#δυο προς ένα
Explore tagged Tumblr posts
Text
“Zwei zu Eins” (“Two to One”) now showing in cinemas in Greece ❤️
(no doubt in many open-air cinemas over there☀️)
#max riemelt#zwei zu eins#δυο προς ένα#argh we won’t be in greece until mid-september#i see they are showing it in many open air cinemas#the perfect summer comedy#natja brunckhorst#sandra hüller#ronald zehrfeld
5 notes
·
View notes
Text
Αν είναι να ακούσετε ένα podcast αυτήν την ημέρα, εβδομάδα, μήνα, ας είναι αυτό. Σας συμβουλεύω να μην το προσπεράσετε με το σκεπτικό "σιγά το ξέραμε ότι ήταν ψέμα". Το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι ένας θησαυρός πληροφορίας και γνώσης. Αναλύει πώς ξεκίνησε η ιεροτελεστία αυτή, από ποιους, πώς συντηρήθηκε, ποιοι εναντιώθηκαν πρώτοι ιστορικά, ποια είναι η ιδιαίτερη θέση της Ελληνικής σε σχέση με τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες πάνω στο ζήτημα και χίλια δυο άλλα πράγματα για τα οποία προσωπικά δεν είχα ι-δ-ε-α.
Παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχει λόγος να στραβώσει κανείς πιστός με αυτό το ηχητικό ντοκουμέντο, καθώς επ' ουδενί δεν εναντιώνεται στην χριστιανική πίστη. Απεναντίας, καταδεικνύει πώς το ψέμα και η απάτη την φθείρουν εκ των έσω. Υπάρχει μεγάλη κατανόηση και ενσυναίσθηση προς την οδύνη που μια τέτοια αποκάλυψη πιθανότατα θα προκαλεί σε πολλούς πιστούς και δίδεται από ανθρώπους της Εκκλησίας καθοδήγηση για να παρηγορηθούν αποτελεσματικά. Με λίγα λόγια, είναι αριστουργηματικό. Εάν δεν πιστεύετε μην το προσπεράσετε και ε��ν πιστεύετε μην το φοβηθείτε.
Ενδεικτικά, δύο σημεία που κρατώ:
"Ο Χριστιανισμός είναι μια γλυκύτατη θρησκεία και έχει πικρότατους, πικρότατους δηλητηριώδεις εκπροσώπους" - Παντελής Μπουκάλας, δημοσιογράφος και συγγραφέας.
"Αν κάτι μπορεί να καταστραφεί από την αλήθεια, αξίζει να καταστραφεί από την αλήθεια" - Carl Segan, σπουδαίος αστροφυσικός.
#greece#podcast#christian orthodox#greek orthodox#greek post#γρεεκ ποστ#greek facts#holy fire#discourse on religion#greek podcasts
9 notes
·
View notes
Text
Βλέποντας για πολλοστή φορά το χριστουγεννιατικο επεισόδιο του 2ου κύκλου του Πάρα πέντε εκεί που όλοι μιλάνε για τα αγαπημένα τους Χριστούγεννα ή Αγγέλα λέει ότι τα αγαπημένα της ήταν όταν πήγαν στην αδελφή της μαμάς της στην Ξάνθη. Εκεί όλοι την κανακευαν και της έκαναν όλα τα χατίρια, ήταν η αρχηγός των παιδιών. Επίσης πριν αναφέρει ότι η μαμά της συνέχεια άκουγε ράδιο όταν ήταν μόνο οι δυο τους
Ακόμα τα Χριστούγεννα του 91 ήταν τα πρώτα που πέρασε χωρίς τον μπαμπά της, ο οποίος την φρόντιζε, έπαιζε μαζί της, διάβαζε μαζί της( όπως είδαμε στην φωτογραφία στο πορτοφόλι της στο 2ο επεισόδιο) και ουσιαστικά ήταν ο μόνος γονιός που είχε.
Άρα μήπως τα αγαπημένα Χριστούγεννα της Αγγέλας ήταν του 91;
Και όλοι οι γονείς την κανακευαν γιατί τι άλλο να κάνεις σε ένα δεκάχρονο ορφανό, όλα τα παιδιά την άκουγαν και δεν την κορόιδευαν γιατί έτσι τους είχαν πει οι γονείς τους, η μάνα της αποφάσισε να πάε�� στην αδελφή της για να μπορεί να την παρηγορήσει η αδελφή της και να μην περάσει μόνη της τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον άντρα της και τέλος άκουγε συνέχεια ράδιο γιατί περίμενε εναγωνίως για επιζώντες από το αεροπορικό δυστύχημα;
Δηλαδή σε αντίθεση με τους άλλους τα αγαπημένα της Χριστούγεννα ήταν φαινομενικά τα χειρότερα, χωρίς τον μπαμπά της, με μια μάνα αδιάφορη προς την κόρη της.
#sto para 5#στο παρά πέντε#Καπουτζίδη Υποκλίνομαι#Τι σκέψεις έκανα μέσα στις γιορτές#αγγελα ιωακειμιδου
16 notes
·
View notes
Text
Ωραία τύπισσα η ζωή, χίππισα χαλαρή, άραζε πάνω σε ένα δέντρο από το βράδυ ως το πρωί. Δεν νοιαζόταν για ποτατί, μόνο για τη στιγμή, κι απ' όλη την αρνητικούρα είχε απομακρυνθεί
Σαν μ' αγαπά τη ρωτούσα, με μούντζωνε με την πατούσα, μου 'λεγε "άντε βρες τις τσούλες σου να κάνετε παρτούζα". 'Επινε μπάφους και ούζα, μαριχουάνες στην μπλούζα, μαζί της αν ξενυχτούσα καμιά τζουρίτσα ρουφούσα
Κολλούσα, σαν ρόδα κυλούσα, όπου κι αν πήγαινε, ναι, μα όπου κι αν βρισκότανε το έκανε τ��κέ. Της άρεσε, ταξίδευε από μέρη σε μέρη, κι απ' όλη την ημέρα γούσταρε πολύ το μεσημέρι
Έβλεπε Tom και Jerry, θυμάμαι με σπασμένο χέρι, την ρώταγα που χτύπησε και μου 'λεγε "ποιος ξέρει;" Θα 'τανε μαστουρωμένη, και γι 'αυτό δεν την παρεξηγώ που δε θυμόταν το σκηνικό
Ήταν ωραίο μωρό, την σκεφτόμουνα με παρεό να μ' αγκαλιάζει και να βγάζει λίγο λίγο το μαγιό, yo yo yo, πως να στο πω ρε συ, την είχα ερωτευτεί, την σκεφτόμουν κάθε μέρα, κάθε ώρα και στιγμή
Ωραία τύπισσα η ζωή, χίππισα χαλαρή, άραζε πάνω σε ένα δέντρο από το βράδυ ως το πρωί. Δεν νοιαζόταν για ποτατί, μόνο για τη στιγμή, κι απ' όλη την αρνητικούρα είχε απομακρυνθεί
Μου 'λεγε "ξέρω τι θες, βότκα και σεξ", απ'αυτές τις βραδιές τις τέρμα αμαρτωλές. Ωραία τύπισσα, που λες, ξυπόλητη γυρνούσε σ' όλο το λιμάνι και πάντα χαμογελούσε
Τύπισσα, ω yes, με μηδέν ενοχές, έκανε ό,τι έκανε και τ' άφηνε πίσω στο χθες. Σκουλαρίκια, κοχύλια, ζαλισμένη σαν μπίλια, το σώμα της εδώ και το μυαλό της κάτι μίλια. Την τεκίλα την έπινε μόνο μες την αρβύλα, καφρίλα μα δε γνώρισε τρόπους ούτε φαμίλια
Ωραία τύπισσα η ζωή, χίππισα χαλαρή άραζε πάνω σε ένα δέντρο από το βράδυ ως το πρωί. Δεν νοιαζόταν για ποτατί, μόνο για τη στιγμή, κι απ' όλη την αρνητικούρα είχε απομακρυνθεί
Είχε την τέλεια φάτσα, κι όλο το μαλλί της ράστα, ήταν άστα κι η καλύτερη της φίλη μία γλάστρα. Αγαπούσε τη φύση όπως το πρόβλημα τη λύση. Το χασίσι αερόστατο κι η τύπισσα σε πτήση προς Jamaica, απ' τον ήλιο κάηκα, ή σε νησάκια για να δει τα ψαροκάικα
Μια μέρα κλαίγοντας μου λέει πως ήθελε μια Harley που να χει πάνω σε αερογραφία τον Bob Marley. Χα! Η τύπισσα τρελή για τα καλά, το μυαλό της είχε γίνει βούτυρο απ' το βρωμά
Σκηνικό, την δέσανε μπάτσοι μ' ένα κιλό, μα αυτή το έβαλε φωτιά μέσα στο περιπολικό. Μαστούρωσαν κι οι δυο, την είχαν δει γλεντζέδες, κι αυτή τους λέει "ε, ψιτ, παίδες, τις χειροπέδες"
Σε μια ώρα στο λιμάνι χαλαρή σε μια αιώρα, κι οι μπάτσοι να την ψάχνουνε σ' ολόκληρη την χώρα. Ποιος ξέρει που είναι τώρα; Ίσως μπήκε στη στενή, ίσως να ρουφάει ρούμι στο πιο τέλειο νησί, ίσως να έχει βρει την αληθινή αγάπη, ίσως να κάνει παρτούζες με δυο λευκούς κι έναν αράπη, ίσως πριν λίγο την συνάντησες και σου 'κλεισε το μάτι, ίσως να είσαι τυχερός και να την ρίξεις στο κρεβάτι
Όμως φιλάρα, να θυμάσαι κάτι, πως η ζωή είναι πουτάνα στο κρεβάτι. Όμως φιλάρα πρέπει να θυμάσαι κάτι, πως η ζωή είναι πουτάνα στο κρεβάτι...
Ωραία τύπισσα η ζωή, χίππισα χαλαρή, άραζε πάνω σε ένα δέντρο από το βράδυ ως το πρωί. Δεν νοιαζόταν για ποτατί, μόνο για τη στιγμή κι απ' όλη την αρνητικούρα είχε απομακρυνθεί.
#Spotify#everything that I’ll never be#greek tumblr#γκρικ ταμπλερ#oraia typissa i zoi#greek songs#my mind
5 notes
·
View notes
Text
Παιδί....Όταν ακούς αυτή τι λέξη τι σου έρχεται στο μυαλό; Τι εικόνες σου έρχονται; Να σου πω εγώ πρώτη τι μου έρχεται. Στο μυαλό μου, μου έρχεται ένα χαρούμενο παιδί επειδή η γονείς του, του πήραν παγωτό. Εκτός απ' αυτό μου έρχεται η εικόνα ενός παιδιού που μεγαλώνει και με τους δυο γονείς του και δεν έχει προβλήματα στο σπίτι είναι ήρεμα. Ένα παιδί που δεν φοβάται να βγει έξω επειδή τρομάζει από τους ανθρώπους εκεί. Ένα παιδί που όσο και να μεγαλώνει, όσο και να "ώριμάζει" το παιδί μέσα του θα υπάρχει πάντα εκεί και θα το δείχνει χωρίς να τον νοιάζει αν κάποιος θα έρθει και θα του πει το κλασικό "Μην κάνεις σαν παιδί". Αυτές η εικόνες μου έρχονται εμένα στο μυαλό. Αυτές η εικόνες που θα ήθελα να ζήσω και εγώ ως κάποτε παιδί μου έρχονται στο μυαλό. Δυστυχώς δεν είχα αυτή τι "χαρά". Τον πατέρα μου πότε δεν τον γνώρισα, η μητέρα μου καθημερινά μου φώναζε και ίσως κάποιες φορές με χτυπούσε και με έδιωχνε από το σπίτι. Πάντα ��οβόμουν να βγω έξω, φοβόμουν τους ανθρώπους, τους γύρω μου. Πάντα ήμουν μόνη μου καθημερινά στο σπίτι επειδή η μάνα μου δούλευε. Ποτέ δεν ένιωσα δίπλα μου την μάνα μου ως μάνα. Ποτέ δεν ένιωσα να έχω κάποιον δίπλα μου να με ακούει. Ποτέ δεν είχα κάποιον δίπλα μου να μου δίνει την αγκαλιά που αναζητούσα. Ποτέ. Έχω μεγαλώσει και δεν έχω ζήσει ως παιδί. Έχω μεγαλώσει και δεν έχω νιώσει ποτέ παιδί. Έρχονται τωρα μου λένε πως κάνεις έτσι μην κάνεις σαν παιδί. Όχι θα κάνω σαν παιδί γιατί ξέρεις τι? Παιδί θα είσαι για όλη σου τι ζωή είτε είσαι 20 είτε 35 είτε 87. Πάντα θα είμαστε παιδιά. Πάντα. Αφου δεν είχα την ευκαιρία να είμαι τότε θα είμαι τώρα. Μέσα μου έχω ένα παιδί που δεν βγήκε ποτέ προς τα έξω. Θα βγει τώρα. Ποτέ δεν είναι αργά.
7 notes
·
View notes
Text
Ομολογώ πως μου λείπει το λάγνο σου ψέμα
Μου λείπει ο τρόπος που σε έβλεπα ολο δικό μου
Την στιγμή που είχες κατακερματιστεί σε χιλιάδες ξένα χείλη
Που υπήρχες απόλυτα και βασανιστικά μέσα στα όνειρα μου
Τι και αν η επιστροφή σου ήταν κάλπικη;
τελικά δεν σε ξέρω πλέον
Οι μνήμες στοιβάζονται η μια πάνω στην άλλη μέχρι που το μυαλό δεν είναι αρκετά ευρύχωρο για τις προηγούμενες
Όταν δυο άνθρωποι χωρίζουν είναι θέμα χρόνου να γίνουν αληθινά δυο ξένοι
Όπως πρώτα
Να γνωρίζουν εκδοχές μόνο ο ένας του αλλού που έτυχε να τέμνονται σε ένα σημείο στο χαώδες άπειρο του ορίζοντα
Σαν εκείνα τα αστέρια που ταξιδεύουν γαλαξίες μέχρι να βρουν το συμπληρωματικό τους
Και μετά καταστρέφονται στον ουρανό
Αστέρια είναι οι άνθρωποι
Ένα ακαριαίο δευτερόλεπτο απόλυτης ένωσης πριν χαθούν για πάντα
Σβήνουν αμέτρητες μέρες τώρα που είμαι παράλογα δική σου
Η πεισματική μου άρνηση να δεχτώ το τέλος μας ,ενοχλεί το σύμπαν και την νομοτέλεια του.
Το νιώθω να πιέζει την σάρκα μου από μέσα προς τα έξω μέχρι η φθαρτη μου ύλη να μην μπορεί πλέον να σε ορίζει
Λύγισα
είναι πιο εύκολο να μην ελπίζεις βλέπεις
Η ευθανασία του έρωτα είναι απελευθερωτική
Η Δημουλά όμως είπε πως « εκείνος που κάνει την μεγαλύτερη κατανάλωση της ελπίδας είναι ο απαισιόδοξος, αλλιώς δεν θα είχε τα κότσια να είναι απαισιόδοξος»
Απαισιόδοξη λοιπόν
κλείνω τα μάτια μου με τα χέρια μου και αφήνω την θλίψη να με παραλύσει
κάποιες στιγμές απομακρύνω τα χέρια μου και κοιτάζω να δω αν έρχεσαι
Ποτέ δεν έρχεσαι
Για αυτό λοιπόν απομακρύνω κάθε ελπίδα που δίνει διάρκεια στην απουσία σου
Μέσα στην τόση δυσπιστία άλλωστε δεν μπορεί
Κάτι πρέπει να είναι όμορφο
Το σύμπαν βασίζεται στην αρμονία
Μέσα στην απόλυτη θλίψη είναι κρυμμένος ο απόλυτος έρωτας
4 notes
·
View notes
Text
Μάνος Κατράκης και Δώρα Βολανάκη στην ταινία "Ταξίδι στα Κύθηρα"(1984)
Το Ταξίδι στα Κύθηρα είναι μια ελληνική δραματική ταινία του 1984, σε σκηνοθεσία και παραγωγή Θεόδωρου Αγγελόπουλο��. Το σενάριο γράφτηκε από τον Τονίνο Γκουέρα, τον Θανάση Βαλτινό και τον Αγγελόπουλο. Κέρδισε 2 βραβεία στο Φεστιβάλ Καννών, το βραβείο σεναρίου και το βραβείο Fipresci, ενώ προτάθηκε και για Χρυσό Φοίνικα.
