#μάρω δούκα
Explore tagged Tumblr posts
Text
Ο Γιώργος Ιωάννου ήθελε να διαβάζεται με πάθος κι όταν πια δεν θα υπήρχε
Επανεκδίδονται δύο συλλογές ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες της μεταπολεμικής γενιάς.
Σε μία από τις τελευταίες του συλλογές με πεζογραφήματα, την «Καταπακτή», την πιο καλογραμμένη κατά την άποψή του, ο Γιώργος Ιωάννου ομολογούσε τη λαχτάρα του ανοιχτά: θα ‘θελε οι αναγνώστες να συζητούν τα έργα του σαν να είχαν μόλις εκδοθεί, να στέκονται με στοχαστικότητα στις σημαδιακές του φράσεις, ν’ αντλούν απ’ αυτόν κουράγιο. Όχι να προσπερνούν, όπως έφτασε να κάνει ο ίδιος, τις απεγνωσμένες εκκλήσεις ορισμένων για μετά θάνατο αγάπη και προσήλωση.
Σχεδόν σαράντα χρόνια από τον δικό του θάνατο, τα βιβλία του Ιωάννου, γραμμένα σε μια κρουστή δημοτική, εμποτισμένη με χυμούς περασμένων εποχών, μπορεί να μην αγοράζονται από πλήθη, ούτε να πυροδοτούν δημόσιες συζητήσεις, αλλά εξακολουθούν να μελετώνται και να επανεκδίδονται. Η «Μόνη κληρονομιά» (1974) και ο «Επιτάφιος θρήνος» (1980), για παράδειγμα, συλλογές γραμμένες στην Αθήνα, με κείμενα που θυμίζουν περισσότερο διηγήματα παρά «πεζογραφήματα», μόλις ξανακυκλοφόρησαν από τον Κέδρο, στην 22η και την 9η έκδοσή τους αντίστοιχα, ενώ το έργο του διδάσκεται στα πανεπιστήμια κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς γ��α όσους καταπιάνονται με τη γραφή.
Σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά, η επίδραση του Ιωάννου είναι αισθητή σε αρκετούς πεζογράφους της περιφέρειας, «κυρίως στον Σωτήρη Δημητρίου, ο ωμός ρεαλισμός του οποίου είναι επενδυμένος με μια ποιητική και νοσταλγική υφή».
Γιος προσφύγων από την ανατολική Θράκη, ο κατά κόσμον Ιωάννης Σορολόπης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927, όταν πια και η τελευταία οικογένεια τουρκικής καταγωγής είχε αποχωρήσει από την πόλη. Στην «πρωτεύουσα των προσφύγων» μεγάλωσε και σπούδασε, στα δικά της κατηχητικά πέρασε την εφηβεία του, στους δικούς της λογοτεχνικούς κύκλους μαθήτευσε –Γ. Θέμελης, Ν. Γ. Πεντζίκης, Γ. Βαφόπουλος, Ντ. Χριστιανόπουλος– και τη δική της κυρίως ψυχή –μνημεία, ανθρώπους, συνοικισμούς– αποτύπωσε στο έργο του, παρόλο που από το 1971 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Λάτρης «μέχρι παραφοράς» της κλασικής γραμματείας, υπηρέτησε πάνω από τρεις δεκαετίες ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης (κι ας εκδιώχθηκε από το Κολλέγιο Αθηνών εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του), κι από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε, είτε με ποιήματα («Ηλιοτρόπια», 1954), είτε με τα βιωματικά, συνειρμικά πεζά του («Για ένα φιλότιμο», 1964), κριτικοί και συντεχνία τον έλουσαν μ’ επαίνους.
Η επίθεση του Δημήτρη Μαρωνίτη περί «επαρχιώτικης λογοτεχνίας» και η αντεπίθεση του Ιωάννου –λυσσαλέα, όπως αποτυπώθηκε και στο περιοδικό που έγραφε κι εξέδιδε ολομόναχος ο ίδιος, το «Φυλλάδιο»– θα συμβούν αργότερα, το 1977, λίγο πριν ο δημοφιλής πλέον συγγραφέας τιμηθεί με κρατικό βραβείο για το «Δικό μας αίμα», λίγο πριν νοσηλευτεί μετά από βαρύ τροχαίο στο ΚΑΤ, εμπειρία απ’ όπου προέκυψαν τα θυμωμένα «Πολλαπλά κατάγματα», το πιο αμφιλεγόμενο από τα γραπτά του.
