#μυθιστόρημα της μιας μέρας
Explore tagged Tumblr posts
antonispetrides · 5 years ago
Text
"Εκεί που ζούμε": για το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη
"Εκεί που ζούμε": για το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη
Αυτή πιο κάτω ήταν η πρώτη μου αντίδραση, όταν διάβασα, το καλοκαίρι που μας πέρασε, το μυθιστόρημα Εκεί που ζούμε του Χρίστου Κυθρεώτη (2019), το δεύτερο βιβλίο ενός συγγραφέα που υποσχέθηκε πολλά με την πρώτη, βραβευμένη του συλλογή διηγημάτων (Μια χαρά, Εκδόσεις Πατάκη, 2014) και ήδη, με το Εκεί που ζούμε, ξεκίνησε να εκπληρώνει τις υποσχέσεις του:
Tumblr media
Η φωτογραφία είναι από παρουσίαση του…
View On WordPress
0 notes
justforbooks · 2 years ago
Photo
Tumblr media
ΤΗΝ 1η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1945 ο Χανς Φάλαντα παντρεύτηκε την Ούρσουλα Λος, χήρα του καλλιτέχνη Κουρτ Λος, που ήταν κληρονόμος μιας μεγάλης οικογένειας βιομηχάνων. Η Ούρσουλα ήταν κατά τριάντα χρόνια μικρότερή του και εθισμένη, όπως κι εκείνος, στο αλκοόλ και στη μορφίνη. Το νιόπαντρο ζευγάρι μετακινήθηκε, μετά τον γάμο του, στο Φέλντμπεργκ του Μεκλεμβούργου. Εκεί ο Φάλαντα υποδέχτηκε με έναν «θριαμβικό» λόγο τα σοβιετικά στρατεύματα που έφτασαν στην πόλη ως ελευθερωτές. Η νέα εξουσία επέβαλε τον Φάλαντα ως δήμαρχο στην πόλη. Αλλά τα καθήκοντα του αξιώματος αυτού ήταν πολύ σκληρά για τον συγγραφέα. Εγκατέλειψε το αξίωμα και επέστρεψε, με την Ούρσουλα, στο Βερολίνο.
Αυτό το επεισόδιο από τους τελευταίους μήνες της ζωής του Φάλαντα, ο οποίος πέθανε το 1947 σε ηλικία 53 ετών, βρίσκεται στον πυρήνα του μυθιστορήματός του Ο εφιάλτης, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1946 και εκδόθηκε το 1947. Το μυθιστόρημα περιγράφει, ουσιαστικά με ακρίβεια ντοκιμαντέρ, αν και καθαρή μυθοπλασία, τη ζωή των καθημερινών Γερμανών τους μήνες από τον Απρίλιο του 1945 έως τον Αύγουστο του 1946. Στον πρόλογο που έγραψε ο Φάλαντα τον Αύγουστο του 1946 παρουσιάζει το μυθιστόρημά του ως «ιατρική αναφορά», ως την ιστορία «της γενικής απάθειας που τον Απρίλιο του 1945 κυρίευσε το μεγαλύτερο και αξιοπρεπέστερο κομμάτι του γερμανικού λαού ‒ απάθειας από την οποία πολλοί ακόμη υποφέρουν».
Οι βασικοί πρωταγωνιστές στον Εφιάλτη είναι το ζεύγος Ντολ, ο χερ Ντολ, συγγρα��έας, και η κατά πολύ νεότερή του Άλμα Ντολ, χήρα, όπως και η Ούρσουλα. Ο χερ Ντολ είχε υποφέρει πολύ από τους ναζί: «Τον είχαν κυνηγήσει, τον είχαν ανακρίνει, τον είχαν συλλάβει, είχαν απαγορεύσει τα βιβλία του». Τους μισούσε γιατί είχαν καταστρέψει τον γερμανικό λαό. Το μίσος του για τους ναζί ήταν τόσο βαθύ, ώστε ακόμη και η λέξη «φαιό» τού ήταν αποκρουστική. «Έβαφε, μπογιάτιζε οτιδήποτε φαιό έβλεπε γύρω του». Οι Ντολ ζούσαν σε μια μικρή πόλη κοντά στο Βερολίνο, κάπου στα ανατολικά, και εκεί έζησαν τις μέρες της κατάρρευσης του ναζιστικού καθεστώτος και την είσοδο του Κόκκινου Στρατού. Την ημέρα του εορτασμού της νίκης οι Ρώσοι ζήτησαν από τον αντιναζί Ντολ να μιλήσει στους συμπολίτες του για τη σημασία της ημέρας. Στην πλατεία του Διοικητηρίου συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι, όλοι αυτοί που μέχρι πριν από τρεις εβδομάδες φώναζαν «χάιλ, Χίτλερ». Τώρα είναι έτοιμοι να ζητωκραυγάσουν για τον Κόκκινο Στρατό και τον αρχιστράτηγο Στάλιν, σηκώνοντας μάλιστα το δεξί τους χέρι, όπως έκαναν τόσα χρόνια, πιστεύοντας βέβαια ότι στο τέλος της μέρας θα πάρουν ένα κομμάτι ψωμί και κρέας. Μετά απ’ αυτά ο Ντολ «διατάχτηκε» από τους Ρώσους να γίνει δήμαρχος. Δεν είχε το περιθώριο να αρνηθεί. Και μολονότι η Άλμα τον είχε απειλήσει ότι θα πέσει στη λίμνη αν γινόταν δήμαρχος, δεν πραγματοποίησε την απειλή της.