Ο Αλέξανδρος (Τζούλιο Μπρόγκι) είναι σε αναζήτηση ενός ηλικιωμένου ηθοποιού. Τον συναντά τελικά σε ένα οπωροπωλείο και η ταινία του μπορεί να αρχίσει. Εδώ ο σκηνοθέτης τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στο σενάριο. Ο Αλέξανδρος υποδέχεται τον πατέρα του, τον Σπύρο (Μάνος Κατράκης), πρώην κομμουνιστή που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από 32 χρόνια εξορίας στην ΕΣΣΔ χάρη στην αμνηστία που αποδόθηκε με την πτώση της δικτατορίας το 1974. Ο Σπύρος ξαναβρίσκει τη γυναίκα του, την Κατερίνα (Δώρα Βολανάκη), το σπίτι του και κάποιους παλιούς συντρόφους. Η αρχική επανεύρεση του Σπύρου με την γυναίκα του είναι δύσκολη. Μετά την άρνηση του να συμμετάσχει στην ομαδική πώληση ενός κομματιού γης προς επιχειρηματική αξιοποίηση, ο Σπύρος έρχεται σε ρήξη με τον περίγυρο του χωριού και την συνολικότερη αντίληψη της κοινωνίας, εκπρόσωπος της οποίας εντός της οικογένειας του Σπύρου, η γυναίκα του Αλέξανδρου, η οποία σε αντίθεση με τον γιο του που τον στηρίζει στην επιστροφή του, επιμένει να συμμετάσχει ο πατέρας της στην πώληση της γης. Έχοντας περάσει 32 χρόνια ως την ημέρα της επιστροφής του, αδυνατεί να προσαρμοστεί στον τόπο καταγωγής του και να επικοινωνήσει με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του τον καταλαβαίνει. Ή ίσως ο Σπύρος δεν έχει άλλον που θα μπορούσε να τον καταλάβει. Ο Σπύρος έχει ξαναπαντρευτεί και έχει και δυο παιδιά με τη δεύτερη γυναίκα του. Η Κατερίνα δεν μπορεί να το χωνέψει εύκολα αυτό. Αυτή τον περίμενε. Όμως καθώς εξελίσσεται η υπόθεση, ο Σπύρος αποκόβεται σχεδόν από όλους, και μένει μόνο η Κατερίνα δίπλα του.
#Ταξίδι στα Κύθηρα#1984#ταινία#Θόδωρος Αγγελόπουλος#Μάνος Κατράκης#Δώρα Βολανάκη#δράμα#κομμουνιστής#νόστος#Ελλάδα#οικογένεια#Voyage to Cythera#drama#film#greek film#Theo Angelopoulos#Manos Katrakis#Dora Volanaki#old film
11 notes
·
View notes
Note
Είμαι σε δίλημμα. Δεν ξέρω αν είναι θέμα αναποφασιστικότητας, αλλά ώρες ώρες πραγματικά απορώ με το εκπαιδευτικό σύστημα που απαιτεί και περιμένει από παιδιά 17 χρόνων να αποφασίσουν για το μέλλον τους. Θέλω να ακολουθήσω ένα επάγγελμα που με εκφράζει και με κάνει να νιώθω εγώ. Με ενδιαφέρει η ψυχολογία, η νομική, αλλά και το παιδαγωγικό δημοτικής εκπαίδευσης, προς το παρών. Περισσότερο παρεκκλίνω προς την νομική. Αλλά φοβάμαι. Κάποτε είχες πει και εσύ αλλά και πολλοί άλλοι που τους μίλησα: «Μακριά από μπατσοσχολές και καλή επιτυχία!». Δεν θέλω να επιλέξω την νομική και να γίνω σαν εκείνους τους δικηγόρους, δικαστές και εισαγγελείς που δωροδοκούνται ή κλείνουν τα μάτια τους σε θέματα δικαιοσύνης. Θέλω να βοηθήσω κάθε άνθρωπο που έχει πέσει θύμα φασισμού ή οποιασδήποτε άλλης περίπτωσης. Ζητάω την γνώμη σου ως άνθρωπο που θαυμάζω, με παρακινεί και με κάνει να αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου. Θεωρείς ότι η νομική θεωρείται μπατσοσχολή ή είναι μια ευκαιρία για την απόδοση δικαιοσύνης και ισότητας σε οποιονδήποτε έχει πέσει θύμα;
Ποτέ των ποτών και σε κανένα σύμπαν η νομική δεν θα είναι έστω και κοντά με τις μπατσοσχολες, για τον απλούστατο λόγο και μόνο ότι η νομική, απαιτεί σκέψη. Κριτική σκέψη. U see, ο μπάτσος, αποτελεί εκτελεστικό όργανο. Ο νομικός, είτε δικηγόρος, είτε πρόεδρος του ΣΤΕ έχει αντιληφθεί το νόμο ως φιλοσοφική βάση και όχι τιμωρία/ αποτέλεσμα. Τώρα, το παιδαγωγικό ναι δεν έχει το prestige της νομικής όμως είναι λειτούργημα με όλη τη σημασία της λέξης. Όσο σημαντικός είναι ένας γιατρός, άλλο τόσο και ο δάσκαλος, το να σμιλεύεις ένα παιδικό μυαλό στον αυριανό ενεργό άνθρωπο είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο και θέλει χάρισμα, όρεξη και υπομονή. Η ψυχολογία παίζει ρόλο σε όλα τα παραπάνω και μπορείς να ασχοληθείς εντελώς ανεξάρτητα, είναι μια βατή επιστήμη που και αυτοδίδακτη να είσαι, θα το βρεις, όσο το ψάξεις και διαβάσεις τόσο θα μάθεις, δεν αναφέρομαι στην ψυχιατρική αλλά καθαρά στην ψυχολογία ως πεδίο. Παρ όλα αυτά, 17 χρονων είσαι ακόμα παιδί, όσο και να σε πείθουν για την ωριμότητα σου, θα διαβάσεις και στην ψυχολογία αν ποτέ ασχοληθείς, ότι μέχρι τα 23- 25 -πλέον- θεωρούμαστε έφηβοι.
Τώρα, οτιδήποτε και αν επιλέξεις σε μια διεφθαρμένη χώρα, όπως ανέκαθεν ήταν και παραμένει η Ελλάδα, είναι δική σου επιλογή κατά ποσο θα σε ρουφήξει το σύστημα, η ζωή, η μικροαστιλα και η ασχήμια αυτού του κόσμου. Γενικά αλλά και ειδικά. Το καλύτερο που μπορείς να κανεις είναι να πας με την επιλογή που ζυγίζεις καλύτερα και μπορείς να σε δεις μελλοντικά, έπειτα κανεις ειδικότητα που εκεί καθορίζεται και με τι ακριβώς ασχολείσαι και έχεις άλλη μια 2- 3ετια εκεί ώστε να αποφασίσεις αν θέλεις να σπουδάσεις ξανά σε εντελώς άλλη κατεύθυνση, ή με ο,τι εφόδια έχεις λάβει να τα εξελίξεις προς αυτό που αρχικά επέλεξες. Η νομική σου ανοίγει ΟΛΕΣ τις πόρτες λόγω της βαρύτητας που έχει ως σχολής, αν όμως επιλέξεις την εκπαίδευση εκεί ενδεχομένως να έχεις περισσότερη επαφή με τον άνθρωπο, & αντί να υπερασπίζεσαι, θα προλαμβάνεις. Μην ξεχνάς ποτέ ότι έχεις πάντα χρόνο αν πραγματικά θέλεις να τα κανεις όλα, να αλλάξεις γνώμη ή και τα δυο.
Η ζωή θα σε πάει εκεί που πρέπει, να μένεις πιστή στ�� μυαλό και τις αξίες σου, θα το βρεις το χάρισμα και την κλίση σου, και όταν έρθει η στιγμή, trust it ❤️
9 notes
·
View notes
Text
Γιώργος Γραμματικάκης, 1939 - 2023: Σέρφινγκ στα αστέρια
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1995 στο περιοδικό «Γυναίκα», όπου δούλευα. Χρειάστηκε να συναντηθώ μαζί του πολλές φορές στην Κρήτη και στην Αθήνα για να βγει αυτό το πορτραίτο. Εκείνη την εποχή ο Γιώργος Γραμματικάκης ήταν λαμπρός πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και είχε βγάλει το πρώτο του βιβλίο που έγινε αμέσως μπεστ - σέλερ, την περίφημη «Κόμη της Βερενίκης». Δεν ήταν εύκολη η πρώτη επαφή, μου αρνήθηκε πολλές φορές τη πρώτη συνάντηση. Από τότε όμως που συναντηθήκαμε μια μεγάλη φιλία αναπτύχτηκε μεταξύ μας που κράτησε μέχρι τη στιγμή που έφυγε από τη ζωή.
Γιώργος Γραμματικάκης: Μια συνάντηση από την Κρήτη στην Αθήνα
Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιώργος Γραμματικάκης, καθηγητής στο Φυσικό Τμήμα και συγγραφέας του συναρπαστικού βιβλίου «Η κόμη της Βερενίκης» εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η ζωή είναι ωραία κάτω από τον θερινό ουρανό της Κρήτης. Ένα διαστρικό ταξίδι στον πιο αινιγματικό κβάζαρ της Ελληνικής κοσμολογίας.
Στις 6 Αυγούστου 1995, το καλοκαίρι δεν σταμάτησε στην Αθήνα. Έφυγα για να το βρω. Συνήθως δεν θυμάμαι ημερομηνίες αναχωρήσεων, τα ταξίδια, άλλωστε, γίνονται για να ξεχνάς, θυμάμαι όμως αυτήν καθώς κρατώ ακόμα το απόκομμα της εφημερίδας που έκοψα εκείνο το βράδυ στο κατάστρωμα του οχηματαγαγωγού "Άπτερα". Τα Άπτερα ήταν μια αρχαία πόλη πάνω από το λιμάνι της Σούδας, στα Χανιά, που χάθηκε. Τώρα έχει γίνει καράβι. Το καράβι που με ταξιδεύει στο νησί. Στον τόπο που επιστρέφω γιορταστικά δυο-τρεις φορές τον χρόνο, επειδή εκεί κάτω κάνει πάντα όση ζέστη χρειάζομαι και οι εποχές διαρκούν όσο πρέπει να διαρκέσουν. Η νύχτα ήταν μεγάλη και αλμυρή στο κατάστρωμα, το πλοίο κατευθυνόταν αργά προς τον Νότο, το φεγγάρι έκανε παιχνίδι στις κουπαστές. Αγόρασα ένα καραβίσιο καφέ και την πιο παχιά εφημερίδα που βρήκα για να περάσει η νύχτα και βγήκα έξω. Ένα ζευγάρι Γερμανών δίπλα μου έκανε την τελευταία επανάληψη του Μινωικού πολιτισμού λίγο πριν από τις εισαγωγικές, μια χοντρή κυρία έπλεκε πουλόβερ Αύγουστο μήνα, ένα πιτσιρίκι έψηνε κάτι γλάρους να δοκιμάσουν τη νέα παγωτοσοκολάτα της Δέλτα. Άνοιξα την εφημερίδα. Από μια σπάνια συντυχία το μάτι μου σταμάτησε σ’ ένα κείμενο ό,τι έπρεπε για την αέρινη επιπολαιότητα του καραβιού. Κάποιος πρότεινε ένα ρομαντικό σέρφιγκ στ’ αστέρια. Ο Γιώργος Γραμματικάκης, ο πιο νηφάλιος και δροσερός επιστήμονάς μας, έσπαγε για άλλη μια φορά τη μονοτονία των επιφυλλίδων του Βήματος με το γνώριμο μπιγκ μπαγκ της γραφής του. Εκεί που ο θερμόπληκτος, από γεγονότα, αναγνώστης παρακολουθούσε αφασικά την επικαιρότητα να κάνει κουρασμένους κύκλους ανάμεσα σε απεργίες λιμενεργατών και καμένη γη, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης αποφάσιζε να τον καλμάρει με ένα αιφνίδιο ντους. Να του ξαναθυμίσει ό,τι δεν έχει πια θέση στη μνήμη, όπως το νόημα του έναστρου θερινού ουρανού. «Καθώς το καλοκαίρι κατοικεί ήδη στα σώματα και στις ψυχές μας», έγραφε, «είναι η στιγμή να αναλογισθούμε τα όμορφα και φοβερά του νυχτερινού ουρανού, τα απέραντα μυστήριά του. Μακριά από τις μεγάλες πόλεις, σε παραλίες και σε νησιά, σε ήρεμους βραδινούς περιπάτους και σε κουβέντες, καθώς το πλοίο διασχίζει μια νύχτα το Αιγαίο και το Ιόνιο, ή εκεί που ένα βουνό τυλίγει με τη δροσιά του τους επισκέπτες, ο έναστρος ουρανός, αιώνιος και αινιγματικός, υπάρχει και πάλι. Υπήρχε όλο τον χρόνο. Ωστόσο, τα φώτα της πόλης και η ρύπανση της ατμόσφαιρας ή των αισθημάτων, ακυρώνουν τη λαμπρή του παρουσία, τα μηνύματα και τους μύθους που κουβαλά… Των σημερινών θνητών τα πάθη, ακόμα κι αν είναι καθηγητές στα πανεπιστήμια, είναι ταπεινά και χωρίς αισθητική. Εκείνα του ουρανού, έχουν τη μαγεία ενός κόσμου φανταστικού…» . Το κείμενο, υπόδειγμα ποιητικού λόγου και πνευματικής αρχοντιάς, ξεναγούσε τον ανυποψίαστο αναγνώστη σε ιστορίες πάθους για θεούς και θνητούς του μυθολογικού ουρανού, αλλά και στα μυστήρια του ατέλειωτου Σύμπαντος, σε ερυθρούς γίγαντες και λευκούς νάνους, στον αυγουστιάτικο Σκορπιό και τον εκτυφλωτικό Αντάρη, στον Αλντεμπαράν και τον Ωρίωνα του πραγματικού ουρανού. Ευτυχώς, υπάρχει κόσμος που συγκινείται ακόμα με τέτοιες «ειδήσεις». Τις επόμενες ημέρες οι εφημερίδες χαρακτήριζαν τα αποσπάσματα που αναδημοσίευαν «νηφάλια ταξίδια γνώσης και αισθητικής» και τον συγγραφέα τους «ταξιδευτή του ουρανού».
Έκοψα το απόκομμα και το φύλαξα στην τσέπη μου με τη βεβαιότητα ότι θα το ξαναχρειαστώ. Το πρωί θα βρισκόμουν στα Χανιά. Από την έδρα του Πανεπιστημίου Κρήτης θα με χώριζε μόνο ένας νομός. Θυμάμαι κάποτε σε μια συνέντευξή του και στην απορία του δημοσιογράφου πώς χάνεται η γοητεία των μύθων του ουρανού στις μέρες μας, είχε προτείνει το ουτοπικό: «Θα προτιμούσα να βγάλω μερικά μαθήματα από τα σχολεία και να βάλω στη θέση τους τούς μύθους των αστερισμών που είναι συναρπαστικοί. Υπάρχει σ’ αυτούς ποίηση, συμβολισμός, φόβος. Οι μαθητές να κάνουν μαθήματα στην ύπαιθρο, παρατηρώντας τ’ αστέρια και κάποιος να τους εξηγεί τους μύθους. Είναι προτιμότερο να περνάνε μερικές νύχτες του χρόνου μ’ αυτό τον τρόπο, από το να κάθονται κλεισμένοι σε μια αίθουσα χωρίς να μαθαίνουν τίποτα».
