#σπηλιά
Explore tagged Tumblr posts
Text
Κι εφόσον κατάφερα να με συγχωρέσω εγω
Στ' αρχιδια μου τι λες ρε φίλε
Και δεν θα ξαναπώ τη λέξη μείνε
Όσοι μ'αγαπάν κοντά μου είναι
Iratus - Per Aspera Ad Astra
48 notes
·
View notes
Text
Αυτό το έργο της κρητικής σχολής –του Άγγελου Πιτζαμάνου συγκεκριμένα, 15ος αιώνας– νομίζω ότι πρόκειται για αριστούργημα. Το κομμάτι βγήκε σε πλειστηριασμό και προσδοκάται να πιάσει μεταξύ 4.000 και 6.000 ευρώ. Οι πρώτες προσφορές το κρατούν στις 4.000. Βάζω στοίχημα ότι θα πιάσει πάνω από 6.000.
An Italo-Cretan icon of St Jerome and the Lion [depicting the saint kneeling with the lion before a crucifix at the opening of a desert cave, a gilt ground, apparently unsigned], attributed to Angelos Pitzamanos or his circle, Crete, circa 1500 // Angelos Pitzamanos or Bitzamanos was born in Candia, where he studied under Andreas Pavias. He later lived and worked in southern Italy. // For a fascinating and detailed examination of the subject of Saint Jerome and the Lion and its place in Eastern and Western painting, see Dimitra Kotoula
#άγγελος πιτζαμάνος#κρητική σχολή#κρήτη#sothebys#πλειστηριασμός#crete#candia#κάντια#15ος αιώνας#saint jerome#lion#άγιος ιερώνυμος#λιοντάρι#σπηλιά#ηράκλειο
2 notes
·
View notes
Text
Η πρώτη φορά που συναντάς κάποιον
η πρώτη φορα που αγαπάς κάποιον
Η πρώτη φορά που νιώθεις φανερός
Γιατί είναι η πρώτη φορά που σε θέλει κάποιος
Η πρώτη φορά που σε θέλει και αυτος
Η πρώτη φορά που λαχταράς κάποιον
Η πρώτη φορά που αναρωτιέσαι τι κάνει αυτός
Που είναι , γιατί δεν απαντάει , με ξεχασε ήδη, με ποιόν είναι και δεν είμαι αυτός ;
Η πρώτη φορά που αισθάνεσαι
Η πρώτη φορά που ακουμπάς κάποιον
Η πρώτη φορά που σε ακουμπάει και αυτός
Η πρώτη φορά που η καρδιά σου έσπασε , δεν θα ξανά σπάσει το ίδιο για κανέναν άλλο
Και όμως κάθε φορά το σπάσιμο θα είναι αρκετό
Δυσβάσταχτο Βαρύ, σαν αλάτι σε πληγή , το κόψιμο πάντα βαθύ και εσύ αμέτοχος σε μια γκρίζα ζωή
Εύχεσαι να μην ξανά νιώσεις για κάποιον
Και να μη σε ξανά νιώσει αυτός
Καλύτερα να μην ακουμπάς κάποιον
Γιατί ίσως σε πονέσει και αυτός
Και όσο δεν ακουμπάς κανένας
Και όλο και πιο άδειος σου μοιάζει ο δικό σου εαυτός
Ευχεσαι για πρώτη φορά να σε ξανά αγγίξει κάποιος , οποίο και αν είναι το αποτέλεσμα αυτό
Για πρώτη φορά ξανά να πονέσεις για κάποιον
Γιατί για άλλο λόγο ήρθες στον κόσμο αυτό
Να μην μπορέσεις στον κόσμο αυτό να ζεις άλλο, αρκει για μια φορά ακόμη να είσαι τυχερός
Να πονάς για κάποιον , να λαχταράς κάποιον, και ας είναι πάλι ο πόνος στο τέλος εδώ
Μα θα έχεις και πάλι ζήσει για κάποιον και για σένα θα έχει ζήσει κι αυτός
#αποφάσισα ότι γράφω να το ποσταρω και οτι γίνει#καλά θα πάει αυτό#axristes-styseis#άχρηστες-στύσεις#αποσυνδέομαι απο το ίντερνετ και παω να κρυφτώ σε σπηλιά#axristesstyseis#axristes styseis#axristes_styseis#άχρηστες στυσεις#άχρηστεςστυσεις#άχρηστες_στύσεις#i am the realest of them all
141 notes
·
View notes
Text
Ο σεβασμός, παράσιτα, είναι θεμελιώδες δικαίωμα ελεύθερης ζωής και κοινωνικής υπόστασης. Επειδή είστε πνευματικά ανάπηρα όντα των οποίων η ελευθερία της έκφρασης προσβάλλει την αξιοπρέπεια και νοημοσύνη μου και λερώνει την ψυχή μου με αηδία και θυμό απέναντι σας, και το πιο λυπηρό, επειδή ούτε το να σας αγνοώ, ούτε το να σας θίγω με αντιπροσωπευτικούς χαρακτηρισμούς όπως "ΠΑΡΑΒΙΑΣΤΙΚΟΊ" σας πτοεί, οποιοδήποτε μήνυμα με κάνει να αισθάνομαι άβολα, θα τρώει μπλοκ. Πάρτε την αγένεια και την μισανθρωπιά σας και πηγαίνετε να ζήσετε σε καμία σπηλιά.
15 notes
·
View notes
Text
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης
«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
«Εσύ δεν θα πεθάνεις» είναι ο στίχος από το ποίημα που έγραψε ο Μιχάλης Γκανάς για τη μητέρα του, αλλά και το πρώτο που σου έρχεται στον νου για μια απώλεια που μοιάζει σχεδόν ανήκουστη. Όχι, ο θάνατος δεν ταιριάζει στον άνθρωπο που τον δόξασε και τον οικειοποιήθηκε όσο λίγοι, μέσα από ένδοξες ποιητικές χειρονομίες, από βουτηγμένες στο αίμα μνήμες, από μικρές οπές της ημέρας που χώρεσαν στις έναστρες νύχτες, από κάθε συμφιλίωση που πετύχαινε μέσα από τις λέξεις.
Ο Μιχάλης Γκανάς, όπως έγραψαν οι κριτικοί, γεννήθηκε μεγάλος, όχι μόνο ως προς την τέχνη του αλλά και ως προς τη βεβιασμένη ενηλικίωση ενός ανθρώπου που ήξερε από μικρός πως τίποτα δεν είναι αθώο: ακόμα και η μαγεία στα μάτια του έμοιαζε με τον «Άψινθο», δηλαδή με εκείνο το φυτό από όπου έβγαινε το αψέντι, ορισμένο να ποτίζει τις συνειδήσεις, ή με το αστέρι που πέφτει, κατά την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη, και δηλητηριάζει τα πάντα, τα ύδατα και τις ψυχές. Δεν επέλεξε, άλλωστε, τυχαία αυτόν τον τίτλο για την πιο εσχατολογική και περίτεχνη συλλογή του, όπου οι ζώντες και οι τεθνεώτες συνομιλούν επί ίσοις όροις στον σκοτεινό κόσμο που ορίζει αλλιώς το άνυδρο μέλλον. Καμία, όμως, απληστία δεν είναι ικανή να ακυρώσει το ανθρώπινο γένος, το οποίο ήταν ορισμένος ως ποιητής να εκπροσωπεί για πάντα: «Αυτοί σταμάτησαν να τραγουδούν, εγώ συνεχίζω». Και συνέχισε γνωρίζοντας πως το συλλογικό είναι απλώς η ανάσα του καθενός από εμάς, είναι η σάρκα μιας χώρας που χώρεσε με άνεση στους δωρικούς του στίχους.
Όλα τα άγρια γεγονότα που βίωσε η Ελλάδα γράφτηκαν μέσα του από τα πρώτα ήδη χρόνια της ζωής του: γεννημένος το 1944 στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας, ένα χωριό της Ηπείρου πολύ κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ο φύσει και θέσει Ηπειρώτης Μιχάλης Γκανάς έζησε από μικρός τις σκοτεινές επιπτώσεις της φυγής και του πολέμου. «Κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας», έγραφε, και αυτήν τη διαπίστωση την ένιωσε από τεσσάρων χρονών, όταν βρέθηκαν μαζί με την οικογένεια να καταφεύγουν, κυνηγημένοι από τον Εθνικό Στρατό από το χωριό τους, στη γειτονική Αλβανία. Κρυμμένοι για καιρό σε μια σπηλιά, πάνω στο βουνό, στη Λακότρυπα, πέρασαν αναγκαστικά τα σύνορα, ξεκινώντας μια οδύσσεια που θα μείνει στη μνήμη του χαραγμένη για πάντα, μαζί με τις προφορικές αφηγήσεις που άκουγε στα ανοίκεια ξένα σύμπαντα. Επειδή η πάμφτωχη Αλβανία δεν μπορούσε να ταΐσει τα ταλαίπωρα μέλη της οικογένειας, μπαίνοντας παράνομα σε ένα πολωνικό φορτηγό βρέθηκαν στη Μεσόγειο, στα στενά του Γιβρα��τάρ και κατόπιν της Μάγχης, για να καταλήξουν τελικά στη μακρινή Ουγγαρία.
«Στην Ουγγαρία κρύο πολύ. Κουβαλάγαμε ψείρες. Περνούν τα ρούχα μας από κλίβανο, μας βάζουν στα μπάνια. Μια μισοσκότεινη αίθουσα γεμάτη ατμούς και γυναίκες. Εκείνο το μαύρο χαμηλά στην κοιλιά το ‘βλεπα πρώτη φορά. Εγώ πήγαινα σχολείο, είχαμε Έλληνες δασκάλους και Ουγγαρέζους. Ούτε που μ’ άρεσε, ούτε που δε μ’ άρεσε το σχολείο τον πρώτο καιρό. Μετά, το ‘χα σε καμάρι να λέω στους δασκάλους: "Δε ξέρω". Το κάναμε πολλά παιδιά, στους Ουγγαρέζους περισσότερο», γράφει με τον πιο παραστατικό τρόπο στο αυτοβιογραφικό πεζό έργο του, που θα κυκλοφορήσει πολλά χρόνια αργότερα, το 2008, με τον τίτλο «Μητριά πατρίδα» (εκδόσεις Μελάνι). Η Ελλάδα ήταν πάντα σκαλισμένη σαν μόνιμος καημός αλλά και σαν στολίδι σε κάθε στίχο που χάραζε, όπως οι παλιοί Ηπειρώτες τεχνίτες τα περίτεχνα κοσμήματα. Η Ελλάδα του Γκανά είχε απογοήτευση αλλά και προσδοκία: «Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε, ένας δίσκος με αντίδωρα, κανένας δεν τη χόρτασε».
