#ποιήτρια
Explore tagged Tumblr posts
xazes-kouventes · 1 year ago
Text
Μόνη μου το ζω
μόνη μου το ζω ρε Κ.
κάθομαι και σκέφτομαι,
αναλύω το βλέμμα σου,
στα πιξελ της οθόνης που τρεμοπαίζουν
δεν ξέρω αν κοιτάς εμένα όταν χαμογελάς
αν χαμογελάς επειδή κοιτάς εμένα
και αναλύω το κάθε μειδίαμα, την κάθε λέξη
μήπως βρίσκω μόνη μου νόημα
εκεί που δεν υπάρχει κανένα;
αλλά τι ζωή μου δίνει,
πως γεμίζει την κενή ζωή μου
μόνη μου το ζω;
βλέπω σημάδια και διαλέγω ερμηνείες
κι ομως τι χαρά μου δίνει
ενώ για σένα δε σημαίνει τίποτα
μόνη μου το ζω στο κεφάλι μου
μα είναι υπέροχο
- Στον Κ. που με έχει κυριεύσει
0 notes
athhenaa · 3 months ago
Text
Ομολογώ πως ποτέ μου δεν με εξάντλησε να γράφω για εκείνον.
Ίσως γιατί ο ίδιος παραπέμπει σε ποιήμα.
Ένα περίπλοκο σονέτο στολισμένο με τις πιο περίτεχνες λέξεις, γραμμένο με μισοτελειωμένο μελάνι σε φθαρμένες σελίδες, από μια ποιήτρια λαβωμένη, που δεν είχε αίσιο τέλος.
Είναι ο πιο ευφυής στίχος σε κάθε τραγούδι,
και η πιο συνθέτη νότα που ακόμα και ο πιο πολυσχιδής μουσικός θα δυσκολευόταν να εκτελέσει.
Είναι το μόνο ανθισμένο και πολύχρωμο λουλούδι σε έναν κήπο γεμάτο μαραμένα.
Είναι το πιο καλοσχεδιασμένο γλυπτό σε ένα νεκροταφείο.
Η πιο αισιόδοξη προσευχή.
Είναι οι λάμπες που με ακολουθούν και με φωτίζουν όταν χαμένη και μισοβουρκωμένη περπατάω σε κάποιο στενό της Αθήνας.
Είναι το αγαπημένο μου βιβλίο.
Είναι ο πιο δισεπίλυτος πίνακας αλλά ταυτόχρονα ένας λευκός καμβάς.
Είναι εκείνο το παγκάκι απέναντι απ’ το σπίτι του, που, που και που ο δρόμος μου τείνει προς τα ‘κει.
Εκείνο το παγκάκι που, κόντρα στον ήλιο καθότανε, όταν με κοίταξε όπως δεν με έχει ξανά κοιτάξει.
Είναι η μαεστρία που έχει το κύμα όταν σκάει κοντά στα πόδια μου.
Είναι ο ήχος που κάνει το τσιγάρο όταν καίγεται, στην απόλυτη ησυχία.
Είναι τρόπος ζωής.
8 notes · View notes
lostwhy · 2 years ago
Text
1/3/23
Δεν τα μπορώ τα απρόοπτα σε αυτή τη ζωή, ποτέ δεν τα μπορούσα. Από μικρό παιδί αρνούμουν να σκοτώσω μέσα μου τον πρωταγωνιστή όταν μου τον σκότωναν στην ταινία και απέφευγα να σκέφτομαι την λέξη θάνατος. Σήμερα δεν γράφω για να το παίξω ποιήτρια. Σήμερα γράφω γιατί θρηνώ μαζί με άλλους, ένα από αυτά τα αμέτρητα απρόοπτα που τελικά πάντα κρύβουν προοπτική από πίσω. Αυτό το ποστ το αφιερώνω σε εκείνα τα παιδιά που έφυγαν. Σε εκείνες τις φίλες και σε εκείνη την παρέα, σε εκείνους τους έρωτες, τους συντρόφους. Το αφιερώνω επίσης σε όλους εκείνους που έμειναν. Σε εκείνους τους γονείς, εκείνες τις γιαγιάδες, αυτούς τους κολλητούς και τα αδέλφια. Λυπάμαι. Λυπάμαι που πρέπει να θρηνήσω. Δεν θρηνείς τέτοιες ηλικίες, δεν φοβάσαι την απώλεια σε τέτοιες ηλικίες. Υποσχέθηκα να θρηνήσω σιωπηλά μα δεν το αντέχω. Όταν σχεδόν σου τους παίρνουν μέσα από τα χέρια δεν μπορείς να θρηνήσεις σιωπηλά, θες να φωνάξεις. Να φωνάξεις από αγανάκτηση μήπως και η απόγνωση καταφέρει να τα γυρίσει όλα πίσω. Ένα συναίσθημα χωράει μόνο. Οργή. Οργή που μου απαγορεύει να σιωπάσω, γιατί θρηνώ παιδιά. Ήταν παιδιά. Παιδιά σαν εμένα, παιδιά σαν εσένα. Παιδιά με οικογένειες και φιλίες. Παιδιά με όνειρα, παιδιά νέα. Παιδιά που πλέον θα παραμείνουν παιδιά για πάντα. Οργή.