Από τις βασικές δουλειές του Ντολ ως δημάρχου ήταν να ξεκαθαρίσει ποιοι από τους ναζί ήταν οι συμπαθούντες και ποιοι οι ένοχοι εγκληματίες. Βέβαια, οι πραγματικοί «φίρερ» είχαν διαφύγει στη Δύση. «Αλλά και οι μικροί εθνικοσοσιαλιστές ήταν εξίσου αποκρουστικοί με τον τρόπο τους». Ο δήμαρχος Ντολ ήθελε να τους ξετρυπώσει από τις κρυψώνες τους όπου είχαν προλάβει να χωθούν, να τους απομακρύνει από πόστα εξουσίας, να τους πάρει ό,τι είχαν ληστέψει με απάτες, εκβιασμούς και κλεψιές, να κατασχέσει τις προμήθειές τους σε τρόφιμα, να δώσει τα μεγάλα σπίτια τους στους άστεγους που είχε αφήσει πίσω του ο πόλεμος.
Ο Χανς Φάλαντα ξεγυμνώνει εδώ τον καθημερινό Γερμανό, δίνοντάς μας εκπληκτικά πορτρέτα «ασήμαντων» ανθρώπων, αλλά κυρίως αποκαλύπτοντας τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της ανθρώπινης συνθήκης. Για παράδειγμα, ο ζυθοποιός Τσάχες, που ήταν μονίμως στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Όταν οι ναζί ανέβηκαν στην εξουσία, το 1933, γράφτηκε στο κόμμα. Η πολιτική δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Τον ενδιέφεραν μόνο τα δικά του κέρδη. Έβγαζε από τη μέση τους μη κομματικούς ανταγωνιστές του, εκμεταλλευόταν την κομματική θέση του σε όλα τα συμβούλια και τις επιτροπές, σπιούνευε, έπαιρνε με το ζόρι την παραγωγή των αγροτών και την πούλαγε στη μαύρη αγορά, έκλεβε ασύστολα. Αυτόν τον επινοημένο χαρακτήρα-τύπο ανακρίνει ο δήμαρχος Ντολ στο μυθιστόρημα του Φάλαντα.
Μετά την ανάκριση του Τσάχες, ο χερ Ντολ πέφτει βαριά άρρωστος. Η πίεση που ��έχεται από τους συμπολίτες του αλλά και οι αυταπάτες που έτρεφε, η απογοήτευση, τον οδηγούν σε μια βαθιά κατάθλιψη που εκδηλώνεται με ένα είδος απάθειας. «Καμιά προσπάθεια δεν άξιζε να γίνει, όλα ήταν μάταια». Μαζί του αρρωσταίνει και η γυναίκα του. Το ζεύγος Ντολ μπαίνει στο νοσοκομείο. Την 1η Σεπτεμβρίου 1945 ο κύριος και η κυρία Ντολ αποφασίζουν, παρόλο που είναι ακόμη άρρωστοι, να εγκαταλείψουν το νοσοκομείο και τη μικρή πόλη και να φύγουν για το Βερολίνο. Αν και «γκρεμισμένο, καμένο και σακατεμένο», το Βερολίνο ήταν η μόνη τους ελπίδα για να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Το τρένο, με σπασμένα τζάμια και βρόμικο, ήταν γεμάτο εξαθλιωμένους ανθρώπους, φορτωμένους με μικρά σακίδια, λίγες πατάτες, αλεύρι, δυο-τρείς οκάδες μπιζέλια, τροφή για μία εβδομάδα το πολύ. Το Βερολίνο, όμως, αποδεικνύεται εφιάλτης για το ζεύγος Ντολ. Η αρρώστιά τους επιδεινώνεται, μπαινοβγαίνουν σε άσυλα και νοσοκομεία και η μόνη τους ανακούφιση/ψευδαίσθηση είναι η μορφίνη.
