#καλιαρντά
Explore tagged Tumblr posts
Text
#ηλίας πετρόπουλος#καλιαρντά#οκ αλλά ο τούρκικος καφές εν ελλάδι είναι underrated masterpiece#what if i’m both?? n
23 notes
·
View notes
Text
Ήταν Δεκέμβριος του 2010 όταν οι εκδόσεις Νεφέλη ξεκίνησαν την επανέκδοση των Απάντων του Ηλία Πετρόπουλου. Η αρχή έγινε με το «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη» για να ακολουθήσουν το «Μπουρδέλο», το «Άγιο Χασισάκι», τα «Καλιαρντά» και αρκετά άλλα ακόμα. Τα περισσότερα βιβλία, μυθικά για την εποχή τους, παρέμεναν εκτός εμπορίου για καιρό. Τον Σεπτέμβριο του 2003 ο Ηλίας Πετρόπουλος πεθαίνει στο Παρίσι και η οριστική έκδοση των Απάντων του είναι μια ευκαιρία για να τον γνωρίσουν και οι νεότεροι.
Με ένα τεράστιο και πολυσχιδές έργο –80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα– έγινε γνωστός ως λαογράφος του περιθωρίου, ανατρεπτικός λεξικογράφος, βιωματικός ρεμπετολόγος αλλά και τεχνοκρίτης, αρθρογράφος, ποιητής. Κατέγραψε εκφάνσεις του υποκόσμου που μέχρι τότε αγνοούσε ή περιφρονούσε η επίσημη έρευνα και με τρόπο που προκαλούσε τον πουριτανισμό του ακαδημαϊκού κατεστη��ένου, πράγμα φυσικά που του κόστισε σε διώξεις και φυλακίσεις, αναγκάζοντας τον έτσι να τραπεί σε φυγή στο Παρίσι το 1975.
Συλλέγω επίθετα που τον έχουν χαρακτηρίσει κατά κόρον όλα αυτά τα χρόνια: Αιρετικός, αποσυνάγωγος, αντικομφορμιστής, ασυμβίβαστος, ανένταχτος, ρηξικέλευθος, προκλητικός, ενοχλητικός, σαρκαστικός, άθεος, άπατρις, αναρχικός, πορνογράφος, υβριστικός, βωμολόχος, σκωπτικός, αθυρόστομος, καυστικός. Αλλά ασφαλώς και δε μου φτάνουν για να δω το όλον. Γιατί και άλλοι συγγραφείς μπορεί να είναι κάτι από όλα αυτά αλλά ο Πετρόπουλος μια ξεχωριστή μονάδα.
Αναρχικός κοντά στη ρίζα του όρου, πέρα από ιδεολογικά τερτίπια, ίσως ο μόνος από τους συγγραφείς μας που θα μπορούσε να διεκδικήσει επάξια αυτόν τον τίτλο, με μόνιμη αναφυλαξία έναντι σε κάθε τι καθεστωτικό, σταθερός σε αυτή τη γραμμή μέχρι τέλους. Ακόμα και η πορνογραφία ή ο ερωτισμός, που για αυτόν είναι ένα αξεδιάλυτο σύνολο –κόντρα στους ύποπτους διαχωρισμούς από φιλολογίζοντες του σιναφιού του– ενέχουν θέση δήλωσης επαναστατικότητας και αναρχισμού.
Παρ' όλο το κυνηγητό από την εξουσία, την αυτοεξορία στο Παρίσι, την περιφρόνηση των ομοτέχνων του, τα βιβλία του Πετρόπουλου ευτύχησαν μεγάλης αναγνώρισης απ' το κοινό. Ωστόσο ένα έργο με τέτοιο εύρος και εξαιτίας της sui generis προσωπικότητας του δημιουργού του είναι αδύνατον να προσδιοριστεί επακριβώς –παρά μόνο ψήγματα να συλλεχθούν. Ανάλογα με το εργαλείο που θα επιλέξεις για να το «διαβάσεις», ξεκλειδώνεις κάθε φορά και κάτι άλλο.
Όλα όσα έχουν γραφτεί μοιάζουν λειψά. Ίσως ακόμα να μην έχουμε συνειδητοποιήσει σε όλο τους το βάθος τι μπορεί να σήμαιναν η ασκητική επιμονή με την οποία συνέλεγε την αργκό των ομοφυλοφίλων, τα μάγκικα της λαχαναγοράς ή τα πειράγματα του δρόμου, κατέτασσε τα ονόματα οδών και πλατειών σε στρατηγούς και αγίους, αντέγραφε τις ζωγραφιές από τους τοίχους των φυλακών, φωτογράφιζε νεκροταφεία σε ακριτοχώρια της Ελλάδας.
Αν τα βιβλία του σήμερα δε θα κινδύνευαν από κατηγορίες για περιύβριση αρχής και παραβίασης του νόμου περί ασέμνων, ωστόσο δεν κινδυνεύουν λιγότερο από παρερμηνείες, αποσιωπήσεις, επιλεκτικές φωτοσκιάσεις και από την προσπάθεια διάφορων ομάδων να ενστερνιστούν την αχλή του αντισυστημικού που τον περιέβαλε. Ο Πετρόπουλος ευτυχώς διέθετε πολύ πιο ανεπτυγμένη την αίσθηση της ελευθερίας από όλους αυτούς.
Αλλά, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, «Όμηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν». Τα ίδια του τα κεί��ενα με διαφωτίζουν. Όπως ο πρόλογος του «Κουραδοκόφτη» που, με τα σχόλια που κάνει για κάθε άρθρο, λειτουργεί σαν μπούσουλας για όλο του το έργο:
«Στην Ελλάδα κυριαρχεί η υποκρισία και η μυθολογία».
«Πιστεύω πως η πρόκληση και ο αναπόφευκτος σκανδαλισμός εξαναγκάζουν τους αναγνώστες να χρησιμοποιήσουν τη σκέψη τους».
«Πρέπει να διασώζουμε κάθε λογής γλωσσάρια, επειδή αντικατοπτρίζουν κάποιες πλευρές του κοινωνικού βίου».
Ανακαλύπτω με τη χαρά του αρχαιοδίφη ένα από τα δυσεύρετα εξαντλημένα του, που έχει πολλά να μου πει. Με εκπλήσσει με τη φρεσκάδα του και μου φαντάζει όλο σαν ένα λανθάνον επίκαιρο σχόλιο για την τρέχουσα κατάσταση. Πρόκειται για το κείμενο «Η Εθνική Φασουλάδα» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σχολιαστής» τον Απρίλιο του 1990.
Έγραφε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ το '90 με αφορμή την επανέκδοση των «Ρεμπέτικων»: «Πολύ λίγοι ξέρουν να εκθέτουν το θέμα τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρασύρουν τον αναγνώστη τους σ' ένα γοητευτικό ταξίδι, όπου οι πιο γνώριμες μορφές, τα πιο καθημερινά αντικείμενα αποδείχνονται κρύπτες άγνωστων και εξαίσιων θησαυρών». Αυτό ακριβώς κάνει ο Πετρόπουλος κι εδώ με μια φασολάδα σε μόλις 50 σελίδες. Παίρνει τα ευτελή του υλικά και τα κάνει να χορεύουν μπροστά σου.
«Το ελάχιστο είναι, ήδη, μια ελπίδα. Γραπατσώνομαι από το ελάχιστο», λέει. Κι αυτό το «γραπατσώνομαι» κρύβει μέσα του τόση λαχτάρα. «Η φασουλάδα μοιάζει κάποιο γελοίο θέμα προς μελέτην. Αλλά μέσα από το ασήμαντο βγάζεις το σημαντικό, και, μέσα στο γελοίο βρίσκεις το σοβαρό». Είναι από αυτά τα αμελητέα ελάχιστα που χρειάζεται μια ματιά σαν και αυτή του Πετρόπουλου για να τα εκτιμήσεις.
Έτσι κι εγώ βυθίζομαι σε μια ανακουφιστική σαφήνεια, εν μέσω γενικής ασάφειας. Και στην υποδόρια ειρωνεία του που με διατρέχει πατόκορφα.
Εκ πρώτης όψεως κάνει μια ��λούσια αναδρομή σε ό, τι συνιστά το θέμα του. Ετυμολογικές αναζητήσεις, λεξικογραφικά παραδείγματα, ιστορικά στοιχεία, γνωμικά, παροιμιώδεις εκφράσεις, ανεκδοτολογικά περιστατικά, λέξεις της αργκό, συμβουλές για το μαγείρεμα, χρηστικές πληροφορίες, βιβλιογραφία, συνταγές. Αλλά αυτό που κάνει στην πραγματικότητα, όπως και σε όλα του τα βιβλία, είναι να καταρρίπτει μύθους. Μέσα στη φασολάδα του καθρεφτίζονται –άλλοτε ξεκάθαρα, άλλοτε αμυδρά– παθογένειες, ήθη, τάσεις, ελλείμματα, λες και γνωρίζει τη νεοελληνική ψυχή καλύτερα απ' τον καθένα.
Το φαγητό που ανέθρεψε γενιές επί γενιές με τη γοητεία του κλασικού εδέσματος της φτωχολογιάς, επιβίωσε του σνομπισμού μας στα χρόνια της μεταπολιτευτικής ευμάρειας, για να φτάσει να μας σαρκάζει σήμερα μέσα από το κείμενο του Πετρόπουλου ή έτσι μου φαίνεται. Ίσως γιατί συνοψίζει τα στρώματα του αρχοντοχωριατισμού μας.
«Οι έλληνες λαογράφοι απεχθάνονται την φασουλάδα. Οι έλληνες λεξικογράφοι περιφρονούν την φασουλάδα». Αντίθετα, ο Πετρόπουλος της αποδίδει τις τιμές που της πρέπουν.
Ακόμα και η ταπεινή φασολάδα σ' αυτή τη χώρα δεν υπολείπεται σε εθνικούς μύθους. Έτσι κι αλλιώς σέρνει πίσω της βαρύ φορτίο –μέχρι και τον τίτλο του εθνικού μας εδέσματος –σαν να λέμε ο Σολωμός στο πιάτο μας. Τον οποίο βέβαια ο Πετρόπουλος ευθαρσώς και δεν αναγνώριζε ως εθνικό ποιητή με αποτέλεσμα φυσικά να εγείρει μόνο οργή. Έτσι εδώ καταρρίπτει το μύθο περί φαγητού της φτωχολογιάς, καθώς τα φασόλια είχαν μια πλατιά κοινωνική διαστρωμάτωση. Μπαρμπούνια με αγριογούρουνο για τους λεφτάδες, κοινά φασόλια για το λαό, γυφτοφάσουλα για τους φτωχούς και εβρέικη φασουλάδα για την κατώτατη πλέμπα. Και με ένα τέτοιο σχόλιο βάζει στη θέση τους όλους τους «ανόητους (μαρξίζοντας) έλληνες κοινωνιολόγους».
Και βάζει μια ακόμα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Παλιά Ελλάδα και τους νεοαφιχθέντες: «Έχω μιλήσει, κατ' επανάληψιν, για τα βλαχαδερά του Μοριά που εκπολιτίστηκαν από τους πρόσφυγες». Τα μπαρμπούνια δεν τα ήξεραν στη μητροπολιτική Ελλάδα. Τα γνώρισαν από τους βορειοελλαδίτες. Αλλά κι ένα σωρό άλλα φαγητά που τους ήταν άγνωστα.
Η ιστορία της «απαισίας μνήμης» εβρέικης φασουλάδας, την οποία παραθέτει, αποδεικνύει πως οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν κατά κύριο λόγο πάμφτωχοι πληθυσμοί, ξεθολώνοντας την κυρίαρχη εικόνα περί πλούσιων εβραίων εμπόρων. Στα σφαγεία ζωντανεύ��ι μπροστά σου συγκλονιστικές σκηνές από ένα παρελθόν που σοκάρει με τη φτώχεια του.