82 notes · View notes
justforbooks · 5 days ago
Text
Tumblr media Tumblr media
Η γυναικεία ποίηση στην Ελλάδα: Από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τις ημέρες μας
Υπάρχει όντως γυναικεία γραφή κι αν ναι, τι ακριβώς αντιπροσωπεύει, με ποιους τρόπους θεσπίζει τους νόμους της και πώς τους υπερασπίζεται;
Ανοίγει πράγματι η λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες τον δρόμο για ένα διαφορετικό σύμπαν και εφόσον το κάνει, ποια σχέση έχει ένα τέτοιο σύμπαν με το σύμπαν των ανδρών; Αποτελεί ορκισμένο εχθρό του, παραμένοντας σε μετωπική αντίθεση μαζί του, ή προτείνει απλώς μιαν εναλλακτική προοπτική, προβάλλοντας ένα είδος ευαισθησίας που δεν θα αποκτήσει ποτέ ο ανδρικός λόγος; Τα ερωτήματα επανέρχονται επί πολλές δεκαετίες, αλλά η Αριστέα Παπαλεξάνδρου με το δίτομο έργο της «Δρέποντας τα όστρακα των διθυράμβων τους», που κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό από τις εκδόσεις Ενύπνιο, πηγαίνει εξαρχής πέρα από αυτά. Το βασικό ερευνητικό της ζήτημα δεν είναι η ποίηση γυναικών και ανδρών, με τις αντιθέσεις και τους διαχωρισμούς της, αλλά το πότε η κριτική η οποία έχει ασχοληθεί με τις Ελληνίδες ποιήτριες παύει να τις αντιμετωπίζει συγκαταβατικά, θεωρώντας απλώς ανεκτή τη δουλειά τους στον ανδρικό κόσμο, ή εξετάζοντας έστω τα έμφυλα χαρακτηριστικά τους, και ξεκινά να αποτιμήσει την αξία και το βάρος τους επί τη βάσει της λογοτεχνικής τους πληρότητας.
Η Παπαλεξάνδρου, ποιήτρια η ίδια, βάζει κάτω από τον φακό της το διάστημα 1974-2000 και έχει ψάξει περίπου τα πάντα: λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες, ανθολογίες και ιστορίες λογοτεχνίας, τόμους κριτικής ερμηνείας και αξιολόγησης. Παρακολουθώντας την ιστορία της κριτικής για τη γυναικεία ποίηση, ξεδιπλώνει και την ολοζώντανη εικόνα της ιστορίας της γυναικείας ποίησης μέχρι το πιο κρίσιμο σημείο: όταν με άλλα λόγια, όπως το είπαμε προηγουμένως, θα περάσουμε από τη γυναικεία ποίηση στην τέχνη της ποίησης ανεξαρτήτως φύλου.
Οι γυναίκες προσήλθαν στην ποίηση (δεν συνέβη το ίδιο με την πεζογραφία) από πολύ νωρίς (ας σκεφτούμε τους ερωτικούς στίχους της Σαπφώς ή τα λατρευτικά επιγράμματα της Κασσιανής), αλλά μόνο από τον 19ο αιώνα και μετά άρχισαν να διαμορφώνουν την εντελώς προσωπική τους γλώσσα. Ο φεμινισμός έπαιξε σίγουρα εν προκειμένω δραστικό ρόλο: δεν είναι τυχαίο πως η έννοια της υποκειμενικότητας αναδείχθηκε από γυναίκες θεωρητικούς της εποχής μας (ανάμεσά τους η Τζούλια Κρίστεβα και η Κατρίν Κλεμάν), που έβαλαν απέναντι στον άκαμπτο και αυταρχικό λόγο του ανδρικού φύλου τη συνεχή κινητικότητα, την πολυσημία και την ανατρεπτική διάθεση της γυναικείας έκφρασης.
Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική ποίηση, οι γυναίκες ξεκίνησαν την πορεία τους από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (από την Αιμιλία Δάφνη, τη Μυρτιώτισσα, τη Μαρία Πολυδούρη, τη Ρίτα Μπούμη-Παπά και τη Μελισσάνθη μέχρι τη Μέλπω Αξιώτη, τη Μάτση Χατζηλαζάρου, τη Ζωή Καρέλλη και τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη), για να ενισχύσουν φανερά τη θέση τους μετά τον Β’ Πα��κόσμιο Πόλεμο (από την ��λένη Βακαλό, τη Βικτωρία Θεοδώρου, την Όλγα Βότση και τη Μαντώ Αραβαντινού μέχρι την Κική Δημουλά, τη Ζέφη Δαράκη, τη Νανά Ησαΐα και την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ). Το διαταραγμένο και κατακερματισμένο εσωτερικό τοπίο, το αθόρυβο, σχεδόν αποσιωπημένο γυναικείο βίωμα, η ερωτική και η υπαρξιακή οδύνη, η ισχυρή σωματική αίσθηση, όπως και η σταδιακή μετάβαση από την παράδοση στον μοντερνισμό, τον υπερρεαλισμό και τα πρώτα φανερώματα του μεταμοντερνισμού δίνουν τα απαραγνώριστα στοιχεία αυτής της μακράς διαδρομής, που δεν θα αργήσει να προετοιμάσει μια καινούργια περίοδο: την περίοδο την οποία θα εγκαινιάσουν οι γυναίκες της γενιάς του 1970. Η Παυλίνα Παμπούδη, η Άντεια Φραντζή, η Μαρία Κυρτζάκη, η Τζένη Μαστοράκη, η Δήμητρα Χριστοδούλου, η Μαρία Λαϊνά, η Νατάσα Χατζιδάκι, η Βερονίκη Δαλακούρα και η Αθηνά Παπαδάκη είτε θα ταιριάξουν τη μυθολογία της φύσης και την καθημερινότητα του γυναικείου φύλου με τις αρχαϊκές τους εικόνες, είτε θα εικονογραφήσουν την πάλη με το ανέκφραστο και τις ανεκδήλωτες σημασίες της γλώσσας.
Στην πραγματικότητα, το κριτικό ενδιαφέρον για τις ποιήτριες, παλαιότερες και νεότερες, τείνει να αποκτήσει σάρκα και οστά (και να καταστεί με σαφήνεια ορατό) κατά διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Η κριτική εξακολουθεί να υποφέρει από προκαταλήψεις, να παγιδεύεται σε παλινδρομήσεις, να αρνείται πλήθος παραδοχές, πλην όχι μόνο είναι πλέον σε θέση να παρακολουθήσει τον γυναικείο λόγο με τους όρους που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του, αλλά και να τον συγκρίνει τη διεθνή ποιητική σκηνή (γυναικεία και ανδρική), καταλήγοντας στη συμπερίληψή στον λογοτεχνικό κανόνα. Κατά την επόμενη δεκαετία θα επέλθει έκρηξη για τις ποιήτριες, τόσο ως προς τα μεγέθη της εκδοτικής παραγωγής και την έκταση των κριτικ��ν αναφορών όσο και ως προς την παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα.
