Tumgik
#καμπαρέ
epestrefe · 9 months
Text
Tumblr media
Η αύρα του σοκαριστικού, διεγερτικού μουσικοχορευτικού θεάματος που ξεκίνησε από το Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα, χτύπησε την Αθήνα σχεδόν στις αρχές του Α Παγκοσμίου Πολέμου και βρήκε πολλούς υποστηρικτές. Ονομαζόταν Χαραυγή, ενώ η ανακοίνωση της λειτουργίας του – σύμφωνα με τον Ελευθέριο Γ. Σκιαδά– έγραφε ότι βρίσκεται στο:«άνω διαμέρισμα του "Πανελληνίου", όπου δύναται ο καθένας να εισέρχεται, να πίνη τον καφέ του ή την μπύρα του, να ακούη την μουσικήν του, να χορεύη, να ευθυμή, να περνά μία ώρα ευχάριστη πληρώνων δι' όλα αυτά μόνον δύο δραχμάς. Η μεγάλη αίθουσα, όπου θα υπάρχη ορχήστρα, θα χρησιμεύη δια χορόν, θα είνε δε η πρώτη φορά καθ' ην οι Αθηναίοι θα χορεύσουν επάνω εις τάπητας, προκειμένου περί κέντρου τό οποίον θα είνε δια πάντας και δια πάντα τα βαλάντια.»
Ιδιαιτέρως γαργαλιστική, αλλά και επίσημη ήταν και η ανακοίνωση για τα θεάματα που θα προσέφερε: «Εις τον χορόν θα συμμετέχουν είκοσι Γαλλίδες. Εκείνο όμως που πρέπει να τονισθή ιδιαιτέρως, είνε ότι δεν πρόκειται περί καφωδείου, αλλά περί τελείου ευρωπαϊκού καμπαρέ πολυτελούς, πλέοντος εις το φως, χαρίζοντος την χαράν και την ευθυμίαν, περί κέντρου δηλαδή το οποίον εις όλα τα ευρωπαϊκά μέρη συγκεντρώνει όλην την νυκτερινήν ζωήν καί όλην την νυκτερινήν κίνησιν». Δύο μήνες αργότερα στο καμπαρέ προστέθηκε «μία μικρά σκηνή» ενώ το 1916 λειτουργεί με ιδιοκτήτρια την «Κυρία Βαλρόζ» και «τήν θαυμασίαν χορεύτριαν Ζουρνά, την Παρισινήν αοιδόν Μαγκή Λαμπραντόρ, τον γνωστόν κωμικόν Βιλλάρ και με τας ηθοποιούς ποικιλιών Δδας Λόλαν Νταλτή, Άνναν Ντελίλ, Αντρέ Βίλλιαμ, Μαγκή Γκαβρός και Γκαμπή Νεστρέ».
Πηγή: iefimerida.gr
10 notes · View notes
justforbooks · 2 months
Text
Tumblr media
Σώτη Τριανταφύλλου: Η πρώτη φορά που είδα το Παρίσι
Ένα διήγημα για τα 100 χρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι το 1924
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ: ΤΑΜΑΡΑ
Σήμερα είναι 2 Οκτωβρίου του 1964 και έχω τα γενέθλιά μου: πενήντα οκτώ! Καλά κρατιέμαι· το χρωστάω στον χορό: έκανα μπαλέτο από τριών χρονών, για ένα φεγγάρι είχα την ίδια καθηγήτρια με την Γκαλίνα Ουλάνοβα, ήθελα να γίνω πρίμα μπαλαρίνα. Δούλευα απ’ τα δεκάξι μου στο θέατρο Μαριίνσκι στην Αγία Πετρούπολη (που, ξαφνικά, τον χειμώνα του ’24, άλλαξε όνομα κι έγινε Λένινγκραντ), αλλά ο διευθυντής των μπαλέτων, ο Σεργκέι (Σερζ) Ντιαγκίλεφ, είχε γεράσει πριν απ’ την ώρα του (έπινε βότκα στο πρόγευμα), κι όσο για τον Νιζίνσκι, το πουλέν του, είχε αποτρελαθεί κι ήταν πια για δέσιμο. Έτσι, κανείς δεν μου έδινε σημασία: αν δεν ήσουν η Πάβλοβα ή η Ίντα Ρούμπινσταϊν, κανείς δεν σου έδινε σημασία. Κι εγώ ατάλαντη δεν ήμουν, δεν ήμουν όμως ούτε η Πάβλοβα, ούτε η Ρούμπινσταϊν. Εκτός αυτού, στην Πετρούπολη –pardon, στο Λένινγκραντ– πεινούσαμε, παρ’ όλο που κάθε μέρα η Ρωσία μεγάλωνε, αφού μια μια κόλλαγαν δίπλα της καινούργιες ασιατικές χώρες: Καζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, όλες σε -άν. Είχαμε γίνει γίγαντας μεν, πειναλέος δε. Παρά τη φτώχεια και την αναστάτωση, τα ρωσικά μπαλέτα περιόδευαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο: μονάχα εγώ έμενα στην Πετρούπολη και χόρευα ρόλους κομπάρσας (έπαιξα στην «Ωραία κοιμωμένη», αλλά όχι την Ωραία κοιμωμένη, και στο «Τραγούδι του αηδονιού» στη σκιά της Αλίσια Μαρκόβα. Κυριολεκτικά στη σκιά, γιατί η Μαρκόβα έπιανε όλη τη σκηνή και πήδαγε πέρα δώθε κι έπρεπε να την ακολουθώ προσεκτικά για να μη συμβεί κάνα ατύχημα). Γι’ αυτό, το ’24, αποφάσισα να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου και να έρθω στο Παρίσι: εκείνη την εποχή, άμα δεν σε ήθελαν πουθενά αλλού, πήγαινες στο Παρίσι. Άμα ήθελες να γράψεις μυθιστορήματα με πολλές αλαμπουρνέζικες λέξεις –σαν τον Τζέιμς Τζόυς–, να ζωγραφίσεις πτυελοδοχεία και ουρητήρια –σαν τους Νταντάδες– ή να παίξεις την καινούργια μουσική, την τζαζ, το Παρίσι ήταν ό,τι έπρεπε. Ε, ούτε εμένα με ήθελε κανείς: η οικογένειά μου δεν είχε καμιά σχέση με τους μπολσεβίκους, η μάνα μου ήταν πιανίστρια, ο πατέρας μου έμπορος (εξαγωγέας γούνας) κι η γιαγιά μου η Νίνα –αν και θεωρούσε το Παρίσι διαφθορείο– ήταν καθηγήτρια γαλλικών. Κι εγώ ήμουν μια μοναχοκόρη που σ’ όλη της τη ζωή προσπαθούσε να πετύχει το καλύτερο αραμπέσκ. Όταν πλάκωσαν οι μπολσεβίκοι, τα ’χασα τελείως, δεν καταλάβαινα ποιοι είχαν δίκιο και ποιοι άδικο. Το μόνο που ήθελα ήταν να χορεύω.
Έτσι, αν θυμάμαι καλά, στα μέσα Μαΐου του ’24, έφτασα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού (Gard du Nord) μετά από εξαντλητικό ταξίδι, όπου ένας σεβάσμιος αλλά λαλίστατος Γάλλος κύριος μου ’φαγε τ’ αυτιά για την οικονομική κρίση και την παρακμή της Πόλης του Φωτός. Σκεφτόμουν, αφού παρακμάζει, τι στην ευχή πάω να κάνω στο Παρίσι; Όμως, όταν βγήκα στον δρόμο και πήρα την ανηφόρα της λεωφόρου Μπαρμπές, ξετρελάθηκα: επιτέλους βρισκόμουν στο gai Paris! Νοίκιασα δωμάτιο σε μια πανσιόν στον λόφο της Μονμάρτρης, όπου έμεναν Ρώσοι εμιγκρέδες –καλλιτέχνες, τυχοδιώκτες, φυγάδες– κι απ’ όπου έβλεπες την πόλη πιάτο.
Την επομένη κιόλας, βάλθηκα να ψάχνω για δουλειά· στην όπερα, στα θέατρα, κι έπειτα –τι να ’κανα– κατέβηκα στη λεωφόρο Κλισύ και πήρα σβάρνα τα καμπαρέ: πέρασα οντισιόν, χόρεψα λίγο από Ζιζέλ, λίγο από το Απομεσήμερο ενός φαύνου (τη σκηνή όπου πεθαίνει η θεότητα των δασών: τα θαλάσσωσα), έκανα μερικές από τις πιο πηδηχτές μου πιρουέτες, κι οι άνθρωποι ήταν ευγεν��κοί και με επαινούσαν. «Έχετε κάτι από Ιζαντόρα Ντάνκαν» μου είπε ένας, αλλά δεν τον πίστεψα: χόρευα, όπως είναι φυσικό, σαν Ρωσίδα, όχι σαν Αμερικανίδα. Φορούσα παπούτσια μπαλέτου, δεν χόρευα ξυπόλυτη. Ίσως γι’ αυτό δεν με προσέλαβε κανείς. Το ’24 ήταν της μόδας να χορεύεις ξυπόλυτη. Ώσπου άλλαξα κατεύθυνση: όχι γεωγραφική, επαγγελματική. Πήγα σ’ ένα κέντρο διασκέδασης και θεάματος –Μουλέν Ρουζ το έλεγαν, υπάρχει ακόμα– στην πλατεία Μπλανς (κατάφωτη πλατεία· θυμάμαι ότι σκέφτηκα: Ζήτω ο ηλεκτρισμός! πράγμα που επαναλάμβαναν συνέχεια οι μπολσεβίκοι, είχαμε βαρεθεί να το ακούμε) και χόρεψα όπως είχα δει να χορεύουν οι άλλες κοπέλες στις οντισιόν. Έκανα κινήσεις καντρίλιας και σήκωνα το φόρεμά μου με νάζι: μετά από δεκατρία ολόκληρα χρόνια μπαλέτου, το γόνατό μου έφτανε στη μύτη μου και είχα τέτοια ευελιξία, που ο ιδιοκτήτης της revue με προσέλαβε αμέσως για να συμμετάσχω, είπε, στην καινούργια παράσταση του κυρίου Ζακ Σαρλ. Εγώ τον κύριο Ζακ Σαρλ δεν τον ήξερα, αλλά ενθουσιάστηκα· η αμοιβή ξεπερνούσε τα πιο τρελά μου όνειρα και, στο κάτω κάτω, μετά τη revue έβγαινες στον δρόμο και, το είπα ήδη, η πλατεία ήταν φωταγωγημένη. Στην Αγία Πετρούπολη, απ’ ό,τι ήξερα δηλαδή, δεν υπήρχαν καμπαρέ, ούτε φωτοχυσίες όπως στην πλατεία Μπλανς.
Η χορευτική επιθεώρηση δεν είχε τίποτα το πρόστυχο· το ξεκαθαρίζω απ’ την αρχή, μη νομίζετε ότι στο Παρίσι πήρα τον δρόμο της απωλείας. Απλώς, αντί να χορεύω με μουσική Ιγκόρ Στραβίνσκι, χόρευα βαριετέ, γαλλικό κανκάν. Έτσι ονομαζόταν ο χορός με τις γάμπες στον αέρα και τις περιστροφές του αστραγάλου, πάλι στον αέρα. Στις αρχές Ιουνίου, αρχίσαμε τις πρόβες με μια θεσπέσια μαύρη (νέγρα) κοπέλα, συνομήλική μου, τη Ζοζεφίν Μπέικερ (που, μεταξύ μας, έδειχνε πολύ στήθος και ολόκληρο το μπούτι, έκανε δηλαδή ένα είδος στριπτίζ), καθώς κι έναν τραγουδιστή και χορευτή που είχε παίξει σ’ ένα σωρό οπερέτες. Μωρίς Σεβαλιέ τον έλεγαν: υποτίθεται πως ήταν διάσημος κι έπρεπε να τον ξέρω, όμως εγώ δεν τον είχα ακούσει. Η Ζοζεφίν δεν ήταν καθόλου διάσημη, μόλις είχε φτάσει στο Παρίσι: είχε όμως πολλές γνωριμίες –Αμερικανούς τζαζίστες και χορευτές από το Χάρλεμ– έτσι, ετοιμαζόταν να εμφανιστεί σε πιο καλλιτεχνική σκηνή από τη φθινοπωρινή σεζόν. Σχεδίαζε να λανσάρει στο Παρίσι έναν καινούργιο χορό, το τσάρλεστον (πράγμα που έκανε τελικά, αλλά εγώ τότε δεν την πίστευα, νόμιζα πως ήταν φαντασμένη), και να κάνει σόου με νέγρους. «Εμείς οι νέγροι έχουμε τον ρυθμό μέσα μας» έλεγε. Εμείς οι Ρώσοι, απαντούσα από μέσα μου, δεν τον έχουμε μέσα μας, γι’ αυτό μας βγαίνει η ψυχή στην εξάσκηση.
Ήμασταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι με την παράσταση που σκηνοθετούσε ο κύριος Ζακ Σαρλ, αλλά η αίθουσα δεν γέμιζε, κι ο κύριος Σεβαλιέ απέδωσε τα κεσάτια στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ειλικρινά, δεν είχα ιδέα ότι οι Ολυμπιακοί γίνονται σε μεγάλες πόλεις: νόμιζα πως γίνονται στην εξοχή, ώστε να μπορούν οι αθλητές να τρέχουν, να πηδάνε, να κολυμπάνε και να κάνουν ποδήλατο. Όμως ο κύριος Σεβαλιέ μού εξήγησε ότι «διεξάγονται» κάθε τέσσερα χρόνια και ότι την προηγούμενη φορά, το 1920, είχαν «διεξαχθεί» στην Αμβέρσα. Όχι ότι είχα ιδέα πού έπεφτε η Αμβέρσα, αλλά έμαθα: στο Βέλγιο. Όχι ότι ήξερα πού έπεφτε το Βέλγιο. Αναρωτιόμουν μήπως ο κύριος Σεβαλιέ με φλέρταρε, αλλά είχε ήδη περάσει τα τριάντα πέντε: παραήταν γέρος για μένα. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσα ν’ αναγνωρίσω το φλερτ· δεν με είχε φλερτάρει ποτέ κανείς. Στα ρωσικά μπαλέτα οι άνδρες φλέρταραν μεταξύ τους.
Άρχισαν οι Ολυμπιακοί κι εγώ χαμπάρι δεν πήρα. Ο κύριος Σεβαλιέ, που ήταν πατριώτης, μου μετέδιδε τα νέα: «Σήμερα ο Πιερ Κοκλέν έσπασε ρεκόρ στη σκοποβολή» (μέχρι τότε δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό πως η σκοποβολή είναι άθλημα), «Σήμερα διέπρεψε η ομάδα ξιφασκίας», «Πήρε χρυσό ο Ανρί Ντεγκλάν στην ελληνορωμαϊκή πάλη» (μου έκανε εντύπωση ότι τα μετάλλια στην ελληνορωμαϊκή πάλη δεν τα έπαιρναν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι· τα έπαιρναν οι Γάλλοι). Όταν οι Γάλλοι και οι Βέλγοι (ο κύριος Σεβαλιέ υποστήριζε και τους Βέλγους, λόγω της μαμάς του που ήταν, είπε, βελγικής καταγωγής) έρχονταν τελευταίοι στα αγωνίσματα, ο κύριος Σεβαλιέ δεν ανέφερε τίποτα: έφτανε στο καμπαρέ σιωπηλός και κατσούφης, έκανε το νούμερό του –τραγουδούσε με μπρίο το «Βαλεντίν»–, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ψυχικό ράκος.
Ένα βράδυ, λίγο πριν από την παράσταση, πώς μου ήρθε δεν ξέρω, τον ρώτησα: «Γιατί είστε τόσο μελαγχολικός; Επειδή οι Γάλλοι τα έχουν σκατώσει στους Ολυμπιακούς;» Πράγματι, στα τετρακόσια μέτρα είχε κερδίσει Αμερικανός, στο πένταθλο Φινλανδός, στα οκτακόσια μέτρα Άγγλος, στο δέκαθλο πάλι Αμερικανός. Κι όσο για το τριπλούν, ο Αυστραλός είχε σημειώσει παγκόσμιο ρεκόρ. Νόμιζα ότι ο κύριος Σεβαλιέ θα με χαστούκιζε που είπα «σκατώσει», αλλά εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι: «Όχι, mon chou» είπε. «Απλώς θέλω να πεθάνω». Αναστατώθηκα, αλλά έπρεπε να βγούμε στη σκηνή και δεν πρόλαβα να βρω κάτι να πω. Την επομένη, ο κύριος Σεβαλιέ δεν ήρθε στην παράσταση, κι ο Ντεντέ –το παιδί που στεκόταν στην είσοδο κι έκοβε τα εισιτήρια– έδιωχνε τους πελάτες (ο Μωρίς Σεβαλιέ ήταν η μεγαλύτερη ατραξιόν μας), ενώ η Ζοζεφίν Μπέικερ κλείστηκε στο καμαρίνι της κι έκλαιγε γοερά. Στάθηκα απέξω και κρυφάκουγα, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Ώσπου η Ζοζεφίν φώναξε από μέσα: «Ταμάρα! Άντε, μπες!» και μπήκα δειλά δειλά κι η Ζοζεφίν μού εξήγησε ότι ο κύριος Σεβαλιέ είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Είδα κι έπαθα να καταλάβω τι μου έλεγε, γιατί δεν ήξερα αγγλικά, ειδικά τα αγγλικά της Ζοζεφίν, που ήταν νέγρα απ’ την πολιτεία του Μιζούρι.