Το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος τιτλοφορείται «Η θεραπεία». Με αυτό η αφήγηση οδηγείται στο τέλος. Δεν αποκαλύπτουμε τις λεπτομέρειές του προς χάριν των αναγνωστών. Ας ανακαλύψουν αυτοί το τέλος.
Ο Φάλαντα είναι ο συγγραφέας των μεγάλων μυθιστορημάτων για την εποχή της Βαϊμάρης, που έχουν αγαπήσει εκατομμύρια αναγνώστες σε όλον τον κόσμο ‒ και στην Ελλάδα, όπου ο συγγραφέας διαβάζεται με φανατισμό. Το έργο του σε βυθίζει σε βαθιά σκοτεινιά, πράγμα που συμβαίνει και με το μυθιστόρημα Ο εφιάλτης. Φτάνοντας όμως στην τελευταία σελίδα, έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου, διαπιστώνεις τελικά ότι αυτό το βιβλίο είναι αισιόδοξο και σου δίνει όπλα για να πολεμήσεις τις δυσκολίες, σαν ένας αποτελεσματικός οδηγός επιβίωσης. Το λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας: «Δεν έχουν σημασία τα ερείπια, σημασία έχει η ζωή».
Οι μεταφραστές Άγγελος Αγγελίδης και Μαρία Αγγελίδου υπογράφουν μια απολαυστική μετάφραση που σε κάνει, προς στιγμήν, να πιστεύεις ότι η πρωτότυπη γλώσσα του Εφιάλτη είναι τα ελληνικά.
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
9 notes · View notes
1tvchannelnews · 6 years ago
Photo
Tumblr media
New Post has been published on http://1tvchannel.eu/%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%bf-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf-%cf%83%cf%84%ce%bf-%cf%83%ce%b9%ce%bd%ce%b5%ce%bc%ce%ac-%ce%bf-%cf%83%cf%85%ce%bb%ce%bb%ce%ad%ce%ba%cf%84%ce%b7%cf%82/
Από το Βιβλίο στο Σινεμά: «Ο Συλλέκτης» του Γουίλιαμ Γουάιλερ
Το 1965, βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ, μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζον Φόουλς. Πρωταγωνιστούν ο Τέρενς Σταμπ και η Σαμάνθα Έγκαρ, σε μία ταινία που απέσπασε τρεις Υποψηφιότητες για Όσκαρ. Προβάλλεται με ελεύθερ�� είσοδο στο 8ο Φεστιβάλ Θερινού Κινηματογράφου, δίνοντας μας την ευκαιρία να την ξαναθυμηθούμε, επί της μεγάλης οθόνης.
Αφιέρωμα «Κλασικά Εικονογραφημένα»
Το 8ο Φεστιβάλ Θερινού Κινηματογράφου της Αθήνας (8th Athens Open Air Film Festival) συνεχίζει τη σταθερή συνεργασία με το British Council προτείνοντας κλασικά αριστουργήματα του Βρετανικού κινηματογράφου, ανάμεσά τους και μερικές από τις κορυφαίες διασκευές λογοτεχνικών έργων στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κλασικά Εικονογραφημένα: Διαβάζοντας στη Μεγάλη Οθόνη» που διατρέχει το φετινό πρόγραμμα.
