#ταξίδι για να σε βρω
Explore tagged Tumblr posts
Text
14/2/2023.
Ήρθα να σε βρω.Ξερω ότι ήταν λάθος,ξέρω ότι δεν θα έπρεπε.Γιατι δεν είσαι αρκετά διαθέσιμος για εμένα.Γιατι δεν θα ήταν εύκολο το μεταξύ μας εξαρχής.Παρολα αυτά ήρθα με την ελπίδα να σε δω.Εχασα αρκετά τρένα μέχρι να πάρω την απόφαση,κουράστηκα πολύ,ταξίδεψα ώρες ολόκληρες,όμως έφτασα με ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη μου ευελπιστοντας,πως αυτή θα ήταν η αρχή μιας πολύ όμορφης ιστορίας.Μιας ιστορίας,δικιάς μου ��αι δικιάς σου.Μιας ιστορίας που θα ήταν μονο δικιά μας.
Διέσχισα τόσα χιλιόμετρα,για να μην διασχίσεις ούτε λίγα μέτρα για να ερθεις να με δεις.Δεν ξέρω πως νόμιζα ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί κάπου όλο αυτό.Ειμαι μικρή,όμως πιο τολμηρή από εσένα.Εισαι αρκετά δειλός για τα γούστα μου.
Απογοητεύτηκα δεν θα στο κρύψω.Το είχα αλλιώς στο μυαλό μου.Σε είχα αλλιώς στο μυαλό μου και με πλήγωσε που δεν ήταν αμοιβαίο τελικά αν και έτσι έμοιαζε.
Μπορεί να μην ήταν η αρχή της δικιάς μας ιστορίας αλλά ίσως τώρα αρχίζει ένα καινούργιο κεφάλαιο στην δική μου ζωή απο δω και πέρα.
#ταξίδι για να σε βρω#greek posts#greek texts#greek tumblr#greek quotes#γρεεκ ποστς#γρεεκ ταμπλρ#γρεεκ τεξτ#aesthetic#greek rp#greek rap
18 notes
·
View notes
Text
ΟΚ λοιπόν αυτό το επεισόδιο με έκανε να σκεφτώ κάτι (σχετικά με την Αγγέλα who would have thought) αλλά νομίζω βγάζει λίγο τα abandonment issues που μπορεί να έχει (δε ξέρω πως αλλιώς να το θέσω).
Βρίσκονται όλοι σε μια απαίσια κατάσταση και βασίζονται στη Ντάλια να τους βοηθήσει να τη γλιτώσουν. Γνωρίζουν σε τι δύσκολη κατάσταση τη βάζει όλο αυτό, αλλά έχουν φαινομενικά πίστη ότι θα το κάνει. Εκτός από την Αγγέλα. Η Ντάλια είναι φίλη της και ξέρει ότι τους αγαπάει όλους αλλά δε πιστεύει ότι αν κάποιος βρίσκονταν σε τέτοια θέση θα έψαχνε να βοηθήσει τους άλλους αντί να σώσει τον εαυτό του. Είναι σχεδόν σίγουρη ότι η Ντάλια θα τους εγκαταλήψει και δε θα της φαινόταν περίεργο αν το έκανε.
Αν το σκεφτούμε (αν το υπεραναλύσουμε) μπορεί να έχει σχέση με τη μητέρα της και την υπόλοιπη οικογένειά της. Όταν ήρθαν τα δύσκολα εκείνοι την εγκατέλειψαν, όχι με την έ��νοια ότι έφυγαν βέβαια αλλά με την έννοια ότι την έσπρωξαν στο να φύγει η ίδια. Τι εμποδίζει την φίλη της από το να κάνει το ίδιο;
#ναι νυστάζω ενώ το γράφω αυτό είμαι από ταξίδι#έχω πολλές σκέψεις οκ#όσο πάνε τα επεισόδια μάλλον θα βρω και αλλά στοιχεία για να προσθέτω όσο είναι σε αυτό το ποστ#επίσης για συγγραφικούς λόγους χιχι#στο παρά πέντε#παρα πεντε#Αγγέλα Ιωακειμίδου#liveposting παρά πέντε
9 notes
·
View notes
Text
Ταξίδι για να σε βρω…
82 notes
·
View notes
Text
Και οι μέρες περνούσαν αδιάφορα ώσπου εμφανίστηκες μπροστά μου ζητώντας να με δεις.
Αλήθεια; Και εγώ σε σκεφτόμουν!
Έχεις κάτι διαφορετικό, κάτι αλλόκοτο και θα ψάξω να το βρω…
Και ξεκινήσαμε έναν βραδινό περίπλου. Πες μου, τι σε έφερε ως εδώ; Όχι, εγώ δεν είμαι σαν και αυτήν αν σε είχα δικό μου εγώ, θα σε κράταγα σφιχτά κοντά μου μια ζωή…
Περπατούσαμε για ώρες μιλώντας για θέματα αδιάφορα όμως η στιγμές μόνο αδιάφορες δεν ήταν.
Και όταν έφτασε το τέλος εκείνης της διαδρομής ένιωθα σα να είχαμε πάει οι δυο μας μακρινό ταξίδι ο ένας στο παρελθόν του άλλου ο ένας στην ψυχή του άλλου ο ένας στο παρόν και το μέλλον του άλλου.
#greek posts#greek poetry#greek tumblr#αγαπη#ερωτας#μου λειπεις#ερωτες#ερωτικά#ποιηση#σε θελω#σε σκεφτομαι#σε αγαπάω#σε ερωτευτηκα#ελληνικο ποστ#ελληνικοι στιχοι
16 notes
·
View notes
Text
Λιγό ακόμα
Τόσο όσο ένα δάκρυ κυλάει ως το στόμα
Τόσο λίγο που το βλεφαρισμα φτιάχνει αιώνα
Τόσο που η σταγόνα βγαίνει απ' τό σώμα
Λίγο ακόμα χρόνο για να σε μάθω
Να σε κοιτάω και να μεθάω
Λίγο ακόμα να μαι πλάι σου
Παράλληλα βήματα και η ζωή δικιά σου
Παρατηρητής να μαι και κομμάτι σου
Λίγο ακόμα για να ��ίνω
Όσα ποτέ έψαξες και θέλησες
Να μείνω
Λίγο ακόμα να σκεφτώ
Το τρόπο για να τα φτιάξω όλα θα βρω
Λίγο ακόμα πότισμα θέλει αυτή η γλάστρα
Και τα μπουμπούκια θα ανθίσουν ως τα άστρα
Λίγο ακόμα χειμώνα για να χορτάσω
Αγκαλιές, ορμές, χάδια και πάγο
Λίγο καλοκαίρι να μυρίσω
Κάπου στη θάλασσα να σε ρωτήσω
Για πόσο ακόμη με αγαπάς?
Λίγο ακόμα και που θα πας?
Ταξίδι μακρινό για μας
Με κύμα, κεραυνό, μη σταματάς!
Λίγο ακόμα και στεριά θα βρεις
Με μας τους δύο να γελάμε, θα το δεις
Λίγο ακόμα για αυτό το νησί
Που αγάπη γεννά και θαλπωρή
Λίγο ακόμα για το πολύτιμο αυτό
Τον σπουδαίο θησαυρό
Τίποτα πιο χρυσό από εμάς
Που τόσοι ζήλεψαν μα λίγο ακουμπάς
Λίγο ακόμα..
8 notes
·
View notes
Text
Τρίτη 1/10/2024, 04:35
Καλό μήνα! Πάει και το καλοκαιράκι του 2024.. Το καλό είναι ότι δεν την έβγαλα στην Αθήνα καθόλου, όμως ήμουν μακριά από τον γκόμενό μου. Οπότε δεν έκανα σεξ. Είχα όμως κάθε μέρα τη θάλασσα δίπλα μου. Και αυτό μου γαλήνευε από την ψυχή, το μυαλό και την καρδιά. Φέτος κατάφερα να κάνω 83 μπάνια! Σοκ! Ας τα πάρουμε όμως ανά μήνα:
ΙΟΥΝΙΟΣ
Ο Ιούνιος με έβγαλε στο χωριό μου. Όπως και τις ημέρες του Αγίου Πνεύματος. Ειδικά εκείνες τις μέρες ο κόσμος ήταν πολλαπλάσιος σε σχέση με άλλες. Δεν μπορούσαμε να βρούμε ξαπλώστρα, ούτε καν τραπεζάκι για να αφήσουμε τα πράγματα μας και να βουτήξουμε στη θάλασσα. Εκείνο το μήνα γνώρισα έναν άντρα.. Δεν το γνώρισα ακριβώς αλλά πήγαινε για μπάνιο στο ίδιο μαγαζί που πήγαινα εγώ και η παρέα μου. Δεν μιλήσαμε ποτέ. Μόνο σε βαφτίσια που ήταν ο νονός του παιδιού. Ευχήθηκα και μου είπε ένα σκέτο ευχαριστώ.
ΙΟΥΛΙΟΣ
Ο Ιούλιος δεν είχε τίποτα σχεδόν. Μόνο αν εξαιρέσεις το party τις γαλλικής πρεσβείας που έγινε μέσα στο Ζάππειο. Φόρεσα ένα υπέροχο μακρύ πράσινο φόρεμα και μαύρα στιλέτο παπούτσια. Ήπια πέντε - έξι κοκτέιλ και μετά γύρισα σπίτι. Την επόμενη μέρα, επέστρεψα στο χωριό μου, στο Λουτράκι.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος ανέκαθεν, είναι ο μήνας που έχει τα περισσότερα highlights. Την ημέρα των γενεθλίων μου την πέρασα τη θάλασσα με την παρέα μου. Φάγαμε και ήπιαμε σαμπάνια. Με πήρε τηλέφωνο ο Θανάσης και ήθελε να έρθει από εδώ για να μου ευχηθεί και να περάσουμε μαζί εκείνη την ημέρα. Του είπα όμως να μην έρθει, γιατί τις επόμενες μέρες θα ήμουν ούτως ή άλλος στην Αθήνα, για να πάω στο αεροδρόμιο.
Στις 12 Αυγούστου, βγαίνουμε για αμαξάδα. Κάνουμε βόλτα στο κέντρο της Αθήνας πίνοντας εγώ Cosmopolitan από το περίπτερο και εκείνος μία κόκα κόλα. Καθίσαμε, φάγαμε σε ένα μαγαζί και συνεχίσαμε να κάνουμε βόλτες. Πήγαμε σε ένα απόμερο μέρος και εκεί του έκανα πίπα. Πίπα μες στο αμάξι που τελικά δεν βολεύει καθόλου. Δεν τα πήγε άσχημα όμως, έκανα και αρκετά deep throat που τελικά μου αρέσει να το κάνω. Με μένα δεν μπορούσε να παίξει γιατί είχα περίοδο.
Την επόμενη μέρα, πήγα στο αεροδρόμιο με δύο βαλίτσες με προορισμό την Σρι Λάνκα. Στη Σρι Λάνκα για 15 μέρες! Τι να σας πω τώρα για αυτά τα μέρη.. Όλη αυτή η χώρα είναι μία ζούγκλα! Όπου και να γυρίσεις βλέπεις πράσινο. Αυτό το ταξίδι μου άρεσε περισσότερο από την Ινδία γιατί είχε πολλές παραλλαγές. Μία κρύο, μία ζέστη. Μία βουνό, μία θάλασσα. Το μόνο αρνητικό που έχω ως ανάμνηση από αυτό το μέρος είναι ότι μου έκλεψαν 100€ από κάποιο ξενοδοχείο.
Επόμενος προορισμός Μαλδίβες. Στις Μαλδίβες για 3 μέρες! Μη συζητάς!! Πραγματικά όμως.. Μη συζητάς! Τελικά τα πάντα είναι ένα photoshop. Ακόμα και τα τοπία που βλέπεις, είναι ένα photoshop. Θα μου πεις: "Μαρία τι μαλακίες λες τώρα; Εκεί είναι ο επίγειος παράδεισος!" Μάλλον εγώ δεν είμαι γι' αυτά τα μέρη, για τα τροπικά μέρη. Αν και παραλίες της Σρι Λάνκας μου άρεσαν.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Αλήθεια δεν ξέρω τι να πρωτοπώ για το Σεπτέμβριο. Ο Σεπτέμβρης θέλει ένα ημερολόγιο από μόνος του, αλλά αν το κάνω θα γίνω κακιά, σκληρή και σκύλα!
Στις 6 Σεπτεμβρίου βγαίνω με κάποιον από εδώ. Ναι από το Tumblr. Ήταν 32 και Υδροχόος. Συνέχεια μιλούσε για τον εαυτό του, κυρίως για τη δουλειά του. Με δυσκολία μίλησα για τον εαυτό μου. Αν πείραζα που και που για να σπάσουμε τον πάγο. Του έκανα αστεία με το tumblr και άλλα χαζά. Δεν έγινε τίποτα ερωτικό. Δεν έκανε κίνηση για να με φιλήσει. Και καθώς ήμασταν στη λεωφόρο Συγγρού για να πάρω ταξί, ισχυριζόταν ότι δεν θα βρω με τίποτα. Επέμενε, επέμενε πολύ. Εγώ όμως βρήκα αμέσως! Γύρισα για να τον αντικρίσω, του έκανα κωλοδάχτυλο και του ευχήθηκα καληνύχτα. (Βασίλη, αν διαβάζεις αυτό, συγγνώμη και σε ευχαριστώ πάρα πολύ για το ghosting! Να πιστεύεις στον ανάδρομο Ερμή την επόμενη φορά.) Υστερόγραφο: Έχω βγει με 4 άτομα από εδώ μέσα, γιατί είστε όλοι πυροβολημένοι και χωρίς τρόπους;
Στις 7 Σεπτεμβρίου, πήγα τρίτη, συνεχόμενη χρονιά στο primer music festival για να δω από κοντά τον Eric Prydz. Όλοι τον ξέρετε! Και για να σας θυμίσω ποιος είναι, δείτε ΕΔΩ το βίντεο. Και δεν ξέρω πως τα κατάφερα αλλά, για ακόμη μία χρονιά ήμουν μπροστά! Μόνη μου, ιδρωμένη, μες στο glitter και να κοπανιέμαι με τη μουσική του. Τα μεσάνυχτα, ήρθε ο Θανάσης και με πήρε από την πλατεία νερού που ήταν συναυλία. Μπήκαμε μαζί στο κλειστό γήπεδο που είχε afterhour music. Καθίσαμε μία ώρα, ήπιαμε τα ποτά μας και πήγαμε προς το σύνταγμα για να πάρουμε φαγητό από τα Mc Donald’ s. Αργότερα πήγαμε πάνω στο Λυκαβηττό και φάγαμε εκεί. Μιλήσαμε, γελάσαμε και φασωθήκαμε. Γιατί.. Για ακόμη μία φορά μαντέψτε... Είχα περίοδο!
Στις 29 Σεπτεμβρίου, έρχεται με το αμάξι του ο Θανάσης για να με πάρει και να πάμε βόλτα. Μόνο βόλτα όμως γιατί.. Μαντέψτε.. Δεν με μπορώ, αλήθεια! Και κάνουμε πολύ καλό σεξ μαζί γαμώτο!
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:
Μου άρεσε το καλοκαίρι, η καλύτερη παρέα μου ήταν η θάλασσα. Κάθε μέρα έκανα βαθιές σκέψεις για τη ζωή μου. Για το τι περνάω τους τελευταίους μήνες.. Μα πόσο έχει αλλάξει η ζωή μου ρε γαμώτο; Καλό φθινόπωρο σε όλους!
#αγαπητό μου ημερολόγιο#βραδινές σκέψεις#γρεεκζ#life#greek posts#greek quotes#greece#music#ελληνικά#me
6 notes
·
View notes
Text
Cara Hoffman: Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, ζει στα Εξάρχεια. Εγκατέλειψε το σχολείο για να γυρίσει τον κόσμο και στα δεκαεννέα έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας απένταρη, πιστεύοντας ότι θα πιάσει δουλειά σε ελαιώνες. Αυτή η πόλη την έκανε «καπάτσα», «της πιάτσας», της έμαθε πώς να γράψει ένα μυθιστόρημα, τους «Κράχτες» που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Gutenberg.
