Tumgik
#εμμονές
Text
Θυμάμαι το συναίσθημα του έρωτα,σαν χθες το θυμάμαι.Μοναχα μια φορά το 'χω βιώσει.Καθε φορά από εκείνη και έπειτα, ήταν απλώς μια φθηνή απομίμηση.Κατι που προσπαθούσε συνεχώς να το φτάσει, μα ποτέ δεν τα κατάφερε.Ηταν εφημεροι ενθουσιασμοι,παροδικές εμμονές,προσπάθειες να ξεφύγω απ'το κενό. Ο έρωτας όμως μου 'χει μείνει αξέχαστος.Λες να μπορούμε να ερωτευτουμε για δεύτερη φορα;
Η καρδιά μου φτερούγιζε και τα πόδια μου τρεμαν.Συο άκουσμα του ονόματος του ,το κορμί μου ανατριχιαζε.Δεν έβλεπα τα λάθη του,παρεβλεπα τα σημεία εκείνα όπου με πληγωνε.Καλα τον λένε τυφλό,αφού έβλεπα μόνο όσα ήθελα να δω.Δεν μπορούσα να διακρίνω καμία ατέλεια πάνω του,ακόμη και τα λάθη του όμορφα τα έβλεπα.Ακομη και όταν με σκότωνε,εγώ θαύμαζα τα μάτια του.
Τι όμορφα πράγμα.Τυχερη μες την ατυχία μου, τον βιωσα στο πετσί μου.
Δεν ήταν ο λάθος άνθρωπος εφόσον τον διάλεξε η καρδιά σου.
27 notes · View notes
prasinoxaos · 4 months
Text
η αλήθεια είναι πως κανείς μας δεν ξέφυγε από τις εμμονές και τις ανασφάλειές του. όλοι είναι εκεί ακριβώς όπου τους άφησες. όλοι είμαστε εκεί όπου μας άφησαν. και θα προσπαθούμε μια ζωή να το κρύβουμε, για να μην παραδεχτούμε στους εαυτούς μας, πως, στην πραγματικότητα, τους δίνουμε την επιβεβαίωση για τους λόγους τους οποίους τελικά μας άφησαν.
22 notes · View notes
Text
Η υπερβολική σκέψη δημιουργεί προβλήματα που ούτε καν υπάρχουν Εμείς έτσι προσπαθούμε να γλυτώνουμε τα χάπια Νομίζουμε αν βρούμε λύση θα μοιράσουμε συγχωροχάρτια Σε τύψεις και ιδέες έμμονες Μα μειναν εμμονές και κομμένες επαφές Άλλοι με ζάνια και άλλοι με γουλιές Καπνοί, εξαρτήσεις, σκιές Σε κυνηγούν και ας μένεις με αυτές Πόσα χρόνια μουδιασμένες ψυχές Ανέκφραστες φάτσες, μύτες χαμηλές Να μοιράζεσαι τη σιωπή γιατί οι βουβές λέξεις πονάνε λιγότερο απ’ τις ηχηρές ή έτσι πιστεύω Έτσι συνήθισα να πιστεύω για να μη νιώθω ευάλωτη κάθε φορά που ανοίγομαι Που χρειάζεται να εκφράζομαι και να εξηγώ Κουτιά στο κομοδίνο Και οι συνταγογραφησεις στο γραφείο Από που να κρυφτείς Από σένα ή απτά δαιμόνια που καιρό τώρα συνήθισες με αυτά να ζεις Η αλλοιωμένη σου όψη στο καθρέφτη που χεις σιχαθεί να δεις Γιατί πλέον γνωρίζεις... είναι πραγματική και όχι ψευδαίσθηση του γυαλιού Ούτε του χαπιού Γιατί πλέον δε σε αναγνωρίζεις και ας απαιτείς από άλλους να το κάνουν Χάθηκες, μα σε περιμένουν κάπου Νομίζεις ξέμεινες, μα ένα τόσο δα σπρώξιμο αρκεί Αρκεί για την επόμενη σπίθα Που τη φλόγα σου θα ανθίσει Μαζί με σένα, μαζί με μένα Που θα κάψει κάθε τι κακό Και ελεύθερος πια μπορείς να επιλέξεις ξανά Κάθε σου βήμα για καλό Και ας περπατάς παράλληλα το δρόμο το σκοτεινό
28 notes · View notes
daimewdis · 10 months
Text
Τα μάτια μου έκλειναν στο φως του ηλίου. Μόνο όταν ήμουν παιδί είχα άγνοια κινδύνου. Γκάζονα και φλέρταρα στο άκουσμα της αβύσσου. Τραβά γαμήσου, αν μου σαλτάρει το μυαλό θα κάνεις την προσευχή σου.
Δεν έτρωγα ό,τι μου σέρβιραν κι ας μη νηστεύω. «Ο πατέρας μου ‘ λέγε συχνά σε ποιον θεό πιστεύω;»
Συνόδευα τους δαίμονες μου και ξεγύμνωνα τις εμμονές μου για να ‘ χω κάτι να παίζω. Ας μη το παιδεύω, ένιωθα την οσμή, πριν με μαγειρέψουν, να τους μαγειρέψω.
