#αλλά κάποια πράγματα είναι τέλεια όπως είναι
Explore tagged Tumblr posts
Text
Δεν ξέρω και πολύ κόσμο στο Tumblr που μπορεί να απαντήσει αλλά τώρα οποίος απαντήσει
#γενικά μου αρέσει πολύ η σοκολάτα#είμαι από τους ανθρώπους που υπο νορμάλ συνθήκες σχεδόν θα πω ότι αν δεν έχει σοκολάτα δεν είναι γλυκό.#αλλά κάποια πράγματα είναι τέλεια όπως είναι#και δύο καλά μαζί δεν κάνουν πάντα ένα καλύτερο#greekblr#poll
6 notes
·
View notes
Photo
Τρίτη 14/2/2023, 7:42
Το ότι θα έγραφα ημερολόγιο την μέρα του Αγίου Βαλεντίνου δεν το φανταζόμουν ποτέ γιατί είναι μία γιορτή η οποία δεν την απολαμβάνω τόσο όπως κάποιες άλλες. Αλλά οκ, δεν θα πω όχι σε μία ανθοδέσμη. Κανονικά έπρεπε να γραφτεί Κυριακή αλλά κάποια ήταν πίτα, δηλαδή χάλια.. από τα ποτά.
Αιγόκερως, ετών 33
Η αλήθεια είναι ότι πλέον στο xxx site δεν ψάχνομαι για γνωριμίες γιατί υπάρχουν αρκετά ψεύτικα προφίλ (όχι πως δεν υπάρχουν εδώ βέβαια), και αρκετοί παντρεμένοι οι οποίοι απλά θέλουν καυλάντα ιντερνετική. Ας μην λέω όμως συνέχεια για τους παντρεμένους, υπάρχουν και άτομα εκεί μέσα που είναι σε σχέση και ψάχνουν άλλη μία κοπέλα για να εκπληρώσουν τις φαντασιώσεις τους και όχι μόνο. Δεν το κατακρίνω, απλά δεν είναι του γούστου μου.
Να σου όμως από το πουθενά ένα μήνυμα από κάποιον που δεν του απάντησα την πρώτη φορά γιατί είχα τις μαύρες μου. Ένα παιχνίδι όμως ήταν η αιτία να απαντήσω στο δεύτερο μήνυμα του. Μιλήσαμε και κάπως έτσι αρχίσαμε να γνωριζόμαστε πίσω από μία οθόνη. Τον ρώτησα αν θα έρθει στις εκδηλώσεις που θα γίνουν αυτό το διάστημα και μου είπε πως είναι καινούργιος και δεν υπάρχει περίπτωση να τον αφήσουν. Κάποια όμως τον κάλεσε και έτσι μέσα σε δύο μέρες τον είδα από κοντά. Από τα μηνύματα όμως του εξήγησα ότι από τη στιγμή που θα συνοδεύεται δεν χρειάζεται να τα πούμε από κοντά και ίσως πάμε κάποια μέρα για ένα ποτό.
Στο μαγαζί ξεκίνησε το παιχνίδι, το χαλαρό παιχνίδι, ας το πούμε ορεκτικό παιχνίδι, γιατί την Παρασκευή (10/2) δοκίμασα όλα τα πιάτα από αυτό το δείπνο. Τον εντόπισα και του έστειλα μήνυμα στο Viber ότι τον βρήκα. Ήθελε να με δει από κοντά και να μιλήσουμε. Εγώ όμως έκανα πίσω καθώς του έλεγα ότι συνοδεύεται και δεν χρειάζεται να μιλήσουμε απόψε. Ήθελα να είμαι σωστή και τίμια. Δεν ήθελα να δημιουργήσω εντάσεις.
Κατά την διάρκεια της βραδιάς, μπήκε ένας άντρας στο μαγαζί ο οποίος πουλούσε τριαντάφυλλα και έτσι του έστειλα μήνυμα και του είπα να μου πάρει ένα τριαντάφυλλο για την πλάκα. Δυστυχώς για μένα με εντόπισε και κατάλαβε ποια ήμουν γιατί όταν έπαιρνα το κινητό μου έβλεπε ότι τα διαβάζω τα μηνύματα που μου στέλνει. «FUCK», του απάντησα. Αλλά δεν είχα και άλλη επιλογή γιατί καθόταν πάνω στο μπουφάν και δίπλα στην τσάντα μου. Το πρώτο ποτό το είχα μόλις τελειώσει και έπρεπε να πάρω την τσάντα μου για να παραγγείλω άλλο ένα ακόμη. Σηκώνομαι, έρχομαι στο μέρος του, του χαμογελώ και του λέω με όμορφο τρόπο «Συγνώμη, έχετε την ευγενή καλοσύνη να μου δώσετε την τσάντα μου που είναι στο πάτωμα παρακαλώ;»
Πήρα το δεύτερο ποτό και κάθισα δίπλα του. Αρχίσαμε να χαμογελάμε ο ένας στον άλλον σαν βλαμμένα. Μιλούσαμε και λέγαμε διάφορα πράγματα για τον εαυτό μας. Του άρεσε που υπήρχε ένα μέρος με πολλούς ανώμαλους ανθρώπους στο κρεβάτι (έτσι μου το εξέφρασε). Υπήρχε χημεία από την πρώτη στιγμή και ένα κύμα αισιοδοξίας ακούμπησε το σώμα μου. Ήθελα να κάνω ένα bdsm test αλλά δεν μπορούσα γιατί είχα αρκετές άγνωστες λέξεις στα ��γγλικά. Οπότε καθίσαμε χαλαρά στον καναπέ καθώς μου μετέφραζε το κείμενο και εγώ του απαντούσα. Οι εκφράσεις του σε κάποιες ερωτήσεις ήταν «Μμμμ.. Τέλεια, ωραία!»
Όσο περνούσε όμορφα η βράδια, εκείνος μου έδειξε τις γυμνές του φωτογραφίες από το κινητό του. Του έδειξα και εγώ τις γυμνές μου φωτογραφίες από το κινητό τις οποίες δεν τις έχω ανεβάσει πουθενά. Κρατιόμουν σαν τρελή να μην τον φιλήσω. Δεν θέλω να κάνω το πρώτο βήμα, γενικά δεν μου αρέσει να κάνω το πρώτο βήμα. Θέλω να έχει ο άντρας τον έλεγχο σε μένα. Γι' αυτό είμαι και υποτακτική εξάλλου. Μου ζήτησε να φύγουμε και έτσι πήραμε το δρόμο για την επιστροφή. Το σπίτι μου ήταν πέντε λεπτά με τα πόδια, εκείνος ήθελε να με συνοδεύσει μέχρι εκεί.
Όπως περπατούσαμε προς το σπίτι μου, εκείνος έβγαλε έξω το πέος του. Πήρα το χεράκι μου και το έβαλα εκεί που έπρεπε. Ξεκίνησα να παίζω με το πέος του. Το κρατούσα δυνατά και σκληρά. Τα πρώτα του βογκητά ήταν ευχαρίστηση για τ’ αυτί μου. Το θέμα μου όμως ήταν να μη με δει κανένας γιατί ήμασταν στη γειτονιά μου. Με σταμάτησε, με ρώτησε αν μου αρέσει αυτό που κάνει και απάντησή μου ήταν «Δεν έχει σημασία αν μου αρέσει εμένα, σημασία έχει αν σου αρέσει εσένα!» Με τράβηξε κοντά του και με φίλησε. Ήθελε να βάλει κατευθείαν γλώσσα αλλά εγώ τον σταμάτησα και τον έλεγχο του φιλιού τον είχα εγώ! «Φιλάς πολύ ωραία», μου είπε με χαμηλή, ερωτική φωνή. Συνεχίσαμε να περπατάμε προς το σπίτι μου. Σάλιωσα δύο δάχτυλα για να έχω καλύτερη κίνηση στο να παίζω με το πέος του. Εκείνη την ώρα με πήρε στην αγκαλιά, μου τράβηξε τα μαλλιά προς τα πίσω, με κοίταξε στα μάτια και με φίλησε για αρκετά λεπτά στο στόμα. Ήμουν φουλ καυλωμένη. Ήθελα να πάω σπίτι μου και να χύσω δυνατά για εκείνον!! Μου είπε καληνύχτα και ο καθένας πήρε το δρόμο για την οικία του.
It’s party time!
Την επόμενη μέρα δηλαδή το Σάββατο, ήταν αποκριάτικο party. Τον είχα παρακαλέσει να έρθει αλλά δεν μπορούσε γιατί δούλευε ως αργά το βράδυ. Έβαλα τα ωραία μαύρα δαντελένια εσώρουχα μου, ντύθηκα πειρατίνα και έφτασα στο μαγαζί. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε πολύς κόσμος όπως είχα συνηθίσει από τα προηγούμενα party. Βρήκα την Dancing queen μου και είπαμε τα νέα μας. Αργότερα είδαμε τα δύο show που υπήρχαν στο χώρο. Μία κοπέλα που τη γνωρίζω αρκετά χρόνια είχε φέρει τα μαστίγια μαζί της. Της είπα να με βαρέσει στα οπίσθια και μου είπε να ανέβουμε πάνω στον δεύτερο όροφο όπου είναι ο χώρος για παιχνίδι. Και έτσι έγινε λοιπόν. Ανεβήκαμε, διάβασα τους κανόνες, έβγαλα το καλσόν και τα παπούτσια μου. Σήκωσα το φόρεμα και πήρα θέση για spanking στα οπίσθια. Το δερμάτινο μαστίγιο μου άρεσε τρελά και δεν με πονούσε! Το λαστιχένιο όμως έτσουζε αρκετά, οπότε της είπα να το αφήσουμε. Παίξαμε γύρω στα 10 λεπτά και μετά κατεβήκαμε κάτω.
Αργότερα η Dancing queen με έσυρε πάνω στη σκηνή για να χορέψουμε και να προκαλέσουμε κόσμο όπως κάνουμε κάθε φορά. Κάποια στιγμή κατέβηκα από τη σκηνή γιατί ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο. Εκείνη όμως μου τρίφτηκε τόσο άσχημα που εγώ της άνοιξα τα πόδια και της έπιασα το μουνί της με βίαιο τρόπο. Δεν κατάλαβα τι είχα κάνει και μετά από λίγα λεπτά της ζήτησα συγνώμη.
Το party τελείωσε μετά τις 3 τα ξημερώματα αλλά θέλαμε να συνεχίσουμε κάπου αλλού. Δεν υπήρχε διάθεση από όλους και έτσι πήγαμε στα Mc Donald's και φάγαμε μέχρι σκασμού. Μετά ο καθένας πήρε την επιστροφή για το σπίτι του.
Ο Δίας μέσα μου!
Ο Ιανουάριος δεν ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές για μένα, προσπαθώ να βάλω ένα τέλος στο Mr. Big. Δεν είναι εύκολο όμως.. Όσο περνούν τα χρόνια καταλαβαίνω όλα αυτά που μου έχει κάνει και είναι τόσο άσχημα γιατί έχω δώσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου σ’ εκείνον. Ας μην ξεχάσω το γεγονός ότι ένα βράδυ που μιλήσαμε, έκλαιγα. Είχα χρόνια να κλάψω για άντρα. Κοιτούσα τον τοίχο έλεγα «Γιατί όλα αυτά τα παίρνω εγώ; Γιατί σε μένα;»
Ήρθε όμως ο Φεβρουάριος και να μου λέει «hold my beer». Μετά από καιρό λέω στον εαυτό μου «Επιτέλους συμβαίνει και κάτι ευχάριστο στη ζωή μου!» Και δεν είναι ένα ευχάριστο, είναι πολλά μαζί. Και τα χαίρομαι ακόμη περισσότερο. Το μυαλό μου δεν είναι πλέον 24 ώρες το εικοσιτετράωρο στη δουλειά. Ας κρατήσω όμως μικρό καλάθι. Γιατί ας μην ξεχνάμε είναι και Αιγόκερως. Στο παρελθόν έχω βγει ραντεβού με δύο Αιγόκερους και πέρασα απαίσια. Ελπίζω όμως να κάνει τη διαφορά! Ο Δίας στον Κριό θα μου έφερνε χρήματα ή γκόμενο. Χαίρομαι πολύ που μου έφερες το δεύτερο!
❤ Happy valentine's Day! ❤
#αγαπητό μου ημερολόγιο#βραδινές σκέψεις#γρεεκ ταμπλρ#γρεεκ quotes#γρεεκ κουοτς#ελληνικο ταμπλρ#ελληνικο tumblr#ημερολόγιο
3 notes
·
View notes
Text
0 notes
Note
Απλά κάποια πράγματα για τα στορι.
1. Οι περισσότεροι δράστες (λέω και για τα δύο φύλα) δεν ξέρουν ότι αυτό που κάνουν είναι κακό. Νομίζουν ότι το θύμα ήθελε. Μάλιστα σε σκανδιναβικές χώρες μέσα στα πλαίσια της ποινής ο δράστης και το θύμα πηγαίνουν και οι δύο στο ψυχολόγο, όπου το θύμα περιγράφει πώς ένιωθε καθ' όλη τη διάρκεια προκειμένου να δημιουργηθεί η έννοια της ενσυναίσθησης στον δράστη.
2. Όταν ο οποιοσδήποτε βιάζει, δεν χρειάζεται η κοινωνία να καταδικάσει πράξη. Υπάρχουν διαδικασίες και νόμοι προκειμένου το άτομο να τιμωρηθεί. Διαφορετικά οδηγείς στο περιθώριο τα άτομα αυτά, και αφού εκτίσ��υν την ποινή τους δεν τους επιτρέπεις πλέον να ενταχθούν στην κοινωνία, ακόμα και αν υπάρχει μεταμέλεια. (Η αλήθεια είναι ότι στα ελληνικά πλαίσια όλα αυτά πάνε περίπατο, αλλά αυτό είναι υπαιτιότητα της δικαιοσύνης και των νόμων)
Ωραία η φάση που εκ του ασφαλούς κρατάμε ανωνυμία πάνω σε ένα τόσο βαρύ θέμα αλλα συνεχίζουμε, δεν θα τονίσω τα αυτονόητα.
1. Θες να υπάρχεις σε μια κοινωνία που ανθίζει μέσω της ενσυναίσθησης της αγάπης και της κατανόησης, παρόλα αυτά αγνοείς την πράξη και εστιάζεις στο αποτέλεσμα. Το μέγιστο ποσοστό των βιαστών, ανεξαρτήτως φύλου, έχουν τέλεια επίγνωση επάνω στο τι πάνε να κάνουν. Ξέρουν τι είναι το όχι. Ξέρουν τι σημαίνει συγκατάθεση. Ας μην τους παρουσιάζουμε σαν ανόητα χαζά παιδάκια που δεν γνωρίζουν τα βασικά. Όπως επίσης ας μην αγνοούμε κιόλας το αποτέλεσμα που έχει στο θύμα, γιατί ο βιαστής δεν έχασε ποτέ τίποτα, το θύμα όμως συλλογίζεσαι ποσό αλλάζει την κοσμοθεωρία του από το 0; Πως εμπιστεύεται, πως αγαπάει, πως μιλάει, πως αισθάνεται, πως ακουμπάει. Όλα πλέον έχουν χάσει το χρώμα τους και υπάρχει μόνο φόβος. Όποτε θα πρότεινα να επανεξετασεις το φοκους σου, και να αναγνωρίσεις συμπεριφορές που είναι προβληματικές, και να μιλάς για αυτό πριν προλάβει να στιγματιστεί κάποιος για μια ζωή
2. Όταν μιλάμε για ανθρώπινο δίκαιο και κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, θα σε ρωτήσω στεγνά αν όντως πιστεύεις ότι υπάρχει δικαιοσύνη, σε έναν κόσμο που οποίος ΤΟΛΜΗΣΕΙ να καταθέσει μια τέτοια ντροπιαστική και στιγματισμένη με πόνο και ξεφτίλα κατάσταση, ακόμα και μετά από χρόνια, η αρχές θα ζητήσουν στοιχεία, θα αδιαφορήσουν για οτι λες, θα σε ρωτήσουν γιατί δεν το είπες νωρίτερα ενώ κυριολεκτικά βιώνεις όλο το μετατραυματικό σοκ, και επι της ουσίας σε περνάνε για τσίρκο, ενώ όταν ο κατηγορούμενος αρνηθεί την κατηγορία, αρκεί η κατάθεση του για την οριστική αλήθεια. Δεν υπάρχει το δίκαιο που θέλεις και ειμαι σίγουρη από τα βάθη της ψυχής μου πως όλα αυτά έρχονται εκ του ασφαλούς, γιατί έχεις γεννηθεί από τύχη άνδρας, και έχεις μεγαλώσει σαν άνδρας. Έχεις την πολυτέλεια να τα εξετάζεις όλα από εξωτερικό πρισμα όσο δεν επηρεάζεσαι Εσυ. Όταν όμως ξυπνάς και ξέρεις ότι κάθε μέρα βρίσκεσαι σε κίνδυνο, εκεί παύεις να παίζεις τον δικηγόρο του διάβολου.