Γεννήθηκα σε μια μικρή, βιομηχανική κωμόπολη κοντά σε ένα δάσος στα βόρεια της Νέας Υόρκης, όπου χιονίζει αρκετούς μήνες τον χρόνο. Η οικογένειά μου ζούσε δίπλα σε ένα ποτάμι που πάγωνε εντελώς τον χειμώνα. Ήταν ένα έρημο μέρος, όχι ό,τι καλύτερο για να μεγαλώσει ένα παιδί. Υπάρχει μια φυλακή υψίστης ασφαλείας στην πόλη, ένα νεκροταφείο γεμά��ο με λευκές ταφόπλακες Ομοσπονδιακών χωρίς όνομα, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και, βυθισμένα στην όχθη του ποταμού, τα απομεινάρια ενός λούνα παρκ του 19ου αιώνα. Το μέρος έμοιαζε πάντα στοιχειωμένο. Κάποιες ώρες της ημέρας μπορούσες να περπατάς στον κεντρικό δρόμο για μίλια χωρίς να δεις αυτοκίνητο ή άνθρωπο. Ο πατέρας μου ξεκίνησε έναν οργανισμό για να βοηθάει παιδιά με αναπηρία.
Πριν από αυτό είχε λάβει μέρος στο φοιτητικό κίνημα εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ κι επίσης συμμετείχε στο Black Action Movement, μια ομάδα που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα του πολίτη. Η μητέρα μου ήταν ποιήτρια. Ήμουν το μεσαίο παιδί ανάμεσα σε δυο αγόρια. Η οικογένειά μου αγαπούσε το διάβασμα, τη συζήτηση και το να λέει ανέκδοτα. Οι γονείς μου ήταν από φτωχές οικογένειες και το διάβασμα ήταν η μόνη τους διέξοδος. Η μητέρα μου μας διάβαζε τα πάντα, όχι μόνο παιδικά βιβλία· το Κι ο ήλιος ανατέλλει του Χέμινγουεϊ, όταν ήμουν έντεκα χρονών, τις Ιστορίες του Καντέρμπερι και το Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία. Τα αδέρφια μου κι εγώ περνούσαμε πολύ χρόνο στο ποτάμι, χτίζοντας οχυρά, σκαρφαλώνοντας γκρεμούς, πιάνοντας βατράχια και καραβίδες και κάνοντας σκοποβολή. Βλέπαμε πολύ μποξ στην τηλεόραση. Είχαμε λίγους κανόνες στο σπίτι και αν μπλέκαμε σε μπελάδες στο σχολείο, οι γονείς μας έπαιρναν το μέρος μας, κόντρα στους δασκάλους και τον διευθυντή.
• Ήθελα να γίνω συγγραφέας και μουσικός. Η μητέρα μου κατέγραψε τις ιστορίες που της έλεγα όταν ήμουν μικρή και τις έβαλε σε ένα ντοσιέ. Από τότε που μπορούσα να γράψω μόνη μου έγραφα ιστορίες και θεατρικά έργα. Σπούδασα, επίσης, κλασικό τραγούδι και τραγούδησα σε χορωδίες, συμμετείχα σε διαγωνισμούς χορωδίες και παραστάσεις. Κάποια στιγμή επέλεξα το γράψιμο, αλλά εξακολούθησα να τραγουδάω. Επίσης, στην εφηβεία μου συμμετείχα στο αντιπυρηνικό κίνημα και στην πανκ σκηνή. Ήθελα να ακουστεί η φωνή μου.
• Μισούσα το σχολείο, αλλά μου άρεσε να μελετάω. Πήγαινα στο σχολείο το πρωί και όταν επέστρεφα σπίτι, αφού οι γονείς μου είχαν πάει στη δουλειά, ξάπλωνα στον καναπέ και διάβαζα όλη μέρα. Πήγα σε τρία διαφορετικά λύκεια και τελικά σταμάτησα το σχολείο εντελώς. Το σχολείο είναι ένα μέρος όπου σου κάνουν πλύση εγκεφάλου και δεν ήθελα να μυηθώ στην αμερικανική κουλτούρα ή στον συντηρητισμό μιας μικρής πόλης. Έπιασα δουλειά ως σερβιτόρα και έπιασα δικό μου διαμέρισμα. Όταν μάζεψα αρκετά χρήματα, αγόρασα ένα εισιτήριο για το Λονδίνο, one way. Ο σκοπός μου ήταν να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο, να δω τα πάντα. Ταξίδεψα με έναν φίλο στην Ευρώπη, ψάχνοντας δουλειά και κάμπινγκ για να μείνουμε, κοιμόμασταν σε εκκλησίες και σιδηροδρομικούς σταθμούς. Στην Ιταλία τρώγαμε ένα γεύμα την ημέρα και προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε κάθε πίνακα του Καραβάτζο, αλλά ξεμείναμε από χρήματα και αποφασίσαμε ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι άλλο. Οι μέρες γίνονταν όλο και μικρότερες.
• Όσο ήμουν στην Ιταλία άκουσα ότι μπορούσα να βρω δουλειά στην Ελλάδα, στους ελαιώνες, έτσι με τα τελευταία μου λεφτά έβγαλα ένα εισιτήριο με το τρένο για Αθήνα. Ήμουν δεκαεννιά χρονών.
• Έφτασα στον σταθμό Λαρίσης απένταρη, μετά από δωδεκάωρο ταξίδι που πέρασε μέσα από τα Βαλκάνια. Η ζέστη και η βρομιά του δρόμου, όλα τα λευκά κτίρια, το νέφος και η κίνηση ήταν σοκαριστικά. Πήγα στον Όλυμπο, ένα ξενοδοχείο στην οδό Δεληγιάννη, και άρχισα να εργάζομαι ως κράχτης με αντάλλαγμα ένα μέρος για να μείνω – κοιμόμουν στον τελευταίο όροφο και μερικές φορές στην ταράτσα. Παίρναμε προμήθεια για κάθε τουρίστα που φέρναμε στο ξενοδοχείο και βγάζαμε 1.300 δραχμές τη μέρα, δηλαδή περίπου τέσσερα ευρώ. Οι ταξιτζήδες μάς μισούσαν γιατί τους ανταγωνιζόμασταν στους τουρίστες και μερικές φορές διαπληκτιζόμασταν βίαια.
• Η ζωή μου άλλαξε εντελώς στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη όπου είχα ζήσει, ήταν συγκλονιστικά όμορφη και συγκλονιστικά άσχημη, μια μάζα αντιφάσεων. Αρχαία και μοντέρνα, ευρωπαϊκή, μεσανατολική, βαλκανική, με κουλτούρα υψηλού και χαμηλού επιπέδου. Ήταν πυκνοκατοικημένη, αλλά είχε και θύλακες άγριας φύσης, συστάδες δέντρων στο κέντρο και βουνά να την περιτριγυρίζουν. Ήταν φασαριόζικη και πολύβουη και οι δρόμοι σαν λαβύρινθοι, είχε μια αγριότητα. Περνούσαμε πολύ χρόνο σε ένα μπαρ που ονομαζόταν Drinks Time και σε ένα κλαμπ που ονομαζόταν Paradise· τη νύχτα περιπλανιόμασταν στην πόλη. Ένιωθα ότι είχα βρει το κλειδί για κάθε όνειρο που είχα ποτέ. Αγόρασα ένα μικρό σημειωματάριο στον σιδηροδρομικό σταθμό και άρχισα να κρατάω ημερολόγιο· επίσης άρχισα να γράφω αυτό που θα γινόταν το μυθιστόρημα Οι κράχτες. Το ξενοδοχείο βρισκόταν στην «περιοχή με τα κόκκινα φανάρια» και συχνά συνέβαιναν άσχημα πράγματα, δυσάρεστοι άντρες παραμόνευαν τριγύρω. Ζούσα σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλα παιδιά, ταξιδιώτες και φυγάδες, και φροντίζαμε ο ένας τον άλλον. Η Αθήνα με έκανε καπάτσα, της πιάτσας, μου έμαθε πώς να γράψω ένα μυθιστόρημα.
• Τη δεκαετία του ’90, αφού γύρισα στις ΗΠΑ, ζήτησα δουλειά σε μια εφημερίδα. Ο εκδότης, ο Joe Schmidbauer, με προσέλαβε ενώ δεν είχα τα προσόντα που έπρεπε. Δεν είχα κάποιο πτυχίο, είχα ένα μωρό ενός έτους τα προηγούμενα χρόνια ζούσα περιπλανώμενη, σαν άστεγη. Του είπα ότι μπορούσα να μάθω τη δουλειά της ρεπόρτερ και με προσέλαβε για να μοιράζω εφημερίδες. Μου δίδαξε τα πάντα σχετικά με τη δημοσιογραφία, μου έδωσε στοίβες βιβλία να διαβάσω και καλοδέχτηκε εμένα και το παιδί μου στη μεγάλη οικογένεια της εφημερίδας. Συνέχισα γράφοντας ειδήσεις και μετά στην ερευνητική δημοσιογραφία. Χρόνια αργότερα έγραψα ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε έναν φόνο που είχα καλύψει για την εφημερίδα. Πούλησα τα δικαιώματα στον εκδοτικό Simon and Schuster, έτσι είχα αρκετά λεφτά για να μετακομίσω με το παιδί μου στη Νέα Υόρκη. Έγραψα αρκετά ακόμη βιβλία και μου προσφέρθηκε θέση καθηγήτριας σε κολέγιο. Ήμουν πολύ τυχερή. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου εάν δεν είχα έρθει στην Αθήνα, ή εάν δεν είχα κάνει ένα μωρό, ή εάν δεν είχα γνωρίσει τον Joe.
• Έζησα στην Αθήνα στα τέλη των ’80s και στις αρχές των ’90s. Επέστρεψα το 2014, όταν ο γιος μου τέλειωσε το κολέγιο και ζούσε μόνος του πια.
• Μου αρέσει η γεύση του νερού της βρύσης στην Αθήνα. Αγαπάω την αίσθηση του αέρα, το δροσερό αεράκι. Λατρεύω το συνονθύλευμα της αρχιτεκτονικής που συναντάς στους δρόμους της: μοντέρνα, κλασική, νεοκλασική, αρχαία και σύγχρονα ερείπια. Λατρεύω τα Εξάρχεια και τους φίλους που έχω εδώ, τη βαθιά αίσθηση της κοινότητας και της αλληλεγγύης, την τέχνη του δρόμου, να περπατάω στον Λόφο του Στρέφη και τη νυχτερινή θέα στην πόλη. Μου αρέσει να παρακολουθώ μαθήματα και να μιλάω στις καταλήψεις, να κάθομαι στο Καφενείο στην πλατεία των Εξαρχείων και να ακούω μουσική· μου αρέσει που η ζωή στην πόλη είναι έξω και που υπάρχουν δεκάδες βιολογικές αγορές· μου αρέσει το σταμναγκάθι, τα δεκάδες βιβλιοπωλεία: η Πολιτεία, το Red ‘n’ Noir, το Bibliothèque· μου αρέσει να γράφω στα μακριά τραπέζια της Εθνικής Βιβλιοθήκης, να τρώω στο Όξο Νου και να πηγαίνω σε εκθέσεις στην Rebecca Camhi Gallery· μου αρέσει το νυχτερινό ανθισμένο γιασεμί που μεγαλώνει στους τοίχους και στους φράχτες· μου αρέσει να πηγαίνω θερινό σινεμά στη Ριβιέρα και στο Βοξ· μου αρέσει να τρέχω στον Πεδίον του Άρεως· μου αρέσει που, παρότι η Αθήνα είναι μια τεράστια και άναρχα αναπτυγμένη πόλη, τα αστέρια είναι ορατά τη νύχτα· λατρεύω το Αρχαιολογικό Μουσείο και το γεγονός ότι τα γλυπτά που βρίσκονται εκεί ανακαλύφθηκαν λίγα τετράγωνα παραπέρα· λατρεύω τις νεραντζιές που είναι παραταγμένες στους δρόμους και τη μυρωδιά από τα άνθη τους.
• Οι Κράχτες μιλούν για τρεις ανθρώπους που το έχουν σκάσει από το σπίτι τους και εργάζονται σε ένα ξενοδοχείο της Αθήνας στην «περιοχή με τα κόκκινα φανάρια», στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ένα νεαρό queer ζευγάρι Άγγλων και μια έφηβη Αμερικανίδα σχηματίζουν τη δική τους οικογένεια και ζουν με τις δικές τους αξίες στον τελευταίο όροφο ενός ερειπωμένου ξενοδοχείου. Εμπλέκονται άθελά τους σε μια τρομοκρατική ενέργεια και καταλήγουν υπόλογοι για μια τρομερή πράξη με την οποία ο καθένας τους πρέπει να συμφιλιωθεί με τον δικό του τρόπο. Το βιβλίο διαδραματίζεται κυρίως στην Αθήνα και σε ένα νησί, με κάποιες σκηνές στη Νέα Υόρκη.
• Είναι έργο φαντασίας, προφανώς βασισμένο στη ζωή μου. Η τέχνη συχνά θεωρείται ως ένα ψέμα που λέει την αλήθεια. Για μένα τα ημερολόγια ήταν πάντα σαν μια αλήθεια που λέει ψέματα. Καμία ιστορία γραμμένη από ένα μόνο πρόσωπο δεν μπορεί να εκφράσει την πραγματικότητα, είτε είναι πεζογραφία είτε όχι. Η πραγματικότητα είναι ένα ομαδικό εγχείρημα που βασίζεται σε πολλαπλές οπτικές. Οι χαρακτήρες στους Κράχτες είναι βασισμένοι σε πραγματικούς ανθρώπους και η δουλειά που περιγράφω ήταν επίσης πραγματική· την έκανα εγώ και πολλά άλλα παιδιά που το είχαν σκάσει απ’ το σπίτι, πολύ πριν διαδίκτυο κυριαρχήσει. Εκείνη την εποχή πολλοί άνθρωποι γυρνούσαν όλο τον κόσμο για χρόνια, ταξιδεύοντας ως λαθρεπιβάτες, δουλεύοντας παράνομα σχηματίζοντας τις δικές τους φυλές. Οι άνθρωποι έκαναν πολλά για τα λεφτά μόνο και μόνο για να μπορούν να ζουν, να εξερευνούν και να βλέπουν όμορφα πράγματα. Τη δεκαετία του ’80 υπήρχαν ακόμα διάφορες αριστερές επαναστατικές ομάδες ενεργές στην Ευρώπη, η RAF, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός, η 17 Νοέμβρη. Η Αθήνα ήταν κόμβος, ένα βολικό μέρος για διακίνηση όπλων και για να κρυφτούν οι άνθρωποι, με στρατηγική θέση ανάμεσα σε Μέση Ανατολή, Αφρική και Ευρώπη. Δεν ήταν ασυνήθιστο να διασταυρώνονται οι δρόμοι ανθρώπων έκαναν παράνομη εργασία ή οι άνθρωποι που εμπλέκονταν σε αυτούς τους αγώνες να μένουν στο είδος του ξενοδοχείου στο οποίο δούλευα. Οι κράχτες με τους οποίους έζησα στον Όλυμπο ήταν άνθρωποι που αγαπούσα, ήταν υπέροχα μυαλά και μου λείπουν. Η ιστορία αγάπης που είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι μια ιστορία αγάπης για την Αθήνα και για χαμένες ψυχές που δεν θέλουν να βρεθούν – είναι αληθινή.
• Μου αρέσει να μιλάω στο παιδί μου και να ακούω μουσική μαζί του, να περπατάω στο δάσος, να παίζω τάβλι, να τρώω σαγκουίνια. Δεν μου αρέσουν οι δυνατοί θόρυβοι, τα smartphones ή οι άλλες ηλεκτρονικές συσκευές που σου αποσπούν την προσοχή.
• Ο γιος μου, που είναι μουσικός, μου δίνει δύναμη και ελπίδα για το μέλλον. Όταν ακούω τα άλμπουμ του και του μιλάω αισθάνομαι ότι υπάρχουν γενιές καλλιτεχνών που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα, και θα χαράξουν ένα νέο μονοπάτι που δεν μπορούμε ακόμα να φανταστούμε.
• Έχω γράψει τρία μυθιστορήματα, μία συλλογή διηγημάτων και δύο βιβλία για παιδιά. Όλη η δουλειά μου αφορά τη ζωή των αουτσάιντερ.