Καθώς το καλοκαίρι κατοικούσε ήδη στο σώμα και στην ψυχή μου, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να τηλεφωνήσω και με την ιδιότητα του «μαθητή» να μάθω αν υπήρχαν ακόμα θέσεις στο υπαίθριο νυχτερινό σχολείο!... Την επόμενη μέρα η πρυτανεία με διαβεβαίωσε ότι «ο κύριος πρύτανης απουσιάζει με άδεια», πρόλαβα ωστόσο να μάθω ότι «κινείται εντός Κρήτης». Από δημοσιογραφική διαστροφή τού τηλεφώνησα στο σπίτι του στο Ηράκλειο και του πρότεινα το τετριμμένο: «Θα μου δώσετε μια συνέντευξη, κύριε πρύτανη;» Η απάντηση ήταν η αναμενόμενη: «Λυπάμαι, έχω δώσει ήδη αρκετές, εξάλλου αύριο φεύγω στο Ατσιπόπουλο». Συνεχίζω την προσπάθεια: «Ούτε μια μικρή παραχώρηση σε μια συμπατριώτισσά σας, μάλιστα;» Επιμένει: «Α, μη μου θέτετε το θέμα σωβινιστικά, γιατί δεν είμαι καθόλου σωβινιστής». Είχα πέσει από το άλογο, αλλά ξανανέβηκα. «Καλά, όπως νομίζετε θα σας τηλεφωνήσω μια άλλη μέρα».
Εν τω μεταξύ, ο Αύγουστος έκανε κύκλους στο νησί. Κατά περίεργη σύμπτωση, κύκλους έκανε και το όνομα του άφαντου επωνύμου που κυνηγούσα. Φοιτητές, συνάδελφοι, συνεργάτες, κάποιοι φίλοι, συμπλήρωναν το πρώτο παζλ. Κάποιος μου διηγήθηκε στο fast-forward τη ζωή του. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο, όπου έζησε μέχρι τα γυμνασιακά του χρόνια. Από τις πιο γνωστές οικογένειες της πόλης, ο πατέρας του ήταν δημοσιογράφος και εκδότης της τοπικής εφημερίδας Μεσόγειος, η οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα την έκδοσή της από τον αδελφό του, Κώστα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έφυγε στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές, ασχολήθηκε με την έρευνα των δομικών συστατικών της ύλης στο Βασιλικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, απ’ όπου και έλαβε το διδακτορικό του. Εργάστηκε στον Δημόκριτο και στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών της Γενεύης, ασχολήθηκε επίσης με την αιολική ενέργεια, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ’80 βρέθηκε στο Χάρβαρντ, όπου ασχολήθηκε με την ιστορία της επιστήμης. Από το 1982 είναι καθηγητής στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης και από το 1990 πρύτανης του ίδιου πανεπιστημίου, στο οποίο σήμερα διανύει τη δεύτερη θητεία του. Η γυναίκα του, Εύα, είναι αρχαιολόγος και έχουν δυο παιδιά, τον 16χρονο Οδυσσέα και τη μεγαλύτερη Μαρία. «Στη Μαρία και τον Οδυσσέα. Στ’ άλλα παιδιά» αφιέρωσε και το πρώτο του βιβλίο, την περίφημη Κόμη της Βερενίκης, που κυκλοφόρησε το ’90 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και σήμερα βρίσκεται στην ένατη έκδοση.
Η Βερενίκη, γυναίκα του πάθους, της μοίρας και της νοσταλγίας, αλλά και έκρηξη αστρική, δάνεισε τον μύθο της στον συγγραφέα για να μας διηγηθεί τη συναρπαστική περιπέτεια της δημιουργίας από τη «μεγάλη έκρηξη» του Σύμπαντος στη σιωπηλή εξέλιξη της ζωής . Ένα βιβλίο που, όπως ο ίδιος στην εισαγωγή προειδοποιεί τον αναγνώστη, «δεν γράφτηκε για να τον διδάξει, αλλά για να του μιλήσει». Ο Γιώργος Γραμματικάκης «δεν είναι μόνο άριστος δάσκαλος, αλλά και άριστος ομιλητής, δεν είναι μόνο φυσικός, είναι και ποιητής», σημείωνε στον πρόλογο του βιβλίο ο φίλος του φιλόλογος και αρχαιολόγος Στυλιανός Αλεξίου. Οι συμπατριώτες του, οι συνάδελφοί του, αλλά και ο ράφτης της οδού Ευγενικού ή ο «φιλόσοφος» των Αρχανών, θυμούνται ακόμα εκείνες τις εκπομπές του για το Σύμπαν και την εξέλιξή του στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ηρακλείου. «Οι ραδιοφωνικές του διηγήσεις», θυμάται ένας συνάδελφος του, «συνδύαζαν τη μεγαλοπρέπεια του διαστήματος με την ακρίβεια της επιστήμης. Είχε, όμως αυτό το σπάνιο ταλέντο να φέρνει στα μέτρα του ακροατή τις επιστημονικές αλήθειες και τα μυστήρια που κρύβει αυτή η τέχνη του ασύλληπτου που λέγεται Αστροφυσική. Αυτός ενδεχομένως ήταν και ο λόγος που ακούστηκαν και αγαπήθηκαν τόσο πολύ και από τόσο ανομοιογενές κοινό!» Και η μαρτυρία ενός πρωτοετούς τότε φοιτητή και σημερινού μουσικού: «Κλείναμε τα παντζούρια, ανοίγαμε το ραδιόφωνο και σε δέκα λεπτά βρισκόμασταν στο σαλονάκι τ’ ουρανού. Μαθαίναμε τα τελευταία νέα από το υπερπέραν, το τοπ-τεν του Σύμπαντος, σε τι στροφές παίζει ο Βέγας, πως ραπάρουν οι Κβάζαρς, τέτοια μαγικά ακούγαμε από τον Γραμματικάκη, τον γκραντ μάστερ του είδους! Ωραίες εποχές… Τι θέλει τώρα κι ανακατεύεται με τις πρυτανείες και τις συγκλήτους; Δεν πλήττει, ήθελα να ‘ξερα;» Ωστόσο, ο κύριος πρύτανης έχει τη δική του κυβερνητική. «Κάθε μεγάλος έρωτας έχει ένα τέλος. Ή μια συνεχή αρχή…» υποστηρίζει στη Βερενίκη του, κι έτσι από τις εκπομπές θα περάσει στις διαλέξεις. Αθήνα, επαρχία, μεγάλα και μικρά χωριά της Κρήτης. Θυμούνται ακόμα αυτή την αεικίνητη φιγούρα με τα άσπρα μαλλιά, την αιώνια πίπα και τις δερμάτινες κρεμαστές τσάντες, προέκταση του ώμου του, να φτάνει στον τόπο της «μύησης», που μπορεί να ήταν μια πλατεία ή ένα σχολείο ή ένα χωράφι, να βγάζει τελετουργικά τα εργαλεία του, μια μηχανή προβολής, κάτι σλάιντ και μερικούς χάρτες, και μπροστά στον φακό να στήνει τον ίδιο πάντα γνωστό του άγνωστο: τον αινιγματικό ουρανό.
Οι αναμνήσεις της συγγραφέως Ρέας Γαλανάκη από εκείνες τις διαλέξεις περιγράφουν γλαφυρά την ατμόσφαιρα: «Ο φίλος μας σηκώθηκε, χαιρέτησε και άρχισε να μιλά. Όμως, ενώ επρόκειτο να μιλήσει για μαθηματικά, φαίνεται πως δεν άντεξε την πρόκληση κι άρχισε να κάνει τον ταχυδακτυλουργό και τον μάγο, τραβώντας μέσα από το μανίκι του μια μαύρη τρύπα κι έναν άσπρο νάνο, ή βλέποντας μέσα σ’ ένα κοινό ποτήρι νερό, σαν μέσα από κρυσταλλένια σφαίρα, ένα κίτρινο δαχτυλίδι να περιβάλλει το πορτοκαλί του χρόνου…» Θρανία, διδασκαλίες, εκπομπές, διαλέξεις, «όλα έχουν ένα τέλος ή μια συνεχή αρχή».
Την άνοιξη του 1990, ο Γιώργος Γραμματικάκης αφού όργωσε γη κι ουρανό σαν αληθινός ταξιδιώτης, έκανε μια έτσι στην πυξίδα και άλλαξε ξανά πορεία. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου θέτει υποψηφιότητα για πρύτανης και εκλέγεται πανηγυρικά. Είναι τυχαίο που ο αστερισμός της Κόμης της Βερενίκης μεσουρανεί μόνο τον Μάιο για τους παρατηρητές του βόρειου ημισφαιρίο��; Γεγονός, πάντως, είναι ότι αυτά τα χρόνια το Πανεπιστήμιο Κρήτης με τις πρωτοβουλίες, τα τολμήματα, αλλά κυρίως με το επιστημονική του δυναμικό απέκτησε τη φήμη και την αίγλη που του άξιζε. «Πιστεύω ότι το Πανεπιστήμιο Κρήτης», μου λέει ένας καθηγητής της βιολογίας, «οφείλει όχι μόνο την ελληνική, αλλά και τη διεθνή του φήμη, στη λαμπρότητα των επιστημόνων που έχει συγκεντρώσει και στη δουλειά που γίνεται». Σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν ότι πίσω από τη συσσώρευση αυτών των «αστεριών» υπάρχει η προσωπική δουλειά, το αλάνθαστο κριτήριο και η λάμψη δυο επιστήθιων φίλων: του Γιώργου Γραμματικάκη και του Φώτη Καφάτου, του πιο σημαντικού Έλληνα βιολόγου.
Η επίσκεψη στο Ατσιπόπουλο
Είχε περάσει σχεδόν μια εβδομάδα. Ο Αύγουστος έτρεχε ποτάμι από τα παράθυρα μέχρι κάτω τη θάλασσα. Το Ατσιπόπουλο είναι ένα μικρό χωριό, δυο χιλιόμετρα έξω από το Ρέθυμνο. Μικρά διώροφα σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο, μινιμαλιστικές αυλές, γιασεμιά στους τενεκέδες, νερά στους δρόμους, φωνές από τ’ ανοιχτά παράθυρα.
Το καλοκαίρι εδώ είναι ακόμα ερασιτεχνικό, οι τουρίστες δεν πίνουν το αίμα των παραθεριστών. Εδώ είναι και το σπίτι του Γιώργου Γραμματικάκη όταν έρχεται στην πρυτανεία του Ρεθύμνου, όταν χρειάζεται ξεκούραση ή τους δικούς του ανθρώπους. Όπως είχα απειλήσει, ξανατηλεφώνησα – το τηλέφωνο το βρίσκεις εύκολα στον κατάλογο. Αυτή τη φορά με πιο καλοκαιρινή διάθεση. Ήταν μεσημέρι. «Καλημέρα σας, κύριε πρύτανη, ο κόσμος εδώ ισχυρίζεται ότι απ το χωριό σας, βλέπεις πιο καλά το φεγγάρι που γεμίζει…» . Η ζέστη μειώνει τις αντιστάσεις, αλλά αυξάνει το χιούμορ. «Εγώ θα σας έλεγα ότι βλέπεις καλύτερα τη ζωή που παραθερίζει…» . Σε μια ώρα μου πρόσφερε παγωμένα σύκα στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Το σπίτι, ένα παλιό ανακαινισμένο διώροφο, με μικρά μπαλκόνια και παράθυρα που βλέπουν στο βάθος όλο το Ρέθυμνο, έχει τη γοητεία του καταφυγίου για τους φυγάδες του πολιτισμού. Καμιά πολυτέλεια δεν το κάνει όμορφο, παρά μόνο η αισθητική του. Κομψά έπιπλα, παλιές λάμπες, ξύλινες βιβλιοθήκες, ένα κομπιούτερ, στερεοφωνικά υψηλής πιστότητας. Πάνω στο γραφείο του θ’ ανακαλύψω τη ρήξη: Fear of Physics του Κράους, αλλά και το περιοδικό What Hi Fi, Τα Νοήματα της Εικόνας του Χατζηνικολάου, αλλά και το 4 Τροχοί. Αργότερα θα μου εκμυστηρευτεί ότι ��χει περιοδικώς λόξες με διάφορα πράγματα. Κάποτε ήταν τα αυτοκίνητα, οι δερμάτινες τσάντες, τα ρολόγια τσέπης, τώρα είναι τα ηλεκτρονικά και τα τελευταία θαύματα της τεχνολογίας. Γνωρίζει όλα τα προϊόντα των ιαπωνικών πολυεθνικών, τους τύπους, τις δυνατότητές τους, την ισχύ τους, κανείς δεν καταλαβαίνει πού βρίσκει τον χρόνο. «Κοιμάμαι ελάχιστα», μου λέει, «φοβάμαι τη νύχτα.», μου δείχνει τα ηχεία, «Κοιτάξτε, αυτά εδώ τα μηχανήματα μόνο το BBC τα χρησιμοποιεί, αλλά που να το καταλάβετε εσείς σ’ αυτά τα περιοδικά που δουλεύετε…» «Γιατί», τον ρωτώ, «τι έχουν τα περιοδικά που δουλεύω;» Οπισθοχωρεί αλλά αντεπιτίθεται. «Μια χαρά είναι και τα διαβάζω όταν πέσουν στα χέρια μου. Να, προχθές διάβασα τη συνέντευξη της κυρίας Ντενίση και ομολογώ ότι με διασκέδασε όσο λίγα αριστοφανικά κείμενα». Ήμουν έτοιμη να ομολογήσω με τη σειρά μου ότι το ίδιο αριστοφανικά θα με διασκέδαζε και μένα η Φιλοσοφική Γραμματική του Βιτγκενστάιν που έβλεπα πάνω στην πολυθρόνα του, αλλά είχε ήδη μπει στην κουζίνα. Αν και καθηγητής, δεν έχει ακαδημαϊκό ύφος, αντίθετα είναι γήινος και ανθρώπινος, απλώς του αρέσει και επιδίδεται συχνά σ’ ένα ειρωνικό ζάπιγκ των πάντων. Στο λευκό φως της κουζίνας φτιάχνει καφέ, τον βλέπω να πηγαινοέρχεται από την κουζίνα στο καθιστικό, αργοπορώντας στο χωλ για να αλλάξει τον δίσκο στο πικάπ. Του ζήτησα να ακούσω τους Χαϊνηδες, ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε και υποστηρίχτηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Τους Χαϊνηδες άκουσα για πρώτη φορά» γράφει στο εσώφυλλο του πρώτου τους δίσκου ο Γραμματικάκης, «κατά την εορτή υποδοχής των πρωτοετών φοιτητών στη Σχολή Θετικών Επιστημών τον Οκτώβρη του 1990. Οι στίχοι και η μουσική τους κατέκτησαν αμέσως ένα αμφιθέατρο, που είχε την τραγική μοίρα να ονομαστεί αργότερα «Αμφιθέατρο Βασίλης Ξανθόπουλος», κατάμεστο από φοιτητές, υπαλλήλους του πανεπιστημίου και καθηγητές… Οι Χαϊνηδες δημιουργήθηκαν κατ’ ουσία μέσα στον φοιτητικό χώρο του πανεπιστημίου, στην πολιτιστική ανέχεια που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ��λλάδα και που αντανακλάται ιδιαίτερα στα πανεπιστήμιά της. Το αποτέλεσμα αυτούσιο δείχνει πως όταν υπάρχουν οι προϋπόθεσες, οι δημιουργικές ανησυχίες των φοιτητών βρίσκουν διεξόδους…»
Η μουσική πλημμυρίζει τον χώρο, φτάνει ως έξω στο μπαλκόνι, απ’ όπου χαζεύουμε τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνάνε, μιλάμε, πίνουμε καφέ. Δυο-τρεις γυναίκες στην απέναντι αυλή χαιρετάνε τον «κύριο καθηγητή», τον έχουν δει στην τηλεόραση, τον ξέρουν. Δεν είναι «δικός τους», όμως τον αγαπούν και τον σέβονται. Αγαπάνε αυτόν και όχι την επωνυμία του. Έχει μάλλον να κάνει με τον τρόπο ζωής του, με κάποιο προσωπικό στυλ, υποθέτω, με κάτι ακαθόριστο και εν τούτοις καθοριστικό. Ενώ λόγω ιδιότητας ζει καθημερινά βουτηγμένος στον πολτό των μήντια, στην ιδιωτική του ζωή επιβάλλει έναν ασκητισμό. Έχει την ευφυΐα ή την υγεία να ξαναβρίσκει την ανωνυμία του και να χαίρεται τα μυστικά του ιδιωτικού του βίου. Τον ερωτώ αν τον δέχτηκαν εύκολα σ’ αυτή την κλειστή κοινωνία του χωριού. «Δεν ξέρω», μου απαντάει λακωνικά. «Εγώ έτσι κι αλλιώς είμαι ξένος στη ζωή». Από τότε που ανέλαβε την πρυτανεία η ζωή του κόπηκε στα δυο. Στην ουσία είναι κάτοικος ενός Πεζώ 106. Ανεβοκατεβαίνει την εθνική οδό Ηρακλείου-Ρεθύμνου σαν να ‘ταν η σκάλα του σπιτιού του. Είναι τελειομανής, μεθοδικός, συνεπής, εργασιομανής μέχρι εκεί που δεν πάει, βρίσκει όμως σχεδόν πάντοτε χρόνο να αποδρά από το άσυλο της γραφειοκρατίας και της συνέπειας, να προδίδει τα προγράμματά του και να φεύγει. Σε μια παραλία του βόρειου άξονα, σε μια φιλική παρέα, στον αιώνιο Νότο της Σούγιας, σε μέρη που τον τρέφουν και τον ηρεμούν. «Καμιά φορά», μου εκμυστηρεύεται, «κατεβαίνω στην ταβέρνα της Ζαμπίας με τον Αντρέα και τον Πέτρο και το υπέροχο ενετικό φρούριο απέναντι ή στην ταβέρνα της Αγάπης, για μια κουβέντα μόνο». Η Αγάπη είναι μια γυναίκα της θάλασσας και της ζωής. Ψαρεύει, μαγειρεύει, σφύζει από ζωή. Ένα μεσημέρι την άκουσα να μας λέει: «Όταν πέθανε ο πατέρας μου, πήρε ένα κομμάτι θάλασσας μαζί του». Το βλέμμα της χάιδευε πάνω από τον ώμο μου το πέλαγος όπως το κύμα την απέναντι αμμουδιά.