-Δαιμεώδης
11 notes · View notes
justforbooks · 7 months
Text
Tumblr media
Μια σύγκριση των μεταφράσεων της «Μαντάμ Μποβαρί» στα ελληνικά με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία της νέας έκδοσης του σπουδαίου έργου του Φλομπέρ από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε απόδοση Ρίτας Κολαΐτη.
«Με τη δουλειά του Φλομπέρ η πεζογραφία έχασε τον στιγματισμό της αισθητικής κατωτερότητας. Από τότε, η τέχνη του μυθιστορήματος θεωρήθηκε ίση με την τέχνη της ποίησης», γράφει στο Αστείο ο Μίλαν Κούντερα για τον συγγραφέα που έμελλε να μετατρέψει τους απλούς πρωταγωνιστές της καθημερινότητας σε δραματικούς ήρωες, γεμάτους ποιητικά οράματα και εμμονές, ακριβώς όπως ο ίδιος. Κανένα θρησκευτικό δίδαγμα και κανείς δικαστής, σύζυγος ή ιερέας δεν μπορεί, για παράδειγμα, να περιορίσει την ανεξέλεγκτη φαντασιοκοπία της πρωταγωνίστριας του πλέον εμβληματικού βιβλίου του Μαντάμ Μποβαρί, η οποία άρχισε να στήνει από νωρίς τις δικές της νοερές ιστορίες μέσα στο εξομολογητήριο, φέρνοντας από εκείνο το σημείο κι ύστερα τον δημιουργό της αντιμέτωπο με το θρησκευτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Για εκείνον, όμως, το μόνο μέτρο και όριο, ικανό να τον περιορίσει, ήταν η λογοτεχνική ακρίβεια. «Θέλω να χωρέσω τον ωκεανό σε μια καράφα», έλεγε με περίσσιο ενθουσιασμό στην ξαδέλφη του Ναπολέοντα, πριγκίπισσα Ματθίλδη, μιλώντας για την τέχνη του, καθώς επέστρεφαν από ένα δείπνο αμέσως μόλις είχε εκδώσει το εκρηκτικό Σαλαμπό, με αυτές τις ευεργετικά πλούσιες περιγραφές από μακρινές χώρες της Ανατολής, ποιητικές ενοράσεις και έντονες αισθησιακές συνάφειες, σαν αυτές που είχαμε δει προηγουμένως να ψηλώνουν τον νου της κυρίας Μποβαρί και αποτέλεσαν έναν από τους λόγους που παραπέμφθηκε ο δημιουργός της σε δίκη.
Οι υπόλοιποι λόγοι της παραπομπής είναι ακριβώς αυτοί που καθιστούν το έργο ένα μοντέρνο αριστούργημα. Αποφεύγοντας τους συναισθηματισμούς των ρομαντικών μυθιστορημάτων της εποχής του ο Φλομπέρ στέκεται με ουδετερότητα απέναντι στα πάθη και τις απιστίες της ηρωίδας του, ενώ τολμά να της παραχωρήσει, αν και γυναίκα, το δικαίωμα στην ερωτική επιθυμία. Είναι προφανές πως και αυτό εξόργισε τους δικαστές, που καταφέρθηκαν με δριμύτητα εναντίον του βιβλίου, το ότι οι ασωτίες της Μαντάμ Μποβαρί με τον Ροντόλφ και τον Λεόν βασική αιτία δεν είχαν κάποιον καταπιεστικό σύζυγο –ακριβώς το αντίθετο– αλλά τη σωματική και συναισθηματική της ανάγκη για παραπάνω περιπέτειες και για διεκδίκηση ενός κόσμου που η ίδια μέχρι τότε απολάμβανε αποκλειστικά μέσα από τη λογοτεχνία. Η σύγκρουση του κόσμου της ποιητικής φαντασίας με την πραγματικότητα είναι, άλλωστε, ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά του βιβλίου που δικαιολογούν και την άμεση σύνδεση του Φλομπέρ με την ηρωίδα του (το γνωστό «Η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ»). Η ρηξικέλευθη απόφαση του συγγραφέα να της χαρίσει έναν ρομαντικό θάνατο με αρσενικό την ώρα που στον καλοκάγαθο σύζυγό της Σαρλ απλώς επιφυλάσσει μια ασήμαντη τελευτή, συνδέοντάς την έτσι με έναν πιο ποιητικό τρόπο ζωής, δείχνει την προνομιακή σχέση που είχε ο Φλομπέρ με την τολμηρή του πρωταγωνίστρια μέχρι τέλους.