Και ωσάν μαζί με αμπελοφάσουλα να σου σερβίρει από κοντά στο πιάτο και λίγο ψαχνό, σου πετάει και τα απογειωτικό του σχόλιο για τη νεοελληνική πραγματικότητα. Εκεί που μαθαίνω πως στη χωριάτικη φασολάδα δεν πρέπει να τσιγαρίσεις τα κρεμμύδια, γιατί το φαγητό θα γίνει βαρύ και ότι μια καυτερή κόκκινη πιπεριά είναι των εκ των ων ουκ άνευ, εκεί κάνει κι ένα κοινωνιολογικό σχόλιο όπως: «Οι δυστυχείς Νεοέλληνες άλλαξαν (όχι μόνο τα είδη διατροφής) αλλά και τον τρόπο όπου έτρωγαν. Μέσα σε εκατό χρόνια οι συμπατριώτες μου εξελίχθησαν από ολοζώντανα πλάσματα εις πιθήκους…».
Αποθησαυρίζει από τη «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια» του 1930 ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο: «Η εγχωρία παραγωγή φασιόλων δεν καλύπτει τας ανάγκας της καταναλώσεως, δι' ό εισάγονται εκ του εξωτερικού περί τους 15-20.000 τόννοι ετησίως.» Ούτε και ο εγχώριος βασιλιάς των οσπρίων ξέφυγε από την ελλειμματική μας παραγωγή. 80 χρόνια μετά εξακολουθούμε να εισάγουμε πολύ περισσότερα απ' όσα παράγουμε.
Η κρίση κατά τον Πετρόπουλο το 1990: «Η χώρα μας μαστίζεται από μια πολιτιστική κρίση. Η χώρα μπαίνει τώρα στην χειρότερη φάση αυτής της κρίσης. Ο λαός (που δεν είναι διόλου αγνός και αθώος) ευθύνεται εν μέρει για την κρίση. Το μεγαλύτερο ποσοστό της ευθύνης το έχει και το κατέχει το Κράτος, όπως εκφράζεται από τους σάπιους πολιτικάντηδες. Εδώ και σαράντα χρόνια η Ελλάδα κατευθύνεται από βάρβαρους πρωθυπουργούς…».
Για να τα ξεχάσει όλα αυτά τι μένει; Η φασολάδα.
«Για να ξεχάσω τα καθάρματα που διοικούν την Ελλάδα, επιστρέφω με χαρά στην φασουλάδα».
Και σε πάει μια βόλτα σε ό, τι θεωρεί αυθεντικά ελληνικό. Από τον «ελληνικό τρόπο» του Νίκου Καρούζου, ο οποίος «άρχιζε τη μυσταγωγία της νύχτας με μια καυτή φασουλάδα», μέχρι την ελληνική συνείδηση όπως εκφράζεται από τον Καστοριάδη, τον Φασιανό, τον Σαχτούρη και τον Ελύτη. Οι λογοτεχνικές αναφορές της φασολάδας δεν είναι διόλου αμελητέες. Από τα χασαπάκια και τους ταμπάκηδες του Γιώργου Ιωάννου, στον Ροδοκανάκη και στον Πεντζίκη. Από τον Καραγκιόζη ως τη «Βαβυλωνία», από τον Παπαδιαμάντη ως τον Καρκαβίτσα. Και ασφαλώς στην περίφημη πολίτικη της Ιορδανίδου.
Αποδομεί απολαυστικά τα ιερά τοτέμ της κλασικής ελληνίδας νοικοκυράς, Νικόλαο Τσελεμεντέ και Χρύσα Παραδείση, ��ου ανέθρεψαν γενιές και γενιές νεοελλήνων. Η προσπάθεια τους να εκσυγχρονίσουν με εκ Γαλλίας δάνεια την ελληνική κουζίνα, εδώ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον άτεγκτο Πετρόπουλο, που συμφωνεί με όσους υποστήριζαν πως κάτι τέτοιες απόπειρες την νόθεψαν. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η προσπάθεια του Τσελεμεντέ για εκσυγχρονισμό των πιάτων μας συμπορευόταν με την προσπάθεια εξευρωπαϊσμού της χώρας . Έτσι μάθαμε τότε και την άγνωστη béchamel. Ο Τσελεμεντές, λέει ο Πετρόπουλος, διέθετε «ακατανόητο μίσος προς τη λέξην φασουλάδα», πάσχει από «ένα αθεράπευτο σύνδρομο της φαρίνας» και βάζει αλεύρι παντού και το ψιλοκομμένο κρεμμύδι «το βρίσκει χυδαίο γιατί προφανώς του βρώμαγε», κι έτσι το απέκλειε. Η Παραδείση με την περίφημη «Ελληνική μαγειρική» της αντιγράφει σε γενικές γραμμές τον Τσελεμεντέ αλλά πρόσθεσε και τις δικιές της πινελιές ισπανικής και ιταλικής κουζίνας. Τον ενοχλεί η ασάφεια, ο μιμητισμός και οι παραλείψεις τους και είναι σάμπως, μέσα από αυτούς, να καταφέρεται εναντίον όλων όσων πηγαίων αντικαταστάθηκαν προς χάριν ενός ευρωπαϊκού λούστρου. Νομίζω ότι αν μπορούσε, όταν τους μελετούσε, θα τους φώναζε: «Τι σούπα φασόλια και αηδίες. Φασουλάδα τη λένε, μαϊμούδες, ε, μαϊμούδες!»
«Η ελληνική κουζίνα υπήρξε αλλά ήταν αόρατη.» Και βέβαια δεν υπήρξε «μέσα στα ανύπαρκτα αρχοντικά της ανύπαρκτης αριστοκρατίας μας». Της αστικής τάξης, δηλαδή, που ποτέ δεν είχαμε. Κατά τον ίδιο τρόπο που και η δική του Ελλάδα υπήρξε αλλά ήταν αόρατη.
Και ποιο να ήταν άραγε το καλύτερο συνοδευτικό για τη φασολάδα; Μα το μαύρο χαβιάρι φυσικά. Ω, τι έκπληξη! Ο Πετρόπουλος διαβεβαιώνει τους αδαείς για την απρόσμενη σύζευξη: «Δεν κάνω πλάκα. Το χαβιάρι ήτο πάμφτηνο και περιφρονητέο. Στην Παλιά Σαλονίκη το τρώγανε οι χαμάληδες». Λες και κοροϊδεύει, μαρτυρώντας την ταπεινή καταγωγή του εδώδιμου εμβλήματός του, τον άκοπο και γρήγορο πλουτισμό μιας χώρας, που όφειλε να το φωνάζει κιόλας πως είχε αφήσει πολύ μακριά πίσω της τη φτώχεια του '50.
Και φυσικά δε λείπει ούτε εδώ ο σκανδαλώδης Πετρόπουλος. Φροντίζει να πληροφορήσει όσους από τους νεότερους το αγνοούν πως «Οι νεοέλληνες αποκαλούσαν την κλειτορίδα φασουλάκι». Και παραθέτει το βασικότερο αβαντάζ της φασολάδας έναντι των ανταγωνιστών της: «Ανέκαθεν αντιμετώπιζα την πορδή σαν γέλιο της κωλοτρυπίδας». Φάτε μια στεγνή κυριολεξία για να έχετε να πορεύεστε δηλαδή. Αυτό που σήμερα πιο πολύ σκανδαλίζει είναι το γεγονός ότι ένας άνθρωπος έσκυβε με πάθος και τρυφερότητα και όχι από επαγγελματική διαστροφή πάνω από αυτά που οι άλλοι περιφρονούσαν και έκρυβαν κάτω από το χαλί. Ο ίδιος έλεγε «Είμαι τρυφερός και εν ταυτώ ανηλεής». Έπρεπε να τα ταιριάξει αυτά τα δύο για αυτόν τον κόσμο, τον οποίο αναδιφούσε με την αφοσίωση μυρμηγκιού, σωρεύοντας ακατάπαυστα τα «ελάχιστα» στη φωλιά του για χρόνια. Και φεύγοντας άφησε υλικό για χίλιες ζωές ακόμα.
Στην πραγματικότητα διδάσκει το δικό του «ήθος» –το Πετροπούλειον– με μια ακλόνητη συνέπεια που διαπνέει όλο το έργο και μια έμφυτη ροπή προς την αλήθεια –πιο σταθερός από πολλούς άλλους θιασώτες του τρίπτυχου πατρίς-θρησκεία-οικογένεια.
Και εκτός από το ήθος ,το ύφος. Το ύφος του μεγάλου στυλίστα που συναρπάζει και σφραγίζει ανεξίτηλα. Το ύφος που σε κάνει, είτε μιλάς για φασολάδες, είτε για κατσαπλιάδες, μπουρδέλα, φουστανέλες, σκαμνιά να εξακριβώνεσαι αυτομάτως στη λογοτεχνική πιάτσα αλλά και να σε απολαμβάνουν ακριβώς γι' αυτό. Το ύφος που χρωματίζεται από «αυτό το αλλόκοτο είδος του αγοραίου που έχει καταπιεί βιβλιοθήκες» κατά Κωστή Παπαγιώργη. Και πλέκει εδεσματολογία, πορνογραφία, λαογραφία, ιστοριογραφία, κοινωνιολογία, ετυμολογία πάνω σε έναν καμβά. Η ενδελεχής έρευνα, που έχει αποβάλλει την ακαδημαϊκή δυσκοιλιότητα και σου δίνει το ψαχνό στο πιάτο. Εύστοχος μέχρι κεραίας και εραστής της ακριβολογίας –η κυριολεξία στα καλύτερα της. Το ύφος που καταλήγει να μην είναι τίποτε άλλο από Ποίηση.
Κρατάω για το τέλος κάτι που μου επιφύλαξε στην αρχή. Πριν προλάβω ακόμα να εγκλιματιστώ στο Πετροπούλειον σκώμμα, μου πετάει στα μούτρα μια ειρωνεία που νομίζω πως είναι όλη δικιά μου. Αναφέρεται σε ένα ανεκδοτολογικό περιστατικό με τον Πεντζίκη, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία από τα χρόνια της Θεσσαλονίκης. Μια μέρα που ο Πετρόπουλος του σύστησε μια νεαρή ποιήτρια, ο Πεντζίκης, αφού την ξεψάχνισε, της είπε: «αντί να γράφεις ποιήματα, θάτανε καλύτερα να μάθεις πως μαγειρεύουν φασουλάδα». Ο Πετρόπουλος πιστοποιεί τον παροιμιώδη μισογυνισμό του Πεντζίκη. Είναι η πρώτη φορά που θα διαφωνήσω κάθετα μαζί του. Γιατί εμένα αυτό δε μου μοιάζει διόλου μισογύνικο, αλλά απλά ένα τσουχτερό σχόλιο για την αδιαφιλονίκητη υπεροχή της χρηστικότητας . . .
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
"Μαντάμ Γκου" στα καλιαρντά θα πει λεσβία
5 notes
·
View notes
Text
Σχεδιασμός αφίσας για το ντοκιμαντέρ της Πάολα Ρεβενιώτη "Καλιαρντά" στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Θεσ/κης
0 notes
Text
@the-serendipity-of-fate Τώρα τι να σου πω και σένα; μπορώ να πω κάτι εδώ μέσα;
(Θα τα πούμε αλά καλιαρντά απο κοντά🤣)
8K notes
·
View notes
Text
Σάλος με παίχτη του Master Chef που κόπηκε στο δακτυλάκι και έσκουζε απο τον τρόμο
Μάγειρας (τώρα τους λένε σεφ στα τηλεοπτικά καλιαρντά) που έκοψε το δάχτυλό του και δεν μπορούσε να το κοιτάξει γιατί έτρεχε αίμα, μετά από λίγο λιποθύμησε από την ταραχή του… Αυτό προβλήθηκε σε εκπομπή μαγειρικής στην ελληνική τηλεόραση. Λίγες ημέρες πριν, ένα παλικαράκι, του οποίου το όνομα ήδη ξεχάστηκε, μετά το μοιραίο τρακάρισμα των τρένων […] Σάλος με παίχτη του Master Chef που κόπηκε στο…
View On WordPress
0 notes
Text
So apparently there’s a Greek dialect called “Καλιαρντά (Caliarda)” that was used among Greek homosexual people and some sources say that it already existed back in 1904!! 1 9 0 4, that’s amazing!! It was used as code so that gay people could talk to eachother and some words (like τζάσε, τσόλι, λούγκρα etc.) are used today from Greek people in general!