• Είμαι μέλος της συλλογικότητας του «Anarchist Review of Books», ενός περιοδικού που δημοσιεύει μη δογματική, μη ακαδημαϊκή λογοτεχνία, δοκίμια και κριτικές με διεθνιστική προοπτική. Το περιοδικό αποτελεί μέρος μιας μακράς παράδοσης underground εκδόσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ξεκινήσαμε με τη βοήθεια μιας συλλογικότητας πενήντα χρόνων από το Ντιτρόιτ, η οποία με τη σειρά της άρχισε με τη βοήθεια σιτουασιονιστών και επαναστατών που αγωνίζονταν ενάντια στον Φράνκο. Είμαστε περήφανοι που αποτελούμε μέρος αυτής της παράδοσης. Το περιοδικό κυκλοφορεί τώρα σε βιβλιοπωλεία σε όλες τις ΗΠΑ και σε μέρη της Ευρώπης και έχουμε συνδρομητές από όλο τον κόσμο.
• Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι ο David Wojnarowicz, η Μαργκερίτ Ντιράς, η Ζόρα Νιλ Χέρστον, ο Λουί-Φερντινάν Σελίν, η Γιόκο Ογκάουα, ο Βασίλης Βασιλικός. Αυτήν τη στιγμή διαβάζω τα Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο του Μπενχαμίν Λαμπατούτ, τον Βασιλιά της Νέας Υόρκης του Γουίλ Ερμές και το Blackouts του Τζάστιν Τόρες.
• Νομίζω ότι η Ελλάδα έχει μια ανόθευτη λογοτεχνική σκηνή σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ οι εκδοτικοί οίκοι συγχωνεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό και έγιναν τεράστια μονοπώλια που κατέχουν όλα τα μέσα ενημέρωσης, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Ο Simon and Schuster ανήκει στην πραγματικότητα σε μια εταιρεία επενδυτών. Ουσιαστικά, οι εκδοτικοί οίκοι, όπως και τα πανεπιστήμια, είναι πλέον κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Αυτοί οι εκδότες δεν μπορούν να λάβουν αποφάσεις με βάση την ποιότητα του λογοτεχνικού έργου, βρίσκονται στον ασφυκτικό κλοιό της αγοράς, επομένως οι συγγραφείς δέχονται τεράστια πίεση να είναι αποδεκτοί και να ακολουθούν τις τρέχουσες τάσεις για χάρη του κεφαλαίου. Στην Ελλάδα, οι εκδοτικοί οίκοι μπορούν να παίρνουν αποφάσεις με βάση τη λογοτεχνική αξία του έργου και η λογοτεχνία μπορεί να είναι προκλητική και περίπλοκη και πνευματική και όμορφη. Οι εκδότες και οι συγγραφείς στην Αθήνα μπορούν ακόμα να μιλούν για τη λογοτεχνία καθαυτή αντί να κάνουν συμφωνίες. Το βιβλίο στην Ελλάδα δεν είναι απλώς ένα εμπόρευμα αλλά διατηρεί τη σημασία του ως έργο τέχνης που μπορεί να προκαλέσει σκέψη, συναίσθημα και κριτική.
• Μακάρι να μπορούσα να διαβάσω περισσότερα στα ελληνικά, αλλά, παρότι παρακολουθώ κάποια μαθήματα, τα ελληνικά μου είναι φτωχά. Η γραμματική με μπερδεύει και συχνά ντρέπομαι να μιλήσω ακόμα και όταν μπορώ να καταλάβω τι λένε οι άλλοι. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα μάθαινα να μιλάω ελληνικά όταν ήμουν μικρή και ο εγκέφαλός μου πιο εύπλαστος.
• Η ζεστασιά και η εξυπνάδα είναι, νομίζω, καθοριστικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Η πνευματικότητα, η ευγένεια και η στοργή εκτιμώνται στην ελληνική κουλτούρα και αυτός είναι ένας σπάνιος συνδυασμός. Οι Έλληνες είναι επίσης ανθεκτικοί και γενναίοι, άντεξαν πολλαπλές οικονομικές κρίσεις, αντιστάθηκαν σε τυράννους – υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος αυτοπεποίθησης και συμπόνιας που προκύπτει όταν έχεις υπομείνει κακουχίες.
• Νομίζω ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική, παρά την πρόσφατη ψήφο υπέρ της ισότητας στον γάμο. Αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, υπάρχουν Πολιτείες στις ΗΠΑ όπου είναι παράνομο να λες τη λέξη «γκέι» στα σχολεία – κι αυτό όχι για να προστατεύσουμε τους μαθητές από την παρενόχληση αλλά για να τους εμποδίσουμε ακόμη και να μάθουν τι είναι ομοφυλοφιλία.
• Από πολλές απόψεις τα Εξάρχεια έχουν αλλάξει τρομερά από τότε που ήρθα πρώτη φορά εδώ ως έφηβη, και κατά άλλους τρόπους παρέμειναν ίδια. Στον πυρήνα του ήταν πάντα ένα μέρος όπου οι νέοι αγωνίζονταν γι’ αυτό που πίστευαν, από τις Ταξιαρχίες του Βύρωνα του εμφυλίου και το Πολυτεχνείο μέχρι τους σημερινούς μαχητές κατά του gentrification. Το ιδανικό της γειτονιάς παραμένει. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν συνελεύσεις, ακόμα οργ��νώνονται, κάνουν πάρτι και φεστιβάλ για την κοινότητα. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που υπερασπίζονται τη γειτονιά, εξακολουθούν να περπατάνε μπροστά από τα απομεινάρια των καμένων αυτοκινήτων. Η γειτονιά εξακολουθεί να προσελκύει ανθρώπους που πιστεύουν στην ελευθερία και στην έκφραση, θέλουν να συμμετάσχουν στην οικοδόμηση μιας κοινότητας. Έζησα πολλά χρόνια στο Μανχάταν που πλέον έχει εξευγενιστεί με ξεδιάντροπο τρόπο. Κανείς δεν πολέμησε αυτό το τρομακτικό κύμα εκτοπισμού των κατοίκων, όπως το πολεμούν οι άνθρωποι εδώ. Το East Village και το Lower East Side κατακλύστηκαν από έναν αηδιαστικό πληθυσμό, από τέρατα εξουσιοδοτημένα να διώξουν οικογένειες, εργαζομένους και καλλιτέχνες. Ξέρω ότι στα Εξάρχεια ανεβαίνουν τα ενοίκια, ότι ξεπροβάλλουν χίπστερ μπουτίκ, ότι το σχέδιο για το μετρό έχει κυριολεκτικά κλονίσει τα θεμέλια της γειτονιάς, αλλά οι οικογένειες και οι εργαζόμενοι και οι καλλιτέχνες κρατούν ακόμα γερά.
• Η τέχνη και η αγάπη έχουν μια δύναμη που κινητοποιεί και προστατεύει τους ανθρώπους από την απόγνωση. Ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες οι άνθρωποι συνεχίζουν να τραγουδούν, να γράφουν, να κάνουν τέχνη, να μαζεύονται και να ονειρεύονται λύσεις για τα προβλήματά τους. Αυτές είναι βαθιά ανθρώπινες αντιδράσεις. Μια κουλτούρα που δίνει αξία στον υπερατομισμό δεν πρόκειται να επιβιώσει, θα παραδοθεί σε μηχανές ή σε ανθρώπους που συμπεριφέρονται σαν μηχανές. Αυτό το βλέπουμε τώρα στον ακραίο ατομικισμό και στην πόλωση των Ηνωμένων Πολιτειών. Το γράψιμό μου αφορά ανθρώπους που καταλαβαίνουν τι διακυβεύεται όταν παραδίδουν την ανθρωπιά τους σε ιδρύματα. Αφορά ανθρώπους που ξέρουν πότε να πολεμήσουν και πότε να στρέψουν το βλέμμα τους αλλού και να χτίσουν κάτι νέο.
• Η Αθήνα είναι κοσμοπολίτικη, όπως η Νέα Υόρκη. Οι άνθρωποι έρχονται από παντού να εγκατασταθούν εδώ, τους μεταμορφώνει η πόλη, κι αυτοί με τη σειρά τους μεταμορφώνουν την πόλη. Ο σύντροφός μου (σ.σ. ο ζωγράφος Marc Lepson) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και υπάρχει μια ποιότητα στην προσωπικότητά του που οφείλεται στο ότι έζησε εκεί μια ολόκληρη ζωή. Νιώθω ακόμα, όπως έγραψα στους Κράχτες, ότι η Αθήνα είναι ένα εσωτερικό τοπίο που επιτέλους έγινε ορατό και αισθάνομαι την ανακούφιση αυτού του ορατού τοπίου κάθε μέρα. Αλλά διστάζω να αποκαλέσω τον εαυτό μου «Αθηναία» γιατί δεν μεγάλωσα πίνοντας νερό εδώ, δεν έμαθα εδώ να χορεύω, δεν είδα εδώ το Dolce Vita, δεν ανέπνευσα τα δακρυγόνα στον δρόμο κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων. Τα έχω κάνει όλα αυτά εδώ, αλλά δεν τολμάω να πω ότι ξέρω πώς είναι να είσαι στ’ αλήθεια Αθηναία. Μπορώ να πω μόνο ότι αυτή η πόλη έχει αφομοιώσει την καρδιά και το μυαλό μου, ότι με έχει μεταμορφώσει, και ελπίζω ότι κάθε έργο τέχνης που παράγω μπορεί να καθρεφτίζει την ομορφιά και την πολυπλοκότητα αυτού του τόπου.
Οι Κράχτες της Cara Hoffman θα κυκλοφορήσουν την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά.
✔ Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
4 notes
·
View notes
Text
Ακούστε τώρα τι γίνεται..
Ήμουν από μικρή κολλημένη με αυτήν εδώ την εφαρμογή μέρα νύχτα, από εδώ γέλασα, από εδώ έκλαψα, από εδώ γνώρισα κόσμο, κ ερωτεύτηκα.. εδώ ξεκίνησα να γραφω χωρίς να φοβάμαι αν θα κριθώ.
Κάποια στιγμή λοιπόν, ήμουν ευτυχισμενη.. δεν ποναγα πια, δεν έκλαιγα, δεν πάθαινα κρίσεις.. είχα τον ανθρωπο μου. Μια μεγάλη όμορφη υγειής σχεση.
Πέρασα όμως πανεπιστήμιο Αιγαίου, ήρθα Μυτιλήνη. Δεν ήθελα στην αρχή, μα ήρθα. Εδώ με ακολούθησε κ ο άνθρωπος μου, όμως κατάλαβα ότι πλέον ήμουν μαζί του από συνήθεια..
Χώρισα, ξεκίνησα να παθαίνω κρίσης, πήγαινα σχολή, είχα άγχος, έπιασα δουλειά, γνώρισα κόσμο, έκανα φίλους, ξανά ενθουσιάστηκα κ ένιωσα ότι μπορώ κ μόνη μου. Για λίγο καιρό χάθηκα, άλλαξα παρέες, κ κόλλησα με άτομα που δεν περίμενα να κολλήσω. Έκανα πράγματα που δεν περίμενα ποτε να κανω και ένιωσα πως με χάνω. Κρίσεις, άγχος, κλάμα, ποτο, τσιγάρα, γέλια, χορός, πολύ χορός κ ξενυχτι, μεθύσια κ πάλι ένιωθα άδεια.
Κ τότε τον είδα, μια μουντή μέρα χωρίς νόημα κ ψιλόβροχο τον είδα μπροστα μου. Τα ξεχασα όλα κ όλους, τον σκεφτόμουν κ τον έψαχνα αλλά δεν μπορούσα να τον βρω πουθενά. Όταν τον ξανά είδα πήγα κοντά του με κοίταξε με τα όμορφα μαύρα μάτια του, μου φίλησε το χέρι σα να βγήκαμε από παραμύθι, ζήτησα τα σοσιαλ κ το κινητό του κ έφυγα από το μαγαζί. Στο άλλο μαγαζί με κράτησε στην παρέα μας δίπλα του, όλο το βράδυ μιλούσαμε, γελάγαμε κ πίναμε, με πήγε σπίτι, με φίλησε, κάναμε έναν ερωτα βγαλμένο από μυθιστόρημα, κοιμηθήκαμε κ την επόμενη εγώ έφυγα για Αθήνα.
10 μέρες μακριά μιλούσαμε ασταμάτητα. Τον ήθελα. Το ήξερα ότι την είχα πατήσει. 3 χρόνια μετά από μια μεγάλη σχεση, ρουτίνα, χωρισμό, κρίσεις κ κλάμα, το ένιωσα ξανά.. ένιωσα τις πεταλούδες στο στομάχι μου.. τον ήθελα. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω στο νησί που μου χάρισε μια νέα οικογένεια κ ένα μεγάλο ερωτα. Γύρισα κ από τότε ήμασταν αχώριστοι, ένα βράδυ όπως ��μουν ξαπλωμένη στη αγκαλιά του τον ακουω να με ρωτάει «θα το ζήσουμε;» Τον κοιταω, χαμογελάω κ του γνέφω καταφατικά, «οι 2 μας;» με ρωτάει, «μόνο εγώ κ εσυ» του λέω κ χαμογελάω.
Το επόμενο βράδυ, τον άκουσα να μου λέει πως είναι ερωτευμένος μαζί μου κ έτσι οι πεταλο��δες στο στομάχι μου άρχισαν να φτερουγίζουν κ να χορεύουν σαν τρελές.
«Είμαι ερωτευμένη μαζί σου» του είπα με δάκρυα χαράς στα μάτια. Και από τότε όλες οι τρέλες, όλα τα γέλια, όλα τα ποτά κ τα ξενύχτια είχαν νόημα, και αυτό γιατί ήταν αυτός.
Οι κρίσεις που πάθαινα καθημερινά εξαφανίστηκαν, ήμουν ξανά ευτυχισμένη, ολοκληρωμένη, είχα ότι ήθελα κ με το παραπάνω..
Μέσα σε 1 μήνα συνειδητοποίησα πως τον αγαπώ, το πιο τρελό κ όμορφο ταξίδι της ζωής μου με οδήγησε εδώ που είμαι.. κάθε λεπτό μακριά του πονούσε κ κάθε ώρα μαζί του περνούσε σαν λεπτό.. «μόνο εσυ κ εγώ» μου έλεγε «μόνο εμείς οι 2 του απαντούσα». Το ήθελα τόσο πολύ έκανα όνειρα κ έκανε κ αυτός.
Κ ξαφνικά από το 0 στο 100, εξαιτίας μιας παρεξήγησης, μιας κοπέλας από το παρελθόν του που θεώρησε σωστό να μπει στη μέση κ να επαναφέρει ότι έχει ειπωθεί μεταξύ τους, τον είδα να κοπανάει την πόρτα του σπιτιού κ να μου λέει «τα λέμε καλά να περνάς». Έτσι απλά, σαν να είχαμε μια απλή σχεση, θέλει διάλειμμα κ εγώ θα του το δώσω.. βγήκα ο φταίχτης σε ένα παιχνίδι άλλης χωρίς να μπορώ να βρω το δίκιο μου. Τον άκουσα να μου λέει πως δεν με εμπιστεύεται.. κλαιω κ πονάω, δεν τρώω κ αν φάω κανω εμετό. Έπαθα κρίση 1 μήνα μετά την τελευταία.
Κ κάπως έτσι είμαι ξανά εδώ.. σχεδόν ένα χρόνο μετά, ξανά γραφω γιατί ο πόνος, μου ξανά συστήθηκε με άλλο όνομα αυτή τη φορά κ εγώ δεν μπορώ να το διαχειριστώ μόνη μου αυτή τη φορά..
Γραφω γιατί ελπίζω ότι οι φίλοι μας έχουν δίκιο, ότι θα ξεχαστεί όλο αυτό κ θα τα καταφέρουμε. Είμαι εδώ γιατί δεν θέλω να τα πω σε αυτόν άρα καπου πρέπει να τα βγαλω όλα αυτά.. τον αγαπάω κ θα περιμένω γιατί χωρίς αυτόν η ζωή μου εδώ θα ήταν όπως η μέρα που τον γνώρισα, μουντή χωρίς νόημα κ με ψιλόβροχο..