Στάθηκε, όμως, ο ίδιος στο μέσο της σαν ιδανικός παρατηρητής και μοναδικός προφήτης: «Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται/αόρατο το χέρι που ξηλώνει και τρέμω», έγραφε με αυτήν τη διορατική δύναμη που έχουν οι μάντεις ή οι κάτοικοι του άλλου κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι μιλούσε εξ ονόματός τους, ενσωματώνοντας στο χοϊκό του κόσμο τα μοιρολόγια και τις προφορικές αφηγήσεις, την απέραντη πραγματικότητα της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» –τις οποίες διασκεύασε με τον δικό του τρόπο– αλλά και των αγαπημένων του δημοτικών τραγουδιών. Στους στίχους του κατοικούσαν, άλλωστε, οι προσωπικοί αλλά και οι κοινοί μας νεκροί, υπαγορεύοντας ουσιαστικά ένα ελληνικό, δικό μας «Spoon River» – το ποιητικό έπος που τον επηρέασε βαθιά από τότε που το πρωτοδιάβασε. Η ανάδειξη των σκιών που έρχονται από το παρελθόν ταυτιζόταν στους στίχους του, όπως και σε αυτούς του Σεφέρη, με την αγωνία για το κοινό μέλλον: «Οι μέρες κι οι νύχτες μου/κι όλος ο χρόνος που πέρασε/Αφημένος εδώ/ενα τίποτα ή ένα σημάδι/κάτω από το γλόμπο του ήλιου. Καίει το σκοτάδι αθόρυβα/καταναλώνει τα δέντρα και τη φυλή μου./Όλα τούτα προστίθενται κάπου ή αφαιρούνται;» αναρωτιέται ρητορικ�� ο Μιχάλης Γκανάς στο «Οι μέρες κι οι νύχτες μου».
«Μερικοί κριτικοί με έχουν χαρακτηρίσει ποιητή της εντοπιότητας, του γενέθλιου τόπου. Θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι μόνο αυτό. Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής. Πού; Στην παιδική ηλικία, ίσως την πραγματική πατρίδα όλων μας», εξομολογείται –πάντοτε ο λόγος του ήταν εξομολογητικός– στην επιλογή από τα «Αγαπημένα» έργα άλλων ομοτέχνων του (εκδόσεις Μεταίχμιο), εξηγώντας το πέρασμα από την αθωότητα στην ωριμότητα και από τον σκληρό κόσμο των νεκρών σε εκείνον των ονείρων. Στις αρχές της δεκαετίας του '60, αφήνοντας πίσω του τα δύσκολα εφηβικά χρόνια της προσφυγιάς, κατεβαίνει στην Αθήνα, που φαντάζει μια πόλη εχθρική, η οποία τον καλεί να προσαρμοστεί, σαν ήρωας του Μπαλζάκ, στην επίπλαστη βιτρίνα της: «Μόνο το φίδι ξέρει τι σημαίνει να αλλάζεις το πετσί σου/γι' αυτό του περισσεύει το φαρμάκι», γράφει για εκείνα τα δύσκολα πρώτα χρόνια της αργής προσαρμογής στην πόλη. Η αγωνία σύντομα όμως γίνεται λόγος και η απόγνωση δημιουργία, με τον ίδιο να ανακαλύπτει έναν δικό του τρόπο να φτιάχνει από το χάος τον κόσμο: την ποίηση. Αυτή ήρθε και τον βρήκε όταν έπεσε στα χέρια του η συλλογή με ποιήματα του Καββαδία «Μαραμπού και Πούσι» από τις εκδόσεις Γαλαξία – αν και η πρώτη επαφή με τον ανεξάντλητο ποιητικό κόσμο είχε γίνει πιο πριν, όταν αναγκάστηκε να προσποιηθεί, μαθητής ακόμα, τον άρρωστο για να τελειώσει την «Οδύσσεια» στη μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη.
«Το διάστημα που διάβασα πολύ ήταν από το 1962, όταν μπήκα στη Νομική (και δεν βγήκα ποτέ), μέχρι το 1969 που πήγα στρατιώτης, αλλά και την περίοδο 1972-3 που έγινα βιβλιοπώλης στη "Δωδώνη", το βιβλιοπωλείο του Βαγγέλη Λάζου, και μετά που έγινα "έμπορος κακός" στο "Δέντρο" από το 1973-6 και ξανά στη Δωδώνη τρέχοντας από το 1976-86», εξομολογείται ο ίδιος στη συλλογή με τα «Αγαπημένα». Στα βιβλιοπωλεία γνωρίζει τους πάντες, συναναστρέφεται με τον κύκλο των ποιητών και των λογοτεχνών, ακούει τις συμβουλές γνωστών και αγνώστων, όπως του Ρένου Αποστολίδη και του Παναγιώτη Κονδύλη, μπορεί και τοποθετεί τον καθένα στον μικρό και τον μεγάλο του ρόλο. Σχετίζεται με την ομήγυρη του Φίλιππου Βλάχου και το 1978 εκδίδει την πρώτη του συλλογή, «Ακάθιστος δείπνος», δίνοντας εξαρχής ξεχωριστό δείγμα γραφής: επρόκειτο για μια ποίηση βγαλμένη από τις ανεξίτηλες πληγές της Ιστορίας, που μιλούσε για όλους τους εσωστρεφείς, αφανείς ήρωες που πλέον μπορούσαν, σηκώνοντας ο καθείς το δικό του δοξαστικό δοξάρι, σαν ήρωες του Παπαδι��μάντη, να γίνουν άρχοντες του κόσμου. Ορίζοντας μια νέα θρησκεία που λεγόταν ποίηση, οι δικοί του ήρωες μπορούσαν να απελευθερωθούν μέσα από τις μεταφορές, να βρουν τα δικά τους όπλα.
«Είμαι και εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν» είναι ο στίχος του Λειβαδίτη από το «Υπόγειο» που του έδειξε τον δρόμο και την απελευθερωτική δύναμη της ποίησης. Από τους ομότεχνους και τη μούσα του παίρνει θάρρος και συνεχίζει: συναναστρέφεται τον Δάλλα, τον Κακναβάτο, τον Καψάλη, τον Κακουλίδη, όλη την παρέα των «Κειμένων» του Βλάχου, γίνεται στενός φίλος με τον Χρήστο Μπράβο, με τον οποίο μοιράζεται κοινές αγωνίες, ανοίγει έναν διάλογο με ζώντες και τεθνεώτες, όπως έλεγε ο φίλος του ο Παπαγιώργης, που δεν θα κλείσει ποτέ. Φαίνεται, επίσης, να έχει εξαρχής καλή υποδοχή στον πνευματικό κόσμο – μόνο που αντί να καταγράφει τις θετικές κριτικές προτιμά να περιγράφει περιστατικά από εκείνα τα χρόνια στα βιβλιοπωλεία.
Δούλευε στη Δωδώνη όταν, λίγο μετά την κυκλοφορία της πρώτης του συλλογής, τον επισκέφτηκε στο βιβλιοπωλείο ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας επιβλητικός, όπως έλεγε, άνδρας με μαύρο παλτό και κόκκινο κασκόλ, και τον ζήτησε από τον ταμία. Όταν εκείνος έφτασε ενώπιόν του, ο Σαχτούρης του προέταξε το χέρι για χειραψία λέγοντάς του: «Συγχαρητήρια, εγώ που υπήρξα κυνηγός μπορώ να εκτιμήσω εκείνον τον στίχο σας, “μπεκάτσες εκθρονίζονται με θόρυβο”, χαίρετε, κύριε Γκανά». Επρόκειτο για ένα περιστατικό που ανέφερε πάντα στις συζητήσεις ως ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα στη ζωή του. Ήταν προφανώς η στιγμή που συγχωνεύτηκε στον νου η απτή πραγματικότητα με την αλήθεια του ποιητή, αυτή του μεροκάματου με την αφοσίωση της ποιητικής πράξης.
Αυτή την αντίφαση μεταξύ της επώδυνης εμπειρίας και της μαγείας της ποίησης τη βλέπουμε και στη δεύτερη συλλογή που κυκλοφορεί ο Γκανάς το 1981 από τον Καστανιώτη, τα «Μαύρα Λιθάρια». Είναι τότε που νιώθει, όπως λέει, ότι «η ποίηση τον τραβάει από το μανίκι», όπως έλεγαν οι ανανεωτικοί αριστεροί, διά στόματος Σαββόπουλου, για το Κόμμα. Επιτέλους νιώθει, όπως έλεγε, «το τσίμπημα του οίστρου», ευλογημένο και δοξαστικό, σε μια γλώσσα χθόνια, απτή και απέριττη, που είχε σκοπό να σώσει όχι μόνο τις μνήμες των προγόνων αλλά τα ρήματα μαζί και τα φωνήεντα, που επέμενε να δοξάζει ό,τι οι άλλοι πιστεύαν πλέον ότι δεν σώζεται.
Τι κρατούσε, πάντα, ο Μιχάλης Γκανάς από όλα αυτά; Τον τόπο, τη μνήμη και την αλήθεια του, την αγάπη για τους ανθρώπους και την απόλυτη αφοσίωση στις σκιές των νεκρών. «Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά / κι ανάτελλε τα ζωντανά του / καλούς ανθρώπους και κακούς / νυφίτσες, αλεπούδες / μια λίμνη ως κόρην οφθαλμού / και κάστρα πατημένα. / Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα / στο χιόνι και στον άγριο καιρό / γυάλινα και μαλαματένια. / Κι όσο πήγαινε η μέρα / σαν το βαπόρι σε καλά νερά / είδα και μιναρέδες κι άκουσα τα μπακίρια να βελάζουν», γράφει στα μυθικά «Γυάλινα Γιάννενα» που εκδίδει το 1989, σίγουρος πια ότι ο τόπος όπως και η τέχνη του είναι αυτά που τον ορίζουν. Ξέρει πλέον ότι με τους στίχους του μπορεί να μην αλλάξει τον κόσμο, αλλά μπορεί να τον κινητοποιήσει και να τον προβληματίσει, όπως εκμυστηρεύεται χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του. «Δουλειά της ποίησης είναι να στέκει πάνω στις πληγές και να τις ξύνει. Έχει μια παρηγορητική δύναμη. Μια ελευθεριότητα. Μια ασύγκριτη καταφυγή σε ένα άλλο προσωπικό σύμπαν. Γι' αυτό: "Να μη κοιτάς, λοιπόν, μα να παρατηρείς. Γιατί η παρατήρηση έχει διάρκεια. Και η διάρκεια είναι πάθος"».