There’s a Καλιαρντά dictionary made by Ilias Petropoulos back in 1971 and I’m going to search for it because this is such a big piece of history in a country that doesn’t have much from this last century.
I can’t find a Wikipedia article in english but here’s the one in Greek if anyone is interested!
#lgbt#λοατ#λοατκι#greece#greek#lgbtqiap#evelyn stuff#i'm s o !#wow#do you ever just feel very at home in a country that hates you
3 notes
·
View notes
Text
Για να τελειώνουμε με τα κλισέ, τον ανέξοδο νεωτερισμό και με τις «διασυνδέσεις» της δήθεν ελίτ
Τον Ιούλιο του 2008 ο Δημήτρης Λιγνάδης, ανεβάζει τους «Βάτρα-Χ» , μία εκδοχή των «Βατράχων» του Αριστοφάνη, σε μία δική του επιμέλεια κειμένου και καταδική του σκηνοθεσία παρέα με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος που καθηγητή στα Αρχαία είχε στο Γυμνάσιο για ένα φεγγάρι τον νεαρό τότε και υπερήλικα σήμερα Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο, αποφάσισε να γράψει τον δικό του «Φιλιππικό». Θυμίζω πώς συμμαθητές του Γεωργουσόπουλου ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Χρήστος Γιανναράς και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Αυτά για τις συστάσεις.
Ο Λιγνάδης πήγε στην Επίδαυρο για να προκαλέσει με φθηνά υλικά. Ο Γεωργουσόπουλος τιτλοφόρησε την κριτική του «Η φτερού στην Επίδαυρο». Οι λέξεις ήταν καρφιά. Η γλώσσα μαστίγιο. Οι αναφορές του κριτικού σωστό μαρτύριο για τον «φιλόλογο νεωτεριστή» που εξέλαβε και χρησιμοποίησε την αρχαία σκηνή ωσάν συνοικιακή παράσταση ενός ασήμαντου μπουλουκιού. Ο Γεωργουσόπουλος «εκτέλεσε» τον Λιγνάδη με συνοπτικές διαδικασίες ως όφειλε. Έκτοτε μάλλον πλήθυναν οι φερόμενοι νεωτεριστές Λιγνάδηδες, εξαφανίστηκε η σεμνότητα, η ταπεινότητα και η ηθική της αισθητικής. Όταν εξαφανίζονται όλα αυτά τότε δεν μένει τίποτε όρθιο. Τα θυμίζουμε για να εξηγήσουμε το τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα, το 2021, σε μία πολιορκημένη από πανδημία Ελλάδα, σε έναν πολιορκημένο από την κρίση μέσο Έλληνα και σε μία πολιορκημένη από αμορφωσιά, μετριότητα, απληστία, βουλιμία και αμετροέπεια κοινωνία. Απολαύστε το «δηλητήριο» του Κώστα Γεωργουσόπουλου που εκχύνεται ως βάλσαμο τελικά στα μάτια εκείνων που θέλουν ακόμα να διαβάζουν, να μαθαίνουν και να αποδέχονται την μηδαμινότητα τους.
Γεωργουσόπουλος Κώστας, 21 Ιουλίου 2008
Έγραφα για το θλιβερό σύμπτωμα της προβοκατόρικης και άκρως φασιστικής επίθεσης σε καθετί που ώς τώρα ονομάζουμε ελευθερία της έκφρασης, δημόσιο ήθος και όρια (έστω ελαστικά) της πολιτικής κριτικής μέσω της τέχνης.
Στις «Ιδέες» του Σαββάτου ανίχνευα τους λόγους που κατέστησαν ευνούχο έναν ολόκληρο λαό (γιατί στην Επίδαυρο δεν ταξιδεύουν μόνο οι ακραιφνείς θεατρόφιλοι, οι ειδικοί και οι μανικοί του Θεάτρου, αλλά, όπως στην αρχαιότητα- απόδειξη το μέγεθος του οικοδομήματος- σύμπας ο λαός). Το κοινό που γέμισε την Επίδαυρο με την πεπλανημένη, ύπουλη υπόσχεση ότι θα απολαύσει Αριστοφάνη (καλής ή κακής παραστασιακής μοίρας, αδιάφορο) ήταν τόσο ώστε χωρούσε σε αριθμό θεατών εξήντα υπερπλήρη θέατρα τύπου «Πειραιώς 260», αναλογία ένα ταξί με τέσσερα πούλμαν. Και απορούσα ποιος, πότε και πώς αλλοτρίωσε το γούστο ενός κοινού που πριν από σαράντα χρόνια άκουγε Χατ��ιδάκι και Θεοδωράκη, έβλεπε Κουν και Μινωτή, απολάμβανε τις έξι λαϊκές ζωγραφιές με σκηνικά Μόραλη και χορογραφία Ραλλούς Μάνου, διάβαζε την τριλογία του Βασιλικού, αποθέωνε τον Γιάννη Χρήστου σε έργα όπως «Η κυρία με τη Στρυχνίνη», έβλεπε την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου.
Κι αν κάποια κέντρα γνωστά και μη εξαιρετέα γελοιοποίησαν, απαξίωσαν και ταπείνωσαν όλες τις αξίες του ευρωπαϊκού (αφήστε του νεοελληνικού) πολιτισμού, ποιος τάχα είναι ο σκοπός ενός Εθνικού Θεάτρου που ίδρυσε και υπηρετεί επί 55 χρόνια έναν θεσμό όπως τα Επιδαύρια; Γιατί είναι ηλίθιο και αφελές να νομίζουμε ότι οι παραστάσεις τραγωδίας και κωμωδίας στην Επίδαυρο είναι φυγή προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Νέος ελληνικός, σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός είναι πλάι και παράλληλος με τα ευρωπαϊκά ρεύματα. Ποιητές σύγχρονοι, συνθέτες, ζωγράφοι, χορογράφοι, χειριστές του σύγχρονου προφορικού λόγου, ηθοποιοί και με ευρωπαϊκές σπουδές σκηνοθέτες, προσέγγιζαν και ερμήνευαν με μοντέρνα και σύγχρονα αισθητικά επιχειρήματα τον Νουν και το Ήθος των αρχαίων κειμένων στο μέτρο που μας ΑΦΟΡΑ. Και ο καταστατικός σκοπός, ο λόγος ύπαρξης ενός Εθνικού Θεάτρου είναι να διασώζει, να ερμηνεύει, να προστατεύει και να βελτιώνει με τα κατάλληλα σύγχρονα αισθητικά και πνευματικά κριτήρια τις πτυχές του νεοελληνικού πολιτισμού, ενώ θα προβάλει συνάμα και τα αισθητικά ρεύματα του θεάτρου στον κόσμο.
Οι νεοελληνικές εκδοχές ερμηνείας του αρχαίου δράματος, ιδιαίτερα στην Επίδαυρο (περίπου 400 παραστάσεις για τα 44 διασωθέντα δράματα), άλλοτε πέτυχαν, άλλοτε απέτυχαν και άλλοτε απέτυχαν παταγωδώς. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν αναγνώριζε κανείς μια συνειδητή και συστηματική απόπειρα να διασυρθούν, να εξευτελιστούν και να γελοιοποιηθούν. Και αυτό το σύμπτωμα φέτος έγινε σκοπός και πράξη όχι από κάποιον τυχάρπαστο, αγράμματο, ανίδεο ξυλοσχίστη. Έγινε από ταλαντούχο ηθοποιό, φιλόλογο, με θύραθεν παιδεία. Δεν του ξέφυγε, δεν του χάλασε στον δρόμο η συνταγή, δεν παρεξήγησε ή δεν υπερτίμησε τα μέσα του και τα εργαλεία του. Όχι, βάσει καθορισμένου σχεδίου, με ορατή και δεδηλωμένη στρατηγική πήρε το πλέον φιλολογικό και περισπούδαστο σατιρικό και πολιτικό κείμενο, αποθέωση της δημοκρατίας των ιδεών, τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, όπου το ιδεολογικό αίτημα είναι ποιος ο σκοπός του θεάτρου, ποιος ο σκοπός της πολιτικής κριτικής, ποιος οφείλει να είναι ο ρόλος και η λειτουργία του πνευματικ��ύ ηγέτη μέσα σε μια συγκεχυμένη κυρίως εποχή και το μετέτρεψε σε μια δημόσια και φαντασμαγορική διαπόμπευση, μια χυδαία παρενδυτική μασκαράτα, έναν αισθητικό αχταρμά, όπου η ποίηση έγινε στιχάκια του κάρου. Το σκώμμα και η ιερή, λαϊκή βωμολοχία, καλιαρντά δημοσίων λουτρών, ο ΑΓΩΝ, η ύψιστη λειτουργία της ουσίας της Δημοκρατίας, η ισηγορία, ο διάλογος, η ζύμωση ιδεών μέσα από την αντιπαράθεση επιχειρημάτων και την επίκληση αξιών έγινε ποδοσφαιρικό ντέρμπι με συμπεριφορές χούλιγκαν, συνθήματα των τριόδων, το έξοχο χορικό των Μυστών (ένα από τα λυρικά κατορθώματα του Αριστοφάνη που υποχρέωσε τους αρχαίους σχολιαστές να τον συγκρίνουν με τη Σαπφώ!) συνοδεύτηκε με παρωδία υμνολογίας που ευτέλιζε το «Αι γενεαί πάσαι». Όταν, ανόητε, το επιχείρησε ο Κουν το 1959 με τον ορθόδοξο ιερέα, δεν έθιξε την ποίηση, αλλά το λαϊκό δρώμενο και τον λαϊκό παπά. Καταλαβαίνεις τη διαφορά;
Οι δάσκαλοι που διακόνησαν την αριστοφανική αναβίωση, ο Σολομός, ο Ευαγγελάτος, ο Μπάκας, ο Βολανάκης, άλλοτε εύστοχα, άλλοτε άστοχα, προσπάθησαν να βρουν αναλογίες (πράγμα που έκαναν και οι μεταφραστές), γιατί χωρίς αναλογίες, ιδιαίτερα ο Αριστοφάνης, δεν γίνεται σήμερα κατανοητός (αλήθεια πώς θα κατέβαιναν ύστερα από 2.000 χρόνια στο τότε κοινό εκφράσεις όπως «Άντε, ρε, Κοσκωτά», «Η φούσκα του Χρηματιστηρίου», «οι μίζες της Ζίμενς» «τα ομόλογα» κ.λπ.;). Η αναλογία σε όλα τα επίπεδα (λέξη, ήχος, όψη, κίνηση, μέλος) έχει όρια, ώστε να μην αλλοιωθεί ούτε ο στόχος της κριτικής του ποιητή ούτε το ήθος ούτε η διάνοια, αλλά ούτε και το αισθητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι τύποι, οι συμπεριφορές και τα κίνητρα φαίνονται και σατιρίζονται.