17 notes
·
View notes
Text
ΣΎΝΔΕΣΜΟΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΌΣ
Προτιμώ να με διαλύσω ολόκληρη και να στραγγίξω το αίμα τούτο που κυλάει μέσα μου,
παρά να σε αφήσω να με αγγίξεις.
Προτιμώ να σε δω να υποφέρεις και να εγκαταλείπεις.
Μονάχα για να δεις πως ειναι.
Αν και πάλι δεν περιμένω να καταλάβεις πως είναι ένας άνθρωπος να φθείρεται.
Προτιμώ να βγάλω τα μάτια μου τα καστανοκόκκινα και να τα θάψω στο πιο όμορφο δάσος που θα βρω σε αυτό μου το ταξίδι,
παρά να σε κοιτάξω.
Τα έκανες να κλαίνε τόσο και ε�� τέλει να με χάσω.
Αν και πάλι δεν σε ένοιαξε, με έκανες να αλλάξω.
Προτιμώ να γεμίσω το στόμα μου αράχνες μαύρες και άραχλες και να τις αφήσω να υφάνουν όμορφα τον ιστό τους,
της μύγας η παγίδα.
Παρά να αφήσω ξανά τα χείλη μου τα ακουμπήσουν την σαπίλα των δικών σου.
Σαπίλα που αμαύρωσε κάθε όμορφη λέξη...
Σαπίλα που με κυρίευσε και έγινα και εγώ έτσι...
#greece#greek blog#greek poetry#hlliana#γκρικ μπλογκ#hllianas visions#visions of hlliana#σκεψεις#ελληνικα#ελληνικο tumblr#ημερολογιο#ηλλιανα#γρεεκ ποεμ#γρεεκς#γρεεκζ#ελληνικά#γκρικ τεξτ#γκρικ ταμπλερ
2 notes
·
View notes
Text
Ταξίδι για να σε βρω...
5 notes
·
View notes
Text
Υπάρχουν βιβλία που μας σημαδεύουν.
Υπάρχουν συγγραφείς που νιώθουμε ότι μας μιλάνε μέσα από τους ήρωές τους.
Υπάρχουν βιβλία που μας απογοητεύουν.
Είτε γιατί είχαμε μεγάλες προσδοκίες από αυτά, είτε γιατί πέσαμε πάνω τους σε λάθος χρόνο, και πολλές φορές και τόπο.
Υπάρχουν συγγραφείς με τους οποίους δημιουργούμε ένα δεσμό με τα χρόνια, επισκεπτόμαστε συνεχώς το συγγραφικό τους σύμπαν, ανοιγοκλείνουμε τα φώτα και τις πόρτες μέσα στα χάρτινα παλάτια που χτίζουν για να μας υποδεχτούν. Πότε περνάμε καλά, πότε όχι, πότε καταλαβαίνουμε γιατί νιώθουμε όλα αυτά που νιώθουμε, είτε όμορφα είτε άσχημα· γιατί και τα άσχημα συναισθήματα έχουν σημασία και μπορούν να είναι πολύ έντονα, πότε πάλι δεν καταλαβαίνουμε εκείνη τη στιγμή τι συμβαίνει μέσα μας, αλλά ο σπόρος έχει πέσει. Και ��ίναι πλέον θέμα χρόνου να ανθίσει.
Και κάποιες άλλες φορές ανοίγουμε ένα βιβλίο ενός τελείως άγνωστου σε εμάς συγγραφέα και μας πλημμυρίζουν τόσα συναισθήματα, αναρωτιόμαστε που ήταν κρυμμένος αυτός ο μικρός θησαυρός, βουτάμε όλο και πιο βαθιά σελίδα σελίδα στην θάλασσα αυτή που λες και είναι εκεί μόνο για εμάς, και ο χρόνος διαστέλλεται, ο χώρος αλλάζει γεωμετρία, οι υπόλοιπες ανάγκες μας παραγκωνίζονται, υπάρχει μόνο αυτός ο χάρτινος κόσμος και εμείς υπάρχουμε μόνο για να τον κοινωνήσουμε.
Πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Ιβάν Κλίμα το Σάββατο. Ξεκίνησα να το διαβάζω αφήνοντας στην άκρη τον Δούναβη του Κλαούντιο Μάγκρις. Όχι πως δεν είναι καλό βιβλίο. Αλλά ο ρυθμός του αυτή τη στιγμή δεν μου ταίριαζε. Και το ένιωσα στις 50 πρώτες σελίδες. Θα έρθει η ώρα του.
Το βιβλίο του Κλίμα δεν ήθελα να τελειώσει. Και ταυτόχρονα ήθελα να φτάσω μέχρι το τέλος, να χωθώ τελείως μέσα στην ιστορία, να δω τι θα απογίνουν οι ήρωές του, να δω πως θα κλείσουν, αν κλείσουν, οι εκκρεμότητές τους. Γιατί τελικά όλοι μας ζούμε στην κόψη μιας εκκρεμότητας, στην κόψη μιας απόφασης. Πολλές φορές την παίρνουμε αμέσως. Για να οδηγηθούμε αναπόδραστα και αναπόφευκτα σε ένα καινούριο δίλημμα. Άλλες φορές καθυστερούμε. Οι λόγοι πολλοί. Ο συνηθέστερος είναι ότι φοβόμαστε. Φοβόμαστε να κάνουμε το βήμα στο κενό, το leap of faith.
Ο Κλίμα στο βιβλίο του μας φέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας. Με τον καθρέφτη μας. Χωρίς διδακτισμούς. Χωρίς εξάρσεις. Χωρίς κραυγές. Χωρίς εντάσεις. Αγκαλιάζει με τρυφερότητα τους ήρωές του, στέκεται με σεβασμό και ενσυναίσθηση απέναντι στα προβλήματά τους, προσπαθεί όχι απλά να τους κατανοήσει, αλλά να τους δείξει ότι σε αυτό το ταξίδι που είναι η ζωή μας δεν είναι μόνοι. Ότι κανένας δεν αξίζει να είναι μόνος.
Ο Κλίμα από τα δέκα μέχρι τα δεκατέσσερά του χρόνια βρέθηκε με την οικογένειά του έγκλειστος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τέρεζιν. Σκέφτηκα τελειώνοντας το βιβλίο την ταινία του Ρομπέρτο Μπενίνι Η ζωή είναι ωραία. Θυμήθηκα την κυρία Νάκη Μπέγα, την γιαγιά της φίλης μου της Έστερ που επιβίωσε και αυτή από το Άουσβιτς όπου έχασε τη μητέρα και τις αδερφές τις.
Στην βιογραφία του Κλίμα αναφέρεται ότι είχε έναν αδερφό. Δεν κατάφερα να βρω τι απέγινε. Αν γλύτωσε μαζί με τον Ιβάν και τους γονείς τους ή αν πέθανε στο Τέρεζιν. Δεν ξέρω αν έχει και σημασία. Φαίνεται σε όλο το βιβλίο, παρότι δεν είναι το β��σικό θέμα του, ότι το τραύμα που άφησε στην ψυχή του το Ολοκαύτωμα δεν θα κλείσει ποτέ. Είτε επέζησε ο αδερφός του είτε όχι.
Ψυχή.
Αυτήν αναζητάει ο Κλίμα. Ή μάλλον όχι, δεν την αναζητάει. Αναρωτιέται για τη φύση της. Για το νόημά της. Είχα γράψει κάποια στιγμή πριν από χρόνια πως η ψυχή είναι η ψευδαίσθηση που κάνει ανεκτές όλες τις υπόλοιπες. Τώρα δεν ξέρω. Αλήθεια δεν ξέρω. Βλέπω τον κόσμο μας να θάβεται κάτω από τόνους σκουπιδιών, υλικών και άυλων, και πραγματικά δεν ξέρω αν υπάρχουν άλλες ψευδαισθήσεις πια. Αν υπάρχουν άλλες ελπίδες για ένα, όχι καλύτερο, αλλά υπαρκτό μέλλον.
Ή αν φτάσαμε στο τέλος.
"Αθετούμε πανάρχαιους νόμους μέσα μας, πιστεύοντας ότι μπορούμε να το πράττουμε ατιμώρητοι. Μήπως δεν πρέπει να επιτρέπονται όλα στον άνθρωπο που βαδίζει προς ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία, προς τα ουράνια που ονειρεύ��ται? Κυνηγάμε ο καθένας μας χωριστά και όλοι μαζί το όραμα της επίγειας μακαριότητας, και ταυτόχρονα επιβαρυνόμαστε με ενοχές, και ας αρνούμαστε να τις παραδεχθούμε. Όμως τι είδους μακαριότητα μπορεί να απολαύσει ένας άνθρωπος που η ψυχή του είναι φορτωμένη με ενοχές? Δεν του μένει παρά να νεκρώσει η ψυχή μέσα του και να προστεθεί στο πλήθος εκείνων που περιπλανιούνται στον κόσμο ψάχνοντας να γεμίσουν το κενό που απλώθηκε μέσα τους, στη θέση της ψυχής που θανάτωσαν. Ο άνθρωπος έχει πάψει να αντιλαμβάνεται τη σχέση ανάμεσα στον τρόπο που ζει και τη μοίρα του σύμπαντος, μοίρα που φοβάται και θρηνεί καθώς καταλαβαίνει ότι θα τον οδηγήσει στην Αποκάλυψη."
07.11.24
0 notes
Text
Ο χαμός ενός άρρωστου μυαλού
Η μητέρα μου πάσχει από κατάθλιψη. Το γνωρίζω από τα 13 μου. Ήταν πολλές οι φορές που ήμουν εγώ αυτός που της πήγαινε το χάπι της ή κάποιο ζάναξ για να μπορέσει να ηρεμήσει λίγο το μεσημερί.
Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια είχε την Γιαγιά. Ήταν η κολώνα της, ο βράχος της, ο φάρος της στην σκοτεινή της θάλασαα. Μπορεί να υπήρχε αποκλειστικά και μόνο αγάπη στην σχέση τους, χωρίς παράπονα και μυστικά μεταξύ τους. Αλλά η σχέση τους ήταν αποπνικτική. Η μάνα μου είχε την ανάγκη να βρίσκεται συνέχεια με την Γιαγιά, σε τέτοιο βαθμό που της έλεγε ότι αν πεθάνει, θα την αφήσει μόνη της.
Και έτσι έγινε…
Η Γιαγιά πριν δυόμισι χρόνια «έφυγε». Πήγε να βρει τον Παππού. Έμεινε πολλά χρόνια μακριά του και της έλειψε. Αυτό έλεγα και ακόμα λέω στον εαυτό μου για να νιώθω λίγο καλύτερα όποτε με πιάνω μα βουρκώνω.
Όμως, πριν ακόμα φύγει η Γιαγιά, είχε φύγει η μάνα μου. Ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα της Γιαγιάς, αλλά δεν μπορούσε να το αποδεχθεί. Η κατάθλιψη μαζί με το πένθος που ακολούθησε λόγω της απώλειας την έκανε ακόμα πιο δύσκολη περίπτωση για τους γιατρούς.
Σήμερα, δυόμισι χρόνια μετά απο τον θάνατο της Γιαγιάς και την έναρξη της βαριάς φαρμακευτικής αγωγής της μάνας μου, ακόμα δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι της πολλές φορές.
Μου λέει πολλές φορές πως θέλει να πεθάνει, γιατί δεν αντέχει άλλο τον πόνο. Δεν αντέχει στην ιδέα ότι δεν θα ��ίναι ποτέ ξανά ο εαυτός της. Το μόνο που την σταματάει είμαστε εγώ και ο αδερφός μου. Δεν θέλει λέει να μας αφήσει μόνους να πονάμε.
Δεν μπορώ να κρύψω ότι η σκέψη του να την βρω άψυχη μια μέρα στο πάτωμα με στοιχειώνει κάθε πρωί που ξυπνάω και κάθε βράδυ που ξαπλώνω. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι η μάνα μου, ένας ασθενής με χρόνια κατάθλιψη και αυτοκτονικά επεισόδια, μπορεί μια μέρα να κάνει τα λόγια της πράξη. Και αυτό με φοβίζει.
Για αυτό χαμογελάστε, σας παρακαλώ. Περνάμε όλοι πολλές δυσκολίες, κακές στιγμές, και ζούμε σε περίεργες εποχές. Αλλά δεν κάνει κακό να χαμογέλαμε και να προσπαθούμε για την επόμενη μέρα.
Για αυτό λοιπόν, σε σένα που μπορεί να το διαβάζεις αυτό, πήγαινε μίλα στην κοπέλα που σου αρέσει ή το αγόρι, κλείσε το ταξίδι που γλυκοκοιτάζεις όλο αυτον τον καιρό, πήγαινε στην συναυλία, έστω και μόνος σου, κάνε το ταττουάζ που επεξεργάζεσαι τόσο καιρό.
0 notes
Text
Γιώργος Γραμματικάκης, 1939 - 2023: Σέρφινγκ στα αστέρια
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1995 στο περιοδικό «Γυναίκα», όπου δούλευα. Χρειάστηκε να συναντηθώ μαζί του πολλές φορές στην Κρήτη και στην Αθήνα για να βγει αυτό το πορτραίτο. Εκείνη την εποχή ο Γιώργος Γραμματικάκης ήταν λαμπρός πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και είχε βγάλει το πρώτο του βιβλίο που έγινε αμέσως μπεστ - σέλερ, την περίφημη «Κόμη της Βερενίκης». Δεν ήταν εύκολη η πρώτη επαφή, μου αρνήθηκε πολλές φορές τη πρώτη συνάντηση. Από τότε όμως που συναντηθήκαμε μια μεγάλη φιλία αναπτύχτηκε μεταξύ μας που κράτησε μέχρι τη στιγμή που έφυγε από τη ζωή.
Γιώργος Γραμματικάκης: Μια συνάντηση από την Κρήτη στην Αθήνα
Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιώργος Γραμματικάκης, καθηγητής στο Φυσικό Τμήμα και συγγραφέας του συναρπαστικού βιβλίου «Η κόμη της Βερενίκης» εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η ζωή είναι ωραία κάτω από τον θερινό ουρανό της Κρήτης. Ένα διαστρικό ταξίδι στον πιο αινιγματικό κβάζαρ της Ελληνικής κοσμολογίας.