Επομένως, είναι αυτή η διαρκής ακροβασία μεταξύ του ακραίου ρεαλισμού και της ποίησης, οι αριστοτεχνικές περιγραφές του εξωτερικού κόσμου που πολλές φορές είναι ανάλογος με τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας, ο τρόπος που η φύση μεταμορφώνεται στα μάτια της μετά από κάθε ερωτική συνεύρεση, αποδεικνύοντας την ένταση της πράξης, η αισθαντικότητα κάθε θρησκευτικής περιγραφής που προμηνύει τις περιγραφές στον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου αλλά και οι αμφισημίες των εννοιών και των λέξεων που απαιτούν έναν πολύ ικανό μεταφραστή, ο οποίος θα πρέπει να προσεγγίζει με λεπτή φροντίδα αλλά και λεκτική ακρίβεια το πρωτότυπο.
Είναι γνωστή η εμμονή του Φλομπέρ όχι μόνο με την ακρίβεια της λέξης –η περίφημη θέση του για τη mot juste– αλλά και με τη μουσικότητα του ύφους και την «άψογα λειασμένη φράση», όπως θα έλεγε αργότερα σε κριτική του ο Τιερί Λαζέ. Δεν είναι να απορείς που ο Γάλλος συγγραφέας θα παρέδιδε τις 500 σελίδες της Μαντάμ Μποβαρί για δημοσίευση σε συνέχειες στην «Επιθεώρηση του Παρισιού» το 1856, ύστερα από μια πενταετία εντατικής συγγραφής και ένα σύνολο 4.500 χειρογράφων. Όσο για τη σύλληψη του βιβλίου, τον απασχολούσε χρόνια, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, το Λίβανο, την Κωνσταντινούπολη, την Ιταλία αλλά και την Ελλάδα, με τις μεστές εμπειρίες του να αποτυπώνονται με διαφορετικούς τρόπους στ��ς σελίδες της.
Ως εκ τούτου, καμία λεπτομέρεια δεν πρέπει να προσπερνιέται με βιασύνη και καμία λέξη να προσεγγίζεται ανυποψίαστα χωρίς να εξετάζονται οι πολλαπλές της συνδηλώσεις, όταν πρόκειται για τη μετάφραση της Μαντάμ Μποβαρί. Ωστόσο, έχει κανείς την εντύπωση ότι στις περισσότερες από αυτές –γιατί κυκλοφορούν πλέον αρκετές στα ελληνικά– το εν λόγω έργο αντιμετωπίζεται απλώς ως η περίπτωση της εξιστόρησης του δράματος, προσωπικού και οικονομικού, μιας απελπισμένης γυναίκας στην επαρχιακή Γαλλία του 19ου αιώνα και των ερωτικών ή οικονομικών της ατασθαλιών, ως ένα ακόμα κλασικό μυθιστόρημα ανάμεσα στα άλλα. Κάποιες, μάλιστα, μεταφραστικές απόπειρες δείχνουν να μην έχουν κανένα σχέδιο, να μη συνοδεύονται από πολύτιμα για τον αναγνώστη πραγματολογικά σχόλια ή να μην εμπλουτίζονται από κείμενα που θα αναδείκνυαν τη σπουδαιότητα του αριστουργηματικού αυτού κειμένου σήμερα. Ειδικά μετά τις διαφορετικές ερμηνείες που έχουν αποδοθεί στο κείμενο, με την τελευταία να φέρνει την Έμα κοντά στα φεμινιστικά κείμενα, είναι χαρακτηριστική η επίγνωση που δείχνει η πρωταγωνίστρια για τον ρόλο της γυναίκας στην εποχή της, όπως οι σκέψεις που εκφράζει όταν φέρνει στη ζωή τη κόρη της – που πραγματικά απορείς όταν δεν αντιλαμβάνονται πόσο μοντέρνο μπορεί να αντηχεί το κείμενο αυτό στις μέρες μας. Υπάρχει, μάλιστα, το παράδοξο αρκετές μεταφράσεις, αν και πιο πρόσφατες, να μοιάζουν εντελώς αναχρονιστικές, ενώ άλλες, αν και γραμμένες σε μοντέρνο και σύγχρονο ύφος, να έχουν σοβαρές παρανοήσεις.
Στην Ελλάδα μετράμε ήδη δέκα μεταφράσεις της Μαντάμ Μποβαρί, εκτός από την πολυσυζητημένη μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, η οποία κυκλοφόρησε το 1923 (κυκλοφορούσε επί μία δεκαετία σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς»), με τον β’ τόμο να τον αναλαμβάνει άλλος μεταφραστής, καθώς ο Θεοτόκης είχε εν τω μεταξύ πεθάνει, και σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Στις ήδη καταγεγραμμένες μεταφράσεις της Μαντάμ Μποβαρί περιλαμβάνονται αυτή του Νίκου Σαρλή (Δαμιανός), του Κώστα Κουλουφάκου (αδελφοί Συρόπουλοι & Κ. Κουμουνδουρέας), της Αλίκης Βρανά (Δαρεμά), του Ιάνη Λο Σκόκκο (Πάπυρος), του Μπάμπη Λυκούδη (Εξάντας), της Τζένης Μπαριάμη (De Agostini), της Βασιλικής Κοκκίνου (Μίνωας)· πιο πρόσφατες είναι αυτή του Athens Review of Books από τη Μαρίνα Κουνεζή, η οποία διατηρεί και τον αρχικό υπότιτλο, Επαρχιακά Ήθη, και της Ρίτας Κολαΐτη για τις εκδόσεις Ψυχογιός. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την αναζήτηση των σχετικών υφιστάμενων μεταφράσεων του βιβλίου σε κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας με έκπληξη διαπιστώσαμε πως η μόνη διαθέσιμη σε μεγάλη αλυσίδα βιβλιοπωλείων ήταν αυτή των εκδόσεων Υδροπλάνο, χωρίς να αναγράφεται καν το όνομα του μεταφραστή(!).