Στην πολυσέλιδη διαδρομή της η Παπαλεξάνδρου θα μείνει μέσω της έρευνας της κριτικής όχι μόνο στα καθιερωμένα ονόματα, όπως τα είδαμε να εκτυλίσσονται πρωτύτερα, αλλά και θα εστιάσει σε μια σειρά αφανών περιπτώσεων, που χάθηκαν δικαίως ή αδίκως μέσα στον χρόνο. Θέλω να τονίσω πως εκείνο που κυριαρχεί εδώ δεν είναι η σχολαστικότητα του φιλολόγου, αλλά το πάθος του ερ��υνητή ή καλύτερα της ερευνήτριας. Ερευνήτρια, η οποία θα μας φέρει κοντά στις σιωπές και τα κενά της ιστορίας της λογοτεχνίας για να αποκτήσουμε μια έντονη αίσθηση του καθημερινού και ιστορικά περίπου άπιαστου λογοτεχνικού γίγνεσθαι. Κι αυτό δεν είναι μικρό και λίγο, αλλά ήδη πολύ – ευπρόσδεκτα πολύ.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes · View notes
psychotiko-epeisodio · 1 year ago
Note
Δεν είσαι αποτυχημένη εφόσον μπορείς να βάλεις τις σκέψεις σου σε λόγια. Να νιώθεις περήφανη ποιήτρια. ^^
❤️❤️
6 notes · View notes
xamenotalento · 2 years ago
Text
Έλα κι απόψε κοπελιά
Τον έρωτα; Τον κάνω συχνά αλλά δεν τον συζητώ ποτέ. Μαρσέλ Προυστ. Η Ιουλία Lespinasse, διάσημη για το φιλολογικό σαλόνι της, επιστήθια φίλη του Ντ’Αλαμπέρ, ήταν ερωτευμένη με τον στρατηγό Guibert. Χωρίς ανταπόκριση. Του έγραφε: «Σας αγαπώ όπως πρέπει κανείς ν’αγαπά, με πλησμονή, με τρέλα, με ενθουσιασμό, με απελπισία. Σας αγαπώ πέρα από τη δύναμη της ψυχής και του σώματός μου. Δυο πράγματα στον κόσμο δεν υποφέρουν τη μετριότητα: οι στίχοι κι ο έρωτας. Ω φίλε μου, η ψυχή μου υποφέρει. Δεν έχω πια λόγια παρά μόνο κραυγές». Λίγο μετά το γάμο του Guibert, η Ιουλία Lespinasse αρρώστησε και πέθανε. Μόλις δύο χρόνια έπειτα από τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, η Lespinasse ίσως επιθύμησε να έχει το τέλος λογοτεχνικής ηρωίδας επιστολικού μυθιστορήματος. Δεν αποκλείεται, κυριευμένη από πάθος για τον μικρότερό της Guibert, να είδε στον εαυτό της κάτι από την Ζυλί του Ρουσώ ή τη Φαίδρα του Ρακίνα. Τίποτα δεν δείχνει ότι προσπάθησε να αποφύγει το αδιέξοδο. Αντίθετα το ενίσχυσε μέχρι την οριστική εκμηδένισή της. Όταν η ζωή αντιγράφει την τέχνη, ποιος μπορεί να μιλήσει για αλήθεια και να μη φανεί αστείος; Οι επιστολές της διαβάζονται μέχρι σήμερα. Όταν έχασε την παιδική της φίλη Νάντια, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, κορυφαία Ρωσίδα ποιήτρια, ήταν 12 χρόνων. Από τη σχέση τους, τουλάχιστον όσον αφορά στην Τσβετάγιεβα, δεν έλειπε το ερωτικό στοιχείο. Ο πατέρας της αδικοχαμένης, θυμάται η Μαρίνα, είχε σημειώσει ένα ποίημα στο λεύκωμα της κόρης του που επαναλάμβανε το στίχο: «Μην εμπιστεύεσαι τους άντρες, φίλη μου». Πιθανόν ήταν κάποιο στιχούργημα δικής του έμπνευσης (ή μήπως Πούσκιν;), δυστυχώς δεν βρήκα περισσότερες πληροφορίες. «Δεν πίστεψα ποτέ στη δυσπιστία», σημειώνει η Τσβετάγιεβα με ανεπανάληπτη ευαισθησία: «Απεναντίας, πίστεψα στον πρώτο που συν��ντησα». Το ύφος της εποχής προέτρεπε μια νέα, προικισμένη και από καλή οικογένεια προς τέτοιου είδους σκέψεις. Δεν πρόκειται για το φόβο αλλοίωσης της γυναικείας παρθενίας, λέει, αλλά για την παρακμή ενός ολόκληρου πολιτισμού που εκδικούνταν τα παιδιά του για όσα είχαν στερηθεί οι γονείς. Αργότερα, προσπαθώντας να εξηγήσει πώς μια κοπέλα μεγαλύτερη προτιμούσε εκείνη για παρέα, μια παιδούλα, γράφει: «Ίσως ακολουθούσες την ποιήτρια που τώρα σε ανασταίνει». Σήμερα, η τελευταία επίδραση στον τρόπο που κατανοούμε τον έρωτα είναι πιθανότατα οι 50 αποχρώσεις του γκρι- δίχως ίχνος ταλέντου η κυριούλα που έγινε εκατομμυριούχος αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό. Οι ανήσυχες καρδιές βρίσκουν παρηγοριά στο έντεχνο τραγούδι, αφού η ποίηση παραμένει σχετικά απρόσιτη. Από τον έρωτα μέχρι θανάτου έως την εκμάθηση της δυσπιστίας, η απόσταση παραμένει χαοτική. Η ισορροπία