«Για τους Ολυμπιακούς;» ρώτησα και ντράπηκα αμέσως για τη χαζομάρα μου. «Ο Ιταλός κέρδισε χθες τον Γάλλο στο βάδην».
Η Ζοζεφίν έκανε μια χειρονομία που έδειχνε ανυπομονησία.
«Ο άνθρωπος, Ταμάρα –ο Μωρίς–, κουβαλήθηκε στην Αμερική, πάσχισε να κάνει καριέρα στο Μπρόντγουεϋ και πέρασε απαρατήρητος. Γύρισε με την ουρά στα σκέλια». «Πότε;» «Τι πότε;» «Πότε πήγε στην Αμερική;» «Πέρυσι». «Κι από πέρυσι θέλει να πεθάνει;»
Η Ζοζεφίν αναστέναξε.
«Προσπαθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει».
Τελικά, οι Αμερικανοί, οι Γάλλοι, οι Ρώσοι έχουν διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Να, για παράδειγμα, κι εγώ απαρατήρητη περνούσα, αλλά δεν σκεφτόμουν καθόλου ν’ αυτοκτονήσω. Κι αν ήθελα να αυτοκτονήσω, θα τα κατάφερνα. Όσο για τη Ζοζεφίν, δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει απαρατήρητη, άρα δεν έμπαινε θέμα αυτοκτονίας.
«Μα» είπα «όλοι στο Παρίσι έρχονται – κι εσύ αυτό δεν έκανες; Γιατί να θέλει κάποιος να πάει στο Μπρόντγουεϋ;»
Η Ζοζεφίν σήκωσε τους ώμους. Είχε έρθει στο Παρίσι απ’το Σαιντ Λούις, πράγμα που μου φαινόταν πέρα για πέρα λογικό: τι να κάτσει να κάνει στο Σαιντ Λούις; Το Σαιντ Λούις ήταν σίγουρα χειρότερο από την Αγία Πετρούπολη, ειδικά άμα ήσουνα νέγρος. Τους νέγρους τούς είχανε μονάχα για να τραγουδάνε τζαζ και να πηδάνε –εννοώ το άθλημα του άλματος– στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο κύριος Σεβαλιέ μού είχε πει ότι ένας νέγρος πήρε χρυσό στο άλμα εις μήκος.
Το καλοκαίρι προχωρούσε: τόση ζέστη δεν είχα νιώσει ποτέ μου. Ο ήλιος έλαμπε σχεδόν κάθε μέρα, σχεδόν όλη μέρα. Το έγραφα στη μαμά μου στην Αγία Πετρούπολη και δεν το πίστευε. Εκεί πέρα μόλις που είχε ξεπαγώσει ο Νέβας. Τέλος πάντων, μετά την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, ο κύριος Σεβαλιέ επέστρεψε στο Μουλέν Ρουζ, φανερά καταβεβλημένος. Δεν είπε τίποτα, έπιασε αμέσως δουλειά, ρώτησε αν έμαθα τα αποτελέσματα του μαραθωνίου (δεν τα είχα μάθει) κι αν είχαμε κόσμο τις μέρες που έλειπε (δεν ήθελε να έχουμε κόσμο χωρίς αυτόν, αλλά δεν τ’ ομολογούσε). Όμως, λίγες μέρες αργότερα, η όψη του άλλαξε, έμοιαζε σεληνιασμένος, σαν να τον είχε μαγέψει ολόγιομο φεγγάρι.
«Ο Εντμόν Ντεκοτινί, mon chou, πήρε μετάλλιο στην άρση βαρών», μου ανακοίν��σε εύθυμα, όμως εγώ υποπτευόμουν πως η ξαφνική ευτυχία του οφειλόταν σε κάτι άλλο. Δίκιο είχα: η Ζοζεφίν με πληροφόρησε πως το κάτι άλλο ονομαζόταν Υβόν Βαλλέ και ήταν χορεύτρια. Για μια στιγμή, φοβήθηκα μήπως αυτή η Υβόν μού πάρει τη θέση στη revue: ο κύριος Σεβαλιέ αισθανόταν καλύτερα όταν περιβαλλόταν από γυναίκες που του άρεσαν. Εγώ δεν του άρεσα, αν και με αποκαλούσε τρυφερά «mon chou» και καμιά φορά μου έδινε ένα φιλάκι· το φιλάκι του Ιούδα, σκέφτηκα όταν έμαθα για την Υβόν. Με είχε πιάσει αγωνία πως θα μείνω άνεργη.
Ήταν, νομίζω, 19 Ιουλίου, όταν η ζωή μου άλλαξε ξαφνικά όπως είχε αλλάξει και του κυρίου Σεβαλιέ. Βρισκόταν στη σκηνή, αεράτος όπως πάντα, και χόρευε κλακέτες τραγουδώντας το «Στη ζωή δεν πρέπει να χολοσκάς» (το να το λέει αυτό ο κύριος Σεβαλιέ μού φαινόταν το άκρον άωτον της υποκρισίας): ήταν μια μεγάλη γαλλική επιτυχία, οι θαμώνες χειροκροτούσαν κι ο κύριος Σεβαλιέ πετούσε στον αέρα το ψάθινο καπέλο του και το ξανάπιανε με χάρη. Έπειτα άρχισε να τραγουδάει το «Ραψωδία σε μπλε» του Τζορτζ Γκέρσουιν –που μόλις είχε πρωτακουστεί στο Παρίσι– αυτοσχεδιάζοντας και κάνοντας αστεία με το κοινό, πράγμα που ήταν εκτός προγράμματος· εγώ στεκόμουν πίσω απ’ την κουρτίνα, περιμένοντας την ώρα για το νούμερό μου και κρυφοκοιτώντας. Το πράγμα παρατραβούσε, ο κύριος Σεβαλιέ είχε πιάσει κουβέντα από τη σκηνή (στα αγγλικά) με μια παρέα Αμερικανών: κυρίες που κάπνιζαν μακριές πίπες και άνδρες που μου φάνηκαν θηριώδεις, σαν να ανήκαν σε φυλή υπερανθρώπων. Η αίθουσα δεν ήταν κατάμεστη όπως την ήθελε ο κύριος Σεβαλιέ, αλλά οι Αμερικανοί έκαναν πολλή φασαρία και του ζητούσαν να χορέψει σε ρυθμό ραγκτάιμ και να πει κι άλλα αμερικανικά τραγούδια.
«Και τώρα ένα γερό χειροκρότημα για τον πρωταθλητή στην κολύμβηση Τζόννυ Βαϊσμύλλερ! Τον μεγαλύτερο κολυμβητή όλων των εποχών!» αναφώνησε σε μια στιγμή ο κύριος Σεβαλιέ, ενώ εγώ κρυφοκοιτούσα ακόμα από την κουρτίνα. Ο αθλητής σηκώθηκε και υποκλίθηκε χαμογελώντας σεμνά, ενώ τον φώτιζε ο προβολέας. Τι άντρακλας! Δυο μέτρα! Τι κούκλος! σκέφτηκα. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιον μορφονιό. Όλοι χειροκρότησαν και μια από τις κυρίες κράτησε την πίπα ανάμεσα στα χείλη της για να χτυπήσει παλαμάκια με τα δυο της χέρια. Αυτό μου έκανε, θυμάμαι, μεγάλη εντύπωση. Ωραία όλ’ αυτά, αλλά, όταν ο κύριος Σεβαλιέ αποφάσισε να εγκαταλείψει τη σκηνή, ήταν πια πολύ αργά για το νούμερό μου και μόλις που πρόλαβε να χορέψει η Ζοζεφίν. Για μένα η Ζοζεφίν ήταν ακαταμάχητη, ειδικά όταν κουνούσε νωχελικά τον πισινό της προς το κοινό, αλλά οι Αμερικανοί έμειναν ανέκφραστοι, κι ο κύριος Σεβαλιέ απέδωσε τη στάση τους στην αμερικανική σεμνοτυφία, όπως μας εξήγησε αργότερα. Αφού τελείωσε το πρόγραμμα, κι εγώ πήγαινα να σκάσω απ’ το κακό μου κι αναρωτιόμουν αν θα πληρωθώ το μεροκάματο, συνέβη κάτι αναπάντεχο: ο πρωταθλητής Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, που οι φίλοι του τον φώναζαν Γουαϊσμύλλερ, μας κάλεσε όλους σε δείπνο! Τον κύριο Σεβαλιέ μαζί με την Υβόν, τη Ζοζεφίν κι εμένα, που ούτε καν με είχε δει να χορεύω. Καλοσύνη του βέβαια, αλλά νομίζω πως το έκανε από λύπηση.
Ήταν η ωραιότερη νύχτα της ζωής μου. Πήγαμε στο Café de la Rotonde, στο Μονπαρνάς – δηλαδή στην άλλη άκρη του Παρισιού, ένα μέρος όπου, όπως είπε ο κύριος Σεβαλιέ, «μαζεύονται ομοφυλόφιλοι σαν τον Μαρσέλ Προυστ που παριστάνουν τους ετεροφυλόφιλους, και φτωχοί σαν τον Σκοτ και τη Ζέλντα Φιτζέραλντ που παριστάνουν τους πλούσιους». Όλοι γέλασαν εκτός από μένα, που ξέρω καλούτσικα γαλλικά, αφού μάθαινα από τη γιαγιά μου κι έκανα πέντε χρόνια μάθημα με τη μαντάμ Μον μπιζού στην Πετρούπολη, αλλά αγγλικά, όπως είπα, δεν ήξερα γρυ (τώρα ξέρω κάπως). Μου αρκούσε να κοιτάζω τον πρωταθλητή –αν κατάλαβα καλά, κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια, χώρια ένα χάλκινο στο γουότερ πόλο– και να τον φαντάζομαι βρεγμένο και μάλιστα με μαγιό. Είχα δει στην εφημερίδα Le Figaro φωτογραφίες από τους Ολυμπιακούς: ε, λοιπόν, τα αθλητικά μαγιό δεν ήταν μακριά σαν αυτά που φορούσαμε στις πλαζ, ήταν κοντά και, πώς να το πω, αποκαλυπτικά! Σαν τα ρούχα της Ζοζεφίν στη σκηνή.
Εκείνη την εποχή, στο Παρίσι είχαν εγκατασταθεί πολλοί Αμερικανοί – ανάμεσά τους και μερικοί νέγροι (όπως μου είχε πει η Ζοζεφίν), όπως ο ποιητή Λάνγκστον Χιουζ, που έμενε κοντά στην πλατεία Κλισύ και τον είχα δει μια δυο φορές στη γειτονιά. Είχα δει από μακριά κι έναν Αμερικανό δημοσιογράφο, τον Χάουσμαν, το μικρό του δεν το θυμάμαι: μου τον είχε δείξει ο Ντεντέ, το παιδί που έκοβε τα εισιτήρια στο Μουλέν Ρουζ. Ο Ντεντέ ήταν κουτσομπόλης, τριγύριζε όλη μέρα στην πόλη· έμοιαζε με κινούμενη εφημερίδα: αυτός μου είπε για τον Χάουσμαν· για το ότι μιλούσε μονάχα σε «επιτυχημένους αλκοολικούς, πλούσιους και αυτοκτονικούς Αμερικανούς», ότι τους υπόλοιπους τους σνόμπαρε.
Αν και το Παρίσι ήταν γεμάτο από την πρώτη κατηγορία Αμερικανών, ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, που καθόταν εκείνη τη βραδιά απέναντί μου, δεν είχε καμιά πιθανότητα να του απευθύνει τον λόγο ο Χάουσμαν: αν και τρομερά επιτυχημένος, φαινόταν υγιέστατος και καθόλου αλκοολικός· έπινε μεταλλικό νερό με μπουρμπουλήθρες. Δεν μιλούσε πολύ, ευτυχώς, γιατί δεν θα καταλάβαινα τίποτα. Πολύ μιλούσε ο κύριος Σεβαλιέ –με γαλλική προφορά, πράγμα αρκετά χαριτωμένο, αλλά υπερβολικά γαλλικό–, ο οποίος διηγιόταν πώς τσακώθηκε ο Πικάσο με τον Χέμινγουεϋ –«να, σ’ εκείνο εκεί το τραπέζι»– επειδή ο πρώτος αμφισβήτησε τον ανδρισμό του δεύτερου. Σύμφωνα με τον κύριο Σεβαλιέ, ο Πικάσο ειρωνεύτηκε τον Χέμινγουεϋ: «Γι’ αυτό παίζεις με ταύρους και τουφέκια! Για να μας αποδείξεις πως είσαι άντρας!» Η Ζοζεφίν έσκυψε προς το μέρος μου και ψιθύρισε «Δεν είπε αυτό, είπε “Παίζεις με τουφέκια και σκοτώνεις βόδια επειδή την έχεις μικρή!”» Ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, πάντως, δεν χρειαζόταν ν’ αποδείξει τίποτα, ήταν το αποκορύφωμα του άνδρα.
«Ποιος είναι ο Χέμινγουεϋ;» ρώτησε ένας άλλος από την παρέα, ο οποίος, όπως διαπίστωσα –με κάποια καθυστέρηση– ονομαζόταν Χάουζερ και ήταν δισκοβόλος. Δίπλα του καθόταν η κυρία με την πίπα και του κρατούσε το μπράτσο. (Το μπράτσο ήταν τεράστιο, πιο τεράστιο από του Τζόννυ Βαϊσμύλλερ.)
«Συγγραφέας» είπε η Ζοζεφίν. «Δεν μένει μόνιμα εδώ, περνάει πολύ καιρό στην Ισπανία. Είναι φανατικός των ταυρομαχιών. Ηδονίζεται με τα άγρια θηρία και το αίμα».
«Λένε», πρόσθεσε ο κύριος Σεβαλιέ χαχανίζοντας λιγάκι, «πως μετά από τραύμα στον Μεγάλο Πόλεμο, δεν... δεν...»
Έκανε μια τόσο αδιάκριτη χειρονομία, που δεν πίστευα στα μάτια μου.
«Νομίζω ότι απλώς πίνει πολύ», είπε ήρεμα η Ζοζεφίν.
E, κάτι θα ’ξερε η Ζοζεφίν για να το λέει.
Εκείνο το βράδυ ήπια κι εγώ πολύ –τρία ποτήρια Sauvignon– κι άρχισα να τα βλέπω όλα διπλά, ακόμα και τον Ιγκόρ Στραβίνσκι, που μπήκε στο μπαρ στις δύο το πρωί· τον μεγάλο Ιγκόρ Στραβίνσκι, που τον είχα δει σε δεκάδες φωτογραφίες στη Ρωσία. Ο Στραβίνσκι έψαχνε κάποιον, αλλά δεν τον βρήκε, κι ο κύριος Σεβαλιέ τού έκανε νόημα από μακριά, του συστήθηκε και τον κάλεσε να καθίσει στο τραπέζι μας. Ο Στραβίνσκι είχε ξινισμένο ύφος κι άρχισε να γκρινιάζει ότι «οι Αμερικανοί δεν σκαμπάζουν από τέχνη» κι ότι «μόνο να κολυμπάνε και να ρίχνουν ακόντια ξέρουν». Για να μην προσβάλει περισσότερο τον Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, άρχισα να του μιλάω στα ρωσικά, πράγμα που δεν τον ξάφνιασε καθόλου: «Έχετε τα πεταχτά ζυγωματικά των Ρωσίδων», μου είπε, μάλλον προσβλητικά, και συνέχισε σχολιάζοντας το πώς ο Σοστακόβιτς έμεινε στη Ρωσία σφιχταγκαλιασμένος με τους μπολσεβίκους. Δεν ήξερα τι να πω: δεν γνώριζα τίποτα επί του θέματος.
Γύρω στις τρεις το πρωί, ο Τζόννυ ανακοίνωσε, ευγενικά, πως ήταν πολύ αργά και ήθελε, είπε, «να πάει στο κρεβάτι», εννοώντας να κοιμηθεί. Σηκωθήκαμε όλοι και βγήκαμε έξω, στη ζεστή παριζιάνικη νύχτα. Η Ζοζεφίν χασμουρήθηκε, είπε ότι θα γυρίσει με τα πόδια, κι ο κύριος Σεβαλιέ αγκάλιασε την Υβόν από τη μέση και μπήκαν σ’ ένα ταξί που κόρναρε χωρίς λόγο. Ο Στραβίνσκι έκανε μια αόριστη κίνηση αποχαιρετισμού κι εγώ συνειδητοποίησα ότι δεν θα γινόμουν ποτέ πρίμα μπαλαρίνα: είχα βρεθεί στο ίδιο τραπέζι με τον Στραβίνσκι (τον οποίο έβλεπα διπλό) και δεν είχα καν σκεφτ��ί να του πω ότι χόρευα επί δύο χρόνια στο θέατρο Μαριίνσκι. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, που τον έβλεπα επίσης διπλό, γιατί το κρασί με είχε χτυπήσει στο κεφάλι.