Μέχρι σήμερα η πιο ιστορική μετάφραση είναι αυτή του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, με τον τίτλο Κυρία Μποβαρύ, καθώς ήταν και η πρώτη που έγινε στην Ελλάδα και μάλιστα από έναν αναγνωρισμένο μεταφραστή και συγγραφέα. Παρά τις παρανοήσεις που δικαιολογούνται από τα ελλιπή μέσα που είχε ο μεταφραστής στη διάθεσή του, ο Θεοτόκης, δείχνοντας ενθουσιασμένος από το πρωτότυπο, αποδίδει το πνεύμα και την ατμόσφαιρα του έργου. Υπάρχουν, φυσικά, παρανοήσεις καθώς σε κάποια σημεία μπλέκονται οι χρόνοι, με τους οποίους πειραματίζεται ο Φλομπέρ, ενώ πολλές φορές η γλαφυρότητα του ύφους αποδίδεται μέσα από τοπικά, ελληνικά ιδιώματα και από μεταφορές που εμπνέονται από τα επτανησιακά πειράγματα. ενώ υπάρχουν αναλογίες με τις δικές καθημερινές κοινωνικές και εκκλησιαστικές συνήθειες που καμία σχέση δεν έχουν με τη γαλλική κοινωνία και την καθολική θρησκεία.
Αρκετά είναι τα προβλήματα που προκύπτουν και στην πιο έγκυρη μέχρι πρότινος μετάφραση της Μαντάμ Μποβαρί, του Μπάμπη Λυκούδη, με το ύφος να μοιάζει αρκετά πιο τραχύ για τα δεδομένα του Φλομπέρ, ενώ πολλές φορές ακυρώνονται και οι κρίσιμες αμφισημίες (για παράδειγμα, με το «suffoquant» ο Φλομπέρ αναφέρεται στο ασφυκτικό περιβάλλον και όχι στο «πλάνταγμα», το επαναλαμβανόμενο irritation, εν προκειμένω, έχει να κάνει με την ερωτική αναστάτωση και τον ερεθισμό και όχι τόσο με τον θυμό, όπως το αποδίδει.). Προβλήματα, επίσης, εμφανίζει η μετάφραση της Βασιλικής Κοκκίνου, η οποία αν και μοιάζει η πιο άρτια όσον αφορά το νεοελληνικό ύφος που συνάδει με τη γλώσσα της εποχής μας, έχει σοβαρότατες παρερμηνείες, παραλείψεις και προβλήματα που αφορούν την έλλειψη έρευνας. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αποδίδεται λάθος η αφιέρωση του βιβλίου στον Λουί Μπουγιέ αντί για Μπουιλέ, γιατί είναι σαν να αποτρέπει τον αναγνώστη εξαρχής από την ανάγνωσή του. Τα πιο σοβαρά, όμως, θέματα απ’ όλες τις μεταφράσεις έχει αυτή του Νίκου Σαρλή, καθώς όχι μόνο αποδίδονται λάθος εκφράσεις και τοπωνύμια αλλά παραλείπονται καίριες φράσεις και δεν εξυπηρετούνται καν οι ανάγκες του ύφους, ενώ δεν υπάρχει καν πιστότητα στην ορολογία (π.χ. τα περίφημα ηράνθεμα, «primevère» στα γαλλικά, που συναντώνται σε διαφορετικά σημεία, αποδίδονται ως πασχαλιές!).