μεταξύ των δύο ήταν ανέκαθεν υπόθεση του καθενός. Πέρυσι, για παράδειγμα, μία παρεξήγηση κρατούσε μακριά κάποιο ζευγάρι, ώσπου το αγόρι έφυγε πρόωρα. Του είχε αφιερώσει κάποτε εκείνο του Χαρούλη. Αν, τότε. Αν γίνεις αυτό που ήσουν, θα έρθω κοντά σου. Το αν έγινε έμμονη ιδέα. Η επανασύνδεση αναίτια αναβαλλόταν. Αν, τότε, ποτέ. Ο πολιτισμός που άθελά του ψεύδεται, ο πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας. Ασφαλώς, βλέποντας τα πράγματα πιο ψύχραιμα, τα τραγούδια δεν υποχρεούνται να τονίζουν την αλήθεια που επείγει, αλλά να περιγράφουν τις διαθέσεις, τα ψέματα και τους εγωισμούς των ανθρώπων. Προστατευμένος μέσα στην πόλη, σίγουρος για το αύριο που του υπόσχονται, με πίστη στην ιατρική και στο αήττητο της θνητότητάς του, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αισθάνεται την ανάσα του θανάτου στο σβέρκο του. Δυστυχώς, όμως, shit happens. Άρχισε να μ' ενοχλεί και τ' άλλο του Θανάση: «Άμοιρη ψυχή, μην ξεγελαστείς». Ο στίχος επικεντρώνεται στην αδυναμία του ερωτευμένου. Μα τι είναι ο έρωτας, θα ρωτήσει κάποιος, αν δεν είναι αυτή ακριβώς η αδυναμία; Εν μέρει θα 'χει δίκιο. Δεν είναι έρωτας όμως μια αδυναμία που παραλύει και γίνεται εύκολη αυτοδικαίωση κάποιας άμοιρης ψυχής. Θέλω, αλλά φοβάμαι. Δεν φταίω, ξεγελάστηκα. Τι σόι απαγορεύεται είναι αυτό; Τι θα γίνει δηλαδή αν πληγωθεί, τι θα συμβεί αν φτάσει στα άκρα, τι θα χάσει αν «ένα ��ιλί αμέθυστο έρθει και του ζητήσει»; Προφανώς τίποτα. Ο Παπακωνσταντίνου ξέρει καλά πως τον άνθρωπο πατάν στ'αλήθεια τα πόδια του τα ίδια. Υπονοώ όμως, για να μην κρύβομαι πίσω απ' το δάχτυλό μου, ότι κορίτσια που ίσως δάκρυζαν με το «Μιλώ για σένα» χωρίς να κατανοούν την ποιητικότητά του, έκαναν γάμους συμφέροντος προκειμένου να πάρουν το αίμα τους πίσω: όταν δεν μπορείς να αναμετρηθείς με τον έρωτα, δεν μπορείς να αναμετρηθείς και με τον θάνατο, προτιμώντας να τον ζήσεις εν ζωή. Ο ρόλος του καθοδηγητή ή του λογοκριτή έχει πολλούς υποψηφίους, αλλά ευτυχώς δεν φτιάχτηκε για κανέναν από μας. Πάντα κάθε άνθρωπος θα επηρεάζεται από ερεθίσματα που ο ίδιος θα επιτρέπει να τον επηρεάσουν, από όσα νομίζει πως του ταιριάζουν, από αυτά που τον εκφράζουν μια δεδομένη στιγμή περισσότερο. Όλο και κάποιος Γκαίτε, ένας αυταρχικός πατέρας ή απλά κάποιος στίχος θα θέτει ερωτήματα. Η ζωή θα φορτώνεται με «γραφειοκρατία», η οποία από τη μία θα την κάνει πλουσιότερη κι από την άλλη θα την απειλεί με τρικλοποδιά. Στην πραγματικότητα, εμείς είμαστε αυτοί που θέλουμε να περάσουμε μέσα από την κόλαση. Να δυστυχήσουμε και να ευτυχήσουμε με το δικό μας τρόπο. Να βγούμε νικητές αφού κοιτάξουμε τον γκρεμό. Ίσως μονάχα με το πέρασμα των χρόνων η συμβουλή εκείνου του θείου του Σταντάλ ανακτά την αξία της: «Όταν μια γυναίκα σε εγκαταλείπει, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες κάνε ερωτική εξομολόγηση σε μιαν άλλη». Η βιασύνη, αν και ανισόρροπη, έχει περισσότερη υγεία με το μέρος της. Σκοντάφτει δηλαδή κι όποιος αργεί. Τα λουλούδια μαράθηκαν, τα σοκολατάκια φαγώθηκαν. Και τα ζευγαράκια που ήδη χώρισαν, ενώ πριν μερικές μέρες αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης, ξέρουν ότι δεν βρισκόμαστε μήτε σε ανθοπωλείο μήτε σε ζαχαροπλαστείο. Ο Ιαβέρης, αναφερόμενος στην οδηγική συμπεριφορά, είχε προειδοποιήσει: όταν έρχεται η στιγμή του φρεναρίσματος, τα χάνεις. Στο κακό αποδεικνύεσαι ηλίθιος. Ο θάνατος δεν καταλαβαίνει πάντοτε από ζώνες ασφαλείας. Γι'αυτό ο Μήτσος Σταυρακάκης έγραψε: «Έλα κι απόψε κοπελιά στην εδική μου αγκάλη, να κλέψομε μια δεκαριά μέρες του Χάρου πάλι». Όταν πρωτάκουσα την μαντινάδα του μικρός, νόμιζα πως την έγραψε άνθρωπος άρρωστος, κάποιος που πεθαίνει, ένας Κρητικός που σκέφτεται να δοκιμάσει το one night stand και δεν έδωσα σημασία.