Οι μεγάλοι δάσκαλοι και οι ερμηνευτές τους κι όταν έφθαναν σε άστοχες υπερβολές, ακόμη και υπερβάσεις, σέβονταν, τουλάχιστον φαινόταν η αγωνία τους να σεβαστούν, τον πρόγονο του παγκόσμιου κωμικού θεάτρου. Και περισσότερο οι λαϊκοί δημιουργοί, ο Νέζερ, ο Ζερβός, ο Ηλιόπουλος, ο Καρακατσάνης, ο Βέγγος, ο Βουτσάς, η Καλουτά, ο Σωτήρης Μουστάκας και από τους νεώτερους οι εγκρατείς του λαϊκού κώδικα Μιχαλακόπουλος, Φιλιππίδης, Αρμένης, Λαζάνης, Μοσχίδης, Παρτσαλάκης, Χαλκιάς, Χαραλαμπόπουλος κ.ά. Όλοι αυτοί για τον πεφυσιωμένο διάνο της Επιδαύριας ξεφτίλας είναι νεκροθάφτες του Αριστοφάνη και νεκροί. Αγνοεί πιθανόν ότι ακόμη και ο Λίνος Καρζής, που στην εποχή του κατηγορήθηκε για μουσειακές παραστάσεις, όταν ανέβασε τη «Λυσιστράτη» επιστράτευσε, ναι, ναι, τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Σαπφώ Νοταρά. Νεκροθάφτης και ο Χατζιδάκις που έκανε λαϊκό σουξέ τον «Μύθο» της «Λυσιστράτης» και νεκροθάφτης ο Μούτσιος, ο Σακκάς και η Μούσχουρη, που τον τραγούδησαν στην Επίδαυρο!!
Ποια ήταν η «ζωντάνια» που έφερε στην Επίδαυρο ο ορκοπάτης φιλόλογος; Έφερε τον θλιβερό συγγραφέα εαυτό του, ως θεατρικό λαμόγιο παραπλάνησε το κοινό και μάλιστα το ανίδεο, το παραπλανημένο ήδη από την Αννίτα Πάνια, το απαίδευτο, το έρμαιο στην τηλεοπτική σαλαμούρα ότι θα δει Αριστοφάνη και του πλασάρισε το δικό του ανέμπνευστο, σαχλό, της πλάκας σενάριο που μόνο στις σχολικές παραστάσεις των αριστοκρατικών κολεγίων στις χριστουγεννιάτικες γιορτές συναντάς, διανθισμένο με γκέι ιδιόλεκτα των παρόδων της Ομόνοιας και της Κουμουνδούρου. Έφερε στην Επίδαυρο τον χαρισματικό σόουμαν Μαρίνο, τον έπεισε πως η αρχαία ορχήστρα είναι πίστα και τον εξέθεσε ανεπανόρθωτα βάζοντάς τον να ανοιγοκλείνει το στόμα του, γιατί τα στιχάκια ήταν πλέι μπακ και το μηχάνημα τον πρόδωσε, αφήνοντάς τον να κάνει σαν χάχας το χρυσόψαρο στη γυάλα.
Προβοκατόρικη υπονόμευση του ήθους
Αγαπητοί αναγνώστες, το έγραψα και το Σάββατο, ο χαβαλές της Επιδαύρου, εξόδοις σου, δεν έχει να κάνει ούτε με τη θεατρική ιστορία, την παράδοση της αριστοφανικής ερμηνείας, με την αισθητική και τα ρέστα. Είναι μια ηθελημένη προβοκατόρικη υπονόμευση του όποιου δημόσιου ήθους και της πολιτικής του πολιτισμού. Σε μια εποχή εξαχρείωσης του δημόσιου βίου, απαξίωσης της πολιτικής και διάλυσης του κοινωνικού ιστού, θα περίμενε κανείς το θέατρο μέσω του μεγαλοφυούς Αριστοφάνη να αποτελεί εστία Αντίστασης. Δυστυχώς έγινε κερκόπορτα για να αλωθεί ό,τι απέμεινε, από την καφρίλα, τον χουλιγκανισμό και την ξετσιπωσιά. Όσο για την κ. Γουλιώτη, αν νομίζει ότι διασώθηκε, ας ξαναδιαβάσει τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν».
Πλέι μπακ και τα άγια τοις κυσί
Έφερε ο ορκοπάτης φιλόλογος στην Επίδαυρο την κυρία Ματσούκα για να εξευτελίσει τη θεατρολογική επιστήμη και τους Έλληνες θεατρολόγους, βάζοντάς την να ψελλίζει ηλιθιότητες θεωρητικές, τις οποίες βέβαια τις έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια, προφανώς γιατί ανήκουν στην ιστορία του αριστοφανικού νεκροταφείου. ��εατρολογικές καταθέσεις που μας προίκισαν ο Σολομός, ο Χουρμουζιάδης, ο Λιγνάδης, ο Σηφάκης, ο Κακριδής, για να μείνω στους Έλληνες.
Εξευτέλισε τη θεατρολόγο υπάλληλο του Εθνικού κ. Σαραγά, που επιμελήθηκε το πρόγραμμα με αποσπάσματα θεωρητικών Ελλήνων και ξένων, στα οποία μάλιστα στο περιθώριο κάποιος (;) είχε σημειώσει ως σπασίκλας (!)
τους χαρακτηρισμούς «SΟS», «SΟSΑΡΑ», για να τις φτύσει λέξη προς λέξη, φράση προς φράση και παράγραφο προς παράγραφο στο τσαντίρι που έστησε στην αρχαία Θυμέλη. Χρησιμοποίησε το γνωστό πλέι μπακ από τους «Όρνιθες» των Κουν, Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Ρώτα, Νικολούδη (των «νεκροθαπτών» του Αριστοφάνη!) με Χορό αποτελούμενο από κλώνους μεταμφιεσμένους της μετριότητάς μου, Χορό που κουνούσε τάχα το δάχτυλο για να ζητήσει τον λόγο («ποιος, ποιος, ποιος είναι αυτός που σας εκάλεσε»), από ποιον άραγε που παρέδωσε τα άγια τοις κυσί!! (Εκείνο που προσωπικά με θλίβει είναι πως Λιγνάδης, Μαρμαρινός, Καραζήσης και Ρήγας, Αποστόλου ταυτίστηκαν σε γούστο και εμπνεύσεις αναφερόμενοι στο πρόσωπό μου, προφανώς ως πρύτανη των νεκρών και των νεκροταφείων).
ΥΓ. Το κείμενο είχε δημοσιευθεί από την εφημερίδα τα «Νέα»
Παρασκευή, 26 Φεβρουαρίου 2021
0 notes
Link
Δεν αρκεί. Θέλει ενίσχυση. Και θέλει να παρθούν αποφάσεις. Ν΄αλλάξει η εικόνα της παρέας μέσα στο πλατό. Διότι αυτή η παρέα δεν μπορεί να σταθεί. Δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική. Τα γράφουμε καιρό. Η Χρηστίδου είναι υπεραρκετή για τα καλιαρντά θέματα. Η ομάδα της ωστόσο δεν πρέπει να απαρτίζεται απο άοσμα δεκανίκια. Πρέπει να είναι κάποιοι που να συνιστούν “φορείς πληροφοριών”. Μόνο έτσι θα καταφέρουν το 12% σήμερα να το κάνουν 18 και 20% και να παίξουν επι ίσοις όροις με τον Μάνεση. Ένας Μάνεσης που βρήκε πεδίο χθές και διέλυσε τον ανταγωνισμό. Δείτε αναλυτικά τις αποδόσεις: Πληροφορίες από nassosblog
0 notes
Text
ΜΆΙ24 το Κράξιμο παρέα με την Πάολα Ρεβενιώτη (Παολα screenings - party)
scroll down for english Τη Παρασκευή 24 Μαΐου, η Πάολα Ρεβενιώτη θα μας μιλήσει για το ΚΡΑΞΙΜΟ, παρέα με βίντεο ντοκουμέντα, καλιαρντά και παθιασμένες ιστορίες. Mετά τη συζήτηση, θα ακολουθήσει party! Σουλάτσα μουσικές Καλλιαρντοσούρες 💅 Fortalaki 😻 Clo Clo & 👾 Τηγανίτες Στο ΑΜΟQA θα μπορείτε να βρείτε dvd's του ντοκυμαντέρ "Καλιαρντά", και κάποια τεύχη του περιοδικού "Κράξιμο".
Ο υπέροχος χώρος που φιλοξενεί τις εκδηλώσεις μας, προσπαθεί πολύ να κρατήσει φιλικές σχέσεις με τα συγκάτοικα πρότζεκτς και με την υπόλοιπη πολυκατοικία. Γιαυτό θα θέλαμε τη βοήθεια σας στο να κρατήσουμε καθαρούς τους κοινόχρηστους χώρους από αποτσίγαρα και ποτά! Το πάρτι είναι ανοιχτό για να διασκεδάσουμε συλλογικά και αυτοοργανωμένα όλα τα υπέροχα πλάσματα, για αυτό δε θα γίνουν ανεκτές σεξιστικές, ομο/τρανσφοβικές ρατσιστικές και παραβιαστικές συμπεριφορές. Από τις 20:30 και μετά στον νέο χώρο του AMOQA Πατησίων 14, Στοά Φέξη, 5ος όροφος. Η είσοδος του κτιρίου, το ένα από τα δύο ασανσέρ και η τουαλέτα είναι προσβάσιμα σε αμαξίδια.
On Friday, May 24th, Paola Revenioti will talk about KRAXIMO with videos and passionate stories. After the debate, we will have a party! In AMOQA you will find dvd's of the documentary "Caliarda", and some of the issues of "Krakimo". The wonderful space that hosts our events strives to maintain friendly relations with our roommate projects and the rest of the apartment building. That is why we would like your help in keeping the public areas clean from cigarette butts and drinks! The party is open to collectively have fun with all of you wonderful creatures, so sexist, homo/transphobic, racist and abusive behaviors will not be tolerated. There won't be an official translation during the event but if you need someone to translate we would gladly try to do that for you. :) The event will take place at AMOQA, Patision 14, Stoa Fexi, 5th floor The entrance to the building and one of the two elevators, same as the WC of AMOQA are accessible.
1 note
·
View note
Text
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για τον άνθρωπο που «αν δεν ήταν τόσο ενοχλητική μουνόψειρα –που λέει ο λόγος αλλά και ο αγαπημένος του αυτοπροσδιορισμός– να σκάβει ως τις ��ιο ανεπαίσθητες λεπτομέρειες και να χτυπάει το ελληνικό κράτος και κατεστημένο εκεί που πονάνε, τότε όλοι θα τον δόξαζαν ως εθνικό θησαυρό», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στον πρόλογο ο συγγραφέας του «Σκληρός από τρυφερότητα», και έχει απόλυτο δίκιο.
Ευφυής, οξυδερκής και «εξαιρετικά πολύπλοκος» ως δημιουργός και ερευνητής, ο Ηλίας Πετρόπουλος καταπιάστηκε σχολαστικά με μια ευρύτατη γκάμα θεμάτων προκειμένου να φωτίσει «μια σειρά παραγνωρισμένες πολιτισμικές και κοινωνιολογικές πραγματικότητες που σήμερα φαντάζουν προφανείς», από τις φυλακές, τη δημόσια υγιεινή, τα σεξουαλικά ήθη, τις υποκουλτούρες του «περιθωρίου» και την κοινωνιολογία του αγοραίου έρωτα μέχρι τα καπέλα, τα μουστάκια, τα γκράφιτι, τη λαϊκή αρχιτεκτονική και τα μνήματα.
«Της Φυλακής», «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «Το Μπουρδέλο», «Ρεμπέτικα Τραγούδια», «Καλιαρντά», «Υπόκοσμος και Καραγκιόζης», «Η φουστανέλα», «Το Άγιο Χασισάκι», «Ελλάδος Κοιμητήρια», είναι μερικά από τα γνωστότερα ερευνητικά πονήματά του, για κάποια από τα οποία διώχθηκε και φυλακίστηκε επί χούντας, για να πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς με τη Μεταπολίτευση, οπότε εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι με τη σύντροφό του, την επίσης εξαίρετη λαογράφο Μαίρη Κουκουλέ, χωρίς να πάψει να τσιγκλάει τα κατεστημένα νεοελληνικά θέσφατα και αφηγήματα μέσα από την αρθρογραφία και τη βιβλιοπαραγωγή του.