Ο Μένης Κουμανταρέας, επιστήθιος φίλος του Ιωάννου, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο του στον τιμητικό γι’ αυτόν τόμο που κυκλοφόρησε το 2005 από τον Κέδρο, τον περιέγραφε ως «μια βαθιά διχασμένη φύση», ως έναν «αργοπορημένο Βυζαντινό στα χρόνια μας», έναν «ερευνητή των λεξικών που αποδελτιώνει μαζί με τη γνώση και τα ήθη των συγχρόνων του», έναν «λαϊκό βαθιά θρησκευόμενο που ερευνά μανιακά τον Καραγκιόζη», έναν «μοναχό με ένδυμα κοσμικού». Κι ακόμα, ως έναν «πρόσφυγα, γιο σιδηροδρομικού, που συνδιαλέγεται με διανοούμενους, μα που γουστάρει περισσότερο την παρέα του γιου του μπακάλη».
Στον ίδιο τόμο, η Μάρω Δούκα στο πρόσωπο του Γιώργου Ιωάννου αναγνωρίζει τον μόνο ίσως από τους σύγχρονους συγγραφείς που κατάφερε μέσα από τις αθόρυβες, στοχαστικές ιστορίες του να συνθέσει την τοιχογραφία του καιρού του. «Είναι ο πεζογράφος που αυτοβιογραφήθηκε, μιλώντας ψιθυριστά, τρυφερά, εξομολογητικά για τους άλλους, συνθέτοντας τη μυθιστορία των ταπεινών. Είναι από τους λίγους λειτουργούς που μας έρχονται από τα χρόνια εκείνα, όπου το κάθε πεζογράφημα, απολεπισμένο από τα ιδιωτικά οράματα και τον συγγραφικό ναρκισσισμό, εμπεριείχε μόχθο συλλογικό και αποτύπωνε ουσία. Κι είναι επίσης ένας ευφυής παραμυθάς που αξιώθηκε όσο ελάχιστοι να υποτάξει λειτουργικά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην αντικειμενική ιστόρηση, πλάθοντας ένα Εγώ λιωμένο στο Εμείς»…
Ας τον ανακαλύψουμε, λοιπόν, ή ας τον ξαναδιαβάσουμε.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
4 notes
·
View notes
Text
ISBN: 978-960-04-0481-4 Συγγραφέας: Μάρω Δούκα Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 317 Ημερομηνία Έκδοσης: 1991-06-01 Διαστάσεις: 19x12 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
ISBN: 978-960-04-0481-4 Συγγραφέας: Μάρω Δούκα Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 317 Ημερομηνία Έκδοσης: 1991-06-01 Διαστάσεις: 19x12 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
"Κι όσο μιλώ ανακαλύπτω τη ματαιότητα της φωνής μου"
Η αρχαία σκουριά - Μάρω Δούκα
#μάρω δούκα#η αρχαία σκουριά#εκδ. κέδρος#1981#λογοτεχνία#ελληνική λογοτεχνία#έλληνες συγγραφείς#ελληνικά#Greek quotes#greek posts#greek literature
14 notes
·
View notes
Text
Με τον καιρό καταλάβαινε ότι τη φυλακή αυτά τα μικρά την αντιμετώπιζαν ως το αναγκαίο κακό, για να ψηθούν και για να μάθουν. Όπως πηγαίνεις στο στρατό, έτσι κάνεις και φυλακή. Όταν με το καλό θα ‘βγαιναν έξω, θα συνέχιζαν την ίδια δουλειά. Δουλειά τους να κλέβουν. Όχι μεγάλες κλοπές, μικρές, ίσα-ίσα για το μεροκάματο. Παίρνουμε, κύριος, ένα ποδήλατο και το πουλάμε, παίρνουμε ένα βίντεο, ένα κασετόφωνο και το πουλάμε μετά, δηλαδή εμπόριο. […] Εμείς κλέβουμε λίγα, οι άλλοι κλέβουνε πολλά. Εγώ κλέψω μπανάνες, χαχάνιζε ο Μενεξές, ο λεφτάς κλέψει αλλιώς. Αλλά εγώ γύφτος με χώνουνε στη στενή, ο λεφτάς απέξω, τον δίνουνε και παράσημο.