Και αυτό έκανε ο Γκανάς ως ποιητής και στιχουργός μέχρι τέλους. Είχε κάτι από τους αρχαίους επιγραμματιστές η ακρίβεια του λόγου του, κάτι από την απλότητα του Αλκαίου η σοφία του, από τη δαψίλεια του Ομήρου η εκφραστική του δεινότητα. Τίποτε δεν έφευγε από το μικροσκόπιο της ποιητικής παρατήρησης, που μπορούσε να συλλέγει τα καλύτερα των εκφράσεων και των ανθρώπων: οι φίλοι του έγιναν πιστοί σ��νοδοιπόροι – ο Λάγιος που έφυγε νωρίς, ο σοφός Καψάλης και ο Κοροπούλης, ο Ευσταθιάδης που τον έβαλε στον κόσμο της διαφήμισης, ο Παπαγιώργης.
Και κολόνα ήταν πάντα η οικογένεια: η αγαπημένη του σύζυγος, Πόπη, η επίσης ποιήτρια, που όμως είχε χαράξει δικό της δρόμο, κόρη του, Μυρσίνη, ο ανήσυχος καλλιτεχνικά Γιάννης. Στην Πόπη, που σήμερα είναι υπεύθυνη των εκδόσεων Μελάνι, αφιερώνει μερικά από τα πιο όμορφά του ποιήματα: «Επειδή είναι δύσκολο ν' αγαπάς και δυσκολότερο να αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη και αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά και καμένα/ θέλοντας ο καθένας να 'ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο και πηγή, κατά τις περιστάσεις ή και όλα μαζί στην ανάγκη», γράφει στο «Προσωπικό». Αυτή η αγάπη τον ενδιέφερε πιο πολύ και από τα βραβεία, τα οποία ήρθαν πολύ πιο εύκολα από ό,τι και ο ίδιος θα περίμενε, όπως και οι ξένες μεταφράσεις από περίοπτους εκδοτικούς οίκους και ακαδημαϊκά κέντρα – βλέπε Πανεπιστήμιο του Yale.
Πέραν όλων των άλλων βραβείων, όπως του Κρατικού, στον Μιχάλη Γκανά είχε απονεμηθεί ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος και της Τιμής, ενώ του είχε δοθεί τιμητική διάκριση για το σύνολο του έργου του από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, που τελεί υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών. Δεν υποτίμησε κανέναν τίτλο, όπως δεν γύρισε την πλάτη στην άλλη του ιδιότητα, αυτήν του στιχουργού, που την εξήρε για τον τρόπο που έχει να βάζει την ποίηση στο στόμα των απλών ανθρώπων.
Τίποτα ανθρώπινο, άλλωστε, δεν του ήταν ξένο, είτε επρόκειτο για την αναγνώριση του Δήμου και των Σοφιστών, είτε για τις φευγαλέες αμφιβολίες. «Ο ρακοσυλλέκτης του Μποντλέρ αρχίζει να κρυφοκοιτάζει την πορφύρα του Βοναπάρτη» ήταν η φράση του Παπαγιώργη την οποία ξεχώριζε, γνωρίζοντας πως μπορούσε με άνεση να οικειοποιηθεί και τις δυο καταστάσεις και τιμές, αρκεί να του το επέτρεπαν η συγκυρία της στιγμής και ο λόγος. «Κάθεται μόνος του δίπλα στό τζάκι/δέν πίνει, δέν καπνίζει, δέ μιλάει./Στήν τηλεόραση χιονίζει/τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι/καί στίς παλιές φωτογραφίες,/γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν» γράφει στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» και θαρρεί κανείς πως δεν περιγράφει άλλον από τον εαυτό του. Ποτέ, όμως, δεν θα μπορούσε κάποιος να αναλογιστεί ότι οι ρόλοι θα αντιστρέφονταν και ότι η φωτογραφία θα έδειχνε κάποτε τον ίδιο. Πάμε στοίχημα ότι ο Μιχάλης Γκανάς ζει και βασιλεύει; Είναι πολλά τα θεριά αυτού και του άλλου κόσμου που μπορούν να το επιβεβαιώσουν.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
5 notes
·
View notes
Text
Πως να τους μιλήσω να τους πείσω, όλοι στο σόι μου ζουν με ζάναξ ούτε εγώ μη ξανακυλήσω…
…Δε τα λένε ναρκωτικά αυτά που συνταγογραφούνται…
Iratus - Σπηλιά
#greek quotes#writers on tumblr#greek aesthetic#artists on tumblr#aesthetic#ελληνικά στιχάκια#blue aesthetic#ποίηση#iratus#lyrics#rap#greek rap
17 notes
·
View notes
Text
Γεμίζεις τα πνευμόνια νικοτίνη με βιασύνη
Δεν έχεις μία σκέψη να σου βγάζει εμπιστοσύνη
Το μυαλό σου πάει να σκάσει σαν μπουκάλι με βενζίνη
Και σκέφτεσαι το τέλος σαν να είσαι στη σπηλιά με τον Λιαντίνη
4 notes
·
View notes
Text
2 ηλεκτρόνια
youtube
Επιστρέφω στο γνωστό τ(ρ)όπο του εγκλήματος, μετά από πάρα πολύ καιρό για να πω μια μικρή ιστοριούλα.
Δυο ηλεκτρόνια σε παράλληλη πορεία. (Για κάποιο λόγο αυτός ο στίχος ηλεκτρίζει το μυαλό μου δίχως βάση.)
Παράλληλη αγάπη στη συνείδηση μου αγκάθι στην καρδιά φτερά
Προτού να σε γνωρίσω δε χρειάστηκε να ζήσω ούτε μια φορά
Παρασκευή βράδυ - ώρα 1:30 πμ
-Κοιμάσαι?
-Οχι, κάνω βόλτες με το αμάξι στην παραλιακή.
-Θέλεις να βρεθούμε;
-Πότε;
-Τώρα
-Ναι
-Έρχομαι
Καρφωμένο το μυαλό μου στα χείλη σου. Δεν άκουσα λέξη από όσα έλεγες. Ταξίδεψα τόσες φορές ανάμεσα στα μάτια, στα μαλλιά, κατέβηκα κρεμασμένος από τις γωνίες του προσώπου σου στο λαιμό σου. Κι όλα έλεγαν ναι. Κι ας μου έλεγε το σώμα σου οχι.
Κι όσα μισούσα μέσα μου έλεγαν μη. Κι αυτή η αδιάφορη, συγκαλυμμένη άνεσή σου να μου γεμίζει αδρεναλίνη την ανάσα.
Προσπαθώ να βρω timing. Παλεύω να καταλάβω το βηματισμό σου. Τις σκέψεις σου. Προσπαθώ να συντονίσω τα ηλεκτρόνια μου με τα δικά σου.
Μάταια. Ένα ταξίδι θα λύσει τις απορίες μου. Λίγες ώρες. Για πρώτη φορά ρίχνω στο τραπέζι το μαζί.
Και ξαφνικά, όπως έπαιξα τόσες νύχτες τη ζωή μου σε μια ζαριά…
All in. Ή τώρα ή ποτέ. Ή θες ή δεν θες.
Και σε φίλησα.
Και ήθελες. Οσο κι εγώ. Κρυφές διαδρομές σαν δύο κολασμένοι
και τρέμω μη μου πεις πως πουθενά δεν βγαίνει
Σου λέω “σ’ αγαπώ” και νιώθω πως υπάρχω
για τ’ αύριο δεν ρωτώ ούτε τι τέλος θα ‘χω-ω-ω
Και τα ηλεκτρόνια μας συγκρούστηκαν τόσο δυνατά που φώτισε ο κόσμος όλος στις 5 το πρωί.
Κι οι ακτίνες με διαπέρασαν βαθιά μέσα. Σε κάθε σπηλιά, σε κάθε κελάρι, σε κάθε υπόγειο τούνελ μου. Και το σκοτάδι έφυγε. Το πρόσωπό μου έλαμψε. Και η καρδιά μου άνοιξε στα δύο. Για να χωρέσει κ τους 2 μας.
Κοιμάσαι στην αγκαλιά μου. Δε μπορώ να κλείσω μάτι. Ακούω τις ανάσες σου, ακούω την καρδιά σου να χτυπάει επάνω μου. Τρέμω. Με ακουμπάς και καίγονται τα σωθικά μου. Μου μιλάς και ζαλίζεται η λογική μου. Με κοιτάς και γαμάς το μυαλό μου.
Σε ξυπνάω μέσα στη νύχτα γιατί θέλω κι άλλο. κι άλλο. κι άλλο. Μέχρι να μη με κρατάνε τα πόδια μου. Μέχρι να πνίγομαι από λαχτάρα κι ευχαρίστηση.
Μέχρι να λες φτάνει. Γιατί στα φτάνει σου… εγώ θα λέω κι άλλο.
Το μυαλό μου σταματάει τις υπεραναλύσεις και ταξιδεύει στο μετά. Στο εμείς. Κάνει σχέδια. Χωρίς γιατί, χωρίς μη. Με μόνη ιδέα το μαζί.
Πουτάνα όλα. Δε με νοιάζει τίποτα.
Για σένα. Το απολαμβάνω τόσο πολύ.
Και για μένα. Το χαίρομαι τόσο πολύ.
Οι νύχτες είναι περισσότερες από τις μέρες. Γίνομαι ξανά 20χρονών, Να σε περιμένω στα κρυφά, στα σκοτάδια, να σε σφίξω επάνω μου. Στο πνιχτό φιλί μια νύχτας. Να σε ακούω να μιλάς με τη ματιά σου. Να χαιδεύω τα χρυσά μαλλιά σου.
Μου λες οτι τρέχουμε. Μπορώ και πιο γρήγορα. Με τέρμα γκάζια. Άλλωστε αυτό με τρέφει. Αυτό με γεμίζει. Αυτό θέλω για σένα. ΒΑΛΤΟ ΤΕΡΜΑ.
Και σε μια στιγμή όλα αλλάζουν. Από ένα λάθος χειρισμό πέφτουμε στην καταιγίδα. Κόβονται τα φτερά. Και το αεροπλάνο πέφτει.