Γι’ αυτό η πρόσφατη κυκλοφορία της νέας μετάφρασης του εμβληματικού έργου της Μαντάμ Μποβαρί από τη Ρίτα Κολαΐτη στη σειρά «Τα Κλασικά» των εκδόσεων Ψυχογιός συνιστά εκδοτικό γεγονός, καθώς έρχεται να συμπληρώσει διάφορες ελλείψεις, να αποκαταστήσει παρανοήσεις και κυρίως να αποσαφηνίσει αρκετά προβληματικά σημεία του πρωτότυπου κειμένου. Η μεταφράστρια προσφεύγει σε υποσημειώσεις, όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, ενώ φαίνεται να γνωρίζει με ακρίβεια πού ακριβώς αναφέρεται ο συγγραφέας του «Μπουβάρ και Πεκισέ» με το ενίοτε ειρωνικό του ύφος, προαναγγέλλοντας το ημιτελές αυτό τελευταίο του έργο όταν θέλει να ειρωνευτεί την αβελτηρία και τα λογοτεχνικά ήθη της εποχής. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι η μεταφράστρια αφουγκράζεται τη μουσικότητα του ύφους του συγγραφέα, ακολουθώντας τον ρυθμό του και αποδεικνύοντας ότι ο βασικότερος λόγος για να μεταφράσει κανείς ένα τέτοιο κείμενο σήμερα είναι από βαθιά αγάπη γι’ αυτό (ο Στάινερ δεν είχε πει τυχαία ότι η μετάφραση πρέπει πρωτίστως να γίνεται από ένα βαθύ χρέος αγάπης). Μοναδική μας ένσταση είναι κάποιες μεταφραστικές επιλογές που αντιστοιχούν σε μια απαρχαιωμένη δημώδη ελληνική γλώσσα, η οποία ελάχιστα έχει θέση στον σύγχρονο νεοελληνικό λόγο (π.χ. «κοτάει να σταυρώσει τα πόδια του», «κουτσούβελα», «μαγερειό», «περπατησιά» ή ακόμα «μετρέσα», μια επιλογή στην οποία επέμενε μεταφραστικά και ο Μπάμπης Λυκούδης).
Υπάρχουν, όμως, άπειροι άλλοι λόγοι για να προτιμήσει κανείς την παρούσα έκδοση, καθώς συμπληρώνεται από το απολαυστικό προσάρτημα με όλα τα πρακτικά της δίκης κατά του έργου –κυρίως το κατηγορητήριο και τον υπερασπιστικό λόγο–, όπου καταλαβαίνει κανείς τη βαθιά επίδραση που άσκησε η Μαντάμ Μποβαρί στην εποχή της, καθώς και από ένα καίριο επίμετρο με το πολύ ωραίο κείμενο του Τιερί Λαζέ, όπου εντοπίζεται όλη η αισθησιακή και ποιητική ομορφιά του έργου. «Η αφηγηματική ύπνωση μες στην οποία δημιουργεί ο Φλομπέρ προέρχεται από την Ανατολή, της οποίας τα διδάγματα αφομοίωσε: συμπίπτει με την κυριαρχία των αντιθέσεων, αυτή την αρμονία ετερόκλητων πραγμάτων, όπου οσφραινόμ��στε τη μυρωδιά των λεμονόδεντρων και συνάμα εκείνη των πτωμάτων», γράφει χαρακτηριστικά ο επίσης συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Λαζέ, για να συμπληρώσει αριστουργηματικά πως «μέχρι τότε, ο Φλομπέρ απολάμβανε αυτή την αέναη πρόσμειξη ψευδαίσθησης και πραγματικότητας μόνο σε ένα βιβλίο, ένα γιγάντιο έργο, αυτή την Ανατολή του μυθιστορήματος που είναι το έργο του Θερβάντες, κάτι ανάμεσα στην αναζήτηση του ιερού Γκράαλ και στην αναζήτηση του πραγματικού, αυτό τον Δον Κιχώτη τον οποίο ήξερε απέξω προτού καν μάθει να διαβάζει και του οποίου τις εικόνες χρωμάτιζε τότε που ήταν παιδί». Δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια αλλά se non è vero, è bon trovato.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
4 notes · View notes
lydiwths · 2 years
Text
Κάνω προσπαθειες να μεινω μακρια, να μην σου χαλασω το βραδυ
Σχετικα με χθες, το καταλάβαμε, θα βρισκόμαστε μονο οταν θες. Να ξεκολλήσεις απο τις βαρετες στιγμές που σου προσφέρει η σχέση σου. Να νιώσεις παλι ελεύθερη, να φύγουν οι εμμονές
Σχετικα με χθες, πες παλι πως μονο εσυ δεν φταις
26 notes · View notes
mousikofilia · 2 years
Text
Ίσως ακόμα καταστρέφομαι με σκέψεις κι εμμονές
γαμω χαμένες ώρες
μέρες, μόνος πάντα τριγυρνώ σε σκοτεινές γωνίες.
Ψυχόδραμα 07 - Μια στιγμή πριν φύγω
56 notes · View notes
lum1nous-darkness · 2 years
Text
Κρίση
9 μαθήματα για πτυχίο, ίσως και κάτι παραπάνω
3 προβλήματα μέχρι την ψυχική ηρεμία.
(σίγουρα κάτι παραπάνω)
Αμετάκλητα πλέον πιο κοντά στα 30 από ότι στα 20.
Μια εφηβεία μέσα στην μιζέρια και τις αναστολές,
χτισμένη πάνω στα μνήματα του Αλέξη και του Παύλου
.