Η αρχή έγινε με τον «Χρυσοδάκτυλο» του Γκάι Χάμιλτον, πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι, ενώ ακολούθησε η προβολή του «Στοιχειωμένου Πύργου» του Ρόμπερτ Γουάιζ και «Τα Απομεινάρια Μιας Μέρας» (The Remains of the Day), σε σκηνοθεσία του Τζέιμς Άιβορι. Τη σκυτάλη πλέον παίρνει «Ο Συλλέκτης» (The Collector) του Γουίλιαμ Γουάιλερ.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr
0 notes
justforbooks · 7 years ago
Photo
Tumblr media
Η ημερήσια διάταξη στις 20 Φεβρουαρίου 1933: Η αφήγηση μιας συνηθισμένης μέρας, σε αυτόν τον βαρύ χειμωνιάτικο μήνα στο Βερολίνο, κατά την οποία λαμβάνει χώρα, στα άνετα σαλόνια του Ράιχσταγκ, η μυστική σύσκεψη είκοσι τεσσάρων βαρόνων της γερμανικής βιομηχανίας με υψηλόβαθμους αξιωματούχους του ναζιστικού καθεστώτος. Στόχος, να «περάσουν από το ταμείο» για να χρηματοδοτήσουν την άνοδο και σταθεροποίηση στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και του αποτρόπαιου αρχηγού του. Είμαστε στον «παράδεισο της βιομηχανίας και των χρηματοοικονομικών», μαζί με τους Krupp, Opel, Siemens, Telefunken, Agfa, IG Farben…
12 Μαρτίου 1938: Στην ημερήσια διάταξη βρίσκεται η προσάρτηση της Αυστρίας. Τα επίκαιρα απαθανάτισαν μια εικόνα μηχανοκίνητων στρατευμάτων, τρομερής ισχύος, την εικόνα μιας σύγχρονης εκδοχής της ειμαρμένης. Ωστόσο, πίσω από τη στομφώδη προπαγάνδα του Γκαίμπελς υπήρξε ένας πόλεμος-αστραπή της συμφοράς, με τα πάντσερ ακινητοποιημένα, λόγω μηχανικής βλάβης, στους αυστριακούς δρόμους… Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον μύθο! Η ιστορία των παρασκηνίων της εγκαθίδρυσης του ναζιστικού καθεστώτος, ένα σύμφυρμα από πραξικοπηματικές ενέργειες και ωραία λόγια, μια σειρά από οργίλες τηλεφωνικές κλήσεις και χονδροειδείς απειλές, φανερώνει μια εντελώς διαφορετική πλευρά, πολύ λιγότερο ένδοξη. Η σκωπτική παρουσίαση αυτής της πραγματικότητας είναι αριστουργηματική. Η ορμητική αφήγηση συγκλονίζει. Η γραφή του Eric Vuillard αποκαθιστά στην αλληλουχία των γεγονότων το πραγματικό (ευτελές και αξιοθρήνητο) συναισθηματικό της φορτίο, το εύθραυστο της στιγμής. Ο συγγραφέας θέλει να μας θυμίσει ότι τις περισσότερες φορές αυτό που καθιστά κάποιον αήττητο δεν είναι οι περιστάσεις, αλλά η δική μας συναίνεση και οι συμβιβασμοί των ισχυρών. Γιατί η καταστροφή δεν είναι πάντοτε μοιραία…
Η γραφή είναι άψογη, λαμπρή μάλιστα. Ο συγγραφέας χειρίζεται με μαεστρία τη μετωνυμία, τον υπαινιγμό και την ειρωνεία. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, νιώθεις σαν να μπαίνεις στην Ιστορία παίρνοντας μέρος σε μια διάρρηξη, σαν να συνοδεύεις τον κλέφτη και να ζεις μαζί του το γεγονός. Τα αφηγήματα του Eric Vuillard ρίχνουν στο χθες ένα διαφορετικό φως, με τη βοήθεια μιας γραφής έντονης και πυκνής, που ισορροπεί ανάμεσα στην κόψη του ξυραφιού και μια απέραντη τρυφερότητα για τους ανθρώπους.
Ούτε μυθιστόρημα, ούτε ιστορικό αφήγημα, ούτε δοκίμιο, τοποθετείται σε μια περιοχή όπου η γραφή οφείλει να σφυρηλατήσει το είδος της. Η λογοτεχνική γραφή λέει αυτό που δεν είναι ορατό. Ο Vuillard δανείζεται τη γνωστή θέση της Χάνα Άρεντ περί κοινοτοπίας του κακού, για να μπορέσει να κατανοήσει την παθητικότητα του γερμανικού λαού. Δύσκολα επιρρίπτουμε την ευθύνη σε κάποιον. Η δειλία κυβερνά τον κόσμο. Ωστόσο, ένοχοι υπάρχουν. Δεν είναι οι απλοί άνθρωποι που βλέπουμε να χειροκροτούν τον Γκαίμπελς στα κινηματογραφικά επίκαιρα της εποχής. Ο Vuillard καλεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου είκοσι τέσσερις ανθρώπους που, στις 20 Φεβρουαρίου του 1933, αποδέχονται την πρόσκληση του Χίτλερ. Δεν είναι απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι. Ονομάζονται Krupp, Opel, Siemens, Telefunken… Μια συμμορία εγκληματιών και μαφιόζων, με μόνο σκοπό το κέρδος. Αυτοί είναι οι ένοχοι για τις μαζικές εξοντώσεις· παράλληλα, όμως, υπήρξαν και οι απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι, που δεν ήταν ούτε ήρωες ούτε καθάρματα, ενώ υπήρξαν και κάποιοι που προτίμησαν να αυτοκτονήσουν.