0 notes
Text
Όλα όσα έμαθα για την αγάπη φωτογραφίζοντάς την
Ως φωτογράφοι γάμων στην Αθήνα αλλά και φωτογράφοι στην Καλαμάτα, καλούμαστε να φωτογραφίσουμε το ζευγάρι την ημέρα της γιορτής της αγάπη τους, όταν ο ένας στον άλλο δίνει την υπόσχεση του “για πάντα μαζί”. Στόχος μας είναι να καταγράψουμε κάθε πολύτιμη στιγμή, κάθε βλέμμα με σημασία, κάθε στιγμή της χαράς. Μέσα από τον φωτογραφικό μας φακό έχουμε την πολυτέλεια να παρατηρούμε με απόσταση -αλλά χωρίς φίλτρα - το τι σημαίνει να παντρεύεσαι τον άνθρωπο που έχεις επιλέξει για να μοιραστείς τη ζωή σου.
Να λοιπόν όλα όσα έχουμε μάθει μέχρι τώρα:
1) Είναι σημαντικό να είστε ο ένας, ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του άλλου Επιλέξατε ο ένας τον άλλον και επιλέξατε να χτίσετε το μέλλον σας μαζί. Μην επιτρέψετε σε κανέναν να αμφισβητήσει τον ή την σύντροφό σας αλλά ούτε και εσείς οι ίδιοι μην θεωρήσετε ποτέ τα πράγματα δεδομένα. Η αγάπη είναι και επιλογή. Η κοινή σας διαδρομή θα φέρει αρκετές δοκιμασίες, η προ��τοιμασία της ημέρας του γάμου είναι μόνο ένα τεστ. Συχνά τα συναισθήματα του θυμού και του άγχους θα κυριαρχούν αλλά αν η σχέση έχει γερά θεμέλια, τότε όλα ξεπερνιούνται. Αρκεί να θυμάστε να αλληλοϋποστηρίζεστε.
2) Δεν υπάρχει η τέλεια οικογένειαΜαζί με το ζευγάρι, γνωρίζουμε πάντα και τις οικογένειες τους. Βλέποντας τον τρόπο που η μητέρα αγκαλιάζει το νεόνυμφο παιδί της ή τον χορό κόρης-πατέρας, σκεφτόμαστε πάντα τους δικούς μας γονείς. Η επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και το παιδί, ο τρόπος που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους τα αδέλφια, είναι μικρά δείγματα της δυναμικής της οικογένειας.
Και το συμπέρασμα είναι ότι καμία οικογένεια δεν είναι 100% φυσιολογική. Πάντα υπάρχει κάποιο μέλος που ξενίζει, αυτή είναι η καλή περίπτωση. Στην κακή περίπτωση, είναι το σύνολο της οικογένειας πού δρα αλλιώς. Επομένως, δεν πρέπει να ντρέπεστε ούτε να προβληματίζεστε αν κάποιος συγγενής δεν φερθεί όπως πρέπει. Αυτό είναι και το συνηθισμένο.
3) Είναι σημαντικό να γελάτε ο ένας με τον άλλο και με τον εαυτό σαςΟι γάμοι περιλαμβάνουν χάος και δράμα. Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από το να γελάσεις με τον σύντροφό σου ή με τον εαυτό σου από τη μέρα του γάμου όπου όλο και κάποια γκάφα θα γίνει. Αφεθείτε, χαλαρώστε και γελάστε ο ένας με τον άλλον.
Ζευγάρι σημαίνει να μεγαλώνετε μαζί και στην κοινή πορεία αυτό σημαίνει να αλλάξουμε ή ακόμα και να ξεριζώσουμε παλιά κομμάτια του εαυτού μας που δεν μας κάνουν πια. Τι καλύτερο από το να γελάτε μαζί παράλληλα και να μην παίρνετε τα πράγματα και τόσο σοβαρά; Το να μπορούμε να γελάμε με τον εαυτό μας δείχνει την παραδοχή μας ότι δεν είμαστε τέλειοι, ότι έχουμε συμφιλιωθεί με αυτό και ότι μας αγαπάμε όπως και να έχει. Η χαρά και το γέλιο δένουν περισσότερο το ζευγάρι.
Νιώθουμε ευγνωμοσύνη για κάθε ζευγάρι που μας έκανε την τιμή να μας επιλέξει και για όλα όσα διδαχτήκαμε μέσα από την παρατήρηση τόσων γάμων. Αν ψάχνετε και εσείς φωτογράφο στην Αθήνα ή φωτογράφο στην Καλαμάτα, θα ήταν χαρά μας να κανονίσουμε μια συνάντηση και να συζητήσουμε. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας, βρίσκοντας όλα τα στοιχεία μας εδώ.
0 notes
Text
Σε εμένα, από εμένα, για εμένα.
Μου πήρε περίπου 50 ημέρες να φτάσω εδώ και είμαι περήφανη για εμένα. Έλα να μάθεις το γιατί και να χαμογελάσουμε μαζί.
Σήμερα το πρωί σηκώθηκα και για πρώτη φορά ήμουν ένας καινούργιος εαυτός μου. Μία εκδοχή που δεν έχω ξαναγνωρίσει και αυτό από μόνο του είναι θαυμάσιο. Ανακάλυψα μια νέα εκδοχή του εαυτού μου 100% απαλλαγμένη από τα σπασμένα κομμάτια μου. Δεν είναι και λίγο φίλε μου, ενθουσιάσου μαζί μου. Μου πήρε 12 λογοτεχνικά βιβλία, έχασα 6 κιλά και έπριξα γνωστούς και φίλους. Όμως πένθησα και πένθησα όπως άξιζε σε αυτό που ένιωθα.
Σήμερα ξύπνησα και δεν αναρωτήθηκα ΌΛΑ αυτά τα γιατί. Άφησα πίσω μου τον “κακόμοιρο εαυτό” μου. Δεν ένιωσα τύψεις και ούτε σκέφτηκα τι πήγε λάθος. Σήμερα αποδέχθηκα όλα τα σενάρια της απουσίας σου και συμφιλιώθηκα με όλα ακόμη και με το γεγονός ότι έχω αντικατασταθεί ήδη. Και η αλήθεια είναι πως δεν πόνεσα. Όχι επειδή δεν ένιωσα, αλλά επειδή δεν υπάρχει κάτι που να με κάνει να νιώθω ότι σχετίζομαι με εσένα. Οι καλές στιγμές μου θυμίζουν κάτι σαν ένα μακρινό όνειρο. Ξεχασμένες και ασήμαντες. Θα μπορούσες να μην ήσουν καν εσύ. Και εκεί κατάλαβα ότι δεν ήσουν. Ήμουν εγώ και όλη η αγάπη και αφοσίωση μου με την οποία σε περιέβαλα. Ήταν η δική μου επιθυμία να χαίρομαι με τις πιο φωτεινές στιγμές σου για να ικανοποιώ την δική μου ανάγκη για αγάπη. Έψαχνα απεγμωσμένα τρυφερότητα σε εσένα για να νιώσω ότι πιάνει τόπο η δική μου. Και ήταν λάθος μου. Και έκανα λάθη. Και σε αδίκησα πολλές φορές. Και δεν ήμουν τέλεια. Γιατί ούτε εσύ ήσουν πραγματικά τέλειος για εμένα. Τέλεια ήταν η εικόνα που εγώ σου δημιούργησα. Μια εικόνα ενός ανθρώπου που δεν θα μου φερόταν ποτέ όπως μου φέρθηκες εσύ. Και έτσι επιβεβαιώθηκα για τον συλλογισμό μου.
Σήμερα λοιπόν ένιωσα εντάξει με την ιδέα του να μην σου είμαι τίποτα και ίσως αυτό να είναι μια σκέψη που με τρόμαξε. Τα πράγματα που κάποτε συνδέονταν με εσένα, σήμερα δεν έχουν καν πρόσημο. Και το πιο φοβιστικό απ’ όλα, το όνομα σου δεν με γέμιζε με χαρά αλλά ούτε με άδειαζε. Ήταν απλά ένα όνομα, ένα οποιοδήποτε όνομα. Ένα όνομα που δεν κουβάλαγε την ευτυχία μου μέσα του.
Για να το πετύχω αυτό πρώτα συγχώρεσα. Πρώτα εσένα και με μεγάλη δυσκολία εμένα. Έχεις απέναντι σου έναν άνθρωπο που κλίθηκε να σηκώσει μόνος του, γιατί αυτό είχε πιστέψει, όλο το βάρος της καταστροφής της σχέσης του. Και το σήκωσα. Και κάποιο τμήμα του βάρους το πέταξα γιατί δεν ήταν δικό μου και το υπόλοιπο το κράτησα για να μάθω από αυτό.
Και σε διαβεβαιώ φίλε μου όλο αυτό δεν ήταν εύκολο. Έχτισα όμως έναν καινούργιο κόσμο να υπάρχω. Εδώ, δεν υπάρχει τίποτα που να έχει πληγωθεί από εσένα. Και είναι βάλσαμο ψυχής. Έχει ηρεμία, έχει διαύγεια. Έχει ατελείωτη αγάπη και έχει και έναν χάρτη. Ο χάρτης αυτός θα μου δείξει ποιον άνθρωπο πρέπει να έχω δίπλα μου στο μέλλον. Σ’ ευχαριστώ γι’αυτό το δώρο. Αυτόν τον εαυτό μου δεν τον ξέρεις πιά.
Θέλω πριν τελειώσω με αυτές τισ σκέψεις να σου ψυθιρίσω κάτι τελευταίο. Θέλω να σου πω δύο ευχαριστώ. Το ένα γιατί με έκανες να νιώσω. Μαζί σου ένιωσα χαρά, θλίψη, ευτυχία,πόνο, θυμό. Όμως ένιωσα κάτι. Ένιωσα ζωντανή μαζί σου και ήταν πανέμορφο. Και ένα ακόμη ευχαριστώ γιατί με την απουσία σου έμαθα να νιώθω ζωντανή μαζί μου και ήταν ακόμη πιο όμορφο.
Το παρόν και το μέλλον μου σε ευχαριστούμε για το ωραίο παρελθόν και σε αφήνουμε ακριβώς εκεί, γιατί πρέπει να συνεχίζουμε να χτίζουμε το μέλλον. Και φυσικά θα είναι ωραίο και φυσικά θα είναι γεμάτο φως αφού ξεπέρασε το ατελείωτο σκοτάδι. Ελπίζω να σου έδωσα κάποια στιγμή μια στάλα, έστω μια ηλιαχτίδα από το φως που είχα και έχω μέσα μου.
και τώρα χαμογέλασε φίλε μου, εαυτέ μου, γιατί τα καταφέραμε. Ο χαμένος τελικά όντως τα παίρνει όλα.
Α.Π
30 notes
·
View notes
Photo
Να διαβάζετε μόνο ό,τι σας κάνει κέφι, αποφεύγοντας ό,τι θεωρείτε βαρύ και «αναγκαίο».
Τα βιβλία είναι φτιαγμένα έτσι και όχι αλλιώς για να θυμίζουν τα δέντρα και τον άνθρωπο, γιατί τείνουν να μιμούνται το ανθρώπινο σώμα, τα δέντρα και τα βουνά, όλη την κατακόρυφη πραγματικότητα, την επιμήκη φύση, αυτήν που τεντώνεται προς τα πάνω. Τα βιβλία (σαν τη ζωντανή φύση, σαν κάποιον που στέκεται ή που βαδίζει ή που τρέχει να ξεφύγει) είναι όρθια. Είναι, εννοώ, φύσει όρθια, τα διαβάζουμε σε ορθή στάση και τα αποθηκεύουμε όρθια. Και δεν πεθαίνουν, ποτέ.
Κανείς δεν θέλει να γεμίσει όλη την τυπωμένη σελίδα με γράμματα, με λέξεις. Στην τυπογραφία (όπου καθετί υπηρετεί την ευκολία της ανάγνωσης — και βέβαια η ομορφιά την υπηρετεί) τυπώνουμε μόνο ένα μέρος της σελίδας: αυτό που, άπαξ και επιλεγεί τέλεια, πλημμυρίζει το μάτι μας αρμονία. Δεν συμβαίνει πάντα, αλλά όταν συμβαίνει το καταλαβαίνει οποιοσδήποτε.
Το μάτι μας διαβάζει πιάνοντας ομάδες των τριών, άντε τεσσάρων λέξεων, και κάθε αράδ�� έχει περίπου τρεις τέτοιες, κάπου δέκα-δώδεκα λέξεις συνολικά: αν είχε περισσότερες, δηλαδή αν η αράδα ήταν μεγαλύτερη από το σωστό, το μάτι θα έχανε τη σειρά του και την αναγνωστική του βολή, τη συνήθειά του, και θα κατρακυλούσε στην από κάτω αράδα, και στο τέλος της θα γυρνούσε στην αρχή μιας άλλης — θα χανόταν για πάντα, σε έναν λαβύρινθο φτιαγμένον από λέξεις. (Γι’ αυτό οι εφημερίδες, αν τις θυμάται κανείς, έχουν μονόστηλα: για γρήγορη και ασφαλή ανάγνωση. Αν είχαν μόνο μία ή και δύο στήλες, δεν θα μπορούσε να τις διαβάσει κανείς).
Τα πιο ευανάγνωστα και πιο πρόσχαρα στο μάτι γράμματα είναι καμπύλα, με απαλές στροφές, σκιάσεις και λακκάκια, σαν γυναικείο σώμα. Υπάρχουν θηλυκά και αρσενικά font, και υπάρχουν και άλλα που ταιριάζουν και με τα δύο βασικά φύλα, ή με κανένα, ή που είναι non-binary. Τι σπουδαία τέχνη η χάραξη στοιχείων!
Σαν καπέλο και παπούτσια, ή σαν ρίζες και δεντροκορφή, οι κεφαλίδες και οι σελιδάριθμοι εξασφαλίζουν ποιοτική ισορροπία σε μία επιμελημένα και με γνώση σχεδιασμένη σελίδα. Στις υψηλού επιπέδου εκδόσεις, όλα τα στοιχεία που κοσμούν το ανοιχτό σαλόνι είναι βαλμένα τέλεια, σαν τους λευκούς βράχους σε έναν κήπο τού Ζεν.