Δεκαπενταύγουστος στο Λιβυκό πέλαγος
Η επιστροφή στη Σούγια, στην αρμονία του Λιβυκού, είναι θεσμός για τον Γιώργο Γραμματικάκη και την παρέα του τα τελευταία 15 χρόνια. Συγκεντρώνονται εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο. «Την πρώτη φορά», μου λέει, «βρεθήκαμε εκεί κάτω με τον Φώτη τον Καφάτο σαν ναυαγοί! Τον ξέρεις τον Καφάτο; ‘Παράλληλη Ελλάδα’ κι αυτός! Ίσως από τους πιο σπουδαίους βιολόγους που έχει η Ελλάδα. Κι αυτός πολύ τιμημένος από το ελληνικό κράτος!... Πόσοι γνωρίζουν αυτή τη στιγμή ότι έχει μια από τις σημαντικότερες διεθνείς θέσεις; Είναι στην Χαϊδελβέργη, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Βιολογίας και ταυτόχρονα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Λοιπόν, ο Φώτης, ο Ηλίας ο Κούβελας από την Πάτρα, ο άνδρας της Ρέας της Γαλανάκη, ο Στέφανος Τραχανάς των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων, ο Ζουράρις, ο Πέτρος ο Δήτσας και διάφοροι άλλοι φίλοι μαζευόμαστε εκεί κάθε χρόνο και περνάμε μερικές μέρες στη θάλασσα». Κατέβηκα μια φορά μέχρι την Σούγια και τους είδα. Ο Γιώργος Γραμματικάκης ήταν εκεί με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και φυσικά τον σκύλο τους, τον Σείριο. «Εμένα δεν θα με ρωτήσεις», μου λέει η Εύα, η γυναίκα του, «πως τον υποφέρω», μισοαστεία-μισοειρωνικά. Όμως, η Εύα δεν μιλάει σε αγνώστους, πολύ περισσότερο σε δημοσιογράφους, ακόμα περισσότερο για τις προσωπικές της σχέσεις. «Οι σχέσεις», μου υπενθυμίζει, «υπάρχουν στην ψυχή ακριβώς για να περιφρουρούνται… Ό,τι επιπλέει στην επιφάνεια είναι ελαφρό και αφρώδες. Σαν το φελλό. Μακριά από μας…» Ό,τι πεις, Εύα.
Και μια συνομιλία
Από τις συναντήσεις μου με τον Γιώργο Γραμματικάκη, οι περισσότερες χωρίς μαγνητόφωνο, οι περισσότερες «εκεί που η ζωή παραθέριζε», υπήρξε και μία που μαγνητοφωνήθηκε. Είναι η παρακάτω:
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να διεκδικήσετε πριν από 5 χρόνια τη θέση του Πρύτανη στο Πανεπιστήμιο Κρήτης;
Γιατί έχω ταυτίσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου με το πανεπιστήμιο. Ήθελα να εκφράσω μαζί με πολλούς άλλους ένα πνεύμα που υπήρχε ίσως διάχυτο στο πανεπιστήμιο και να στηρίξω κάποιες προοδευτικές ιδέες. Δεν ήταν, πάντως, φιλοδοξία, που οπωσδήποτε υπάρχει με κάποια έννοια. Ήταν κάτι βαθύτερο και δυσκολότερο. Θα έλεγα μια ηθική εξανάσταση, κάποιος οραματισμός –παρ ’όλο που και αυτή η λέξη έχει εκφυλισθεί.
Τι σημαίνει για σας σήμερα πανεπιστήμιο;
Πιστεύω ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να ‘ναι νησίδες σε μια κοινωνία που παραπαίει. Αν καταβυθιστεί κι αυτή η νησίδα, δεν μένουν πάρα πολλά πράγματα. Επομένως, τα πανεπιστήμια πρέπει να δίνουν τον τόνο σε πράξεις ευθύνης και ήθους. Ακόμα κι αν αυτό πολλές φορές είναι πολύ δύσκολο μέσα στο γενικό κλίμα της απάθειας. Όμως, αυτό αποτελεί το λόγο της ύπαρξής τους. Όχι μόνο να διδάσκουν και να κάνουν έρευνα. Αυτό θέλαμε πραγματικά να βγει από το Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Και βγήκε, πιστεύετε; Τι σημαντικά πράγματα κάνατε;
Αυτά πρέπει να τα κρίνουν οι άλλοι. Είναι δύσκολο να δεις τι είναι σημαντικό, και όλα τα πανεπιστήμια έχουν πράγματα να υπερηφανεύονται. Προσωπικά, πιστεύω ότι ένα πανεπιστήμιο, εκτός από τα μαθήματα και τα κτίρια, είναι οι πρωτοβουλίες που μπορεί να πάρει, γιατί αναταράσσουν λίγο τα νερά. Και τέτοιες πρωτοβουλίες πήραμε. Δεν ήταν προσωπικές. Πολλές φορές εξέφραζαν κάποια υποσυνείδητη ανάγκη κοινωνική, και έτσι δρούσαν ως καταλύτης. Αυτές τις μέρες αποφοιτούν οι φοιτητές των ξένων πανεπιστημίων που καλέσαμε εδώ για ένα μήνα φέτος το καλοκαίρι. Διδάχτηκαν Αρχαιολογία, Ιστορία, Όμηρο. Θα μπορούσε η Κρήτη σε δέκα χρόνια να είναι κέντρο Παιδείας και Επιστήμης για κάποιους μήνες, να υπάρχει μια διεθνής επικοινωνία επιστημονική και εκπαιδευτική, να ξεφύγει το νησί από την τουριστική ευτέλεια. Εύχομαι το ελληνικό κράτος – η Περιφέρεια Κρήτης ήδη συμπαρίσταται – να αντιληφθεί τη σημασία της ιδέας. Προκηρύξαμε το Βραβείο Περιβάλλοντος, ίσως το πρώτο βραβείο που είχε προκηρυχθεί. Να ενισχυθούν κάποιοι άνθρωποι εδώ στην Κρήτη που προσπαθούν να σώσουν το περιβάλλον, το φυσικό ή το ανθρωπογενές. Το πρώτο βραβείο δόθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό στην Ιεράπετρα. Οι κάτοικοί του εκεί έχουν μια τελείως ανεξήγητη περιβαλλοντική ευαισθησία. Λένε ότι κάποιος δάσκαλος τούς είχε μάθει. Το ίδιο βραβείο δόθηκε και στην Χρυσούλα Τζομπανάκη που είναι αρχιτέκτων και ταυτόχρονα Έφορος Νεωτέρων Μνημείων, για τη μελέτη και τον αγώνα που κάνει για τα τείχη του Ηρακλείου. Ό,τι έχει σωθεί στο Ηράκλειο, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σ ‘ αυτή τη γυναίκα.
Εξυπηρετούν σε τίποτε τα βραβεία;
Με τον τρόπο που δίνονται στη χώρα μας, όχι. Η επίσημη Ελλάδα έχει καταφέρει να αναγνωρίζει συνήθως μετά θάνατον ό,τι σπουδαίο είχε. Βρήκα πολύ θετική την τελευταία πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας – ο οποίος δεν ήταν στις δικές μου προδιαγραφές, αλλά αρχίζω να τον εκτιμώ – να τιμήσει κάποιους ανθρώπους, όπως ο Κούνδουρος, ο Αναγνωστάκης κ.α. Επειδή, μάλιστα, έγινε πολύ απλά και σεμνά, χωρίς προειδοποίηση, είχε μεγάλη σημασία. Είμαι, όμως, σίγουρος ότι αν επαναληφθεί, του χρόνου θ’ αρχίσει η κριτική και ο φθόνος.
Μα το επίσημο κράτος είναι έτσι κι αλλιώς αντιδραστικό σε οποιαδήποτε έννοια προόδου.
Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να υπάρχουν τα πανεπιστήμια, όπως σας έλεγα, για να δίνουν έναν άλλο τόνο. Δείτε για παράδειγμα, τι συμβαίνει με τα επίτιμα διδακτορικά. Στο Πανεπιστήμιο Κρήτης με πρώτη ματιά φαίνονται αντιφατικά. Υπάρχει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ταυτοχρόνως ο Καστοριάδης. Δεν είναι πάρα πολύ ωραίο; Ο ρόλος του πανεπιστημίου είναι να αναδεικνύει αξίες πέρα από την καθημερινότητα. Ταυτοχρόνως, υπάρχουν ο Μπόρχες, ο Πρεβελάκης ή ο Ζακόμπ, ο μεγάλος βιολόγος, αλλά κι ένας σπουδαίος Κρης φιλόλογος, ο Μενέλαος Παρλαμάς. Τους επιλέξαμε με πάρα πολλή προσοχή. Από την επιλογή πολλές φορές φαίνεται και το πνεύμα του πανεπιστημίου. Κάναμε επίτιμο διδάκτορα τον Φίλιππα Ηλιού, έναν αξιόλογο δάσκαλο και ιστορικό, ο οποίος, όμως, δεν έχει σχέση με ακαδημαϊκά ιδρύματα, είναι με κάποια περίεργη έννοια περιθωριακός.
Ανήκει κι αυτός στην «παράλληλη Ελλάδα», όπως αναφέρετε συχνά;
Ακριβώς. Είναι η Ελλάδα που αγωνίζεται χωρίς να φωνάζει, χωρίς να έχει πολλή σχέση με τους επίσημους θεσμούς. Κι αυτή υπάρχει, κι όχι μόνον υπάρχει, είναι και πολύ δυναμική. Δεν εκφράζεται, όμως, συχνά στην επιφάνεια. Δεν θα τη δεις στην τηλεόραση, σπανίως θα την δεις στον Τύπο, στην πολιτική εκφράζεται ελάχιστα, κι αυτό είναι μια δραματική διαπίστωση. Σε ότι καλό συμβαίνει, ξέρεις ότι πίσω απ’ αυτό υπάρχουν κάποιες αιχμές ανθρώπων. Στα πανεπιστήμια, αλλά και στην καθημερινή ζωή, σ’ ένα νοσοκομείο, αλλά και ανάμεσα στους δημοσίους υπαλλήλους, η "παράλληλη Ελλάδα" είναι συχνά παρούσα και κάποτε με τρόπο εκθαμβωτικό. Έχω ξαναπεί ότι το πραγματικό πρόβλημα για τις επόμενες δεκαετίες δεν είναι αν τα οικονομικά μεγέθη συγκλίνουν, αλλά αν η παράλληλη Ελλάδα συγκλίνει με την Ελλάδα.
Θυμώνετε, πάντως, συχνά δημοσίως. Γίνατε έξαλλος με τα συγγράμματα.
Γιατί το θεωρώ από τα μεγαλύτερα αίσχη της ελληνικής παιδείας. Καθιερώθηκαν επί δικτατορίας, το οποίο υποκρίνονται πολλοί ότι αγνοούν. Δίδεται υποχρεωτικά στον κάθε φοιτητή ένα σύγγραμμα το οποίο αγοράζει το κράτος, ανεξαρτήτως ποιότητος. Κι αυτό το σύστημα επιβιώνει 20 χρόνια τώρα, παρ’ όλο που κατά καιρούς από διάφορες πλευρές καταγγέλλεται. Επιτέλους, ο νυν υπουργός ανακοίνωσε ότι θα το καταργήσει, αλλά δεν ξέρω αν γίνει. Υπάρχουν συμφέροντα καθηγητών. Εκδοτικοί οίκοι που συντηρούνται απ’ αυτό. Είναι μια «τυφλή αγορά», για ένα αιχμάλωτο κοινό. Και εννοείται ότι το εφεύρε αυτό η Ελλάδα, η χώρα της διαλεκτικής υποτίθεται.
Γιατί σας πείραξε τόσο πολύ η δολοφονία του Βασίλη Ξανθόπουλου και πέντε χρόνια τώρα τον αναφέρετε συνέχεια;
Ήταν ο καλύτερος απ’ όλους μας. Τον αναφέρω πολύ συχνά, γιατί έχει έναν βαθύτατο συμβολισμό ο χαμός ο δικός του και του Στέφανου Πνευματικού. Είναι ίσως η πιο τραγική περίπτωση στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ήταν 28 χρονών, ιδιοφυία στην Αστροφυσική σε διεθνές επίπεδο, όταν έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Αυτόν και τον Στέφανο δολοφόνησε ένας φοιτητής που, μάλιστα, ��ίχε ευεργετηθεί. Αλλά αυτός το είχε ερμηνεύσει ότι τον καταδιώκουν. Ακόμα και σήμερα η σκέψη τους με αναστατώνει. Δεν έχω καθόλου καλή σχέση με τον θάνατο, ειδικά με τον παράλογο θάνατο. Μόλις είχα αναλάβει την πρυτανεία, ο Βασίλης και ο Στέφανος ήταν από τους κύριους συνεργάτες μου. Είχα κι εγώ μαθητή τον δολοφόνο. Δειλό παιδί, κανείς δεν υποπτευόταν ότι θα έφτανε εκεί. Από τις υποσυνείδητες περιπτώσεις βεντέτας. Διότι, παρ’ όλο που ήταν διαταραγμένος ψυχικά, ασφαλώς βοηθήθηκε από το περιβάλλον το κρητικό και της οπλοφορίας. Θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να μη χρησιμοποιήσει το όπλο, να πετάξει μια πέτρα και να σταματήσει εκεί. Έκτοτε άρχισα την εκστρατεία εναντίον της οπλοφορίας, η οποία πήρε μεγάλες διαστάσεις, γνώρισα μεγάλη αντίδραση, αλλά και πάρα πολλή συμπαράσταση.
Μπορείτε να δικαιολογήσετε αυτό το φαινόμενο;
Σ’ ένα βαθμό εκφράζει κάποια παράδοση. Ωστόσο, σήμερα συνδέεται απολύτως με παράνομα συμφέροντα. Δεν εννοώ μόνο ζωοκλοπές, αλλά λαθρεμπόριο όπλων. Όταν αγοράζεται ένα περίστροφο, όχι πολυβόλο, για 200 ή 300 χιλιάδες, είναι επικερδές εμπόριο. Πραγματικά, έθιξα μεγάλα συμφέροντα χωρίς ίσως να ‘χω συνείδηση.
Απειλές δεν δεχτήκατε;
Στην αρχή πολλές, δημοσίως ελάχιστες. Έχω την εντύπωση ότι είναι θρασύδειλοι, δεν τους φοβάμαι. Δεν είναι πραγματικά ηρωικοί όσοι στηρίζονται στα όπλα. Εγώ δεν τα έχω μ’ αυτούς που πάνε στους γάμους και ρίχνουν πιστολιές. Αυτό ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Καλό θα είναι να εκλείψουν κι αυτές, όμως το πραγματικό πρόβλημα είναι τί κρύβεται από κάτω. Και από κάτω κρύβονται απειλές στα χωριά, εκβιασμοί ηθικοί, συμφέροντα άνομα, αντεκδικήσεις. Υπό την πίεση του πανεπιστημίου γράφτηκε και το κείμενο «εναντίον της οπλοφορίας», που είναι ένα ιστορικό κείμενο, διότι το υπέγραψαν όλοι, βουλευτές, Δήμος, Εκκλησία, κοινοτάρχες, είτε το ήθελαν είτε όχι.