-Μ.Δούκα, Ουράνια μηχανή.
0 notes
Text
που ήμουν την 21 Απριλίου
(από το αφιέρωμα της Καθημερινής, Κυριακή 23 Απριλίου 2017)
Με ξύπνησε η Ασπα, μαθήτρια λυκείου τότε, που ήρθε με τα πόδια από την Πατησίων μέχρι την Αλωπεκής στο Κολωνάκι, αναγγέλλοντας μου ότι έγινε δικτατορία. «Τι θα πει αυτό;» με ρώτησε. «Θα πει ότι η συναυλία που έχουμε το βράδυ με τον Λοΐζο, τον Θάνο Μικρούτσικο και τη Μαρία Φαραντούρη στο Κεντρικόν για την ΕΦΕΕ δεν θα γίνει», της απάντησα. Εν συνεχεία ήρθε ένας φίλος, μέλος του γραφείου της ΕΔΑ, με ένα ντοσιέ έγγραφα για να τα κρύψουμε. Είδα τα χαρτιά ως αναμμένα κάρβουνα και δεν τα άγγιξα καν. Βγήκαμε σαν ηλίθιοι στο Κολωνάκι, να βρούμε πού θα τα καταχωνιάσουμε. Στην οδό Καψάλη η Πυροσβεστική έσβηνε ένα παλιό διώροφο που είχε πιάσει φωτιά. Είχε μαζευτεί κόσμος πολύς. Ξαφνικά, από ένα κούφωμα βγαίνει εκείνος ο ωραίος τρελός, ο Βόγλης, με ένα ποτήρι γάλα στο χέρι. «Στην υγεία της επαναστάσεως», φώναξε. Εξω από το «Εμπασυ» πέρασε ένα κάμπριο με δύο τζιτζιφιόγκους. Ο ένας είπε φωναχτά στον άλλον κοιτάζοντάς με: «Τον 'χάλια' δεν τον ��αζέψανε ακόμη;». Λίγο παρακάτω έπεσε πάνω μας ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης. «Πού πάτε, γίνονται συλλήψεις», μας είπε. Μας μάζεψε σπίτι του. Ηταν εκεί ο Κωνστανταράκος κι ο Κατακουζηνός. Ακούγαμε σταθμούς, μπας και βγάλουμε άκρη. Εγώ δεν ήθελα να το πιστέψω, δεν ήθελα να το πάρω σοβαρά. Κι όταν ακούσαμε για πρώτη φορά εκείνο το όνομα, Παττακός, σαν να διασκεδάστηκα. Ελάτε, ρε παιδιά», είπα. «Οπερέτα είναι. Δεν ξέρω σήμερα ή αύριο. Πάντως έχει ημερομηνία λήξεως». Κράτησε λίγο παραπάνω, αλλά όντως είχε...
—Διονύσης Σαββόπουλος
***
Περίμενα ώρα στη στάση του τρόλεϊ, ερημιά. Αρχισα να ανηφορίζω τη Βεΐκου, χωρίς να έχω ξεκαθαρίσει για πού το ’βαλα. θα πήγαινα έως τη Σόλωνος με τα πόδια; Σταμάτησα σ’ έναν θάλαμο να τηλεφωνήσω στη φίλη μου. Η γραμμή νεκρή. Μου ’φαγε και η συσκευή το κέρμα. Αρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι συμβαίνει. Εφτασα στην Πύλη του Αδριανού. Είδα παραταγμένα τανκς. Ελάχιστοι οι περαστικοί. Συνέχισα να προχωρώ φοβισμένη, ήμουν όμως και περίεργη. Τι ακριβώς είχε γίνει; Στάθηκα στη γωνία Κοραή και Πανεπιστημίου. Διέκρινα απέναντι στα Προπύλαια δύο «γνωστούς» της Φιλοσοφικής με τον καθηγητή Μερεντίτη. Χειρονομούσαν μάλλον ευδιάθετοι. Κατηφόρισα στην πλατεία Κλαυθμώνος. Δοκίμασα να επικοινωνήσω με την άλλη φίλη μου. Και πάλι μου ’φαγε η συσκευή το κέρμα. Πήρα κατηφής από Σταδίου τον δρόμο της επιστροφής. Το βράδυ, μ’ ένα μαύρο βερνίκι για παπούτσια βγήκα έξω. Απομακρύνθηκα λίγο από τον δρόμο όπου έμενα, διάλεξα έναν ωραίο τοίχο και έγραψα: ΖΗΤΩ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
—Μάρω Δούκα
2 notes
·
View notes
Photo
Στη Μάρω Δούκα το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων 2019 Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ανακοίνωσε τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2019 (για τις εκδόσεις 2018). Τα …
0 notes
Text
| 23 Απριλίου, Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου |
Διαβάζω ένα βιβλίο σημαίνει αποδεσμεύομαι από το συγκεκριμένο, κατανοώ το αφηρημένο, ανασυνθέτω το παρελθόν μου και αναρωτιέμαι για το μέλλον μου.