Και τότε έγινε το πιο καταπληκτικό: ο Τζόννυ, αφού αποχαιρέτησε τον δισκοβόλο και την κυρία, μου είπε χαμογελώντας: «Και τώρα ας διασκεδάσουμε λιγάκι!» και μ’ έπιασε από το χέρι. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι τίποτα απ’ όσα συνέβησαν αργότερα: έχω την αμυδρή εντύπωση ότι πήγαμε σ’ ένα ξενυχτάδικο του Μονπαρνάς που ήξερε ο Τζόννυ –Το Βόδι στη Στέγη–, όπου όλοι ήταν μεθυσμένοι σαν εμένα, και νομίζω –νομίζω– πως είδα ένα ζευγάρι γυναικών να χορεύει τανγκό cheek to cheek. Χορέψαμε κι εμείς, ο Τζόννυ κι εγώ, αλλά γι’ αυτό δεν παίρνω όρκο. Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι την επομένη ξύπνησα σ’ ένα πολυτελές δωμάτιο, δίπλα στο αγαλματένιο σώμα του Τζόννυ, ο οποίος κοιμόταν σαν μωρό. Έτρεξα στο παράθυρο να δω πού βρίσκομαι: πλατεία Βαντόμ, ξενοδοχείο Ριτζ. Από μια άποψη μεγαλεία, μεγαλεία! Από μιαν άλλη άποψη...
Με έπιασε πανικός. Η γιαγιά μου η Νίνα έλεγε πως στο Παρίσι δεν θέλει πολύ να γίνεις κοκότα. Άφησα ένα σημείωμα στον Τζόννυ –«Καλή επιστροφή στην πατρίδα. Καλή επιτυχία»– κι έφυγα ακροποδητί· χαιρέτησα με ψεύτικη άνεση τον άνθρωπο στη ρεσεψιόν κι έπειτα βάλθηκα να τρέχω προς τον σταθμό του μετρό. Το βράδυ, όταν πήγα στο Μουλέν Ρουζ, ο κύριος Σεβαλιέ με κοίταξε μ’ ένα τόσο πονηρό βλέμμα, που σκέφτηκα: Τα ξέρει όλα, έχω γίνει ρεζίλι· αλλά εκείνος με ρώτησε με θριαμβευτικό ύφος:
«Ποιος κέρδισε στην ποδηλασία;» «Ποιος;» έκανα ξεροκαταπίνοντας. «Ο Λυσιέν Σουρύ και ο Ζαν Κυνιό!» «Μπράβο, κύριε Σεβαλιέ», είπα ανακουφισμένη. Vive la France!
Τον Τζόννυ Βαϊσμύλλερ δεν τον ξαναείδα. Έμαθα πως κέρδισε μετάλλιο και στους Ολυμπιακούς του ’28 στο Άμστερνταμ και πως αργότερα έγινε σταρ του κινηματογράφου (οι ταινίες του, μολονότι για ευνόητους λόγους μού προκαλούσαν ταραχή, ήταν, κατά γενική ομολογία, κάπως παιδαριώδεις. Ειδικά το «Μυστήριο της ερήμου» με απογοήτευσε τελείως: ο Ταρζάν έπαιζε δεύτερο ρόλο και η Τζέιν πρώτο). Έμαθα επίσης ότι παντρεύτηκε δυο τρεις φορές, μπορεί και τέσσερις. Όσο για μένα, παντρεύτηκα επίσης, μια φορά, το 1932, κι από τότε δεν θέλω ν’ ακούω για γάμους, για ανθοδέσμες και για κοριτσίστικα χάχανα. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα. Εκείνος –ένας Ρώσος φωτογράφος που μιμούνταν τον Μαν Ρέυ– έφυγε για την Αμερική· δεν ξέρω καν αν ζει. Το ’32 πάντως, όταν παντρευτήκαμε στην εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου στο Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε, θυμάμαι ότι διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί του Λος Άντζελες και ο Βάλι (Βάλι Ριτσκόφ ήταν το όνομά του, οπότε για τρία χρόνια ήμουν η κυρία Ριτσκόβα) αναρωτιόταν γιατί δεν συμμετείχε ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ: θεωρούσε πως το ελεύθερο στιλ του στην κολύμβηση δεν συγκρινόταν με την πειθαρχία που είχαν επιβάλει στους αγώνες οι Ιάπωνες Ολυμπιονίκες. Δεν καταλάβαινα τίποτα φυσικά, αλλά στο άκουσμα του ονόματος του Τζόννυ μ’ έπιανε ελαφρό τρέμουλο. Εξάλλου, την ημέρα που παντρευτήκαμε με τον Βάλι, στο Παρίσι παιζόταν η ταινία «Ταρζάν, ο πιθηκάνθρωπος» κι η πόλη ήταν γεμάτη αφίσες με ημίγυμνες φωτογραφίες του Τζόννυ. Πίσω μου σ’ έχω, Σατανά. Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.
Πάντως ο γάμος δεν ναυάγησε λόγω του Τζόννυ Βαϊσμύλλερ. Ναυάγησε διότι ο Βάλι ήταν ένας άχρηστος. Έμπλεξε με αργόσχολους που μπεκρόπιναν στο Μονπαρνάς και φωτογράφιζε γυμνά μοντέλα (εγώ δεν κάθισα να με φωτογραφίσει) που στην πραγματικότητα ονειρεύονταν να τα φωτογραφίσει ο Μαν Ρέυ. Στο μεταξύ, εγώ εργαζόμουν στο Θέατρο των Ηλυσίων μαζί με τη Ζοζεφίν, που πρωταγωνιστούσε στο «Revue Nègre»: η Ζοζεφίν ήταν σταρ, πλαισιωνόταν από μαύρους μουσικούς, ενώ εγώ χόρευα τσάρλεστον για δυο λεπτά κάθε βράδυ· αυτό έκανα μονάχα. Τα λεφτά ήταν ελάχιστα κι ο Βαλ τα ξόδευε στα κοκτέιλ μαρτίνι-βότκα, στο τέλος μάλιστα ερωτεύτηκε έναν πρώην εραστή του Ζαν Κοκτώ που έμοιαζε εντυπωσιακά με τον Τζόννυ –ή έτσι μου φάνηκε– και που είχε φτάσει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας επειδή ο Κοκτώ είχε ερωτευτεί τον Μαρσέλ Κιλ. Πέρασα μεγάλη μοναξιά και δυστυχία· ακόμα κι ο Μωρίς Σεβαλιέ βρισκόταν μακριά: επιτέλους, έκανε καριέρα στην Αμερική. Είχε φαγωθεί να παίξει στο Χόλυγουντ, σ’ όλη του τη ζωή αυτό επεδίωκε: την εποχή που χρειαζόμουν κάποιον να με στηρίξει, εκείνος υπέγραφε συμβόλαιο με τη Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγιερ. Σκεφτόμουν: Δεν έχεις αρκετό θάρρος για να αξίζεις την ευτυχία. Όλο κλάψες και οδυρμοί.
Μετά το διαζύγιο –που βγήκε το ’37, όταν ο Μωρίς Σεβαλιέ χώρισε από την Υβόν– έφυγα από το Θέατρο των Ηλυσίων κι έπιασα δουλειά σε μια σχολή χορού κοντά στο Πεδίον του Άρεως, στον 7ο τομέα του Παρισιού. Ήμουν πια πολύ μεγάλη για να παριστάνω την μπαλαρίνα. Με τον Σεβαλιέ χαθήκαμε τελείως, αν και βέβαια άκουγα πάντοτε τα τραγούδια του και είδα μια δυο ταινίες που γύρισε στο Χόλυγουντ. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έπαιζε στο Καζινό ντε Παρί, αλλά δεν πήγα να τον δω· είχα ξεκόψει από τον κόσμο του θεάματος. Έπειτα, παρ’ όλο που δεν καταλαβαίνω τίποτα από πολιτική, υποπτευόμουν ότι ο κύριος Σεβαλιέ κολάκευε τους Γερμανούς. Μάλιστα, μετά το τέλος του πολέμου, τον κατηγόρησαν ότι συνεργάστηκε με τον εχθρό: δεν ξέρω, κι επειδή δεν ξέρω, δεν είμαι αυστηρή σ’ αυτά τα πράγματα. Πάντως, νομίζω ότι ο Σεβαλιέ, όπως κι ο Βαϊσμύλλερ, κυνηγούσαν μανιασμένα τη δόξα. Δεν είναι υγιές πράγμα αυτό. Όσο για μένα, εδώ και είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια (πώς περνάει ο καιρός!) διδάσκω χορό σε κοριτσάκια –κυρίως ατάλαντα κι απείθαρχα– τα οποία, τελευταία, δείχνουν λιγότερο ενδιαφέρον για το μπαλέτο και περισσότερο για το ποπ συγκρότημα των Beatles. Ομολογώ ότι, αν και σήμερα κλείνω τα πενήντα οκτώ, βρίσκω τη μουσική των Beatles –μόλις άκουσα στο ραδιόφωνο το «A Hard Day’s Night»– ανώτερη του Στραβίνσκι (pardon, κύριε Ιγκόρ). Αναρωτιέμαι αν ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ είναι θαυμαστής των Beatles, αν προτιμάει την αμερικανική μουσική ή αν είναι εντελώς άμουσος. Θα ήθελα να τον συναντήσω, να δω πώς είναι στα εξήντα του. Στα είκοσί του ήταν χάρμα οφθαλμών, τέτοιον άνδρα από τότε δεν ξανάδα. Αληθινός Άδωνις! Προσφάτως, οι φωτογραφίες του στα περιοδικά είναι λίγο φλου και τον δείχνουν κάπως ευτραφή. Βέβαια, και να συναντιόμασταν δεν θα μπορούσαμε να πούμε πολλά: εγώ δεν ξέρω καλά αγγλικά, κι εκείνος, αν κρίνω από τις ταινίες του, βγάζει μονάχα κραυγές (Ουνγκάουα!). Τέλος, πρέπει να εξομολογηθώ κάτι: διάβασα σ’ ένα περιοδικό ποικίλης ύλης πως ετοιμάζεται να γράψει την αυτοβιογραφία του. Και σκέφτομαι, πω πω, τι ντροπή αν περιγράφει τη νύχτα που περάσαμε στο Παρίσι! Και τι ντροπή αν δεν την αναφέρει καν! Πω πω, ντροπή και αίσχος. 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ: ΤΖΟΝΝΥ
Στις 2 Ιουνίου έκλεισα τα εξήντα. Είμαι γέρος. Το συνειδητοποιώ τώρα που γίνονται οι Ολυμπιακοί στο Τόκυο και βλέπω τον Nτικ Ροθ να σπάει το παγκόσμιο ρεκόρ. Στο ύπτιο, ο Ροθ είναι γρήγορος σαν τον διάολο. Μέχρι κι οι γυναίκες σήμερα κολυμπάνε πιο γρήγορα απ’ όσο κολυμπούσα εγώ το ’24 και το ’28, όταν πήρα το χρυσό μετάλλιο. Το ’24, ήμουν είκοσι χρονών και είδα για πρώτη φορά το Παρίσι. Σας αφηγούμαι εδώ την ιστορία μου από την αρχή γιατί πολλοί νομίζουν πως είμαι ο Ταρζάν, πως με βρήκαν στη ζούγκλα και με κουβάλησαν δεμένο χειροπόδαρα στο Χόλυγουντ για να παίξω τον εαυτό μου. Δεν είναι έτσι: γεννήθηκα σ’ ένα χωριό που τώρα βρίσκεται στη Ρουμανία, κοντά στην Τιμισοάρα· τότε βρισκόταν στην Ουγγαρία. Δεν μετακόμισε το χωριό, τα σύνορα μετακόμισαν· το 1904 υπήρχε ακόμα η Αυστροουγγαρία – ήταν ολόκληρη αυτοκρατορία. Δεν ξέρω να σας πω τι έγινε ακριβώς και δεν υπάρχει πια: όταν ήμουν γύρω στα τρία, μεταναστεύσαμε στην Αμερική. Πρώτα πήγαμε στο Γουίντμπερ της Πενσυλβάνια, έπειτα στο Σικάγο: οι γονείς μου, ο μικρότερος αδερφός μου ο Πήτερ κι εγώ. Στο Σικάγο, στο Όουκ Στρητ Μπητς, έμαθα να κολυμπάω (το Σικάγο είναι χτισμένο στην όχθη μιας λίμνης), και το ’16 μπήκα στην ομάδα της Χριστιανικής Ένωσης Νέων: είπα ψέματα ότι ήμουν δεκάξι χρονών, γιατί δεν δέχονταν μικρότερους. Αλλά, η ζωή μου δεν ήταν πλατσουρίσματα σε λίμνες και κολυμβητήρια. Το ’19 ο πατέρας μου πέθανε από φυματίωση ή κάποια άλλη αρρώστια του θώρακα: έφταιγε η δουλειά στα ανθρακωρυχεία του Γουίντμπερ της Πενσυλβάνια. Είχε καταχρεωθεί για να έρθουμε στην Αμερική και δούλευε ολημερίς για να πληρώσει τα χρέη. Εγώ σταμάτησα το σχολείο για να εργαστώ: δεν τα ’παιρνα τα γράμματα, ήμουνα σκράπας. Πήγα μέχρι τη δευτέρα γυμνασίου, κουτσά στραβά, κι έπειτα έγινα παιδί ξενοδοχείου και στη συνέχεια παιδί ασανσέρ: τότε, το ’19, ο κόσμος φοβόταν τα ασανσέρ· δεν έμπαινε αν δεν υπήρχε κάποιος υπάλληλος να πατάει τα κουμπιά. Κι εγώ φοβόμουν, αλλά πληρωνόμουν πενήντα σεντς την ώρα. Αν και το όνειρό μου ήταν να γίνω πρωταθλητής στην κολύμβηση, ανεβοκατέβαινα με το ασανσέρ καμιά δεκαπενταριά ορόφους.
Μια μέρα το αποφάσισα: πήγα στην Αθλητική Λέσχη του Ιλινόι στη λεωφόρο Μίσιγκαν και βρήκα τον προπονητή Γουίλλιαμ Μπάρακ. Τότε ο Μπάρακ ήταν θρύλος. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, είπε: «Παραείσαι κοκαλιάρης» και μ’ έδιωξε. Εγώ όμως ξαναπήγα: πήγαινα κάθε μέρα επί έναν μήνα και του ζητούσα να με δει να κολυμπάω. Του έγινα τσιμπούρι. «Κολυμπάω καλύτερα», τόλμησα να πω «απ’ τον Μακ Τζίλλιβρυ, τον Ρος και τον Χέμπνερ».
Ήμουν ένα μηδενικό, αλλά είχα θράσος, ακόμα και τώρα όταν θυμάμαι τι είπα στον Μπάρακ κοκκινίζω. Ο Μπάρακ ετοίμαζε την ομάδα για τους Ολυμπιακούς της Αμβέρσας –η κολύμβηση γινόταν ολυμπιακό άθλημα– και δεν είχε καιρό για χάσιμο: «Έλα μετά τους αγώνες» μου είπε και με ξανάδιωξε. Ξαναπήγα στην Αθλητική Λέσχη μετά τους Ολυμπιακούς της Αμβέρσας, όπου ο Κιλόχα κέρδισε χρυσό μετάλλιο στα εκατό μέτρα ύπτιο. Μόλις με είδε ο Μπάρακ, μου έδειξε με το κεφάλι την πισίνα. Γδύθηκα κι έπεσα με φόρα στο νερό κι εκείνος με κοιτούσε.
«Τι αγαρμποσύνη είν’ αυτή, βρε παιδί μου» είπε.