Για πρύτανη σας περίμενα με ηπιότερους κραδασμούς.
Οι κραδασμοί μου είναι συνήθως εσωτερικοί. Συχνά διερωτώμαι για την αξία των προσπαθειών που κάνουμε, γιατί, βέβαια, δεν πιστεύω ότι αλλάζει εύκολα η πραγματικότητα. Αλλά, τελικά, ξέρετε τι πιστεύω; Ότι από τη στιγμή που παρακμάζουν οι ιδεολογίες, που δεν υπάρχουν ιδεολογίες, μένει μόνο η ψυχή μας. Παλιά υπερασπιζόμασταν πράγματα επειδή πιθανόν είμασταν στην Αριστερά, παρ’ όλο που κι αυτή έχει υπερασπιστεί τερατώδη πράγματα, πολύ συντηρητικές αξίες κάποτε. Σήμερα, ό,τι γίνεται, γίνεται γι’ αυτό που ονομάζω «ηθική εξανάσταση», που λειτουργεί σαν ένα είδος κρυφού σχολειού. Ίσως είναι αυτό τελικά που αλλάζει τις κοινωνίες. Ηθική εξανάσταση θα πει ότι δεν διερωτώμαι αν αυτό που κάνω έχει κάποια απήχηση ή αποτέλεσμα. Μπορεί να μην έχει καθόλου, μπορεί και ο ίδιος να κινδυνεύω, αλλά το κάνω επειδή ακριβώς δεν αντέχω τη γύρω μου πραγματικότητα. Δεν έχει καμιά σημασία συνεπώς αν φωνάζεις για τα τουριστικά χάλια της Κρήτης, την οπλοφορία ή τα συγγράμματα. Μπορεί να μην γίνει απολύτως τίποτε, αλλά έχει σημασία να το κάνεις, διότι αυτό επιτέλους ικανοποιεί κάποια βαθύτερη συνείδηση.
Νιώθετε να έχετε ανθρώπους δίπλα σας ή είστε μόνος;
Κοιτάξτε, η πρυτανεία, και οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, κατά βάθος είναι μοναχικό. Αν πραγματικά αισθάνεσαι ότι έχεις κάποιος χρέος. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν έχεις ανθρώπους μαζί σου που συμπαρίστανται και μοχθούν για το κοινό καλό, αλλά κατά βάθος οι μεγάλες αποφάσεις ζυμώνονται μέσα σου και τα λάθη σου τα ζεις ο ίδιος. Και εν μέρει, η κρίση που βλέπουμε σήμερα, αυτή που διαπιστώνουμε όλοι, είναι επειδή η δημόσια ζωή κινείται στην επιφάνεια, στην τηλεόραση, στον Τύπο, επομένως αφαιρεί από τους ανθρώπους τις εσωτερικές τους αξίες. Τους ενδιαφέρουν οι εντυπώσεις και πολύ λιγότερο ο πραγματικός στόχος.
Με το γράψιμο ασχολείστε καθόλου; Θα 'χει συνέχεια η Βερενίκη;
Η Βερενίκη όχι, την έχω αποχαιρετήσει εδώ και καιρό. Έχω αρχίσει να γράφω για το φως. Δεν ξέρουμε πραγματικά τι είναι το φως. Πρέπει να είναι το μεγάλο κλειδί του Σύμπαντος. Το φως είναι πανταχού παρόν, στην Τέχνη, στη Λογοτεχνία, στην Επιστήμη, έχει μεγάλη σημασία στη ζωή και στην κουλτούρα και μοναδική στη Φυσική. Παρ’ όλα αυτά, δεν το καταλαβαίνουμε. Τι είναι; Είναι σωμάτια, είναι κύματα, δεν ξέρουμε ακριβώς. Βλέπεις όλα τα αποτελέσματα χωρίς να βλέπεις το φως το ίδιο ποτέ. Όπως μια γυναίκα που ενώ μας φαίνεται οικεία και απλή, κρύβει μέσα της μυστικά αισθήματα και πλούσια.
Τη θαυμάζετε νομίζω πολύ τη γυναίκα. Ακόμα και στα πιο επιστημονικά σας κείμενα βρίσκετε τρόπο να την χωρέσετε…
Α, είστε ανώτερο βιολογικό είδος και ευτυχώς δεν το ξέρετε!
Μπορείτε να μου πείτε με τι μοιάζει το Σύμπαν;
Πάλι θα το παρομοιάσω με γυναίκα, αφού και το περιοδικό σας έχει αυτόν τον τίτλο. Είναι όμορφο όπως μια θυελλώδης γυναίκα. Όχι μια γυναίκα με στατική ομορφιά, αλλά μια γυναίκα με εξάρσεις, πάθη και ακατανόητη συμπεριφορά. Έτσι είναι το Σύμπαν, γι’ αυτό προκαλεί τα ίδια περίπου ερωτικά συναισθήματα ή δέος σε όσους ξέρουν να το βλέπουν με διαφορετικό μάτι.
��ο αστεροσκοπείο που φτιάξατε στον Σκίνακα του Ψηλορείτη είναι όντως το μεγαλύτερο στην Ευρώπη;
Δεν είναι το μεγαλύτερο, είναι όμως από τα πιο εξελιγμένα τεχνικά. Έγινε αρχικά για να παρατηρηθεί ο κομήτης του Χάλεϋ. Οι καλύτερες παρατηρήσεις γίνανε από ‘δω, γιατί έχουμε πολύ καθαρό ουρανό. Κι αυτό ήταν μια καταπληκτική προσπάθεια λίγων ανθρώπων. Το να στήσεις ένα αστεροσκοπείο στην κορυφή του Ψηλορείτη και με το ελληνικό Δημόσιο αυτό που είναι, αποτελεί περίπου θαύμα.
Χρηματοδοτήθηκε από το ελληνικό Δημόσιο;
Ελάχιστα. Έγινε συνεργασία με το σπουδαίο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ του Μονάχου και επίσης υπήρξε χρηματοδότηση από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το ΙΤΕ. Είναι, πάντως από τα πράγματα που υπερηφανευόμαστε στο πανεπιστήμιο. Οι δυνατότητες του νέου τηλεσκοπίου που εγκαταστάθηκε πρόσφατα είναι μεγάλες. Αφού κι εγώ έχω εντυπωσιαστεί. Διότι είναι ένα μάτι προς το Σύμπαν, που έχει «μνήμη», δηλαδή μπορεί να παρατηρήσει και τα πιο αμυδρά άστρα ή και εκείνα που δεν φαίνονται καθόλου με τα κλασικά τηλεσκόπια. Μπορείς να φανταστείς τη συγκίνησή μου, όταν για πρώτη φορά είδα τόσο καθαρά τον σπειροειδή γαλαξία Μ61, στην Κόμη της Βερενίκης. Ονομάζεται και μαύρος οφθαλμός, και απέχει εκατομμύρια έτη φωτός.
Το ξέρετε ότι έχει Πανσέληνο απόψε; Μπα, είστε σίγουρη;
Απολύτως! Άντε πάλι, θα βγούνε φρικιά, φαντάσματα, το αδιαχώρητο θα επικρατήσει εκεί πάνω, έτσι δεν λένε;
Το θέμα είναι τi λέτε εσείς. Εγώ λέω ότι η ζωή είναι καλύτερη εδώ κάτω, ειδικά όταν τελειώσει αυτή η συνέντευξη!
🔔Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ» των εκδόσεων Τερζόπουλου, τον Νοέμβριο του 1995
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
Βατόμουρα
Θέλω απλά να κάτσω να την κοιτώ, και κάτι για κάποιον λόγο να μην πιστεύω. Κάποιον να με σπρώξει από πίσω προς αυτήν γελώντας συνωμοτικά με άλλους εφτά. μόνο μην ανταμώσουν τα βλέμματά μας γιατί ποτέ δεν προλαβαίνω να γυρίσω από την άλλη. Θέλω να κοκκινίσω, να ιδρώσω, να ντραπώ, και να τρέξω στην αυλή νικημένος, για μια μαστίχα ή δυο, γελώντας όμως. Κι όλο το απόγευμα να συνεχίσει έτσι, μέχρι να μυρίζουν οι μασχάλες μου έρωτα, και το στόμα μου βατόμουρα και φούσκες. Θέλω να κρυφτώ κάπου μόνος και να έρθει να με βρει. Κι ας είμαι ο τελευταίος, ούτε που θα κουνηθώ. Θα κάνω πως τρέχω μόνο για να την ακούσω να λέει πως με βρήκε. Κι αν τα φυλάει άλλος θα κλέψω, ώστε να μην την δουν ποτέ πριν το κουδούνι. Μα αυτή μυρίζει βατόμουρα ολόκληρη, και έρωτα πουθενά, και έχει μια μνήμη αλλιώτικη βγαλμένη από ένα στήθος που συνεχώς μεγαλώνει. Και δεν με βρίσκει πια Μα εγώ για κάποιον λόγο κρύβομαι.
2 notes
·
View notes
Text
Και ο εχθρός που είχα να αντιμετωπίσω δεν ήταν εύκολος. Ήταν η απουσία γνώσεων των γιατρών και η πολύ σιγουριά τους.
Τα τελευταία δυο χρόνια ήμουν ένα μπαλάκι μεταξύ δερματολόγων-ουρολόγων - γυναικολόγων.
Οι διαγνώσεις τους; - έχεις κάτι σπάνιο. -έχεις ψυχολογικά. -και αλλά τόσα. Το χειρότερο όμως ξέρεις ποιο είναι; Να έχεις κάνει διάγνωση μόνος σου
Και ακόμα χειρότερο είναι ότι κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν άκουγε τον ασθενή. Πως νιωθει, τι συμπτώματα έχει κτλπ.
Επισκέφτηκα τουλάχιστον 40 γιατρούς. Μυτιλήνη-Χίο- Αθηνα- κομμωτινη- Θεσσαλονίκη. Μέσα σε αυτούς οι πιο βραβευμένοι, οι πιο καλοί πανεπιστημιακοί γιατροί. Κανείς όμως δεν ήταν πρόθυμος να αφιερώσει χρόνο σε εμένα. Κανείς δεν ήθελε να αφιερώσει χρόνο σε εμένα. Δεν είχε πολύ ρευστό η κατάσταση.
Όλως τυχαίος βρέθηκε ένας γιατρός μπροστά μου, που με άκουσε, με πιστεψε και με ανέλαβε. Σταμάτησα να είμαι το μπαλάκι. Είχα έναν άνθρωπο απέναντι μου που έπρεπε να τον εμπιστευτώ, να πιστέψω πως θα με κάνει καλά. Δεν είχα και άλλες ελπίδες έτσι κ αλλιώς. Και έτσι έγινε.
Δυο χρόνια αργότερα και η διάγνωση ήρθε. Στενωση στην ουρήθρα. Η στένωση ουρήθρας συμβαίνει όταν η διάμετρος σε ένα τμήμα της ουρήθρας μειωθεί.Τα συμπτώματα ανυπόφορα, είχα αρχίζει να αλλάζει η ζωή μου προς το χειρότερο και μετά τη διάγνωση έπρεπε να έρθει η αγωγή. Πολλά χάπια, ακριβά χάπια. Και διαστολές. Εισάγονται στην ουρήθρα ειδικοί καθετήρες (διαστολείς) για να ανοίξουν το στένωμα. Η διαδικασία αυτή πρέπει να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα για την αποφυγή υποτροπής. Η διαδικασία τόσο επίπονη, τόσο τρομαχτική κάθε φορά γιατί επιφυλάσσει και κινδύνους .