Το «ψαχνό» και τα περιθώρια υπακούν, ή έστω υπάκουαν κάποια στιγμή, στον κανόνα της Χρυσής Τομής· μα, πιο απλά, εντέλει είναι εκεί για να γαληνεύουν το μάτι και για να γκριζάρουν το βαρύ, μαύρο μελάνι, στεφανώνοντάς το. Όσο για το κάτω περιθώριο, αυτό το υπόλευκο κενό ανάμεσα στο κείμενο και στο κομμένο χαρτί (που κάποτε στιγματίζεται με έναν σελιδάριθμο, απλόν ή ποικιλμένο με αγκύλες — ή ό,τι θες), είναι πιο μεγάλο απλώς και μόνο για να χωρά τον αντίχειρά μας — για να χωρά ο αντίχειρας του ωραίου αναγνώστη, που διαβάζοντας ασκείται (και ασκεί την υπομονή του) όπως στην ιαπωνική τοξοβολία.
Παλιά, στα μεγάλα, αρχοντικά περιθώρια έγραφαν σημειώσεις. Τα περιθώρια, πάλι, σε ένα βιβλίο τσέπης είναι μικρά και «λάθος», υπακούοντας στον κανόνα που θέλει ένα ταχυφαγείο βαμμένο με φωτεινά χρώματα και φωτισμένο με έντονες λάμπες, που εξυπηρετούν τη γρήγορη εστίαση — σε αντίθεση με τα πορφυρά και σκούρα καφέ χρώματα μιας λέσχης, φέρ’ ειπείν, που σε κρατά για ώρες υπό το φως των κηρίων όπως μία σπηλιά με τη φωτιά της έναν όμορφο πρωτόγονο άνθρωπο ��εμάτο περιέργεια, και φόβο, και λαχτάρα να δει την άκρη του κόσμου από την κορυφή του βουνού. Και οι λέσχες, και τα ταχυφαγεία, και όλα τα απ’ ανάμεσα, είναι πράγματα καλά, ανθρώπινα, δικά μας.
Το μάτι αγαπά τα υπόλευκα, κρεμ χαρτιά, όχι τα άσπρα. Το διάβασμα δεν είναι μόνο λέξεις, νοήματα, στοχασμοί, συναισθήματα, πλοκή και αφήγηση. Πριν από όλα αυτά, το βιβλίο είναι αντικείμενο, και είναι χάδι.
Το διάβασμα, όπως και κάθε απόλαυση, υποσκάπτει την υγεία. Αλλά αυτή ήταν ούτως ή άλλως επισφαλής. Οπότε μικρό το κακό. Διαβάζετε.
Και να διαβάζετε μόνο ό,τι σάς κάνει κέφι, αποφεύγοντας ό,τι θεωρείτε βαρύ και «αναγκαίο». Αναγκαία βιβλία είναι μόνο όσα σάς αρέσουν πολύ, και με όσα ξεχνιέστε, ονειρεύεστε ή αναστατώνεστε.
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
6 notes
·
View notes
Text
Όταν ο Τσε επέστρεφε αεροπορικώς από ένα συνέδριο στην Αλγερία, ταξίδευε μ΄έναν Κουβανό συγγραφέα, φίλο μου, που είχε το διήγημα στην τσέπη του. Κάποια στιγμή, του είπε: «Έχω εδώ ένα διήγημα γραμμένο από συμπατριώτη σου, όπου πρωταγωνιστείς». Ο Τσε είπε: «Δωσ΄το μου». Το διάβασε, του το επέστρεψε και του είπε: «Είναι πολύ καλό αλλά δε μ΄ενδιαφέρει». Νομίζω ότι καταλαβαίνω πολύ καλά αυτή την αντίδραση: το ότι ήταν πολύ καλό είναι το υψηλότερο εγκώμιο που μπορούσε να κάνει ο Τσε, μόλο που ήταν πολύ καλλιεργημένος και απόλυτα ικανός να διακρίνει μεταξύ ενός καλού και ενός μέτριου διηγήματος, αλλά και το ότι δεν τον ενδιέφερε ήταν επίσης δικαίωμά του. Κατ΄αρχάς, ήταν αδύνατο να δει τον εαυτό του μέσα σ΄αυτό το διήγημα όπως ήταν στην πραγματικότητα: είμαι ένας συγγραφέας που επινόησε έναν Τσε προσπαθώντας να είμαι όσο μπορούσα πιο πιστός στην ιστορική ιδέα που είχα σχηματίσει γι΄αυτόν εκείνη τη στιγμή, αλλά η διαφορά μεταξύ φαντασίας και ακριβούς τεκμηρίου είναι πάντα τεράστια. Είναι προφανές πως, όταν διάβαζε τον εαυτό του να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, θα ένιωσε πολύ παράξενα. Κι όσο προχωρούσε, θα πρέπει να ένιωσε πως η ίδια του η εικόνα σβηνόταν, απομακρυνόταν και -όπως όταν κοιτάζουμε από το βιζέρ μια κάμερας- φλουτάριζε και ξεφλουτάριζε. Αυτό θα πρέπει να τον αποστασιοποίησε, γιατί ας μην ξεχνάμε -κι αυτή είναι η απάντησή μου στον Τσε κατά μία έννοια- ότι το διήγημα γεννήθηκε όταν κι εγώ ήμουν μέσα σ΄ ένα αεροπλάνο πηγαίνοντας από την Κούβα στην Ευρώπη και διάβαζα το Η σιέρα και ο κάμπος, μια ανθολογία όπου οι πιο σημαντικοί από τους πρωτεργάτες της επανάστασης κατέγραψαν επεισόδια από τις αναμνήσεις τους. Εκεί μέσα είναι κομμάτια ��ποιου μπορεί να βάλει ο νους σας: του Καμίλο Σιενφουέγος, του Φιδέλ και του Ραούλ Κάστρο, καθώς και ένα κείμενο είκοσι σελίδων του Τσε. Αυτό είναι το κείμενο που μετέγραψα στο διήγημα: η απόβαση και οι πρώτες μάχες είναι ακριβώς τα επεισόδια που αφηγείται εκείνος, ακόμα και ένα ανέκδοτο που καταγράφει με χιούμορ και που εγώ το επαναλαμβάνω, όταν, ενώ η μάχη μαίνεται, βλέπει έναν πολύ χοντρό αντάρτη που κρύβεται πίσω από ένα καλάμι και προσπαθεί να φυλαχτεί απ΄τα εχθρικά πυρά κάνοντας ένα σωρό ελιγμούς! Τα αναγνώρισε αυτά τα πράγματα γιατί δεν ήταν πια το δικό του κείμενο, το ΄χα γράψει εγώ με τη γλώσσα μου και δεν ήταν πια η τρομερή εμπειρία που είχε ο ίδιος από εκείνη την απόβαση, από εκείνη την πρώτη σύγκρουση. Το φινάλε, βέβαια, είναι τελείως φανταστικό: τον βάζω ν΄ανεβαίνει στο βουνό και να συναντιέται την τελευταία στιγμή με τον Φιδέλ, κι έχουν ένα διάλογο όπου και οι δυο τους προσπαθούν με αστεία να κρύψουν τη συγκίνησή τους που ξαναβρέθηκαν, και το διήγημα τελειώνει μ΄ένα στοχασμό του Τσε, λίγο ποιητικό και λίγο μυστικιστικό, όταν αναλογίζεται ένα Κουαρτέτο του Μότσαρτ και κοιτάζει τ΄ άστρα. Όλα αυτά, βέβαια, δεν υπήρχαν στις αναμνήσεις του, αλλά εκείνος τα βρήκε πολύ καλά, κι ας μην τον ενδιέφεραν. Μου φαίνεται η τέλεια απάντηση.
Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Opera, Μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.
3 notes
·
View notes
Text
Όλα είναι πάρα πολλά
trigger warning: αναφορά σε αυτοκτονικές σκέψεις
κείμενο από τους Α, οκέυ
Υπάρχει μια γλίτσα που τη λένε μυελίνη και πάει και κάθεται απάνω στις συνάψεις του κεφαλιού μας, που ενώνουν το ένα μέρος του εγκεφάλου με τ’ άλλο και σε κάνουν να σκέφτεσαι. Ταλαντώνονται τα νεύρα και μικρούτσικα σήματα ρεύματος τινάζονται δεξιά κι αριστερά στο μυαλό. Όση περισσότερη μυελίνη τυλίγει μια σύναψη, τόσο πιο γρήγορα πετάει εντολές το νεύρο και τόσο πιο καλός γίνεσαι σε ότι αυτό ελέγχει. Έτσι φτιάχνεται η εξυπνάδα κι οι ικανότητες. Το σώμα μπορεί να εκκρίνει κι άλλη μυελίνη, όταν χρησιμοποιεί περισσότερο μια σύναψη. Αυτό γιατί έτσι που τραντάζεται απ’ την ταλάντωση, το μυαλό νομίζει ότι εκείνη χάνεται, και παράγει νέα στη θέση της. Τότε όμως έχει επιστρέψει και η προηγούμενη ποσότητα απάνω στη σύναψη κι η γλίτσα γίνεται διπλή. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχει τρόπος να δημιουργηθεί εκεί όπου δε χρειάζεται, έτσι δε γίνεσαι ποτέ καλύτερος σε κάτι που δεν εξασκείς, έστω και ασυνείδητα. Η ικανότητα σου να παράξεις μυελίνη είναι άμεσα συνδεδεμένη, σε εκπληκτικό στατιστικό συσχετισμό της τάξης του 0.9 με τον δείκτη ευφυΐας σου.
Στην Αμερική είναι παράνομο να στρατολογηθεί σε οποιοδήποτε πόστο άτομο με IQ κάτω από ογδοντατρία. Ο νόμος βγήκε όταν στο Βιετνάμ μετρήθηκε η θνησιμότητα όσων σκόραραν κάτω απ’ αυτό το όριο. Ήταν τρεις φορές μεγαλύτερη από τους υπόλοιπους. Ο στρατός, απ’ όλους τους θεσμούς, που δίνει ό,τι έχει και δεν έχει για να επανδρώσει θέσεις αγκαρίας και φόνου αντάμα μ’ ό,τι σώμα βρει, απαγορεύει να πιάσει έστω και σφουγγαρίστρα κάποιος με τέτοιο σκορ. Κάτι θα ξέρει. Υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που είναι πραγματικά, και χωρίς παρεξήγηση δηλαδή, παντελώς ηλίθιοι, έτσι που δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς ούτε για τις πιο απλές δουλειές. Ήμουν ένας από αυτούς σχεδόν όλη μου τη ζωή.
Δεν είναι αστείο. Μέχρι και φέτος, ήμουν εντελώς βλάκας. Δεν υπάρχει οίκτος προς εμένα σε αυτή την κουβέντα, είναι, καλώς ή κακώς, η αλήθεια.
Η μαμά μου πάντα λέει ότι πρέπει να λέω την αλήθεια και να προσέχω τον εαυτό μου. Η μαμά μου είναι πολύ έξυπνη για να μην καταλάβει ένα ψέμα μου, και πολύ απασχολημένη για να μου λέει δυο φορές τον ίδιο κανόνα. Δεν είναι, ευτυχώς, ποτέ πολύ απασχολημένη για μια βόλτα με το αμάξι μας, όταν νιώσει πως χρειαζόμαστε λίγο αέρα. Είναι, δυστυχώς, τόσο - όσο απασχολημένη, ώστε να μην προλαβαίνει να φτιάξει το αμάξι μας, που βήχει κάθε φορά που ανάβει. Το χαϊδεύει στο ταμπλό πολύ απαλά όταν αυτό συμβαίνει, το παρηγοράει κι εκείνο παίρνει μπρος. Τη θαυμάζω τη μαμά μου, είναι γενναία και σπιρτόζα.
Αν σου φαίνομαι πολύ μεγάλος για να μιλάω έτσι για τη μαμά μου, στάσου να φτάσουμε εκεί που ετοιμάζομαι να χώσω ένα τρυπάνι στο κεφάλι μου και να το βάλω μπρος να οργώσει κόκκαλα, όσο πλένει αμέριμνη τα ρούχα στο διπλανό δωμάτιο. Το κρουστικό δραπανοκατσάβιδο των 13 χιλιοστών είναι καθαρό κι ακουμπισμένο δίπλα στα χαρτιά μου. Η μπαταρία λιθίου του, που επιτρέπει ως και τέσσερις ώρες αυτονομία στο τρύπημα, ήταν ξεφόρτιστη, οπότε έχω κάποιο χρόνο. Μη με ζορίζεις.
Το χωριό μου βγάζει τους πρώτους νταουλτζήδες και ζουρνάρηδες. Τους κάνουμε χάζι τρώγοντας τα τοπικά πικάντικα, μακριά και πεντανόστιμα λουκάνικα και καταπίνοντας διπλοβρασμένο τσίπουρο από παραγινωμένα σταφύλια. Άμα περάσει δεκαπενταύγουστος και δεν έχεις κόψει ούτε ρώγα, κι έχουν κιτρινίσει μέχρι και τα σύρματα, είναι συνήθως προτιμότερο τα αμπέλια να τα κόψεις λάντζα μοναχός και να βράσεις τη σοδειά σου τσίπουρο. Πουλιέται προς εφτά ευρώ το λίτρο και βγάζεις τουλάχιστον τα μισά λιπάσματα της χρονιάς και δεν κλαις. Οι αγρότες κι οι μουσικάντηδες κλαίνε χρόνο με το χρόνο για τον καιρό. Μα εγώ ούτε στα όργανα, ούτε και στο χωράφι ήμουν πολύ χρήσιμος. Δεν έχω δίπλωμα οδήγησης, και όλοι συμφωνούν πως έτσι είναι καλύτερα. Η μαμά μου δεν ανησυχούσε βέβαια. Έγινα μερεμέτατζης μόλις τέλειωσα το γυμνάσιο. Μάστορας ήμουν μέτριος, αλλά βγήκα δουλευταράς κι όσο μπορούσα τίμιος.
Σ’ εκείνη τη φάση, ασφαλώς, δεν γνώριζα πως ήμουν ηλίθιος. Τώρα μιλάω δυο λογιών γλώσσες, αυτή του ψυχρού γραμματέα του γραφείου 214 της αντιπεριφέρειας κι εκείνη του χαζού του χωριού. Οι δυο τους μπλέκονται άγαρμπα τώρα, μα τότε ήταν μόνο μία κι έλεγε, αλίμονο, ότι ήθελε. Ένιωθα μάλιστα ότι καταλάβαινα ορισμένα πράγματα εξαιρετικά, όπως το ποιος είχε δίκιο σε μία κόντρα. Ήτανε πάντα βέβαιο για ‘μένα ότι ο πιο θορυβώδης και εξαγριωμένος συνομιλητής είχε κάποιον σπουδαίο λόγο που τρελαινότανε να πείσει τον άλλο, ώστε να πιστεύω πως είχε το απόλυτο δίκιο με το μέρος του.
Όσο για στόχους, όνειρο μου ήτανε ακόμη και τότε να γίνω εξυπνότερος. Χωρίς να πιστεύω πως ήμουν όντως χαζός, είχα κάπως καταλάβει ότι πολύς κόσμος με θεωρούσε ανίκανο και με κορόιδευε κάπου-κάπου. Ένιωθα επίσης πως ο κόσμος έχει τεράστιο βάθος στα όλα του, κι ότι όλα είναι πολλά, κι ότι πρέπει κανείς να μπορεί να καταλαβαίνει πολλά από τα όλα για να μην τον πιάσουν ποτέ ξανά κορόιδο. Η ��ίσθηση που είχα, σε εκείνη την φάση, ήτανε πως μου κόβει, αλλά υπάρχουν άλλοι, πιο πονηροί, που ίσως θελήσουν το κακό μου.
Μια μέρα η τηλεόραση πέταξε τούτο το κουλό: θ’ ανοίγανε λέει θέσεις στο δημόσιο για χαζούς. Μάλιστα, γι’ ανειδίκευτους εργάτες, στα πλαίσια του προγράμματος
«Αυτοαναλυτική Ενίσχυση – Θέλω και Μπορώ», υπό την αιγίδα του Υπουργείου Υγείας. Ζητούνταν «νέοι άνθρωποι που ψάχνουν ευκαιρίες». Ξύπνησα. Θέλω, θέλω.