Διαβάζω σημαίνει, πάνω απ' όλα, προσπαθώ να είμαι ευτυχισμένος.
Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να καταλάβω το δίκιο εκείνου του βιβλιοθηκάριου. Το βιβλίο θέλει σεργιάνι, μου έλεγε, θέλει υπομονή, δεν είναι σαν τις άλλες ψυχαγωγικές ενασχολήσεις μας - ακούμε μουσική, βλέπουμε ένα έργο στον κινηματογράφο ή στο θέατρο, απολαμβάνουμε έναν πίνακα ζωγραφικής, μέσα σε ελάχιστη ώρα, και τις πιο πολλές φορές αφηνόμαστε, παθητικά ή άβουλα, στις αισθήσεις μας, παρασυρόμαστε από τις πρώτες εντυπώσεις και χάνουμε την ουσία.
Το βιβλίο, αντίθετα, θέλει ενεργητική συμμετοχή.
Απαιτεί διανοητική προσπάθεια - πώς θα διαμορφώσεις σιγά σιγά τη γνώμη σου, αν δεν προσπαθήσεις να εννοήσεις αυτό που διαβάζεις; Και πώς θα το εννοήσεις, εάν δεν έχεις χρόνο να το αφομοιώσεις;
Η ανάγνωση έχει κανόνες, έχει μέθοδο, κι αυτήν τη μέθοδο την κατακτούμε μόνο εάν αφοσιωνόμαστε στο βιβλίο που διαβάζουμε, εάν προσπαθούμε να διακρίνουμε κάτω από τις λέξεις του, εάν αφήνομαστε να ονειροπολ��ύμε πίσω από τις εικόνες του, εάν υπογραμμίζουμε τα γραφόμενά του, εάν αναρωτιόμαστε για τις αξίες του, εάν, με άλλα λόγια, το δοκιμάζουμε δοκιμαζόμενοι, ξαναγράφοντάς το με τον δικό μας τρόπο.
Τι σημαίνει όμως ξαναγράφω ένα βιβλίο διαβάζοντας το;
Σημαίνει την απόλυτη ελευθερία μου -
| Μάρω Δούκα | Τίποτα δεν χαρίζεται | εκδόσεις Πατάκη |
1 note
·
View note
Text
Καβάλα: Η Μάρω Δούκα μιλά για την «Πύλη Εισόδου»
Καβάλα: Η Μάρω Δούκα μιλά για την «Πύλη Εισόδου»
Η σπο��δαία λογοτέχνης Μάρω Δούκα τη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου στις 7 το απόγευμα, θα βρεθεί στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, καλεσμένη του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και του Δημοτικό Ωδείο Καβάλας. Πρόκειται να συνομιλήσει με τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Κυριακή Μπεϊόγλου για την ουσία των βιβλίων της, «τα επίμονα, τα αόρατα, τα άπιαστα, τα πεταμένα, τα άχρηστα, τα πονεμένα», από την «Αρχαία…
View On WordPress
0 notes
Photo
Τεύχος 64 - 50 χρόνια από τη χούντα
Πώς είδαν τη χούντα οι συγγραφείς της Μεταπολίτευσης;
του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Ξέρουμε, παλαιότεροι και νεώτεροι, τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν στο απριλιανό καθεστώς των συνταγματαρχών οι σπουδαιότεροι έλληνες συγγραφείς της περιόδου: από τη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη («Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει»), στις 28 Μαρτίου του 1969, και την κατά πόδας (με διαφορά μικρότερη του ενός μηνός) πολιτική αποκήρυξη των Δεκαοχτώ («Ελεύθερη πνευματική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχει λογοκρισία») μέχρι την έκδοση από τους ίδιους, το 1970, του αντιδικτατορικού τόμου «Δεκαοχτώ κείμενα», με προμετωπίδα το πολυδιαβασμένο και ποικιλοτρόπως σήμερα σχολιασμένο σεφερικό ποίημα «Οι γάτες τ’ Άη Νικόλα». Θα ακολουθήσουν, μια διετία αργότερα, τα ομόλογα «Νέα Κείμενα» και «Νέα Κείμενα 2». Καθώς και μια σειρά λογοτεχνικών περιοδικών με έκδηλα αντιστασιακό πνεύμα, όπως το «Τραμ» και η «Διαγώνιος» στη Θεσσαλονίκη, η «Δοκιμασία» στα Γιάννενα ή η «Συνέχεια» και οι «Σημειώσεις» στην Αθήνα.