Μεγαλωμένος στην πολυεθνική προπολεμική Θεσσαλονίκη, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφενός για τις οθωμανικές και άλλες βαλκανικές επιρροές στη νεοελληνική κουλτούρα, αφετέρου για την ιστορία των Ελλήνων Εβραίων και ειδικά των Θεσσαλονικιών. Υπήρξε, επιπλέον, ο πρώτος που έθεσε δημόσια και με επίταση ήδη από τη δεκαετία του ’80 την ανάγκη να αναγνωριστεί και επίσημα από την πολιτεία η γενοκτονία των Ελλήνων Εβραίων στην Κατοχή, καυτηριάζοντας ταυτόχρονα την τότε στάση πολλών χριστιανών Ελλήνων που είτε αδιαφόρησαν είτε συναίνεσαν σιωπηλά, σπεύδοντας ταυτόχρονα να επωφεληθούν από τα ναζιστικά πογκρόμ εναντίον τους.
Στην Πόλη του Φωτός τον γνώρισε τυχαία ο νεαρός, τότε, Αμερικανός πεζογράφος, ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας John Taylor. Οι δύο άνδρες συνδέθηκαν με στενή φιλία και ο Taylor έγινε μεταφραστής του, θεώρησε δε χρέος του να γράψει προς τιμήν του «τρυφερού, γενναιόδωρου, μελαγχολι��ού», αλλά ταυτόχρονα «γεμάτου από την οργή που τον έκανε να βλέπει με σκληρή και κοφτερή ματιά τον κόσμο και τις λέξεις» φίλου και μέντορά του αυτό το βιβλίο που αρχικά εκδόθηκε στα αγγλικά το 2020, και η κυκλοφορία του στα ελληνικά συνέπεσε με τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Ηλία Πετρόπουλου (Σεπτέμβριος 2003). Ιδού πώς τον θυμάται και πώς αποτιμά το έργο του.
— Αν κάποιος σάς ρωτούσε πόσο σημαντική προσωπικότητα θεωρείτε τον Ηλία Πετρόπουλο και γιατί, τι θα απαντούσατε; Ως «λαογράφος του άστεως», όπως αυτοαποκαλούνταν, ο Ηλίας Πετρόπουλος έπαιξε εξέχοντα ρόλο στην ανάδειξη σημαντικών πτυχών του νεοελληνικού πολιτισμού τον 20ό αιώνα. Ανυποχώρητος, ανθεκτικός, τολμηρός, θαρραλέος, ήταν ένας θρασύς εικονοκλάστης και ταυτόχρονα ένας πρωτοπόρος ερευνητής, καθώς ταρακούνησε μια σειρά προκατασκευασμένα αφηγήματα που αποπνέουν εθνικισμό και σεμνοτυφία.
Εξειδικευμένος σε «περιθωριακά θέματα», αρκετά από τα οποία θεωρούνταν ασήμαντα ή ντροπιαστικά, παραμένει ένας συγγραφέας του οποίου τα βιβλία απολαμβάνει κανείς πραγματικά χάρη στο ασυμβίβαστο πνεύμα, τη διεισδυτικότητα, τις πρωτότυπες πληροφορίες, το σαρδόνιο χιούμορ και τις ζωντανές περιγραφές.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επιπλέον, τα σχέδια και οι φωτογραφίες που συνήθως κοσμούν τα κείμενά του. Ο Πετρόπουλος έβαζε το δάχτυλό του πάνω στην αλήθεια, ή απλώς στην πραγματικότητα, πολύ πιο συχνά από όσο ισχυρίζονταν πως έκαναν πολλοί σύγχρονοί του.
— Τι κρατάτε περισσότερο από τη συναναστροφή σας μαζί του; Πώς θα τον χαρακτηρίζατε, ποια θα λέγατε ότι ήταν τα μεγαλύτερα χαρίσματά του; Με τον Ηλία Πετρόπουλο διαφέραμε πολύ ως προς τους λογοτεχνικούς στόχους, τα γούστα και τις ευαισθησίες. Ο αναγνώστης που θα πέσει τυχαία πάνω στο άλλο βιβλίο μου που κυκλοφορεί στα ελληνικά, τα «Φινιστρίνια / Portholes» (εκδόσεις Κουκκίδα), μια ακολουθία αλληλένδετων ποιημάτων τα οποία διαδραματίζονται σε ένα φεριμπότ που διασχίζει το Αιγαίο, θα το αντιληφθεί αυτό αμέσως.
Ένα απόσπασμα προς το τέλος του βιβλίου μου για τον Πετρόπουλο ξεκινά ως εξής: «Εκείνος ήταν ένας απίθανος δάσκαλος, εγώ ένας απίθανος μαθητής. Μας χώριζαν ή θα έπρεπε να μας χωρίζουν πάρα πολλά, όμως δεν συνέβη έτσι». Όταν αναπολώ τη φιλία και την επαγγελματική μας σχέση και το πώς με επηρέασαν ποικιλοτρόπως, θυμάμαι περισσότερο αυτές τις έντονες διαφορές μας.
Για παράδειγμα, ο Πετρόπουλος μπορούσε να εστιάζει με προσοχή στα γεγονότα, να εξετάζει σχολαστικά ένα γνωστικό αντικείμενο από κάθε οπτική γωνία, να βυθίζεται στον έξω κόσμο.
Προσωπικά, ως νεαρός ποιητής και συγγραφέας, ήμουν πολύ πιο υποκειμενικός και ενδοσκοπικός. Προκειμένου να προοδεύσω, έπρεπε να αμφισβητηθεί αυτή η πτυχή της λογοτεχνικής μου προσωπικότητας. Μια βόλτα με τον Πετρόπουλο στο Παρίσι ή στο δάσος κοντά στην εξοχική του κατοικία στο Coye-la-Forêt ήταν πάντα μια καλή εξάσκηση στο να βλέπω πιο «κοφτά», πιο άμεσα.
Από αυτή την άποψη, αυτό που με δίδαξε βαθύτερα ήταν πώς να παρατηρώ αντικειμενικά τον έξω κόσμο. Ωστόσο, ήταν κι εκείνος αρκετά εσωστρεφής. Πολλά ποιήματά του αποκαλύπτουν έναν βασανισμένο, μελαγχολικό εσωτερικό κόσμο. Μπορούσε να είναι πολύ σκληροτράχηλος, αλλά ήταν επίσης βαθιά ευαίσθητος, μέχρι και απροσδόκητα ντροπαλός.
— Ποια πρόσωπα και εμπειρίες ζωής τον σημάδεψαν, κατά τη γνώμη σας, περισσότερο; Δύο εμπειρίες ξεχωρίζουν, τις οποίες ανέφερε συχνά: η πρώτη ήταν ο χαμός του πατέρα του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πατέρας του, ο οποίος, όπως και ο ίδιος, ο νεαρός, τότε, Ηλίας, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ, πολέμησε πρώτα στην Αλβανία και στη συνέχεια, το 1944, εξαφανίστηκε – πιθανότατα δολοφονήθηκε.
Παρότι αργότερα, βάσει ορισμένων στοιχείων, έκανε κάποιες υποθέσεις, δεν κατάφερε να διαλευκάνει τις μυστηριώδεις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή τόσο νωρίς. Στο ποιητικό του βιβλίο «Μετά» ανακαλεί την «αβάσταχτη μελαγχολία / που στοιχειώνει [αυτόν] από το ’44».
Ένα δεύτερο καθοριστικό γεγονός ήταν η συνάντησή του τέλη της δεκαετίας του ’40 με τον συγγραφέα Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, ο οποίος έγινε ο μέντοράς του. Το πρώτο βιβλίο του Πετρόπουλου, μια πρωτοποριακή μελέτη για τον Πεντζίκη, χρονολογείται από το 1958, ήταν δε τακτικός επισκέπτης στο ξακουστό φαρμακείο της Θεσσαλονίκης, ο ιδιοκτήτης του οποίου «μοίραζε» πολύ περισσότερο λογοτεχνικές γνώσεις απ’ ό,τι φαρμακευτικά σκευάσματα. «Ο Πεντζίκης μου έδειξε πώς να χρησιμοποιώ τα μάτια μου», έγραφε, «αργά, αλλά σταθερά έμαθα πώς να βλέπω τα πράγματα στραβά, διαγώνια, παράλογα, αξονομετρικά, ανορθόδοξα».
Όταν επισκέφθηκα τον ετοιμοθάνατο, πλέον, Πετρόπουλο στην κλινική για να τον αποχαιρετήσω, του επανέλαβα τα λόγια του για τον Πεντζίκη, λέγοντάς του ότι εκείνος ήταν που δίδαξε με τη σειρά του σε μένα το ίδιο είδος πολυδιάστατης όρασης.
— Κάποιο ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο περιστατικό από τη γνωριμία σας; Η συνύπαρξη με τον Πετρόπουλο, ακόμη και σε εντελώς συνηθισμένες καταστάσεις, π.χ. το να συζητάμε μαζί μια μετάφραση στο διαμέρισμά του, ήταν συχνά αξιομνημόνευτη όχι μόνο λόγω όσων έλεγε αλλά και λόγω του ιδιαίτερου, πολύ επαγγελματικού τρόπου εργασίας του. Ήταν αυστηρός και απαιτητικός, στην πραγματικότητα μανιακός με όλες τις πρακτικές πτυχές της συγγραφής.
Περιφρονούσε τα στιλό Bic, για παράδειγμα, και επέμενε να χρησιμοποιώ τα υψηλής ποιότητας στιλό από τσόχα, με τα οποία έγραφε ο ίδιος. Για να τονίσει την άποψή του, μου πρόσφερε μερικές τέτοιες πένες σε διάφορα χρώματα, ώστε να μπορώ να διορθώνω τα χειρόγραφα και τα δοκίμιά μου με διαφορετικούς τρόπους.
Πηγαίναμε αρκετά συχνά μαζί στο τυπογραφείο των αδελφών Mérat στη rue du Vieux-Colombier (διάσημο για τη σχέση του με τον Αντονέν Αρτό) για να ολοκληρώσουμε τα δίγλωσσα βιβλιοφιλικά άλμπουμ που τυπώνονταν εκεί – περνούσαμε ολόκληρη τη μέρα στο κατάστημα. Τη δεκαετία του ’80, προτού εξαπλωθεί ευρέως η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι αδελφοί Mérat ήξεραν πώς να τυπώνουν βιβλία με μεγάλη προσοχή, «à l’ancienne».
Σε αυτό το τυπογραφείο ο Πετρόπουλος με δίδαξε με το γερακίσιο μάτι του πώς να επιμελούμαι σχολαστικά ένα δοκίμιο. Μερικές φορές ένα κόμμα χρειαζόταν πλάγιoυς χαρακτήρες και εξετάζαμε καθένα από αυτά χωριστά. Επιθεωρούσε τη διάταξη κάθε σελίδας εκατοστό προς εκατοστό, αλλάζοντας τη θέση των φωτογραφιών, για παράδειγμα, έτσι ώστε να μη φαντάζει το βιβλίο βαρετό και μονότονο.
Αγαπούσε την εκλεπτυσμένη εκτύπωση και το ποιοτικό χαρτί, ιδιαίτερα το χοντρό χαρτί Arches. Δεν σπαταλούσε ποτέ παραπανίσιο χαρτί – κρατούσε ό,τι πετούσαν οι αδελφοί Mérat καθώς πειραματίζονταν με τις αποχρώσεις του μελανιού ή κατά τη μέτρηση και το κόψιμο των σελίδων, και χρησιμοποιούσε αυτά τα κομμάτια χαρτιού ποικιλοτρόπως, άλλοτε για τα σχέδιά του, άλλοτε πάλι ως υποστρώματα για τα ερωτικά κολάζ ή τις ευχετήριες κάρτες του. Κανείς δεν μου έστειλε ποτέ περισσότερες ευχετήριες κάρτες από τον Ηλία Πετρόπουλο!