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
2 notes · View notes
justforbooks · 7 years ago
Photo
Tumblr media
Ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός συγγραφέας σε μία μακάρια, σοφή συνέντευξη του στα 85 του χρόνια.
Ο Φίλιπ Ροθ είναι ένας εν ζωή πολυβραβευμένος θρύλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών. Πριν από λίγους μήνες έγινε 85 ετών και προσφάτως παραχώρησε μετά από καιρό μία μεγάλη, αυτοβιογραφική συνέντευξη στους New York Times, γεμάτη από σοφία, λεπτό χιούμορ κάποτε και κυνισμό που φλερτάρει με την αλαζονεία, αποτελεί, όμως, ακόμη ένα δείγμα της υψηλής συγγραφής νοημοσύνης του. Να μερικά απ' όσα μοιράστηκε με το αναγνωστικό κοινό που τον ακολουθεί πιστά εδώ και δεκαετίες.
Όταν τον ρώτησαν αν αισθάνεται ηλικιωμένος στα 85: «Βασικά χαίρομαι που είμαι ακόμη ζωντανός. Είναι σα να παίζεις ένα παιχνίδι, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, μήνα με τον μήνα, ένα παιχνίδι με υψηλό ρίσκο, κόντρα στις πιθανότητες και απλώς συνεχίζω να κερδίζω, γνωρίζοντας φυσικά ότι μπορεί να χάσω ανά πάσα στιγμή. Θα δούμε για πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή μου η τύχη».
Του λείπει η συγγραφή: «Όχι καθόλου. Κι αυτό γιατί οι συνθήκες που με ώθησαν να αποσυρθώ από τη συγγραφή δεν έχουν καθόλου αλλάξει εδώ και 7 χρόνια, από τη μέρα δηλαδή που αποφάσισα να τα παρατήσω. Όπως εξηγώ και στο βιβλίο μου "Γιατί γράφω;", από το 2010 ήδη είχα μία ισχυρή υποψία ότι έδωσα ό,τι καλύτερο είχα να δώσω στη δουλειά μου και οτιδήποτε από 'δω και πέρα θα ήταν σαφώς κατώτερο. Εκείνη την εποχή ένιωσα ότι δεν βρισκόμουν πλέον στην κατάσταση πνευματικής δύναμης, λεκτικής ενάργειας ή φυσικής κατάστασης που απαιτούνται για τη δημιουργική επίθεση μεγάλης διάρκειας και σύνθετης δομής, ώστε να γράψει κανείς ένα μυθιστόρημα... Κάθε ταλέντο έχει τους τρόπους του και τα όρια του- τη φύση, τη σκοπιά, τη δύναμη του. Δεν μπορούν όλα να καρποφορούν για πάντα».
Και φυσικά ερωτήθηκε για τις ερωτικές σκηνές στο έργο του, αλλά και για το γεγονός ότι πολλές γυναίκες το τελευταίο διάστημα αποφασίζουν να αποκαλύψουν ότι υπέστησαν σεξουαλική παρενόχληση: «Ως μυθιστοριογράφος, δεν μου είναι ξένες οι ερωτικές λύπες. Οι άντρες που εγκλωβίζονται στα ερωτικά τους πάθη και τους σεξουαλικούς πειρασμούς είναι μία από τις ανθρώπινες πτυχές με τις οποίες έχω καταπιαστεί σε αρκετά από τα βιβλία μου. Άντρες που ανταποκρίνονται στα επίμονα καλέσματα ικανοποίησης της ερωτικής επιθυμίας, άντρες παγιδευμένοι στις ντροπιαστικές τους επιθυμίες και της εμμονικής τους λαγνείας, πρέπει να διαπραγματεύονται με αυτή τους την πτυχή και να την αντιμετωπίζουν. Έχω προσπαθήσει να είμαι ασυμβίβαστος στην απεικόνιση τέτοιων χαρακτήρων, να τους περιγράφω ακριβώς όπως συμπεριφέρονται, ανάστατοι, ερεθισμένοι, πεινασμένοι για σάρκα και φυσικά αντιμέτωποι με τις ψυχολογικές και ηθικές συνέπειες της επιθυμίας τους».