Τι ακριβώς, όμως, θα συμβεί με τη λογοτεχνική απεικόνιση της χούντας στα πρώτα χρονιά της μεταπολίτευσης; Λίγο προτού η δικτατορία μετατραπεί οριστικά σε αντικείμενο ιστορικής μνήμης, τρεις διακεκριμένοι πεζογράφοι της εποχής θα μιλήσουν για την εμπειρία της με έναν εξαιρετικά ώριμο ρεαλισμό. Με ένα ξερό και αδρό γράψιμο, ο Νίκος Κάσδαγλης θα πιάσει στο διήγημά του «Επιβάσεις» (1977) την ιστορία της αντίστασης στη χούντα από την ανάποδη μεριά: ένας επαρχιακός γιατρός μπλέκεται στα γρανάζια της Ασφάλειας επειδή κάποιος φέρελπις νέος, που εποφθαλμιά τη θέση του, τον καταγγέλλει για διαφωνία με το καθεστώς. Κι εκείνο που θα μετρήσει πρωτίστως στην ιστορία του γιατρού δεν θα είναι τα βάσανα της δίωξης και της φυλάκισής του, αλλά η ανάδειξη του αντιηρωικού του φρονήματο��. Με την ίδια διάθεση θα σταθεί ο Κάσδαγλης απέναντι όχι μόνο στο Πολυτεχνείο, αλλά και στη μεταπολίτευση, όταν θα δημοσιευτεί το μυθιστόρημά του «Η Νευρή» (1985).
Το κομβικό, παρόλα αυτά, μυθιστόρημα της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου για τη δικτατορία του 1967 θα είναι η «Αντιποίησις αρχής» (1979) του Αλέξανδρου Κοτζιά. Με πρωταγωνιστή έναν χαφιέ της χούντας, ο οποίος εκπροσωπεί τις χειρότερες στιγμές της νεώτερης Ελλάδας (συνεργάζεται με τους Ιταλούς στην Κατοχή, καταδίδει στους αντάρτες τους κατοχικούς του φίλους και στους Γερμανούς τους αντάρτες, βολεύεται μεταπολεμικά με τους εθνικόφρονες και υπηρετεί όποια εξουσία βρει μπροστά του κατά την επταετία), ο Κοτζιάς θα ανατάμει την παθολογία μιας ολόκληρης τριακονταετίας.
Νεώτερη του Κοτζιά και του Κάσδαγλη, η Μάρω Δούκα θα πλάσει στο μυθιστόρημά της «Αρχαία σκουριά» (1979) μιαν ηρωίδα η οποία θα πάρει μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά δεν θα ξεκόψει ποτέ από την ατομική της ιστορία. Η πολιτική, εντούτοις, θ�� συνεχίσει να είναι ολόσωμα παρούσα στον κόσμο της, που θα αποδειχθεί, όμως, ό,τι κι αν συμβεί, ένας κόσμος καθημερινότητας – ο κόσμος τον οποίο θα παραλάβουν και θα μεγεθύνουν οι επόμενες λογοτεχνικές γενιές.