Στις 6 Αυγούστου 1995, το καλοκαίρι δεν σταμάτησε στην Αθήνα. Έφυγα για να το βρω. Συνήθως δεν θυμάμαι ημερομηνίες αναχωρήσεων, τα ταξίδια, άλλωστε, γίνονται για να ξεχνάς, θυμάμαι όμως αυτήν καθώς κρατώ ακόμα το απόκομμα της εφημερίδας που έκοψα εκείνο το βράδυ στο κατάστρωμα του οχηματαγαγωγού "Άπτερα". Τα Άπτερα ήταν μια αρχαία πόλη πάνω από το λιμάνι της Σούδας, στα Χανιά, που χάθηκε. Τώρα έχει γίνει καράβι. Το καράβι που με ταξιδεύει στο νησί. Στον τόπο που επιστρέφω γιορταστικά δυο-τρεις φορές τον χρόνο, επειδή εκεί κάτω κάνει πάντα όση ζέστη χρειάζομαι και οι εποχές διαρκούν όσο πρέπει να διαρκέσουν. Η νύχτα ήταν μεγάλη και αλμυρή στο κατάστρωμα, το πλοίο κατευθυνόταν αργά προς τον Νότο, το φεγγάρι έκανε παιχνίδι στις κουπαστές. Αγόρασα ένα καραβίσιο καφέ και την πιο παχιά εφημερίδα που βρήκα για να περάσει η νύχτα και βγήκα έξω. Ένα ζευγάρι Γερμανών δίπλα μου έκανε την τελευταία επανάληψη του Μινωικού πολιτισμού λίγο πριν από τις εισαγωγικές, μια χοντρή κυρία έπλεκε πουλόβερ Αύγουστο μήνα, ένα πιτσιρίκι έψηνε κάτι γλάρους να δοκιμάσουν τη νέα παγωτοσοκολάτα της Δέλτα. Άνοιξα την εφημερίδα. Από μια σπάνια συντυχία το μάτι μου σταμάτησε σ’ ένα κείμενο ό,τι έπρεπε για την αέρινη επιπολαιότητα του καραβιού. Κάποιος πρότεινε ένα ρομαντικό σέρφιγκ στ’ αστέρια. Ο Γιώργος Γραμματικάκης, ο πιο νηφάλιος και δροσερός επιστήμονάς μας, έσπαγε για άλλη μια φορά τη μονοτονία των επιφυλλίδων του Βήματος με το γνώριμο μπιγκ μπαγκ της γραφής του. Εκεί που ο θερμόπληκτος, από γεγονότα, αναγνώστης παρακολουθούσε αφασικά την επικαιρότητα να κάνει κουρασμένους κύκλους ανάμεσα σε απεργίες λιμενεργατών και καμένη γη, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης αποφάσιζε να τον καλμάρει με ένα αιφνίδιο ντους. Να του ξαναθυμίσει ό,τι δεν έχει πια θέση στη μνήμη, όπως το νόημα του έναστρου θερινού ουρανού. «Καθώς το καλοκαίρι κατοικεί ήδη στα σώματα και στις ψυχές μας», έγραφε, «είναι η στιγμή να αναλογισθούμε τα όμορφα και φοβερά του νυχτερινού ουρανού, τα απέραντα μυστήριά του. Μακριά από τις μεγάλες πόλεις, σε παραλίες και σε νησιά, σε ήρεμους βραδινούς περιπάτους και σε κουβέντες, καθώς το πλοίο διασχίζει μια νύχτα το Αιγαίο και το Ιόνιο, ή εκεί που ένα βουνό τυλίγει με τη δροσιά του τους επισκέπτες, ο έναστρος ουρανός, αιώνιος και αινιγματικός, υπάρχει και πάλι. Υπήρχε όλο τον χρόνο. Ωστόσο, τα φώτα της πόλης και η ρύπανση της ατμόσφαιρ��ς ή των αισθημάτων, ακυρώνουν τη λαμπρή του παρουσία, τα μηνύματα και τους μύθους που κουβαλά… Των σημερινών θνητών τα πάθη, ακόμα κι αν είναι καθηγητές στα πανεπιστήμια, είναι ταπεινά και χωρίς αισθητική. Εκείνα του ουρανού, έχουν τη μαγεία ενός κόσμου φανταστικού…» . Το κείμενο, υπόδειγμα ποιητικού λόγου και πνευματικής αρχοντιάς, ξεναγούσε τον ανυποψίαστο αναγνώστη σε ιστορίες πάθους για θεούς και θνητούς του μυθολογικού ουρανού, αλλά και στα μυστήρια του ατέλειωτου Σύμπαντος, σε ερυθρούς γίγαντες και λευκούς νάνους, στον αυγουστιάτικο Σκορπιό και τον εκτυφλωτικό Αντάρη, στον Αλντεμπαράν και τον Ωρίωνα του πραγματικού ουρανού. Ευτυχώς, υπάρχει κόσμος που συγκινείται ακόμα με τέτοιες «ειδήσεις». Τις επόμενες ημέρες οι εφημερίδες χαρακτήριζαν τα αποσπάσματα που αναδημοσίευαν «νηφάλια ταξίδια γνώσης και αισθητικής» και τον συγγραφέα τους «ταξιδευτή του ουρανού».
Έκοψα το απόκομμα και το φύλαξα στην τσέπη μου με τη βεβαιότητα ότι θα το ξαναχρειαστώ. Το πρωί θα βρισκόμουν στα Χανιά. Από την έδρα του Πανεπιστημίου Κρήτης θα με χώριζε μόνο ένας νομός. Θυμάμαι κάποτε σε μια συνέντευξή του και στην απορία του δημοσιογράφου πώς χάνεται η γοητεία των μύθων του ουρανού στις μέρες μας, είχε προτείνει το ουτοπικό: «Θα προτιμούσα να βγάλω μερικά μαθήματα από τα σχολεία και να βάλω στη θέση τους τούς μύθους των αστερισμών που είναι συναρπαστικοί. Υπάρχει σ’ αυτούς ποίηση, συμβολισμός, φόβος. Οι μαθητές να κάνουν μαθήματα στην ύπαιθρο, παρατηρώντας τ’ αστέρια και κάποιος να τους εξηγεί τους μύθους. Είναι προτιμότερο να περνάνε μερικές νύχτες του χρόνου μ’ αυτό τον τρόπο, από το να κάθονται κλεισμένοι σε μια αίθουσα χωρίς να μαθαίνουν τίποτα».
Καθώς το καλοκαίρι κατοικούσε ήδη στο σώμα και στην ψυχή μου, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να τηλεφωνήσω και με την ιδιότητα του «μαθητή» να μάθω αν υπήρχαν ακόμα θέσεις στο υπαίθριο νυχτερινό σχολείο!... Την επόμενη μέρα η πρυτανεία με διαβεβαίωσε ότι «ο κύριος πρύτανης απουσιάζει με άδεια», πρόλαβα ωστόσο να μάθω ότι «κινείται εντός Κρήτης». Από δημοσιογραφική διαστροφή τού τηλεφώνησα στο σπίτι του στο Ηράκλειο και του πρότεινα το τετριμμένο: «Θα μου δώσετε μια συνέντευξη, κύριε πρύτανη;» Η απάντηση ήταν η αναμενόμενη: «Λυπάμαι, έχω δώσει ήδη αρκετές, εξάλλου αύριο φεύγω στο Ατσιπόπουλο». Συνεχίζω την προσπάθεια: «Ούτε μια μικρή παραχώρηση σε μια συμπατριώτισσά σας, μάλιστα;» Επιμένει: «Α, μη μου θέτετε το θέμα σωβινιστικά, γιατί δεν είμαι καθόλου σωβινιστής». Είχα πέσει από το άλογο, αλλά ξανανέβηκα. «Καλά, όπως νομίζετε θα σας τηλεφωνήσω μια άλλη μέρα».
Εν τω μεταξύ, ο Αύγουστος έκανε κύκλους στο νησί. Κατά περίεργη σύμπτωση, κύκλους έκανε και το όνομα του άφαντου επωνύμου που κυνηγούσα. Φοιτητές, συνάδελφοι, συνεργάτες, κάποιοι φίλοι, συμπλήρωναν το πρώτο παζλ. Κάποιος μου διηγήθηκε στο fast-forward τη ζωή του. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο, όπου έζησε μέχρι τα γυμνασιακά του χρόνια. Από τις πιο γνωστές οικογένειες της πόλης, ο πατέρας του ήταν δημοσιογράφος και εκδότης της τοπικής εφημερίδας Μεσόγειος, η οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα την έκδοσή της από τον αδελφό του, Κώστα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έφυγε στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές, ασχολήθηκε με την έρευνα των δομικών συστατικών της ύλης στο Βασιλικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, απ’ όπου και έλαβε το διδακτορικό του. Εργάστηκε στον Δημόκριτο και στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών της Γενεύης, ασχολήθηκε επίσης με την αιολική ενέργεια, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ’80 βρέθηκε στο Χάρβαρντ, όπου ασχολήθηκε με την ιστορία της επιστήμης. Από το 1982 είναι καθηγητής στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης και από το 1990 πρύτανης του ίδιου πανεπιστημίου, στο οποίο σήμερα διανύει τη δεύτερη θητεία του. Η γυναίκα του, Εύα, είναι αρχαιολόγος και έχουν δυο παιδιά, τον 16χρονο Οδυσσέα και τη μεγαλύτερη Μαρία. «Στη Μαρία και τον Οδυσσέα. Στ’ άλλα παιδιά» αφιέρωσε και το πρώτο του βιβλίο, την περίφημη Κόμη της Βερενίκης, που κυκλοφόρησε το ’90 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και σήμερα βρίσκεται στην ένατη έκδοση.
Η Βερενίκη, γυναίκα του πάθους, της μοίρας και της νοσταλγίας, αλλά και έκρηξη αστρική, δάνεισε τον μύθο της στον συγγραφέα για να μας διηγηθεί τη συναρπαστική περιπέτεια της δημιουργίας από τη «μεγάλη έκρηξη» του Σύμπαντος στη σιωπηλή εξέλιξη της ζωής . Ένα βιβλίο που, όπως ο ίδιος στην εισαγωγή προειδοποιεί τον αναγνώστη, «δεν γράφτηκε για να τον διδάξει, αλλά για να του μιλήσει». Ο Γιώργος Γραμματικάκης «δεν είναι μόνο άριστος δάσκαλος, αλλά και άριστος ομιλητής, δεν είναι μόνο φυσικός, είναι και ποιητής», σημείωνε στον πρόλογο του βιβλίο ο φίλος του φιλόλογος και αρχαιολόγος Στυλιανός Αλεξίου. Οι συμπατριώτες του, οι συνάδελφοί του, αλλά και ο ράφτης της οδού Ευγενικού ή ο «φιλόσοφος» των Αρχανών, θυμούνται ακόμα εκείνες τις εκπομπές του για το Σύμπαν και την εξέλιξή του στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ηρακλείου. «Οι ραδιοφωνικές του διηγήσεις», θυμάται ένας συνάδελφος του, «συνδύαζαν τη μεγαλοπρέπεια του διαστήματος με την ακρίβεια της επιστήμης. Είχε, όμως αυτό το σπάνιο ταλέντο να φέρνει στα μέτρα του ακροατή τις επιστημονικές αλήθειες και τα μυστήρια που κρύβει αυτή η τέχνη του ασύλληπτου που λέγεται Αστροφυσική. Αυτός ενδεχομένως ήταν και ο λόγος που ακούστηκαν και αγαπήθηκαν τόσο πολύ και από τόσο ανομοιογενές κοινό!» Και η μαρτυρία ενός πρωτοετούς τότε φοιτητή και σημερινού μουσικού: «Κλείναμε τα παντζούρια, ανοίγαμε το ραδιόφωνο και σε δέκα λεπτά βρισκόμασταν στο σαλονάκι τ’ ουρανού. Μαθαίναμε τα τελευταία νέα από το υπερπέραν, το τοπ-τεν του Σύμπαντος, σε τι στροφές παίζει ο Βέγας, πως ραπάρουν οι Κβάζαρς, τέτοια μαγικά ακούγαμε από τον Γραμματικάκη, τον γκραντ μάστερ του είδους! Ωραίες εποχές… Τι θέλει τώρα κι ανακατεύεται με τις πρυτανείες και τις συγκλήτους; Δεν πλήττει, ήθελα να ‘ξερα;» Ωστόσο, ο κύριος πρύτανης έχει τη δική του κυβερνητική. «Κάθε μεγάλος έρωτας έχει ένα τέλος. Ή μια συνεχή αρχή…» υποστηρίζει στη Βερενίκη του, κι έτσι από τις εκπομπές θα περάσει στις διαλέξεις. Αθήνα, επαρχία, μεγάλα ��αι μικρά χωριά της Κρήτης. Θυμούνται ακόμα αυτή την αεικίνητη φιγούρα με τα άσπρα μαλλιά, την αιώνια πίπα και τις δερμάτινες κρεμαστές τσάντες, προέκταση του ώμου του, να φτάνει στον τόπο της «μύησης», που μπορεί να ήταν μια πλατεία ή ένα σχολείο ή ένα χωράφι, να βγάζει τελετουργικά τα εργαλεία του, μια μηχανή προβολής, κάτι σλάιντ και μερικούς χάρτες, και μπροστά στον φακό να στήνει τον ίδιο πάντα γνωστό του άγνωστο: τον αινιγματικό ουρανό.
Οι αναμνήσεις της συγγραφέως Ρέας Γαλανάκη από εκείνες τις διαλέξεις περιγράφουν γλαφυρά την ατμόσφαιρα: «Ο φίλος μας σηκώθηκε, χαιρέτησε και άρχισε να μιλά. Όμως, ενώ επρόκειτο να μιλήσει για μαθηματικά, φαίνεται πως δεν άντεξε την πρόκληση κι άρχισε να κάνει τον ταχυδακτυλουργό και τον μάγο, τραβώντας μέσα από το μανίκι του μια μαύρη τρύπα κι έναν άσπρο νάνο, ή ��λέποντας μέσα σ’ ένα κοινό ποτήρι νερό, σαν μέσα από κρυσταλλένια σφαίρα, ένα κίτρινο δαχτυλίδι να περιβάλλει το πορτοκαλί του χρόνου…» Θρανία, διδασκαλίες, εκπομπές, διαλέξεις, «όλα έχουν ένα τέλος ή μια συνεχή αρχή».
Την άνοιξη του 1990, ο Γιώργος Γραμματικάκης αφού όργωσε γη κι ουρανό σαν αληθινός ταξιδιώτης, έκανε μια έτσι στην πυξίδα και άλλαξε ξανά πορεία. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου θέτει υποψηφιότητα για πρύτανης και εκλέγεται πανηγυρικά. Είναι τυχαίο που ο αστερισμός της Κόμης της Βερενίκης μεσουρανεί μόνο τον Μάιο για τους παρατηρητές του βόρειου ημισφαιρίου; Γεγονός, πάντως, είναι ότι αυτά τα χρόνια το Πανεπιστήμιο Κρήτης με τις πρωτοβουλίες, τα τολμήματα, αλλά κυρίως με το επιστημονική του δυναμικό απέκτησε τη φήμη και την αίγλη που του άξιζε. «Πιστεύω ότι το Πανεπιστήμιο Κρήτης», μου λέει ένας καθηγητής της βιολογίας, «οφείλει όχι μόνο την ελληνική, αλλά και τη διεθνή του φήμη, στη λαμπρότητα των επιστημόνων που έχει συγκεντρώσει και στη δουλειά που γίνεται». Σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν ότι πίσω από τη συσσώρευση αυτών των «αστεριών» υπάρχει η προσωπική δουλειά, το αλάνθαστο κριτήριο και η λάμψη δυο επιστήθιων φίλων: του Γιώργου Γραμματικάκη και του Φώτη Καφάτου, του πιο σημαντικού Έλληνα βιολόγου.
Η επίσκεψη στο Ατσιπόπουλο
Είχε περάσει σχεδόν μια εβδομάδα. Ο Αύγουστος έτρεχε ποτάμι από τα παράθυρα μέχρι κάτω τη θάλασσα. Το Ατσιπόπουλο είναι ένα μικρό χωριό, δυο χιλιόμετρα έξω από το Ρέθυμνο. Μικρά διώροφα σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο, μινιμαλιστικές αυλές, γιασεμιά στους τενεκέδες, νερά στους δρόμους, φωνές από τ’ ανοιχτά παράθυρα.