Κι εμείς τσακωνόμαστε στο πιλοτήριο για το ποιος πρέπει να τραβήξει το μοχλό για να γλιτώσουμε. Εχει σημασία ποιος φταίει; Κι αν έχει, πρέπει να πέσουμε για να το μάθουμε;
Και πέφτουμε και πέφτουμε κι ο ίλιγγος γεμίζει τα στόματα και τα μυαλά μαλακίες.
Και συντριβόμαστε στο έδαφος. Με ένα τόσο μεγάλο γδούπο. Τόσο δυνατά, τόσο σκληρά, τόσο ανώριμα, σαν να μην είχε πετάξει ποτέ ξανά κανείς μας τόσο ψηλά. Σαν να έλιωσε ο ήλιος τα φτερά της ικάριας λαχτάρας μας.
Μαζεύω τα κομμάτια μου ανάμεσα σε ουρλιαχτά, καπνούς, τσιγάρα και συντρίμμια.
Μαζεύω τις σκέψεις μου τα βράδια και με πλημμυρίζουν τα γιατί. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και λείπεις από τη φωτογραφία.
Κι όταν κατηφορίζω το δρόμο του σπιτιού σου, στο ραδιόφωνο παίζει αδιάκοπα χωρίς ίχνος οίκτου: Το δικό μας το σπίτι σε άλλους νοικιάστηκε. Τη δική μας τη θέα κοιτούν αγκαλιά.
Καλό καλοκαίρι.
Και θα μου πεις τωρα το θυμηθηκες;
Και σου απαντώ. Πριν 15 μέρες κόντεψα να χάσω τη ζωή μου. Και δε θα θελα να πάω πουθενά χωρίς να στα χω πει. Έστω κι έτσι. Γιατί αυτά που νιώθουμε μάλλον πρέπει να τα μοιραζόμαστε. Και καλύτερα να μετανιώσω για κάτι που είπα, παρά για κάτι που δεν είπα τελικά.
Γιατί τωρα τελευταια δε μιλαω πολύ κι αυτή τη συνήθεια ίσως στα 43 πρέπει να την κόψω. Γιατί αυτοπληγώνομαι.
Υ.Γ Εγώ πάντως έκλεισα δίκλινο. Χωρίς γιατί, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς όχι. Μόνο μαζί. Γιατί τα ηλεκτρόνια φτιάχτηκαν για να ταξιδεύουν μαζί στο χωροχρόνο.
2 notes
·
View notes
Text
Καταδικασμένος ισόβια στη μίζερη ζωή
Ένα τεράστιο λάθος
Μια λάθος στροφή
Εκεί που υπήρχε το μαζί
Έγινα εγώ, εγώ
Και εσυ, εσυ
Και γελάς που τα κοιτάζεις
Και δεν σκοπεύω να αλλάξεις
Και γέμισε σκοτάδι η μέρα
Και σαν γίγαντας η ντροπη
Με πατάει στο στέρνο με μίσος
Αλλά από τη θέση δεν κουνώ
Στα μάτια δεν πρόκειται να κοιτώ
Καταδικασμένος στη σπηλιά
Ας γραφτεί ο επιλογος ξανά ,
Τελειωτικά .
_κανένας_
#greek quotes#greek posts#greek#γρεεκ ποστς#στιχακια αγαπης#love quotes#ποιηση#αποφθεγματα#ερωτας#love is love#κανενας
9 notes
·
View notes
Text
Πάλι γράφω
Το κεφάλι για να αδειάσω
Κάτι γράφω
Μα το πάπλωμα βαρύ
Από που να πιάσω
Αέρας κοφτος και αποπνικτικος
Ακόμη στην εξοχή
Καμία εισπνοή
Εκπνοή που βράζει
Από θυμό μαράζι
Από όπου και να πιει
Αίμα θα γευτεί
Στιβω μυαλό
Να αδειάσει εν καιρώ
Και μόνο σύνθημα θα βρω
Για να ζω ακόμα εδώ
Δυνατά αν το φωνάξω
Τότε μέσα θα κλειστώ
Μα αν το ψιθυρισω
Στο βυθό του θα χαθώ
Εν τέλει τι να κάνω
Που να πάω να κρυφτώ
Μια σκηνή για το βουνό
Η μία σπηλιά να χωθώ
Αφού κανείς δε θα θέλει
Το δικό μου το καλό
Τι και αν βοήθησα πολλάκις
εις βάρος σε αυτό
Ήρθε η στιγμή να δικαιωθω
Η στο άδικο τους μέσα θα πνιγώ
3 notes
·
View notes
Text
Εντωμεταξύ είδα την θεοπουλα και την Σοφία στον ύπνο μου τις προάλλες
Νομίζω ήμουν σε κάτι που έμοιαζε με σπηλιά αλλά ήταν κουζίνα ξενοδοχείου και τις είδα να περνάνε γτ είχαν έρθει να πιάσουν δουλειά για καινούριες περιπέτειες (φαντάζομαι η δουλειά στην σπηλιά θα ήταν επικίνδυνη)
Κ παρόλο που τις είδα για λίγο έχω την εντύπωση ότι η θεοπουλα είπε κάτι θεϊκό αλλά δεν θυμάμαι τι
8 notes
·
View notes
Text
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ – Η απόδραση από το σκοτάδι της σπηλιάς
photo by GTsik Ο Πλάτωνας διηγείται μια παραβολή, που εικονογραφεί με πολύ ωραίο τρόπο τους συλλογισμούς του. Η παραβολή αυτή είναι γνωστή με την ονομασία παραβολή της σπηλιάς. Θα σου τη διηγηθώ με δικά μου λόγια. Φαντάσου ανθρώπους που ζουν σε μια υπόγεια σπηλιά. Έχουν τη ράχη τους γυρισμένη προς το άνοιγμα της σπηλιάς κι είναι δεμένοι χειροπόδαρα, έτσι ώστε δεν μπορούν να δουν τίποτα εκτός από…
View On WordPress
2 notes
·
View notes
Text
καλά σε ποια σπηλιά κατοικώ και δεν είχα ανακαλύψει το tezenis?
2 notes
·
View notes
Photo
Ποιος θυμάται το βιβλιοπωλείο του Κάουφμαν?
Όταν στις 14 Αυγούστου 2012 το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν (Librairie Kauffmann) στην οδό Σταδίου 28 πήρε φωτιά, πολλοί θεώρησαν ότι αυτή ήταν η τελευταία πράξη «ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Η φωτιά στο ισόγειο επεκτάθηκε και στο πατάρι, όπως γράφουν τα δελτία της πυροσβεστικής της εποχής, και το βιβλιοπωλείο δεν άνοιξε ποτέ ξανά για το κοινό. Τα αίτια της φωτιάς δεν έγιναν γνωστά, εικασίες γράφτηκαν, ότι επρόκειτο για βραχυκύκλωμα.
Στις 25 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς μια νέα φωτιά, στο υπόγειο αυτήν τη φορά, από αποτσίγαρο ίσως απρόσεκτου περαστικού, έφερε ξανά, και για τελευταία φορά, το βιβλιοπωλείο στο φως της δημοσιότητας.
Οι βιαστικοί περαστικοί της υποβαθμισμένης εδώ και χρόνια Σταδίου, γενιές ολόκληρες που ήταν πελάτες στου Κάουφμαν, στρέφουν σχεδόν μηχανικά το βλέμμα τους στο μέρος όπου υπήρχε και στην ξεθωριασμένη από χρόνια κοκκινωπή επιγραφή του που σήμερα έχει καλυφθεί, και θυμούνται αυτό το ανεπανάληπτο «μικρό» βιβλιοπωλείο που θύμιζε τη σπηλιά των θησαυρών του Αλί Μπαμπά.
Δημοσιογράφοι και συγγραφείς μιλάνε για τον Κάουφμαν ‒ αυτό το ίχνος της πολιτιστικής Αθήνας είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε μερικά χρόνια θα αναφέρεται όλο και σπανιότερα, μέχρι να εξαφανιστεί εντελώς, όπως συμβαίνει σε κάθε πόλη που υφίσταται πολλές και οδυνηρές μεταμορφώσεις και η γοητεία των παλιών εμπορικών της και ίσως και ένα κομμάτι της ιστορίας της χάνονται για πάντα.
Ωστόσο, ο Κάουφμαν, το πιο λαμπρό ξενόγλωσσο βιβλιοπωλείο της Αθήνας για περισσότερο από ογδόντα χρόνια, παραμένει και σήμερα μια ανάμνηση που ερεθίζει τις αισ��ήσεις των παλιών του πελατών.
Όποιος πέρασε το κατώφλι του θυμάται τη μυρωδιά του μελανιού από τις εφημερίδες και τα περιοδικά στο ισόγειο, την ελαφρώς ξινή μυρωδιά του ξύλου, την αφόρητη ζέστη στο πατάρι, οι παλιότεροι και τη βαριά μυρωδιά των τσιγάρων Gitanes που κάπνιζε πίσω από το ταμείο η κ. Κάουφμαν, την όψη των χιλιάδων βιβλίων στα ράφια, και τους βιβλιοπώλες του, αληθινούς «φωτεινούς παντογνώστες», σε μια εποχή που δεν υπήρχε ηλεκτρονικό εμπόριο και ίντερνετ, να βρίσκουν σχεδόν με κλειστά μάτια το βιβλίο που ζητούσες στα ράφια και να γνωρίζουν τα πάντα γι’ αυτό που έψαχνες. Μαγικά πράγματα συνέβαιναν εκεί.
Το πατάρι του Κάουφμαν, ο κυρίως χώρος του βιβλιοπωλείου αρχικά, ήταν μια αληθινή εμπ��ιρία για τους βιβλιόφιλους που περνούσαν την πολύ στενή είσοδο και ανέβαιναν την ξύλινη σκάλα που έτριζε. Εκεί βρίσκονταν μπροστά σε θησαυρούς, βιβλία που δεν υπήρχαν πουθενά αλλού στην ελληνική αγορά, από λευκώματα τέχνης και βιβλία ξένης λογοτεχνίας μέχρι βιβλία τσέπης που έκαναν πρώτη φορά την εμφάνισή τους.
Ο Κάουφμαν συνδέθηκε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του όχι μόνο με τη διάδοση της γαλλικής γλώσσας αλλά και με την επαφή μας γενικότερα με το δυσεύρετο σύγχρονο ξενόγλωσσο βιβλίο το οποίο, σε αντίθεση με σήμερα, που τα έργα μεταφράζονται και κυκλοφορούν σχεδόν συγχρόνως με το εξωτερικό σε πολύ αξιόλογες εκδόσεις, δεν ήταν εύκολο να βρεθεί σε ελληνικά βιβλιοπωλεία.