Όσο για την Αμερική του σήμερα: «Δεν ξέρω κανέναν που να είχε προβλέψει την εικόνα της Αμερικής όπως τη ζούμε σήμερα, εκτός ίσως από τον τετραπέρατο H.L Mencken, ο οποίος περίφημα χαρακτήρισε την αμερικανική δημοκρατία ως "λατρεία των τσακαλιών από ένα μάτσο ηλίθιους". Μόνο αυτός θα μπορούσε να προβλέψει την καταστροφή των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα, όχι από μία ανήκεστη τραγωδία ή μια μεγάλη καταστροφή, όχι στο προσκήνιο μιας οργουελικής εξέλιξης τύπου Μεγάλου Αδελφού, αλλά από την επικίνδυνη, γελοία κομπορρημοσύνη ενός κανονικού μπουφόνου. Πόσο αφελής ήμουν το 1960 να πιστεύω ότι ήμουν Αμερικανός που ζούσε σε παράλογους καιρούς! Πόσο γραφικό! Αλλά τότε τι θα μπορούσα να γνωρίζω για το 1960, το 1963, το 1968 ή το 1974, το 2001 ή το 2016»;
Για το τι προτιμά να διαβάζει ο ίδιος, αποκλειστικά ως αναγνώστης τώρα πια: «Παραδόξως διαβάζω ελάχιστα μυθιστορήματα. Έχω περάσει όλη μου την επαγγελματική ζωή διαβάζοντας μυθιστοριογραφία, διδάσκοντας την, σπουδάζοντας και γράφοντας τέτοιου είδους βιβλία. Από τότε ή για την ακρίβεια τα τελευταία 7 χρόνια, περνάω ένα μεγάλο μέρος της μέρας μου, διαβάζοντας ιστορία, κυρίως αμερικανική, αλλά και σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Η ανάγνωση έχει πάρει τη θέση της γραφής και αποτελεί το κύριο μέρος, το κίνητρο της καθημερινότητας μου».
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
1 note · View note
justforbooks · 8 years ago
Photo
Tumblr media
Οι αναγνώστες που αγόρασαν τους New York Times της 13ης Μαρτίου του 1852 ίσως είχαν παρατηρήσει μια μικρή διαφήμιση που υπήρχε τότε στη σελίδα 3 και αφορούσε την έναρξη κυκλοφορίας μιας σειράς συνεχιζόμενων ιστοριών σε ανταγωνιστική εφημερίδα από την επόμενη κιόλας μέρα.
«Πλούσια αποκαλυπτική», έγραφε η διαφήμιση, κάνοντας λόγο για μία ιστορία, η οποία θα αφορούσε «ήθη και συμπεριφορές στα οικοτροφεία, μερικές σκηνές από την εκκλησιαστική ιστορία», εικονογραφημένες, κατά τη διαφήμιση πάντα, με σκίτσα αντρών και γυναικών, και με «τέτοιου είδους επεξηγήσεις, προκειμένου όλοι να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται». Μικρή η διαφήμιση, ακόμη πιο σύντομο το τέλος της ιστορίας που δεν τυπώθηκε ποτέ ξανά και μάλλον επρόκειτο περί μεγάλης αποτυχίας.
Και τώρα, μερικές όντως συναρπαστικές αποκαλύψεις: η ανώνυμη ιστορία που τυπώθηκε τότε δεν ήταν παρά ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Ουόλτ Ουίτμαν, ένα μυθιστόρημα 36.000 λέξεων, με τον τίτλο «Η ζωή και οι περιπέτειες του Jack Engle». Την ανακάλυψη έκανε πέρσι το καλοκαίρι ένας μεταπτυχιακός φοιτητής και το μυθιστόρημα φιγουράρει ήδη online από τη Δευτέρα από το "Walt Whitman Quarterly Review", ενώ την έντυπη μορφή του έχει αναλάβει να επιμεληθεί το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα.