Το καλοκαίρι εδώ είναι ακόμα ερασιτεχνικό, οι τουρίστες δεν πίνουν το αίμα των παραθεριστών. Εδώ είναι και το σπίτι του Γιώργου Γραμματικάκη όταν έρχεται στην πρυτανεία του Ρεθύμνου, όταν χρειάζεται ξεκούραση ή τους δικούς του ανθρώπους. Όπως είχα απειλήσει, ξανατηλεφώνησα – το τηλέφωνο το βρίσκεις εύκολα στον κατάλογο. Αυτή τη φορά με πιο καλοκαιρινή διάθεση. Ήταν μεσημέρι. «Καλημέρα σας, κύριε πρύτανη, ο κόσμος εδώ ισχυρίζεται ότι απ το χωριό σας, βλέπεις πιο καλά το φεγγάρι που γεμίζει…» . Η ζέστη μειώνει τις αντιστάσεις, αλλά αυξάνει το χιούμορ. «Εγώ θα σας έλεγα ότι βλέπεις καλύτερα τη ζωή που παραθερίζει…» . Σε μια ώρα μου πρόσφερε παγωμένα σύκα στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Το σπίτι, ένα παλιό ανακαινισμένο διώροφο, με μικρά μπαλκόνια και παράθυρα που βλέπουν στο βάθος όλο το Ρέθυμνο, έχει τη γοητεία του καταφυγίου για τους φυγάδες του πολιτισμού. Καμιά πολυτέλεια δεν το κάνει όμορφο, παρά μόνο η αισθητική του. Κομψά έπιπλα, παλιές λάμπες, ξύλινες βιβλιοθήκες, ένα κομπιούτερ, στερεοφωνικά υψηλής πιστότητας. Πάνω στο γραφείο του θ’ ανακαλύψω τη ρήξη: Fear of Physics του Κράους, αλλά και το περιοδικό What Hi Fi, Τα Νοήματα της Εικόνας του Χατζηνικολάου, αλλά και το 4 Τροχοί. Αργότερα θα μου εκμυστηρευτεί ότι έχει περιοδικώς λόξες με διάφορα πράγματα. Κάποτε ήταν τα αυτοκίνητα, οι δερμάτινες τσάντες, τα ρολόγια τσέπης, τώρα είναι τα ηλεκτρονικά και τα τελευταία θαύματα της τεχνολογίας. Γνωρίζει όλα τα προϊόντα των ιαπωνικών πολυεθνικών, τους τύπους, τις δυνατότητές τους, την ισχύ τους, κανείς δεν καταλαβαίνει πού βρίσκει τον χρόνο. «Κοιμάμαι ελάχιστα», μου λέει, «φοβάμαι τη νύχτα.», μου δείχνει τα ηχεία, «Κοιτάξτε, αυτά εδώ τα μηχανήματα μόνο το BBC τα χρησιμοποιεί, αλλά που να το καταλάβετε εσείς σ’ αυτά τα περιοδικά που δουλεύετε…» «Γιατί», τον ρωτώ, «τι έχουν τα περιοδικά που δουλεύω;» Οπισθοχωρεί αλλά αντεπιτίθεται. «Μια χαρά είναι και τα διαβάζω όταν πέσουν στα χέρια μου. Να, προχθές διάβασα τη συνέντευξη της κυρίας Ντενίση και ομολογώ ότι με διασκέδασε όσο λίγα αριστοφανικά κείμενα». Ήμουν έτοιμη να ομολογήσω με τη σειρά μου ότι το ίδιο αριστοφανικά θα με διασκέδαζε και μένα η Φιλοσοφική Γραμματική του Βιτγκενστάιν που έβλεπα πάνω στην πολυθρόνα του, αλλά είχε ήδη μπει στην κουζίνα. Αν και καθηγητής, δεν έχει ακαδημαϊκό ύφος, αντίθετα είναι γήινος και ανθρώπινος, απλώς του αρέσει και επιδίδεται συχνά σ’ ένα ειρωνικό ζάπιγκ των πάντων. Στο λευκό φως της κουζίνας φτιάχνει καφέ, τον βλέπω να πηγαινοέρχεται από την κουζίνα στο καθιστικό, αργοπορώντας στο χωλ για να αλλάξει τον δίσκο στο πικάπ. Του ζήτησα να ακούσω τους Χαϊνηδες, ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε και υποστηρίχτηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Τους Χαϊνηδες άκουσα για πρώτη φορά» γράφει στο εσώφυλλο του πρώτου τους δίσκου ο Γραμματικάκης, «κατά την εορτή υποδοχής των πρωτοετών φοιτητών στη Σχολή Θετικών Επιστημών τον Οκτώβρη του 1990. Οι στίχοι και η μουσική τους κατέκτησαν αμέσως ένα αμφιθέατρο, που είχε την τραγική μοίρα να ονομαστεί αργότερα «Αμφιθέατρο Βασίλης Ξανθόπουλος», κατάμεστο από φοιτητές, υπαλλήλους του πανεπιστημίου και καθηγητές… Οι Χαϊνηδες δημιουργήθηκαν κατ’ ουσία μέσα στον φοιτητικό χώρο του πανεπιστημίου, στην πολιτιστική ανέχεια που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Ελλάδα και που αντανακλάται ιδιαίτερα στα πανεπιστήμιά της. Το αποτέλεσμα αυτούσιο δείχνει πως όταν υπάρχουν οι προϋπόθεσες, οι δημιουργικές ανησυχίες των φοιτητών βρίσκουν διεξόδους…»
Η μουσική πλημμυρίζει τον χώρο, φτάνει ως έξω στο μπαλκόνι, απ’ όπου χαζεύουμε τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνάνε, μιλάμε, πίνουμε καφέ. Δυο-τρεις γυναίκες στην απέναντι αυλή χαιρετάνε τον «κύριο καθηγητή», τον έχουν δει στην τηλεόραση, τον ξέρουν. Δεν είναι «δικός τους», όμως τον αγαπούν και τον σέβονται. Αγαπάνε αυτόν και όχι την επωνυμία του. Έχει μάλλον να κάνει με τον τρόπο ζωής του, με κάποιο προσωπικό στυλ, υποθέτω, με κάτι ακαθόριστο και εν τούτοις καθοριστικό. Ενώ λόγω ιδιότητας ζει καθημερινά βουτηγμένος στον πολτό των μήντια, στην ιδιωτική του ζωή επιβάλλει έναν ασκητισμό. Έχει την ευφυΐα ή την υγεία να ξαναβρίσκει την ανωνυμία του και να χαίρεται τα μυστικά του ιδιωτικού του βίου. Τον ερωτώ αν τον δέχτηκαν εύκολα σ’ αυτή την κλειστή κοινωνία του χωριού. «Δεν ξέρω», μου απαντάει λακωνικά. «Εγώ έτσι κι αλλιώς είμαι ξένος στη ζωή». Από τότε που ανέλαβε την πρυτανεία η ζωή του κόπηκε στα δυο. Στην ουσία είναι κάτοικος ενός Πεζώ 106. Ανεβοκατεβαίνει την εθνική οδό Ηρακλείου-Ρεθύμνου σαν να ‘ταν η σκάλα του σπιτιού του. Είναι τελειομανής, μεθοδικός, συνεπής, εργασιομανής μέχρι εκεί που δεν πάει, βρίσκει όμως σχεδόν πάντοτε χρόνο να αποδρά από το άσυλο της γραφειοκρατίας και της συνέπειας, να προδίδει τα προγράμματά του και να φεύγει. Σε μια παραλία του βόρειου άξονα, σε μια φιλική παρέα, στον αιώνιο Νότο της Σούγιας, σε μέρη που τον τρέφουν και τον ηρεμούν. «Καμιά φορά», μου εκμυστηρεύεται, «κατεβαίνω στην ταβέρνα της Ζαμπίας με τον Αντρέα και τον Πέτρο και το υπέροχο ενετικό φρούριο απέναντι ή στην ταβέρνα της Αγάπης, για μια κουβέντα μόνο». Η Αγάπη είναι μια γυναίκα της θάλασσας και της ζωής. Ψαρεύει, μαγειρεύει, σφύζει από ζωή. Ένα μεσημέρι την άκουσα να μας λέει: «Όταν πέθανε ο πατέρας μου, πήρε ένα κομμάτι θάλασσας μαζί του». Το βλέμμα της χάιδευε πάνω από τον ώμο μου το πέλαγος όπως το κύμα την απέναντι αμμουδιά.
Δεκαπενταύγουστος στο Λιβυκό πέλαγος
Η επιστροφή στη Σούγια, στην αρμονία του Λιβυκού, είναι θεσμός για τον Γιώργο Γραμματικάκη και την παρέα του τα τελευταία 15 χρόνια. Συγκεντρώνονται εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο. «Την πρώτη φορά», μου λέει, «βρεθήκαμε εκεί κάτω με τον Φώτη τον Καφάτο σαν ναυαγοί! Το�� ξέρεις τον Καφάτο; ‘Παράλληλη Ελλάδα’ κι αυτός! Ίσως από τους πιο σπουδαίους βιολόγους που έχει η Ελλάδα. Κι αυτός πολύ τιμημένος από το ελληνικό κράτος!... Πόσοι γνωρίζουν αυτή τη στιγμή ότι έχει μια από τις σημαντικότερες διεθνείς θέσεις; Είναι στην Χαϊδελβέργη, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Βιολογίας και ταυτόχρονα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Λοιπόν, ο Φώτης, ο Ηλίας ο Κούβελας από την Πάτρα, ο άνδρας της Ρέας της Γαλανάκη, ο Στέφανος Τραχανάς των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων, ο Ζουράρις, ο Πέτρος ο Δήτσας και διάφοροι άλλοι φίλοι μαζευόμαστε εκεί κάθε χρόνο και περνάμε μερικές μέρες στη θάλασσα». Κατέβηκα μια φορά μέχρι την Σούγια και τους είδα. Ο Γιώργος Γραμματικάκης ήταν εκεί με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και φυσικά τον σκύλο τους, τον Σείριο. «Εμένα δεν θα με ρωτήσεις», μου λέει η Εύα, η γυναίκα του, «πως τον υποφέρω», μισοαστεία-μισοειρωνικά. Όμως, η Εύα δεν μιλάει σε αγνώστους, πολύ περισσότερο σε δημοσιογράφους, ακόμα περισσότερο για τις προσωπικές της σχέσεις. «Οι σχέσεις», μου υπενθυμίζει, «υπάρχουν στην ψυχή ακριβώς για να περιφρουρούνται… Ό,τι επιπλέει στην επιφάνεια είναι ελαφρό και αφρώδες. Σαν το φελλό. Μακριά από μας…» Ό,τι πεις, Εύα.
Και μια συνομιλία
Από τις συναντήσεις μου με τον Γιώργο Γραμματικάκη, οι περισσότερες χωρίς μαγνητόφωνο, οι περισσότερες «εκεί που η ζωή παραθέριζε», υπήρξε και μία που μαγνητοφωνήθηκε. Είναι η παρακάτω:
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να διεκδικήσετε πριν από 5 χρόνια τη θέση του Πρύτανη στο Πανεπιστήμιο Κρήτης;
Γιατί έχω ταυτίσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου με το πανεπιστήμιο. Ήθελα να εκφράσω μαζί με πολλούς άλλους ένα πνεύμα που υπήρχε ίσως διάχυτο στο πανεπιστήμιο και να στηρίξω κάποιες προοδευτικές ιδέες. Δεν ήταν, πάντως, φιλοδοξία, που οπωσδήποτε υπάρχει με κάποια έννοια. Ήταν κάτι βαθύτερο και δυσκολότερο. Θα έλεγα μια ηθική εξανάσταση, κάποιος οραματισμός –παρ ’όλο που και αυτή η λέξη έχει εκφυλισθεί.
Τι σημαίνει για σας σήμερα πανεπιστήμιο;
Πιστεύω ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να ‘ναι νησίδες σε μια κοινωνία που παραπαί��ι. Αν καταβυθιστεί κι αυτή η νησίδα, δεν μένουν πάρα πολλά πράγματα. Επομένως, τα πανεπιστήμια πρέπει να δίνουν τον τόνο σε πράξεις ευθύνης και ήθους. Ακόμα κι αν αυτό πολλές φορές είναι πολύ δύσκολο μέσα στο γενικό κλίμα της απάθειας. Όμως, αυτό αποτελεί το λόγο της ύπαρξής τους. Όχι μόνο να διδάσκουν και να κάνουν έρευνα. Αυτό θέλαμε πραγματικά να βγει από το Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Και βγήκε, πιστεύετε; Τι σημαντικά πράγματα κάνατε;
Αυτά πρέπει να τα κρίνουν οι άλλοι. Είναι δύσκολο να δεις τι είναι σημαντικό, και όλα τα πανεπιστήμια έχουν πράγματα να υπερηφανεύονται. Προσωπικά, πιστεύω ότι ένα πανεπιστήμιο, εκτός από τα μαθήματα και τα κτίρια, είναι οι πρωτοβουλίες που μπορεί να πάρει, γιατί αναταράσσουν λίγο τα νερά. Και τέτοιες πρωτοβουλίες πήραμε. Δεν ήταν προσωπικές. Πολλές φορές εξέφραζαν κάποια υποσυνείδητη ανάγκη κοινωνική, και έτσι δρούσαν ως καταλύτης. Αυτές τις μέρες αποφοιτούν οι φοιτητές των ξένων πανεπιστημίων που καλέσαμε εδώ για ένα μήνα φέτος το καλοκαίρι. Διδάχτηκαν Αρχαιολογία, Ιστορία, Όμηρο. Θα μπορούσε η Κρήτη σε δέκα χρόνια να είναι κέντρο Παιδείας και Επιστήμης για κάποιους μήνες, να υπάρχει μια διεθνής επικοινωνία επιστημονική και εκπαιδευτική, να ξεφύγει το νησί από την τουριστική ευτέλεια. Εύχομαι το ελληνικό κράτος – η Περιφέρεια Κρήτης ήδη συμπαρίσταται – να αντιληφθεί τη σημασία της ιδέας. Προκηρύξαμε το Βραβείο Περιβάλλοντος, ίσως το πρώτο βραβείο που είχε προκηρυχθεί. Να ενισχυθούν κάποιοι άνθρωποι εδώ στην Κρήτη που προσπαθούν να σώσουν το περιβάλλον, το φυσικό ή το ανθρωπογενές. Το πρώτο βραβείο δόθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό στην Ιεράπετρα. Οι κάτοικοί του εκεί έχουν μια τελείως ανεξήγητη περιβαλλοντική ευαισθησία. Λένε ότι κάποιος δάσκαλος τούς είχε μάθει. Το ίδιο βραβείο δόθηκε και στην Χρυσούλα Τζομπανάκη που είναι αρχιτέκτων και ταυτόχρονα Έφορος Νεωτέρων Μνημείων, για τη μελέτη και τον αγώνα που κάνει για τα τείχη του Ηρακλείου. Ό,τι έχει σωθεί στο Ηράκλειο, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σ ‘ αυτή τη γυναίκα.
Εξυπηρετούν σε τίποτε τα βραβεία;
Με τον τρόπο που δίνονται στη χώρα μας, όχι. Η επίσημη Ελλάδα έχει καταφέρει να αναγνωρίζει συνήθως μετά θάνατον ό,τι σπουδαίο είχε. Βρήκα πολύ θετική την τελευταία πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας – ο οποίος δεν ήταν στις δικές μου προδιαγραφές, αλλά αρχίζω να τον εκτιμώ – να τιμήσει κάποιους ανθρώπους, όπως ο Κούνδουρος, ο Αναγνωστάκης κ.α. Επειδή, μάλιστα, έγινε πολύ απλά και σεμνά, χωρίς προειδοποίηση, είχε μεγάλη σημασία. Είμαι, όμως, σίγουρος ότι αν επαναληφθεί, του χρόνου θ’ αρχίσει η κριτική και ο φθόνος.
Μα το επίσημο κράτος είναι έτσι κι αλλιώς αντιδραστικό σε οποιαδήποτε έννοια προόδου.
Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να υπάρχουν τα πανεπιστήμια, όπως σας έλεγα, για να δίνουν έναν άλλο τόνο. Δείτε για παράδειγμα, τι συμβαίνει με τα επίτιμα διδακτορικά. Στο Πανεπιστήμιο Κρήτης με πρώτη ματιά φαίνονται αντιφατικά. Υπάρχει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ταυτοχρόνως ο Καστοριάδης. Δεν είναι πάρα πολύ ωραίο; Ο ρόλος του πανεπιστημίου είναι να αναδεικνύει αξίες πέρα από την καθημερινότητα. Ταυτοχρόνως, υπάρχουν ο Μπόρχες, ο Πρεβελάκης ή ο Ζακόμπ, ο μεγάλος βιολόγος, αλλά κι ένας σπουδαίος Κρης φιλόλογος, ο Μενέλαος Παρλαμάς. Τους επιλέξαμε με πάρα πολλή προσοχή. Από την επιλογή πολλές φορές φαίνεται και το πνεύμα του πανεπιστημίου. Κάναμε επίτιμο διδάκτορα τον Φίλιππα Ηλιού, έναν αξιόλογο δάσκαλο και ιστορικό, ο οποίος, όμως, δεν έχει σχέση με ακαδημαϊκά ιδρύματα, είναι με κάποια περίεργη έννοια περιθωριακός.