Η Αυτοαναλυτική Ενίσχυση, για όσους δεν το γνωρίζετε, αλλά ντρέπεστε να ρωτήσετε μη και σας πουν χαζούς, είναι μία καινούρια ευρωπαϊκή πολιτική που στοχεύει στην αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού ανεπαρκών ικανοτήτων. Δεν θα πρέπει να το μπερδεύετε με αντίστοιχα προγράμματα ίσων ευκαιριών για άτομα με αναπηρία, κάθε άλλο. Εμείς δεν ήμασταν άτομα με αναπηρία, ή τουλάχιστον εγώ δεν ήμουν, κι ούτε ποτέ ένιωσα έτσι. Ο ανάπηρος άνθρωπος είναι εκείνος που έχει κι ένα χαρτί που να λέει πως έχει τούτο το πρόβλημα, το ιατρικό, το μετρήσιμο σε ποσοστά. Απ’ αυτό το ποσοστό και πάνω παίρνει και κάποιο επίδομα και τυραννιέται παραπέρα στο κίτρινο πλακάκι, αλλά όπως και να ‘χει, είναι κάτι το συγκεκριμένο ο ανάπηρος, μια οντότητα με ξεκάθαρη ταμπέλα και νομική υπόσταση. Ο χαζός από την άλλη, θεωρείται απλά βάρος.
Σκεφτείτε το. Δεν γνωρίσατε ποτέ σας κάποιον, που να τον θεωρήσατε εντελώς ντουγάνι; Να φύγατε από μια συζήτηση μαζί του, τόσο επίπονη και θλιβερά ανισόρροπη, που να οργιστήκατε από την ανικανότητά του να συνεννοηθεί μαζί σας; Ίσως να σκεφτήκατε εκείνη τη στιγμή ότι εντάξει, αυτός ο άνθρωπος έχει κάποιο πρόβλημα. Και μετά ίσως σας ήρθε η ιδέα ότι μπορεί “αυτό το παιδί” να έχει, όντως, κάποιο πρόβλημα. Μπορεί να έχει κάποια μορφή δυσλεξίας, ή εγκεφαλικής καθυστέρησης, ή ανικανότητα συγκέντρωσης. Και τότε νιώσατε μαλάκας και άδικος που οργιστήκατε μαζί του μερικά λεπτά νωρίτερα. Βλέπετε; Είναι λίγο αλλιώτικο να είσαι χαζός, μα όχι ανάπηρος. Ο χαζός είναι εξοργιστικός και δεν πρόκειται ποτέ να προκαλέσει τον ίδιο οίκτο, να τον συγχωρήσουν έστω μ’ ένα “τόσα ξέρει - τόσα λέει” που τον αποδεσμεύει από την υποχρέωση της λογικής.
Η Αυτοαναλυτική Ενίσχυση λοιπόν, είναι η εξής πατέντα: σου ανοίγουν το κεφάλι με μία εγχείρηση ακριβείας και σου εμφυτεύουν ένα μικρό βιδάκι (αυτό που σου έλειπε πιθανώς) λίγο πάνω απ’ το δεξί σου αυτί. Όχι, δεν παίρνεις το χάραγμα, θα ήταν πολύ ευχάριστο να πουλήσει κανείς την ψυχή του στο διάολο αυτές τις εποχές για μια θέση στο δημόσιο, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, ο διάολος είναι το δημόσιο κι η ψυχή σου είναι δικιά του έτσι κι αλλιώς. Το βιδάκι είναι έξυπνο και σε κάνει έξυπνο. Στέλνει σήματα που ξεγελούνε το μυαλό και το κάνουν να παράξει περισσότερη μυελίνη σε συνάψεις του που έχουν πέσει σε χρόνια αχρηστία.
Ξέρετε αυτό που όταν πολεμάς να θυμηθείς κάτι, που κάποτε το ήξερες, αλλά αφού δε σε ξαναρώτησε ποτέ κανείς γι’ αυτό, βάλτωσε στη μνήμη σου και δε το βρίσκεις; Η μαμά μου το παθαίνει συνέχεια και δένει μια πετσέτα ώσπου να θυμηθεί. Για εμάς λοιπόν τους καθ΄ ομολογία και κατ’ αξιολόγηση ηλίθιους, υπάρχει πια αυτή η δυνατότητα να φυτέψουμε στο κεφάλι μας αυτό το βιδάκι και να γίνουμε έξυπνοι. Το μόνο κακό είναι πως είναι πανάκριβο κι οι περισσότεροι χαζοί είμαστε από πάνω και φτωχοί, αν και ποτέ δεν έλειψαν οι εκπρόσωποι μας και σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η μόνη ελπίδα σου να φυτέψεις βιδάκι είναι να στο βάλει το κράτος τζάμπα, άμα γίνεις δημόσιος υπάλληλος. Αρκεί να είσαι δικαιούχος του προγράμματος αυτοαναλυτικής ενίσχυσης και το καλύπτει η ασφάλιση. Έτσι λοιπόν, τέτοιες προσλήψεις είναι ότι καλύτερο για κάποιον σαν εμένα, που θέλει να γίνει εξυπνότερος.
Έκανα με το καλό τα χαρτιά μου, όπως λέμε. Τη λατρεύω αυτή την έκφραση, αν κι η μαμά μου τη σιχαίνεται, όπως κι οποιαδήποτε άλλη νομικίστικη παπάντζα ακούσει. Σιγά μη μπαίνεις χωρίς βύσμα, έλεγε. Φαίνεται πως ήμουν όμως καλή περίπτωση και με πήρανε. Μπήκα στο στρατιωτικό νοσοκομείο, το «τε-εικοστέ», με τα χαρτιά στριμωγμένα στην κωλότσεπη και το πιο σοβαρό μου χαμόγελο. Ο επιστήμονας που μ’ έκανε έξυπνο ήταν γιατρός άλφα εθνική, είχε χέρι σταθερό και έλεγε τρομερά ανέκδοτα. Κάναμε ένα τσιγάρο μαζί πριν πάρω εξιτήριο και μου ‘πε πως ήταν περήφανος που έδινε ευκαιρίες ζωής σε νέους σαν και του λόγου μου. Καπνίζω, σε περίπτωση που πέρασαν είκοσι λεπτά κι αυτό δεν έγινε αντιληπτό. Όλοι οι χαζοί το κάνουμε, είναι μυστικό της λέσχης και δεν μπορώ να αποκαλύψω περισσότερα.
Πριν μου βάλουν το βιδάκι, δεν είχα καν ψιλιαστεί αυτή την τωρινή επίγνωση της βαριάς, θεόσταλτης βλακείας μου. Μετά όμως, το φυσούσα και δεν κρύωνε. Όταν ξύπνησα από την επέμβαση δεν ένιωσα καμία διαφορά με πριν, εκτός δηλαδή από τη φαγούρα στα δεξιά του κροτάφου μου. Ήμουν μόνος, στο δωμάτιο με άλλα τρία λευκά κρεβάτια στρωμένα τέλεια, με τσιτωμένους φακέλους τις κουβέρτες γύρω από τα μαξιλάρια τους. Θυμήθηκα ότι ένας φίλος (που πήγε στρατό) έλεγε ότι ο στρατιωτικός φάκελος, το δίπλωμα των κλινοσκεπασμάτων δηλαδή γύρω από το μαξιλάρι σε ψυχαναγκαστικά επίπεδα συμμετρίας και τάξης, διαφέρει από τον νοσοκομειακό. Κι ο νοσοκομειακός, έλεγε, το ίδιο ψυχαναγκαστικός είναι, αλλά έχει άλλο δίπλωμα, και το έδειχνε, προσπαθώντας να μου το μάθει.
Σηκώθηκα - μια σύντομη σκοτοδίνη με έκανε να κρατηθώ απ’ τη μεταλλική κουπαστή του κρεβατιού - περίμενα λίγο και πήγα για κατούρημα με βήματα γίγαντα. Αναρωτιόμουν, με τα μάτια καρφωμένα στους φακέλους, αν στο τε-εικοστέ τα κλινοσκεπάσματα διπλώνονταν σε τύπου στρατιωτικού ή νοσοκομειακού. Τότε, κοπάνησα σημαδιακά το μικρό δάχτυλο του ποδιού μου στην πόρτα της τουαλέτας. Ο κόσμος μονομιάς έγινε λίγο πιο κόκκινος κι ένα βουνό μεγαλύτερος.
-Τι μαλάκας, μουρμούρισα. Ορίστε, αυτή στάθηκε η πρώτη ευλογημένη στιγμή που ένιωσα χαζός. Μέχρι τότε, όταν κοπανούσα αυτό το δαχτυλάκι, έβριζα ό,τι ήταν αυτό που στάθηκε στο διάβα μου και με σακάτεψε. Εκείνη η φωτεινή και πονεμένη όμως στιγμή, που χωρίζει τη ζωή μου σε δυο ολότελα διαφορετικά κομμάτια, μου επιφύλασσε κάτι αλλιώτικο. Για πρώτη φορά θύμωσα με εμένα που δεν έβλεπα πού πατάω. Μπήκα μέσα και ξαλάφρωσα κοιτώντας το μπανταρισμένο μου κεφάλι στον καθρέφτη.
Όσο ήμουν χαζός, υπήρχαν εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως πράγματα που δεν καταλάβαινα, κι αυτό μ’ έκανε να νιώθω άσχημα κάποιες φορές, κυρίως τότε που καταλάβαινα ότι δεν καταλάβαινα. Αυτό γινόταν τότε που υπήρχαν βέβαια κι άλλοι από δίπλα, που καταλάβαιναν και κυρίως, καταλάβαιναν ότι δεν καταλάβαινα Χριστό απ’ ό,τι μου λέγανε. Η κοροϊδία τους ήταν που μ’ έκανε να νιώθω άσχημα, η ψεύτικη ανωτερότητα που πουλούσανε για μια γνώση που κι εκείνοι μόλις τώρα είχαν αποκτήσει κι ήταν ήδη άξια περηφάνειας. Κι εγώ ένιωθα ότι ήμουν πολύ κοντά στο να το πιάσω το νόημα, έβλεπα πολύ αμυδρά ότι αυτό που δεν καταλάβαινα στην πραγματικότητα καταλαβαινόταν, απλά χρειαζόταν ένα τσικ κι ένα κλικ και θα κούμπωνε στο κεφάλι μου κάποια στιγμή. Έμαθα να περιμένω αυτό το τσίκι ή το κλικι, ή ότι άλλο ήχο κάνει η γνώση όταν τρυπώσει για τα καλά στο κεφάλι, μα φαίνεται πως ο μόνος ήχος που κάνει είναι αυτές οι ενοχλημένες κοφτές απαντήσεις εκείνων που πρόσεχαν κι εκείνων που κατάλαβαν πριν τους χαζούς.
Είναι θέμα τύχης να φτάσεις είκοσι-εικοσπέντε χρονών και να μη μπορείς να μετράς, να οδηγάς, να πληρώνεις έναν λογαριασμό, να θυμάσαι πώς γίνεται αυτό που θέλουν να ξες πώς γίνεται για να σου δώσουν λεφτά, ή να θυμάσαι γενέθλια και να καταλαβαίνεις τις μακρόσυρτες λέξεις με τα πολλά συνθετικά, που ένα μονάχα “α” να μπει γίνονται αίφνης τ’ ανάποδό τους. Θέμα τύχης είναι, μπορεί να σου τύχει, μπορεί κι όχι. Αλλά ο μαλάκας, που ’μαθε να μόλις τώρα κατιτίς και τώρα το παίζει έξυπνος κι ας το μισοξέρει, θα τύχει σε όλους. Έχουμε υπερβολικά πολλές λέξεις που να δικάζουν τους χαζούς και τις χρησιμοποιούμε πιο συχνά απ’ ότι θα ‘πρεπε.
Μα τώρα το μυαλό μου επιτέλους έκανε βζουν. Ο γιατρός μου έδωσε τα χαρτιά μου, για να κάνω τα χαρτιά μου, τρεις μέρες μετά. Δεν είχα ακόμη αναρρώσει πλήρως, ένιωθα μια μικρή ζαλάδα κάθε φορά που κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο την όμορφη θέα της νότιας εισόδου στο νοσοκομείο, απ’ όπου μπορούσες να χαζεύεις τον ήλιο να βολτάρει ολημερίς στον σαλονικιώτικο, μόνιμα αραχτό ορίζοντα. Διάβασα τα χαρτιά μου. Έχετε δει ποτέ σας δημόσιο έγγραφο για πάνω από μερικά λεπτά; Σίγουρα. Ε, εγώ δεν είχα προσέξει ποτέ πώς είναι. Ήταν μία βεβαίωση, από εκείνες τις βεβαιώσεις που ονομάζονται “βεβαίωση” κι ακολουθούνται από σαράντα τετρασύλλαβες μετοχές και επίθετα σε ρόλο ουσιαστικού, σε κλίση μόνιμα γενική, να έτσι: “Βεβαίωση έκδοσης γνωμάτευσης εντεταλμένου θεράποντα ιατρού στρατιωτικής νευρολογικής κλινικής προς εισήγηση επιτυχόντα ασθενούς ως δικαιούχου του προγράμματος πλήρωσης θέσεων αυτοαναλυτικής ενίσχυσης”. Τέτοια πράγματα. Ζαλίστηκα, αλλά άμα τα πάρεις λέξη-λέξη, παρατήρησα, βγάζουν και κάποιο νόημα. Από την άλλη, ό,τι και να πάρεις λέξη-λέξη, κάποιο νόημα θα βγάλει, ολόκληρα είναι το ζόρικο να τα πιάνεις. Τη σιχαίνομαι αυτή τη γλώσσα, κι όσο πιο πολύ την καταλαβαίνει κανείς (και πιστέψτε με, ένα πενταμηνάκι να χωθείς δημόσιο, αρχίζεις και την πας ροδάνι), τόσο πιο σπαστική γίνεται στο μυαλό του.
Τώρα πια είμαι χρήσιμος. Η αργομισθία στο γραφείο 214 είναι τέλεια για κάποιον που είναι έξυπνος μα όχι παρατηρητικός, γιατί αποδίδει τα μέγιστα. Είναι εύκολη και για κάποιον που είναι χαζός χωρίς να ναι παρατηρητικός, γιατί νιώθει ότι προσφέρει. Είναι κάπως ζόρικη για κάποιον που είναι και έξυπνος και παρατηρητικός, αλλά μόλις πιάσει το νόημα μπορεί να μεγαλουργήσει μέσα της. Και για μένα, είναι απόλυτα αφόρητη. Τελικά δεν έγινα και τόσο έξυπνος. Τα βλέπω όλα και καταλαβαίνω κάποια, μα όλα είναι πολλά κι είναι αδύνατον να τα καταλάβεις μαζεμένα. Γράφω σκεπτικά αποφάσεων, πρωτοκολλώ αιτήσεις, εκδίδω βεβαιώσεις, προωθώ έγγραφα. Είμαι ένα απαραίτητο στοιχείο σε μία σειρά από άχρηστους μηχανισμούς. Δουλεύω οχτώ ώρες τη μέρα, πέντε τέτοιες τη βδομάδα, διακόσες πενήντα μία το χρόνο. Κάθε μία πιο βαρετή από την άλλη, κάθε μία ένα ακόμη μικρό θαύμα που ξεκινά το μεσημέρι και κοιμάται τον ύπνο μου. Αναπνέω και νιώθω κοντά σε όλα, μα όλα είναι ακόμη απρόσιτα. Όχι τελείως, μόνο αρκετά για να με τεντώσουν ��έχρι το πρωί και να μυρίζω σαν κι εκείνα. Περίεργα.