Ανάλογες κάρτες έστελνε στις γιορτές σε πλήθος άλλους φίλους και επαγγελματικές επαφές. Να σημειώσω, ωστόσο, ότι ορισμένες από αυτές ήταν φάρσες που «υπέγραφε» κάποιο άλλο πρόσωπο, ζωντανό ή νεκρό, φανταστικό είτε πραγματικό!
— Από τα τόσα βιβλία που συνέγραψε, ποιο θεωρείτε σημαντικότερο; Κάποιο γνωστικό αντικείμενο με το οποίο ήθελε να ασχοληθεί, αλλά δεν πρόλαβε; Τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» και τα «Καλιαρντά» είναι θεμελιώδη έργα που δεν μπορεί να αγνοήσει κανένας σύγχρονος ερευνητής αυτών των πεδίων. Τα δι��φορα μικρότερα βιβλία και φωτογραφικά λευκώματα που ασχολούνται αποκλειστικά ή εν μέρει με την επιρροή του οθωμανικού πολιτισμού (και άλλων βαλκανικών πολιτισμών) στην καθημερινή ζωή και στη γλώσσα των Νεοελλήνων –ο «Τούρκικος καφές εν Ελλάδι» είναι μια χαρακτηριστική τέτοια μελέτη– και τα άλλα κείμενα ή βιβλία που περιγράφουν λεπτομερώς τα ήθη και τα έθιμα του υπόκοσμου, όλα αποτελούν ένα πλούσιο και ποικίλο σώμα που μετατοπίζει και μερικές φορές ανατρέπει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται ο ελληνικός πολιτισμός και η έννοια της «ελληνικότητας».
Σε ένα πρόσφατο ακαδημαϊκό συνέδριο αφιερωμένο στο έργο του, στη Villa Kerylos στο Beaulieu-sur-Mer, μπόρεσα να διαπιστώσω πόσο τα πρωτοποριακά αυτά βιβλία έχουν δώσει ερεθίσματα σε νεότερους μελετητές, μερικοί από τους οποίους ακόμα σπούδαζαν όταν πέθανε ο Πετρόπουλος και τώρα εξερευνούν τα ίδια πεδία, επωφελούμενοι από την επιστημολογική αναπροσαρμογή που εκείνος εισήγαγε.
Τέτοια βιβλία ήταν αμφιλεγόμενα όταν πρωτοεμφανίστηκαν και συχνά απορρίφθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά ο Πετρόπουλος είχε περιγράψει παραγνωρισμένες παλιότερα πολιτισμικές και κοινωνιολογικές πραγματικότητες, που σήμερα φαντάζουν προφανείς. Η επιμονή του στη σημασία της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης και στην ιστορία της είναι μια τέτοια εμβληματική περίπτωση.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι θεωρούσε εαυτόν κυρίως ποιητή. Πρόσφατα εκδόθηκε η μετάφρασή μου των συγκεντρωμένων ποιημάτων του με τίτλο «Καθρέφτης για σένα» (εκδ. Κυκλάδες). Καθώς δούλευα πάνω σε αυτό το βιβλίο, μου έκανε εντύπωση πόσο πολύ από τον εαυτό του έβαζε ο Πετρόπουλος στα ποιήματά του. Σκέφτομαι ιδιαίτερα τα βιβλία του «Μετά» και «Ποτέ και Τίποτα». Τα σύντομα, άμεσα, υποβλητικά του κείμενα σε αυτούς τους δύο τόμους συχνά ενσαρκώνουν τις αφοριστικές ιδιότητες που ήδη υπάρχουν στα εξίσου σημαντικά μακροσκελή ποιήματα «Σώμα» και «Αυτοκτονία».
Θεωρώ, επιπλέον, ότι υπάρχει ένα είδος ενότητας μεταξύ των λαογραφικών κειμένων και της ποίησής του. Αυτή η ενότητα διακρίνεται καλύτερα στη συγκλονιστική μελαγχολία που διακατέχει και τα δύο είδη γραφής. Ακόμα και στα πεζά του δεν κρύβει ποτέ την προσωπικότητα ή την υποκειμενικότητά του πίσω από το πλήθος των αντικειμενικών γεγονότων που καταγράφει ή περιγράφει.
— Αν σας έλεγα να διαλέξετε ένα ποίημα ή κάποιους στίχους που έγραψε ο Πετρόπουλος; Κατά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, ένα τετράστιχο που περιλαμβάνεται στο «Ποτέ και Τίποτα» με στοίχειωνε συνέχεια. Κατέληξα να το δανειστώ για τον τίτλο μου, επειδή συνοψίζει άριστα τον Πετρόπουλο:
«Με ρωτάτε... -γιατί είσαι τόσο σκληρός; Σου απαντώ: "Γιατί είσαι τόσο σκληρός;": -από τρυφερότητα».
— Αλλά πώς εξηγείτε το γεγονός ότι, αντί ο συγγραφέας να εγκαταλείψει την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της χούντας, όπως έκαναν πολλοί διανοούμενοι –πόσο μάλλον που και ο ίδιος είχε λογοκριθεί, ακόμη και φυλακιστεί–, αποφάσισε να μεταναστεύσει μόλις επέστρεψε η δημοκρατία; Ο Πετρόπουλος φυλακίστηκε πράγματι τρεις φορές στη διάρκεια της χούντας, για τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια», τα «Καλιαρντά» και το ποίημά του «Σώμα». Είχε το θάρρος να αυτοεκδώσει τότε αυτά τα βιβλία, μολονότι γνώριζε πολύ καλά τις συνέπειες. Κατά τη διάρκεια εκείνων των σκοτεινών χρόνων αμφιβάλλω αν είχε τα οικονομικά μέσα για να μεταναστεύσει. Είναι, επίσης, πιθανό να θεώρησε ότι είχε καθήκον ως συγγραφέας να παραμείνει ενεργός στην Ελλάδα, αψηφώντας τους συνταγματάρχες. Σε κάθε περίπτωση, συνέχιζε σταθερά να εκδίδει βιβλία που θεωρούσε ουσιώδη.
Προς το τέλος εκείνης της περιόδου, η γνωριμία και η επακόλουθη ερωτική του σχέση με τη Μαίρη Κουκουλέ του επέτρεψαν να μεταναστεύσει στη Γαλλία, όπου η Μαίρη ζούσε ήδη ένα μέρος του χρόνου. Η οικονομική επιφάνεια και η ηθική της ενθάρρυνση του έδωσαν τη δυνατότητα να συνεχίσει να γράφει και να δημοσιεύει ακριβώς όπως το ήθελε. Ο ρόλος της, τόσο πρακτικά όσο και πνευματικά, υπήρξε καταλυτικός.
— Πώς προέκυψε η ιδιαίτερη συμπάθειά του για τους Εβραίους και τους Τούρκους; Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, αλλά μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη μετά τη μετάθεση του πατέρα του, ο οποίος ήταν δημόσιος υπάλληλος, το 1934. Εκεί η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι που ανήκε παλαιότερα σε έναν Τούρκο μπέη. Ο Πετρόπουλος γοητεύτηκε από το πολυεθνικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης και βυθίστηκε σε αυτό. Είχε παιδικούς φίλους από την εβραϊκή κοινότητα, ιδίως έναν ονόματι Σαμίκο, ο οποίος αργότερα, το 1943, όπως όλοι σχεδόν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς, όπου και εξοντώθηκε. Η απώλεια του Σαμίκο τον επηρέασε βαθιά και αυτό το αποτυπώνει αυτό στο «Ένα μακάβριο τραγούδι».
Ο Πετρόπουλος έγραψε επίσης ένα συγκινητικό κείμενο για την αγάπη του για την Εβραία μοδίστρα της μητέρας του, την Αλέγκρα. Έκτοτε παρέμεινε εμφορούμενος από μια γνήσια στοργή και έλξη για ανθρώπους εντελώς διαφορετικούς από τον ίδιο ως προς την εθνική καταγωγή και τον τρόπο ζωής. Έδινε μεγάλη σημασία στην ετερότητα, ιδιαίτερα στην περιθωριοποιημένη ετερότητα.
Είχε ιδιαίτερη περιέργεια για τους ομοφυλόφιλους και ειδικά τις τρανς και τις drag queens, για τους Τσιγγάνους και για διάφορες μορφ��ς του υποκόσμου, όπως οι μάγκες. Επιχειρούσε πάντα να τους κατανοήσει πριν τους κρίνει και, αν χρειαζόταν, να τους υπερασπιστεί μέσω των γραπτών του. Δεδομένου του δικού του εσωτερικού βασανισμού που προέκυψε από διάφορες ατυχίες και τραγωδίες στη ζωή του, θα υπέθετα ότι το ενδιαφέρον του για τους κοινωνικά απόκληρους του επέτρεψε επίσης να προβάλει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις αντιλήψεις και τις αναλύσεις του στους άλλους και, ως εκ τούτου, προσωρινά πέρα και μακριά από τον ίδιο του τον εαυτό.
— Ισχύει ότι με τη Γαλλία και τους Γάλλους διατηρούσε μια σχέση «αγάπης-μίσους»; Για τους Αμερικανούς, όπως εσείς, τι αισθήματα έτρεφε; Το περί «αγάπης-μίσους» δεν είναι ακριβές. Στο βιβλίο μου περιγράφω διάφορα παραδείγματα της πολύπλοκης σχέσης του με τους Γάλλους και προσπαθώ να δώσω αποχρώσεις στην ανησυχία, τον θυμό και την παρεξήγηση που ένιωθε ο Πετρόπουλος μερικές φορές, όχι πάντα, στη Γαλλία. Ήταν 47 ετών όταν έφτασε στο Παρίσι με τη Μαίρη Κουκουλέ. Δεν γνώριζε ξένες γλώσσες και σε αυτή την ηλικία δεν μπορείς να μάθεις εύκολα μια νέα γλώσσα, πόσο μάλλον να ενταχθείς πλήρως σε μια ξένη κοινωνία.
Σταδιακά, εντούτοις, έμαθε τα γαλλικά και δεν ήταν καθόλου απομονωμένος στο Παρίσι. Μέσω της Μαίρης και άλλων γνώρισε καλλιτέχνες, συγγραφείς και διανοούμενους, μερικοί από αυτούς ήταν Έλληνες, άλλοι ξένοι, όπως ο ίδιος. Όταν έγινε φίλος με τον Jacques Vallet, τον αρχισυντάκτη του καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού περιοδικού «Le Fou Parle», στις αρχές της δεκαετίας του ’80, γνώρισε ακόμα περισσότερους ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων, πολλοί από τους οποίους ήταν Γάλλοι.
Παρά ταύτα, οι εν λόγω φιλίες δεν τον βοήθησαν ώστε να μεταφραστούν τα βιβλία του στα γαλλικά, με εξαίρεση μια έκδοση ποιημάτων του, την οποία προλόγισε ο ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής νεοελληνικής λογοτεχνίας Ζακ Λακαριέρ, ο οποίος ήταν κιόλας από τους πρώτους Γάλλους φίλους του.
Μετά την αυτοέκδοση μερικών βιβλιοφιλικών βιβλίων σε γαλλικές μεταφράσεις πριν με γνωρίσει, ο Πετρόπουλος προχώρησε στην αυτοέκδοση αρκετών βιβλίων του σε δίγλωσσες ελληνοαγγλικές εκδόσεις, νιώθοντας άγρια υπερηφάνεια για το γεγονός ότι «η εκτύπωση κειμένων στα αγγλικά στο Παρίσι δίνει στους Γάλλους ένα γερό χαστούκι στο πρόσωπο». Ωστόσο, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι τα θέματα των λαογραφικών του βιβλίων ήταν πολύ ελληνικά για να ενδιαφέρουν τους περισσότερους Γάλλους εκδότες.