Μείναμε για λίγο να κοιτιόμαστε, εγώ κάτω και βρεγμένος, εκείνος όρθιος και στεγνός. Αλλά, τον Οκτώβριο του ’20 άρχισε επισήμως η προπόνησή μου κι ένιωθα στην κορυφή του κόσμου και μαζί στον πάτο του: βρισκόμουνα στο βάθος του νερού κι ανάμεσα σε άσους της κολύμβησης, τον Ντιουκ Καχαναμόκου, τον Νόρμαν Ρος, τον Χάρρυ Χέμπνερ. Απ’ αυτούς έμαθα τα κόλπα, τα μυστικά του αθλήματος. Τους αντέγραψα: μπορεί να μην έχω μόρφωση, αλλά κουτός δεν είμαι· ή μάλλον δεν είμαι όσο κουτός φαίνομαι. Έμαθα σκυτάλη στο νερό και γουότερ πόλο. Δεν ήταν δύσκολο: είχα ύψος έξι πόδια και τρεις ίντσες (τώρα έχω κοντύνει λίγο) και τα κατάφερνα στην τεχνική των αναπνοών. Το ’21 τα σκάτωσα. Συγγνώμη για την έκφραση, αλλά τα σκάτωσα. Σε αγώνα εφήβων –στις εκατό γιάρδες– μ’ έπιασε τρομερή νευρικότητα και μ’ ενοχλούσε το σκουφί μου και ήμουν πραγματικά άγαρμπος. Όμως τη ρεβάνς την πήρα: στις 6 Αυγούστου του ’21, στους εθνικούς αγώνες που έγιναν στο Ντουλούθ της Μινεζότα, ήρθα πρώτος, και παρά τρίχα να σπάσω το παγκόσμιο ρεκόρ στις πενήντα γιάρδες. Ύστερα, τον Σεπτέμβριο, κολύμπησα στο Μπράιτον Μπητς του Μπρούκλυν (στις εκατό γιάρδες) και είδα πρώτη φορά τη Νέα Υόρκη. Το τι έγραφαν για μένα οι εφημερίδες της Νέας Υόρκης ξεπερνάει κάθε φαντασία: «ο πρίγκιπας των κυμάτων», «το ανθρώπινο υδροπλάνο», «ο στρόβιλος του Σικάγου», «το υδάτινο θαύμα». Τα είχα κυριολεκτικά χαμένα και φοβόμουν μην κάνω καμιά γκάφα, μη δείξω αγαρμποσύνη – κάτι που, ομολογώ τώρα πρώτη φορά, έδειξα όταν γνώρισα μια κοπέλα στη Νέα Υόρκη· ούτε το όνομά της δεν θυμάμαι, αλλά θυμάμαι πως τα σκάτωσα. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, πιστεύω πως τα σκάτωσα επειδή σκεφτόμουνα τη Λόρελαϊ, μια κοπέλα που ήταν τότε σχεδόν αρραβωνιαστικιά μου. Έπειτα, πήγα στη Χαβάη για το πρωτάθλημα, τρέμοντας γιατί θ’ αντιμετώπιζα τον Καχαναμόκου: ο Καχαναμόκου ήταν μεγαθήριο. Οι Χαβανέζοι ξέρουν να κολυμπάνε, όλη μέρα παίζουν με τα κύματα, κάτι κύματα θεόρατα. Όμως ο Καχαναμόκου αρρώστησε κι οι δρόμοι μας δεν συναντήθηκαν πριν από τους Ολυμπιακούς του Παρισιού το 1924.
Όταν έφτασα στο Παρίσι ένιωσα μια έξαψη, όπως όταν είχα φτάσει στη Νέα Υόρκη. Το Σικάγο είναι πατρίδα μου και το αγαπάω, αλλά στη δεκαετία του ’20 δεν είχε και τόση πλάκα: ήταν η πόλη των γκάνγκστερ: επικίνδυνο μέρος, όπως και να το κάνεις. Σκοτώνονταν οι μαφιόζοι στον δρόμο, έπεφτε πιστολίδι στα καλά καθούμενα και κινδύνευες να πας στον άλλο κόσμο από αδέσποτη σφαίρα. Το Παρίσι όμως μου φάνηκε χαρά Θεού: καφενεία, μπαρ, καμπαρέ, ωραίες κοπέλες, ξενύχτισσες, εύκολες, όχι σαν τη Λόρελαϊ που δεν μ’ άφηνε ούτε το στήθος να της πιάσω. Το ποτάμι κυλούσε ήσυχα κάτω από τις γέφυρες· όλα ήταν αστραφτερά, παράξενα. Μόνο οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις δεν ήταν ικανοποιητικές: όχι ότι ήμουν βετεράνος, αλλά διαισθανόμουν πως στην Αμερική θα ήταν καλύτερες. Στην Αμερική έχουμε περισσότερα μέσα, είμαστε πιο μπροστά. Παρ’ όλα αυτά, δεν απορούσα γιατί τόσοι Αμερικανοί είχαν μεταναστεύσει στο Παρίσι: οπωσδήποτε δεν τους ενδιέφερε να βρουν καλύτερες αθλητικές εγκαταστάσεις· έψαχναν πράγματα που εμένα δεν μ’ ενδιέφεραν τόσο: δεν έχω μόρφωση, ούτε είμαι φιλότεχνος. Το Παρίσι φημίζεται για τις τέχνες, τις ζωγραφικές, τα μπαλέτα και τα ποτά· εμείς στην Αμερική είχαμε Ποτοαπαγόρευση· στο Παρίσι το ρούμι έρεε άφθονο.
Στο ελεύθερο –στα εκατό μέτρα (στο Παρίσι μετράνε με μέτρα, όχι με γιάρδες, πράγμα που με μπέρδεψε)– τερμάτισα σε 59 δευτερόλεπτα με τον Καχαναμόκου δεύτερο και τον αδερφό του Καχαναμόκου τρίτο. Στη συνέχεια, κέρδισα χρυσό στα τετρακόσια μέτρα κι ένα ακόμα χρυσό στα οκτακόσια, παρ’ όλο που ο Σουηδός –ο Άρνε Μποργκ– δεν ήταν εύκολος αντίπαλος (κατείχε ως τότε το παγκόσμιο ρεκόρ). Έπειτα, έγινε κάτι που δεν περίμενα: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μού έδωσε μετάλλιο! Αυτοπροσώπως! Ήταν λες και με παρασημοφορούσε ο πρόεδρος Χάρντινγκ! Ήμουν σίγουρος πως η Λόρελαϊ θα ενθουσιαζόταν: βραβεία, μετάλλια, δόξα, Παρίσια και τα τοιαύτα. Της τηλεφώνησα πολλές φορές απ’ το ξενοδοχείο, αλλά τη μία έλειπε, την άλλη ήταν στο μπάνιο, την τρίτη κοιμόταν και την ξύπνησα (η διαφορά της ώρας με μπερδεύει), γενικά πάντως δεν με ενθάρρυνε καθόλου. Έτσι κι εγώ, μετά τους αγώνες, το ’ριξα λιγάκι έξω μαζί με διάφορους συμπατριώτες – μερικούς συναθλητές, αλλά και «εκπατρισμένους» (έτσι αυτοαποκαλούνταν λες και τους είχαμε διώξει απ’ τη χώρα) καλλιτέχνες που έμεναν στο Παρίσι. Πήγαμε σε δυο τρία νάιτ κλαμπ με αστεία ονόματα: το ένα, νομίζω, το λέγανε Το Γίδι στη Στέγη. Ε, είναι τρελοί οι Γάλλοι! Ίσως δεν έπρεπε να το γράψω αυτό, αλλά πήγα και σε μπορντέλο: ήμουν είκοσι χρονών και η Λόρελαϊ μου έκανε νερά – μάλιστα, μετά την επιστροφή μου στο Σικάγο, μου έδωσε τα παπούτσια στο χέρι· δεν ήθελε, είπε, σύζυγο κολυμβητή που να ταξιδεύει πέρα δώθε, ήθελε σύζυγο που να κάθεται στο σπίτι (στο μεταξύ, είχε γνωρίσει άλλον). Αφού η Λόρελαϊ μού έκανε νερά κι εγώ είχα δώσει τον καλύτερο εαυτό μου στο κολύμπι, ένιωθα πως δεν θα πείραζε μια αμαρτία: έτσι, πήγα σ’ ένα μπορντέλο που είχε είσοδο πλυντηρίου, αλλά οι πλύντριες αντί να καθαρίζουν σεντόνια τα λέρωναν. Καταλαβαίνετε τι εννοώ. Κι όλ’ αυτά μ’ ένα δολάριο. Τότε το δολάριο ήταν βασιλιάς, μ’ εκατό δολάρια αγόραζες το μισό Παρίσι. Για παράδειγμα, το βράδυ προτού γυρίσω στην πατρίδα, πήγαμε μαζί με κάτι άλλους αθλητές σ’ ένα χορευτικό κέντρο, Κόκκινος Μύλος λεγόταν, σε μια γραφική γειτονιά με σπιτάκια σαν χωριό, κι έπειτα έβγαλα έξω το προσωπικό –δυο χορεύτριες (η μία ήταν μαύρη πίσσα, απ’ το Σαιντ Λούις) κι έναν Γάλλο σόουμαν– και τους κέρασα. Το τι έπιναν αυτοί οι άνθρωποι δεν περιγράφεται! Νεροφίδες! Κι όμως, η έξοδος μού στοίχισε πενταροδεκάρες. Αργότερα, η μαύρη έγινε, έμαθα, πρώτο όνομα στο Παρίσι κουνώντας τον πισινό της και φορώντας πούπουλα. Κι ο σόουμαν –Μόρρις Σεβάλιερ, κάτι τέτοιο– ήρθε στο Χόλυγουντ τον καιρό που γύριζα την Απόδραση του ��αρζάν, νομίζω. Δεν συναντηθήκαμε, αλλά άκουσα ��ως αργότερα, πολύ αργότερα, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν υποστήριξε τους συμμάχους, ενώ εγώ, παρ’ ότι γύριζα τον έναν «Ταρζάν» μετά τον άλλον, έκανα εράνους για την πολεμική προσπάθεια, έπαιζα μικρούς ρόλους σε πολεμικές ταινίες κι έπλενα πιάτα στην Καντίνα του Χόλυγουντ, γιατί ο λαντζέρης είχε επιστρατευτεί. Επίσης, ηχογράφησα την κραυγή του Ταρζάν για να εμψυχώσω τα στρατεύματα, κι έκανα μαθήματα μακροβουτιών στους ναύτες. Δεν θέλω να περιαυτολογώ, αλλά είμαι Αμερικανός από τα Μεσοδυτικά και έκανα το χρέος μου.
Τον αθλητισμό τον εγκατέλειψα με πόνο. Το ’29, εκτός του ότι έγινε το κραχ και η χώρα μας βυθίστηκε στη φτώχεια, δεν ένιωθα το σώμα μου σε πλήρη άνθηση: κατέβηκα στη Φλόριντα και κολυμπούσα στις πλαζ των ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και μάθαινα χοντρές κυρίες να κολυμπάνε (αν όχι να «κολυμπάνε», τουλάχιστον να επιπλέουν) κι έπαιζα και τον ναυαγοσώστη όταν οι κυρίες πήγαιναν φούντο. Τότε έγιναν διάφορα επεισόδια – ήμουν ακόμα τρελόπαιδο: παίξαμε μαζί με τον φίλο μου τον Στάμπα ένα ταινιάκι με κολυμβητές κι έπειτα άθελά μας βάλαμε σε λειτουργία το σύστημα συναγερμού πυρκαγιάς σ’ ολόκληρο το Μαϊάμι. Δεν θυμάμαι πώς το καταφέραμε αυτό, αλλά βρεθήκαμε φυλακή. Έπειτα, σιγά σιγά έβαλα μυαλό, υπόγραψα συμβόλαιο με μια βιομηχανία μαγιό κι έγινα μοντέλο μπανιερών: έβγαζα πεντακόσια δολάρια την εβδομάδα, πολλά λεφτά. Έτσι, με είδανε κάποιοι θεατρικοί παραγωγοί και με προσλάβανε να παίξω τον Αδάμ σ’ ένα έργο στη Νέα Υόρκη. Δεν ήταν πραγματικός ρόλος, απλώς ο Αδάμ εμφανιζόταν στο τέλος φορώντας ένα φύλλο συκιάς κι έσωζε το κορίτσι. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως δεν ήταν ο Αδάμ αλλά ο Άδωνις.
Τον καιρό που γίνονταν οι Ολυμπιακοί στο Λος Άντζελες –το ’32– ήμουν παντρεμένος με την Μπόμπι Αρνστ –μια τραγουδίστρια– και μέναμε λίγο πιο κάτω απ’ το Ολυμπιακό Στάδιο, στη λεωφόρο Γουάιτλυ. Ένιωθα βαθιά θλίψη που δεν συμμετείχα στους Ολυμπιακούς (οι κολυμβητές μετά τα είκοσι πέντε πάνε για απόσυρση) και πήγαινα κάθε μέρα στην Αθλητική Λέσχη της Σάνσετ και κολυμπούσα. Τότε ήταν που έγινα ο Ταρζάν για τη Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγιερ: και παλιότερα το Χόλυγουντ είχε κάνει ταινία με τον Ταρζάν, αλλά ο ηθοποιός που τον έπαιζε δεν ήταν αθλητής· είχε μάλιστα μπιροκοιλιά. Εγώ ήμουν ό,τι έπρεπε για τον ρόλο και μ’ άρεσε κιόλας: είχε πολύ κολύμπι και λίγα λόγια. Δυσκολευόμουν πολύ να μάθω τις ατάκες, κι άλλωστε πρέπει να παραδεχτώ πως η φωνή μου είναι κομματάκι ψιλή και μπορεί να βγάλει γέλιο. Τέλος πάντων, το ’32 έκανα την πρώτη μου μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία και απέτυχα στον γάμο μου με την Μπόμπι. Έφταιγε και η Μπόμπι, αλλά έφταιγα κι εγώ, γιατί όταν πήγα στη Νέα Υόρκη για την πρεμιέρα του «Ταρζάν», ο πιθηκάνθρωπος, γνώρισα μια Μεξικάνα γόησσα, τη Λούπε Βέλες (τώρα είναι πεθαμένη, Θεός σχωρέσ’ τη), που πριν από μένα τα ’χε με τον Γκάρυ Κούπερ. Με την Μπόμπι χωρίσαμε κακήν κακώς και της πλήρωσα αποζημίωση δέκα χιλιάδες δολάρια. Πολλά λεφτά.
Με τη Λούπε παντρευτήκαμε στο Λας Βέγκας (το ’33) κι εγκατασταθήκαμε στο σπίτι της στο Μπέβερλυ Χιλς, που ευτυχώς είχε πισίνα. Ο γάμος ήταν απ’ την αρχή καταδικασμένος: εγώ ξυπνούσα πρωί πρωί κι έτρεχα να εξασκηθώ στο κρόουλ, ενώ η Λούπε έπεφτε για ύπνο φορώντας μάσκα γιατί την ενοχλούσε το φως. Ξενυχτούσε κι έπινε: ήταν ακριβώς σαν τους ρόλους που έπαιζε, θυελλώδης, ελαφρόμυαλη κι άστατη. Στον κινηματογράφο την αποκαλούσαν «μεξικάνικη φλόγα»: είχε, νομίζω, μεγαλύτερη επιτυχία από μένα· το ’34 γύρισε πέντε ταινίες, ενώ εγώ μονάχα μία –«Ο Ταρζάν και το ταίρι του»–, που δεν φτούρησε και πολύ. Ύστερα, ήρθε το ’36, μια κακή χρονιά: ενώ γίνονταν οι Ολυμπιακοί στο Βερολίνο εμείς γυρίζαμε την «Απόδραση του Ταρζάν» και δεν είχα καιρό ν’ ακούω τις αθλητικές ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Η Μωρίν Ο’Σάλλιβαν, που έπαιζε την Τζέιν, ήταν τόσο κουρασμένη –είχε πρωταγωνιστήσει σε εφτά ταινίες το ’35 και μόλις είχε τελειώσει τα γυρίσματα της «Σατανικής κούκλας»–, που μου έκανε τον βίο αβίωτο. Γκρίνιαζε, δεν έχανε ευκαιρία να παραπονεθεί ότι δεν ξέρω να παίζω κι είχε φοβερά νεύρα. Όπως κι εγώ άλλωστε, γιατί είχε πάρει το αυτί μου ότι ο διευθυντής του στούντιο ήθελε να με αντικαταστήσει στη σειρά του Ταρζάν με τον νικητή του δέκαθλου στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου. Όλα πήγαιναν κατά διαόλου κι ο γάμος με τη Λούπε τελείωσε επίσης κακήν κακώς, έπεσαν μάλιστα και κάτι μπουνιές και κάτι σφαλιάρες και γίναμε πρωτοσέλιδο στα περιοδικά του Χόλυγουντ. Είχαμε ξαναγίνει πρωτοσέλιδο, με αποκορύφωμα εκείνη τη φορά σ’ ένα ξενοδοχείο στο Λονδίνο που τσακωθήκαμε τόσο άγρια, ώστε κυνηγιόμασταν γύρω γύρω στον κήπο για να σφαχτούμε. Φορούσαμε τα νυχτικά μας και οι εκλεκτοί φιλοξενούμενοι του ξενοδοχείου –πρίγκιπες, σταρ, μεγιστάνες– μας παρακολουθούσαν λες κι ήταν αγώνας μποξ: ανάμεσά τους και η βασίλισσα της Ολλανδίας, η οποία υποστήριζε τη Λούπε. Η βασίλισσα φέρεται να είπε: «Ποιος ξέρει τι θα έκανε στην κοπέλα ο άνθρωπος των σπηλαίων».