Έτσι, να ‘μαι τώρα, Κυριακή στο χωριό, βαράνε νταούλια κι μαμά μου πλένει τα ρούχα. Πάω στην καφετέρια να μιλήσω με κάποιον, θέλω να πω τι βλέπω, δυσκολεύομαι. Γυρνάω στα χαρτιά μου. Η δουλειά πάει τέλεια. Θαυμάσια. Είμαι πάντα και ακόμη εγώ. Ντυμένος επιμελώς με ξένα ρούχα που δε μου ταιριάζουν, ζωσμένος ευθύνη για τα συναισθήματα που δεν μοιράζομαι, με το βλέμμα κενό να κοιτάω χαμένος στο ατέλειωτο βάραθρο των συμπλεγμάτων και των εμμονών. Είμαι εγώ, αλλά με έναν τίτλο, μια ιδιότητα, δυο συντομογραφίες, ένας αριθμός μητρώου κανονικότατος, καλημέρα σας, μία σφραγίδα, α βέβαια, τόσα πολλά σημαντικά χαρτάκια με όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ, χρωματιστά αυτοκόλλητα, συνδετήρες, ω, τι κάνετε, κουτάκια τόνερ, μουτζουρωμένα ποστ-ιτ και η μεθυστική μα ανυπόφορη μυρωδιά του μπλάνκο για τα λαθάκια. Ωπ, ένα λάθος.
Η μπαταρία του δράπανου είναι πλέον τίγκα.
Είμαι εγώ, σε λάθος τόπο, χρόνο, θέση και στάση σώματος, παγιδευμένος ανάμεσα σε δίχτυα από μελάνη, καρφιτσωμένος με αριθμό πρωτοκόλλου, θυροκολλημένος προς ενημέρωση όλων των ενδιαφερομένων, μα πού να πήγε το έγγραφο, έτοιμος να εκπυρσοκροτήσω, πολυβόλο σε χαρτοπόλεμο, μια βρώμικη μπουνιά, μια σφαίρα τυλιγμένη γύρω από μια κόλλα Α4, σε τροχιά γύρω απ’ τον ήλιο που έγινε μωβ. Είμαι καλά, είμαι τέλεια, η άνοιξη μυρίζει από τις δυο τρύπες στη μύτη, μα όχι αρκετά, το δράπανο χρειάζεται ακριβώς δυόμιση δευτερόλεπτα να διαπεράσει το κρανίο, δυόμιση δευτερόλεπτα μαμά, συνέχισε να σφυρίζεις και δε θα ακούσεις τίποτα, θα προλάβεις μόνο να με μαζέψεις μα δε θα προλάβεις τίποτα άλλο, τουλάχιστον στο εύχομαι γιατί όλα είναι πολλά κι όλα μαζί είναι ανυπόφορα. Είμαι έξυπνος, κι είμαι χρήσιμος τώρα. Μα ο κόσμος παίζει συνεχώς και τώρα πια δεν κλείνει. Θέλω να ξαναμιλήσω μια φορά για μπάλα και να σκέφτομαι μόνο τη μπάλα, δίχως να τη φαντάζομαι να δροσίζεται στο γρασίδι.
Το χέρι μου πιέζει το τρυπάνι πάνω απ’ το δεξί μου αυτί. Ο ιδρώτας μου τσούζει τα μάτια. Έξω τσιρίζουν τρεις ζουρνάδες κι η μάνα μου σφυράει μαζί τους.
Ο κόσμος είναι απέραντος κι ατέλειωτος και είναι μάταιο να προσπαθείς να τον καταλάβεις, ακόμη και με ένα βιδάκι που κάνει το κεφάλι σου να χύνει μυελίνη στις συνάψεις του αβέρτα. Κι έχει κακία, όση πιο πολλή η εξυπνάδα, τόση πλιότερη κι η κακία. Καθένας με την δικαιολογία του: "μεγάλωσα δύσκολα", "δεν με καταλάβαινε κανείς", "η οικογένεια, το περιβάλλον....", "είμαι ήδη τόσο νεκρός μέσα μου μωρό μου". Πρέπει να είμαι και γω απ’ αυτούς, απαγορεύεται πια να είμαι εγώ ο χαρούμενος, γιατί αυτό θα σημαίνει ότι είμαι τούβλο, είμαι ντιπ βλάκας, είμαι χαμένος κι αλαφρύς, είμαι ένας ηλίθιος! Αλλά τουλάχιστον... είμαι εγώ, ο ηλίθιος. Κι έχω ακόμη τόσα πολλά να μάθω, δε θα ξαναντραπώ ποτέ-ποτέ-ποτέ να τα ρωτήσω.
Σφίγγω το δάχτυλο μου, καλημέρα σας.
Δε γίνεται τίποτα. Τι έγινε τώρα; Απιθώνω το τρυπάνι στο τραπέζι και το περιεργάζομαι.
Είχα βάλει την μπαταρία ανάποδα. Αποτυχία.
Η μαμά μου μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να με πολυκοιτάξει σφυρίζοντας. Δίχως να σταματήσει στιγμή τον σκοπό της, παραμέρισε το τρυπάνι κι άφησε δίπλα στα χαρτιά μου ένα ποτήρι χυμό και ζυμωτό ψωμί με λιωμένο κασεράκι.
Στο Α, οκέυ θα βρεις διηγήματα και φωτογραφίες, σε μορφή facebook post. Καμιά φορά, μοιράζονται ιστορίες με άλλα sites, χαιρόμαστε που είμαστε ένα από αυτά!
Artwork από τη Ρόδη Ορφανίδου. Κατάγεται από την Δράμα, ασχολείται με 3d animation, είναι vj loop artist.
#zine#art#collage#short story#short fiction#read#Long Reads#loneliness#memory lane#page 2#nostalgic#tw suidice
3 notes
·
View notes
Text
«Είσαι πολύ μικρή για να ερωτευτείς». Είναι μια πρόταση η οποία με στιγματίσει εδώ και πολύ καιρό.Ακούω όλους γύρω μου να μου λένε δεν υπάρχει έρωτας σε αυτή την ηλικία ,είναι όλα ψέματα.Και άντε να συμφωνήσω εγώ ότι είναι όλα ψέματα γιατί στο τέλος κάτι τέτοιο μπορεί να αποδείχτηκε στην αγάπη μας,αλλά αλήθεια κάθε φορά που σε κοίταζα δεν ένιωθα ότι αυτή η φλόγα μέσα μου είναι ψεύτικη .Όταν σε πρωτογνώρισα ούτε καν που περίμενα να καταλήγαμε μαζί , θυμάμαι γνωριστήκαμε κάπως «τυχαία»,παρόλο που ήμασταν στο ίδιο σχολείο δεν είχαμε επαφές . Θυμάμαι απλά ότι χρειάστηκα μια ζακέτα κάποια στιγμή και μια φίλη μου είπε ‘Ξέρω σε ποιον θα ζητήσω να σου δώσει’ και ναι αυτός ο κάποιος ήσουν εσυ. Γλυκός και αρκετά ντροπαλός θα μπορούσα να πω την πρώτη φορά.Μιλάγαμε αρκετό καιρό και γενικά σε είχα ξεχωρίσει.Με αυτά και με εκείνα στις 18 Αυγούστου είχα έρθει να κάτσω με κάτι φίλες σε μια εκκλησία και ήσουν εκεί με το ποδήλατο σου έκανες βλακείες και σου έλεγα να προσέχεις,μέχρι που υποθέτω σε ματιαξα και έφαγες την τούμπα σου,επέμενα να πας να βάλεις κάτι στο πόδι σου αλλά εσυ χαμογελούσες αμήχανα και έλεγες ότι είσαι μια χαρά .Δεν θέλω να πολυλογώ αλλά ήταν το πρώτο βράδυ που ήρθαμε κοντά και μιλήσαμε για αρκετές ώρες .Στο τέλος της βραδιάς σε πήγαμε σπίτι σου μαζί με την φίλη μου ��αι μόλις γυρίσαμε της είπα ότι νιώθω κάτι μέσα μου ,το στομάχι μου ήταν σαν να είχε ένα φως το οποίο δεν άφηνε να απελευθερωθεί . Με την πρώτη ευκαιρία το συζήτησα με την φίλη μου και μου είπε πες του το και κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία μας. Από ένα μήνυμα που έλεγε ότι νιώθω κάτι για εσένα .Στην πορεία έγιναν πολλά ,καλά και κακά αλλά έτσι δεν είναι αυτά; Δεν μπορούν να είναι όλα τέλεια .Απλά χάρηκα γιατί με αποδέχτηκες όπως ήμουν,σου είπα πράγματα για εμένα που νόμιζα ότι όταν στα πω θα φύγεις , αλλά εσυ έμεινες .Ήσουν εκεί για εμένα ακόμα και αν πολλές φορές δεν σου είχα αναφέρει ότι είσαι ο λόγος που είμαι καλά σήμερα ,αλλά πάντα προσπαθούσα να στο δείξω .Σε αγάπησα και συνεχίζω να σε αγαπαω πολύ . Δεν ξέρω πως ένιωθες και νιώθεις εσυ απλά καταλαβαίνω ότι έχω κάνει άπειρες βλακείες και λογικό να μην θες ούτε να με βλέπεις απλά μου χάρισες τα καλύτερα χρόνια και ευχαριστώ ,ευχαριστώ που μου έμαθες πολλά πράγματα και που σε εμπιστεύτηκα και μου έδειξες ότι είσαι σπαθί .Συγγνώμη που σε στεναχώρησα .Δεν ξέρω γιατί τα γράφω αυτά ξέρω ότι με μισείς αλλά δεν σε κατηγορώ .Θέλω εσυ να είσαι καλά και να προσεχεις τον εαυτό σου ,να μην νευριάζεις γιατί δεν σου κάνει καλό και να μην στεναχωριέσαι .Απλά θέλω μια χάρη ,παραδέξου ότι δεν με αγαπάς και θα σταματήσω να γράφω ή το οτιδήποτε ,καλύτερα να ξέρω την αλήθεια όσο και αν πονάει παρα να σπάω το κεφάλι μου κάθε φορά και να αναρωτιέμαι αν σημαίνω τίποτα σε εσένα...
2 notes
·
View notes
Text
Το έχω στο μυαλό μου πολύ φρέσκο, σαν να έγινε μήνες πριν.
Δεν ξέρω γιατί.
Στην πραγματικότητα, ήταν 18 Οκτωβρίου του 2019.
Το αφεντικό μου είναι περίεργος τύπος. Επιχειρηματίας, όχι απ’ αυτούς που ακούμε τ’ όνομα του εσύ κι εγώ, αλλά απ’ αυτούς που τρώνε με Υπουργούς και περνάνε νομοσχέδια πίνοντας ουισκάκι μαζί τους. Μαγνητικός, πλακατζής, ανάποδος, γκρινιάρης, πατρικός, ο κολλητός σου κι ο χειρότερος μαλάκας που θα γνωρίσεις ποτέ. Δουλεύω δίπλα του, ως γραμματέας του, απ’ τις 9 Φεβρουαρίου 2016 και ήμουν ακόμα 24 χρονών. Εξ αρχής με πλησίασε με χαλαρό, πατρικό ύφος και έγινε ο μέντορας μου σε μια δουλειά που εγώ δεν ήξερα τίποτα κι εκείνος είχε 50 χρόνια πείρα.
Ένα απ’ τα πρώτα πράγματα που έμαθα ή μάλλον κατάλαβα κοντά του ήταν ότι δεν έπρεπε να είμαι πολύ κοντά του. Παρότι οικογενειάρχης, με τα παιδιά του να δουλεύουν στην εταιρεία, είχε μάτι που έπαιζε και χέρι που απλωνόταν εύκολα σε πιτσιρίκες. Κυρίως τις επιχορηγούμενες..αλλά και πάλι. Πετούσε ατάκες, άδεια για να πιάσει γεμάτα, να σε ψυχολογήσει, να σε «μετρήσει» και να δει ως που τον παίρνει μαζί σου. Ποιο είναι το ευάλωτο σημείο σου για να πατήσει πάνω σ’ αυτό την κατάλληλη στιγμή και να σε φέρει εκεί που σε ήθελε είτε αυτό ήταν για τη δουλειά, είτε επί προσωπικού.
Κι όλες του οι δουλειές γίνονται επί προσωπικού. «Είμαστε οικογένεια» λέει πάντα σε όλους τους υπαλλήλους του και, γαμώ το στανιό μου, ναι..δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος από εμάς, είμαστε οικογένεια. Γίναμε οικογένεια όσο περνάνε τα χρόνια. Τη γυναίκα του την αγαπάω και την πονάω γιατί μου θυμίζει τη μαμά μου, τα παιδιά του είναι ίσως απ’ τους αγαπημένους μου ανθρώπους. Έχω μείνει στα σπίτια τους, τους έχω τρέξει σε νοσοκομεία, έκλαιγα όταν έχασαν άνθρωπο απ’ την οικογένεια, έχω πάει να πάρω τα μωρά τους απ’ το σχολείο και έχουν το τηλέφωνο μου και μου στέλνουν όλο καμάρι τους βαθμούς τους ή φωτογραφίες από εκδηλώσεις τους κάθε φορά.
Είμαστε μια οικογένεια.
Αυτός ο άνθρωπος, ας τον πούμε Χ., μου έχει σταθεί σε κάποια πράγματα καλύτερα κι απ’ τον πατέρα μου. Με άκουγε πάντα όταν είχα ανάγκη να μιλήσω..μου έβαζε δύο δάχτυλα ουίσκι και μ’ άφηνε να μιλάω. Μου σκούπιζε τα δάκρια όταν έφτανα στο αμήν ψυχολογικά κι έκλαιγα από πίκρα ή από νεύρα. Μου έδινε συμβουλές, ζωής και ερωτικές, που ήλπιζε όπως έλεγε να είχε τ’ αρχίδια να δώσει στην κόρη του πριν παντρευτεί «τον μαλάκα, τον προικοθήρα, τον χαραμοφάη» και ακόμα κι όταν διαφωνούσαμε στη δουλειά ή προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την προσωπική σχέση που είχε χτίσει μαζί μου εις βάρος μου, του το γύριζα με ένα «αν ήμουν κόρη σου θα το δεχόσουν αυτό?» και εκεί έληγαν όλα. Στο αν ήμουν κόρη του. Έτσι έλεγε πάντα ότι μ’ έβλεπε κι επειδή είχα κι εγώ ανάγκη την πατρική στοργή κι επιβεβαίωση έκανα πως δεν καταλάβαινα κάποια πράγματα. Γιατί υποτίθεται μ’ έβλεπε όπως την κόρη του. Προσπαθούσε να με κάνει και νύφη του. Μου ανοιγόταν περισσότερο απ’ όσο στα παιδιά του. Ήμουν παιδί του ρε γαμώτο…
Κατέβηκα στην Αθήνα με αυτοκίνητο συναδέλφου στις 17 Οκτώβρη. Εγώ και μια καινούρια συνάδελφος,2-3 χρόνια μεγαλύτερη μου, που ήταν να εγκατασταθεί στο γραφείο εκεί. Θα μέναμε γύρω στις 10 μέρες για διάφορες δουλείες αλλά κυρίως για να ικανοποιηθεί ο εγωισμός του αφεντικού Χ. που ήθελε να δείξει ότι έχει κόσμο να τρέχει γι αυτόν και περνάει ο λόγος του.
Για να εξηγήσω πως φτάσαμε εδώ, μια απ’ τις περιέργειες του Χ. είναι ότι θεωρεί τα ξενοδοχεία τζάμπα λεφτά. Ιδανικά για χαλαρό ποτάκι ή ένα καλό τραπέζι στη Μεγάλη Βρεταννία αλλά τζάμπα λεφτά ως προς τη διαμονή. Εγώ το λέω επιλεκτική τσιγκουνιά. Πάντα λοιπόν κανονίζει να μας φιλοξενεί κάποιος, είτε σε κάποιο άδειο σπίτι της οικογένειας είτε στο κότερο του στον Φλοίσβο.