youtube
9 notes · View notes
inthissilence-ibeliev3 · 5 days ago
Note
Είσαι και ποιήτρια;
Όλοι οι έντεχνοι μαζευτήκατε εδώ μέσα
0 notes
xionisgr · 1 month ago
Text
ISBN: 978-960-04-4520-6 Συγγραφέας: Αθηνά - Στυλιανή Μίχου Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 56 Ημερομηνία Έκδοσης: 2014-11-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
kwstasattgr · 1 month ago
Text
ISBN: 978-960-04-4520-6 Συγγραφέας: Αθηνά - Στυλιανή Μίχου Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 56 Ημερομηνία Έκδοσης: 2014-11-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
a078740849aposts · 1 month ago
Text
ISBN: 978-960-04-4520-6 Συγγραφέας: Αθηνά - Στυλιανή Μίχου Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 56 Ημερομηνία Έκδοσης: 2014-11-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
christostsantis · 2 months ago
Text
Φωτεινή Μπομπολάκη "Σελήνη - Ταξιδεύοντας πίσω στη Γη", βιβλιοπαρουσίαση στα Χανιά 30/9/2024
Το Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας και οι Εκδόσεις Ραδάμανθυς παρουσιάζουν το μυθιστόρημα της Φωτεινής Μπομπολάκη “Σελήνη – Ταξιδεύοντας πίσω στη Γη”, τη Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024, στις 7.30 το απόγευμα στο Porto Veneziano Hotel, στο Ενετικό Λιμάνι των Χανίων. Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Άννα Καλλιβρετάκη, σύμβουλος ψυχικής υγείας, συγγραφέας Ελένη Καποκάκη,  ποιήτρια,…
0 notes
alexpolisonline · 3 months ago
Text
0 notes
thoughtfullyblogger · 4 months ago
Text
Έφυγε απο τη ζωη στα 75 της χρόνια μια σπουδαία ελληνίδα ποιήτρια, Τζενη Μαστορακη, αδερφή του Νίκου Μαστορακη
H σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη «έφυγε» την Τρίτη από την ζωή σε ηλικία 75 ετών. Γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα και σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύθηκε το 1971 στην «Αντι-ανθολογία» του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Το πρώτο της βιβλίο, «Διόδια», εκδόθηκε το 1972. Τα […] Έφυγε απο τη ζωη στα 75…
0 notes
justforbooks · 11 months ago
Text
Tumblr media
Πέθανε η Μαρία Λαϊνά, εξέχουσα Ελληνίδα ποιήτρια, τιμημένη με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών το 2014 και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2022. Ήταν 76 ετών. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ποιητική φωνή, χαμηλόφωνη και αντιδραματική, όπου το μυστήριο της ζωής αναφαίνεται χωρίς μεγάλα λόγια, με γυμνές λέξεις και γυμνές εικόνες, και τη διαρκή αίσθηση της απουσίας του άλλου.
Όταν η LIFO τής είχε ζητήσει να ορίσει η ίδια την ποίησή της, απάντησε με ανάλογο τρόπο: «Δυσκολεύομαι να μιλώ για τα έργα μου. Θα πω κάτι που θα φανεί ίσως περίεργο: δεν μπορώ να περιγράφω με λέξεις τις λέξεις μου. Θα πω, λοιπόν, μόνο δυο κουβέντες: Μιλά για τη μοναξιά και γι' αυτό που μπορεί να βλέπουν κάποιοι άνθρωποι και να μην το βλέπουν κάποιοι άλλοι.»
Αυτοβιογραφούμενη στη LIFO, είχε πει τα ακόλουθα:
Γεννήθηκα στην Πάτρα. Ο πατέρας μου ήταν καπνοβιομήχανος. Είχε στρέμματα καπνού και ένα εργοστάσιο. Η μεγαλύτερη αδερφή μου πέρασε την Κατοχή χωρίς να της λείψει τίποτα. Το ίδιο κι εγώ. Δεν καταλάβαμε στερήσεις γιατί έρχονταν οι Ιταλοί, παίρνανε τσιγάρα και μας έδιναν διάφορα. Έχω ακόμα ένα ακορντεόν. Δηλαδή ό,τι έχουμε, από τα τσιγάρα προέρχεται. Όμως, στην πορεία ο πατέρας μου τα έχασε όλα.
Η μαμά μου τρελάθηκε. Ήθελε έναν άλλο άντρα κι ενώ με τον πατέρα μου συμφώνησε σε διαζύγιο, οι Πατρινοί πέσαν να τη φάνε, για να μη γίνει σκάνδαλο. Τελικά ήρθαμε στην Αθήνα όταν ήμουν 9 ετών. Μέναμε σε ένα νεοκλασικό στα Άνω Πατήσια. Στην οδό Πόρου. Η αλήθεια είναι ότι ήρθαμε στην πρωτεύουσα για να απελευθερωθούν οι γονείς μας και να καταφέρουν να χωρίσουν. Με τον πατέρα μου έκτοτε κρατήσαμε ελάχιστες σχέσεις.
• Προέρχομαι κατ' ουσίαν από δύο πλούσια σόγια. Απλώς εγώ δεν έχω λεφτά. Ο αδερφός της μαμάς μου είχε την εταιρεία Bic. Με ενοχλούσε πάντα το ότι μας ζούσε ο αδερφός της, παρόλο που ήταν ένας πολύ γλυκός τύπος. Ένιωθα τη βοήθειά του και τη γενναιοδωρία του ως προσωπική μου ήττα.
• Το σχολείο που τελείωσα ήταν το 8ο των Πατησίων. Μεικτό και από τα μεγαλύτερα σχολεία της Αθήνας. Αλλά είχε και άχρηστους καθηγητές. Πήγαινα για χημικός και τελείωσα το πρακτικό. Τότε στα πρακτικά ρίχνανε όλους τους άχρηστους φιλόλογους. Τελικά, βρέθηκα στη Νομική γιατί η φιλόλογός μου, διαβάζοντας τις εκθέσεις μου, μου είπε «Λαϊνά, τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Φύγε. Δεν είσαι για πρακτικό».
• Οι πιο φωτισμένοι δάσκαλοί μου ήταν μαθηματικοί και φυσικοί. Τα πιο λαμπρά παραδείγματα αργότερα στη Νομική ήταν ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο Πεσμαζόγλου, ο Ζολώτας, που μας δίδασκε πολιτική οικονομία κι όταν έμπαινε στην αίθουσα έτριζαν τα παπούτσια του. Αριστοκράτης, πολύ στυλάτος. Αυτοί ήταν τα αστέρια. Επίσης, θυμάμαι ότι στον Μαγκάκη κατέφθανε ακροατήριο και από άλλες σχολές. Συνωστιζόμασταν στους διαδρόμους. Εξαιρετικής ευγλωττίας, γνώσης, ευγένειας άνθρωπος. Χαιρόσουν να τον ακούς.