Όσο για τη θεματική του; Το μυθιστόρημα θυμίζει έντονα Ντίκενς, εστιάζοντας στις περιπέτειες ενός ορφανού που έχει να αντιμετωπίσει έναν μοχθηρό δικηγόρο. Στην ιστορία εμπλέκονται ενάρετοι Κουακέροι, πολιτικοί, μία χυμώδης ισπανίδα χορεύτρια, ενώ υπάρχουν και ανατροπές, αλλά και παραλλαγές στους αφηγηματικούς τρόπους που ο συγγραφέας αποφασίζει να πει αυτή την ιστορία.
Σύμφωνα με τον David S. Reynolds, έν��ν ειδικό στα κείμενα του Ουϊτμαν από το Graduate Center του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα πρόκειται για την πρώτη περιπλάνηση του συγγραφέα στις νουβέλες μυστηρίου της πόλης, ένας πολύ δημοφιλές είδος της εποχής, που συγκινούσε εκατομμύρια αναγνωστών. Ωστόσο, ο Reynolds -καθώς και άλλοι πανεπιστημιακοί που μελέτησαν αυτή την αποκάλυψη-  εστιάζουν και σ' ένα ακόμη μυστήριο που αφορά τον ίδιο τον Ουίτμαν, την προσωπικότητα, αλλά και την επαγγελματική του ιδιότητα.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν τώρα έχουν να κάνουν με το πώς ένας κατά βάση τυπικός δημοσιογράφος της εποχής και ένας ποιητής της σύμβασης, ως επί το πλείστον, κατάφερε να μεταμορφωθεί στον δημιουργό ενός αισθησιακού, φιλοσοφικού, ακραία πειραματικού και τελικώς αταξινόμητου αριστουργήματος που δεν ήταν παρά μία πιο ελεύθερη εκδοχή της κλασικής πλέον ποιητικής συλλογής του «Φύλλα χλόης».
«Είναι σα να μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στο εργαστήριο του σπουδαίου συγγραφέα. Είναι σαν να ανακαλύπτουμε την πρόοδο που έκανε ο Ουίτμαν, ανακαλύπτοντας τον ίδιο του τον εαυτό», εξηγεί ο Ed Folsom, συνεργάτης της επιθεώρησης "Walt Whitman Quarterly Review". Αυτή τη μεταμόρφωση του ως δημιουργού ήταν κάτι που ο Ουίτμαν τη μια στιγμή ευχόταν να του συμβεί, αλλά και την αμέσως επόμενη επιθυμούσε να αποκρύψει. Υπήρχαν περίοδοι, όπως αυτές στις αρχές του 1850, που δεν δημοσίευσε τίποτα, δουλεύοντας μανιωδώς πάνω σ' αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως «Φύλλα Χλόης», το 1855 πια. Είχε προηγηθεί η επιτυχία του "Franklin Evans", την οποία σχεδόν απαξίωσε.
«Η σοβαρή επιθυμία μου είναι να βυθιστούν στη λήθη όλα αυτά τα ακατέργαστα και αγορίστικα στοιχεία της δουλειάς μου», έγραφε το 1882, ενώ στα 1891, όταν πληροφορήθηκε ότι ένας κριτικός σκόπευσε να επανεκδώσει κάποια από τα πρώιμα έργα του, είχε εξοργιστεί. «Θα έμπαινα στον πειρασμό να τον πυροβολήσω, αν μου δινόταν η ευκαιρία», είχε γράψει τότε. Αυτό βέβαια ποσώς αποθάρρυνε τον Zachary Turpin, τον μεταπτυχιακό φοιτητή του Πανεπιστημίου του Χιούστον που ανακάλυψε τον "Jack Engle." Για την ακρίβεια, αυτή ήταν η δεύτερη φορά που η τύχη -και η έρευνα- βοήθησαν τον συγκεκριμένο φοιτητή να ανακαλύψει κάτι από τα πρώτα δείγματα γραφής του Ουίτμαν. Πέρσι, είχε γνωστοποιήσει ότι ανακάλυψε ένα εγχειρίδιο 47.000 λέξεων για την υγεία και την άσκηση των ανδρών που ο Ουίτμαν είχε δημοσιεύσει στο New York Atlas το 1858.