Έχει και κότερο, μας πάει και βόλτα…
Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, πρότεινε να μας φιλοξενήσει εκείνος στον Φλοίσβο. Ποτέ δεν ήμουν fan του να μείνω στον ίδιο χώρο μαζί του αλλά αφού θα ήταν κι άλλο άτομο, το δέχτηκα. Είχε ξανατύχει να μείνουμε 2-3 άτομα σπίτι του, οπότε παρότι άβολο, δεν μου φάνηκε και τόσο περίεργο. Ο Χ. μας περίμενε στο σκάφος. Ήταν σαν να έβλεπες τον Ωνάση, αλλά με ποδιά κουζίνας, και μας μαγείρευε.
Άφησα την Δ., την άλλη κοπέλα, να διαλέξει πρώτη καμπίνα, λόγω ευγένειας και επειδή είχε ξαναμείνει εκεί πρόσφατα. Διάλεξε καμπίνα κοντά του, διάλεξα την καμπίνα στην άλλη πλευρά του σκάφους. Κάθε μια είχε το μπάνιο της, σαλονάκι, τηλεόραση, ντουλάπα κι όλα τα comfort για να περάσεις καλά και άνετα όπως αν αλήθεια έμενες σε ξενοδοχείο. Φάγαμε, γελάσαμε, ήπιαμε 2 κρασάκια στο σαλόνι κι ο Χ. αποσύρθηκε διακριτικά κατά τις 22.00 για ύπνο.
Σκέφτηκα ότι αν κυλούσαν έτσι τα πράγματα κάθε μέρα, θα περνούσαμε ζάχαρη καθώς πρώτη φορά η “παρέα” μου κάτω ήταν τόσο κοντά στην ηλικία μου. Θα έπαιρνα τη Δ. να κάνουμε τις βόλτες μας στη μαρίνα, θα πίναμε κανένα ποτάκι στα μαγαζάκια εκεί κοντά αφού έπεφτε για ύπνο ο Χ. κι όλα τέλεια. Πλανάσαι πλάνην οικτρά, Ατάλαντη…
Την επομένη, και αφού ο Χ. μας είχε ρουφήξει την ψυχή με το καλαμάκι στο γραφείο, μπήκαμε ωραία και καλά στο αμάξι μαζί του για να γυρίσουμε στο σκάφος. Ήταν 18.00+ όταν φύγαμε απ’ το γραφείο και η Δ. παραπονιόταν πολύ όλη την ημέρα για έναν πόνο στο γόνατο της και φοβόταν για μηνίσκο. Το πάνω-κάτω σκάλες στο γραφείο και το σκάφος δεν την βοηθούσε πολύ... Ψάχναμε φαρμακείο για μια περίπου ώρα, και σε γνώριμο μοτίβο, ο Χ. αποφάσισε να ανοίξει θέμα μετακόμισης στην Αθήνα εκείνη την ώρα. Η Δ. που, παρότι καλό παιδί και αρκετά συμπαθητική, δεν ήταν και το πρώτο μυαλό, έπεσε στην παγίδα του και απαντούσε μέχρι που τη στρίμωξε εκεί που την ήθελε. «Δεν θέλω μωρέ να μείνεις και σε ό,τι να ‘ναι γειτονιά μόνο για να είναι φθηνό το ενοίκιο σου. Ξέρεις, νιώθω ευθύνη απέναντι και στους γονείς σου. Να..αν πείθαμε και τη φιλενάδα σου εδώ να κατέβει κι εκείνη, θα μπορούσατε να μείνετε μαζί, έστω στην αρχή κανένα χρόνο ή δύο, και θα τσόνταρα κι εγώ στα έξοδα του σπιτιού σας» σέρβιρε ωραία κι ύπουλα στο γνωστό του μοτίβο και η Δ. τσίμπησε το δόλωμα κι άρχισε να κάνει φωναχτά σενάρια του πόσο ωραία θα ήταν να μείνουμε μαζί κτλ.. Η παλιά η καραβάνα όμως ήξερε καλά ---ο Χ. θα μπορούσε να είναι μπαμπάς μου ηλικιακά είναι 3 χρόνια μεγαλύτερος απ’ τον μπαμπά μου αλλά τον έχω γεννήσει, δεν με εκπλήσσουν τα κολπάκια του αυτά. Τα ξέρω καλά τόσα χρόνια, κάποτε την πάτησα κι εγώ μ’ αυτά όπως κάθε πρωτάρα. «Το ξέρουμε ότι δεν μετακομίζω..και Χ. ό,τι είχα να πω επί του θέματος το είπαμε οι δυο μας αρκετές φορές».
Η έγνοια του Χ. βλέπετε, απ’ το 2018 κι έπειτα ήταν να με κατεβάσει στην Αθήνα. «Διευθύντρια του γραφείου» έλεγε θα μ’ έκανε κι άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Αλλά ήξερα με ποιους έχω να κάνω και δεν τσιμπούσα. Φραγκοφονιάς, βλέπετε, και για το συμφέρον τους γίνονταν οικογενειακώς πολύ κακιασμένοι κι άδικοι.
Οπότε έκοψα την κουβέντα εκεί και ο Χ. φάνηκε να το σέβεται. Πήγαμε στο σκάφος, μαγειρέψαμε «οικογενειακώς», φάγαμε κι ο Χ. άρχισε να κατεβάζει πολύ το αλκοόλ. Κατά τις 22.30 έδιωξε την Δ. απ’ το σαλόνι, λέγοντας της στην ψύχρα ότι ήθελε να μιλήσουμε μόνοι για δουλειές. Δεν ήταν κάτι που γινόταν σπάνια, έχουμε πολλά μυστικά πάνω στη δουλειά οι δυο μας, ειδικά απ’ τη στιγμή που άρχισα να διαχειρίζομαι τους προσωπικούς του λογαριασμούς μερικούς μήνες αφότου ξεκίνησα να δου��εύω μαζί του. Τέτοια εμπιστοσύνη.
Κάθισε δίπλα μου στον καναπέ του σαλονιού.
Άρχισε να μιλάει και από την πρώτη του λέξη ήξερα ότι θα έβαζε μπροστά την «φιλία» μας, την αδυναμία που μου δείχνει τόσα χρόνια. Μετρούσα τα δευτερόλεπτα μέχρι να μου γυρίσει όλα τα daddy issues που έχω εις βάρος μου. Ξέρω τι έχω σπίτι μου. Κι έτσι και έγινε. Άρχισε να με πιέζει σε μια πολύ δύσκολη φάση στη ζωή μου, που πιεζόμουν πολύ σπίτι μου και έκανα αρκετές άσχημες σκέψεις. Μετά από κοντά μια ώρα κουβέντα, άρχισα να κλαίω. Πολύ.
Με αγκάλιασε σαν στοργικός πατέρας και μου είπε να μην κλαίω. Ότι όσο έχω αυτόν στο πλευρό μου, δεν έχω ανάγκη κανέναν και να μην ανησυχώ και να μην φοβάμαι για τίποτα. Ότι θα μου έβρισκε λύση σε όλα γιατί ήμουν «δικό του παιδί». Τραβήχτηκα, τον ευχαρίστησα για όλον τον εφησυχασμό που μου πρόσφερε εκείνη τη στιγμή και έσκυψα να πάρω χαρτοπετσέτα απ’ το τραπεζάκι μπροστά μας. Εκείνη την ώρα ο Χ. έπιασε απ’ τους ώμους να μην κουν��θώ και μου σκούπισε λίγο άγρια τα μάτια με τους αντίχειρες του.
Θυμάμαι εκείνα τα δευτερόλεπτα σαν να ήταν κάτι που έγινε χθες.
Το ένα δευτερόλεπτο μου σκούπιζε τα δάκρια και το επόμενο, είχε τα χέρια του στα μάγουλα μου και με τράβηξε στο μέρος του. Τα χείλη του ίσα που πρόλαβαν να μ’ ακουμπήσουν και πετάχτηκα σαν ελατήριο. Περίμενα πολλά απ’ αυτόν αλλά όχι κι αυτό. Τον έσπρωξα μακριά μου κι άρχισα να του φωνάζω. Θυμάμαι το πρώτο που του είπα ήταν «γιατί πρέπει να τα γαμάς όλα? Γιατί δεν αφήνεις κάτι καλό ήσυχο μια φορά στη ζωή σου?» μετά δεν θυμάμαι τι άλλο του έσυρα. Ο Χ. καθόταν φαινομενικά ατάραχος, ίσως λίγο φοβισμένος γιατί δεν με είχε ξαναδεί έτσι..θυμωμένη, τρελαμένη. Το μόνο που είπε ήταν «ε άντε στο διάολο, πάνε κοιμήσου» και ξανάπιασε το αλκοόλ.
Έφυγα. Κατέβηκα τις σκάλες για την καμπίνα κι έτρεμα ολόκληρη. Γενικά είμαι τρομακτικά ψύχραιμη και ήρεμη αλλά αν έμενα άλλο ένα λεπτό εκεί, μπορεί να τον έδερνα. Και μετά, αν πάθαινε κάτι, να είχα και τύψεις. Εκείνο το βράδυ κλειδώθηκα πρώτη φορά σε δωμάτιο. Δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά την ανάγκη να γυρίσω το κλειδί στο δωμάτιο που κοιμόμουν, όπου και να ήμουν, αλλά εκεί ένιωσα αυτό το πράγμα. Ένιωσα προδομένη, και το χειρότερο, ένιωσα ότι δεν ήμουν ασφαλής. Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο μου, μόνιμο αξιωματικό στη Μυτιλήνη και μιλούσαμε ως τη 1+ για να απασχοληθεί το μυαλό μου. Δεν ήθελα να πάρω τη μαμά μου, αλλά όσο δεν απαντούσα στα δικά της τηλέφωνα τόσο γίνονταν όλα χειρότερα. Έκλεισα το τηλέφωνο και την πήρα. Μια λεπτομέρεια, είμαι μανιακή με το μπάνιο ---με πιάνει κάτι όταν τα μαλλιά μου ειδικά δεν είναι καθαρά--- και όταν της είπα ότι δεν έκανα μπάνιο τόση ώρα όπως υπέθετε, κατάλαβε ότι κάτι έγινε. Δεν χρειάστηκε να πω κάτι πέρα από «ναι, κάτι έγινε» και μ άφησε ήσυχη. Περίμενε να γυρίσω και να της πω.
Το επόμενο πρωί, η Δ. είχε μαύρα μεσάνυχτα του τι έγινε το προηγούμενο βράδυ αλλά πονούσε πάρα πολύ και φοβόταν ότι θα χρειαζόταν νοσοκομείο. Σε μια κρίση μεγαλοψυχίας, ο Χ., που μου φερόταν λες και δεν έγινε τίποτα, μου είπε να κλείσω εισιτήρια με το πρώτο τρένο και να τη γυρίσω Θεσσαλονίκη. Το βασανιστήριο μου τελείωσε χάρη στον πόνο ενός άλλου ανθρώπου. Δεν ήξερα πώς να νιώσω γι αυτό. Απ’ τη μια χαιρόμουν που θα έφευγα, που δεν θα περνούσα 10 μέρες στον ίδιο χώρο μαζί του κι απ’ την άλλη ένιωθα άσχημα που η Δ. πονούσε τόσο πολύ και χρειαζόταν βοήθεια ακόμα και για να σταθεί. Με τα πολλά, πήραμε το τρένο των 15.22 απ’ τον σταθμό για Θεσσαλονίκη.
Ηρεμία.
Ο Χ. ήρθε Θεσσαλονίκη μερικ��ς μέρες μετά, έτσι, χωρίς λόγο. Προσπάθησε να με πλησιάσει, είτε για να δει αν θα έκανα το οτιδήποτε εναντίον του, είτε για να με μαλακώσει. Δεν τον άφησα. Του συμπεριφερόμουν πολύ τυπικά για μήνες. Μέχρι που έτυχαν πράγματα στα οποία με είχε ανάγκη η οικογένεια τους και έμεινα «κοντά» τους αφήνοντας ό,τι έγινε να πέσει στο κενό, προσποιήθηκα ότι μου πέρασε η οργή μέχρι να μην θέλω να τον δείρω κάθε φορά που τον έβλεπα.
Ο Χ. είναι ακόμα το αφεντικό μου και, από τον Οκτώβριο του 2019, έχω κατέβει αρκετές φορές στην Αθήνα όπου και μένει πλέον μόνιμα. Όσο κι αν πρότεινε να μείνω σπίτι του ή στο σκάφος, δεν το δέχτηκα ποτέ ξανά.
Αρκετές φορές μ’ έχει φιλοξενήσει ο γιος του, με τον οποίο είμαστε φίλοι χρόνια τώρα ο κολλητός Εκείνου. Δεν μ’ έχει αφήσει ποτέ εκτεθειμένη ή μόνη με τον Χ.. Ίσως και να κατάλαβε, να υποψιάζεται, το λόγο που δεν θέλω να είμαι κοντά στον πατέρα του, πόσο μάλλον να μένω μόνη μαζί του στον ίδιο χώρο. Η αλήθεια είναι ότι δεν του το είπα ποτέ. Για κάποιο λόγο, παρότι ξέρω τη χάλια σχέση τους, δεν θέλω να του χαλάσω τελείως την εικόνα του πατέρα του.
Η μαμά μου κλαίει κάθε φορά που θυμάται το σκηνικό. Έχω εξαφανίσει κάθε επαγγελματική κάρτα του Χ. απ’ το σπίτι γιατί ακόμα θέλει να τον πάρει να τον βρίσει. Δεν θέλει να βρίσκομαι μόνη κάπου μαζί του και τρέμει η ψυχή της σε κάθε επαγγελματικό τραπέζι που χρειάζεται να πάω μαζί του. Ακόμα κι αν δεν είμαστε οι μόνοι.
Η Δ. μετακόμισε στην Αθήνα, όσο κι αν την προειδοποιήσαμε διάφοροι συνάδελφοι, όπου και έμεινε για 2 περίπου μήνες μέχρι που παραιτήθηκε. Η ζωή και το κλίμα που βρήκε εκεί ήταν διαφορετικά απ’ τη ζωή που της έταξε ο Χ. όταν την έπεισε να πάει και κατάλαβε μόνη της, όπως μου είπε, γιατί είχα αρνηθεί να πάω εγώ.
Κάπως έτσι η ζωή συνεχίζεται. Με μια σκιά. Μια πικρία. Έναν φόβο. Ένα μυστικό. Μετρώντας αντίστροφα τα χρόνια μέχρι ο Χ. να βγει στη σύνταξη και να μη με ενοχλεί ούτε καν από άλλη πόλη...
4 notes
·
View notes
Text
Βράδυ. Πάντα λάτρευα το βράδυ. Από μικρή, το βράδυ ήταν η αγαπημένη μου στιγμή της μέρας. Φταίει το φεγγάρι και τα αστέρια που λάμπουν στον ουρανό; Ποτέ δεν θα μάθω ακριβώς τι μου άρεσε και έβρισκα την νύχτα τόσο ελκυστική και όμορφη- πραγματικά όμορφη. Καθώς βραδιάζει, λατρεύω να παρατηρώ τα χρώματα που αλλάζει ο ουρανός, πριν πάρει εκείνο το κατάμαυρο χρώμα που τόσο ταιριάζει με την ψυχή μου τα τελευταία χρόνια. Μαύρο. Απέραντο μαύρο. Είναι κάτι μέρες σαν και αυτές που κλείνω φώτα και ανοίγω τέρμα την μπαλκονόπορτα, για να εχω πλήρη εικόνα της θέας- πόσο μου αρέσει η θέα του ουρανού- και κάθομαι και σκέφτομαι τι ακριβώς έχει η νύχτα που με κάνει να νοσταλγώ τόσο πολύ με την ιδέα των λαμπερών της αστεριών και της ηρεμίας.