Όταν τελείωσα, σκέφτηκα να γίνω δικηγόρος, αλλά το απέρριψα διότι δεν μπορούσα να ντύνομαι όπως έπρεπε. Δεν άντεχα το κοστουμάκι. Πήγα μια φορά στο δικαστήριο και τα παράτησα. Με το τακουνάκι και το ταγέρ δεν μπορούσα. Είπα «φεύγω».
• Αυτό που με ενδιέφερε μικρή περισσότερο από καθετί ήταν το διάβασμα. Έχω ψάξει μέχρι και σκουπι��οτενεκέ για να βρω κάτι να διαβάσω. Η μητέρα μου έφτανε στα όρια της απελπισίας. Πήγαινε στα βιβλιοπωλεία και δανειζόταν βιβλία για μια δραχμή, γιατί δεν μπορούσε να τα αγοράσει. Μου τα έφερνε και μέχρι το απόγευμα τα είχα τελειώσει. Μη φανταστείτε, στο σπίτι μας δεν διάβαζε κανείς. Στο πατρικό μου δεν είχαμε καν βιβλιοθήκη. Έχω διαβάσει Ντοστογιέφσκι στα 16 μου, ας πούμε. Όλον. Τόσο, που τώρα θέλω να τον ξαναδιαβάσω, αλλά δεν μπορώ. Τον Τσβάιχ όλο. Πήγαινα στα σπίτια των άλλων, άνοιγα τις βιβλιοθήκες κι έπαιρνα βιβλία.
• Στα 17 έγραψα το πρώτο ποίημα. Ήθελα να εκφράσω την ερωτική απογοήτευση που πέρασα. Του 'δωσα και κατάλαβε. Εγώ πίστευα πως αυτό το πρώτο μου βιβλίο ήταν μια κουταμάρα, αλλά με έκπληξη διαπίστωσα πως κάποιοι με ενθάρρυναν. Έτσι είπα «θα γίνω ποιήτρια». Ένας από εκείνους ήταν ο Σαχτούρης. Με φώναξε στη Φωκίωνος Νέγρη και ήπιαμε καφέ. Μου είπε: «Κυρία Λαϊνά, βλέπω εδώ κάποια πράγματα. Τα πράγματα δεν τα γράφουμε όταν μας πονάνε, τα γράφουμε όταν δεν μας πονάνε πολύ, αλλά μας πονάνε ακόμα». Εγώ τότε ήμουν μειράκιο, αλλά τα λόγια του τα τήρησα όσο μπόρεσα.
• Πριν πάρω το Κρατικό Βραβείο ο Σαχτούρης μου έστειλε μια καρτούλα. Μου έλεγε ότι τα ποιήματα που είχα στη συγκεκριμένη συλλογή ήταν από τα ωραιότερα που είχε διαβάσει στη ζωή του. Κάθισα εδώ κι έκλαψα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου το βραβείο. Ακόμα συγκινούμαι όταν το θυμάμαι. Πήγαινα και τον έβλεπα – περίεργος άνθρωπος, δεν μίλαγε. Μπορούσαμε να καθόμαστε δέκα λεπτά αμίλητοι. Ερχόμουν σε απελπισία μερικές φορές. Έμενε σε ένα πολύ φτωχικό σπίτι. Είχε μια πλαστική ντουλάπα. Με κοιτούσε. Και τον κοιτούσα. Και σκεφτόμουν, «τι να πω τώρα;». Ώσπου κάποια στιγμή μου είπε: «Κυρία Λαϊνά, γράφετε;». Του απαντώ: «Κύριε Σαχτούρη, γράφω». Μου λέει: «Να γράφετε, γιατί θα έρθει η στιγμή που δεν θα μπορείτε να γράψετε».
• Μερικά ποιήματά μου είναι καλά. Για παράδειγμα, για τον στίχο «Λατρεύτηκε κανείς εδώ; / Υπήρχε κάποιος / ή πέρασε απλώς ο χρόνος και άφησε την ομορφιά του;» καμαρώνω. Με κατηγορούν συχνά ότι δεν ενδιαφέρομαι για το κατ' εξοχήν ελλαδικό στοιχείο. Δεν με ενδιαφέρει. Εμένα με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Δεν καταγράφω την επικαιρότητα. Με επηρεάζουν αυτά που συμβαίνουν, αλλά αυτό μπορεί να το μεταγράψω σε μυρμήγκι, σε δέντρο. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη την τέχνη όταν είναι ευτυχισμένος. Έτσι πιστεύω. Η τέχνη είναι παρηγοριά, έτσι έχει πει ο Φρόιντ.
• Δεν με ενδιαφέρει πολύ το γράψιμο, να σας πω την αλήθεια. Με ενδιαφέρει ο έρωτας, τα ταξίδια, τα εικαστικά, οι εικόνες, η φύση. Ξέρω μουσική: πιάνο, κιθάρα, ακορντεόν. Έχω και δίπλωμα. Τα μαθηματικά έχουν σχέση με τη μουσική και τα μαθηματικά και η μουσική έχουν σχέση με την ποίηση. Σου διδάσκουν οικονομία στον λόγο και ρυθμό. Δεν μπορώ χωρίς ρυθμό. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη δυσκολία μιας μετάφρασης. Καμιά φορά περνάω δύο μέρες για να βρω ένα τετρασύλλαβο προπαροξύτονο επίθετο. Όταν το βρίσκω, χοροπηδάω. Νιώθω χαρά σαν παιδί.
• Το πρώτο έργο μου που παίχτηκε στο θέατρο ήταν ο Κλόουν. Κατ' ουσίαν, δεν είναι θεατρικό, είναι ένας παραληρηματικός μονόλογος που τον έγραψα με ραγκτάιμ. Αν μου σταμάταγες τη μουσική, σταμάταγα να γράφω. Η Πασιέντζα είναι ένα έργο που αγαπώ ιδιαίτερα και θα ήθελα να το δω να ανεβαίνει, γιατί είναι λίγο διεστραμμένο. Δεν μου αρέσουν οι απλές ιστορίες. Ο άντρας, η γυναίκα που τον άφησε και όλα αυτά. Θα σας πω κάτι περίεργο. Μου παραγγέλνουν έργα για γυναίκες κι εγώ γράφω για άντρες. Και στο Δέντρο, που παίζεται τώρα, υπάρχει μόνο μία γυναίκα.