#PraktoreioMagazine#τευχος64#21η Απριλίου#χούντα#δικτατορία#λογοτεχνία#μεταπολίτευση#Σεφέρης#Κάσδαγλης#Κοτζιάς#Μάρω Δούκα
0 notes
Text
ΦΕΛΙΤΣΙΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ όνομα μιας καλοθρεμμένης, ασπρόμαυρης γάτας που ζει στην οδό Αιόλου· το όνομά της δίνει στον τίτλο του νέου μυθιστορήματος της Μάρως Δούκα. Η Φελιτσιτά δεν είναι άστεγη. Ζει σε εκδοτικό οίκο της περιοχής. Και παρόλο που είναι ακατάδεκτη, καταδέχεται να δείξει τη συμπάθειά της και την αγάπη της σ’ έναν άστεγο που ζει γύρω από την Αγία Ειρήνη.
«Χώνεται στη σκέψη του και τον αναστατώνει με το μακρόσυρτο νιαούρισμά της η Φελιτσιτά, μη δίνεις σημασία σε όλα αυτά, σαν να θέλει να του πει, καλύτερα να αφεθείς στο ζωογόνο γουργουρητό μου, εφόσον το ξέρεις, δεν το ξέρεις; Άβυσσος το μέσα του ανθρώπου». Η Φελιτσιτά δεν θα αφήσει ποτέ τον άστεγο φίλο της, μέχρι την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος, και το όνομά της και η παρουσία της θα λειτουργούν πάντα ως ειρωνεία για το τι είναι τελικά η ευτυχία.
Η Μάρω Δούκα έγραψε ένα μυθιστόρημα για το τι είναι αυτή η ευτυχία, έτσι όπως την ψάχνουν όμως τα μέλη μιας καθημερινής, μικροαστικής πενταμελούς οικογένειας που μένουν κάπου στα Σεπόλια. Τι είναι η ευτυχία; ��να μπολ με κεράσια; Η ελευθερία που σου δίνει ο δρόμος χωρίς να έχεις καμία υποχρέωση, ούτε και απέναντι στην ίδια σου τη ζωή; Ένα σπίτι στην Κηφισιά ή ένα δυάρι κάπου στον Αρδηττό; Ένα πιάτο φρικασέ με καλοφτιαγμένο αυγολέμονο και ζωντανά αντίδια; Ένας μικρός κήπος με μυρωδικά; Η καλοσύνη που κουβαλάς εντός σου και μοιάζει ή είναι γιατρικό;
Αυτή η αναζήτηση περνάει μέσα από το ξεγύμνωμα της οικογένειας, της αγίας οικογένειας, μέσα από τις παράλληλες σκέψεις και δράσεις των πέντε μελών της που μιλούν για τον εαυτό τους αλλά και για τους άλλους. Πέντε διαφορετικές οπτικές, πέντε διαφορετικές ταυτότητες που αλλάζουν διαρκώς, αποκτούν νέες αποχρώσεις μέσα στην καταιγιστική αφήγηση της Μάρως Δούκα (χωρίς καμία τελεία), σαν εκείνο το σύνδρομο Ράσομον, όπου ο καθένας βλέπει και νιώθει κάτι διαφορετικό σε σχέση με κάποιον άλλον, με τον οποίο μοιράζονται όμως την ίδια εμπειρία. Κάθε μέλος της οικογένειας Καβουράκη έχει τη δική του εκδοχή για τη ζωή του αλλά και για τις ζωές των άλλων μέσα στην οικογενειακή τους ιστορία.
Ο Κώστας Καβουράκης ή Κάβουρας, η γυναίκα του Ελένη Βασιλάκη-Καβουράκη και τα τρία παιδιά τους, ο Βαγγέλης, ο Στέλιος και η Βούλα, αποτελούν τα μέλη της οικογένειας. Ο Κώστας μεγάλωσε ορφανός. Η μητέρα του πέθανε είκοσι ετών, αφήνοντας τον ίδιο και τον αδελφό του μωρά. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε μια καλή γυναίκα, με δικό της σπίτι στο Μοσχάτο. Μαζί της έζησε ο Κώστας και ο αδελφός του Στέλιος, ο οποίος σκοτώθηκε όμως σε τροχαίο. Ο Κώστας, που είχε όνειρο να σπουδάσει ή να μπει στη Σχολή Αστυνομικών, γνώρισε πολύ νωρίς την Ελένη.