Και τώρα, σαν από μηχανής Θεός κατόπιν εορτής,
να προσπαθώ να λύσω κόμπους που έγιναν συμπλέγματα
και ιδιοτροπίες που κατέληξαν εμμονές.
Κι όλοι να λένε "κάνεις δεν χάνεται"
ενώ εγώ έχω χαθεί ήδη 3-4 φορές.
.
Αλίμονο καρδιά μου αν περιμέναμε την μέση ηλικία
για να βιώσουμε την κρίση,
εμείς, που στην κρίση γεννήθηκαμε.
30 notes · View notes
radium-thelastpath · 1 year
Text
Έχω εμμονές που δεν φαίνονται στην όψη
Και αυτό γιατί έχω αφήσει το μαχαίρι της να φτάσει ως την κόψη
Μα αυτός είμαι εγώ, και καλά θα κάνεις να το έχεις υπόψη
Γυρνάω μέχρι ο ήλιος να με διώξει
10 notes · View notes
xionisgr · 8 days
Text
ISBN: 978-960-04-3572-6 Συγγραφέας: Παναγιώτης Μέντης Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 214 Ημερομηνία Έκδοσης: 2007-10-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
manpetasgr · 8 days
Text
ISBN: 978-960-04-3572-6 Συγγραφέας: Παναγιώτης Μέντης Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 214 Ημερομηνία Έκδοσης: 2007-10-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
kwstasattgr · 8 days
Text
ISBN: 978-960-04-3572-6 Συγγραφέας: Παναγιώτης Μέντης Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 214 Ημερομηνία Έκδοσης: 2007-10-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
a078740849aposts · 8 days
Text
ISBN: 978-960-04-3572-6 Συγγραφέας: Παναγιώτης Μέντης Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 214 Ημερομηνία Έκδοσης: 2007-10-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
alexpolisonline · 5 months
Text
0 notes
justforbooks · 7 months
Text
Tumblr media
Ο Δημήτρης Φύσσας είναι ακατάτακτος και αντισυμβατικός συγγραφέας. Η πλούσια βιβλιογραφία του περιλαμβάνει σχεδόν τα πάντα: ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, φιλολογικό δοκίμιο, εθνολογία ή «κοινωνιολαογραφία», όπως θα έλεγε ο ίδιος, ιστορική έρευνα και γεωγραφία, λεξικογραφία και τόσα άλλα. Το σύνολο της βιβλιογραφίας του αποτελεί κι ένα είδος αυτοβιογραφίας, καθώς μέσα από αυτήν περνάει όλος ο κόσμος του Δημήτρη Φύσσα. Περνάει η προσωπική ιστορία του, η σχέση του με την πολιτική της Μεταπολίτευσης, οι εμμονές του, η συλλεκτική του δραστηριότητα, το ψάξιμό του στα παζάρια (Θησείο, Ιερά Οδός, Βοτανικός, Ρουφ, Ταύρος), το σεξ και τα βιβλία, η αγάπη του για το σκάκι και το σκακιστικό καφενείο «Πανελλήνιον» της οδού Μαυρομιχάλη, το πάθος του με και για τις λίστες, η cool αγάπη του για τη γλώσσα και για τις λέξεις, το κόλλημά του με την Αθήνα και την αθηναιογραφία, το χιούμορ του, ο αυτοσαρκασμός του.
Γεννημένος το 1956, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών, με θητεία στην Κομμουνιστική Νεολαία και το ΚΚΕ, απ’ όπου αποχώρησε νωρίς, με επαγγελματική θητεία σε φροντιστήρια προετοιμασίας μαθητών για το πανεπιστήμιο, ο Δημήτρης Φύσσας εμφανίστηκε ως συγγραφέας πριν από ακριβώς τριάντα χρόνια, το 1993, με το βιβλίο του Η γενιά του Πολυτεχνείου - Ένα βιογραφικό λεξικό. Η έκπληξη ήρθε όμως την επόμενη χρονιά, το 1994, με το βιβλίο του Αυστηρώς ακατάλληλον - Προγράμματα αθηναϊκών κινηματογράφων σεξ. Ήταν ένα βιβλίο που πλούτισε τη μυθολογία της Αθήνας, ανοίγοντας την κουρτίνα της underground πόλης. Γρήγορα έγινε cult.
Το μεγαλύτερο κοινό τον γνώρισε δέκα χρόνια αργότερα, με το βιβλίο του Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος, ένα μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας όπου η Ελλάδα είναι κομμουνιστική χώρα από το 1947, με σύνορα έως τη Θεσσαλία, τρίχρωμη σημαία με σφυροδρέπανο, απαγόρευση ρεμπέτικων και όλη την κομμουνιστική δυστοπία. Ο Δημήτρης Φύσσας είχε δει κάπως αυτό που θα ερχόταν την εποχή της κρίσης, όπου η πλατεία Συντάγματος έγινε πλατεία Αγανακτισμένων, στέλνοντας στη Βουλή, ως βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής αλλά και ως υπουργούς, τους ανθρώπους ενός φαντασιακού ρωσικού κόμματος. Ο Δημήτρης Φύσσας, που πέθανε ξαφνικά τη νύχτα της 22ης προς τη 23η Φεβρουαρίου στα 68 του χρόνια, ήταν τελικά one of a kind.