Λογοτέχνες, καλλιτέχνες, καθηγητές, δημοσιογράφοι, μαθητές και φοιτητές, συνδρομητές του γαλλικού Τύπου, δημοσιογράφοι, μηχανικοί, νομικοί, μελετητές, όλοι ανεξαιρέτως πέρασαν το κατώφλι αυτού του ιστορικού βιβλιοπωλείου. Η ιστορία του Κάουφμαν συνδέθηκε με την «πρώτη φορά» του αναγνωστικού κοινού. Εκεί αγοράσαμε το πρώτο βιβλίο γαλλικών, το πρώτο βιβλίο τσέπης, το πρώτο βιβλίο τέχνης και τα πρώτα ξενόγλωσσα περιοδικά μας.
«… Εδώ και πολλά χρόνια, ο Κάουφμαν δεν υπάρχει πια –στη Σταδίου δεν έχει απομείνει παρά το ίχνος της επιγραφής του‒, αλλά έχω πάντα στο μυαλό μου εκείνη την παλιά φωτογραφία που εικονίζει τον Κωστή Παλαμά (Μεσοπόλεμος;) με κολλημένο το πρόσωπό του στη βιτρίνα του ιστορικού βιβλιοπωλείου…» γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης στο βιβλίο του «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» (εκδόσεις Πόλις).
Ψάχνοντας τις ιστορίες του βιβλιοπωλείου, ανάμεσα σε αυτές που μεταφέρονται σαν παραμύθια υπάρχει και μια που αφορά τον Παλαμά. Λένε ότι ήταν γοητευμένος από την κ. Κάουφμαν και της είχε αφιερώσει και ένα ποίημα από αυτά που υπάρχουν στη συλλογή «Δειλοί και σκληροί στίχοι».
Ο Ν. Μπακουνάκης στο βιβλίο του γράφει ότι του άρεσε πάντα να βλέπει τον Χέρμαν Κάουφμαν σαν τον Γιούγκερμαν των βιβλιοπωλείων, και όχι άδικα. Η ιστορία του θυμίζει μυθιστορηματικό ήρωα και τρεις βιβλιοπώλες του, που τους γνωρίσαμε όλοι όσοι περνούσαμε την πόρτα του, που πέρασαν όλο τον εργασιακό τους βίο ανάμεσα στα γεμάτα βιβλία ράφια του και τη μαγική του αύρα, η Ραλλία Φαράκλα, η Ευανθία Καφετζέλη και ο Φιλίπ Μινιόν, συνδέουν με τις αφηγήσεις τους πολλά κομμάτια του παζλ της ιστορίας του βιβλιοπωλείου και της οικογένειας Κάουφμαν.
Η οικογένεια καταγόταν από το Χόλσταϊν της Γερμανίας, αλλά είχε εγκατασταθεί στη Ρωσία από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Ρωσογερμανός Χέρμαν Κάουφμαν έφτασε στην Αθήνα μετά την επανάστ��ση των μπολσεβίκων, αφού είχε περάσει από την Κωνσταντινούπολη και την Οδησσό, μία από τις πιο διάσημες για τον κοσμοπολιτισμό τους πόλεις τον 19ο αιώνα, όπου παντρεύτηκε τη Μερόπη, γόνο της πλούσιας οικογένειας Βουρνάζου από τη Μυτιλήνη, που έκανε εμπόριο ξυλείας.
«Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Ο Κάουφμαν, που διέθετε καλή μόρφωση, επικεντρώνεται στη διακίνηση μεταχειρισμένων γαλλικών βιβλίων», γράφει ο Κώστας Χατζιώτης στο βιβλίο «Οι εκδόσεις Κασταλία στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1930» (εκδόσεις ΜΙΕΤ), επισημαίνοντας ότι μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η γαλλική ήταν περίπου η δεύτερη γλώσσα όλων των καλλιεργημένων Ελλήνων. Αντίθετα, η αγγλική ήταν άγνωστη.
Το πρώτο κατάστημα του Κάουφμαν ήταν κινητό, ένα καροτσάκι με μεταχειρισμένα βιβλία και γραμματόσημα. Σύντομα, ο κύκλος των εργασιών του μεγαλώνει, έτσι το 1930, σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν, στεγάζει τη βιβλιεμπορική δραστηριότητά του στο Μέγαρο Εφεσίου, στην οδό Σταδίου 28, στο μαγαζί με τη στενή είσοδο και το μεσοπάτωμα που παρέμεινε έτσι μέχρι το τέλος της λειτουργίας του.
Χρειάστηκαν λίγα χρόνια για να γίνει ο Κάουφμαν το κέντρο του ξενόγλωσσου βιβλίου στην Ελλάδα. Μια εντυπωσιακή δραστηριότητά του ήταν η ίδρυση το 1934 ενός εκδοτικού οίκου που ονόμασε «Κασταλία», εμπνεόμενος από τη συνεργασία του με την Εύα Σικελιανού στις Δελφικές Γιορτές, όπου οι εκδόσεις είχαν δικό τους περίπτερο.
Η Κασταλία υπήρξε για την εποχή της εκδοτικό κατόρθωμα. Στους συνεργάτες της συγκαταλέγεται και ο Κ.Θ. Δημαράς που, σύμφωνα με μαρτυρίες, δούλεψε και ένα διάστημα στο βιβλιοπωλείο ως υπάλληλος, στο τμήμα της λογοτεχνίας.
Γύρω από αυτόν συγκεντρώνεται η λογοτεχνική πρωτοπορία της εποχής. Τερζάκης, Θεοτοκάς, Σεφέρης, Εμπειρίκος, Μυριβήλης, Βενέζης και άλλοι της γενιάς του ’30 εκδίδουν τα έργα τους στην Κασταλία που, όπως αναφέρει ο Κ. Χατζιώτης, εκδίδει τα περισσότερα από αυτά σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων ‒ αρκετά κοσμούνταν από χαρακτικά ή ζωγραφικούς πίνακες γνωστών καλλιτεχνών. Η Κασταλία αναβάθμισε την ποιότητα του βιβλίου, που είχε περιέλθει σε θλιβερή κατάσταση, μια εποχή που οι περισσότεροι εκδότες δεν ενδιαφέρονταν για την αισθητική πλευρά της παραγωγής τους. Κάθε νέα κυκλοφορία της αποτελούσε γεγονός, «επανάσταση» στον χώρο.
«Η περίοδος ακμής της Κασταλίας περιορίστηκε μόλις σε δύο-τρία χρόνια, συγκεκριμένα από την ίδρυσή της, το 1934, μέχρι τα μέσα περίπου του 1936. Στο διάστημα αυτό εξέδωσε περίπου 28 τίτλους, αναβαθμίζοντας σημαντικά την ποιότητα των βιβλίων με καλό χαρτί, σχέδια γνωστών καλλιτεχνών, αριθμημένα αντίτυπα κ.λπ. Η επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 υπήρξε καθοριστική, καθώς τότε η Κασταλία υποχρεώθηκε να περιορίσει σημαντικά τις εκδοτικές της δραστηριότητες.
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με τη ναζιστική εισβολή. Ο βίος της ήταν βραχύτατος, υπήρξε όμως καθοριστικός για τη διαμόρφωση της μελλοντικής πορείας του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου. Άνοιξε τον δρόμο στους νέους λογοτέχνες, των οποίων η δυναμική παρουσία ευθύς μετά τον πόλεμο θα καθόριζε την πνευματική πορεία του έθνους», συνεχίζει ο Κ. Χατζιώτης. Το τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε η Κασταλία του Κάουφμαν ήταν η «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά, το 1941.
«Δεν είχα φτάσει ακόμη στην τελευταία τάξη του γυμνασίου όταν, σπρωγμένος έν’ απόγεμα από την απροσανατόλιστη βιβλιοφιλία μου, είχα χωθεί στο παλιό και σκοτεινό μαγαζάκι του Κάουφμαν, ξεφυλλίζοντας λογής περιοδικά και βιβλία, όμως αποφεύγοντας μ’ επιδειχτική περιφρόνηση τα ποιητικά, που ‒το θυμάμαι σα σήμερα‒ τα σφιγμένα στις ρίμες των τετραστίχων τους περιεχόμενα μου ’διναν την εντύπωση μιας δεσμευτικής, κι ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενης, αισθηματολογίας, ασυμβίβαστης ολότελα με τις τότε αντάρτικες διαθέσεις μου. Ο πειρασμός, παρ’ όλα αυτά, της πολυτέλειας, κι ακόμη η παράξενη γοητεία που έπνεε πίσω από τα μαύρα και κόκκινα κεφαλαία μερικών εξωφύλλων κατανικήσανε τους στερνούς μου δισταγμούς: “Capitale de la douleur”, “Défense de savoir”, “Les Noces”… ναι, άρχισα να τα φυλλομετρώ ένα-ένα… και…», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης που πέρασε το κατώφλι του Κάουφμαν το 1935.
Ο Κάουφμαν, αν και δεν είχε σχέση με τη λογοτεχνία, ήταν διορατικός και τολμηρός έμπορος με μεγάλη αντίληψη. Tαξίδευε στην Ευρώπη, έπαιρνε ιδέες από το Παρίσι, τους εκδοτικούς οίκους και τα βιβλιοπωλεία, και δεν δίστασε να έχει στο βιβλιοπωλείο του τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις των λογοτεχνικών κύκλων της Ευρώπης, κάτι που τον καθιστούσε μοναδικό επί πολλά χρόνια.
Άλλη μια εκδοτική απόπειρα πραγματοποιείται από το βιβλιοπωλείο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τη σειρά «Confluences», της οποίας την επιμέλεια είχε ο Marcel Durant. Στο πλαίσιό της μεταφράζονται στα γαλλικά βιβλία νεοελληνικής πεζογραφίας, της Μάρως Δούκα, της Διδώς Σωτηρίου, του Γιάννη Ξανθούλη, του Πέτρου Αμπατζόγλου, του Βασίλη Βασιλικού, του Αντώνη Σουρούνη, του Μένη Κουμανταρέα, του Ν.Γ. Πεντζίκη κ.ά., όπως και γαλλικά έργα στα ελληνικά.