Ερωτευτήκανε, η Ελένη έμεινε έγκυος στον τρίτο μήνα της γνωριμίας τους, παντρεύτηκαν και ο Κώστας βρήκε δουλειά σε μια αποθήκη χαρτικών. Έκαναν τρία παιδιά, και η Ελένη, με τη βοήθεια ενός θείου τους, βρήκε επίσης δουλειά, ως θυρωρός στο υπουργείο Ανάπτυξης. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Κατά τον χρόνο της μυθιστορηματικής αφήγησης –μερικοί μήνες σχεδόν στο σήμερα– ο πρωτότοκος Βαγγέλης, φοροτεχνικός στο επάγγελμα και ανύπαντρος, πλησιάζει τα σαράντα, ο δεύτερος, Στέλιος, φιλόλογος σε σχολείο, παντρεμένος με την Αγγέλα, πανεπιστημιακό γλωσσολόγο, πλησιάζει τα τριάντα έξι, και η μικρότερη, η Βούλα, κομμώτρια στο επάγγελμα, με δικό της κομμωτήριο στο Παγκράτι, πανύψηλη, στο 1.85, είναι γύρω στα τριάντα τέσσερα.
Η Ελένη καμαρώνει στη γειτονιά για την οικογένειά της, για τα τρία καλά και ταχτοποιημέν�� παιδιά της, πράγμα που δεν είναι αυτονόητο σε τόσο δύσκολους καιρούς, αλλά δεν είναι όλα ρόδινα σε αυτήν την αγία οικογένεια των Σεπολίων. Πολλές φορές αναγκάζεται να δικαιολογηθεί στις γειτόνισσές της όταν οι φωνές και τα ουρλιαχτά που βγαίνουν από το σπίτι τους ακούγονται έως το επόμενο τετράγωνο.
Ο Κώστας συνήθιζε να δέρνει την Ελένη σε στιγμές μεγάλης έντασης ή και για ασήμαντη αφορμή. Και μια μοιραία Κυριακή την έπιασε από τα μαλλιά και την έσυρε με βία από ένα άκρο της κουζίνας στο άλλο. Παρενέβη ο μεγάλος τους γιος, ο Βαγγέλης, κι έσπασε τον πατέρα του στο ξύλο. Το σπίτι δεν κρατούσε πλέον τον Κώστα. Εκείνο το απόβραδο της Κυριακής άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Βρήκε ένα πεζούλι στην Αιόλου και εγκαταστάθηκε εκεί.
Από τις είκοσι οκτώ παράλληλες αφηγήσεις του μυθιστορήματος, δεκαπέντε ανήκουν στον Κωνσταντίνο Καβουράκη ή Κάβουρα, τρεις στην Ελένη Βασιλάκη-Καβουράκη, τρεις στον Ευάγγελο ή Βαγγέλη Καβουράκη, τρεις στον Στέλιο Καβουράκη και τέσσερις στη Βούλα Καβουράκη. Ο Κώστας Καβουράκης είναι προφανώς ο βασικός ήρωας, και όχι μόνο για ποσοτικούς λόγους. Σκέφτεται τον εαυτό του, την κατάντιά του αλλά και την τύχη του, σκέφτεται τη δουλειά του και το αφεντικό του που τον περιφρονούσε και τον κορόιδευε, σκέφτεται την Ελένη, που την αγάπησε και εξακολουθεί να την αγαπάει, σκέφτεται τα παιδιά του, ιδιαίτερα τη Βούλα, που τη λέει νταρντάνα λόγω του ύψους της, πιστεύοντας ότι μπορεί να μην είναι δική του κόρη.
Ταυτόχρονα, ζει στο κέντρο της Αθήνας, την «παλιά πόλη», Αιόλου, Μοναστηράκι, Θησείο, «αλλαγμένος και τρισάθλιος», μέρος ενός ορατού-αόρατου κόσμου των αστέγων και των ζητιάνων. Συγκατοικεί στο πεζοδρόμιο με μια Όλγα και γίνονται τρίο με τον επίσης άστεγο Γεράσιμο που παίζει φυσαρμόνικα. Γνωρίζει και τον μαγαζάτορα, αφεντικό της Φελιτσιτά, που του προτείνει να κοιμάται το βράδυ έξω από το μαγαζί του, σαν νυχτοφύλακας, με αντάλλαγμα φαγητό. Δεν δέχεται. Θέλει την ελευθερία του.