Έπαθα νευρικό κλονισμό. Όλοι οι σταρ του Χόλυγουντ το παθαίνουν: έρχεται μια στιγμή που παραλύουν και δεν ξέρουν τι τους γίνεται. (Τον ίδιο καιρό, έμαθα πως είχε τα χάλια του κι ο Γουόρνερ Μπάξτερ: υπερκόπωση.) Και δεν έφτανε που τα νεύρα μου ήταν κουρέλι, ενώ με είχαν καλέσει στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης, έπαθα ωτίτιδα κι αντί για μένα εμφανίστηκε ο Μπάστερ Κραμπ, παλιός ανταγωνιστής μου στο κρόουλ και επίσης ηθοποιός. Από την κατάθλιψη με έσωσε η Μπέρυλ, μια κοπέλα απ’ το Σαν Φρανσίσκο, πολύ εμφανίσιμη, πολύ κοσμική: το παραδέχομαι, μόλις την είδα σκέφτηκα: Να ένα υγιές, γερό κορίτσι. Την ήθελα για να μου κάνει παιδιά. Τι κακό υπάρχει σ’ αυτό; Ήθελα οικογένεια και η Μπέρυλ στρώθηκε στη δουλειά: κάναμε τρία παιδιά απανωτά. Μπαμ, μπαμ, μπαμ. Τρία. Αλλά δεν ήτανε γραφτό να μείνουμε μαζί. Όταν ήταν έγκυος στο τρίτο παιδί, γνώρισα μια ηθοποιό κολυμβήτρια, την Έσθερ Ουίλλιαμς, δεκαεννιά χρονών τότε, και ήθελα να παίξω μαζί της σε ταινία, να κάνουμε κολυμβητικές φιγούρες μπροστά στις κάμερες. Αλλά η Έσθερ είχε προτίμηση στα μιούζικαλ κι έτσι δεν έγινε τίποτα. Τώρα μαθαίνω ότι ετοιμάζει την αυτοβιογραφία της: ελπίζω να μη γράψει τίποτα υπερβολές ότι της έβαλα χέρι κι ότι την κυνηγούσα γύρω απ’ την πισίνα. Ήμουν ταραγμένος εκείνη την εποχή· η πρώην σύζυγός μου, η Λούπε Βέλες, αυτοκτόνησε (το ’44) και παρ’ όλο που η αυτοκτονία της με γλίτωσε από τη διατροφή –διακόσια δολάρια την εβδομάδα– έπαθα σοκ. Αυτοκτόνησε με θεατρικό τρόπο: όλα με θεατρικό τρόπο τα έκανε η Λούπε. Αφού χτενίστηκε και μακιγιαρίστηκε τέλεια λες και θα πήγαινε σε γκαλά, γέμισε το δωμάτιό της με λουλούδια, κατάπιε τριάντα υπνωτικά χάπια, ξάπλωσε σε μεταξωτά σεντόνια κι απόθανε. Ήταν τριάντα έξι ετών. Όσο και η Μαίριλυν Μονρόε, που πέθανε παραπρόπερσι. Από μυαλά δεν πάμε καλά στο Χόλυγουντ.
Η ζωή με την Μπέρυλ ήταν βαρετή –όλο μπριτζ έπαιζε, της είχε γίνει έξη– κι ο πόλεμος είχε κάνει τους κριτικούς του κινηματογράφου υπερβολικά αυστηρούς: είχαν βαρεθεί τον Ταρζάν κι ήθελαν, έγραφαν, «σοβαρές» ταινίες. Τι «σοβαρές» δηλαδή; Σαν τις ευρωπαϊκές που έδειχναν γυμνές γυναίκες κι ακατανόητες καταστάσεις; Δεν ξέρω! Μας έκραξαν πάντως για τον «Κρυφό θησαυρό του Ταρζάν» και την «Περιπέτεια του Ταρζάν στη Νέα Υόρκη», παρ’ όλο που η Μωρίν Ο’Σάλλιβαν ήταν ευχαριστημένη, γιατί είχε την ευκαιρία να φορέσει νεοϋορκέζικα μοντελάκια. Είχε βαρεθεί να κυκλοφορεί σε τόσες ταινίες με τη στολή της ζούγκλας.
Νόμιζα πως η καριέρα μου θα τέλειωνε άδοξα, αλλά συνεχίστηκε με κάμποσα σκαμπανεβάσματα: καθώς τέλειωνε ο πόλεμος γυρίσαμε το «Ο Ταρζάν και οι Αμαζόνες» –με την Μπράντα Τζόυς στον ρόλο της Τζέιν και μια καινούργια μαϊμού στον ρόλο της Τσίτα, γιατί η παλιά πέθανε από πνευμονία– κι έπειτα, ενώ γίνονταν οι Ολυμπιακοί στο Λονδίνο (ήθελα πολύ να πάω να τους δω), βρέθηκα στο Ακαπούλκο να παίζω στον Ταρζάν και τις γοργόνες. Στην ταινία κολυμπούσα αρκετά και το ευχαριστιόμουν, αλλά ο Ταρζάν δεν πήγαινε άλλο: είχαμε ξεμείνει από κραυγές κι από είδη γυναικών (αμαζόνες, γοργόνες, σειρήνες, γυναίκες-κυνηγοί, γυναίκες-λεοπαρδάλεις). Οι σεναριογράφοι δεν ήξεραν τι στην ευχή να με βάλουν να κάνω: εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να πέφτω από τα δέντρα και να κάνω πλονζόν κρατώντας το σχοινί. Ωστόσο, η Κολούμπια είχε καινούργιες ιδέες κι έτσι έκανα μεταγραφή σ’ αυτό το στούντιο κι άρχισα να παίζω τον ρόλο του Τζιμ της ζούγκλας δίπλα σε Λατίνες καλλονές που θύμιζαν τη Λούπε.
Το κακό ήταν πως όλοι νόμιζαν ότι είμαι ηλίθιος επειδή ο Ταρζάν δεν ήξερε πολλές γλώσσες: ούτ’ εγώ ξέρω πολλές γλώσσες, αλλά ποτέ δεν είπα «Me Tarzan, You Jane» σαν να είμαι τελείως ζώον. Σαν να είμαι υπο-ζώον. Αυτό το είπα στ’ αστεία εκτός πλατό στη Μωρίν Ο’Σάλλιβαν, όταν τη βοήθησα να βάλει στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της μια βαριά βαλίτσα. Το είπα για πλάκα κι έγινε σύνθημα. Στο Χόλυγουντ ούτ’ ένα αστείο δεν μπορείς να κάνεις, σε παίρνουν αμέσως για κουφιοκέφαλο.
Το 1950 οι Αμερικανοί αθλητικογράφοι με ανακήρυξαν «τον καλύτερο κολυμβητή της πεντηκονταετίας» κι ο Κραμπ κόντεψε να πάθει συγκοπή από τη ζήλια του. Ένιωθα μεγάλη υπερηφάνεια γιατί ήμουν πρότυπο Αμερικανού, όπως, ας πούμε, ο Μπέιμπ Ρουθ, ο Λου Γκέριγκ, οι τιτάνες του μπέιζμπολ. Έκανα περιοδεία κι επισκέφτηκα το Γουίντμπερ της Πενσυλβάνια, όπου είχα περάσει τον πρώτο χρόνο της ζωής μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και, πράγμα παράξενο, οι άνθρωποι εκεί πέρα με περίμεναν με πανό και σημαίες και ζητωκραυγές – όχι με κραυγές, με ζητωκραυγές, με επευφημίες δηλαδή. Παρ’ όλα αυτά, από τότε δεν ξέρω τι σκατά κάνω στη ζωή μου.
Πλούσιος δεν έγινα, αν και έκανα τα πάντα για να βγάλω λεφτά. Και τι δεν έκανα: διαφήμισα δημητριακά (το «Πρόγευμα για πρωταθλητές», που ήταν αηδία), έγινα ναυαγοσώστης στην παραλία της Σάντα Μόνικα (μάλιστα,μια φορά, έσωσα από πνιγμό ένα δωδεκάχρονο αγόρι), έπαιξα σε ταινίες με γορίλες, τίγρεις που έκαναν βουντού, κανίβαλους, φεγγαρανθρώπους, διαβολογυναίκες, πυγμαίους, αλιγάτορες κι ό,τι άλλο βάλει ο νους του ανθρώπου. Εκτός απ’ τον Ταρζάν, έπαιξα τον βαρκάρη στους βάλτους της Λουιζιάνα, αλλά πλούσιος δεν έγινα. Δεν ήξερα να επενδύω λεφτά κι άλλωστε πληρώνω τα κέρατά μου σε διατροφές. Οι πολλοί γάμοι σημαίνουν πολλά κέρατα, πολλά διαζύγια και διατροφές. Με την Μπέρυλ χωρίσαμε το ’48, ή το ’49, είναι περίεργο τ’ ότι δεν θυμάμαι πότε ακριβώς. Ήμουν τόσο τσιμπημένος με μια αθλήτρια του γκολφ –που έγινε γυναίκα μου μετά από ικεσίες, υποσχέσεις, φοβέρες, μέχρι που την απείλησα πως θ’ αυτοκτονήσω–, ώστε δεν θυμάμαι τίποτα απ’ το διαζύγιο με την Μπέρυλ. Την γκολφίστρια την έλεγαν Αλλίν Γκέιτς και την ήξερα από πιτσιρίκα· την έβλεπα στα όνειρά μου: άσεμνα όνειρα και πολύ σοφιστικέ, αθλητικό πορνό κατά κάποιον τρόπο. Η κοπέλα μού θύμιζε κάπως μια νεαρή χορεύτρια, μια Ρωσίδα, που είχα γνωρίσει στο Παρίσι το ’24, ένα κοριτσάκι με πεταχτά ζυγωματικά: ροδομάγουλη βοσκοπούλα απ’ τον Καύκασο. Δεν θυμάμαι τ’ όνομά της, αλλά ακουγόταν με κραυγή του Ταρζάν με πολλά αααα.
Στην αρχή, ο γάμος με την Αλλίν μού φαινόταν παράδεισος, αργότερα όμως, καθώς τα οικονομικά μου πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο, η μικρή τα μάζεψε κι έφυγε και μ’ άφησε σύξυλο σ’ ένα σπίτι χωρίς πισίνα. Για μένα το σπίτι χωρίς πισίνα δεν έχει καμιά χρησιμότητα. Διαζύγιο πήραμε μόλις πριν από δύο χρόνια κι εκείνη ξαναπαντρεύτηκε και ζει τώρα στη νότια Καλιφόρνια. Ήταν κορίτσι που της άρεσε να γλεντάει κι εγώ ήδη γερνούσα κι είχα ένα σωρό σκοτούρες. Της είχα υποσχεθεί ταξίδι στην Αυστραλία (ήθελα να δω τους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης), αλλά έμπλεξα με μια αποτυχημένη τηλεοπτική σειρά –για τα λεφτά το έκανα, δηλαδή για χάρη της– κι έτσι δεν καταφέραμε να πάμε: έπειτα, η Αλλίν μού το χτυπούσε συνέχεια, «ούτε στην Αυστραλία δεν μπορείς να με πας», λες κι η Αυστραλία είναι είκοσι μίλια βορείως του Λος Άντζελες.              
Τώρα που γίνονται οι Ολυμπιακοί στο Τόκιο, θυμήθηκα το ’24 όταν ο Μπάρακ έμαθε πως οι Γιαπωνέζοι κολυμβητές τα κατάφερναν τόσο καλά επειδή προπονούνταν σε παγωμένο νερό. Το κρύο νερό βοηθούσε, είπε, στην ταχύτητα. Έτσι, με είχε βάλει σε μια μπανιέρα με παγάκια για να συνηθίσω. Είχα συνηθίσει τόσο ώστε αργότερα οι Γιαπωνέζοι ζήτησαν να γίνω προπονητής της ομάδας τους. Αρνήθηκα βέβαια, γιατί είμαι Αμερικανός και μόνο αμερικανική ομάδα θα μπορούσα να προπονώ, αλλά να που δεν έγινα προπονητής κι έγινα ηθοποιός. Τότε το Χόλυγουντ είχε περισσότερη αίγλη απ’ τον αθλητισμό· κι ο Μπάστερ Κραμπ θα μπορούσε να γίνει προπονητής, αλλά προτίμησε να γυρίζει ταινίες δράσης (και μάλιστα έπαιξε μια φορά και τον Ταρζάν, πράγμα που δεν μπορώ να του συγχωρήσω).
Έχω να γυρίσω ταινία απ’ το ’55. Τώρα στο κοινό αρέσουν άλλοι τύποι, ο Πωλ Νιούμαν, διάφοροι Άγγλοι – εκείνος με την αλλόκοτη προφορά που παίζει τον Τζέιμς Μποντ· αρέσουν οι ασθενικοί, οι διεστραμμένοι, οι πνευματώδεις, όσοι κ��νουν λογοπαίγνια κι είναι καλοί στο Σκραμπλ. Δεν πειράζει, είμαι αισιόδοξος: έχω περάσει πολλές απογοητεύσεις (πρόπερσι σκοτώθηκε η κόρη μου η Χάιντι σε αυτοκινητικό κι ήταν μάλιστα έγκυος· έτσι, δεν έγινα παππούς) κι έχω σκληραγωγηθεί. Το ’59 πήγα στην Κούβα για ένα τουρνουά γκολφ και μου επιτέθηκαν Κουβανοί αντάρτες: τι να ’κανα; Άρχισα να τσιρίζω σε στιλ Ταρζάν –«Ουνγκάουα! Ουνγκάουα!»– κι οι ένοπλοι το ’σκασαν τρέχοντας κατοστάρι. Ε, όπως μπορεί τα καταφέρνει κανείς. Πέρσι, ξαναπαντρεύτηκα: δεν βάζω μυαλό. Η σύζυγός μου, η Μαρία, είχε τρία επώνυμα –έχασε τρεις συζύγους: δύο από θάνατο, έναν από διαζύγιο– και τώρα απέκτησε και τέταρτο (επώνυμο). Ας ελπίσουμε πως δεν έχει πάνω της καμιά κατάρα και πως εγώ τουλάχιστον θα επιζήσω. Λέμε να εγκατασταθούμε στο Παλμ Μπητς και να ζήσουμε ήσυχα σαν δυο συνταξιούχοι. Σκέφτομαι να βρω κάποιον συγγραφέα να του υπαγορεύσω την αυτοβιογραφία μου: φοβάμαι μήπως κάποιος δημοσιογράφος βαλθεί να βγάλει βιβλίο με τη ζωή μου. Καλύτερα να το κάνω μοναχός μου και να προλάβω τον διασυρμό – οι βιογράφοι παριστάνουν τους παντογνώστες και δεν θέλει πολύ να γίνεις ρεζίλι. Παράλληλα θα ασχοληθώ με επιχειρήσεις –έχω στο μυαλό μου ένα εστιατόριο με φαγητά ζούγκλας, ένα κατάστημα με ταρζανικά σουβενίρ, μια έκθεση ερπετών, ένα τροπικό πάρκο–, ίσως μάλιστα καταφέρω να ιδρύσω το Πάνθεον των Κολυμβητών, όπου θα μπουν τα μεγάλα ονόματα του αθλήματος: όσοι πήραν μετάλλια στους Ολυμπιακούς κι όσοι παρ’ ολίγο να πάρουν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ταμάρα Κουρίνκοβα πέθανε από καρδιακή προσβολή τον Αύγουστο του 1972 στο σπίτι της στην οδό Μπαλάρ. Ήταν το καλοκαίρι των Ολυμπιακών του Μονάχου: ο Μαρκ Σπιτς κέρδισε χρυσό μετάλλιο στην πεταλούδα. Η καθαρίστρια που ερχόταν κάθε δεκαπέντε βρήκε τη νεκρή Ταμάρα ήσυχα ξαπλωμένη στον καναπέ, αλλά σε αποσύνθεση – η εφημερίδα Le Parisien libéré έγραψε πως επρόκειτο για «μοναχικό, παριζιάνικο θάνατο».
Το 1977 ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο: από τότε, μέχρι τον θάνατό του τον Ιανουάριο του ’84, κάθε πρωί κραύγαζε «Ουνγκάουα!» Είναι θαμμένος στο Ακαπούλκο. Την είδηση του θανάτου του μετέδωσε ακόμα και η κινεζική τηλεόραση.
Ο Μωρίς Σεβαλιέ, που, παρά το εύθυμο ίματζ, είχε αυτοκτονική παρόρμηση, στις 7 Μαρτίου του 1971 πήρε μια χούφτα βαρβιτουρικά και, για περισσότερη σιγουριά, ξυράφησε τις φλέβες του. Στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα έγραφε: «Αγαπητά μου παιδιά, είχα λαμπρή καριέρα αν σκεφτείτε ότι δεν ήμουν παρά ένα φτωχόπαιδο από το Μενιλμοντάν. Αλλά τα τελευταία χρόνια είμαι να με κλαίνε οι ρέγκες. Σας ζητώ συγγνώμη. Σας έβαλα όλους στη διαθήκη μου. Φιλάκια». Η απόπειρα αυτοκτονίας ήταν ημι-αποτυχημένη: δεν πέθανε ακαριαία – όμως τα ζωτικά του όργανα έπαθαν ανεπανόρθωτη βλάβη κι ο θάνατος επήλθε την Πρωτοχρονιά του 1972.