Θα έλεγα ότι ο Πετρόπουλος παρέμενε κατά βάθος απογοητευμένος επειδή δεν εκδόθηκε στα γαλλικά, ήταν όμως πολύ περήφανος για να το παραδεχτεί και όχι αρκετά ευέλικτος και υπομονετικός για να μπει σε διάλογο με έναν Γάλλο εκδότη, ο οποίος μπορεί κάλλιστα να αγνοούσε την πρωτοτυπία και την π��ιότητα των γραπτών του καθώς και τη φήμη του στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, η προσοχή του στράφηκε σε ένα τουλάχιστον γαλλικό θέμα, τους ανεμοδείκτες που τοποθετούνται στις στέγες των σπιτιών. Έκανε κάποια έρευνα και τράβηξε αρκετές φωτογραφίες, κάποτε με την παρέα μου, όμως δεν το συνέχισε. Τον ενδιέφεραν επίσης οι γαλλικές επιτύμβιες στήλες και οι γύψινοι νάνοι («nains de jardin») που οι Γάλλοι συνηθίζουν να βάζουν στους κήπους τους.
Η δική μου κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Έμαθα γρήγορα να μιλώ άπταιστα γαλλικά, η γυναίκα μου ήταν Γαλλίδα και σύντομα ενσωματώθηκα πλήρως στη γαλλική ζωή. Δεν ήμουν καν ένας τυπικός Αμερικανός – μιλούσα ήδη τρεις ξένες γλώσσες όταν γνώρισα τον Πετρόπουλο και παρότι ήμουν (και παραμένω) ένας Αμερικανός συγγραφέας που γράφει στα αγγλικά, με ενδιέφερε πάνω απ’ όλα η ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ο Πετρόπουλος αντιπαθούσε την αμερικανική πολιτική, αλλά εκτιμούσε ορισμένες πτυχές του αμερικανικού πολιτισμού και της λογοτεχνίας. Ένα από τα τρία πιο αγαπημένα του βιβλία, όπως θυμάται στο «In Berlin», ήταν ο «Ουόλντεν» του Θορό τα άλλα δύο ήταν η «Ιλιάδα» και τα «Απομνημονεύματα» του Καζανόβα.
— Σας μίλησε ο Πετρόπουλος για άλλους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς; Βεβαίως. Ήθελε να διαβάσω συγγραφείς των οποίων τα θέματα ή το ύφος θα με ενδιέφεραν. Χάρη σ’ αυτόν γνώρισα τα διηγήματα του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου, τα οποία κατέληξα να μεταφράσω και επηρέασαν ουσιαστικά τη δική μου πεζογραφία εκείνη την εποχή. Με ενθάρρυνε να γνωρίσω την ποίηση του Μανώλη Ξεξάκη και της Βερονίκης Δαλακούρα, τους οποίους επίσης μετέφρασα. Μου πρότεινε, επίσης, με τον αποφασιστικό του τρόπο, να ανακαλύψω το έργο δύο κάποτε φίλων του συγγραφέων με τους οποίους στην πορεία διαπληκτίστηκε, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Γιώργο Ιωάννου.
Το περιστατικό που αφορά τον πρώτο είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Ένα απόγευμα ο Πετρόπουλος, καθισμένος πίσω από το γραφείο του στο σαλόνι του διαμερίσματος της οδού Mouffetard, ξεφύλλιζε με το δάχτυλο το βιβλίο με τις διευθύνσεις, βρήκε το όνομα του Χριστιανόπουλου και μου υπαγόρευσε τη διεύθυνση. «Γράψε του», με παρακίνησε, «χωρίς να αναφέρεις το όνομά μου. Πες του ότι ενδιαφέρεσαι για την ποίησή του». Μου είχε, μάλιστα, ήδη δείξει κάποια ποιήματα του Χριστιανόπουλου, επισημαίνοντας ότι ο ποιητής είχε μια «εξαιρετική ευαισθησία».
— Αν και πολλά γραπτά του Πετρόπουλου άνοιξαν νέους δρόμους και θεωρούνται μοναδικά, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι μετά από κάποιο σημείο το ερευνητικό του πνεύμα επισκίασε η επιθυμία του να προκαλεί σκάνδαλα. Του καταλογίζουν επίσης ότι δεν τεκμηρίωνε επαρκώς ορισμένα συμπεράσματα. Η γνώμη σας; Όπως έχω ήδη αναφέρει σε σχέση με την επιστημολογική μετατόπιση ή τον αναπροσανατολισμό που εισήγαγε ο Πετρόπουλος στην κατανόηση του νεοελληνικού πολιτισμού, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι προκλητικές πράξεις και τα γραπτά του σκοπό είχαν να υποχρεώσουν τους συμπατριώτες του να παραδεχτούν ορισμένες «άβολες» αλήθειες. Απολάμβανε να βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης και να συλλέγει τα άρθρα που γράφονταν γι’ αυτόν, αλλά ο βαθύτερος στόχος του δεν είχε καμία σχέση με τη φήμη. Ήταν τόσο πραγματολογικός και εννοιολογικός όσο και ποιητικός.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν αρκετά παραδείγματα τέτοιων «σκανδάλων», αλλά το πιο συγκινητικό είναι η προσπάθειά του να αναγνωριστούν και να τιμηθούν από την ελληνική κυβέρνηση και το σύνολο του ελληνικού λαού η απέλαση και η εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Αν έθεσε επιθετικά το αίτημά του αυτό στην τότε υπουργό Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη, απειλώντας να μηνύσει την κυβέρνηση, αφού εκείνη δεν ανταποκρίθηκε στην αρχική του έκκληση, αυτό έγινε επειδή τα δεινά των Εβραίων της χώρας στην Κατοχή αναγνωρίστηκαν από ελάχιστους Έλληνες μεταπολεμικά, πόσο μάλλον από τις Αρχές. Σε όλα του τα γραπτά η σαρκαστική και χιουμοριστική –αυτή η υφολογική πτυχή δεν πρέπει να παραβλέπεται– πρόζα του εξυπηρετούσε αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Αντιλαμβανόταν ένα βιβλίο ως «ένα παγοπέδιλο για να σπάσει η παγωμένη μέσα μας θάλασσα», για να παραθέσω το απόσπασμα του Κάφκα που χρησιμοποίησε ο Πετρόπουλος ως επίγραμμα για το «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη».
Επιπλέον, αντί να βασίζει τα ερευνητικά του βιβλία σε πορίσματα προηγούμενων μελετητών (αν υπήρχαν, πράγμα που σπάνια συνέβαινε στα πεδία έρευνας που τον απασχολούσαν), στηριζόταν στις δικές του εμπειρίες, στην τεράστια και λεπτομερή μνήμη του, στις ζωντανές συνεντεύξεις καθώς και στις δικές του συλλογές τεκμηρίων από πρώτο χέρι, όπως φωτογραφίες και καρτ ποστάλ.
Ήταν ένας αδιάκοπος αναζητητής των πηγών, της προέλευσης, του ανόθευτου θέματος. Πίστευε ακράδαντα ότι κανένα συμπέρασμα δεν μπορούσε να εκτεθεί προτού ολοκληρωθεί σε βάθος το έργο της τεκμηρίωσής του. Και όμως, σε αντιδιαστολή με αυτήν τη μεθοδολογία, πρότεινε ταυτόχρονα και με τόλμη υποθέσεις και έθετε ερωτήματα στα κείμενά του, ακόμη κι όταν αδυνατούσε να τα απαντήσει. Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του διέκρινα επίσης μια ολοένα μεγαλύτερη ανάγκη, μια συντριπτική υπερένταση που τον ωθούσε να κατα��ράψει όσο το δυνατό περισσότερα από αυτά που σκόπευε.
Αυτό σίγουρα εξηγεί τον εντυπωσιακό αριθμό άρθρων που έγραψε για διάφορα περιοδικά, τα οποία, πλέον, του έδιναν το ελεύθερο να γράφει ό,τι ήθελε. Αλλά είναι αρκετά λυπηρό το γεγονός ότι, πεθαίνοντας, άφησε ημιτελές το χειρόγραφο του βιβλίου «Τα νεκροταφεία της Ελλάδας», πάνω στο οποίο δούλευε για περισσότερα από τριάντα χρόνια και που επανειλημμένα υποστήριζε ότι θα ήταν το αριστούργημά του. Κάπου επτά ή οκτώ σελίδες απέμεναν να γραφτούν… Το λεύκωμα εκδόθηκε μετά θάνατον το 2005 ως «Ελλάδος Κοιμητήρια» (Κέδρος) με εικονογραφήσεις του Κώστα Τσόκλη και αναπαραγωγές των χειρόγραφων οδηγιών του Πετρόπουλου για το πώς θα έπρεπε να τυπωθεί.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
2 notes
·
View notes
Photo
12:00-16:00 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ > AMOQA (ATHENS MUSEUM OF QUEER ARTS) SLUT PRIDE. Εργαστήριo για το slut shaming και την κουλτούρα του βιασµού. Βανέσσα Βενέτη, Άννη Σιµάτη, Μαρία Ντολόρες
21:00 ΠΡΟΒΟΛΕΣ > ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ - ΘΕΡΙΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΪΣ οι γλώσσες της* + οι εικόνες της* Καλιαρντά, Πάολα Ρεβενιώτη, 2015, 58’ Requiem pour le XXe siècle, Maria Klonaris / Katerina Thomadaki, 1994, 14’ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ 22:30 Nitrate Kisses, Barbara Hammer, 1992, 67’ Cement X, Lene Vollhardt & Luce deLire, 2018, 14’41’’ Becoming Irfan, 2010, Eshan Rafi, 8’23’’ Semén, Metatheodosia, 2016, 8’15’’ Juck, Olivia Kastebring & Julia Gumpert & Ulrika Bandeira, 2018, 18’
12:00-16:00 WORKSHOP > AMOQA (ATHENS MUSEUM OF QUEER ARTS) SLUT PRIDE. A workshop on slut shaming and rape culture. Vanessa Veneti, Anni Simati, Maria Dolores
21:00 SCREENIGS > GREEK FILM ARCHIVE - LAIS OPEN AIR CINEMA her* languages + her* images Kaliarnta, Paola Revenioti, 2015, 58’ Requiem pour le XXe siècle, Maria Klonaris / Katerina Thomadaki, 1994, 14’ BREAK 22:30 Nitrate Kisses, Barbara Hammer, 1992, 67’ Cement X, Lene Vollhardt & Luce deLire, 2018, 14’41’’ Becoming Irfan, 2010, Eshan Rafi, 8’23’’ Semén, Metatheodosia, 2016, 8’15’’ Juck, Olivia Kastebring & Julia Gumpert & Ulrika Bandeira, 2018, 18’
ΠΡΟΒΟΛΕΣ / SCREENINGS
Πάολα Ρεβενιώτη, KΑΛΙΑΡΝΤΑ, 2015, 58’ H Πάολα Ρεβενιώτη και η κινηματογραφική ομάδα Paola Team Documentaries παρουσιάζουν το πρώτο τους μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ με θέμα τα καλιαρντά, την κρυφή γλώσσα των ομοφυλόφιλων της Ελλάδας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του '40 μέχρι την αρχή της μεταπολίτευσης. Η ίδια η Πάολα πρόλαβε τη χρήση αυτής της ιδιότυπης γλώσσας στη δύση της, κατά τη δεκαετία του '80, στον κήπο του Ζαππείου, στην πιάτσα, αλλά και στην επαρχία. Ενώ το σχέδιο ξεκίνησε ως μία απλή καταγραφή της ιστορίας των καλιαρντών, από νωρίς έγινε αντιληπτό πως δεν μπορούσε να μην αφορά παράλληλα και την εξέλιξη της ζωής των ομοφυλόφιλων στα μεταπολεμικά χρόνια. Έτσι, προέκυψαν θέματα όπως ο έρωτας, η σεξουαλικότητα, τα στέκια, τα προβλήματα των ανθρώπων ανά τις εποχές και πώς σταδιακά οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση. Εκτός από θεωρητικούς, τα φώτα τους σε τούτο το ξεχωριστό ντοκιμαντέρ δίνουν και άτομα της πιάτσας με βιωματική του θέματος γνώση.