#ελληνικο ποστ#greek quetos#ελληνικα κειμενα#ελληνικο tumblr#ελληνικο κουοτ#greek tumblr#ελληνικο ταμπλρ#quotes#ελληνικα#ελληνικη ποιηση
2 notes
·
View notes
Text
Έλα κι απόψε κοπελιά
Τον έρωτα; Τον κάνω συχνά αλλά δεν τον συζητώ ποτέ. Μαρσέλ Προυστ. Η Ιουλία Lespinasse, διάσημη για το φιλολογικό σαλόνι της, επιστήθια φίλη του Ντ’Αλαμπέρ, ήταν ερωτευμένη με τον στρατηγό Guibert. Χωρίς ανταπόκριση. Του έγραφε: «Σας αγαπώ όπως πρέπει κανείς ν’αγαπά, με πλησμονή, με τρέλα, με ενθουσιασμό, με απελπισία. Σας αγαπώ πέρα από τη δύναμη της ψυχής και του σώματός μου. Δυο πράγματα στον κόσμο δεν υποφέρουν τη μετριότητα: οι στίχοι κι ο έρωτας. Ω φίλε μου, η ψυχή μου υποφέρει. Δεν έχω πια λόγια παρά μόνο κραυγές». Λίγο μετά το γάμο του Guibert, η Ιουλία Lespinasse αρρώστησε και πέθανε. Μόλις δύο χρόνια έπειτα από τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, η Lespinasse ίσως επιθύμησε να έχει το τέλος λογοτεχνικής ηρωίδας επιστολικού μυθιστορήματος. Δεν αποκλείεται, κυριευμένη από πάθος για τον μικρότερό της Guibert, να είδε στον εαυτό της κάτι από την Ζυλί του Ρουσώ ή τη Φαίδρα του Ρακίνα. Τίποτα δεν δείχνει ότι προσπάθησε να αποφύγει το αδιέξοδο. Αντίθετα το ενίσχυσε μέχρι την οριστική εκμηδένισή της. Όταν η ζωή αντιγράφει την τέχνη, ποιος μπορεί να μιλήσει για αλήθεια και να μη φανεί αστείος; Οι επιστολές της διαβάζονται μέχρι σήμερα. Όταν έχασε την παιδική της φίλη Νάντια, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, κορυφαία Ρωσίδα ποιήτρια, ήταν 12 χρόνων. Από τη σχέση τους, τουλάχιστον όσον αφορά στην Τσβετάγιεβα, δεν έλειπε το ερωτικό στοιχείο. Ο πατέρας της αδικοχαμένης, θυμάται η Μαρίνα, είχε σημ��ιώσει ένα ποίημα στο λεύκωμα της κόρης του που επαναλάμβανε το στίχο: «Μην εμπιστεύεσαι τους άντρες, φίλη μου». Πιθανόν ήταν κάποιο στιχούργημα δικής του έμπνευσης (ή μήπως Πούσκιν;), δυστυχώς δεν βρήκα περισσότερες πληροφορίες. «Δεν πίστεψα ποτέ στη δυσπιστία», σημειώνει η Τσβετάγιεβα με ανεπανάληπτη ευαισθησία: «Απεναντίας, πίστεψα στον πρώτο που συνάντησα». Το ύφος της εποχής προέτρεπε μια νέα, προικισμένη και από καλή οικογένεια προς τέτοιου είδους σκέψεις. Δεν πρόκειται για το φόβο αλλοίωσης της γυναικείας παρθενίας, λέει, αλλά για την παρακμή ενός ολόκληρου πολιτισμού που εκδικούνταν τα παιδιά του για όσα είχαν στερηθεί οι γονείς. Αργότερα, προσπαθώντας να εξηγήσει πώς μια κοπέλα μεγαλύτερη προτιμούσε εκείνη για παρέα, μια παιδούλα, γράφει: «Ίσως ακολουθούσες την ποιήτρια που τώρα σε ανασταίνει». Σήμερα, η τελευταία επίδραση στον τρόπο που κατανοούμε τον έρωτα είναι πιθανότατα οι 50 αποχρώσεις του γκρι- δίχως ίχνος ταλέντου η κυριούλα που έγινε εκατομμυριούχος αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό. Οι ανήσυχες καρδιές βρίσκουν παρηγοριά στο έντεχνο τραγούδι, αφού η ποίηση παραμένει σχετικά απρόσιτη. Από τον έρωτα μέχρι θανάτου έως την εκμάθηση της δυσπιστίας, η απόσταση παραμένει χαοτική. Η ισορροπία μεταξύ των δύο ήταν ανέκαθεν υπόθεση του καθενός. Πέρυσι, για παράδειγμα, μία παρεξήγηση κρατούσε μακριά κάποιο ζευγάρι, ώσπου το αγόρι έφυγε πρόωρα. Του είχε αφιερώσει κάποτε εκείνο του Χαρούλη. Αν, τότε. Αν γίνεις αυτό που ήσουν, θα έρθω κοντά σου. Το αν έγινε έμμονη ιδέα. Η επανασύνδεση αναίτια αναβαλλόταν. Αν, τότε, ποτέ. Ο πολιτισμός που άθελά του ψεύδεται, ο πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας. Ασφαλώς, βλέποντας τα πράγματα πιο ψύχραιμα, τα τραγούδια δεν υποχρεούνται να τονίζουν την αλήθεια που επείγει, αλλά να περιγράφουν τις διαθέσεις, τα ψέματα και τους εγωισμούς των ανθρώπων. Προστατευμένος μέσα στην πόλη, σίγουρος για το αύριο που του υπόσχονται, με πίστη στην ιατρική και στο αήττητο της θνητότητάς του, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αισθάνεται την ανάσα του θανάτου στο σβέρκο του. Δυστυχώς, όμως, shit happens. Άρχισε να μ' ενοχλεί και τ' άλλο του Θανάση: «Άμοιρη ψυχή, μην ξεγελαστείς». Ο στίχος επικεντρώνεται στην αδυναμία του ερωτευμένου. Μα τ�� είναι ο έρωτας, θα ρωτήσει κάποιος, αν δεν είναι αυτή ακριβώς η αδυναμία; Εν μέρει θα 'χει δίκιο. Δεν είναι έρωτας όμως μια αδυναμία που παρα��ύει και γίνεται εύκολη αυτοδικαίωση κάποιας άμοιρης ψυχής. Θέλω, αλλά φοβάμαι. Δεν φταίω, ξεγελάστηκα. Τι σόι απαγορεύεται είναι αυτό; Τι θα γίνει δηλαδή αν πληγωθεί, τι θα συμβεί αν φτάσει στα άκρα, τι θα χάσει αν «ένα φιλί αμέθυστο έρθει και του ζητήσει»; Προφανώς τίποτα. Ο Παπακωνσταντίνου ξέρει καλά πως τον άνθρωπο πατάν στ'αλήθεια τα πόδια του τα ίδια. Υπονοώ όμως, για να μην κρύβομαι πίσω απ' το δάχτυλό μου, ότι κορίτσια που ίσως δάκρυζαν με το «Μιλώ για σένα» χωρίς να κατανοούν την ποιητικότητά του, έκαναν γάμους συμφέροντος προκειμένου να πάρουν το αίμα τους πίσω: όταν δεν μπορείς να αναμετρηθείς με τον έρωτα, δεν μπορείς να αναμετρηθείς και με τον θάνατο, προτιμώντας να τον ζήσεις εν ζωή. Ο ρόλος του καθοδηγητή ή του λογοκριτή έχει πολλούς υποψηφίους, αλλά ευτυχώς δεν φτιάχτηκε για κανέναν από μας. Πάντα κάθε άνθρωπος θα επηρεάζεται από ερεθίσματα που ο ίδιος θα επιτρέπει να τον επηρεάσουν, από όσα νομίζει πως του ταιριάζουν, από αυτά που τον εκφράζουν μια δεδομένη στιγμή περισσότερο. Όλο και κάποιος Γκαίτε, ένας αυταρχικός πατέρας ή απλά κάποιος στίχος θα θέτει ερωτήματα. Η ζωή θα φορτώνεται με «γραφειοκρατία», η οποία από τη μία θα την κάνει πλουσιότερη κι από την άλλη θα την απειλεί με τρικλοποδιά. Στην πραγματικότητα, εμείς είμαστε αυτοί που θέλουμε να περάσουμε μέσα από την κόλαση. Να δυστυχήσουμε και να ευτυχήσουμε με το δικό μας τρόπο. Να βγούμε νικητές αφού κοιτάξουμε τον γκρεμό. Ίσως μονάχα με το πέρασμα των χρόνων η συμβουλή εκείνου του θείου του Σταντάλ ανακτά την αξία της: «Όταν μια γυναίκα σε εγκαταλείπει, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες κάνε ερωτική εξομολόγηση σε μιαν άλλη». Η βιασύνη, αν και ανισόρροπη, έχει περισσότερη υγεία με το μέρος της. Σκοντάφτει δηλαδή κι όποιος αργεί. Τα λουλούδια μαράθηκαν, τα σοκολατάκια φαγώθηκαν. Και τα ζευγαράκια που ήδη χώρισαν, ενώ πριν μερικές μέρες αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης, ξέρουν ότι δεν βρισκόμαστε μήτε σε ανθοπωλείο μήτε σε ζαχαροπλαστείο. Ο Ιαβέρης, αναφερόμενος στην οδηγική συμπεριφορά, είχε προειδοποιήσει: όταν έρχεται η στιγμή του φρεναρίσματος, τα χάνεις. Στο κακό αποδεικνύεσαι ηλίθιος. Ο θάνατος δεν καταλαβαίνει πάντοτε από ζώνες ασφαλείας. Γι'αυτό ο Μήτσος Σταυρακάκης έγραψε: «Έλα κι απόψε κοπελιά στην εδική μου αγκάλη, να κλέψομε μια δεκαριά μέρες του Χάρου πάλι». Όταν πρωτάκουσα την μαντινάδα του μικρός, ��όμιζα πως την έγραψε άνθρωπος άρρωστος, κάποιος που πεθαίνει, ένας Κρητικός που σκέφτεται να δοκιμάσει το one night stand και δεν έδωσα σημασία.
youtube
9 notes
·
View notes
Text
“Chapter 1”
Αγαπητό ημερολόγιο,
ίσως να έχεις βαρεθεί να ακούς για αυτόν. Συγγνώμη, αλλά είναι η πρώτη μου (και μοναδική προς το παρόν) αγάπη.
Δεν νομίζω πως σου έχω πει ποτέ πως γνωριστήκαμε. Είναι αστεία ιστορία στο υπόσχομαι.
Όταν ήρθε πρώτη φορά στην Αθήνα πήγε στο ίδιο σχολείο με την τότε καλύτερη μου φίλη, χα σαν χθες το θυμάμαι και ας έχουν περάσει χρόνια από τότε.
Στην αρχή μισούσαν ο ένας τον άλλον και εγώ τότε πιο μικρή προφανώς έτρεφα την ίδια αντιπάθεια για το πρόσωπο του, χωρίς να τον έχω γνωρίσει καλά. Ύστερα όμως ήταν μαζί.
Μην με κρίνεις, μιλάμε για τάξη δημοτικού.
Όταν αργότερα πήγαμε στο ίδιο σχολείο (γυμνάσιο για την ακρίβεια), και αφού είχαν χωρίσει και εγώ είχα σταματήσει να κάνω παρέα με την συγκεκριμένη κοπέλα, συνειδητοποίησα ότι ήταν από τα λίγα άτομα που actually ταίριαζα.
Και θα σου πω γιατί. Γιατί έβλεπα τον εαυτό μου σε εκείνον. Έκανα μεγάλες προσπάθειες να κάνουμε παρέα. Ηλίθιες μεν αλλά για εκείνη την ηλικία απολύτως ταιριαστές. Και σιγά σιγά κατάλαβε και με ήθελε δίπλα του.
Εγώ τόσο καιρό ήμουν ερωτ��υμένη μαζί του, και ναι εννοείται πως το ήξερε, δεν μαρεσει να τα κρύβω αυτά, αλλά προφανώς δεν του άρεσα. Όμως κάναμε παρέα και αυτό εμένα μου ήταν αρκετό.
Και αρχίσαμε να δενόμαστε. Όλο και περισσότερο όσο περνούσε ο καιρός. Βγαίναμε κάθε μέρα, είχαμε ανοιχτεί ο ένας στον άλλον και τον ήξερα καλύτερα από την παλάμη του χεριού μου εκείνη την περίοδο.
Και ας τον άκουγα να μιλάει για αλλά κορίτσια, για σχέδια που έκανε με τους φίλους του και δεν με περιλάμβαναν, αλλά δεν με ένοιαζε. Τον είχα δίπλα μου. Ήταν αρκετό.
Και τότε τα αθώα χρόνια του γυμνασίου τελείωσαν. Και ήρθε ο πρώτος αποχαιρετισμός.
Τον καθυστερούσαμε και οι δυο όσο μπορούσαμε παραπάνω. Περάσαμε όλο το καλοκαίρι εκείνο μαζί. Μιλούσαμε με τις ώρες. Ξεπερνούσαμε το εμπόδιο της δουλειάς του λες και ήταν υποχρέωση μιας ώρας και όχι δώδεκα ολόκληρων ωρών.
Και το λύκειο ξεκίνησε. Κι εμείς είχαμε μεγαλώσει. Προς το τέλος του καλοκαιριού είχαμε τσακωθεί κιόλας αλλά το λύσαμε. Έριξα τον εγωισμό μου γιατί δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτόν τον άνθρωπο στην ζωή μου. Χωρίς να λέμε έστω ένα γεια, χωρίς να ξέρω ότι είναι καλά.
Και τα ξαναβρήκαμε.
Και τότε ήταν που έφυγε.
Μετακόμισε με τους γονείς του στην Γερμανία για δουλειά και για μια καλύτερη ζωή. Νομίζω πως την βρήκε. Αυτήν την εντύπωση έχω πλέον τέσσερα χρόνια αργότερα. Αυτό μου δίνει να καταλάβω τουλάχιστον κάθε φορά που μιλάμε στον τηλέφωνο.
Πάντως η μέρα που έφυγε ήταν από τις πιο δύσκολες της ζωής μου. Δεν ήξερα αν και ποτέ θα τον ξαναδώ.
Αλλά η τύχη μας τα έφερε έτσι και τον ξαναείδα το ίδιο εκείνο καλοκαίρι, μισό περίπου χρόνο αφού έφυγε.
Και όταν κανονίσαμε να πάμε εκδρομή εγώ, εκείνος και ο κολλητός μας;
Αχ αγαπητό μου ημερολόγιο, δεν μπορώ με λέξεις να σου περιγράψω το συναίσθημα εκείνο, τις πεταλούδες αυτές, την ανυπομονησία που ένιωθα…
Και κάτι προέκυψε εκείνο το βράδυ μεταξύ μας. Θες επειδή ήμασταν κάπως μεθυσμένοι, θες επειδή ήταν κάποιο απωθημένο, δεν ξέρω.
Πάντως μετά από τόσα χρόνια υπομονής (πέντε στο σύνολο) επιτέλους είχα την ευκαιρία μου!
Και μετά πάλι έφυγε. Και είχα εκείνο το κενό ξανά από την αρχή.
Και για αλλά τριάμισι χρόνια μιλάγαμε και συνεχίζαμε να δενόμαστε. Μην με ρωτήσεις πως, πάντα είχα κάτι να πω με αυτόν τον άνθρωπο, ποτέ δεν χάθηκε αυτή η σύνδεση. Μέχρι τώρα…
Γιατί ήρθε.
Ήρθε και δεν ξέρω τι έγινε. Ήρθε και όλα διαλύθηκαν. Όλα ήταν τόσο παράξενα όσο ήταν εδώ. Και έφυγε και με άφησε κενή και με χίλιες απορίες μέσα στο κεφάλι μου.
Ήταν όλα τόσο καιρό ένα ψέμα; Έχει κάποια άλλη; Φταίω εγώ;
Και τώρα σαν κάποιος να έκοψε αυτήν την χρόνια σύνδεση που με τόσο κόπο είχαμε δημιουργήσει. Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ότι αυτήν την σύνδεση αυτός ήταν που την διέλυσε.
Και εγώ δεν ξέρω γιατί.
Και μου λείπει.
Μου λείπει το να μιλάμε με τις ώρες, μου λείπει η αγκαλιά του.
Μπορεί τελικά να μην έχει να κάνει καν με εμένα. Μπορεί να περνάει κάτι δικό του που δεν θέλει να μοιραστεί. Αλλά αυτό είναι κάτι που επίσης πονάει. Γιατί να μην θέλει να το μοιραστεί; Δεν ��ε εμπιστεύεται; Μετά από όλα όσα έχουμε περάσει ; Δεν ξέρει πως θα καταλάβω ο,τι και να μου πει;
Πως γίναμε έτσι ; Γιατί ;
3 notes
·
View notes
Text
Η απελευθέρωση - Μπάμπης Καββαδίας
(2ο βραβείο στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος για τον El Greco, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2014)
Κοίταξε το ρολόι του. Πριν προλάβει να δυσανασχετήσει για την διαφαινόμενη αργοπορία του άλλου, τον είδε να περνάει έξω από τη τζαμαρία του καφέ. Την επόμενη στιγμή σάρωνε από την πόρτα με μια αγχωμένη ματιά το εσωτερικό. Δεν χρειάστηκε να του κάνει νόημα. Πλησίασε το τραπέζι έχοντας κάτω απ’ την μασχάλη του ένα τετράγωνο δέμα, 40 επί 40, τυλιγμένο με κίτρινο χαρτί και δεμένο με σπάγκο από λινάρι.
«Τά ‘φερες;» τον ρώτησε ο νιοφερμένος, χωρίς να καθίσει, σφίγγοντας στο στήθος του με τα δυο του χέρια το δέμα, γερά αλλά και τρυφερά, σα μωρό.
Δεν απάντησε αμέσως. Σκάλωσε για λίγο στην εμφάνισή του. Ήταν δυνατόν; Αυτός ο κακομοίρης; Το βλέμμα του ταξίδεψε στους γκρίζους κροτάφους -της ταλαιπώριας, όχι της γοητείας-, στους μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια -αναμφίβολα μόνιμο χαρακτηριστικό κι όχι πρόσκαιρο σημάδι ενός ξενυχτιού-, στους σκυφτούς ώμους, στα τριμμένα ρούχα. Το γενάκι και τα ρουφηγμένα μάγουλα του έδιναν μορφή ασκητική. Η ομοιότητα -σκέφτηκε- ήταν εντυπωσιακή για να είναι τυχαία.
«Εδώ είναι;» τον ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι του το δέμα.
Αγριωπά ο άλλος επανέλαβε την ερώτησή του.
«Τά ‘φερες;»
Χαμογέλασε πλατιά για να τον καθησυχάσει.
«Και βέβαια. Αλλά πρώτα θέλω να τον δω.»
Σήκωσε τα χέρια του προς το δέμα. Ο άλλος τραβήχτηκε.
«Περίμενε!» έκανε απότομα. «Όχι ακόμα. Να δω τα λεφτά.»
Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά και σήκωσε κάτω απ’ το τραπέζι ένα σάκο. Τον τοποθέτησε στην καρέκλα δίπλα του και τον άνοιξε προς το μέρος του: Δεσμίδες πενηντάρικων και εικοσάρικων μέχρι απάνω.
«Είναι όλα εδώ. Τώρα, τον πίνακα.»
Με το ένα χέρι έδωσε το σάκο και με το άλλο πήρε το δέμα. Ψηλάφισε τις άκρες του και ένοιωσε την ανάγλυφη διακόσμηση της κορνίζας. Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Ήταν αλήθεια! Με την κορνίζα τον βούτηξε!», σκέφτηκε. Δεν τόλμησε να πάει το χέρι του προς το κέντρο· φοβόταν μην πειράξει τον καμβά. Έκανε να τραβήξει τον σπάγκο, για ν’ ανοίξει το δέμα.