Την ίδια δεκαετία, το 1995, το γαλλοελληνικό λεξικό Κάουφμαν, προϊόν της μακράς συνεργασίας δυο ακαδημαϊκών, του Δημήτρη Παντελοδήμου και της Colette Lust, σημειώνει εντυπωσιακή επιτυχία. Με τη μεθοδολογία του χάραξε νέους δρόμους στη λεξικογραφία και κατά γενική ομολογία κάλυψε ένα μεγάλο κενό στη σχετική βιβλιογραφία, γιατί μέχρι τότε τα περισσότερα γαλλοελληνικά λεξικά που υπήρχαν στη διάθεση του κοινού ήταν απαρχαιωμένα.
Πίσω στο 1939, ο Κάουφμαν αναγκάστηκε να κλείσει το βιβλιοπωλείο του λόγω έλλειψης χαρτιού, όπως μου επισημαίνει ο κ. Φιλίπ Μινιόν, που εδώ και χρόνια συγκεντρώνει στοιχεία για την ιστορία του βιβλιοπωλείου με σκοπό μια μελλοντική έκδοση σε συνεργασία με την Odile Bréhier και τον Γιάννη Σκούφη του Λεξικοπωλείου. Ο Κάουφμαν άνοιξε ξανά, λίγο αργότερα, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Τότε, σύμφωνα με το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», ο Κάουφμαν ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας «Βίβλος» που ίδρυσαν στην Αθήνα οι Γερμανοί εκπρόσωποι του Γκέμπελς και του Ρίμπεντροπ, εταίροι της ημικρατικής εταιρείας Mundus που είχαν συστήσει τα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Προπαγάνδας, με συμμετοχή 50% το καθένα. Η εταιρεία αυτή είχε ως στόχο τη διάδοση της γερμανικής προπαγάνδας στις κατεχόμενες χώρες. Ο Κάουφμαν ήταν μέτοχος ως ένας από τους δύο μεγαλύτερους βιβλιοπώλες της Αθήνας εκείνη την εποχή.
Στο βιβλίο σημειώνεται ότι «περί των κινήσεων του Χέρμαν Κάουφμαν (1897-1965), όταν του προτάθηκε η συνεργασία με τους Γερμανούς, έχουμε πληροφορίες από τον τότε δικηγόρο του που χειριζόταν τις υποθέσεις του» (Χρ. Χρηστίδη, «Χρόνια Κατοχής 1941-1944: Μαρτυρίες Ημερολογίου», Αθήνα 1971, σελ. 28, 46 κ.α.). Εξ αυτών προκύπτει ότι ο Κάουφμαν δεν ενδιαφερόταν απλώς να συμμετάσχει αλλά ανησυχούσε μήπως αποκλειόταν από τη συμφωνία με τη Mundus.
Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται «ότι ήταν Ρώσος πρόσφυγας γερμανικής καταγωγής και όχι Εβραίος, όπως νομιζόταν μέχρι τότε στην Αθήνα, από το 1917 εγκαταστημένος στην Ελλάδα», πληροφορία που λύνει μια «παρεξήγηση» γύρω από την καταγωγή του Κάουφμαν, καθώς πολλοί πίστευαν ότι ήταν Εβραίος.
Για την ιστορία, η εταιρεία Mundus απασχόλησε μεταπολεμικά τη δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά ελάχιστες αναφορές ��γιναν για τη δράση της στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο κ. Μινιόν μου λέει ότι ο Κάουφμαν, όπως είχε ακούσει, αρνήθηκε να πουλά γερμανικές εφημερίδες την περίοδο της Κατοχής.
Μεταπολεμικά, το βιβλιοπωλείο γνωρίζει μέρες δόξας. Εκτός από τα λογοτεχνικά, τα σχολικά βιβλία αποτελούσαν μεγάλο κομμάτι των πωλήσεων, καθώς εκείνη την εποχή το Γαλλικό Ινστιτούτο και τα παραρτήματά του βρίσκονταν σε άνθηση και όλοι ανεξαιρέτως προμηθεύονταν τα βιβλία τους από τον Κάουφμαν. Περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και για είκοσι χρόνια ήταν αποκλειστικός πράκτορας και των μεγάλων αμερικανικών περιοδικών και εφημερίδων που φιγουράριζαν δίπλα στις ευρωπαϊκές.
Οι περισσότεροι πελάτες του θυμούνται την επί σειρά ετών υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου Ευανθία Καφετζέλη, την οποία συναντώ για να μου μιλήσει για την «καρδιά του βιβλιοπωλείου» και έναν τρόπο λειτουργίας που σήμερα φαντάζει σαν να βγήκε από σενάριο ταινίας.
Γαλλόφωνη, με σπουδές Γαλλικής Φιλολογίας, προσελήφθη στο βιβλιοπωλείο όταν ήταν 26 ετών. Ήταν πελάτισσα από τα μαθητικά της χρόνια ‒πήγαινε στις Καλόγριες‒ και η κ. Κάουφμαν, που πήρε τα ηνία του βιβλιοπωλείου μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1965, ήταν εκείνη που της έκανε συνέντευξη.
Διάφορες ιστορίες κυκλοφορούν για την οικογένεια Κάουφμαν, μία από αυτές είναι ότι η Μερόπη Κάουφμαν είχε εγκαταλείψει για ένα διάστημα τον σύζυγό της, «δραπετεύοντας» με έναν ζωγράφο στο Παρίσι. Ο Κάουφμαν είχε συνάψει σχέση και ζούσε με την κ. Σβορώνου και όταν η κ. Κάουφμαν τελικά επέστρεψε στη συζυγική εστία ζούσαν και οι τρεις στο ίδιο σπίτι, μαζί και με τον γιο των Κάουφμαν, Μπούμπη (που αντιπαθούσε πολύ την κ. Σβορώνου).
«Όταν άρχισα να εργάζομαι στον Κάουφμαν, αρχές της δεκαετίας του 1970, ήταν ένα λαμπρό βιβλιοπωλείο αλλά και ένα περιβάλλον κάπως αλαλούμ. Υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου ήταν η πριγκίπισσα Μίρσκι που έφυγε λίγο αργότερα ‒ τη θυμόμουν από μικρή, όταν αγοράζαμε τα γαλλικά βιβλία, ήταν μια πολύ αυστηρή γυναίκα.
Η κ. Κάουφμαν και ο γιος της ήταν μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι. Μιλούσαν μεταξύ τους ρωσικά και η μητέρα όλη μέρα έκανε παρατηρήσεις στον γιο, δεν τον άφηνε σε ησυχία. Κάθε μέρα ερχόταν στο βιβλιοπωλείο και μια φίλη της κ. Κάουφμαν, Ρωσίδα. Τις θυμάμαι να κάθονται στο βάθος, στο παράθυρο, και να μιλούν, όπως θυμάμαι και τον Μπούμπη να αφηγείται τον χωρισμό των γονιών του, που προφανώς τον είχε τραυματίσει πολύ.
Η κ. Κάουφμαν ήταν μια γυναίκα μορφωμένη, έξυπνη και είχε χάρη, αν και αυτό δεν το φανέρωνε το παρουσιαστικό της, καθώς δεν ήταν καλοβαλμένη. Η μόνη κοκεταρία που θυμάμαι από αυτήν είναι να πηγαίνει στου Ζορζ για να βάψει και να κόψει τα μαλλιά της», λέει η κ. Καφετζέλη.
«Οι Κάουφμαν προσλάμβαναν κορίτσια που ήταν απλώς γαλλόφωνα. Υπήρχαν συνάδελφοι από τον Λίβανο, από την Αφρική, που δεν είχαν σχέση με το αντικείμενο, έτσι το βιβλιοπωλείο είχε κάπως “φτωχύνει”, δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να γνωρίζει τα βιβλία, να έχει μια πολιτική στις παραγγελίες ή τη λειτουργία του. Όταν πήγα, σιγά σιγά αρχίσαμε να φέρνουμε κι άλλα βιβλία. Συμφωνούσε η κ. Κάουφμαν, καταλάβαινε, έβλεπε τι συνέβαινε, και υπήρχαν και εξαιρετικές συνάδελφοι· η Βίκυ Περδικομάτη στις παραγγελίες πελατών, ένα τμήμα πολύ νέο, στο οποίο παράγγελναν οι ιδιώτες, τα πανεπιστήμια και οι βιβλιοθήκες· η Μαρτίν Χατζή στο σχολικό τμήμα, που ήταν κι αυτό μεγάλο και δυνατό οικονομικά. Το βιβλιοπωλείο πήγαινε καλά, αλλά οι Κάουφμαν δεν είχαν όραμα για το μέλλον, δεν επένδυαν το κέρδος τους σε αυτό, τα τραβούσαν τα χρήματα. Ήταν λίγο μεροδούλι - μεροφάι», αφηγείται.
Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Μπούμπης Κάουφμαν πουλά το βιβλιοπωλείο στον γαλλικό οίκο Hatier-Didier, διάσημο για τα σχολικά βιβλία του, και φτάνει στην Αθήνα ως διευθυντής ο Ιταλογάλλος Ρόμολο Λιβεράνι. Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν άνθρωπο που ήξερε τον χώρο του βιβλίου ‒ είχε προηγουμένως βιβλιοπωλείο στη Γαλλία, ήξερε ανθρώπους από τον χώρο του βιβλίου, ήταν φίλος με τον τότε πολύ δραστήριο διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου, Ζαν Μαρί Ντρο.
Ο Λιβεράνι έριξε χρήματα στο βιβλιοπωλείο και διπλασίασε σχεδόν τους χώρους του. Νοίκιασε στο ίδιο κτίριο γραφεία σε όροφο, στα οποία μεταφέρθηκαν το τμήμα παραγγελιών και το λογιστήριο. Έτσι το μαγαζί στο ισόγειο επεκτάθηκε, πήρε μια ανάσα και μπορούσε πια να υποδεχτεί περισσότερο κόσμο, να έχει καλύτερα ταξινομημένα τα βιβλία και πιο οργανωμένα τμήματα, όπως το παιδικό που τοποθετήθηκε στο παλιό μικρό δωμάτιο του λογιστηρίου.
“Άλλαξε ο χώρος, παραγγείλαμε νέες βιβλιοθήκες, κάναμε τα νέα σχέδια και το βιβλιοπωλείο για αρκετά χρόνια πήγανε αρκετά καλά. Άνοιξε ένα και στη Σίνα, απέναντι από το Γαλλικό Ινστιτούτο, και ένα άλλο που είχε κυρίως τα σχολικά, στην Κιάφας. Ενώ το βιβλιοπωλείο έκανε ένα pick με τον διπλασιασμό του χώρου, είχαμε περισσότερα βιβλία, περισσότερο κόσμο, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90 πήρε την κατιούσα. Δεν ξέρω τι δεν πήγε καλά, ίσως κάτι στη διαχείριση”.