Paola Revenioti, KALIARNTA, 58 min, 2015 Paola Revenioti, in collaboration with Paola Team Documentaries, presents a feature-length documentary on Kaliarnta, which is the name for the underground language of homosexuals used in Greece since 1940s till the 1980s. Paola has experienced herself the use of Kaliarnta at the end of the 80s in the garden of Zappion (Zardeen) in Athens, in hustle streets but even in the province. The film Kaliarnta not only depicts the history of this clandestine language but also follows the outgrowth of the homosexual life in Greece and focuses on love, sexuality and people's biographical experiences and knowledge of the scene. (Image: © Paola Revenioti 2015)
Κατερίνα Θωμαδάκη / Mαρία Κλωνάρη, REQUIEM POUR LE XXE SIÈCLE, 14 min, 1994 Tο Requiem pour le XXe siècle αποτελεί μέρος του έργου The Cycle Angel (1985-2014), το οποίο παίρνοντας σαν αφετηρία μια ιατρική φωτογραφία ενός ερμαφρόδιτου και περιλαμβάνει περισσότερα από είκοσι έργα: περφόρμανς, εγκαταστάσεις πολυμέσων, φωτογραφίες - γλυπτά, ηχητικά έργα, ραδιοφωνικές εκπομπές, ένα βιβλίο των καλλιτέχνιδων, computer animation και βιντεοταινίες. Το Requiem pour le XXe siècle συσχετίζει τη φωτογραφία "Angel" με αρχειακό υλικό από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλ��μο. Πρόκειται για ένα αντιπολεμικό μανιφέστο. Ως ένα σώμα της διαφορετικότητας, ένας ξένος, το "Angel", αποκτά έναν ασαφές ρόλο αυτό του παρατηρητή, μάρτυρα, θύματος ή δικαστή.
Maria Klonaris & Katerina Thomadaki, REQUIEM POUR LE XXE SIÈCLE, 14 min, 1994 Requiem pour le XXe siècle is part of the work The Angel Cycle (1985-2014), which has its starting point at a medical photograph of a hermaphrodite and includes more than twenty works: multimedia performances and installations, photo-sculptures, sound pieces, radio broadcasts, an artist’s book, computer animations and video tapes. Requiem pour le XXe siècle brings the "Angel" photograph in relation with archival footage from 2nd World War. It is an anti-war manifesto, an elegy. As a body of difference, a stranger, the "Angel" figure acquires an ambiguous status of observer, witness, victim or judge. (Image: © Klonaris / Thomadaki 1994)
Barbara Hammer, NITRATE KISSES, 67 min, 1992 Γυρισμένο σε μαυρόασπρο Super 8 και μετατρεπόμενο σε φιλμ 16mm, το Nitrate Kisses εστιάζει στην περιθωριοποίηση της λεσβιακής και ομοφυλοφιλικής σεξουαλικότητας στον εικοστό αιώνα. Το φιλμ παρουσιάζει αρχειακό υλικό από την πρώτη gay ταινία στην ιστορία των Η.Π.Α., το Lot in Sodom των James Sibley Watson and Melville Webber, ζευγάρια που κάνουν έρωτα, περιλαμβανομένων δύο ηλικιωμένων λεσβιών, ένα ζευγάρι gay με διαφορετικές καταγωγές (mixed-raced) και ένα ζευγάρι λεσβιών S/M. Προβάλλοντας την χωρίς ντροπή οικειότητα των ζευγαριών που κάνουν έρωτα, το Nitrate Kisses είναι μια προκλητική ταινία που σπάει τα στερεότυπα, που έχει μια πολεμική πολιτικού χαρακτήρα και πάνω απ όλα αποτελεί μια δυνατή ωδή στις αισθησιακές απολαύσεις της αγάπης και της οικειότητας.
Barbara Hammer, NITRATE KISSES, 67 min, 1992 Shot on grainy black-and-white Super 8 and blown up to 16mm, Nitrate Kisses focuses on the marginalization of lesbian and gay sexuality in the twentieth century. Archival footage taken from the first gay film in US history, James Sibley Watson and Melville Webber’s Lot in Sodom, frames extended sequences of lovemaking by couples, including two elderly lesbians, a mixed-race gay couple and an S/M lesbian couple. In the unashamed intimacy of its lovemaking sequences, Nitrate Kisses is taboo-busting provocation, politically charged polemic and, above all else, a rapturous visual ode to the sensual pleasures of love and intimacy. (Image: © Barbara Hammer 1992)
Lene Vollhardt / Luce deLire, CEMENT X, 14:41 min, 2018 Το Cement x είναι μια τρανς-φουτουριστική δυστοπική επιθυμία. Είναι μια ιδεολογική ελπίδα που αγκαλιάζει συνενοχικά την αποκυρηγμένη επιθυμία για ελαφριά καταπίεση. Το Cement x αποτελεί μια προσωρινή δεξαμενή η οποία βλέπουμε να εκφράζεται στις μέρες μας μέσα από μια μυστική συμμαχία ανάμεσα στους αυτοαποκαλούμενους νεο-μαρξιστές, στις ταυτοτικές εναλλακτικές και στην αστική κεντρο-αριστερά, αρθρωμένων μέσα από μια ελάχιστη ακουστική και οπτική απόκλιση ανάμεσα στο "hipster" και το "nipster." Η νεοφιλελεύθερη συνενοχή τους, καλυπτόμενη κάτω από το άλλοθι ενός δήθεν ανθεκτικού μοντέλου ύπαρξης, λειτουργεί με τη μοναδική πραγματιστική τεχνική της άρνησης: αυτή της φροντίδας του εαυτού.
Lene Vollhardt / Luce deLire, CEMENT X, 14:41 min, 2018 Cement x is a trans-futuristic dystopian desire. It is an ideological hope and lavish embrace of complicity with the disavowed craving for soft oppression. It is a temporal reservoir that we see currently expressed in a secret alliance between self-proclaimed neo-Marxists, identitarian alternatives and the bourgeois center left, articulated through the apparently minimal graphic deferral from "hipster" to "nipster.” Their neoliberal complicity, covered as allegedly in itself resistant mode of existence, cooperates in a single pragmatic technique of denial: self-care. (Image: © Lene Vollhardt / Luce deLire 2018)
Eshan Rafi, BECOMINIG IRFAN, 8:23 min, 2010 To Becoming Irfan διερευνά την ιστορία μιας ανδρικής ταυτότητας που συμπεριπλέκεται με το σώμα που φαίνεται στην οθόνη, το οποίο είναι ένα non-passing, κουίρ σώμα. Ταυτόχρονα οι Eshan Rafi προσπαθούν να γράψουν εκ νέου την ιστορία τους ποιοί είναι και τί επιθυμούν.
Eshan Rafi, BECOMINIG IRFAN, 8:23 min, 2010 Becoming Irfan explores how the story of a male identity becomes intertwined with the body that is visible on screen, which is a non-passing, genderqueer body. At the same time, Eshan Rafi tries on the pronoun “he” for size, to re-inscribe the story of who they are and what they desire. (Image: © Eshan Rafi 2010)
Metatheodosia, SEMÈN, 8:15 min, 2016 Αυτό το περφόρμανς είναι μια προσπάθεια απόδρασης από κοινωνικές και οικογενειακές αξίες που διδάσκονται κατά την κοινωνικοποίηση ενός ατόμου που του έχει αποδοθεί το θηλυκό φύλο στη γέννα, σε ένα ελληνικό κοινωνικό πλαίσιο. Η περφόρμερ χρησιμοποιεί το αίμα περιόδου της ως μέσο χαρούμενης υπενθύμισης ότι για άλλον ένα μήνα γλίτωσε από τον κίνδυνο να κάνει παιδιά.
Metatheodosia, SEMÈN, 8:15 min, 2016 This performance is an attempt to escape societal and family values as they are taught along with the socialization of a person who is assigned female at birth in a greek (sic) social context. To the performer, menstrual blood symbolises a happy reminder, a sign that they have not been fertilized, hence they have once again survived the danger of having to give birth. (Image: © Metatheodosia 2016)
Olivia Kastebring & Julia Gumpert & Ulrika Bandeira, JUCK, 18 min, 2018 Το Juck είναι σεξ. Το Juck είναι ενέργεια. Το Juck είναι διαμαρτυρία. Το Juck είναι θεραπεία. Το Juck είναι δράση. Το Juck είναι κυριαρχία. Το Juck είναι πρόκληση. Το Juck είναι ανοχή. Το Juck είναι κίνηση. Το Juck είναι φαντασίωση. Το Juck είναι διέγερση. Το Juck είναι ουτοπία. Το Juck βλέπει τον εαυτό του, ακόμα κι αν είναι δύσκολο. Το Juck δεν ζητά συγνώμη που υπάρχει. Λένε ότι «Η θηλυκότητα είναι μια λέξη που μπορούμε να γεμίσουμε με ό,τι θέλουμε». Τη γεμίζουμε με Juck.
Olivia Kastebring & Julia Gumpert & Ulrika Bandeira, JUCK, 18 min, 2018 Juck is sex. Juck is energy. Juck is protest. Juck is therapy. Juck is action. Juck is dominance. Juck is provocation. Juck is tolerance. Juck is movement. Juck is fantasy. Juck is arousal. Juck is utopia. Juck is seeing one’s self, even if it’s tough. Juck is not apologizing for existing. ‘Femininity is a word that we can fill up with whatever we want,’ they say. They fill it up with Juck. (Image: © Olivia Kastebring/Julia Gumpert/Ulrika Bandeira & The Swedish Film Institute)
0 notes
Text
youtube
Συνέντευξη της Πάολας Ρεβενιώτη από το Vice Greece, 2023
#kaliarda mentioned..#trans history#lgbt greece#paola revenioti#το κράξιμο#καλιαρντά#πάολα ρεβενιώτη#vice
15 notes
·
View notes
Text
— Λίγο μετά εκδίδετε με τον Αλέξη Μπίστικα και τον Δημήτρη Παπαϊωάννου το Κοντροσόλ στο Χάος που στα καλιαρντά μεταφράζεται ως «Φιλί στο Στόμα» - ένα περιοδικό το οποίο έκανε αίσθηση και που με σύγχρονους όρους το λες και πρ��ιμο queer.
— Υπήρξαμε πράγματι οι τρεις αυτοί ο βασικός εκδοτικός πυρήνας. Βγάλαμε πέντε συνολικά τεύχη ανάμεσα 1986-1992. Ναι, παρότι ο όρος queer δεν υπήρχε τότε θα μπορούσες όντως να το χαρακτηρίσεις επίσης έτσι αισθητικά και θεματολογικά. Όπως και τα φανζίν που είχα πρωτύτερα ανακατευτεί, έτσι κι αυτό διέθετε έναν αντιπατριαρχικό, αντισεξιστικό, αντι-φαλλοκρατικό λόγο, με πολυάριθμες αναφορές στον φεμινισμό και την ομοφυλόφιλη επιθυμία.
Φιλοξενήσαμε στο Κοντροσόλ πολλά σχετικά κείμενα, φωτογραφίες και κόμικ, καθώς και κάποιες πρώτες μεταφράσεις κειμένων από Τζάρμαν, Παζολίνι, Μπάροουζ, Μπάλαρντ κ.ά., που κάποια κυκλοφόρησαν έπειτα σε κανονικές εκδόσεις στα ελληνικά. Εστιάζαμε επίσης ιδιαίτερα στην απελευθέρωση των ζώων και τη χορτοφαγία όταν τέτοιες ευαισθησίες δεν ήταν καθόλου «συρμός»!
[Παύλος Αβούρης: «Να επιστρέψουμε στην απλότητα και την ανθρωπιά»]
Κοντροσόλ Στο Χάος (1986 - 1992)
42 notes
·
View notes
Text
στείλτε τις αγαπημένες σας λέξεις στα καλιαρντά 💌!
18 notes
·
View notes