Η Ζοζεφίν Μπέικερ γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και παντρεύτηκε πέντε φορές. Το 1929, στο υπερωκεάνιο Lutétia, με προορισμό τη Βραζιλία, συνάντησε τον Λε Κορμπυζιέ: αν τον είχε παντρευτεί, θα ήταν ο σύζυγος Νο 3. Πέθανε στο σπίτι της στο Παρίσι, το 1975. Το 2021 οι στάχτες της μεταφέρθηκαν στο παρισινό μαυσωλείο «Πάνθεον» όπου η Ζοζεφίν αναπαύεται ανάμεσα στον φιλόσοφο Βολταίρο και στον μαθηματικό Λαζάρ Καρνό.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
8 notes · View notes
loulouditouheimona · 6 months
Text
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
15 notes · View notes
alatismeni-theitsa · 2 years
Note
Do you have any recommendations for female Greek poets that have been translated into English? Whenever I search, I always get results about ancient texts, and I like those too but I also want to know what modern Greek women are writing
Tumblr media
I found some that are quite famous in the poetry sphere of Greece today, with great poems, many sales, and many awards. I couldn't possibly cover them all but I think it would be interesting for you to search about the lives of the ones mentioned below and what type of poetry they wrote:
Kiki Dimoula (Κική Δημουλά)
Maria Polydouri (Μαρία Πολυδούρη)
Zoe Karelli (Ζωή Καρέλλη)
Myrtiotissa (Θεώνη Δρακοπούλου / Μυρτιώτισσα , pseudonym)
Katerina Aggelaki-Rouk (Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)
Katerina (Kiki) Gogou (Κατερίνα (Κική) Γώγου)
Maria Laina (Μαρία Λαϊνά)
I want to leave two poems down below, the first by Kiki Gogou, and the second by Maria Laina. (In my experience, direct translation from Google will show you more than me trying to translate it well in English, But I can also help you with the meaning, if you like!)
«Εμένα οι φίλοι μου» - Κική Γώγου
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς. Κάνουν ό,τι λάχει. Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος επαγγελματίες επαναστάτες παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα στις ταράτσες παλιών σπιτιών Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες απειλητικές σιωπές κολπίτιδες ερωτεύονται ομοφυλόφιλους τριχομονάδες καθυστέρηση το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει. Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει. Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου.
And here it is, melodized, and one of the singers is Sokratis Malamas.
youtube
«Δ΄ Θριαμβικό» - Μαρία Λαϊνά
Αν κάποτε πεθάνω,
μην ακούσεις ποτέ πως τάχα «κείμαι ενθάδε»:
εσύ θα με 'βρεις στην αναπνοή του αγέρα
στο φευγαλέο, παιδικό χαμόγελο.
Αν κάποτε πεθάνω,
μη διαβάσεις ποτέ το όνομά μου σε πέτρα:
εσύ θα ξέρεις να μ' ακούσεις στον αχό της άνοιξης
και στην επιμονή του ήχου της βροχής.
Αν κάποτε πεθάνω,
μην πιστέψεις ποτέ πως η αγάπη μου τελείωσε:
σκέψου πως θα σε περιμένει,
σ' άλλες αισθήσεις περιγράφοντας την ομορφιά σου.
Here are three of my sources for the names. You can also translate things from here, and I can help you if you have trouble finding info about a certain poet. I think I'd overwhelm you by leaving huge paragraphs about their lives here. But most are worth searching!
53 notes · View notes
rulinarulina · 6 days
Text
“K and The Travelling Doll” – Ομάδα Sunny & Blue – 2η σεζόν στο Red Jasper Cabaret Theatre
Το υπαρξιακό καμπαρέ ‘Κ and the travelling doll’ επιστρέφει ανανεωμένο τον Οκτώβριο στο Red Jasper Cabaret Theatre από την ομάδα Sunny&Blue (Γρ��γορία Μεθενίτη, Αντώνης Αντωνιάδης). Το καλοκαίρι πέρασε και η αγαπημένη μας κούκλα ανυπομονεί να σας συναντήσει και να σας πει τις περιπέτειές της. Λίγα λόγια για την παράσταση: Σε ένα από τα ταξίδια του ο Κάφκα συναντά ένα ταραγμένο κοριτσάκι. -Προς τί…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
mikrofwno · 8 months
Text
SHOW WHAΤ… με τον ΠΑΝΟ ΜΟΥΖΟΥΡΑΚΗ: Ένα λαϊκό, φουτουριστικό, καμπαρέ για τις αλήθειες μας
Ένα τραπέζι. Τέσσερεις άνθρωποι. Άπειρες ιδέες. Το Show που έκανε τεράστια επιτυχία… στο μυαλό μας, τώρα για πρώτη φορά και στην Ελλάδα! Ο Πάνος Μουζουράκης ανοίγει τις πόρτες του VOX και μαζί με τον Λευτέρη Ελευθερίου τον Στράτο Λύκο και την Ηλιάνα Γαϊτάνη αλλάζουν τις Παρασκευές σας. SHOW WHAT… Ένα Show για περιορισμένο αριθμό ευφυίας και απεριόριστο φάσμα φαντασίας. Προσοχή: Το show μπορεί…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
Text
Το κίνημα του Ντανταϊσμού – Το «τίποτα» έγινε ρεύμα
Ο Ντανταϊσμός αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, στις αρχές του 20ου αιώνα. «Γεννήθηκε» στις 8 Φεβρουαρίου του 1916 στο Καμπαρέ Voltaire της Ζυρίχης, με πρωτεργάτη τον Ρουμάνο ποιητή Τριστιάν Τζαρά, και γρήγορα εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις (Κολονία, Βερολίνο, Ανόβερο, Παρίσι, Νέα Υόρκη). Το Ντανταϊστικό Μανιφέστο εκδόθηκε…
View On WordPress
0 notes
Text
Το κίνημα του Ντανταϊσμού – Το «τίποτα» έγινε ρεύμα
Ο Ντανταϊσμός αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, στις αρχές του 20ου αιώνα. «Γεννήθηκε» στις 8 Φεβρουαρίου του 1916 στο Καμπαρέ Voltaire της Ζυρίχης, με πρωτεργάτη τον Ρουμάνο ποιητή Τριστιάν Τζαρά, και γρήγορα εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις (Κολονία, Βερολίνο, Ανόβερο, Παρίσι, Νέα Υόρκη). Το Ντανταϊστικό Μανιφέστο εκδόθηκε…
View On WordPress
0 notes
greekblogs · 1 year
Text
Το κίνημα του Ντανταϊσμού – Το «τίποτα» έγινε ρεύμα
Ο Ντανταϊσμός αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, στις αρχές του 20ου αιώνα. «Γεννήθηκε» στις 8 Φεβρουαρίου του 1916 στο Καμπαρέ Voltaire της Ζυρίχης, με πρωτεργάτη τον Ρουμάνο ποιητή Τριστιάν Τζαρά, και γρήγορα εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις (Κολονία, Βερολίνο, Ανόβερο, Παρίσι, Νέα Υόρκη). Το Ντανταϊστικό Μανιφέστο εκδόθηκε…
View On WordPress
0 notes
Text
Το κίνημα του Ντανταϊσμού – Το «τίποτα» έγινε ρεύμα
Ο Ντανταϊσμός αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, στις αρχές του 20ου αιώνα. «Γεννήθηκε» στις 8 Φεβρουαρίου του 1916 στο Καμπαρέ Voltaire της Ζυρίχης, με πρωτεργάτη τον Ρουμάνο ποιητή Τριστιάν Τζαρά, και γρήγορα εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις (Κολονία, Βερολίνο, Ανόβερο, Παρίσι, Νέα Υόρκη). Το Ντανταϊστικό Μανιφέστο εκδόθηκε…
View On WordPress
0 notes
Text
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Σεραφίτα Γρηγοριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στη Δραματική σχολή του Κ.Θ.Β.Ε και στη Δραματική σχολή του Θεάτρου Εμπρός.
Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με το Μ. Μαρμαρινό στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου με το Θ. Μουμουλίδη στις παραστάσεις Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Γαλάζιο Πουλί, Ο Αρχοντοχωριάτης, Ορέστη του Γ. Ρίτσου. Με το Εθνικό Θέατρο και το Σ. Λιβαθινό στη Μήδεια του Ευριπίδη. Με την Πειραματική  Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στην Σονάτα Του Κρόιτσερ του Λ.Τολστόι και με το Αμφιθέατρο του Σ. Ευαγγελάτου στην Εκδικηση του Τ. Κυντ σε σκηνοθεσία Κ.Ευαγγελάτου. Με το Κέντρο Αρχαίου Δράματος των Δελφών στην παράσταση Φαίδρα Άλκηστη σε σκηνοθεσία Ε. Πέγκα. Με το Εθνικό Θέατρο στις παραστάσεις Βόλφγκανγκ σε σκηνοθεσία Κ.Ευαγγελάτου και στην παράσταση Ένας Στρατιώτης Που Τον Έλεγαν Λαβ, της Ε. Μποζά. Με την Κ.Ευαγγελάτου συνεργάστηκε στο 1984 του Τζ.Όργουελ. Με τη Ρούλα Πατεράκη στο Πεθαίνω σαν χώρα του Δ.Δημητριαδη. Με την Έλλη Παπακωνσταντίνου στην παράσταση Ίχνη της Αντιγόνης. Με την Ε.Μποζά στους Φιλέλληνες της Μ.Κρανάκη.
Το 2023 συμμετείχε στη σειρά του ΑΝΤ1+ Είμαι η Τζο, σε σκηνοθεσία Κ.Πιλάβιου.
Έχει πάρει μέρος στις ταινίες μεγάλου μήκους Σπιρτόκουτο του Γ. Οικονομίδη, Dos του Σ. Αθανασίου, Adults in the room του Κ.Γαβρά, και εχει πρωταγωνιστήσει στις ταινίες Ιστορία 52 του Α. Αλεξίου και Αλφα του Σ. Αθανασίου. Εχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες μικρού μήκους όπως Αριστερά-Δεξιά των Γερμανίδη-Ράπτη, Ευαίσθητα Σημεία του Α. Παπαδημητρόπουλου, Sequence Error του Γ. Δρίβα κ.α.
Το 2016 επιλέχθηκε από την διάσημη περφόρμερ  Μαρίνα Αμπράμοβιτς για να παρουσιάσει στην έκθεση As One στο Μουσείο Μπενάκη την παράσταση Το τραγούδι που δεν τελειώνει.
Συνεργάστηκε με τους Βραζιλιάνους περφόρμερς Rafael Abdala και Jessica Goes στo Καμπαρέ Βολταίρ της Ζυρίχης και τον Ιούνιο του 2017 φιλοξενήθηκε με τους καλλιτέχνες Σ. Αθανασίου και Σ. Γασπαράτο στο Watermill Center του Robert Wilson στη Νέα Υόρκη σαν Artists In Residence για τη δουλειά τους Woman watches herself being looked at που παρουσιάστηκε μετά στο μουσείο Μπενάκη.
Έχει εκδώσει το θεατρικό έργο Another Spring από τον Ανατολικό και ποιήματα της έχουν φιλοξενηθεί στην ανθολογία ποίησης για το 2018 του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Από το Μάρτιο του 2020 διδάσκει υποκριτική στη σχολή liminal σε καλλιτέχνες με αναπηρία.
0 notes
justforbooks · 1 year
Text
Tumblr media
Σταύρος Πετσόπουλος: «Στην Ελλάδα γράφουμε περισσότερο και λιγότερο διαβάζουμε»
Γεννήθηκα το 1954 στην Αθήνα. Στην αρχή μέναμε στην περιοχή των Πατησίων, αλλά γρήγορα μετακομίσαμε στο Κάτω Παγκράτι, δίπλα στο Καλλιμάρμαρο. Ήταν όμορφα εκείνα τα χρόνια, αθώα και κάπως ανέμελα. Πάντοτε ήθελα να είμαι παιδί του κέντρου. Αγαπούσα πολύ (εξακολουθώ ακόμη) τα θερινά σινεμά, τα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι αλλά και τα τρόλεϊ, τα οποία προτιμούσα απ’ τα λεωφορεία. Μου άρεσαν περισσότερο διότι κατά κάποιο περίεργο τρόπο περιείχαν πάντοτε το στοιχείο της έκπληξης και του αιφνιδιασμού, π.χ. μια μέρα στη θέση του εισπράκτορα καθόταν ο αείμνηστος ηθοποιός Νίκος Σταυρίδης ή, άλλες φορές, συνεπιβάτισσά μου ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου, η οποία πήγαινε συχνά στο Παγκράτι.
• Οι γονείς μου κατάγονταν και οι δύο από την Κωνσταντινούπολη, αλλά γνωρίστηκαν στην Ελλάδα, την περίοδο της Κατοχής. Ο παππούς μου, από την πλευρά της μητέρας του, ο Πραξιτέλης, ήταν ένας κοσμοπολίτης και αυτοδημιούργητος έμπορος υφασμάτων. Μικρός δούλευε σ’ ένα φημισμένο κατάστημα στη Μεγάλη Οδό του Πέραν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν αυτός που πήρε τα μέτρα, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, για το πρώτο φράγκικο κοστούμι που παρήγγειλε ο διαβόητος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Αβδούλ Χαμίτ. Ο άλλος μου παππούς, ο Δημητρός, ήταν δάσκαλος ελληνικών στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και αργότερα στη Ροβέρτειο Σχολή στην Πόλη, αντιφαναριώτης, δημοτικιστής και στενός φίλος του Ψυχάρη και του Ελισσαίου Γιαννίδη.
• Ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου, ο Γιάνης Πετσόπουλος, ίδρυσε τον «Ριζοσπάστη» το 1917. Ήταν ιδρυτικό μέλος του ΣΕΚΕ, αλλά το 1922 διεγράφη από τον Γιάννη Κορδάτο και το κόμμα ως «αλλοπρόσαλλο κράμα υπερ-κομμουνισμού, κεντρισμού και σοβινισμού». Μάλιστα, σε ένα γράμμα του προς το κόμμα ο Κορδάτος σημείωνε ότι «ο σύντροφος Πετσόπουλος δεν μπορούσε να ελέγξει τα πάθη του». Δεν σας κρύβω ότι αυτή η φράση μου άρεσε πολύ και έγινε το βασικό μότο της οικογένειας μας. Είναι ένας τίτλος τιμής που μας ακολουθεί ως και σήμερα. Ο πατέρας μου, Αντώνης, σπούδασε πολιτικός μηχανικός και ακολούθησε τον αδελφό του στη Γερμανία. Όλα τα χρόνια την περίοδο της Βαϊμάρης έζησε εκεί, ερωτεύτηκε και μια Εβραία χορεύτρια που εργαζόταν σε ένα καμπαρέ και την παντρεύτηκε. Στην αρχή ήρθαν μαζί στην Ελλάδα, αλλά στη συνέχεια εκείνη έφυγε ξανά για τη Γερμανία. Έπειτα, γύρω στο 1938-39 γύρισε πάλι στην Ελλάδα, όταν ήρθε αντιμέτωπη με τους ναζί. Τότε δεν είχαν ακόμη χωρίσει με τον πατέρα μου και την έσωζε ένας νόμος του Γκέμπελς για τους μεικτούς γάμους, που την προστάτευσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έτσι, παρόλο που αργότερα ο πατέρας μου, στη διάρκεια της Κατοχής, ερωτεύτηκε τη μητέρα μου, δεν μπορούσε να την παντρευτεί επειδή δεν είχε βγει το διαζύγιο. Τελικά, επειδή ο πατέρας μου δεν ήθελε να αφήσει έκθετη την Γκέρτα, συναποφάσισαν με τη μητέρα μου, τη Φωφώ, να λαδώσουν τους υπαλλήλους στη δημαρχία. Έτσι, στη διάρκεια ενός πρωινού, εννέα με εννέα και μισή ο πατέρας μου έβγαλε διαζύγιο και στις εννιά και μισή με δέκα πάντρεψε την Γκέρτα με έναν φίλο του ‒ έδωσαν σε έναν παπά μερικές χρυσές λίρες για να τελέσει το μυστήριο. Μάρτυρες στον γάμο ήταν οι γονείς μου, δηλαδή ο απερχόμενος σύζυγος και η μέλλουσα γυναίκα του. Όλο αυτό ήταν μια ιδέα της μητέρας μου.