Ανήκει κι αυτός στην «παράλληλη Ελλάδα», όπως αναφέρετε συχνά;
Ακριβώς. Είναι η Ελλάδα που αγωνίζεται χωρίς να φωνάζει, χωρίς να έχει πολλή σχέση με τους επίσημους θεσμούς. Κι αυτή υπάρχει, κι όχι μόνον υπάρχει, είναι και πολύ δυναμική. Δεν εκφράζεται, όμως, συχνά στην επιφάνεια. Δεν θα τη δεις στην τηλεόραση, σπανίως θα την δεις στον Τύπο, στην πολιτική εκφράζεται ελάχιστα, κι αυτό είναι μια δραματική διαπίστωση. Σε ότι καλό συμβαίνει, ξέρεις ότι πίσω απ’ αυτό υπάρχουν κάποιες αιχμές ανθρώπων. Στα πανεπιστήμια, αλλά και στην καθημερινή ζωή, σ’ ένα νοσοκομείο, αλλά και ανάμεσα στους δημοσίους υπαλλήλους, η "παράλληλη Ελλάδα" είναι συχνά παρούσα και κάποτε με τρόπο εκθαμβωτικό. Έχω ξαναπεί ότι το πραγματικό πρόβλημα για τις επόμενες δεκαετίες δεν είναι αν τα οικονομικά μεγέθη συγκλίνουν, αλλά αν η παράλληλη Ελλάδα συγκλίνει με την Ελλάδα.
Θυμώνετε, πάντως, συχνά δημοσίως. Γίνατε έξαλλος με τα συγγράμματα.
Γιατί το θεωρώ από τα μεγαλύτερα αίσχη της ελληνικής παιδείας. Καθιερώθηκαν επί δικτατορίας, το οποίο υποκρίνονται πολλοί ότι αγνοούν. Δίδεται υποχρεωτικά στον κάθε φοιτητή ένα σύγγραμμα το οποίο αγοράζει το κράτος, ανεξαρτήτως ποιότητος. Κι αυτό το σύστημα επιβιώνει 20 χρόνια τώρα, παρ’ όλο που κατά καιρούς από διάφορες πλευρές καταγγέλλεται. Επιτέλους, ο νυν υπουργός ανακοίνωσε ότι θα το καταργήσει, αλλά δεν ξέρω αν γίνει. Υπάρχουν συμφέροντα καθηγητών. Εκδοτικοί οίκοι που συντηρούνται απ’ αυτό. Είναι μια «τυφλή αγορά», για ένα αιχμάλωτο κοινό. Και εννοείται ότι το εφεύρε αυτό η Ελλάδα, η χώρα της διαλεκτικής υποτίθεται.
Γιατί σας πείραξε τόσο πολύ η δολοφονία του Βασίλη Ξανθόπουλου και πέντε χρόνια τώρα τον αναφέρετε συνέχεια;
Ήταν ο καλύτερος απ’ όλους μας. Τον αναφέρω πολύ συχνά, γιατί έχει έναν βαθύτατο συμβολισμό ο χαμός ο δικός του και του Στέφανου Πνευματικού. Είναι ίσως η πιο τραγική περίπτωση στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ήταν 28 χρονών, ιδιοφυία στην Αστροφυσική σε διεθνές επίπεδο, όταν έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Αυτόν και τον Στέφανο δολοφόνησε ένας φοιτητής που, μάλιστα, είχε ευεργετηθεί. Αλλά αυτός το είχε ερμηνεύσει ότι τον καταδιώκουν. Ακόμα και σήμερα η σκέψη τους με αναστατώνει. Δεν έχω καθόλου καλή σχέση με τον θάνατο, ειδικά με τον παράλογο θάνατο. Μόλις είχα αναλάβει την πρυτανεία, ο Βασίλης και ο Στέφανος ήταν από τους κύριους συνεργάτες μου. Είχα κι εγώ μαθητή τον δολοφόνο. Δειλό παιδί, κανείς δεν υποπτευόταν ότι θα έφτανε εκεί. Από τις υποσυνείδητες περιπτώσεις βεντέτας. Διότι, παρ’ όλο που ήταν διαταραγμένος ψυχικά, ασφαλώς βοηθήθηκε από το περιβάλλον το κρητικό και της οπλοφορίας. Θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να μη χρησιμοποιήσει το όπλο, να πετάξει μια πέτρα και να σταματήσει εκεί. Έκτοτε άρχισα την εκστρατεία εναντίον της οπλοφορίας, η οποία πήρε μεγάλες διαστάσεις, γνώρισα μεγάλη αντίδραση, αλλά και πάρα πολλή συμπαράσταση.
Μπορείτε να δικαιολογήσετε αυτό το φαινόμενο;
Σ’ ένα βαθμό εκφράζει κάποια παράδοση. Ωστόσο, σήμερα συνδέεται απολύτως με παράνομα συμφέροντα. Δεν εννοώ μόνο ζωοκλοπές, αλλά λαθρεμπόριο όπλων. Όταν αγοράζεται ένα περίστροφο, όχι πολυβόλο, για 200 ή 300 χιλιάδες, είναι επικερδές εμπόριο. Πραγματικά, έθιξα μεγάλα συμφέροντα χωρίς ίσως να ‘χω συνείδηση.
Απειλές δεν δεχτήκατε;
Στην αρχή πολλές, δημοσίως ελάχιστες. Έχω την εντύπωση ότι είναι θρασύδειλοι, δεν τους φοβάμαι. Δεν είναι πραγματικά ηρωικοί όσοι στηρίζονται στα όπλα. Εγώ δεν τα έχω μ’ αυτούς που πάνε στους γάμους και ρίχνουν πιστολιές. Αυτό ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Καλό θα είναι να εκλείψουν κι αυτές, όμως το πραγματικό πρόβλημα είναι τί κρύβεται από κάτω. Και από κάτω κρύβονται απειλές στα χωριά, εκβιασμοί ηθικοί, συμφέροντα άνομα, αντεκδικήσεις. Υπό την πίεση του πανεπιστημίου γράφτηκε και το κείμενο «εναντίον της οπλοφορίας», που είναι ένα ιστορικό κείμενο, διότι το υπέγραψαν όλοι, βουλευτές, Δήμος, Εκκλησία, κοινοτάρχες, είτε το ήθελαν είτε όχι.
Για πρύτανη σας περίμενα με ηπιότερους κραδασμούς.
Οι κραδασμοί μου είναι συνήθως εσωτερικοί. Συχνά διερωτώμαι για την αξία των προσπαθειών που κάνουμε, γιατί, βέβαια, δεν πιστεύω ότι αλλάζει εύκολα η πραγματικότητα. Αλλά, τελικά, ξέρετε τι πιστεύω; Ότι από τη στιγμή που παρακμάζουν οι ιδεολογίες, που δεν υπάρχουν ιδεολογίες, μένει μόνο η ψυχή μας. Παλιά υπερασπιζόμασταν πράγματα επειδή πιθανόν είμασταν στην Αριστερά, παρ’ όλο που κι αυτή έχει υπερασπιστεί τ��ρατώδη πράγματα, πολύ συντηρητικές αξίες κάποτε. Σήμερα, ό,τι γίνεται, γίνεται γι’ αυτό που ονομάζω «ηθική εξανάσταση», που λειτουργεί σαν ένα είδος κρυφού σχολειού. Ίσως είναι αυτό τελικά που αλλάζει τις κοινωνίες. Ηθική εξανάσταση θα πει ότι δεν διερωτώμαι αν αυτό που κάνω έχει κάποια απήχηση ή αποτέλεσμα. Μπορεί να μην έχει καθόλου, μπορεί και ο ίδιος να κινδυνεύω, αλλά το κάνω επειδή ακριβώς δεν αντέχω τη γύρω μου πραγματικότητα. Δεν έχει καμιά σημασία συνεπώς αν φωνάζεις για τα τουριστικά χάλια της Κρήτης, την οπλοφορία ή τα συγγράμματα. Μπορεί να μην γίνει απολύτως τίποτε, αλλά έχει σημασία να το κάνεις, διότι αυτό επιτέλους ικανοποιεί κάποια βαθύτερη συνείδηση.
Νιώθετε να έχετε ανθρώπους δίπλα σας ή είστε μόνος;
Κοιτάξτε, η πρυτανεία, και οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, κατά βάθος είναι μοναχικό. Αν πραγματικά αισθάνεσαι ότι έχεις κάποιος χρέος. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν έχεις ανθρώπους μαζί σου που συμπαρίστανται και μοχθούν για το κοινό καλό, αλλά κατά βάθος οι μεγάλες αποφάσεις ζυμώνονται μέσα σου και τα λάθη σου τα ζεις ο ίδιος. Και εν μέρει, η κρίση που βλέπουμε σήμερα, αυτή που διαπιστώνουμε όλοι, είναι επειδή η δημόσια ζωή κινείται στην επιφάνεια, στην τηλεόραση, στον Τύπο, επομένως αφαιρεί από τους ανθρώπους τις εσωτερικές τους αξίες. Τους ενδιαφέρουν οι εντυπώσεις και πολύ λιγότερο ο πραγματικός στόχος.
Με το γράψιμο ασχολείστε καθόλου; Θα 'χει συνέχεια η Βερενίκη;
Η Βερενίκη όχι, την έχω αποχαιρετήσει εδώ και καιρό. Έχω αρχίσει να γράφω για το φως. Δεν ξέρουμε πραγματικά τι είναι το φως. Πρέπει να είναι το μεγάλο κλειδί του Σύμπαντος. Το φως είναι πανταχού παρόν, στην Τέχνη, στη Λογοτεχνία, στην Επιστήμη, έχει μεγάλη σημασία στη ζωή και στην κουλτούρα και μοναδική στη Φυσική. Παρ’ όλα αυτά, δεν το καταλαβαίνουμε. Τι είναι; Είναι σωμάτια, είναι κύματα, δεν ξέρουμε ακριβώς. Βλέπεις όλα τα αποτελέσματα χωρίς να βλέπεις το φως το ίδιο ποτέ. Όπως μια γυναίκα που ενώ μας φαίνεται οικεία και απλή, κρύβει μέσα της μυστικά αισθήματα και πλούσια.
Τη θαυμάζετε νομίζω πολύ τη γυναίκα. Ακόμα και στα πιο επιστημονικά σας κείμενα βρίσκετε τρόπο να την χωρέσετε…
Α, είστε ανώτερο βιολογικό είδος και ευτυχώς δεν το ξέρετε!
Μπορείτε να μου πείτε με τι μοιάζει το Σύμπαν;
Πάλι θα το παρομοιάσω με γυναίκα, αφού και το περιοδικό σας έχει αυτόν τον τίτλο. Είναι όμορφο όπως μια θυελλώδης γυναίκα. Όχι μια γυναίκα με στατική ομορφιά, αλλά μια γυναίκα με εξάρσεις, πάθη και ακατανόητη συμπεριφορά. Έτσι είναι το Σύμπαν, γι’ αυτό προκαλεί τα ίδια περίπου ερωτικά συναισθήματα ή δέος σε όσους ξέρουν να το βλέπουν με διαφορετικό μάτι.
Το αστεροσκοπείο που φτιάξατε στον Σκίνακα του Ψηλορείτη είναι όντως το μεγαλύτερο στην Ευρώπη;
Δεν είναι το μεγαλύτερο, είναι όμως από τα πιο εξελιγμένα τεχνικά. Έγινε αρχικά για να παρατηρηθεί ο κομήτης του Χάλεϋ. Οι καλύτερες παρατηρήσεις γίνανε από ‘δω, γιατί έχουμε πολύ καθαρό ουρανό. Κι αυτό ήταν μια καταπληκτική προσπάθεια λίγων ανθρώπων. Το να στήσεις ένα αστεροσκοπείο στην κορυφή του Ψηλορείτη και με το ελληνικό Δημόσιο αυτό που είναι, αποτελεί περίπου θαύμα.
Χρηματοδοτήθηκε από το ελληνικό Δημόσιο;
Ελάχιστα. Έγινε συνεργασία με το σπουδαίο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ του Μονάχου και επίσης υπήρξε χρηματοδότηση από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το ΙΤΕ. Είναι, πάντως από τα πράγματα που υπερηφανευόμαστε στο πανεπιστήμιο. Οι δυνατότητες του νέου τηλεσκοπίου που εγκαταστάθηκε πρόσφατα είναι μεγάλες. Αφού κι εγώ έχω εντυπωσιαστεί. Διότι είναι ένα μάτι προς το Σύμπαν, που έχει «μνήμη», δηλαδή μπορεί να παρατηρήσει και τα πιο αμυδρά άστρα ή και εκείνα που δεν φαίνονται καθόλου με τα κλασικά τηλεσκόπια. Μπορείς να φανταστείς τη συγκίνησή μου, όταν για πρώτη φορά είδα τόσο καθαρά τον σπειροειδή γαλαξία Μ61, στην Κόμη της Βερενίκης. Ονομάζεται και μαύρος οφθαλμός, και απέχει εκατομμύρια έτη φωτός.
Το ξέρετε ότι έχει Πανσέληνο απόψε; Μπα, είστε σίγουρη;
Απολύτως! Άντε πάλι, θα βγούνε φρικιά, φαντάσματα, το αδιαχώρητο θα επικρατήσει εκεί πάνω, έτσι δεν λένε;
Το θέμα είναι τi λέτε εσείς. Εγώ λέω ότι η ζωή είναι καλύτερη εδώ κάτω, ειδικά όταν τελειώσει αυτή η συνέντευξη!