Εκείνη τη δεκαετία οι γαλλομαθείς άρχισαν να λιγοστεύουν, ενώ οι διαδηλώσεις ήταν καθημερινές κι αυτό σήμαινε χαμένες μέρες δουλειάς για τις επιχειρήσεις του κέντρου. Δεν έφτανε που έκαναν τη δουλειά τους καλά η Ευανθία, η Ραλλία ή ο Φιλίπ. Οι βιβλιοπώλες ήταν άψογοι, αλλά αυτό που έλειπε ήταν η ηθική υποστήριξη, οι «πλάτες», η επένδυση. Αν οι συνθήκες που επικρατούσ��ν στο βιβλιοπωλείο ήταν διαφορετικές, ίσως θα ήταν διαφορετικό και το μέλλον του.
Όταν έγινε αντιληπτό από τους νέους ιδιοκτήτες ότι ένα βιβλιοπωλείο δεν βγάζει εκατομμύρια, βγάζει απλώς τα έξοδά του και ένα κέρδος όχι πολύ μεγάλο, ή ότι υπάρχουν περίοδοι που μπορεί να «μπει μέσα», ο Hatier αποφάσισε ότι δεν το ήθελε και το πούλησε στον οίκο Hachette, που στην ουσία δεν ενδιαφερόταν να έχει ένα μικρό βιβλιοπωλείο αλλά την αποκλειστικότητα του γαλλόφωνου βιβλίου.
«Πήγα να δουλέψω στον Κάουφμαν το 1987», μου λέει η κ. Ραλλία Φαράκλα που από μικρό παιδί ήθελε να πουλάει βιβλία. «Είχα σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία, αλλά οι σπουδές μου ήταν πολύ “μικρές” μπροστά στη γενική κουλτούρα και τις γνώσεις που μπορούσες να αποκτήσεις δουλεύοντας εκεί. Δούλεψα σε ένα βιβλιοπωλείο μοναδικό στο είδος του, επιπέδου ευρωπαϊκού, που έδωσε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που είχαν γνώση και μεράκι να δουλέψουν, να εμπνευστούν για να στηθεί αυτή η συνθήκη που θυμούνται πολλοί ακόμα και σήμερα.
Όταν προσλήφθηκα, με προόριζαν για το βιβλιοπωλείο της Σίνα, ευτυχώς όμως έμεινα στη Σταδίου γιατί εκεί έμαθα πραγματικά τη δουλειά, εκεί ήταν η “καρδιά” της επιχείρησης. Το βιβλιοπωλείο το είχε ακόμα ο Hatier, ήταν στα καλά του και με πολύ δυνατά τμήματα ‒ αυτή ήταν, πιστεύω, η τελευταία περίοδος ακμής του. Έμαθα δίπλα στην Ευανθία. Σκέφτομαι ακόμα και σήμερα, “αυτή είναι βιβλιοπώλης, όχι αστεία”. Ήταν μια περίπτωση καταπληκτική, κι εμένα μου άρεσε να μαθαίνω, διψούσα, το έψαχνα και έμαθα πολλά».
«Πήγα στον Κάουφμαν το 1988, ήταν το τέλος της χρυσής εποχής. Σχηματίζονταν ουρές για τα σχολικά βιβλία, θυμάμαι, και ένας αστυνομικός στη Σταδίου έκανε τον “τροχονόμο”. Ήταν και η χρυσή εποχή του Γαλλικού Ινστιτούτου και αυτές οι ιστορίες πήγαν κάπως παράλληλα», λέει ο Φιλίπ Μινιόν. «Όταν πουλήθηκε το βιβλιοπωλείο στον Hachette το 1989-90 άλλαξε εντελώς η πολιτική, τους ενδιέφεραν μόνο οι πωλήσεις. Όσα βιβλιοπωλεία αγόρασε και στο εξωτερικό ο Hachette στη συνέχεια τα έκλεισε. Ο Κάουφμαν ήταν πολύ “μικρός” για μια πολυεθνική. Έδιωξαν τον Λιβεράνι και από τότε άρχισαν τα προβλήματα».
«Τι έκανε τον Κάουφμαν μοναδικό; Δεν υπήρχε άλλο γαλλικό βιβλιοπωλείο τέτοιας γκάμας, δεν ήταν σούπερ-μάρκετ, ήταν ένα βιβλιοπωλείο με άποψη και επιλογές», λέει η κ. Φαράκλα. «Υπήρχε και ένα ρίσκο στις επιλογές, που το παίρναμε. Παραγγέλναμε βιβλία που δεν τα ήξερε κανένας, είχαμε κάποια που τα έψαχνες ακόμα και στο εξωτερικό. Όλο αυτό συνέβαινε γιατί ο καθένας μας έβαζε σοβαρή προσωπική δουλειά. Ήταν ένα πολύ διαφορετικό βιβλιοπωλείο, ακόμα και οι βιτρίνες μας ήταν θεματικές και ο ημιώροφος, το πατάρι, ήταν ένα γενικό βιβλιοπωλείο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από άλλα μεγάλα βιβλιοπωλεία, κι ας φαινόταν μικρό».
Ως υπεύθυνη και στο πολύ καλ�� και οργανωμένο τμήμα με βιβλία τέχνης, αισθητικής, αρχιτεκτονικής, κινηματογράφου και ντιζάιν, μου υπενθυμίζει ότι εκείνη την εποχή τα βιβλία που είχαν σχέση με την τέχνη ήταν σπάνια και δυσεύρετα. Η Σχολή Καλών Τεχνών ήταν πελάτης, κάτι που έφερνε στο πατάρι πολλούς καλλιτέχνες, ενώ υπήρχαν και μεγάλοι σημαντικοί κατάλογοι εκθέσεων του εξωτερικού που δεν κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα, και οι αντιπρόσωποι από την Tate, το Guggenheim και άλλα μουσεία έφταναν στον Κάουφμαν για να τους πουλήσουν. «Αν η δημοφιλία συνδέεται με την εμπορικότητα, σίγουρα πολύ δημοφιλή ήταν τα βιβλία τσέπης, αφού το ξενόγλωσσο βιβλίο ήταν πολύ ακριβό».
«Κάποια στιγμή άρχισα να παραγγέλνω και αγγλικά βιβλία, όχι πολλά, επειδή δεν έβγαιναν όλα στα γαλλικά. Στη συνέχεια τα αγγλικά βιβλία τσέπης πήγαν καλά. Οι βιβλιοπώλες στον Κάουφμαν ξέραμε το βιβλίο, τι συμβαίνει στην Ευρώπη, ποιες ήταν οι τάσεις. Περνούσα άπειρο χρόνο διαβάζοντας ξένο Τύπο, πέρα από τη “Monde” της Παρασκευής που είχε λογοτεχνία. Διάβαζα δεκάδες ξένα περιοδικά για να ενημερώνομαι για όσα συνέβαιναν στο σινεμά, την τέχνη, τη φιλοσοφία», λέει η κ. Καφετζέλη.
«Το σύστημα του Κάουφμαν, που ήταν βιβλιοπωλείο πολύ αγαπητό, ήταν τρομερά ενημερωμένο», λέει ο κ. Μινιόν. «Εκτός από τη Γαλλία και την Ευρώπη, είχαμε πολύ καλές σχέσεις με όλους τους αντιπροσώπους των διεθνών οίκων που ερχόντουσαν και δύο φορές τον χρόνο στην Ελλάδα ‒ αυτό έπαιζε μεγάλο ρόλο στην ενημέρωση του βιβλιοπωλείου. Ξέραμε ποια βιβλία θα κυκλοφορούσαν δυο-τρεις μήνες πριν από την κυκλοφορία τους. Δεν υπήρχε ίντερνετ αλλά είχαμε το “Livres Hebdo” που το διαβάζαμε όλοι, από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, για να δούμε τι κυκλοφορεί.
Ήμουν υπεύθυνος για τα λογοτεχνικά, τα παιδικά, τα κόμικς, ό,τι έβγαινε στη Γαλλία με επιτυχία έπρεπε να το έχουμε κι εμείς. Αν και δεν ήμασταν βιβλιοπωλείο “τουριστικό”, είχαμε και αρκετούς τουρίστες πελάτες που έπαιρναν οδηγούς και ελληνική λογοτεχνία στα γαλλικά, ακόμα και βιβλία μαγειρικής. Νομίζω η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία ήταν το λεξικό του Κάουφμαν. Aπ’ όλες τις εκδόσεις του έχει κάνει τις μεγαλύτερες πωλήσεις γιατί, όταν βγήκε, δεν υπήρχε λεξικό γαλλικό καλό, ήταν όλα άθλια».
«Υπήρξε μια εποχή που είχαμε αναπτύξει δραστηριότητα και εκτός του βιβλιοπωλείου. Βγάζαμε ένα φυλλάδιο με τις εκδόσεις που φιλοξενούσαμε, διοργανώσαμε έκθεση παιδικού βιβλίου, ωστόσο πιστεύω ότι ήταν η αγάπη για τη μάθηση ‒που δεν έχει τέλος, αν αγαπάς αυτήν τη δουλειά‒ και η δημιουργική σχέση μας με την πελατεία που κούρδιζαν τον τρόπο που λειτουργούσε ένα βιβλιοπωλείο όπως ο Κάουφμαν. Αυτά τα συστατικά τον έκαναν “μεγάλο βιβλιοπωλείο”», λέει η κ. Καφετζέλη. «Νιώθαμε ότι ήμασταν σε διαδικασία διαρκούς μάθησης, το πάρε-δώσε με τους πελάτες και τα βιβλία, οι συζητήσεις, ήταν μια κατάσταση ανεπα��άληπτη».