• Λίγο μετά, που ο Γιάνης, ο αδελφός του πατέρα μου, διαγράφηκε για δεύτερη φορά από το Κόμμα και τον Νίκο Ζαχαριάδη, γιατί διαφώνησε με τη Συνθήκη της Βάρκιζας, κάλεσαν όλη την οικογένεια για να τον αποκηρύξουμε. Ο πατέρας, αν και συντ��ρητικός, όρμησε προς τον αξιωματικό υπηρεσίας και, πιάνοντάς τον από τον λαιμό, του είπε: «Τι λες, ρε χαλέ, που θα μου πεις να αποκηρύξω τον αδελφό μου και δεύτερο πατέρα μου;» Η μητέρα μου, η οποία δεν εργαζόταν, μου διάβαζε από πολύ μικρή ηλικία τις ιστορίες του Τεν Τεν στα γαλλικά και ήδη στα τέσσερά μου χρόνια ήμουν δίγλωσσος. Και με τη γνώση των Γαλλικών γρήγορα πέρασα στο προχωρημένο τμήμα των Αγγλικών στο σχολείο. Η άμεση επαφή με τα βιβλία σε τρεις γλώσσες ήταν το καλύτερο πανεπιστήμιο. Ήμουν στο Κολέγιο Αθηνών και κάναμε Άμλετ στη Β’ Γυμνασίου και στην Ε’ Γυμνασίου Βασιλιά Λιρ. Εκεί άλλωστε ήταν και η πρώτη μου εκδοτική δραστηριότητα: τύπωνα το περιοδικό του σχολείου, μαθαίνοντας την τέχνη της αποτύπωσης του γραπτού λόγου και των εικόνων σε χαρτί αλλά και εκδίδοντας παράνομες προκηρύξεις στον πολύγραφο της σχολικής εφημερίδας.
• Από τους γονείς μου διατηρώ πολλές καλές αναμνήσεις. Επειδή εμένα και τον αδελφό μου οι γονείς μας μάς έκαναν σε μεγάλη ηλικία, ήταν ήδη χορτάτοι και πλήρεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας έχουν εμπιστοσύνη και να μας δίνουν απεριόριστη ελευθερία κινήσεων. Προέρχομαι από μια αστική οικογένεια, η οποία µου προσέφερε παιδεία, όμως έχασε πολύ νωρίς τα χρήµατά της, με αποτέλεσμα να χρειαστεί από μικρός να δουλέψω. Λίγοι γνωρίζουν επίσης ότι έχω βάλει τους γονείς μου σε δύο εξώφυλλα βιβλίων των εκδόσεων Άγρα. Η μητέρα μου, φωτογραφημένη από τη Nelly’s, βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου του Γιόζεφ Ροτ, Θρίαμβος της ομορφιάς - Η προτομή του αυτοκράτορα, μια κυνική ιστορία για τον έρωτα και την απιστία. Ο πατέρας μου είναι στο εξώφυλλο του αστυνομικού μυθιστορήματος του Γιάννη Μαρή Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν.
• Στο σχολείο έκανα αρκετές κοπάνες. Στην εφηβεία και στα χρόνια του λυκείου, όταν δεν έμενα στο σπίτι, μου άρεσε να πηγαίνω το πρωί, οκτώ με δέκα, στο Α’ Νεκροταφείο και να διαβάζω Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη, Εμπειρίκο. Το νεκροταφείο ήταν ένα ασφαλές μέρος, δεν σε έπιαναν στην κοπάνα. Μετά, στις δέκα η ώρα, αν δεν είχα κανονίσει να πάμε με παρέα στη θάλασσα ή αλλού, πήγαινα σινεμά στο Ρεξ ή στο Ιντεάλ όπου έπαιζαν δύο ταινίες με ένα εισιτήριο, δηλαδή ένα τριτοκλασάτο γουέστερν ή κουνγκ φου και μετά ένα πορνό. Χρειάστηκε πολλές φορές να κάνω διάφορες δουλειές, γι’ αυτό έχω υπάρξει και γυμνό μοντέλο στην Καλών Τεχνών αλλά και σε ιδιωτικά φροντιστήρια. Έχω κάνει και τον κομπάρσο σε διάφορες ταινίες, εκ των οποίων η μία ήταν πορνό. Θυμάμαι ότι ήμουν 17 χρονών και ο δικός μου ρόλος απαιτούσε να χορεύω σε μια αθώα σκηνή που εκτυλισσόταν σε ένα πάρτι σε μια βίλα των οργίων. 
• Γράφτηκα στο Οικονομικό της Νομικής επειδή χρειαζόμουν την αναβολή από τον στρατό. Ποτέ, ωστόσο, δεν με ενδιέφερε η Στατιστική, οι οικονομικές θεωρίες του Πολ Σάμιουελσον για τα λαχανάκια Βρυξελλών, ούτε και οι μαθηματικές μέθοδοι. Στην ουσία σπούδασα Θεατρολογία, στο πρώτο τμήμα που άνοιξε το 1976 από τον οργανισμό του Λαϊκού Πειραματικού Θέατρου. Είχα την τύχη να έχω περιπτώσεις φωτισμένων δασκάλων όπως ο Δημήτρης Σπάθης, η Ελένη Βαρόπουλου, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Πέτρος Μάρκαρης και άλλοι. Το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο ήταν από τα καλύτερα σχήματα που φτιάχτηκαν στη Μεταπολίτευση.
• Την περίοδο της δικτατορίας σύχναζα στο εκδοτικό βιβλιοπωλείο του Κέδρου, στη γωνία της στοάς Πανεπιστημίου - Χαριλάου Τρικούπη, ένα βιβλιοφιλικό μέρος που καθόρισε τα πρώτα μετασχολικά χρόνια, τον τρόπο σκέψης μου, τις απόψεις και τα γούστα μου στη λογοτεχνία, στην τέχνη και στην πολιτική. Τότε μεσουρανούσε στις χουντικές κυβερνήσεις ο γνωστός θεωρητικός της Γεώργιος Γεωργαλάς, χάρη στον οποίο έμαθα να «διαβάζω» με διαφορετικό τρόπο τα κείμενα. Ουσιαστικά, ό,τι αυτός κατέκρινε, έσπευδα να το αναζητήσω. Ήταν ο άνθρωπος που με έκανε αριστερό. Σε μένα, ως αναγνώστη, αναποδογύρισε η προπαγάνδα του και μου έμεινε το χούι να διαβάζω λοξά ή ανάποδα τα πράγματα. Θυμάμαι, μια μέρα ζήτησα να διαβάσω τα ταξίδια του Καζαντζάκη στη «Ρουσία» και στην Κίνα, αλλά επειδή δεν τα είχαν πρόχειρα, μου έδωσαν τον Εικοστό Αιώνα της Αξιώτη και αργότερα τους Κεκαρμένους του Κάσδαγλη. Εκεί γνώρισα τη μυθική εκδότρια Νανά Καλλιανέση αλλά και μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως ο Βάρναλης και ο Τσίρκας. Όμως, ο πνευματικός μου πατέρας θεωρώ ότι είναι ο Φίλιππος Βλάχος των εκδόσεων Κείμενα. Για μένα υπήρξε ένα τεράστιο και πολύτιμο σχολείο το ότι βρισκόμουν στο ατελιέ των εκδόσεών του. Εκεί γνώρισα τον Κακναβάτο, τον Δάλλα, τον Γονατά, τον Γκανά και, φυσικά, μυήθηκα στην τέχνη της τυπογραφίας και στην αγάπη για την κατασκευή του βιβλίου. Εκεί συνειδητοποίησα ότι η αισθητική ενός βιβλίου είναι και θέμα πολιτικό.
• Η ιστορία των εκδόσεων Άγρα ξεκινά τον Ιούνιο του 1979, όταν κυκλοφορήσαμε το πρώτο μας βιβλίο, την ποιητική συλλογή του Διονύση Καψάλη Με μια τρελή σοδειά, με εξώφυλλο του ζωγράφου Γιώργου Χατζημιχάλη. Έκτοτε, έχουμε εκδώσει 1.630 βιβλία, καλύπτοντας μια ευρεία γκάμα σε πεζογραφία, ποίηση, δοκίμια, αστυνομικά, φωτογραφικά και καλλιτεχνικά λευκώματα, παιδικά, αρχαία ελληνική και βυζαντινή γραμματολογία. Όλα αυτά τα χρόνια είμαστε συνυφασμένοι με συγγραφείς όπως ο Α. Εµπειρίκος, ο Καββαδίας, ο Πεντζίκης, ο Καψάλης, ο Μπουκάλας, ο Θωμάς Κοροβίνης αλλά και διεθνείς όπως ο Γιόζεφ Ροτ, η Ε. Στράουτ, ο Ζέµπαλντ, ο Ταµπούκι, ο Τάρικ Άλι, ο Ελρόι, ο Στέφαν Τσβάιχ, ο Τάιµπο, ο Σιµενόν και, φυσικά, ο Ίρβιν Γιάλοµ.
• Όσον προς το ποια βιβλία ξεχωρίσω από το σύνολο της δουλειάς που έχουμε κάνει στην Άγρα, προτιμώ να μιλήσω για τρεις σταθμούς: τη γιγαντιαία εργασία έκδοσης του Μεγάλου Ανατολικού του Ανδρέα Εμπειρίκου, του μεγαλύτερου μυθιστορήματος της ελληνικής γλώσσας, σε στενή συνεργασία με τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη και τον Λεωνίδα Εμπειρίκο. Επίσης, τη δουλειά μας πάνω στη Σοά και στην Εβραϊκή Συνθήκη που ξεκίνησε το 1997 με τον Πρίμο Λέβι και το Αν αυτό είναι ο άνθρωπος ‒ ακολούθησαν πολυάριθμες εκδόσεις Εβραίων συγγραφέων και στοχαστών. Τέλος, σημαντική θεωρώ και τη δουλειά μας για το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο στις αρχές του 1983-84 το βάλαμε ξανά στα βιβλιοπωλεία ‒ως τότε ήταν στα περίπτερα‒, δίνοντας στο είδος τα λογοτεχνικά εύσημα που του αναλογούν.
• Θεωρώ επιτυχία ότι μπορέσαμε να εκδώσουμε στην Άγρα μόνο τα βιβλία που επιθυμούσαμε. Αλλά και ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να λογοδοτήσω σε κανένα διοικητικό συμβούλιο για τις πωλήσεις. Όπως και το ότι έχουμε το δικό μας ύφος, που μας διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους. Για μένα επιτυχία είναι να μπορείς να ανακαλύψεις την αισθητική που ταιριάζει στον αναγνωστικό και λογοτεχνικό σου κόσμο. Από την εισαγωγή, το επίμετρο, τις γραμματοσειρές και τα σχόλια μέχρι την επικεφαλίδα ή την υποσημείωση, την εικονογράφηση και την επιλογή των τίτλων, όλα είναι θέμα ερμηνείας στον εκδοτικό τοπίο. Από τα χειρόγραφα μέχρι το τυπογραφείο η σύλληψη όλη υπήρχε και υπάρχει μέσα στις σκέψεις μου, από την αρχή έως το τέλος. Η προσήλωση στο πολυτονικό και η ομορφιά της τυπωμένης γλώσσας με τις δασείες και τις βαρείες της δεν είναι για μας μια ιδεοληψία και δεν έχουμε καμιά εμμονή γενίκευσης. Απλώς μας ταιριάζει για πολλούς και ποικίλους λόγους. Δεν κάνουμε μανιφέστο.
• Η εκδοτική δουλειά ένα πολύ σύνθετο πράγμα και είμαι πολύ τυχερός που βρέθηκαν στο διάβα μου εμβληματικές προσωπικότητες που με εμπιστεύθηκαν με ωραία και σημαντικά κείμενα. Ως οίκος έχουμε ζήσει απογοητεύσεις, πικρίες και δύσκολες περιόδους στην πολυετή διαδρομή μας, αλλά υπήρξαν γεγονότα-σταθμοί που είχαμε έμπνευση και καλές ιδέες που μας ξελάσπωσαν σε δύσκολες στιγμές. Όταν, για παράδειγμα, οι εκδοτικοί οίκοι αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ήμασταν πρωτοπόροι και διοργανώσαμε τα θερινά μπαζάρ με εκπτώσεις στα βιβλία που ξεκινούσαν από 50% αλλά και ειδικές προσφορές, πολλά δώρα σε αφίσες, σελιδοδείκτες και φυλλάδια. Κάπως έτσι, η κρίση ήταν και μια αφορμή για να ανακαλύψουμε μικρές ή μεγάλες χρηστικές λύσεις.
• Στις μέρες μας έχει αλλάξει κατά πολύ η ταχύτητα κυκλοφορίας βιβλίων. Δυστυχώς, στο σινάφι μας επικρατεί ένας ακατανόητος ανταγωνισμός που δεν τον συναντούσες παλιότερα. Δίνουν έναν περιθώριο τριών μηνών ως χρόνο δοκιμασίας των βιβλίων λες και μιλάμε για γιαούρτια τα οποία έχουν ημερομηνία λήξη��. Επιπλέον, με ενοχλούν οι ποδοσφαιρικού τύπου μεταγραφές συγγραφέων όπως και το ότι απουσιάζει αισθητά ο συναδελφικός κώδικας τιμής. Ποιος έχει αντίρρηση ότι εκδίδεται σήμερα ένας μεγάλος όγκος βιβλίων με αποτέλεσμα να καταλαμβάνουν πολλές φορές τη θέση εξαιρετικών βιβλίων;
• Είναι αλήθεια ότι στη χώρα μας γράφουμε περισσότερο και λιγότερο διαβάζουμε. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, διότι όλοι έχουν ευαισθησίες που θέλουν να εκφράσουν. Το ζήτημα δεν είναι πόσο διαβάζουμε αλλά τι διαβάζουμε και πώς τα επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μας. Κάποτε στις παραλίες της Αστυπάλαιας οι μισοί κρατούσαν βιβλία της Άγρας, σήμερα στην καλύτερη να βρεις δυο-τρεις. Δεν λέω ότι δεν σημειώνουμε κι εμείς σημαντικές εκδοτικές επιτυχίες, αλλά συνήθως, στη λίστα των ευπώλητων, υπερτερούν οι λογοτεχνικές εκδόσεις που γίνονται με εμπορικά κριτήρια. Όμως, αυτό είναι ένα παιχνίδι αριθμών κι εγώ αρνούμαι να υποκύψω σε αυτό. Αξίζει να επισημάνουμε ότι όταν οργανώνουμε τα μπαζάρ μας παρατηρώ και κατασκοπεύω τις αναγνωστικές επιλογές των ανθρώπων που έρχονται, ειδικά των νέων, και συνειδητοποιώ ότι πουλάμε περισσότερο τα βιβλία που μας έχουν επιστρέψει τα βιβλιοπωλεία ως μη ευπώλητα. Επιπλέον, είμαι πολύ επιφυλακτικός ως προς την τάση που αναπτύσσεται τελευταία μέσα από τις βιβλιοφιλικές κοινότητες στα social media. Δεν θεωρώ ότι είναι ένας χαλαρός και διαδραστικός τρόπος για να μιλήσεις για τα συναισθήματα που σου προκαλεί ένα βιβλίο, συχνά πρόκειται για μονοδιάστατους διαλόγους εντυπώσεων.
• Ευτύχησα στη ζωή μου να δημιουργήσω ισχυρές φιλίες με πολλούς από τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που εκδίδουμε και να μου έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη πολλές στιγμές. Για παράδειγμα, το ταξίδι μου το 2011 στη νότια Γαλλία στο εξοχικό του Ίρβιν Γιάλομ. Το πρωί παίξαμε πινγκ - πονγκ και τον κέρδισα. Το ίδιο βράδυ ήρθε με σκεπτικό ύφος να μου προτείνει να παίξουμε μια παρτίδα σκάκι, όπου με ξεπέταξε σε λίγα δευτερόλεπτα, αφού οι γνώσεις του ήταν σε επίπεδα πρωταθλητισμού. Αυτό, όμως, σκιαγραφούσε την οικειότητα που είχαμε αναπτύξει αλλά και το ανταγωνιστικό του πνεύμα. Από τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II θυμάμαι καταρχάς ότι έχω «συνάψει» το καλύτερο συμβόλαιο μαζί του, όταν πίνοντας αυτός μια κόκα κόλα κι εγώ μια μπίρα σε ξενοδοχείο της Αθήνας μού πρότεινε να αναλάβω όλα τα μυθοπλαστικά του έργα στην Ελλάδα με αντίτιμο ένα ευρώ. Επίσης, ήθελε πάντα να του δίνουμε όλα τα χρήματα σε μετρητά και όχι να κάνουμε κατάθεση στην τράπεζα. Μια φορά, μάλιστα, που είχε έρθει στην Ελλάδα του δώσαμε ένα σεβαστό ποσό. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι όταν τα πήρε, τα τύλιξε με λαστιχάκι και τα έκανε μασούρι. Στο εσωτερικό του δερμάτινου μπουφάν είχε διάφορα παρόμοια ποσά που είχε λάβει από τους εκδοτικούς οίκους άλλων χωρών. Δεν εμπιστευόταν τις μεξικάνικες τράπεζες. Είναι σαν να βγαίνει από τον κόσμο των βιβλίων του.