«Μη!» έσκουξε πνιχτά ο άλλος. «Όχι εδώ! Όχι μπροστά μου!» Τον κοίταξε με απορία, καθώς ο άλλος έβαζε το χέρι μέσα στο σακάκι του και έβγαζε μερικές φωτογραφίες πολαρόιντ. «Θα πρέπει να σ’ εμπιστευθώ για τα λεφτά. Κι εσύ, θα πρέπει να μ’ εμπιστευθείς για τον πίνακα», είπε πιο μαλακά. Ακούμπησε τις πολαρόιντ στο τραπέζι και κάθησε. Ήταν έντεκα, με ημερομηνίες σημειωμένες στο άσπρο τους περιθώριο. 21/3/2003, 21/3/2004, 21/3/2005 και ούτω καθεξής. Όλες τους απεικόνιζαν το ίδιο πράγμα: Τον πίνακα, ενώ το κεφάλι που φαινόταν μπροστά απ’ αυτόν ανήκε αναμφίβολα στον συνομιλητή του. Πόσο μέσα είχε πέσει! Το κεφάλι του ήταν ολόιδιο με αυτό της φιγούρας στον πίνακα. Θα ‘λεγες ότι ο Ελ Γκρέκο τον είχε στο εργαστήρι του, για μοντέλο. Ναι, σκέφτηκε, δεν θα του φαινόταν παράξενο, αν αυτή η ταλαιπωρημένη φιγούρα ήταν ένας ζωντανός νεκρός, καταδικασμένος να τριγυρνά στον πάνω κόσμο, 500 χρόνια τώρα. Ξανακοίταξε την πρώτη πολαρόιντ. Όχι. Αυτός που ποζάρει μπροστά στον πίνακα δεν είναι απέθαντος. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή, με μάτια που αστράφτουν από ενθουσιασμό. Το νεανικό του πρόσωπο δεν το σκιάζει τίποτα. Μόλις κατόρθωσε το ακατόρθωτο και το απολαμβάνει. Όχι, τα σύννεφα αρχίζουν να εμφανίζονται στις επόμενες πολαρόιντ. Ο πίνακας παραμένει αναλλοίωτος, αλλά ο άνθρωπος μπροστά του αλλάζει. Το χέρι που κρατάει τη φωτογραφική μηχανή τραβώντας αυτές τις selfies χαμηλώνει σιγά σιγά, χρόνο με το χρόνο. Και ο άνθρωπος κοιτάει τον φακό όλο και πιο εξαντλημένος. Οι πρώτες φωτογραφίες ήταν τρόπαια νίκης. Οι μεσαίες φλέρταραν με την αγγαρεία. Στις τελευταίες, η λάμψη του ενθουσιασμού στα μάτια έχει δώσει ξεκάθαρα τη θέση της στην λάμψη της τρέλας και της απόγνωσης.
Όσο ο άλλος ψαχούλευε τις δεσμίδες μέσα στην τσάντα, εστίασε στο δεύτερο επίπεδο των πολαρόιντ, στον πίνακα: Ναι, ήταν αυτός. Ένας χαμένος για αιώνες Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης λαμβάνων τα στίγματα, του Ελ Γκρέκο, έργο περίπου του 1595. Μια από τις 6-7 παραλλαγές που έκανε με αυτό το θέμα ο Δάσκαλος –και σώζονται ακόμα.
Αφού ρούφηξε φωτογραφία την φωτογραφία, άφησε τις πολαρόιντ στο τραπέζι και εξέτασε τον άλλον. Έτρεμε, και όχι λόγω του ότι ψηλαφούσε τόσες χιλιάδες ευρώ. Και πριν έτρεμε, πριν πάρει στα χέρια του το σάκο. Και στο τηλέφωνο η φωνή του ακουγόταν τρεμάμενη. Πώς διάολο μπόρεσε αυτό το ανθρώπινο ράκος, να κάνει τη «ληστεία του αιώνα» πριν 11 χρόνια;
Εντάξει, δεν ήταν μόνος του. Οι συνεργάτες του, όμως δεν φάνηκαν ιδιαίτερα έξυπνοι, αν τους κρίνεις απ’ το ότι πιάστηκαν μέσα στη βδομάδα μετά τη ληστεία. Μπα… Δεν είχε νόημα να τον ρωτήσει λεπτομέρειες. Όλοι τις γνώριζαν. Και ένας 12χρονος μπορεί να googlάρει και να τις μάθει. Ο πίνακας, που ανήκε σε μια ιδιωτική συλλογή, βρισκόταν στην Αθήνα για μια έκθεση. Η λήξη της έκθεσης και η μεταφορά των έργων στο αεροδρόμιο για να επιστραφούν αυτά στους ιδιοκτήτες τους, συνέπεσε με μια από τις μεγαλύτερες πορείες ενάντια στους βομβαρδισμούς στο Ιράκ. Ένας συνδυασμός καλών πληροφοριών, ερασιτεχνισμών των διοργανωτών της έκθεσης, αποφασισμένων συνεργατών και χιλιάδων εξαγριωμένων διαδηλωτών που είχαν ξεχυθεί από την Ομόνοια ως τον κόμβο Αμπελοκήπων είχε σαν αποτέλεσμα τα φορτηγά να χτυπηθούν, λίγα μόλις λεπτά μετά την αναχώρησή τους από την Εθνική Πινακοθήκη. Δέκα πίνακες ανυπολόγιστης αξίας έκαναν φτερά. Με τους συνεργούς ανακαλύφθηκαν οι εννιά. Ο δέκατος, αυτός ο Ελ Γκρέκο, εξαφανίστηκε, μαζί με τον εμπνευστή και οργανωτή της καταδρομικής επιχείρησης. Και τώρα, ω τώρα! τους είχε και τους δύο μπροστά του.
Ξανακοίταξε τις πολαρόιντ. Τις έφερε ακόμα πιο κοντά στα μάτια του. Ναι, ο πίνακας ήταν αναμφίβολα κρεμασμένος, από καρφί. Ο τοίχος φαινόταν ο ίδιος. Και στις 11 φωτογραφίες. Μόνο το χρώμα του σκούραινε σταδιακά, μαρτυρώντας το πέρασμα των χρόνων -και την ηλικία των πολαρόιντ. Ώστε έτσι λοιπόν. Για 11 χρόνια ο πίνακας βρισκόταν στο ίδιο μέρος. Από την πρώτη μέρα που κλάπηκε. Και μαζί του ήταν και ο κλέφτης. Γούστο θα είχε, να τον είχε συνέχεια κρεμασμένο στο σπίτι του, στο σαλόνι του, στο γραφείο του ή στην κρεβατοκάμαρά του! Να τον βλέπουν οι επισκέπτες του, οι φίλοι του, η ή ο σύντροφός του.
Ο άλλος σταμάτησε το ψευτομέτρημα των λεφτών και τον κοίταξε. Δεν έτρεμε τόσο πολύ πλέον. Η έκφραση στο πρόσωπό του είχε μαλακώσει. Ψέλλισε ένα «Σ’ ευχαριστώ». Για τα χρήματα; Είναι δυνατόν; Αυτός ο επαγγελματίας να λέει «σ’ ευχαριστώ;» Τι διάολο ��ίχε πάθει;
«Σ’ ευχαριστώ που τον παίρνεις από μένα. Δεν άντεχα άλλο.» Σταμάτησε και πήρε δυο ανάσες. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φορές έφτασα στα πρόθυρα να τον καταστρέψω.»
Γιατί τόσο μίσος για ένα τέτοιο αριστούργημα;
«Μετά το χτύπημα εξαφανίστηκα. Τσιμπάγανε και τους δικούς μου… Ούτε σκέψη να τον σπρώξω ακόμα. Ο αγοραστής που τον περίμενε ήξερε ότι ήταν στο πρόγραμμα μια κάποια περίοδος αναμονής μέχρι να τον πάρει στα χέρια του…»
Το αγρίμι που βρυχιόταν μπροστά του 5 λεπτά της ώρας πριν, πλέον είχε εξαφανιστεί. Τα λόγια σιγά σιγά έρρεαν αβίαστα και συγκροτημένα από το στόμα του. Λες; Τα χιλιάρικα εξανθρώπισαν τον πίθηκο;
«Ήμουν ευτυχισμένος. Δεν μ’ ένοιαζε που έπρεπε να κρύβομαι στα λαγούμια και να μη ξεμυτίζω καθόλου. Ήταν μέρος της δουλειάς. 15 χρόνια στο κουρμπέτι τα είχα μάθει καλά. Και η πληρωμή τις άξιζε αυτές τις θυσίες. Δεν μ’ ένοιαζε τι έκλεβα. Με το που έβγαζα την πρώτη πολαρόιντ, τα καταχώνιαζα και δεν ασχολιόμουνα με δαύτα. Διάβαζα τα βιβλία που είχα αφήσει στην άκρη, άκουγα τους δίσκους που δεν είχα προλάβει να ακούσω, έβλεπα ταινίες, έκανα ό,τι έχανα όσο καιρό προετοίμαζα το κάθε χτύπημα. Και όταν καταλάγιαζε ο αχός, τσουπ, ξεμυτούσα, παρέδιδα και εισέπραττα. Και ξεκίναγα την ετοιμασία για το επόμενο.»
Ρούφηξε μια γερή γουλιά νερό από ένα ποτήρι που ήταν στο τραπέζι.
«Όλα πήγαιναν ρολόι, σε όλες μου τις δουλειές. Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου αυτός ο αναθεματισμένος.» Δεν έδειξε τον πίνακα. Δεν κοίταξε καν προς την καρέκλα που είχε ακουμπήσει ο άλλος το δέμα.
«Το βλέμμα του, αχ… το βλέμμα του… Αν τον δεις, θα καταλάβεις. Μου μοιάζει. Φτυστός είμαι. Στην αρχή τον άφησα κρεμασμένο. Σίγουρα ήταν ό,τι ομορφότερο είχα κλέψει ποτέ. Προσποιόμουν ότι ήταν καθρέφτης. Και άρχισα να του μιλάω, σαν να μιλούσα στον εαυτό μου. Φτου σου, ομορφάντρα μου. Τι φάτσα, τι κορμοστασιά. Τα μάτια του, δυο αναμμένα κάρβουνα που λάμπανε μέσα σε τόση μαυρίλα, πιο δυνατά κι απ’ τον Εσταυρωμένο που έστελνε απ’ την γωνιά του, πάνω αριστερά, τα στίγματα στον Φτωχούλη Άγιο. Κι αυτός μου απαντούσε, ξέρεις. Έστριβε το βλέμμα του και μού ‘λεγε πόσο πολύ χάρηκε που τον πήρα εγώ. Πόσο άξιος ήμουν που κατάφερα τέτοιο κόλπο και που ήμουν ακόμα ελεύθερος. Πως είχα επιδείξει τέτοια ευφυία, που όμοιά της δεν είχε συναντήσει άλλη φορά στην πεντακοσαετή του ύπαρξη, παρά μόνο όταν ο Ελ Γκρέκο σκούπιζε απέναντί του τα πινέλα του και τον κοιτούσε ολοκληρωμένο. Από τότε, στις τόσες χιλιάδες κόσμου που πέρασαν μπροστά του, κανένας δεν ήταν αντάξιός του.»
Αναστέναξε βαθιά και ρούφηξε μια ακόμα γουλιά νερό πριν συνεχίσει.
«Στο χρόνο ο αγοραστής άλλαξε γνώμη. Γαμημένοι νεόπλουτοι. Καμία σχέση με τους παλιούς ευρωπαίους αριστοκράτες. Τσαπατσούληδες κι ανυπόμονοι. Κι έτσι έμεινα με τον πίνακα. Δεν μπορώ να πω ότι στεναχωρήθηκα. Στα δύο χρόνια άρχισα να βγαίνω πάλι έξω, για να ξαναστήσω το δίκτυό μου. Ίσως και να βρω νέο αγοραστή. Και με έβλεπε να βγαίνω και δυσφορούσε. Είχε συνηθίσει, φαίνεται, τα ταξίδια, τους ανθρώπους, τις φροντίδες. Άρχισε να γκρινιάζει. Το βλέμμα του συνοφρυώθηκε. Σου φαίνεται απίστευτο, ε; Κι όμως. Έγινε ακόμα πιο σκυθρωπός. Και τα δάχτυλά του, αχ, αυτά τα μακριά δάχτυλα, εκεί που πριν τεντώνονταν σε ικεσία προς τον Εσταυρωμένο, τώρα σφίγγονταν σχεδόν σε γροθιά, αδιαφορώντας για το κόκκινο στίγμα στην παλάμη, με μόνο το δείχτη να στρέφεται απειλητικά προς εμένα. Θυμόταν τα χέρια του Δασκάλου όταν δουλεύαν πάνω του. Πώς τον φρόντιζαν, πώς τον χάιδευαν, πώς τον ομόρφαιναν. Πώς βλαστήμαγε σε μια λάθος πινελιά. Μα, πώς την ξεχώριζε τη λαθεμένη ανάμεσα στις τόσες ακατάστατες; Τι φοβόταν; Μην δείχνω εγώ άσχημος –μου έλεγε- ή μήπως μειωνόταν η αμοιβή του; Μήπως πληττόταν η υστεροφημία του; Του φώναζα, Σκάσε! Για να σε κλείσουν σ’ ένα σκοτεινό παρεκκλήσι σ’ έφτιαχνε! Για να σε χαζεύει κάποιος χοντρομπαλάς ευγενής, ή ένας διεστραμμένος επίσκοπος! Για να σε φιλάνε σιχαμένα χείλη και να γονατίζουν μπροστά σου βαρεμένοι θρησκόληπτοι! Για να μουτζουρώνεσαι απ’ την καπνίλα των κεριών! Αλλά αντί να ησυχάζει, φούντωνε! Τι λες ανθρωπάκι, μου απάνταγε. Η κάθε παραγγελία ήταν μόνο η αφορμή. Η σπίθα που έβαζε φωτιά σε ό,τι ήξεραν οι τοτινοί, σε ό,τι τόλμαγαν να φανταστούν οι κατοπινοί. Εσύ βλέπεις το πρόσωπό μου, τα παραμορφωμένα μου χαρακτηριστικά. Δεν μπορείς να διακρίνεις τίποτα πίσω από το μαύρο. Υπάρχουν άλλοι όμως που μπορ��ύν. Και θέλουν να δουν. Και θέλουν να δείξουν σ’ όλο τον κόσμο τι κρύβεται πίσω από τις σκοτεινές μου γωνίες. Δες αυτή την πινελιά, στ’ αριστερό μου χέρι. Γιατί είν’ αλλιώτικη απ’ τις άλλες; Τι έκανε το Δάσκαλο να πατήσει έτσι το πινέλο του πάνω μου κι όχι αλλιώς; Ξέρεις εσύ; Μπορείς να καταλάβεις; Δες την πολύτιμη υπογραφή του, σα να είναι γραμμένη σε ένα παλιόχαρτο, που πίσω του κρύβει τα μεγαλύτερα μυστήρια του κόσμου!»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Με έκανε σκουπίδι. Κάθε μέρα. Κάθε του φράση, μια ακόμα επιβεβαίωση της ασημαντότητάς μου. Ποιος είσ’ εσύ, μού ‘λεγε, που με κρατάς εδώ φυλακισμένο; Επέζησα από πολέμους, από καταστροφές, από λεηλασίες. Είδα να περνούν από μπροστά μου όλων των λογιών οι ανθρώποι. Τι νομίζεις, ότι είσαι ο πρώτος που έβαλε τ’ άνομο χέρι του πάνω μου; Υπερφίαλοι αξιωματικοί του Ναπολέοντα, ναζιστικά σκουλήκια, τσιράκια του Φράνκο… Κι εγώ να μην μπορώ να τον ξεκρεμάσω. Τι μου ζητάς; του ούρλιαζα. Σε ποιους θες να κηρύξεις την Πενία; Στο λαουτζίκο; Ήρθες καθυστερημένος! Κι άλλοι, πότε σ’ άκουσαν για να σ’ ακούσουν τώρα; Και τον άφηνα εκεί, να με ξεφτιλίζει… Γιατί ήξερα ότι είχε δίκιο. Με πλησίασαν αγοραστές, αλλά, για να τον τιμωρήσω –χα! έτσι νόμιζα!-, τους αγνοούσα. Έντεκα χρόνια όμως είναι πολλά. Σώθηκαν και οι καβάτζες μου. Και έτσι, αποφάσισα να τον… απελευθερώσω, για να μην τον κάνω τελικά κομμάτια.»
Σηκώθηκε να φύγει.
«Ε! Τα λεφτά!», του φώναξε ο άλλος. Γύρισε και τον κοίταξε, γαλήνιος.
«Αυτά; Τα -πώς τα λέτε;- προσημειωμένα;», κάγχασε και ξανάκανε προς την έξοδο, με τα χέρια ψηλά, σαν να παραδινόταν.
Ο άλλος γέλασε.
«Χα χα! Τον κακομοίρη! Νομίζει ότι είμαι μπάτσος», μονολόγησε και κάθησε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του, περιμένοντάς τον να επιστρέψει. Γρήγορα θα διαπίστωνε ότι δεν θα τον συλλάμβανε κανείς.