«Υπήρχαν άνθρωποι με τους οποίους συνδεθήκαμε και μας έδειχναν τον θαυμασμό τους, μερικές φορές και για τυχαίους λόγους, ας πούμε επειδή ήθελαν δέκα βιβλία και τα γνωρίζαμε όλα. Μερικά πράγματα είναι λιγότερο τυχαία, βέβαια, αναπτύξαμε μια φιλαναγνωσία, ένα ταλέντο, την ικανότητα να πουλάμε αυτό που πιστεύαμε. Πιστέψαμε στο βιβλίο καλής ποιότητας, αυτό που μάθαμε κι εμείς βήμα-βήμα, δουλεύοντας ως βιβλιοπώλες. Τέλειωσε ο Κάουφμαν και τέλειωσαν και όλα αυτά. Συγκινούμαι όταν βλέπω ανθρώπους με τους οποίους δεν είχα στενή σχέση ή ήταν πελάτες άλλων τμημάτων να χαίρονται όταν με βλέπουν ‒η χαρά είναι αμοιβαία φυσικά», λέει η κ. Φαράκλα.
«Ξέραμε τα γούστα πολλών πελατών μας και μόλις τους βλέπαμε ετοιμάζαμε μια ντάνα με βιβλία που μπορεί να τους ενδιέφεραν. Κάθε τμήμα είχε διαφορετική πελατεία. Θυμάμαι, ερχόταν ο κ. Χατζόπουλος, ο σύζυγος της Έλγκας Καββαδία, της ανιψιάς του Νίκου Καββαδία, που διάβαζε πολλά γαλλικά και αγγλικά βιβλία, και του τα έβαζα σε ένα καροτσάκι λαϊκής που είχε μαζί του, να μη βλέπει η γυναίκα του πόσα αγόραζε και τον μαλώνει», θυμάται ο κ. Μινιόν.
«Σε βιβλιοπωλεία αυτού του στυλ, προκειμένου να επιβιώσουν, χρειάζεται ένας διάδοχος ή μια διεύθυνση που να έχει ταλέντο, πίστη και “μάτι”. Το “μάτι” του βιβλιοπωλείου για πολλά χρόνια ήμασταν οι υπάλληλοί του, βλέπαμε αυτά που έρχονταν και μπορούσαν να δουλέψουν, που είχαν σχέση με την Ελλάδα, ξέραμε κάθε βιβλίο που υπήρχε στα ράφια μας, τίποτα δεν έμενε αδιάβαστο. Σκέφτομαι σήμερα ότι ήξερα κάθε βιβλίο και πού βρισκόταν. Είχαμε ένα σύστημα με μικρές καρτέλες όπου αναγράφονταν όλα τα στοιχεία του βιβλίου, αυτό για τη μνήμη ήταν ό,τι καλύτερο. Παλέψαμε με τη Ραλλία να το κρατήσουμε αυτό το σύστημα όταν πουλήθηκε η επιχείρηση στους τελευταίους ιδιοκτήτες, αλλά δεν τα καταφέραμε».
Το βιβλιοπωλείο πουλήθηκε από τον Hachette το 1999 στην εταιρεία «Γιαννίκος, Σταυρόπουλος, Καλδής» που ήταν χονδρέμποροι βιβλίου. Με τα ξενόγλωσσα βιβλία είχαν πολύ μικρή σχέση.
Εκτός από την αλλαγή στο καθεστώς ιδιοκτησίας, άλλαξε και η πελατεία. Άνθρωποι που ψώνιζαν τα βιβλία σε ντάνες και επισκέπτονταν το βιβλιοπωλείο συχνά, άρχισαν να ψωνίζουν από την Amazon, ενώ υποχώρησε και η αγορά του γαλλόφωνου βιβλίου. Ο Κάουφμαν έπρεπε να εκσυγχρονιστεί. Με επιστολή τους το 1996 οι υπάλληλοι ζητούν από τον διευθυντή της επιχείρησης την εγκατάσταση κλιματιστικής μονάδας: «Έχει περάσει μία και πλέον δεκαετία από τότε που οι πελάτες δεν είναι πάντα ικανοποιημένοι όταν στριμώχνονται στους στενούς χώρους του και δεν παραμένουν πολύ στο κατάστημα, γινόμαστε δέκτες παραπόνων γιατί η θερμοκρασία στο κατάστημα είναι πολύ υψηλή».
«Η φθορά ξεκίνησε όταν άρχισαν να μειώνονται πολύ οι παραγγελίες. Τότε καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά, αν και μας καθησύχαζαν. Έφτανε καλοκαίρι, ας πούμε, και δεν είχαμε τα στάνταρ βιβλία που πουλούσαμε, και κάποιοι πελάτες ήταν αδύνατο να καταλάβουν γιατί δεν έρχονταν τα βιβλία τους. Πολλοί έστελναν επιστολές και το συζητούσαν, αλλά κανένας δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε ακριβώς», λέει η κ. Φαράκλα.
Το 2008, ο καθηγητής πανεπιστημίου Τ. Μ. αποστέλλει επιστολή προς τη διεύθυνση του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν Α.Ε. «ως γαλλοτραφές μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας της χώρας και επικαλούμενος την προνομιακή σχέση που διατηρεί επί σειρά ετών με το βιβλιοπωλείο», ζητώντας «να δώσετε καινούργια δυναμική στον μοναδικό αυτό φάρο της γαλλικής κουλτούρας….. Εμπλουτίστε ακόμα πιο πολύ την παρουσίαση της γαλλικής πνευματικής παραγωγής», γράφει, «και περιορίστε σε ανεκτά όρια τα χρονικά περιθώρια των αιτημάτων των πελατών σας». Ο καθηγητής επισημαίνει ακόμα τη συνεχώς διογκούμενη μετατόπιση των πνευματικών ενδιαφερόντων των νεότερων κυρίως γενεών προς τον αγγλοσαξονικό χώρο.
«Στα τέλη του 2008, όμως, το βιβλιοπωλείο προκαλούσε πλέον μελαγχολία στους επίμονους επισκέπτες του», γράφει στο βιβλίο του ο Ν. Μπακουνάκης. «Τα ράφια του άδειαζαν, καινούργια βιβλία δεν έρχονταν, οι παραγγελίες δεν εκτελούνταν και κάποιες ανεπιβεβαίωτες φήμες εμφάνιζαν τους τελευταίους ιδιοκτήτες του να αναζητούν διάδοχη κατάσταση. Ένα από τα ωραιότερα σαλόνια της πόλης με τη στανταλική έννοια, ένας χώρος μητροπολιτικής ή urban κουλτούρας, πλησίαζε στο τέλος του».
Το 2009, η επιχείρηση, μέσα σε μια παρατεταμένη παραφιλολογία περί ύπαρξης προβλημάτων, κάνει αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα ώστε να αποφύγει τις πιέσεις των πιστωτών της και μέσω δικαστικών αποφάσεων να κερδίσει χρόνο, να αναδιαπραγματευτεί τα χρέη της και ετοιμάσει σχέδιο διάσωσης της εταιρείας, χωρίς να θιγούν οι θέσεις των περίπου τριάντα εργαζομένων.
Ο Σύλλογος Βιβλίου-Χάρτου, την ίδια χρονιά, με ανακοίνωσή του, επισημαίνει ότι ο Κάουφμαν, με τρία βιβλιοπωλεία σε Σταδίου, Σίνα και Κιάφας, αποθήκη στον Κολωνό, τμήματα προώθησης και προμηθειών δημοσίου «πωλείται και δεν πωλείται». Είναι το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Οι εργαζόμενοι έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν με τις εξελίξεις που προμηνύονται.
«Οι εργαζόμενοι, οι περισσότεροι επί χρόνια στη δουλειά, με αγάπη, γνώση και ειδίκευση στο αντικείμενό τους κινήθηκαν όταν κατάλαβαν ότι η εταιρεία “αποφεύγει” να δώσει εξηγήσεις και παράλληλα ετοιμάζει “κόλπα απομάκρυνσης” των εργαζομένων», γράφει η «Ελευθεροτυπία» τον Ιούλιο του 2010.
Την ίδια χρονιά, τον Φεβρουάριο, δεκατέσσερις εργαζόμενοι, ανάμεσά τους η κ. Φαράκλα και ο κ. Μινιόν, έκαναν επίσχεση εργασίας, με την εταιρεία να ερμηνεύει την κίνηση ως καταχρηστική, αδικαιολόγητη και λύση της εργασιακής σχέσης. Τότε το Πρωτοδικείο όρισε ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης των εργαζομένων την 21η Φεβρουαρίου 2012 (η συζήτηση θα αποζημίωνε με κάποιον τρόπο ουσιαστικά, αλλά όχι τυπικά, τους άνεργους εργαζόμενους του Κάουφμαν).
Η οικονομική κρίση, ο αδυσώπητος ανταγωνισμός και η καταστροφή του κέντρου της Αθήνας οδήγησαν σε ασφυξία την κατάσταση του βιβλιοπωλείου, η φθορά του δεν ήταν πλέον αναστρέψιμη κι έτσι έκλεισε οριστικά και άδοξα τις πόρτες του τον Αύγουστο του 2012. Η ιστορία του δεν πρόκειται να επαναληφθεί.
Η κ. Ευανθία Καφετζέλη συνταξιοδοτήθηκε το 2011, όταν οι υπάλληλοι είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, η πόλη είχε αλλάξει και η οικονομική κρίση είχε γίνει ορατή. Η κ. Ραλλία Φαράκλα συνταξιοδοτήθηκε όταν έκλεισε το βιβλιοπωλείο και ο κ. Φιλίπ Μινιόν ακολούθησε τον Λιβεράνι ‒που σήμερα ζει στη Γαλλία‒ για μια δεκαετία στο Ανοιχτό Βιβλίο, στην οδό Σόλωνος, όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Τα αρχεία του Κάουφμαν χάθηκαν, όταν οι υπάλληλοι, καθαρίζοντας κάποιες αποθήκες, τα πέταξαν στα σκουπίδια, μη αναγνωρίζοντας την αξία τους.
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
14 notes
·
View notes
Text
Συγκλονιστικό βίντεο δείχνει πώς η «Σπηλιά του Θανάτου» σκοτώνει ό,τι μπαίνει μέσα
Οτιδήποτε βρεθεί στην είσοδό του έχει τραγική κατάληξη Ανατριχιάζει ένα βίντεο που εμφανίστηκε στο διαδίκτυο από το διαβόητο «Σπήλαιο του Θανάτου» της Κόστα Ρίκα, καθώς ο θάλαμος που στερείται οξυγόνου σβήνει έναν γιγάντιο πυρσό σε δευτερόλεπτα. Το κλιπ δείχνει έναν ξεναγό να κυματίζει έναν μεγάλο πυρσό με μια μεγάλη φλόγα στο στόμιο του σπηλαίου της Κεντρικής Αμερικής. Σε λιγότερο από επτά…
View On WordPress
0 notes