Τα άλλα μέλη της οικογένειάς του σκέφτονται τον πατέρα τους με αμφιθυμία, με αγάπη αλλά και με μίσος, σκέφτονται τους ίδιους τους εαυτούς τους, σκέφτονται τα αδέλφιά τους και τη μητέρα τους με αγάπη αλλά και με αμφισβήτηση, ίσως και με ζήλια. Η Ελένη αγαπάει τον άντρα της, κι ας μην τον άντεχε. Και θα τον ξαναδεχόταν στο σπίτι μόνο αν της ζητούσε συγγνώμη.
Καθώς διαβάζουμε το βιβλίο, αναρωτιόμαστε αν θα υπάρξει χάπι έντ, αν ο Κώστας θα γυρίσει στο σπίτι του κι αν όλα ξαναρχίσουν, αλλά κάπως διαφορετικά. Φτάνουμε στο τέλος και συγκλονιζόμαστε. Είναι αυτό χάπι έντ; Μπορεί. Η Μάρω Δούκα φτιάχνει μια καταιγιστική, πολυφωνική αφήγηση, όπως ήδη είπαμε, που κινείται στη λεπτή γραμμή όπου η ευτυχία συναντάει τη δυστυχία, η ζωή τον θάνατο, η αγάπη το μίσος, ο φόβος το θάρρος, η συμπάθεια την απάθεια, το ενδιαφέρον την αδιαφορία, το άτομο την κοινωνία.
Μία απλή κίνηση σε οδηγήσει από τη μία στην άλλη πλευρά, από οικογενειάρχη στα Σεπόλια άστεγο στην Αιόλου. Ταυτόχρονα, μέσα από τις ιστορίες της οικογένειας Καβουράκη βλέπουμε την Αθήνα, την γεωγραφία της, τις κοινωνικές συνθήκες της και το περιθώριό της, αλλά με τρόπο ειρωνικό, έτσι που ο ρεαλισμός να μη μοιάζει με ρεπορτάζ. Αισθάνομαι ότι σε αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα η Μάρω Δούκα δούλεψε πάνω στην παράδοση του μελοδράματος, την οποία υπονομεύει όμως διαρκώς και την κομματιάζει.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
Και έμαθα από τότε ότι το κακό που μας βρίσκει δεν είναι ποτέ τόσο κακό όσο θα μπορούσε να είναι. |Μάρω Δούκα
Και έμαθα από τότε ότι το κακό που μας βρίσκει δεν είναι ποτέ τόσο κακό όσο θα μπορούσε να είναι. |Μάρω Δούκα
Ιωάννινα – Οκτώβριος 2018 Αξιοσημείωτα από το βιβλίο “Τα μαύρα λουστρίνια” της Μάρω Δούκα – Γράφει, λοιπόν, ο Χόμπσμπαουμ ότι τα δημόσια γεγονότα δεν αποτελούν απλώς ορόσημα της ιδιωτικής ζωής αλλά διαμορφώνουν την ίδια μας τη ζωή. Πολύ προτου αισθανθώ αριστερή, ήμουν αριστερή. Και ήμουν αριστερή, γιατί τα δημόσια γεγονότα μπερδεύονταν επίμονα με την καθημερινότητά μου. – Κι ας διαισθανόμουν ότι…
View On WordPress
#book#books#excerpts#σκέψεις#Έρευνα#Αξιοσημείωτα#αποσπάσματα#αποφθέγματα#γνωμικά#λόγια#maxims#sayings#writer
0 notes
Text
ISBN: 978-960-04-0945-1 Συγγραφέας: Συλλογικό έργο Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 310 Ημερομηνία Έκδοσης: 1994-11-01 Διαστάσεις: 24x17 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
ISBN: 978-960-04-0945-1 Συγγραφέας: Συλλογικό έργο Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 310 Ημερομηνία Έκδοσης: 1994-11-01 Διαστάσεις: 24x17 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Photo
Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας: Στην Μάρω Δούκα το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων
0 notes