Ααα, μόλις βρήκα την κατάλληλη λέξη για να περιγράψω αυτή ακριβώς την βραδιά: νοσταλγία.
Γιατί νοσταλγούμε πραγματικά; Ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο μας αρέσει πραγματικά η νύχτα; Γιατί πρέπει να πέφτει η νύχτα για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διάφορες αναμνήσεις του παρελθόντος;
Βράδυ. Η ώρα η ίδια. Οι αριθμοί, ώρα με την ώρα, αλλάζουν και την θέση τους παίρνουν άλλοι αριθμοί. Και εσύ που είσαι; Θυμάμαι πως, μια τέτοια νύχτα σαν και αυτή- μόνο που τότε ήταν Δεκέμβρης και δεν κόντευε να έρθει ο Οκτώβρης (που είναι και ο αγαπημένος μου μήνας γιατί είναι ο μήνας των γενεθλίων μου)- την ίδια περίπου ώρα- σχεδόν οκτώ και μισή- μου έστειλες για πρώτη φορά μήνυμα. Και από τότε, οι νύχτες πήραν άλλο χρώμα. Η μουσική παίζει δυνατά στα αφτιά μου μα δεν με νοιάζει. Που είσαι;
Όπου και να είσαι, δεν είσαι εδώ. Και γιατί να θέλεις να είσαι εδώ; Σάμπως ήσουν και ποτέ σου εδώ για να θέλεις να είσαι και τώρα;
Βράδυ. Θυμάμαι ότι το βράδυ περίμενα πάνω από το κινητό, με την ίδια αγωνία, λες και θα πήγαινα για πρώτη φορά στο σχολείο, ενώ η καρδιά μου κόντευε να βγει έξω από το στήθος. Άραγε η δική σου καρδιά χτυπούσε έτσι, ή ήταν φτιαγμένη από πέτρα; Δεν θα μπορέσω ποτέ μου να μάθω τι στ' αλήθεια συνέβαινε. Ούτε και θα μπορέσω να δω το πρόσωπο σου και να ακούσω για άλλη μια φορά την φωνή σου. Ποτέ μου δεν θα ξεχάσω την προφορά σου, θύμιζε τόσο αριστοκρατική και τέλεια- από την πρώτη φορά που άκουσα την φωνή σου κατάλαβα ότι είχε κάτι το ιδιαίτερο- τόσο γαμημενα τέλεια. Άραγε η δική μου φωνή θα ακουγόταν τόσο υπέροχη στα αφτιά σου, όσο η δική σου στα δικά μου; Ή τίποτα δεν θα άγγιζε την πέτρινη καρδιά σου;
Βράδυ. Που είσαι; Που τριγυρνάς; Με ποια σκέψη κοιμασαι; Πάντως εδώ δεν θα ήθελα να ήσουν με την καμία. Βράδυ. Τέρμα ο πόνος στην κοιλιά, τέρμα η αγωνία και η ανυπομονησία. Δεν θα ξανά στείλεις μήνυμα, στο έχω ξεκαθαρίσει- και ας ελπίζω πως θα θυμηθείς τα γενέθλια μου- δεν θέλω να ξανά ακούσω το όνομα σου πλέον. Οι φωτογραφίες σου και οι συνομιλίες μας θα πάψουν να υπάρχουν καθώς η νύχτα θα κυλάει και όσο οι δείκτες στο ρολόι τοίχου στο σαλόνι μου, αρχίσουν να αλλάζουν, ώρα με την ώρα, δεν θα υπάρχει τίποτα πλέον που να σε θυμίζει. Σαν ένα παλιό βιβλίο για έναν έρωτα μεγάλο που λήγει άδοξα, με την πρωταγωνίστρια να μαζεύει όλες της τις δυνάμεις, μαζί με τα πράγματα της και να περνάει από την κεντρική πόρτα, χωρίς να κοιτάξει τον χώρο και ανοίγοντας για να φύγει. Και όσο τα τακούνια της ακούγονται καθώς κατεβαίνει τις σκάλες, τόσο οι δείκτες στο ρολόι μου θα αλλάζουν. Και θα αλλάζουν και θα αλλάζουν. Και το μόνο που θα μένει είναι το κενό και κάμποσα συναισθήματα, ριγμένα κάτω, σαν σπασμένα γυαλιά και οι μπαλκονόπορτες θα είναι ορθάνοικτες με το απαλό αεράκι, να κουνάει την κουρτίνα πέρα δώθε. Σαν την τελευταία πρόταση πριν τελειώσει ένα βιβλίο. Σαν την τελευταία σκηνή, πριν πέσει η αυλαία και ρίξουμε τους τίτλους τέλους στο δικό μας παραμύθι.
Βράδυ. Το τελευταίο μας βράδυ. Είναι λιγάκι ειρωνικό πως αλλιώς ξεκινήσαμε και αλλιώς τελειώσαμε. Μην με αγαπήσεις, δεν την θέλω την αγάπη σου. Σπάσε το κομμάτι που σου θυμίζει εμένα και πέτα το στα σκουπίδια, όπως εκείνο το βιβλίο που γράφει επάνω το όνομα σου. Κάψε τις αναμνήσεις και πέτα την στάχτη στον αέρα. Βγες και ξέχασε. Διέγραψε το παρελθόν. Πάψε να νοιάζεσαι για εσένα. Μην με εμπιστεύεσαι και μην με αγαπάς. Δεν αξίζω την αγάπη σου. Δεν αξίζω μια ψεύτικη αγάπη όπως είναι η δική σου. Δεν σου κρατάω κακία. Σε αγαπάω. Μα, αλήθεια σε αγαπάω ή το λέω από συνήθεια; Και εσύ ισχυρίζεσαι ότι με αγαπάς, μα γιατί το κάνεις πραγματικά; Γιατί νοιάζεσαι για κάποια και γιατί έχεις κρατήσει ένα κομμάτι εκείνης που αποκαλείς “τρελή”; Γιατί με αγαπάς με αυτόν τον τρόπο;
Βράδυ. Το τελευταίο βράδυ λίγο πριν το τέλος. Κουράστηκα πια. Κλείνω τα μάτια και το μόνο που νιώθω είναι κενό. Κλείνω το βιβλίο. Τελειώσαμε. Και αυτή την φορά είναι οριστικό. Κανένα πισωγύρισμα εδώ. Κανένα δάκρυ και καμία κραυγή. Μακάρι να τα ξέχναγα όλα εδώ και τώρα. Μακάρι να έκαιγα τα πάντα στην φωτιά του “σε αγαπώ” σου. Μακάρι να έπαυα να υπάρχω. Μακάρι να γινόμουν ένα με τα αστέρια. Μακάρι να μην σε γνώριζα ποτέ. Μακάρι να μην με αγαπούσες έτσι. Μακάρι. Μακάρι. Μακάρι.
Βράδυ. Είναι η τελευταία φορά που σου γράφω. Όχι γιατί θα πεθάνω- αλίμονο σε όποιον νομίζει πως θα έκανα κάτι τέτοιο γιατί απελπίστηκα με την στάση σου, δεν με νοιάζει κι όλας τι πιστεύεις για εμένα και ας ήσουν ο πιο σημαντικός άνθρωπος για εμένα- αλλά γιατί θα πεθάνει ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μου. Το βιβλίο θα καεί όπως οι ελπίδες μου με κάθε του μήνυμα και με τον καιρό θα ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκαν και οι προηγούμενοι πρωταγωνιστές. Και την θέση του θα πάρουν άλλοι και άλλοι και άλλοι. Γιατί το τέλος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν υπάρχει καινούργια αρχή. Και δεν αργεί να ξεκινήσει ένα ακόμη βιβλίο, με άλλον αυτή την φορά πρωταγωνιστή. Με άλλη πλοκή και με άλλον τίτλο.
Βράδυ. Οι δείκτες στο ρολόι αλλάζουν και η μορφή του αρχίζει να χάνεται στον ουρανό. Αυτό είναι το τέλος.
Βράδυ. Η μουσική τελειώνει και το χέρι κατεβαίνει σιγά.
Βράδυ. Ώρα να ξεχάσεις τα παλιά και να αρχίσεις να ελπίζεις για άλλα πράγματα.
Βράδυ. Ώρα για ύπνο.
Καληνύχτα και όνειρα γλυκά.
73 notes
·
View notes
Note
Πως σου φαίνεται ο μεγάλος περιπατος της Αθήνας;
Α τέλεια ένα από τα θέματα που με τριγκαρει πιο πολύ τον τελευταίο καιρό.
Αρχικά όταν το πρωτοάκουσα ενθουσιάστηκα με τον ποδηλατόδρομο γιατί είναι κάτι που θα ήθελα να έχει η Αθήνα.
Αλλά τις τελευταίες μέρες έχω συνειδητοποιήσει πόσο ηλίθια ιδέα είναι. Α
ρχικά πάνε να κλείσουν κάποιος από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αθήνας που τους χρησιμοποιούν ΑΠΕΙΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ καθημερινά. Για να πας από τη μια πλευρά της Αθήνας στην άλλη πρέπει να περάσεις από εκεί, με το να κλείσουν αυτοί οι δρόμοι απλά δημιουργείς ένα τεράστιο εμπόδιο μες στη μέση και ταλαιπωρείς τον κόσμο 5 φορές παραπάνω.
Όλοι αυτοί οι δρόμοι έχουν ήδη κίνηση όποτε με το να κλείσουν τους μισους απλά θα δημιουργήσουν κι άλλη συμφόρηση.
Επιπλέον, δρόμοι όπως οι πανεπιστημίου ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΑΛΛΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ. Μπέσα και από τις δυο πλευρές έχει μια χαρά πλατύ πεζοδρόμιο και ποτε δεν έχω πει «Α μα γιατί είναι τόσο στενό δεν χωράμε να περάσουμε» οκ εκεί που είναι οι στάσεις μαζεύει κόσμο αλλά ποτε ακραία πράγματα.
Οι ποδηλατόδρομοι είναι ωραίοι αλλά αν έχεις 1 χλμ ξερωγω που δεν συνδέεται με κάτι άλλο είναι λες και να μην τον έχεις. Γιατί για να φτάσεις να χρησιμοποιήσεις τον ποδηλατόδρομο από κάπου πρέπει να έρθεις δεν είναι γέφυρα ξερωγω.
Ας μιλήσουμε τώρα για τα μμμ, είναι ήδη για τον πουτσο. Έχουν κόψει δρομολόγια για να παρακινήσουν τον κόσμο να χρησιμοποιεί αμάξια που θα γίνει ακατόρθωτο από ότι φαίνεται. Στην αρχή θα περνάνε αλλά αν γίνει πεζόδρομος προφανώς θα αλλάξουν διαδρομές (όπως ήδη έχουν κάνει κάποια) και θα μας γαμησουν την ζωούλα κι άλλο.
Και κλείνοντας όλο αυτό το εγχείρημα πέρα από το ότι μου φαίνεται χαζο και ανοργάνωτο θα ωφελήσει τους τουρίστες και όσους μένουν στα προάστια της Αθήνας γιατί θα κατεβαίνουν μια φορά την εβδομάδα να κάνουν την βόλτα τους, ενώ όσοι μένουν στο κέντρο θα έχουν μια ακόμα πιο δύσκολη ζωή. Γιατί ρε εγώ πχ το 90% των φόρων που βγαίνω από το σπίτι μου είτε για βόλτα είτε για δουλειά περνάω από το κέντρο ε αν μπει ένα εμπόδιο μες τη μέση ας κάτσω σπίτι μου καλύτερα.
Αυτά είχα να πω, έχω μαζέψει πολλή οργή για αυτό το θέμα. Και όσοι χαίρονται ας περπατήσουν 50 λεπτά μέσα στη μαύρη νύχτα από το πανεπιστήμιο επειδή κάποιοι αποφάσισαν να κλείσουν ένα δρόμο και μετά να έρθει να μου μιλήσει.
4 notes
·
View notes
Text
Ίσως νομίζω ήρθε η ώρα να μιλήσω λίγο(πολύ λίγο)
Περισσότερο για εκείνον..
Κάθομαι ωρες πάνω απο την οθόνη και σπάω το κεφάλι μου προσπαθώντας να τα συντάξω καλά για να βγαίνει μια ακρη.
Αλλά που?
Έχω να πω τόσα πολλα που μέχρι και εγω δεν ξερω τι να πρωτογράψω.
Να πω τι?
Ό,τι είναι υπέροχος.
Ό,τι είμαι τοσο ευτυχισμένη που υπάρχει στην ζωη μου.
Ό,τι είναι τοσο γλυκούλης.
Ό,τι έχει την καλύτερη ψυχή που εχω γνωρίσει.
Ό,τι ειναι τοσο καλόκαρδος.
Ό,τι είναι τοσο ευαίσθητος που δεν θέλει να δείχνει αυτή την πλευρά του εαυτού του στους αλλους.
Ό,τι με ηρεμεί με ότι και να κάνει.
Ό,τι ειναι γκρινιάρεις που και που αλλα και ποιος δεν είναι.
Ό,τι με κάνει να περνάω τόσο τέλεια μαζί του που ξεχνάω οτι με απασχολεί και μου χαλάει την ψυχολογία.
Ό,τι και να με νευριάζει δεν μπορώ να του κρατήσω κακία.
Ό,τι με μαθαίνει καινούργια πράγματα κάθε μέρα.
Ό,τι μου επιβεβαιώνει οτι και ο κόσμος να καταστραφεί θα υπάρχει κάποιος εκει παντα για εμένα.
Ό,τι κάνει δρομολόγια και φέρνει τα πάντα τούμπα για να με δεί εστω και για 5'.
Ό,τι κάνει τις καλύτερες αγκαλιές.
(Και δίνει και τα πιο ωραία φιλιά να τα λέμε και αυτά)
Ό,τι όσες μερες και αν περάσουν και δεν τον δω δεν σταματάνε οι πεταλουδίτσες στο στομάχι μου.
Ό,τι με κανει να χαμογελαω σαν χαζή κάθε φορά που τον σκέφτομαι ή μιλάω για εκείνον.
Ό,τι δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ.
Ό,τι ακόμα νιώθω και θα νιώθω αυτα που ένιωθα απο την πρώτη φορά.
Ό,τι έχει το καλύτερο δικό του άρωμα.
Ό,τι δεν με αφήνει ποτέ χωρίς Καλημέρα και χωρίς καληνύχτα.
Ό,τι έχει τις πιο υπέροχες ματάρες.
Ό,τι κάνει τις καλύτερες βόλτες.
Ό,τι με κάνει να γελάω με οτι βλακεία και να κάνει.
Ό,τι εχω δεθεί τοσο πολυ μαζί του που αν φύγει θα πονέσει πολυ.
Ό,τι απλα ειμαι για πρώτη φορά ερωτευμένη στην ζωη μου και ο λόγος είναι εκείνος.
Ό,τι δεν θα σταματήσω να τον αγαπάω για παντα.