Ο Turpin θεωρείται ειδικός στην ανακάλυψη και ταυτοποίηση άγνωστων έργων σπουδαίων συγγραφέων κάνοντας χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, των γνώσεων του και των ήδη υπαρχουσών πηγών. Στο συγκεκριμένο, άγνωστο μέχρι σήμερα αριστούργημα του Ουίτμαν βρέθηκε όταν πέρσι τον Μάιο έψαχνε συνδυαστικά ονόματα για μια ιστορία που αφορούσε έναν δικηγόρο με το όνομα Covert και ένα ορφανό που λεγόταν Jack Engle, να μια καταχώριση, για παράδειγμα, που συχνά εμφανίζεται σε παλιά σημειωματάρια του Ουίτμαν. Για καιρό, ο φοιτητής και παρά τα εκατομμύρια σελίδων από εφημερίδες και αρχεία της εποχής, δεν μπορούσε να εντοπίσει καμία συνάφεια και φυσικά κανένα γνωστό δημοσιευμένο έργο του Ουίτμαν, στο οποίο να γίνεται αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία.
Και μετά βρήκε τη διαφήμιση και από εκεί να οδηγηθεί στην εφημερίδα "The Sunday Dispatch", ένα κυριακάτικο νεοϋορκέζικο φύλλο, με το οποίο συνεργαζόταν ο Ουίτμαν. Για να βρει τη διαφήμιση στο φύλλο της συγκεκριμένης μέρας ζήτησε τη βοήθεια της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου και του αρχείου της και από εκεί και μετά, όπως χαρακτηριστικά λέει, τον οδήγησε το ένστικτο του. «Μπορεί να μην είναι σπουδαίο μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι και κακό», λέει ο Reynolds για τις 36.000 (νεο-ανακαλυφθείσες) λέξεις του Ουίτμαν. Από την πλευρά του ο Turpin θεωρεί ότι πρόκειται για ένα «ενδιαφέρον, πανέμορφο και παράξενο» πόνημα, με περίεργα ονόματα,  συνωμοσίες, μυστηριώδη πρόσωπα, ένα μυθιστόρημα - εισαγωγή σε έναν τρελό, θεότρελο κόσμο.
Όλο αυτό μπορεί να ακούγεται πολύ μακριά από τα «Φύλλα Χλόης», ως ύφος και θεματολογία. Όμως, ο Jack Engle και όλοι εκείνοι οι σκοτεινοί χαρακτήρες αγοριών, θυμίζουν πολύ την αντρική περσόνα των δρόμων που ο Ουίτμαν δημιούργησε.
«Μακρύ, πυκνό γρασίδι καλύπτει το πρόσωπο μου», λέει ο Jack σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. «Πάνω μου χλόη μαζί με χώμα από τα δέντρα που τρέφονται από τη φθορά των ανθρώπινων σωμάτων». O ήρωας περιπλανιέται στους τάφους που ��ρίσκονται αυτά τα σώματα, διαβάζοντας τις επιτύμβιες περιγραφές ηρώων πολέμου όπως ο Alexander Hamilton, που συμμετείχε στον πόλεμο του 1812, ο επίσης ήρωας πολέμου Capt. James Lawrence. Λίγο μετά, ο Jack ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης, για να αρχίσει η αφήγηση της δικής του ιστορίας...
Σήμερα, είναι πολύ εύκολο να σκεφτεί κανείς τον ελευθερωμένο στίχο του Ουίτμαν στα «Φύλλα Χλόης», εκεί που το «εγώ», το πρώτο πρόσωπο, μπορεί να υποδηλώνει και άλλες ταυτότητες, όμως, αυτό δεν πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο. Απόδειξη, τα σημειωματάρια του Ουίτμαν από τα 1850 που αποδεικνύουν ότι ένας από τους φάρους των αμερικανικών γραμμάτων πειραματιζόταν για χρόνια με το ύφος και τις φόρμες γραφής, με τις οποίες επιθυμούσε να εκφραστεί.
«Τον παρακολουθείς να αναρωτιέται για το τι θα κάνει; Τι θα είναι αυτό που θα γράψει; Μυθιστόρημα; Έργο με δεκάδες πρωταγωνιστές; Είναι τουλάχιστον συναρπαστικό να ξέρεις ότι τα "Φύλλα Χλόης" θα μπορούσαν να έχουν πάρει μία ολότελα διαφορετική μορφή», λέει ο Turpin. Όσο για την ανακάλυψη του; Προτιμά αυτή την επιτυχία να την αποδίδει σε ακόμη μία μυστηριώδη φράση του ποιητή: «Ποτέ δεν χάνεται κάτι πραγματικά». Όπως ακριβώς συνέβη με το συγκεκριμένο έργο του Ουίτμαν.
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
0 notes