραβούσε, αλλά τότε το σκοτάδι ήταν πήχτρα, δεν έβλεπες τίποτα στο ένα μέτρο. Μόνο το ποτάμι που ακουγόταν καμιά φορά και οι βατράχοι.
Δεν αργούσε. Το πολύ καμιά ώρα. Κι ερχόταν πάντα αμίλητος και δεν με κοίταζε στα μάτια. Δεν ήθελε να με βλέπει. Το καταλάβαινα και κρυβόμουν στην κουζίνα, δήθεν ότι μαγειρεύω για αύριο. Κι όποτε γδυνόταν εκείνες τις μέρες, τα πατζάκια του ήταν μούσκεμα. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό, αλλά δεν το είχα συνδυάσει. Μα να μπαίνει στο ποτάμι βραδιάτικα; Γιατί; Δεν καταλάβαινα τίποτα, το όρνιο.
Έτσι πέρασαν κανα δυο χρόνια. Τίποτα δεν άλλαζε. Η γειτονιά όλο και ρήμαζε, οι άνθρωποι λιώναμε στη δουλειά, μόνο η μάνα του Πανούλη που πέθανε. Δεν μας το είπε κανείς, απλά είδαμε να την παίρνουν με φορείο πίσω απ' τις κουρτίνες μας. Δεν τους μιλούσαμε, βλέπεις. Δεν είχαμε σχέσεις μαζί τους. Ο Πανούλης δεν κρυβόταν, έκανε μπαμ. Και κουνιόταν και μιλούσε σα γυναίκα και έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Βέβαια, φρόντιζε τη μάνα του, αυτό του το αναγνωρίζαμε όλες, αλλά ρε παιδάκι μου, άντρας πράμα να φέρνει διάφορους μέσα στο σπίτι. Φοβόμασταν για φασαρίες, τότε. Δεν θέλαμε τέτοια δίπλα στα τίμια σπίτια μας.
Αλλά σου είπα ότι η μάνα του Πανούλη πέθανε. Κι εκείνος δεν είχε άλλο τρόπο να μείνει στη γειτονιά. Ζούσε από τη σύνταξη του πατέρα του, αλλά αφού πέθανε η μάνα πάει κι �� σύνταξη. Γιατί να του την έδιναν; Ως άπορη θυγατέρα; Με συγχωρείς που μιλάω έτσι παιδάκι μου αλλά τότε τέτοια αστεία κάναμε μεταξύ μας οι νοικοκυρές. Οπότε, μάθαμε ότι ο Πανούλης θα άφηνε το σπίτι και θα πήγαινε να γηροκομήσει μια θειά του στο Γύθειο. Μέσα σε τρεις μέρες τα είχε μαζέψει όλα και έβαλε ενοικιαστήριο. Επίσης, μια μέρα σηκωθήκαμε και βρήκαμε από μια γλάστρα του σε κάθε σπίτι στη γειτονιά. Δεν ήθελε να πεθάνουν τα φυτά του και μας τα μοίρασε έτσι, μυστικά. Εμάς μας έτυχε ένα γεράνι κόκκινο που το είχα μέχρι που ήσουν δέκα χρονώ, μετά το μάδησες και το' σπασες, ακούς τι ήσουν; Τέλος πάντων.
Και την επόμενη, εκεί κατά τη δύση, καθόμασταν με τον παππού σου στην αυλή και βλέπουμε κάτι να κινείται στο ποτάμι. Ήταν ο Πανούλης μ' ένα δισάκι στον ώμο. Περπατούσε για πρώτη φορά αγέρωχος, κοιτώντας κατα πάνω το σπίτι μας. Τι γύρευε να έρχεται προς εμάς; Προς το σπίτι το δικό μας; Κοιτάω τον παππού σου με ανησυχία. Εκείνος τον κοίταζε αμίλητος. Μετά από λίγο, καταλαβαίνει ότι έχω τρεμουλιάσει και σηκώνεται απ' την καρέκλα του, σωστό βουνό και πλησιάζει την εξώπορτα. Ο Πανούλης μόλις που είχε φτάσει απ' έξω. Και σταμάτησε.
Δεν είπαν τίποτα. Απλά κοιτάχτηκαν για λίγο και μετά ο Πανούλης κίνησε προς τα ΚΤΕΛ. Ο παππούς σου έμεινε εκεί για λίγο και κοιτούσε το ποτάμι και το χαμόσπιτο απέναντι. Μετά ήρθε μαζί μου και κάθισε.