(και το σ'αγαπώ όπως και το για πάντα είναι μια πολυ βαριά λέξη)
Ακόμα και να τελειώσει κάποια στιγμή το μεταξύ μας θα τον θυμάμαι σαν κατι υπέροχο που υπήρχε στην ζωη μου για πολυ καιρό και με έκανε τοσο ευτυχισμένη
Σ'αγαπάω
7 notes
·
View notes
Note
Λοιπόνν.Στο σχολείο είναι ένα παιδί με το οποίο αρκετές φίλες μου με σιπάρουν.Πετάνε συνέχεια υπονοούμενα για το πόσο τέλεια θα ήταν αν ήμασταν πολύ, κλπ.Εγώ κάποια στιγμή άρχισα να τον σκέφτομαι αρκετά.Δεν τον θέλω (τώρα τουλάχιστον)αλλά τον σκέφτομαι.Δεν θέλω να μου αρέσει.Προτιμώ τα πράγματα να μείνουν έτσι όπως είναι.Και απλά έχω μπερδευτεί και προσπαθώ να με πείσω να μην τον θελήσω στο μέλλον,αλλά έτσι καταπιέζομαι.Οπότε σκέφτηκα να μην δώσω ιδιαίτερη σημασία τώρα και να δω μετά πώς νιώθω
Been there done that. Τον θέλεις ήδη να ξέρεις χαχαχ. Τώρα το πως θα το κοντρολλαρεις εσυ το ξέρεις καλύτερα. Δε μπορώ να σου πω ρίσκαρε το επειδη ίσως πληγωθεις από αυτό αν εν τέλη βρεθείς ερωτευμένη μαζί του χωρίς να είναι αμοιβαίο. Παντως αν πραγματικα δεν θέλεις να σου αρέσει, όντως μην το σκέφτεσαι. Δηλαδή μη σκέφτεσαι συνέχεια «πω ρε γαμωτο μου αρέσει και δεν πρέπει τι θα κάνω», γιατί αυτό σε κάνει ασυνείδητα να κολλάς παραπάνω. Φέρσου αυθόρμητα, όπως φερόσουν τόσο καιρό❤️
4 notes
·
View notes
Text
Τα ταξιδιάρικα: Από τα Κύθηρα μέχρι την προτελευταία μέρα της Αμοργού.
(Τα Ταξιδιάρικα είναι αφιερωμένα σε όλους/όλες που ονειρεύονται φανταστικά ταξίδια, μέσα από τα κελιά τους -από τα σπίτια μέχρι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης-. και συνωμοτούν στην εφεύρεση της τηλεμεταφοράς, που μακάρι να καταργήσει τα ίδια τα Ταξιδιάρικα.-*σημείωση μερικούς μήνες μετά εκ των υστέρων και με αφορμή την απαίσια αστυνομική καραντίνα.)
Όταν είδα το αμάξι που θα οδηγούσα τις επόμενες μέρες, αγχώθηκα. Πως να φανταζόμουν το εαυτό μου μέσα σε ένα πράσινο Nissan Almera δεκαπενταετίας, προβληματικό, που δεν έπρεπε να τρακάρω σε ένα νησί όπου κάθε παραλία ήταν δέκα λεπτά κατηφόρα σε γκρεμό; Χωματόδρομος, μάλιστα. Υπέροχα! Θα μοιάζω με ασφαλίτη σε καλοκαιρινή εξόρμηση, έτοιμο να πατάξει τα μεγαλύτερα εγκλήματα που θα λάβουν χώρα στα Κύθηρα.
Βέβαια, το μεγαλύτερο έγκλημα ήταν ο ήλιος που χτύπαγε το αριστερό μου μπούτι, καθώς άφηνα τον συμπλέχτη, για να με πηγαίνει όπως-όπως. Έγκαυμα πρώτου, μπορεί και δευτέρου βαθμού, που με ταλαιπώρησε για τον επόμενο μήνα. Μεγάλη συμφορά! Και άμα συνέχιζε έτσι, καλύτερα να έμενα στην καυτή κόλαση της Αθήνας.
Εννοείται συνέχισε έτσι! Την δεύτερη μέρα η Μαρικά- έτσι ονομάσαμε το Almera- έβγαλε πρ��βλημα στα φρένα. Θα ήταν ο φίλος μου ο Θόδωρας που είχε την συνήθεια ως συνοδηγός να ακουμπάει το χειρόφρενο καθώς οδηγούσα. Ήταν που ήταν προβληματικό και ανέβαινε μόνο του, αψηφώντας τον νόμο της βαρύτητας, παραέγινε το κακό, ήμουν και εγώ άπειρος, ήταν και η μυρωδιά υγρού φρένων που πότιζε τις μύτες μας και όλα πήγαν στραβά εκείνο το βράδυ. Τόσο που δεν ήθελα τις υπόλοιπες μέρες να δω αμάξι και αντ'αυτού να μείνουμε στο χωριό, να πίνουμε καμιά μπύρα στο μπαλκόνι και να παίζουμε με το Μέλι και τον Μπονό.
Τίποτα δεν έγινε, γιατί η υποψία για διαρροή υγρού φρένων -πράγμα επικίνδυνο και δη στα Κύθηρα- ήταν μη αληθινή και έφταιγε ο φίλος μου και η συνήθειά του. Δεν θα μπορούσα όμως να του κρατήσω κακία, γιατί είναι ένας απολαυστικότατος άνθρωπος και γιατί θα με μυούσε στο νησί του. Κυρίως το πρώτο.
Τις επόμενες μέρες, αρκέστηκα να στο οδηγώ, να συζητάω με την παρέα για τα κουτσομπολιά του νησιού, για πολιτικά, για τις ζωές μας όταν τελειώνει το καλοκαίρι. Περπατήσαμε αρκετά χιλιόμετρα για να βουτήξουμε στην Πράσινη Λίμνη -γδάραμε τα πόδια μας στους ασπαλάθους και τα βράχια μέχρι εκεί-, βουτήξαμε στους καταρράκτες, παγώσαμε, και πάνω από όλα έμαθα να βγάζω φωτογραφίες υποβρύχιες – με τρομερές καλλιτεχνικές αποτυχίες-.
Το καλύτερο, βέβαια ήταν η μύηση στο ωραία φαγητό από τον Θόδωρα και την Ελένη. Καπνιστή μελιτζανοσαλάτα στον Τοξότη. Υπέροχο μέλι από θυμάρι. Για αυτή την γεύση άξιζε άραγε να ξυπνάει ο Χρηστάρας κάθε πρωί; Μάλλον όχι. Γιατί ήθελα να απολαμβάνει μαζί μας. Κρίμα, γαμώ την εργασία.
Έμαθα πως οι ωραίοι άνθρωποι, δεν λένε πολλά, παρά μόνο “είσαι παλικάρι”, με πολύ αγάπη. Και ότι τα λόγια τους είναι πιο ενδιαφέροντα από κάθε αστροφυσικό που έχει τρία χωράφια εκεί. Προφανώς, κατάλαβα ότι καλύτερος συνοδηγός είναι η Ελένη και όχι ο Θόδωρας, μέσα σε όλα αυτά, γιατί η Μαρικά έτσι τσούλαγε.
Αυτά τα Κύθηρα τα είχαν όλα ρε γαμώτο. Ακόμα και το μέρος πλάι στο Κάστρο, που είχε την τέλεια θέα του νυχτερινού ουρανού. Τόσα χρόνια παρατήρησης δεν πήγαν χαμένα. Εκείνο το βράδυ τα συλλάβισα όλα...
Στο χωριό την Κυριακή, είχε και παζάρι όπου έμαθα πως στην Χύτρα υπάρχουν κάτι λουλούδια που πεθαίνουν και τότε ανθίζουν. Μοναδικά στον κόσμο. Κάπως συγκινήθηκα. Μα συγκινήθηκα περισσότερο όταν η κυρία Άννα, μας άφησε δυο βαζάκια μέλι, πριν φύγουμε.
Τα Κύθηρα έχουν το χρώμα, την μυρωδιά, την γεύση μελιού, καθώς η Μέλι και ο Μπονό παίζουν στο βάθος, και η παρέα αυτή αράζει σε κάτι σκαλάκια, πλάι σε μια έκθεση ζωγραφικής στην Χώρα και συζητά ζωηρά.
Πάντα ζωηρά συζητούσαμε, εξάλλου.
Όσο για την Μαρικά, μπορεί να την αγαπήσαμε, αλλά του χρόνου ένα 4X4 θα ήταν πιο επιθυμητό.
Την επόμενη, ξεκινούσαμε από Πειραιά. Είχαμε μαζευτεί στην Καλλιθέα και ο ύπνος δεν μας έπαιρνε γιατί ανυπομονούσαμε να μπούμε στο καράβι. Μου είχε φανεί σαν ένας αιώνας η διαδρομή από τον ηλεκτρικό ως το τραπέζι που αφήσαμε τα πράγματα και ξεκινήσαμε τα διαβάσματα. Μοιραστήκαμε όλοι ένα μικρό βιβλίο, που δεν το συζητήσαμε ποτέ, αφού και ο τελευταίος το τελείωσε.
Εφτά ώρες σύνολο. Λίγο πριν τις έξι ώρες κλεισμένες, αναφώνησα: “Ρε μαλάκα Κώστα, ας κατέβουμε Κουφονήσια”, επηρεασμένος από έναν ιταλό που μας περιέγραφε πως η Αμοργός είναι ένα βουνό και τα Κουφονήσια ένας παράδεισος. Ευτυχώς, με άντεξε για άλλη μια φορά στην ζωή του και επέμεινε να κατέβουμε Αμοργό. Τι και αν η “κυκλαδίτικη πυξίδα”, ο Νίκος, είχε κονέ για τζάμπα διαμονή στο Πάνω. Θα γλιτώναμε κάποια από τα ελάχιστα λεφτά μας, αλλά δεν πειράζει εκ των υστέρων. Τα δουλέψαμε τόσο καιρό, για να τα κάψουμε, πριν μεγαλώσουμε και γίνουμε βαρετοί.
Οι μέρες ήταν μεθυσμένες. Και περνούσαν τα βράδια, έτσι που χανόμασταν στις μέρες. Έμελλε, να καθορίσει τα πάντα η αίσθηση αυτή.
Η Αμοργός είχε γεύση ψημένης ρακής, από τα την κατσαρόλα μιας γιαγιάς στον Λαγκαδά -αν λέγεται έτσι το χωριό, με τις προφορές και τους τονισμούς περιοχών δεν το έχω, βλέπετε-. Κατέβαινε όμορφα, πλάι στην κιθάρα του Τεό, τα αστεία του Χρήστου και την λατρεμένη γκρίνια του Πάρη- -με όλα τα δίκια του κόσμου στο μέρος του-. Κατέβαινε όμορφα καθώς γυρίζαμε τα χωριά και αράζαμε στις ταράτσες και τις εκκλησίες, καθώς παίζαμε με γάτες, καθώς αναρωτιόμασταν γιατί δεν παίζει ωραία φάση στο Κίου. Και το ξεχνούσαμε, χαμένοι σε ακρογιάλια, να γεμίζουν τα σορτς μας άμμο, ακούγοντας ρεμπέτικα στην παραλία.
Που και που, καθόντουσαν μαζί μας παρέες. Δεν τις γνωρίσαμε και δεν είχε τόση σημασία, διότι μας ένοιαζε μόνο ο ήχος εκείνης της κιθάρας που ποτιζόταν με υγρασία το βράδυ.
Το πρωί γυρνούσαμε από παραλία σε παραλία. Χαζέψαμε την θάλασσα σε μια καβάτζα γυμνιστών, συνοδεία ενός φλάουτου, τρέξαμε ως το ναυάγιο ήταν γεμάτο σκουπίδια και μέσα στο αμάξι πάλι γελάσαμε με την καρδιά μας. Είναι τρομερά αστείο να είσαι σε ένα αμάξι που διασχίζει τρεις φορές συνεχόμενα τον κυκλικό κόμβο.
Ένα μεσημέρι που μαγειρεύαμε -όντας εξαιρετικοί μάγειρες-, γνωρίσαμε την καρδιά ενός γερμανού, που μας χαιρετούσε κάθε πρωί, την καρδιά του Τζος. Πλάι του καθίσαμε και ακούσαμε δυο κιθάρες να σμίγουν, και να μιλάνε σε γλώσσες άγνωστες, μα συνάμα τόσο κατανοητές. Είχα καιρό να είμαι τόσο ήρεμος. Χαζός ο Πάρης. Θα ηρεμούσε αν έμενε.
Ο πραγματικός ήχος της Αμοργού όμως, βρισκόταν μέσα μου. Ήταν το σφύριγμά μου. Άλλοτε άυπνο, άλλοτε να βγαίνει από μοβ χείλη -ποσό κρύα ήταν η Αγία Άννα με τα κρυστάλλινα νερά, άλλοτε αντηχούσε σε θαλάσσιες σπηλιές, άλλοτε το πρωί καθώς πατούσα ανάμεσα σε σκηνές. Πάντα όμως ήταν χαρούμενο. Ακόμα και όταν ξυλοκοπούμασταν με τα καλάμια, γιατί θέλαμε να γίνουμε πειρατές -ναι, στην ενήλικη ζωή μας-.
Η Αμοργός είχε το χρώμα του μοβ αναπτήρα που καβάτζωσα από κάποια φίλη εκεί, παντρεμένο με το χρώμα που έχει το σύνδρομο “στέρησης ήλιου” που μάθαμε από έναν προγραμματιστή εκεί. Κάτι τέτοιο. Είναι ωραίο να ανακαλύπτεις χρώματα σε κουβέντες που δεν βγάζουν νόημα, με ανθρώπους που γνωρίζεις. Οι μισοί βέβαια δεν έχουν ενδιαφέρον εν τέλει, γιατί ταξίδεψαν ως την Αμοργό για να ακούσουν ρεμπέτικα από τα σαπιομάγαζα του Θησείου.
Ένα βράδυ στην Χώρα, πάνω σε μια ταράτσα καθίσαμε και τα είπαμε με μια παρέα, που μας άλλαξε εντελώς την ροή της ιστορίας. Απρόσμενο. Ήταν όλες πριγκίπισσες, με όλη την έννοια της λέξης. Περιέργειες γνωριμίες, αλλά είχε πλάκα. Πάντα μας άρεσε να μπερδεύουμε τις παρέες.
Εκείνο το βράδυ ανεβήκαμε στο κάστρο, για να καταλήξουμε στις ξαπλώστρες ενός beach bar ως το χάραμα, να τσακωνόμαστε για μουσική. Τσακωθήκαμε, μέχρι που η Α, πήγε για ύπνο. Πριν είχε πάει η Ι. Μεταξύ μας, δεν ήταν τσακωμός, αλλά μια σπαστική κουβέντα για χιπ-χοπ. Εν τέλει, βρεθήκαμε σε έναν φούρνο μισό χιλιόμετρο μακριά, που χρειάστηκε να πάρουμε το αμάξι της Κ -να γιατί πριγκίπισσες, σαν δείγμα περιγραφής-. Γελάσαμε όλοι καθώς πειράζαμε την ΙΛ, επειδή ήταν η πιο “πριγκίπισσα” από όλες. Σε λίγο τελείωσε αυτό το βράδυ- ή πρωί-. Βρέθηκα ανάμεσα στον Νίκο και τον Κώστα. Σε δυο ώρες θα ξυπνούσε ο Νίκος, γιατί έτσι είχε συνηθίσει από τον στρατό. Ευτυχώς για τον ύπνο μας, απολύθηκε! Σκέφτηκα ότι η Α παίζει να με μισούσε -άρα και η Κ, η ΙΛ, η Ι-, γιατί η ψημένη, με έκανε να λέω βλακείες, περισσότερες από όσες λέω. Πάντα συμβαίνει αυτό με ανθρώπους που γνωρίζω πρώτη φορά, για να ξορκίζω την ντροπή μου. Έκλεισα τα μάτια, μετά από αρκετό νευρικό γέλιο. Δεν θυμάμαι γιατί.
Λέγαμε να πάμε στο χωριό από “ Β”- τα ονόματα που σας έλεγα- προτελευταία μέρα. Αυτή η βόλτα, θα ήταν η τελευταία της Αμοργού και ειδ��κά για εμένα η τελευταία του καλοκαιριού. Όλα άλλαξαν όμως...
3 notes
·
View notes