• Ξεχωριστό κεφάλαιο της ζωής μου ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος, πριν ακόμη τον εκδώσω. Στην ηλικία των 18 ετών βρέθηκα στο σπίτι του, λόγω μιας εργασίας που είχα γράψει στο περιοδικό του σχολείου για τον σουρεαλισμό στον κινηματογράφο. Ξεπροβοδίζοντάς με, σφίγγοντας επί ώρα το χέρι μου, όπως το συνήθιζε –αφιερωνόταν ολόκληρος για 3-4 λεπτά με συγκίνηση στην πράξη του χαιρετισμού–, μου πρόσφερε τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία στην πρώτη έκδοση του Δίφρου, του 1960. Έγραψε στην αφιέρωση «Στον κύριο Σ.Π.» και ήμουν μόλις 18. Αργότερα, μόλις έγινα εκδότης, το 1980, η χήρα του, Βιβίκα, και ο γιος του, Λεωνίδας, εμπιστεύτηκαν στη νεοσύστατη Άγρα τα Γραπτά, την Υψικάμινο και την Ενδοχώρα. Ένα Σάββατο μεσημέρι παρέλαβα από τον βιβλιοδέτη τα πρώτα αντίτυπα των Γραπτών. Το βιβλίο που μου είχε αλλάξει τη ζωή είχε περάσει από τα χέρια μου, είχα την ευθύνη του και του είχαμε δώσει με τους συνεργάτες μου εκδοτική μορφή.
• Δεν πρόκειται, φυσικά, να ξεχάσω ποτέ και μία από τις αλησμόνητες βραδιές της ζωής μου σχετική με τον υπερρεαλιστή ποιητή. Ήταν το 1975 όταν πήγαμε στο σπίτι του στη Νεοφύτου Βάμβα, στο Κολωνάκι, μαζί με τον Γιώργο Χατζημιχάλη, τον Κυριάκο Κατζουράκη και τη Χρύσα Βουδούρογλου, και τον παρακαλέσαμε να μας διαβάσει. Η σύζυγός του μας είχε πει ότι επειδή ήταν κουρασμένος θα μας διάβαζε μόνο για μία ώρα. Άλλωστε είχε αρρωστήσει ήδη από καρκίνο του πνεύμονα. Μας διάβασε αδιαλείπτως ως τις έξι το πρωί, από τις εννιά το βράδυ. Ο ίδιος βρισκόταν σε μια ασύγκριτη υπερδιέγερση. Έπεφταν τα μαλλιά του στα μάτια του, του έφευγαν τα γυαλιά του κι εκείνος, με ακόρεστο ενδιαφέρον, μας ρωτούσε λεπτομέρειες για την καθημερινότητά μας. Επειδή ήταν απομονωμένος στο σπίτι εξαιτίας της ασθένειας και της κατάθλιψης, αγωνιούσε να μάθει τι συνέβαινε στον κόσμο των νέων, ποιες ήταν οι προσδοκίες αλλά και ποιες σκέψεις μας απασχολούσαν. Όταν έφυγα, είχε ξημερώσει ήδη. Άργησα πολύ να επιστρέψω στο σπίτι μου επειδή ήμουν σε τρομερή υπερένταση.
• Παραμένω ενεργός και σκεπτόμενος πολίτης, χωρίς να είμαι ενταγμένος σε κάποιο κόμμα. Πάντοτε επιλέγω να εκφράζω τις πολιτικές μου θέσεις με έναν αντισυμβατικό και λοξό τρόπο. Για παράδειγμα, όταν η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, το διάστημα 2012-2013, έκοβε το ρεύμα σε χιλιάδες νοικοκυριά για απλήρωτα χρέη στην εφορία και πέθαναν άνθρωποι που χρειάζονταν μηχανική υποστήριξη, παιδιά έκαναν τα μαθήματά τους με κεριά και οι άστεγοι γέμιζαν τους δρόμους της Αθήνας, επέλεξα να μην κυκλοφορήσω άλλο ένα βιβλίο για την κρίση αλλά να εκδώσω ένα αιρετικό κείμενο της Αναγέννησης, τον Λόγο περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου του Πίκο ντέλλα Μιράντολα. Αυτό ήταν το δικό μας κοινωνικό σχόλιο.
• Στη χώρα μας σήμερα κινδυνεύουμε να μείνουμε χωρίς αξιωματική αντιπολίτευση. Σαν να έχουμε τον διπρόσωπο Ιανό, από τη μία η κυβέρνηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και από την άλλη ο Στέφανος Κασσελάκης. Είναι βαθιά τραυματικό για την ελληνική κοινωνία και τη δημοκρατία μας. Φοβάμαι πολύ την αποπολιτικοποίηση που αρχίζει να κυριαρχεί κι αυτή η τάση είχε ως αφετηρία τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, όταν ο Τσίπρας ροκάνιzε τη σκέψη μιας ολόκληρης ιστορικής αριστερής ιδεολογίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη μια βλέπουμε την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να φιλοξενεί στους κόλπους της μερικούς ακροδεξιούς και από την άλλη μια δήθεν αριστερά, η οποία επιθυμεί να έρθει πάλι στην εξουσία με διάττοντες αστέρες. Ο Στέφανος Κασσελάκης ήρθε και απέκτησε «μπιρ παρά» ένα κόμμα σε βαθιά κρίση, με όρους επιχειρηματικούς, χωρίς καν να ανήκει σε αυτό. Η φτιασιδωμένη και καλογυμνασμένη εικόνα του δεν συμβαδίζει όμως με ιερούς τόπους όπως η Μακρόνησος. Κάποια μέρη δεν τα αγγίζεις και δεν τα μετατρέπεις όλα σε lifestyle σκηνικά για λόγους κομματικού συμφέροντος. Η πολιτική δεν είναι σκυλάκια, σορτσάκια, μπλουζάκια, Ιnstagram και lifestyle.  
• Πάντως, γενικά στην κοινωνία μας κινούμαστε με όρους lifestyle. Αναρωτιόμαστε συχνά αν διαβάζουν οι Έλληνες ή όχι. Αναλογιστείτε πόσο χρόνο αφιερώνουν οι συμπολίτες μας διαβάζοντας ατελείωτες αναρτήσεις ‒ αμέτρητες ώρες. Ξοδεύουν πολύτιμο χρόνο για να δουν τι έγραψε ο ένας ή ο άλλος, να σχολιάσουν και να απαντήσουν, λέγοντας την άποψή τους επί ��αντός επιστητού. Μοναδικός στόχος το σχόλιό τους να παράγει δεκάδες «μετασχόλια» από άλλους χρήστες. Δεν είναι πάντοτε αρνητικό αυτό, αλλά μην γκρινιάζουμε ότι δεν έχουμε χρόνο για ανάγνωση βιβλίων. Επίσης, είναι εντυπωσιακό το ότι στο διαδίκτυο κυριαρχεί ένας χαφιεδισμός. Νιώθω ότι στα social media οι χιλιάδες χρήστες κρύβουν μέσα τους έναν μικρό χαφιέ που σπεύδει να καταγγέλλει ασύστολα όλους τους άλλους. Εκδικητικότητα, κακία και ατελείωτος φθόνος στον μικρόκοσμο του ίντερνετ όπου διαδραματίζεται ένας δημόσιος διάλογος, δέσμιος και άκρως επηρεασμένος από έναν αντιπαθητικό αλγόριθμο.
• Στη ζωή μου στάθηκα πολλές φορές τυχερός, αλλά με σημάδεψαν και κακοτυχίες, που ήταν βέβαια χρήσιμες γιατί με έμαθαν να ξεπερνώ με χιούμορ και χαμόγελο κάθε αντιξοότητα. Τύχη και ατυχία, λοιπόν, συμπλέκονται συνεχώς στη διάρκεια του βίου μου. Αναπολώ χαριτωμένα περιστατικά, όπως όταν μια φορά πρόλαβα στο πάρα πέντε μια πτήση από τη Γαλλία εξαιτίας μιας αεροπειρατείας που είχε συμβεί τον προηγούμενο μήνα και έπρεπε να προβούν σε εξονυχιστικό έλεγχο 75 Άραβες με κελεμπίες που συνταξίδευαν μαζί μου. Ή όταν στη διάρκεια των σχολικών μου χρόνων, επειδή ήμουν κακός μαθητής στα θετικά μαθήματα, ένας καθηγητής μού είχε βάλει χαμηλό βαθμό και αυτός είχε ως συνέπεια να κινδυνεύω να μείνω μετεξεταστέος, να μην μπω στο πανεπιστήμιο. Αυτός, όμως, ήταν και συχνός επισκέπτης του Διαστημικού Κέντρου Kennedy της NASA. Τελικά, πέρασα στο πανεπιστήμιο επειδή εκείνη τη χρονιά τον κάλεσαν εκτάκτως να πάει στο Cape Canaveral κι εμένα τελικά με πέρασαν οι υπόλοιποι καθηγητές. Είχα και ατυχίες, όμως, εξαιτίας διάφορων θεμάτων υγείας. Στην ηλικία του ενάμιση έτους ανέπτυξα έναν σπάνιο καρκίνο στο μάτι. Δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο σε τίποτα αυτό το δυσάρεστο γεγονός, ίσως γιατί συνέβη σε μικρή ηλικία, που δεν καταλάβαινα και πολλά. Προχώρησα χωρίς ποτέ να το θεωρήσω μια κάποια μορφή αναπηρίας.
• Στην Αθήνα μού αρέσει πάντα να φεύγω και να επιστρέφω. Αγαπώ τα Εξάρχεια, το Παγκράτι, την Κυψέλη, τις μικρές γειτονιές αλλά και το ότι μπορεί να καλύπτει όλα τα γούστα. Ταυτόχρονα, είναι μια νευρική πόλη, η οποία έχει ένταση αλλά και χαρακτήρα. Θα λέγαμε ότι είναι η πόλη των αντιθέσεων. Την ίδια στιγμή, είναι εκνευριστική αυτή η συνεχής ακαταστασία με άχρηστα έργα και εργασίες. Έχουμε ένα ταλέντο στα άχρηστα έργα όπως ο Μεγάλος Περίπατος. Ευτυχώς, η πόλη είναι περισσότερο καθαρή συγκριτικά με το παρελθόν.
• Έχω δημιουργήσει μια οικογένεια με τη Γαλλίδα γυναίκα μου και το παιδί μας, το οποίο γεννήθηκε κορίτσι, είναι πλέον αγόρι. Είμαστε πανευτυχείς επειδή ολοκλήρωσε τη φυλομετάβαση και νιώθει καλύτερα από ποτέ με το σώμα του. Όταν ο γιος μας μας το ανακοίνωσε, εμείς το αποδεχθήκαμε αμέσως και σταθήκαμε δίπλα του στη φάση της μετάβασης. Σε μεγάλο βαθμό η κοινωνία μας σε τέτοια θέματα έχει προοδεύσει και αυτό είναι θετικό. Βέβαια, στην Ελλάδα, χρειάστηκε κι εγώ να συμμετάσχω στα coming out του γιου μου, είτε στη γειτονιά, είτε στη δουλειά, είτε στην Αστυπάλαια, τόπο των καλοκαιρινών μας διακοπών. Όλοι παντού τον αποδέχθηκαν με αξιοζήλευτη θέρμη και αγάπη. Πέρσι πήγα στο νησί για να προετοιμάσω τον τοπικό πληθυσμό, διότι θα έβλεπαν ξαφνικά το παιδί μου ως αγόρι και θα δημιουργούνταν εκατέρωθεν αμηχανία. Όλοι οι ντόπιοι, από την ταξιτζού, το ζευγάρι ιδιοκτητών του σούπερ-μάρκετ, τον μπακάλη ή τον ταβερνιάρη, όλοι όσοι τον ήξεραν από τους Αστυπαλίτες, με ρωτούσαν με πραγματικό νοιάξιμο: «Είναι καλά το παιδί; Είναι χαρούμενο το παιδί;». Όταν τους απαντούσα θετικά, με χτυπούσαν φιλικά στον ώμο και εύχονταν: «Ο Θεός να το ’χει καλά». Αντιθέτως, από τη διεθνή και αθηναϊκή κοινωνία του νησιού που κάνει κατά καιρούς εκεί διακοπές άκουγα φράσεις όπως: «Μήπως παρασύρθηκε; Μήπως βιάστηκε; Μήπως είναι ανώριμος;». Βέβαια, το παιχνίδι το κέρδισε και το κερδίζει πρωτίστως ο ίδιος με τη νέα του χάρη και το μπρίο του.
• Ευτυχία για μένα είναι η υγεία, η οικογένειά μου, οι γερές φιλίες αλλά και η δουλειά μου. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι η εμφάνιση της ανικανότητας του μυαλού και μια παρατεταμένη ακινησία όπου θα σε κρατούν ζωντανό όλοι οι άλλοι με το ζόρι. Δεν με τρομάζει το βιολογικό τέλος. Έχω συμβιβαστεί με τον θάνατο. Η ζωή με έχει διδάξει ότι κάθε κακή συγκυρία την ξεπερνάς με το πείσμα και το χιούμορ. Αυτά είναι οι κινητήριες δυνάμεις για να υπερβαίνεις κάθε εμπόδιο και δυσκολία, να έχεις θέληση και βούληση για δράση ώστε να συνεχίζεις, να παραμένεις αισιόδοξος.
• Μετά από πολλά χρόνια θα ήθελα να με θυμούνται ως τον εκδότη της Άγρας που εξέδωσε κάποια βιβλία που οι αναγνώστες τα θυμούνται και ανατρέχουν σε αυτά, όπως κάποτε λέγαμε για τα βιβλία του Στ. Τσίρκα και τα αναζητούσαμε στον Κέδρο. Άλλωστε, πολλά βιβλία, είτε με τη γραφή και το ύφος τους, είτε με τον κόσμο που κατασκευάζουν, είτε και με μια φράση τους, έχουν την ικανότητα να σε κάνουν άλλο άνθρωπο, έστω και για λίγο. Αυτό προσπαθώ να διατηρήσω ζωντανό στη δουλειά που επέλεξα ως προσωρινή, αλλά ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε να κρατήσει περισσότερο από σαράντα χρόνια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
6 notes · View notes
astratv · 2 years
Text
Ο παρ' ολίγον γιατρός που τραγουδούσε στα καμπαρέ του Παρισιού
Ο παρ’ ολίγον γιατρός που τραγουδούσε στα καμπαρέ του Παρισιού
Σε ηλικία 85 ετών πέθανε ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής Σταμάτης Κόκοτας τα ξημερώματα του Σαββάτου, αφήνοντας πίσω του μία ξεχωριστή παρακαταθήκη. Ο Σταμάτης Κόκοτας είναι ένα από τα έξι παιδιά ενός γιατρού και μιας τραπεζικού. Γεννήθηκε στου Ζωγράφου και προοριζόταν από μικρός να γίνει γιατρός, λόγω οικογενειακής παράδοσης. Ωστόσο, στα 14, η μητέρα του, του αγόρασε για δώρο μια κιθάρα. Αμέσως,…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
ojuthumia · 4 years
Text
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν και τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δέν κοιμούνται.
‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Ολο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
“Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.
Κατερίνα Γώγου - εμένα οι φίλοι μου είναι
66 notes · View notes
rulinarulina · 3 months
Text
Παρίσι: Το Moulin Rouge απέκτησε ξανά τα εμβληματικά φτερά του λίγο πριν περάσει η Ολυμπιακή φλόγα
Το διάσημο καμπαρέ Moulin Rouge στο Παρίσι γιόρτασε την  εγκατάσταση των νέων φτερών του εμβληματικού μύλου που κατέρρευσαν τον Απρίλιο. Όλα είναι έτοιμα για να περάσει η Ολυμπιακή φλόγα στις 15 Ιουλίου Το περίφημο καμπαρέ Moulin Rouge του Παρισιού που «έχασε» τα θρυλικά φτερά από τον ανεμόμυλό του τον Απρίλιο, εγκαινίασε ένα νέο σετ, μια εβδομάδα πριν περάσει από μπροστά του η Ολυμπιακή φλόγα.…
0 notes
mikrofwno · 10 months
Text
Σέξι χορεύτρια σε γαλλικό καμπαρέ η Konnie Metaxa στο νέο της music video
Η Konnie Metaxa κάνει δυναμικό comeback και δηλώνει «Μου Αρέσεις», μέσα από το νέο της single που κυκλοφορεί από την Panik Records. Πάντα γεμάτη εκπλήξεις και μοναδικά ξεχωριστή, η Konnie Metaxa δίνει ρυθμό με ένα ανεβαστικό λαϊκό τραγούδι που ξεσηκώνει από το πρώτο άκουσμα. Τη μουσική και τους στίχους υπογράφουν ο Λευτέρης Πανταζής και ο Στέλιος Χρόνης, ενώ την παραγωγή έκανε ο Κωνσταντίνος…
youtube
View On WordPress
0 notes