Ε, μετά δεν άλλαξε τίποτα. Ο παππούς σου δεν ξαναξεπόρτισε. Μετά κάναμε και τη μάνα σας και τα λοιπά. Απλά, ο παππούς σου άρχισε να ασχολείται με τον κήπο και τον γέμισε με κόκκινα γεράνια. Τότε, να σου πω, κάτι κατάλαβα αλλά δεν ήμουν και σίγουρη. Και γενικά, παιδάκι μου, τότε δεν τα έλεγες αυτά τα πράματα και μάλιστα για τον άντρα σου. Αφού ήταν καλός μαζί μας, και δούλευε και μας τάιζε και μας αγαπούσε και δεν είχε καταλάβει η γειτονιά, εμένα τι με ένοιαζε τι έκανε ο παππούς σου;
Αλλά πες μου τώρα εσύ, παιδάκι μου, που είσαι από κείνους, μετά απ' αυτά που σου είπα, τι λες; Κατάλαβες κι εσύ αυτό που κατάλαβα;
5 notes
·
View notes
Text
ΑΥΤΈΣ ΟΙ ΜΈΡΕΣ ΕΊΝΑΙ ΤΟΥ ΑΛΈΞΗ.
Ξυπνάω το πρωί, μόνο σκέφτομαι πολύ, πόσο περίπλοκοι είμαστε και ταυτόχρονα απλοί, παλεύουμε μέρα και νύχτα με εσωτερικούς δαίμονες και αγγέλους, σχολιάζουμε τους γείτονες σαν μικροαστοί, δικάζουμε τα ελαττώματα μας και των γύρω μας, την λογική και το συναίσθημα, ψάχνουμε για μια ανισόρροπη ισορροπία, αμφιταλαντευόμαστε μεταξύ του καλού και του κακού. Αλλά φοβόμαστε την κριτική των άλλων επειδή ποτέ δεν καταφέραμε να κρίνουμε τον εαυτό μας...
έχουμε ένα μόνιμο διαχρονικό και διατοπικό πρόβλημα, να διαχωρίσουμε το « δεν θέλω» με το «δεν μπορώ» ενώ η ιστορία μας αποδεικνύει πως τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο πείσμα μας εκτός από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Σήμερα, δεν ξέρουμε τι θέλουμε διότι το μυαλό μας έχει υπερφορτωθεί από την τόση πληροφορία και φτάνουμε στο σημείο να μην μπορούμε να διαχωρίσουμε την αλήθεια από το ψέμα...
Κατά βάθος δεν θέλουμε να αλλάξουμε, φοβόμαστε να είμαστε ελεύθεροι για αυτό παραμένουμε πολιορκημένοι/βολεμένοι και ο καναπές έχει ένα μεγάλο βαθούλωμα του αδρανή κώλου μας.
Ο μαύρος Δεκέμβρης δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη, θα 'πρεπε να νιώθουμε υποχρεωμένοι να βγούμε έξω να φωνάξουμε αυτά που αληθινά νιώθουμε, όχι για μας, αλλά για αυτό το παιδί που άδικα έχασε την ζωή του.
Επειδή η ελληνική δημοκρατική δικαιοσύνη δεν τον δικαίωσε ποτέ δεν σημαίνει πως θα σταματήσουμε τον αγώνα ποτέ. Αποδεικνύοντας πως η δικαιοσύνη αυτής της άδικης ζωής είναι στους δρόμους και όχι σε μεγάλες μαρμάρινες αίθουσες με ξύλινα έδρανα.
η ισχύς εν τη ενώσει.
ας κάνουμε τον φόβο μας γροθιά, κι ας την σηκώσουμε ψηλά.
#γκρικ ταμπλερ#γκρεεκ#γκρεεκ ταμπλρ#γκρικ ποστ#γκρικ μπλογκ#γκρικς#greece#greek post#αλεξης γρηγοροπουλος#2008#μαυρος δεκεμβρης#alex grigoropoulos#γρηγοροπουλος#νικος ρωμανος#αναρχια#anarchy#revolution#εξεγερση#αυτες οι μερες ειναι του αλεξη#αυτές οι μέρες είναι του αλέξη#κράτος κλειστόν
2 notes
·
View notes
Text
Ωδή στο Πρωινό
Ξυπνά η γη κι ακόμα ψιθυρίζει·
η νύχτα φεύγει αθόρυβα, σαν σκιά.
Ο ήλιος πρώτα δανείζεται, κι ύστερα χαρίζει,
φως που υφαίνει τη μέρα απαλά.
Οι δρόμοι άδειοι, σαν παλιά γραφή,
σβήνουν τον θόρυβο με μιαν ανάσα.
Μόνο τα φύλλα στήνουν συζήτηση βουβή,
με την αυγή που δένει τη νύχτα με τη φάσσα.
Ο χρόνος μοιάζει να κοντοστέκει,
η μέρα δεν βιάζεται να ξεσπάσει.
Κι εμείς, για λίγο, ακούμε τον κόσμο να αντέχει,
πριν ο θόρυβος πάλι τον αγκαλιάσει.
Ω ξημέρωμα, είσαι η τέχνη του απλού,
μια στιγμή που κρύβει το βάθος του παντού.
2 notes
·
View notes