🔔Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ» των εκδόσεων Τερζόπουλου, τον Νοέμβριο του 1995
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
Σαν σήμερα έφυγε από την ζωή ο τελευταίος Θεός του Ολύμπου, κυριολεκτικά με δάκρυα στα μάτια είχα γράψει αυτό:
Ναι, ο Μίκης Θεοδωράκης μπορεί να μνημονεύεται ως ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης, ως μια αμφιλεγόμενη πολιτική περσόνα, ως αυτός που έφερε τον Ελύτη και το Ρίτσο και στο τελευταίο ελληνικό σπίτι, στα χείλη και του πιο απλού ανθρώπου, αυτός που έβαλε το μπουζούκι ισότιμα δίπλα στο πιάνο, το ρεμπέτικο δίπλα στη συμφωνική και γέμισε με αντάρτες τα καθίσματα στις λυρικές σκηνές κι έχωσε πονηρά τα κόκκινα εμβατήρια στα μεγάφωνα των μεγάρων μουσικής αυτού του κόσμου, όμως πάνω από όλα ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ένα βίωμα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν αυτός που πάντρεψε τους γονεί�� μου με «το τρένο φεύγει στις 8» όταν ο πατέρας μου ήταν φαντάρος στη Βόρεια Ελλάδα κι η μάνα μου τον περίμενε στο σταθμό στην Αθήνα να τον δει για λίγο κρυφά από τη μάνα της. Σήμερα που τους βλέπω ασπρισμένους, να πονάνε σε κάθε πιθανό κι απίθανο σημείο, να γερογκρινιάζουν, ακούω το τρένο που τους παίρνει μακριά, πέρα από την Κατερίνη και τους πάει στα άστρα εκεί που θα είναι πάντα νέοι, ωραίοι κι ερωτευμένοι, εκεί που ο χρόνος δε φθείρει τα σώματα και τα συναισθήματά τους.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν αυτός που με κρατούσε σε επικοινωνία με εκείνο το κορίτσι των 26 χρόνων που έπεσε από την ταράτσα του ξεν��δοχείου για να γλιτώσει από τον κόσμο, τους δαίμονες της, την κατάθλιψη και μια ακόμα σκληρή εκδοχή της πατριαρχίας. Όταν ήθελα να την δω ξανά, έβαζα το «Αστέρι μου φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου» που έπλαθε ξανά από την αρχή ο Μίκης σαν άλλος Ορφέας κι άνοιγε το σκοτεινό αττικό ουρανό κι εμφανιζόταν αυτή με το λευκό της φόρεμα, αυτό που την κήδεψαν, κι αποδρούσε από τα δεσμά του Άδη σαν άλλη Ευρυδίκη για να ζήσει τον έρωτα, τα ξενύχτια, τις βόλτες, τις εκδρομές κι όσα θα της χρωστά για πάντα η ζωή, μέχρι να τελειώσει το τραγούδι και να γυρίσει πίσω στο αιώνιο σκοτάδι και στη Σιωπή.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο μόνος που ήρθε μαζί μου στο αεροπλάνο στο δύσκολο ταξίδι της πρώτης μετανάστευσης, το πρώτο βράδυ σε εκείνο το κρύο ξενοδοχείο στο πιο αφιλόξενο μέρος της Αμερικής, στο σκληρό της Νότο, μου τραγουδούσε όλη νύχτα τα ερωτικά του με φόντο την Ακρόπολη. Και το πρωί, εγώ με τα μούσια και τα ατίθασα μαλλιά ξένος ανάμεσα σε τόσες φυλές «προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανέναν κι ούτε κανένας με γνώριζε». Και τα βράδια ξανά και ξανά στήναμε καντάδες με τη «νυχτερίδα στη σκεπή» ελπίζοντας τα χαιρετίσματα να μπορέσουν να περάσουν τον Ατλαντικό, να μην πέσουν στα κύματα και να βρουν αυτούς που αγαπώ. Ύστερα στο πρώτο ταξίδι πίσω, όταν με υποδεχόταν πάλι ο αττικός ουρανός και το γκρίζο της αιώνιας ερωμένης μου, της Αθήνας, τότε πλημμύριζε το αεροπλάνο με τους ήχους από τους «Χαρταετούς», πώς μπορεί να αποτυπώσει κανείς καλύτερα από το μπουζούκι σε αυτό το ορχηστρικό τις εθιστικές ουσίες της Ελλάδας; Κι όταν έβλεπα ξανά τους δικούς μου και χτυπούσε το τηλέφωνο του πατέρα μου πεταγόταν το «Φεγγάρι μάγια μου κάνες και περπατώ στα ξένα» να μου τρυπά την καρδιά. Κι ύστερα οι νύχτες ασωτίας που ξεκινούσαν από τις σκάλες του μετρό πότε με το «Όμορφη πόλη» πότε με το «Αν θυμηθείς το όνειρό μου» στα ακουστικά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης διηύθυνε μια ολόκληρη ορχήστρα εκείνο το βράδυ που κοιμηθήκαμε με ανοιχτούς τους υπολογιστές για να μη νιώθουμε μακριά και σου σιγοτραγουδούσα το «Σ’ αγαπώ μα δε θα `ρθω να σε βρω, γιατί το ξέρω, σ’ αγαπώ μα δε θα `ρθω το φαρμάκι θα σου φέρω» και τότε που με είδες πρώτη φορά να χορεύω ζαλισμένος το «Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά άναψες τον καημό μου είσαι μικρός και δε χωράς τον αναστεναγμό μου» και το πρωί όταν βγήκαμε στην ταράτσα κι ενώ ο ήλιος ξεπεταγόταν πίσω από τα βουνά έβραζε σα λάβα από το βάθος ενός ηφαιστείου το «ο κόσμος ξημερώνει». Και μετά όταν ξημέρωσε, που σου τραγούδησα το «Μέρα Μαγιού» και σου υποσχέθηκα ενώ «άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης» πως «όλα αυτά τα ωραία θα ναι δικά μας». Ήταν και στην πρώτη μας φορά, όταν έβαζε τη μουσική στα λόγια που ειπώθηκαν μέσα στη σιωπή «πώς να ξεχάσω τα μεγάλα μάτια που με χάιδεψαν, τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα, σε βαθύ πηγάδι θα το πω, πόσο σ’ αγαπώ». Ήταν και τότε στον Προφήτη Ηλία που απλωνόταν η μουσική από το «Νύχτα μέσα στα μάτια σου» στον ουρανό, στις παραλίες κι ύστερα σε όλο το Αιγαίο και ξέφευγε πάλι. Ήταν και τότε που γύριζα ζαλισμένος με «δακρυσμένα μάτια, με όνειρα κομμάτια» στους «μεγάλους δρόμους κάτω από τις αφίσες» για αυτό το «ποτέ μαζί» εκείνη τη «νύχτα μαγικιά», που δε θα ξεχάσω ποτέ.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν και στο θάλαμο στο στρατόπεδο εκπαίδευσης μαζί μου, κρύφτηκε στα δυο μπουζούκια των γιατρών του θαλάμου. Ήταν το πρώτο Σαββατόβραδο που αντί να σεργιανάμε στους δρόμους της Αθήνας ήμασταν κλειδωμένοι στον παραλογισμό της αρβύλας και των διαταγών. Τότε που έφυγαν οι μονιμάδες και μείναμε μόνοι μας και 5-10 ξυρισμένοι σβέρκοι τραγουδούσαμε το « Σαββάτο βράδυ μου έμορφο ίδιο Χριστός Ανέστη, ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κάπου μακριά.» και λύγιζαν τα κάγκελα που είχαν περικυκλώσει τη νιότη μας. Ήταν και τότε στα πιο δύσκολα στη μονάδα που μου τραγουδούσε συνωμοτικά και περιπαιχτικά το «Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις» και όταν σοβάρευε το «ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά».
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ και σε εκείνο το ταξίδι στη Μακρόνησο, από τη μια να αφηγείται τη ζωή του ανάμεσα σε μουσικές και πρόζες κι από την άλλη, εκεί που δεν έφταναν τα φώτα στο άλλο άκρο του νησιού με έσερνε να δω πού έπαιρνε ο αέρας τα χαρτιά με τις μουσικές του, τότε που έτρεχε να τα μαζέψει από τη θάλασσα με χαλασμένο πνευμόνι και δίπλα ρεμπέτες κι ανθρωποφύλακες να χασκογελούν. Πίσω από τα χειροκροτήματα και τις ζωηρές φωνές του κοινού, άκουγες ακόμα τις κραυγές των κολασμένων από τα βασανιστήρια. Πίσω από τη σκηνή έβλεπες τα φώτα της Αθήνας τόσο κοντά για σένα, τόσο μακριά για αυτούς. Ήταν εκεί και τότε που τον επισκέφτηκα στη Ζάτουνα και σιγοτραγουδούσε πονηρά το «Είμαι Ευρωπαίος έχω δύο αφτιά» και γρήγορα το γύριζε σε…Χατζιδάκι.
Ήταν και στις νύχτες ανάμεσα σε βιβλία, μουσικές, ανοιχτά παράθυρα, αέρα που μύριζε ακόμα γιασεμί κι αδειανά μπουκάλια από μπύρες, τότε που χτιζόταν η συνείδηση, τότε που μου έλεγε ότι «το ψωμί είναι στο τραπέζι» και «δώσ΄το μάνα του διαβάτη, του Χριστού και του ληστή» και σκάλιζε στην ψυχή μου το «πολλές σημαίες να ανεμίζουν στα μπαλκόνια να λένε δυνατά τη λέξη “σύντροφος” κι εσύ να λείπεις». Και το βράδυ που πέθανε ο Φιντέλ τραγουδούσαμε μαζί «Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη; Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει; Γιατί βουβά είναι τα βουνά κι οι κάμποι; Λεβέντης εροβόλαγε.» για να ξορκίσουμε το τέλος μιας εποχής ελπίδας ή την αρχή μιας εποχής τεράτων.
Ήταν και στους δρόμους όταν όλοι μαζί μαθαίναμε να βάζουμε το «ταξικός» ως προσδιορισμό στον αγώνα μας με το «όταν σφίγγουν το χέρι», με το «αρνιέμαι», με το «ο αδερφός τον αδερφό», με την «αντάρτισσα που πάει με τη σημαία της μπροστά», με το «κράτησα τη ζωή μου», κτλ. τότε που ξηλωνόταν το μέλλον μας, τότε που μαθαίναμε πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, τότε που κατέρρεε με αίμα το «ευτυχώς που ηττηθήκαμε, σύντροφοι», τότε που ξεπεταγόταν το τέρας του ναζισμού, τότε που καταλαβαίναμε τι βαριά ιστορία αγώνων είχαμε να κουβαλήσουμε, τότε που νιώσαμε πρώτη φορά οργή, φόβο, αγανάκτηση. Μας γνώρισε τον Πέτρουλα, το Μπελογιάννη, τον Παναγούλη, το Λαμπράκη, τον Άρη, τον Τούση, ζωγράφισε τους ήρωες μας όπως ο Κόντογλου ζωγράφιζε τους αγίους της Χριστιανοσύνης. Μας φιλοξένησε σε στάδια, θέατρα, γήπεδα, μουσικές σκηνές, στην παραλία του Βραχατίου, στο προαύλιο της ΕΡΤ, σε αυτοσχέδιες σκηνές στο δρόμο.
Σήμερα καθόμασταν με τον πατέρα μου σε απέναντι καναπέδες και κλαίγαμε σαν παιδιά. Τι κι αν μας χωρίζουν 30 χρόνια; Τι κι αν δεν τα βρίσκουμε πολιτικά; Τι κι αν έχουμε άλλες εμπειρίες κι ακούσματα; Ο Θεοδωράκης πάνω από όλα ήταν βίωμα διαφορετικών ανθρώπων, εποχών, ιστορικών στιγμών και γενιών κι ως βίωμα τον θρηνούμε, ως βίωμα θα τον αγαπάμε μέχρι το δικό μας τέλος κι ως βίωμα θα τον μεταφέρουμε και στα δικά μας παιδιά και στα δικά μας εγγόνια.
0 notes
Text
2 ηλεκτρόνια
youtube
Επιστρέφω στο γνωστό τ(ρ)όπο του εγκλήματος, μετά από πάρα πολύ καιρό για να πω μια μικρή ιστοριούλα.
Δυο ηλεκτρόνια σε παράλληλη πορεία. (Για κάποιο λόγο αυτός ο στίχος ηλεκτρίζει το μυαλό μου δίχως βάση.)
Παράλληλη αγάπη στη συνείδηση μου αγκάθι στην καρδιά φτερά
Προτού να σε γνωρίσω δε χρειάστηκε να ζήσω ούτε μια φορά
Παρασκευή βράδυ - ώρα 1:30 πμ
-Κοιμάσαι?
-Οχι, κάνω βόλτες με το αμάξι στην παραλιακή.
-Θέλεις να βρεθούμε;
-Πότε;
-Τώρα
-Ναι
-Έρχομαι
Καρφωμένο το μυαλό μου στα χείλη σου. Δεν άκουσα λέξη από όσα έλεγες. Ταξίδεψα τόσες φορές ανάμεσα στα μάτια, στα μαλλιά, κατέβηκα κρεμασμένος από τις γωνίες του προσώπου σου στο λαιμό σου. Κι όλα έλεγαν ναι. Κι ας μου έλεγε το σώμα σου οχι.
Κι όσα μισούσα μέσα μου έλεγαν μη. Κι αυτή η αδιάφορη, συγκαλυμμένη άνεσή σου να μου γεμίζει αδρεναλίνη την ανάσα.
Προσπαθώ να βρω timing. Παλεύω να καταλάβω το βηματισμό σου. Τις σκέψεις σου. Προσπαθώ να συντονίσω τα ηλεκτρόνια μου με τα δικά σου.
Μάταια. Ένα ταξίδι θα λύσει τις απορίες μου. Λίγες ώρες. Για πρώτη φορά ρίχνω στο τραπέζι το μαζί.
Και ξαφνικά, όπως έπαιξα τόσες νύχτες τη ζωή μου σε μια ζαριά…
All in. Ή τώρα ή ποτέ. Ή θες ή δεν θες.
Και σε φίλησα.
Και ήθελες. Οσο κι εγώ. Κρυφές διαδρομές σαν δύο κολασμένοι
και τρέμω μη μου πεις πως πουθενά δεν βγαίνει
Σου λέω “σ’ αγαπώ” και νιώθω πως υπάρχω
για τ’ αύριο δεν ρωτώ ούτε τι τέλος θα ‘χω-ω-ω
Και τα ηλεκτρόνια μας συγκρούστηκαν τόσο δυνατά που φώτισε ο κόσμος όλος στις 5 το πρωί.
Κι οι ακτίνες με διαπέρασαν βαθιά μέσα. Σε κάθε σπηλιά, σε κάθε κελάρι, σε κάθε υπόγειο τούνελ μου. Και το σκοτάδι έφυγε. Το πρόσωπό μου έλαμψε. Και η καρδιά μου άνοιξε στα δύο. Για να χωρέσει κ τους 2 μας.
Κοιμάσαι στην αγκαλιά μου. Δε μπορώ να κλείσω μάτι. Ακούω τις ανάσες σου, ακούω την καρδιά σου να χτυπάει επάνω μου. Τρέμω. Με ακουμπάς και καίγονται τα σωθικά μου. Μου μιλάς και ζαλίζεται η λογική μου. Με κοιτάς και γαμάς το μυαλό μου.
Σε ξυπνάω μέσα στη νύχτα γιατί θέλω κι άλλο. κι άλλο. κι άλλο. Μέχρι να μη με κρατάνε τα πόδια μου. Μέχρι να πνίγομαι από λαχτάρα κι ευχαρίστηση.
Μέχρι να λες φτάνει. Γιατί στα φτάνει σου… εγώ θα λέω κι άλλο.
Το μυαλό μου σταματάει τις υπεραναλύσεις και ταξιδεύει στο μετά. Στο εμείς. Κάνει σχέδια. Χωρίς γιατί, χωρίς μη. Με μόνη ιδέα το μαζί.
Πουτάνα όλα. Δε με νοιάζει τίποτα.
Για σένα. Το απολαμβάνω τόσο πολύ.
Και για μένα. Το χαίρομαι τόσο πολύ.
Οι νύχτες είναι περισσότερες από τις μέρες. Γίνομαι ξανά 20χρονών, Να σε περιμένω στα κρυφά, στα σκοτάδια, να σε σφίξω επάνω μου. Στο πνιχτό φιλί μια νύχτας. Να σε ακούω να μιλάς με τη ματιά σου. Να χαιδεύω τα χρυσά μαλλιά σου.
Μου λες οτι τρέχουμε. Μπορώ και πιο γρήγορα. Με τέρμα γκάζια. Άλλωστε αυτό με τρέφει. Αυτό με γεμίζει. Αυτό θέλω για σένα. ΒΑΛΤΟ ΤΕΡΜΑ.
Και σε μια στιγμή όλα αλλάζουν. Από ένα λάθος χειρισμό πέφτουμε στην καταιγίδα. Κόβονται τα φτερά. Και το αεροπλάνο πέφτει.
Κι εμείς τσακωνόμαστε στο πιλοτήριο για το ποιος πρέπει να τραβήξει το μοχλό για να γλιτώσουμε. Εχει σημασία ποιος φταίει; Κι αν έχει, πρέπει να πέσουμε για να το μάθουμε;
Και πέφτουμε και πέφτουμε κι ο ίλιγγος γεμίζει τα στόματα και τα μυαλά μαλακίες.
Και συντριβόμαστε στο έδαφος. Με ένα τόσο μεγάλο γδούπο. Τόσο δυνατά, τόσο σκληρά, τόσο ανώριμα, σαν να μην είχε πετάξει ποτέ ξανά κανείς μας τόσο ψηλά. Σαν να έλιωσε ο ήλιος τα φτερά της ικάριας λαχτάρας μας.
Μαζεύω τα κομμάτια μου ανάμεσα σε ουρλιαχτά, καπνούς, τσιγάρα και συντρίμμια.
Μαζεύω τις σκέψεις μου τα βράδια και με πλημμυρίζουν τα γιατί. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και λείπεις από τη φωτογραφία.
Κι όταν κατηφορίζω το δρόμο του σπιτιού σου, στο ραδιόφωνο παίζει αδιάκοπα χωρίς ίχνος οίκτου: Το δικό μας το σπίτι σε άλλους νοικιάστηκε. Τη δική μας τη θέα κοιτούν αγκαλιά.
Καλό καλοκαίρι.
Και θα μου πεις τωρα το θυμηθηκες;
Και σου απαντώ. Πριν 15 μέρες κόντεψα να χάσω τη ζωή μου. Και δε θα θελα να πάω πουθενά χωρίς να στα χω πει. Έστω κι έτσι. Γιατί αυτά που νιώθουμε μάλλον πρέπει να τα μοιραζόμαστε. Και καλύτερα να μετανιώσω για κάτι που είπα, παρά για κάτι που δεν είπα τελικά.
Γιατί τωρα τελευταια δε μιλαω πολύ κι αυτή τη συνήθεια ίσως στα 43 πρέπει να την κόψω. Γιατί αυτοπληγώνομαι.
Υ.Γ Εγώ πάντως έκλεισα δίκλινο. Χωρίς γιατί, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς όχι. Μόνο μαζί. Γιατί τα ηλεκτρόνια φτιάχτηκαν για να ταξιδεύουν μαζί στο χωροχρόνο.
1 note
·
View note