Δυσκολεύομαι να μιλώ για τα έργα μου. Θα πω κάτι που θα φανεί ίσως περίεργο: δεν μπορώ να περιγράφω με λέξεις τις λέξεις μου. Θα πω, λοιπόν, μόνο δυο κουβέντες: Μιλά για τη μοναξιά και γι' αυτό που μπορεί να βλέπουν κάποιοι άνθρωποι και να μην το βλέπουν κάποιοι άλλοι. Και θα ευχαριστήσω τη Χρύσα Καψούλη και την ομάδα της για τη δουλειά που έκαναν. Όσο και να φαίνεται περίεργο, θέατρο μπορώ να γράψω έχοντας γύρω μου στο ίδιο τραπέζι τους φίλους μου. Όταν γράφω ποιήματα, ούτε στο διπλανό δωμάτιο δεν θέλω άνθρωπο.
• Έχω σταματήσει να διδάσκω. Η διδασκαλία μού άρεσε πολύ. Νομίζω ότι μου έδιναν τους χειρότερους μαθητές. Με ενδιέφερε να βάλω στο μυαλό του άλλου το ότι η γλώσσα είναι σαν τα μαθηματικά. Ήταν φοιτητές και όταν έμπαινα στην τάξη τρόμαζαν. Φαίνεται ότι έχω μια φάτσα αυστηρή. Με ενδιέφερε να πάρει το μυαλό μπροστά. Με κάποιους κρατώ επαφή και μου στέλνουν και δωράκια. Σταμάτησα επειδή θύμωσα. Θυμώνει ο άνθρωπος. Μεγάλη ιστορία. Πάντως, ήταν σπουδαία ευχαρίστηση να παίρνουν μπρος οι μαθητές, να ξεθαρρεύουν, να γίνεσαι φίλος τους. Αλλά το εξάμηνο περνούσε γρήγορα, έφευγαν κι έκλαιγα. Κι ερχόντουσαν άλλα παιδιά και εκεί στενοχωριόμουν πάρα πολύ. Κάποια στιγμή μου βγήκε η ψυχή.
• Θυμώνω. Και αδικαιολόγητα πολλές φορές. Όμως τον ξεσπάω το θυμό. Ο γιατρός μού είπε ότι θα πεθάνω με υγιή καρδιά μάλλον. Συνήθως με θυμώνουν η αχαριστία και η αγνωμοσύνη. Την έχω εισπράξει. Και μάλιστα συνδυασμένη με αδιαφορία. Δεν αντέχω τους ανθρώπους που φέρονται σαν να τους χρωστά πράγματα η ζωή. Με θυμώνει επίσης η ασχήμια. Γίνομαι έξαλλη με την απουσία αισθητικής. Έχω χαλάσει σχέση επειδή είδα ρούχο που δεν μου άρεσε. Ένα κίτρινο, συγκεκριμένα. Μου αρέσει πολύ το μαύρο και τ�� κόκκινο.
Σιχαίνομαι, επίσης, τους ανθρώπους που έχουν μια αφροντισιά αισθητική, που παχαίνουν από αδιαφορία όχι μόνο απέναντι στον εαυτό τους αλλά και απέναντι στον διπλανό τους. Είναι σαν να σου λένε: «Εμένα θα μου δώσουν σημασία και ας είμαι έτσι». Είναι ένας εγωισμός και μια αδιαφορία προς τους γύρω που δεν αποδέχομαι. Εγώ, από την άλλη, δυστυχώς είμαι ανορεξική. Αν μου φέρετε πετροσωλήνες, θα φάω πέντε πιάτα. Αν μου δώσεις κακό φαΐ, δεν το τρώω.
• Το ωραιότερο μέρος που επισκέφθηκα είναι το Μαρόκο. Σκοπεύω σύντομα να πάω πάλι στην Ταγγέρη. Είναι συγκλονιστικό μέρος. Κι ας με ενοχλεί ο τρόπος που συμπεριφέρονται στις γυναίκες. Σου κολλάνε, σε τραβάνε. Κάποια στιγμή αγανάκτησα και άρχισα να τους βρίζω στα ελληνικά. Αφήστε που στα ταξί πρέπει να κάνεις την προσευχή σου για να φτάσεις ζωντανός. Και η Ινδία, όμως, ήταν σπουδαία εμπειρία. Κι ας βγήκα άρρωστη μετά την επίσκεψή μου στο Βαρανάσι. Σταμάτησα να τρώω. Με βιταμίνες κρατιόμουνα. Να σκεφτείτε ότι στο αεροδρόμιο, έτσι αδύναμη κι αδύνατη που με είδαν, με έψαξαν για ναρκωτικά.
• Ξυπνάω πολύ πρωί. Και στις 2 να κοιμηθώ, στις 7 είμαι όρθια. Προτιμώ να δουλεύω το πρωί, διότι 11 π.μ. με 3 μ.μ. λειτουργεί το σύστημα. Το βράδυ βγαίνω λίγο. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Τώρα που το σκοτάδι πέφτει από τόσο νωρίς, στενοχωριέμαι. Τηλεόραση δεν ανοίγω. Ραδιόφωνο ακούω. Το Ντεσεβό μου το έχω ακόμα, αν και δεν το πολυχρειάζομαι πια. Για να γράψω χρησιμοποιώ το κομπιούτερ. Δυστυχώς, δεν γράφω στο χέρι πια. Παλαιότερα χρησιμοποιούσα γραφομηχανή και μου άρεσε πολύ. Είχε ήχο. Μου έκανε κάτι. Μετά αναγκάστηκα να προσαρμοστώ στην τεχνολογία γιατί μου ζητούν τ�� κείμενα σε ηλεκτρονική μορφή.