Το τελευταίο βιβλίο του είναι το μυθιστόρημα Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει, μια «μυθιστορηματική ιλαροτραγωδία» που και μόνο από τον τίτλο της ήταν σαν να προοικονομούσε τη ζωή του Δημήτρη Φύσσα. Ο ήρωάς του Στέλιος Μέσκουλας, ο «δάσκαλος», παλιά καθηγητής σε φροντιστήρια, πλέον άφραγκος και άστεγος, αποφασίζει να πεθάνει από πείνα, δι’ ασιτίας. Έχει εξαντλήσει και τους τελευταίους πόρους του. Σπίτι δεν είχε, έμενε σ’ ένα «Γκολφ» παρκαρισμένο σε κάποιον δρόμο στου Γκύζη. Το μόνο που είχε ήταν τα βιβλία του, που τα είχε πλέον πουλήσει. Του είχε απομείνει η λίστα με τους τίτλους και η ειρωνική σκέψη για την πράξη του αυτή: «Το χειρότερο για έναν αναγνώστη είναι να φτωχαίνει τόσο, που να πουλάει τα βιβλία του. Όμως τι καλά έκανα που δεν είχα κρατήσει μερικά μακρότατα, κλασικά μυθιστορήματα, κι ας τα υπογράφουν “μεγάλα ονόματα”. Δεν αντέχονται».
Ο τόπος όπου αποσύρεται είναι μια καλύβα στη Λειχούρα της Μαγνησίας, μια παραλία στα σύνορα με τη Φθιώτιδα. Του είχε πάρει τρεις μέρες να φτάσει, με διαδοχικά οτοστόπ σε γιωταχί και νταλίκες. Στον στρατιωτικό σάκο που κουβαλούσε μαζί του είχε βάλει το τελευταίο του τετράδιο, ένα μολύβι, ένα τσεκούρι, σπίρτα, ένα σπαστό φτυαράκι, ένα πριόνι, ένα σεντόνι, τρία «κωλόγυαλα» πρεσβυωπίας, τρία πράσινα σαπούνια, μια ζυγαριά παλιού τύπου, κάτι κονσέρβες που του είχε αφήσει ένας φίλος του που αυτοκτόνησε και άλλα μικροπράγματα. Είναι Ιούλιος του 2018 όταν φτάνει εκεί και υπολογίζει ότι έως το φθινόπωρο θα έχει πεθάνει, έχοντας εξαντλήσει τις ελάχιστες κονσέρβες που έχει πάρει μαζί του.
Κρατάει ημερολόγιο. Πρώτη εγγραφή: «Δευτέρα 16 του Ιούλη 2018». Ζυγίζεται και είναι 83 κιλά. Τελευταία εγγραφή: 7 Νοεμβρίου. Έχει φτάσει 40 κιλά. Δεν χάνει το χιούμορ του. Σκέφτεται τον Χάρι Ντι Στάντον. «Ξάπλα κώμα ψείρες μπόχα». Θα πεθάνει τελικά ο Στέλιος Μέσκουλας; Δεν θα το μάθουμε, γιατί το τέλος του μυθιστορήματος μένει ανοιχτό. Ο Δημήτρης Φύσσας παίρνει ένα μέιλ από μια παλιά του ηρωίδα που την ξέρουν πολύ καλά οι αναγνώστες των βιβλίων του. Είναι η Τουρκάλα δημοσιογράφος Νιλουφέρ Αταλάρ που του προτείνει να βάλει να βρίσκουν τον Μέσκουλα στη Λειχούρα και να καλούν το ΕΚΑΒ ή να αφήσει φλου το τέλος και οι αναγνώστες να το συμπληρώσουν κατά το κέφι τους. Η Νιλουφέρ ήταν η ηρωίδα του μυθιστορήματος Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης (Εστία, 2015). Αφηγητής εκεί ήταν ο Μέσκουλας, που προκειμένου να βρει κάποια διέξοδο στην πτώση του, κατά τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, το 2013 και το 2014, αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα για τη Μακρόνησο. Κατά την αναζήτησή συναντά τη Νιλουφέρ. Ψάχνει κι αυτή για τη Μακρόνησο, όπου είχε βρεθεί ο παππούς της ως αιχμάλωτος των Βαλκανικών Πολέμων.