• Τα καλοκαίρια δεν μου αρέσει η Αθήνα. Ούτε ο χειμώνας μου αρέσει. Θα έμενα σε μια πόλη που έχει κοντά της θάλασσα. Όμως, θα μου άρεσε να μένω στο Βερολίνο. Το λατρεύω, τα τελευταία τρία χρόνια έχω πάει τρεις φορές. Οι Βερολινέζοι δεν είναι πολύ Γερμανοί, είναι άλλου τύπου άνθρωποι. Βρίσκεις σε αυτή την πόλη κάτι μπαράκια που στην είσοδο έχουν ένα μικρό βιβλιοπωλείο, έναν πάγκο με παλιά βιβλία, μια κουβερτούλα που δανείζεσαι για το κρύο, ακούς μια μουσικούλα πολύ γλυκιά, το βράδυ έχουν μια παράσταση.
Πάντα ξεκινούσα να πάω εδώ, εκεί και στο ενδιάμεσο όλο και κάτι έβλεπα και με αιχμαλώτιζε. Και ��έρετε και κάτι άλλο; Έχουν τρομερό σεβασμό στα δέντρα. Φιλοξενήθηκα μια μέρα σε ένα σπίτι και είδα ένα κλαδί –φιλύρα– να μπαίνει στην κυριολεξία μέσα στο σπίτι. Σχεδόν επάνω στο κρεβάτι τους. Δεν μπορούσαν να το κόψουν. Το κλαδί, όχι το δέντρο. Επίσης, με ευχαριστεί η απίστευτη ευγένειά τους. Μπαίνω μια μέρα στο μετρό και σταματάει μια ηλικιωμένη, 90 ετών περίπου, που προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Στο Βερολίνο δεν έχω φοβηθεί ποτέ. Έχω φοβηθεί στη Νέα Υόρκη.
• Στη γειτονιά μου, το Παγκράτι, έχει αλλάξει ο πληθυσμός. Γενικά, δεν φοβάμαι. Όμως, τώρα τελευταία συλλαμβάνω τον εαυτό μου να γυρίζω και να κοιτάζω όταν ακούω βήματα πίσω μου. Κάποτε εδώ ζούσαν άνθρωποι όμορφα ντυμένοι. Πάει, τέλειωσε αυτό. Καθημερινά, όταν βγαίνω βόλτα το πρωί, παίρνω κάποιον και τον βάζω στον φούρνο να του ψωνίσω κάτι να φάει. Δεν μου κοστίζει τίποτα φοβερό. Βλέπω τις κυρίες απέναντί μου που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, κι εγώ κάπως δυσκολεύομαι. Θα αποφάσιζα να ζήσω στην εξοχή, γιατί είμαι βαρεμένη με τη φύση. Στην Αθήνα μένω επειδή εδώ είναι οι φίλοι μου. Αλλά όταν βρεθώ κοντά στη θάλασσα, είμαι ευτυχισμένη. Παλιά ήμουν κολυμβήτρια και κολυμπούσα χειμώνα-καλοκαίρι.
• Δεν θέλω πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Δεν θέλω χαιρετούρες, δεν θέλω συγχαρητήρια. Δεν τα πιστεύω. Και δεν με ενδιαφέρουν. Θέλω λίγους. Από την άλλη, δεν προτιμώ τη μοναξιά. Παρέα θέλω. Αλλά ξέρετε, οι άνθρωποι που μένουν μόνοι τους γίνονται ιδιότροποι με τα χρόνια. Κάποιος φίλος μου μού έχει πει ότι είμαι παραπλανημένη αισιόδοξη. Επίσης, έχω κι ένα ακόμα ελάττωμα: δεν είμαι τακτική και χάνω τα πράγματα που αγαπώ. Τα γυαλιά που αγαπάω, το πορτοφολάκι μου, το στυλό που μου αρέσει – παρόλο που το κρατάω σφιχτά στο χέρι μου. Μια βεντάλια της αδερφής μου την άφησα στο ταξί. Ένας άλλος φίλος μου έχει πει «δεν χρειάζεται να δουλεύω, αρκεί να έρχομαι από πίσω σου».
• Τους διαβάζω τους νέους ποιητές και δεν θέλω να φανεί αλαζονικό, αλλά καταλαβαίνω πολύ εύκολα αν κάποιος αξίζει. Αξίζει κάποιος αν έχει έναν δικό του τρόπο, μια παραξενιά –η παραξενιά για μένα είναι συστατικό της ποίησης–, γιατί αν λες τα ίδια και τα ίδια και λες και τον καημό σου, δεν γίνεται τίποτα.
• Ένας, λοιπόν, που μου αρέσει είναι ο Γιάννης Τζανετάκης. Είναι περίεργο, γιατί ενώ δούλευε σε ένα περιοδικό κυριλέ και βλέπεις έναν άνθρωπο τυπικό, τακ, σ' τη ρίχνει.
• Γράφω. Τη συνέχεια του Νοήματος. Τη δεύτερη πράξη. Τι να κάνω, παιδιά; Έτσι γεννήθηκα.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
8 notes · View notes
eclecticstarlightblogger · 4 months ago
Text
Έφυγε απο τη ζωη στα 75 της χρόνια μια σπουδαία ελληνίδα ποιήτρια, Τζενη Μαστορακη, αδερφή του Νίκου Μαστορακη
H σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη «έφυγε» την Τρίτη από την ζωή σε ηλικία 75 ετών. Γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα και σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύθηκε το 1971 στην «Αντι-ανθολογία» του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Το πρώτο της βιβλίο, «Διόδια», εκδόθηκε το 1972. Τα […] Έφυγε απο τη ζωη στα 75…
0 notes
greekblogs · 4 months ago
Text
Έφυγε απο τη ζωη στα 75 της χρόνια μια σπουδαία ελληνίδα ποιήτρια, Τζενη Μαστορακη, αδερφή του Νίκου Μαστορακη
H σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη «έφυγε» την Τρίτη από την ζωή σε ηλικία 75 ετών. Γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα και σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύθηκε το 1971 στην «Αντι-ανθολογία» του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Το πρώτο της βιβλίο, «Διόδια», εκδόθηκε το 1972. Τα […] Έφυγε απο τη ζωη στα 75…
0 notes