Από τον μυθιστορηματικό χρόνο της Νιλουφέρ μέχρι τον μυθιστορηματικό χρόνο του Μέσκουλα περνούν τέσσερα χρόνια. Στο διάστημα αυτό ο Στέλιος Μέσκουλας ήταν σαν έδινε μια παράταση στη ζωή του μπαίνοντας στην ομάδα των Σαρίπολων. Ήταν ένα απίθανο συνονθύλευμα που συγκεντρωνόταν στο καφενείο «Νέον Αστυ» του Συντάγματος. Όταν αυτό έκλεισε λόγω κρίσης και Αγανακτισμένων, οι Σαρίπολοι, ανέστιοι πλέον, μεταφέρθηκαν κάπου στην Ομόνοια. Ήταν περίεργοι οι Σαρίπολοι. Ρήτορες, άνεργοι, τεκνατζούδες, ακροατές, φυλακόβιοι, αγορητές, μικροαπατεώνες, λούμπεν, πέφτουλες, διανοούμενοι, ημιδιανοούμενοι, αντιδιανοούμενοι, μη διανοούμενοι, ξενύχτηδες, γαμιόλες, άθεοι, άθρησκοι, αγνωστικιστές, θεούσοι και άλλοι και άλλες, μια απίθανη ανθρωπογεωγραφία, καταπληκτικοί χαρακτήρες που ο Μέσκουλας τους παρατηρεί και φιλοτεχνεί τα πορτρέτα τους. Μία παρέλαση μοναδικών τύπων, larger than life, που είτε σχετίζονται με ήρωες προηγούμενων βιβλίων του Φύσσα, όπως ο Ομελέτας, ο δολοφόνος… του πρώην πρωθυπουργού Σημίτη στη Σίφνο, είτε έχουν στοιχεία από ανθρώπους της αληθινής ζωής. Αυτή η πινακοθήκη πορτρέτων, πραγματικά ιλαροτραγική, είναι προφανώς το τελευταίο έργο του Στέλιου Μέσκουλα πριν αποσυρθεί για να πεθάνει.
Σε αντίθεση με το ανοιχτό τέλος της ζωής του ήρωά του Μέσκουλα, ο Δημήτρης Φύσσας έκλεισε οριστικά τη δική του ζωή με τον πρόωρο θάνατό του. Αλλά αυτό το ύστατο μυθιστόρημά του μοιάζει σαν παρακαταθήκη, μια επισκεπτήρια κάρτα που μας τη στέλνει να την κρατήσουμε για πάντα. Έτσι κι αλλιώς, ο Μέσκουλας είναι κάτι σαν alter ego του, έχει πολλά στοιχεία από τη δική του ζωή. Ακόμη κι αν ξεφεύγει κάπως, δεν έχει παρά να επικαλεστεί τον ίδιο τον δημιουργό του, τον Φύσσα, για να τον οργανώσει. Πέρα από την αυτοβιογραφία, βρίσκουμε όμως εδώ και τα στοιχεία της μαστορικής του Δημήτρη Φύσσα: οι κατάλογοι, η λεξικογραφία, οι θεατρικού τύπου διάλογοι, το απελευθερωτικό παραλήρημα, ιδιαίτερα αν έχει σχέση με την πολιτική, οι παρενθέσεις δοκιμιακού ύφους, οι αυτοαναφορές, η απαρίθμηση αντικειμένων από συλλογές ως στοιχεία πλοκής ή μη-πλοκής, η πορνογραφία, η αποστροφή για την πολιτική ορθότητα και η καταπιεστική woke κουλτούρα, ο απίστευτος αυτοσαρκασμός, το roman à clef.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
2 notes · View notes
imyronblr · 5 months
Text
dailymotion
ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ https://www.dailymotion.com/partner/x1l454a/media/video/details/x8jb18c
ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ
'''ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΟ''' ΠΟΙΗΣΗ:ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ-- ΜΟΥΣΙΚΗ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ-- ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΡΟΚΙΔΗΣ: ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ_edit
Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε είμαστε λέει το παρατράγουδο στα ωραία άσματα και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσαμε στο εξής θα παίζουμε σ' αυτό το θίασο μόνο ως φαντάσματα
Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε άλλαξαν λέει τ' ανεμολόγια και οι ορίζοντες μας κάνουν χάρη που μας ανέχονται και που γελάσαμε τώρα δημόσια θα έχουν μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες
Βγήκαν δελτία και επισήμως ανακοινώθηκε είμαστε λάθος μ��ς το κεφάλαιο του λάθος λήμματος ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος
Δήλωσε η τσούλα η ιστορία ότι γεράσαμε τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα όνειρα ξένα ράκη αλλότρια ζητωκραυγάσαμε και τώρα εισπράττουμε απ' την εξέδρα μας βροχή δεκάρικα
Ξέσκισε η πόρνη η ιστορία αρχαία οράματα τώρα για σέρβις μας ξαποστέλνει και για χαμόμηλο την παρθενιά της επανορθώσαμε σφιχτά με ράμματα την κουβαλήσαμε και μας κουβάλησε στον ανεμόμυλο
Πηγή: Musixmatch Τραγουδοποιοί: Thanos Mikroutsikos / Kostas Tripolitis Στίχοι τραγουδιού Ανεμολόγιο © Seed Point Music Publishing Ltd.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΡΟΚΙΔΗΣ: ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ
0 notes