3 notes
·
View notes
Text
Παρά Πέντε:Ανδρέας και Oc Fanfic / Πείτε μου εάν θέλετε να το συνεχίσω :3
💜Πασχαλιές και Καπνός🖤
Ανδρέας και Ερμιόνη
•Ένα πρωί•
Ο Ανδρέας όπως πάντοτε και κάθε μέρα μπαίνει στο γραφείο του αφεντικού του με σοβαρότητα και σεβασμό. Αυτή είναι άλλη μια μέρα βαρετή όπως όλες οι άλλες χωρίς καμία διαφορά. Μπαίνει μέσα και βλέπει τον Άρη όπως πάντα με το ουίσκι στο χέρι.
Ανδρέας:Καλημέρα σας. Με φωνάξατε;
Άρης:Μάλιστα. Έχουμε νέα δουλειά. Όχι ακόμα. Προς το παρόν εγώ θα την κάνω αλλά πολύ πιθανών να σε χρειαστώ μετά. Θα συνεργαστώ με κάποια για λίγο καιρό και θα με επισκέπτεται και αυτή και εγώ ανά καιρούς. Μια παλιά μου γνωστή, που τόσο καιρό ήταν στο εξωτερικό, την Άννα Καρρά.
Ανδρέας:Ακουστά την έχω… αλλά δεν θυμάμαι.
Άρης:Είναι σχεδιάστρια και αρχιτέκτονας μα έχει κάνει και άκρες στην πολιτική και στην Γαλλία.
Ανδρέας:Α ναι, μάλιστα! Την ξέρει η βοηθός μου και μάλλον από εκεί την άκουγα.
Άρης:Ε και τώρα θα την μάθεις μια και καλή. Θέλουμε να κάνουμε μια συμφωνία για κάποια κεφάλαια τα οποία έχουμε στην Γαλλία. Αύριο απόγευμα θα πάμε στο σπίτι της και θα μιλήσω μαζί της.
Ανδρέας:Εμένα θα με χρειαστείτε;
Άρης:Αυτή θα έχει και κάποιον βοηθό οπότε θα συνεννοηθείτε μόνοι σας για την υπόθεση που θα πιάσουμε.
Ανδρέας:Δεν θα είναι πρόβλημα.
Άρης:Το εύχομαι. Αυτή η συνεργασία είναι πολύ σημαντική. Δεν θέλω να υπάρξει κανένα εμπόδιο.
•Στο αμάξι•
Περνά αρκετή ώρα μέσα στο αμάξι στο οποίο ο Ανδρέας δεν έβγαλε άχνα και παρέμεινε σιωπηλός. Φυσικά συλλογιζόταν την βαρεμάρα που τον περίμενε όταν θα έφτανε στο σπίτι και θα περίμενε τον Άρη να κάνει την δουλειά του με την Άννα. Όπως πάντα δηλαδή στις δεξιώσεις που πρέπει να παρίσταται. Το αμάξι φτάνει σε μια τεράστια έπαυλη και βγαίνουν και οι δυο άντρες στον μεγάλο κήπο. Όταν καταφθάνουν και πλησιάζουν την εξώπορτα ανοίγει την πόρτα μια μεσήλικη γυναίκα, περιποιημένη, με ένα βελούδινο κόκκινο φόρεμα επίσημο και αυστηρό, χαμηλά τακούνια, καστανά μαλλιά σε σφιχτό κότσο, γαλάζια μάτια και μεγαλίστικα κοσμήματα. Είναι η Άννα, η πλούσια σχεδιάστρια η οποία καλωσορίζει τον Άρη μέσα με ανάστημα και υπερηφάνεια.
Άννα:Βρε καλώς τον!
Άρης:Ίδια όπως πάντα.
Η Άννα τους αφήνει να περάσουν μέσα και στο μεγάλο και πολυτελές σπίτι της, γεμάτο από βάζα και ακριβούς καναπέδες το οποίο ο Ανδρέας θαυμάζει.
Άννα:Μαύρα μάτια κάναμε! Δεν σε έχω δει για καιρό! Πριν την εκλογή σου! Βλέπω πως αυτό πήγε καλά.
Άρης:Πράγματι. Και εσύ έμαθα έκανες πολλά στο Παρίσι. Πιστεύω πως αυτό που σχεδιάζουμε τώρα θα βγει σε καλό.
Άννα:Το ελπίζω. Μόνο που ήρθες λίγο νωρίτερα και άφησα μια εκκρεμότητα στην μέση. Θα πρέπει να την τελειώσω και μετά να έρθουμε στο γραφείο μου και να μιλήσουμε. Ελπίζω να μην σε πειράζει να περιμένεις λίγο.
Άρης:Κάνε την δουλειά σου.
Άννα:Το παιδί;
Άρης:Εκτελεστικό μου όργανο. Με βοηθά σε όλες τις δουλειές.
Άννα:Χμ, μάλιστα. Ελπίζω να μην σε πειράζει να περιμένεις για πάνω από τρεις ώρες.
Ανδρέας:Όχι, αλίμονο. Το έχω συνηθίσει άλλωστε.
Άννα:Το φαντάστηκα. Μη φοβάσαι τουλάχιστον θα έχεις να μιλήσεις με κάποιον σήμερα, εάν συνεργαστεί εκείνη. Δεν θα παρίσταται αυτός έτσι;
Άρης:Οχι.
Άννα:Ωραία. Εσείς περιμένετε κάτω περίμενε στο καθιστικό μέσα μέχρι να τελειώσω.
Άρης:Σύστησε μας αρχικά στον βοηθό σου, να συνεννοηθεί με τον δικό μου για την συνεργασία.
Άννα:Όχι, μάλλον λάθος κατάλαβες. Θα σας συστήσω "στην" βοηθό μου. Προτιμώ να έχω στο πλάι μου προσωπικά μια γυναίκα. Ελάτε μαζί μου.
Τους οδηγεί προς το καθιστικό μαζί και ο Ανδρέας παραμένει αδιάφορος και βαρεμένος όσο ακολουθεί τα αφεντικά του.
Άννα:Λοιπόν, μήπως θα χρειαστεί να σε επισκέπτομαι;
Άρης:Πολύ πιθανών. Θα τηλεφωνιόμαστε συνεχώς για να συνεννοούμαστε. Όλα όσα πρέπει να κάνουμε πρακτικά θα τα κάνουν οι βοηθοί μας.
Άννα:Χμ, ναι. Όπως πάντα. Τέλος πάντων, πρέπει να τακτοποιήσω πρώτα την εκκρεμότητα μου. Εσείς περιμένετε για λίγο στο κάτω καθιστικό και εγώ έρχομαι αμέσως κάτω. Πρώτα όμως να σας συστήσω.
Η Άννα τότε ανοίγει την πόρτα του μεγάλου καθιστικού, με τα όμορφα ακριβά έπιπλα και τα υπέροχα αρωματικά που μέσα περίμενε τόση ώρα μια ψηλή γυναίκα, με μαύρα κυματιστά μαλλιά και ένα μαύρο λαμπερό φόρεμα προς το παρόν στεκόμενη πλάτη.
Άννα:Ερμιονη, έχουμε καλεσμένους.
Τότε η γυναίκα γυρνά από την άλλην και αποκαλύπτεται με μια γοητευτική κίνηση στα μαλλιά της. Ο Ανδρέας μόλις την βλέπει μένει με ανοιχτό το στόμα. Η κοπέλα είναι απίστευτα γοητευτική, τόσο ελκυστική και όσο περισσότερο την κοιτάζει δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται πως βλέπει μια φωτιά μπροστά του. Ο τρόπος με τον οποίο στέκεται, ο τρόπος με τον οποίο χαϊδεύει τις μπούκλες της και το σκούρο και ελκυστικό δέρμα της τραβά τα μάτια των ανδρών είναι απίστευτο. Μόλις την βλέπει αμέσως μένει με ανοιχτό το στόμα. Η κοπέλα είναι σαν μια αναμμένη φλόγα μες την νύχτα. Όσο περισσότερο την κοιτάζει και καρφώνει το βλέμμα του επάνω της τόσο περισσότερο δεν μπορεί να αντισταθεί. Εκείνη τον επεξεργάζεται από πάνω μέχρι κάτω χωρίς να δίνει σημασία στον πρωθυπουργό δίπλα του μα στον ίδιο τον Ανδρέα ο οποίος βγάζει την γοητεία της αμαρτίας και της αλητείας ταυτόχρονα. Εκ πρώτης όψεως δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο μα έχει διαφορετική επίδραση σε κάθε γυναίκα. Εκείνος με ανοιχτό το στόμα την κοιτάζει και την πλησιάζει έκπληκτος όσο εκείνη κάθεται απαθής όρθια.
Άννα:Από δω η Ερμιόνη. Η βοηθός μου. Ερμιόνη, πιστεύω πως οι συστάσεις με τον πρωθυπουργό είναι περιττές αλλά για την ώρα γνωριστείτε με τον βοηθό του. Επιστρέφω σε λίγο.
Η Άννα φεύγει από το δωμάτιο μα μόνο ο Άρης την προσέχει καθώς οι δυο βοηθοί τους περνούν τουλάχιστον ένα λεπτό από κοίταγμα. Κάποια στιγμή εκείνος σπάει τον πάγο μεταξύ τους.
Ανδρέας:Χαίρω πολύ… Ανδρέας. Βοηθός του κυρίου Παυρινού.
Ερμιόνη:Και ίσως και κάτι περισσότερο. Ήρθατε νωρίς.
Άρης:Εσύ είσαι η βοηθός της Αννας.
Ερμιόνη:Είμαι η Ερμιόνη. Είμαι στις υπηρεσίες μόνο της Άννας. Όμως εάν μου δείξετε την ανάλογη γενναιοδωρία και σεβασμό θα σας ανταποδώσω με οποιαδήποτε εξυπηρέτηση.
Άρης:Προς το παρόν θα τα κανονίσω όλα με την Άννα.
Ερμιόνη:Ελπίζω να μην ήρθες πιωμένος.
Ανδρέας:Όχι.
Ερμιόνη:Πάλι καλά.
Ανδρέας:Εσύ τώρα δηλαδή… δουλεύεις για την Άννα;
Ερμιόνη:Προφανώς. Τα βασικά μου καθήκοντα είναι το πρόγραμμα της, τα ρούχα της και κανένας καφές από το κέντρο. Μερικές φορές όμως καλή ώρα αλλάζουν. Εσύ είσαι να φανταστώ και… γκάνγκστερ;
Ανδρέας:Μπορείς να το πεις και έτσι.
Ερμιόνη:Περίμενα να είχες δερμάτινα, καδένα ή τατουάζ παντού.
Ανδρέας:Είναι όλα κάτω από το κοστούμι.
Εκείνη αφήνει ένα γοητευτικό χασκόγελο να της φύγει και χαμόγελα, κοιτάζοντας τον από τα νύχια ως την κορφή ενώ ο Άρης απλά συγκεντρώνεται στην Άννα και όχι στον βοηθό του
Ερμιονη:Πόση ώρα θα σας πάρει η ομιλία;
Ανδρέας:Πάνω από δυο ώρες πάντως. Τα αφεντικά μας θέλουν να μιλήσουν μόνα τους.
Ερμιονη:Μα φυσικά. Η μπίζνα γίνεται πάντα πίσω από τις κλειστές πόρτες. Βασικός κανόνας.
Ανδρέας:Αυτό είναι γνωστό. Χαίρομαι που το αναγνωρίζεις και εσύ.
Ερμιονη:Καλώς ήρθατε στο σπίτι της αφεντικίνας μου λοιπόν. Ξέρετε πως πάει από εδώ και πέρα. Εσείς λέτε, εμείς εκτελούμε και επιτέλους χαιρόμαστε τα λεφτά μας.
Ανδρέας:Είναι αλήθεια αυτό. Εσύ, τα χαίρεσαι τα λεφτά σου;
Ερμιόνη:Κανείς δεν τα διώχνει τα λεφτά. Όσο και εάν δεν θέλει να το παραδεχτεί.
Και οι δυο τότε κοιτιούνται γοητευτικά και πονηρά μα αυτήν τους την στιγμή διακόπτει ο Άρης, μιας και ήρθαν για άλλο σκοπό εδώ πέρα.
Άρης:Πόση ώρα θα κάνει η Άννα;
Ερμιόνη:Δεν ξέρω. Εσείς καθίστε μέσα όσο θέλετε, δεν σας ενοχλούμε. Λοιπόν… θα κάτσεις εδώ κάτω για ένα ποτό;
Ανδρέας:Μα φυσικά. Αυτό θα σου πρότεινα εξ’ αρχής.
Ερμιόνη:Δεν νομίζω να τους πάρει υπερβολικά πολλή ώρα. Αλλά είμαι σίγουρη πως θα βρούμε τον τρόπο να περάσουμε τον χρόνο μας. Τι πίνεις;
Ανδρέας:Οτιδήποτε δυνατό…
Άρης:Έχετε κανένα ουίσκι;
Ερμιόνη:Χμ… ναι. Μα θα σας σερβίρω εγώ η ίδια όταν η Άννα τελειώσει την δουλειά της. Τα αφεντικά πίνουν ξεχωριστά από εμάς.
Ανδρέας:Ναι αλλά μην φυλάξεις το καλύτερο μόνο για τα αφεντικά. Λέω να το μοιραστούμε όλοι μας.
Η Άννα κατεβαίνει κάτω λοιπόν με την ίδια διάθεση και πλησιάζει τον Άρη.
Άννα:Με συγχωρείς για την αναμονή. Τώρα τελείωσα. Λοιπόν, εμείς θα πάμε επάνω στο γραφείο μου. Θα έρθουν μαζί μας;
Άρης:Προτιμώ να είμαστε οι δυο μας εκεί μέσα.
Ερμιόνη:Ναι. Και εγώ το ίδιο…
Λέει και κοιτάζει τον Ανδρέα με ένα γοητευτικό βλέμμα και με μισόκλειστα μάτια που τα γατίσια μάτια της πάνε τέλεια με τα κατάμαυρα μαλλιά της τα οποία ο Ανδρέας κοιτάζει με θαυμασμό.
Άννα:Θα προτιμούσα να μείνετε στο επάνω σαλόνι, δίπλα στο γραφείο επειδή μπορεί να σας χρειαστούμε κάποια στιγμή. Ίσως να σας ενημερώσουμε για κάτι.
Ανδρέας:Όπως νομίζετε.
Ερμιόνη:Εσείς μπορείτε να ξεκινήσετε. Εγώ δεν θα ενοχλήσω καθόλου.
Ανδρέας:Που θα βρίσκεσαι;
Ερμιόνη:Στο σαλόνι. Γιατί;
Ανδρέας:Όχι απλώς, έκανα μια ερώτηση.
Ερμιόνη:Πολύ τυχαίες ερωτήσεις σε μια τόσο σημαντική συνάντηση των αφεντικών μας…
Ο Ανδρέας με αυτό αρχίζει να νιώθει λίγο άβολα χωρίς να ξέρει τι να απαντήσει στην κοπέλα. Η Άννα όταν το ακούει αυτό παίρνει ένα ύφος αγανάκτησης, ίσως και το ύφος που θυμίζει:«Όχι πάλι!». Οπότε αποφασίζει να τους διώξει και τους δυο έξω για να ξεκινήσει η σύσκεψη.
Άννα:Μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα. Μπορείτε να πηγαίνετε.
Ο Ανδρέας βγαίνει αμέσως πρώτος αλλά πριν η Ερμιόνη απομακρυνθεί η Άννα την σταματά και της λέει κάτι, αυστηρά και διακριτικά.
Άννα:Πρόσεχε. Ο βοηθός του δείχνει να ενδιαφέρεται. Μην κάνεις τις τρελές που κάνεις πάντα με τους άντρες που σε θέλουν. Αυτή η συνάντηση είναι πολύ σημαντική!
Ερμιόνη:Τι ακριβώς σχέση έχουν οι δικές μου τρέλες, όπως λες, με τον δικό σου μπίζνες θρίαμβο;
Άννα:Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σταματήσεις να σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου και να μην κάνεις σαν 15χρονο όταν δεν γίνεται το δικό σου.
Ερμιόνη:Καλά. Κάνε ο, τι εσύ ξέρεις τώρα.
Η Ερμιόνη αδιάφορη και άνετη, βγαίνει έξω από το δωμάτιο αφήνοντας μόνους τα αφεντικά. Πηγαίνει προς το δωμάτιο όπου περίμενε ο Ανδρέας. Τόση ώρα βρισκόταν μόνος και σκεπτικός μα μόλις μπήκε η κοπέλα ξαφνικά το δωμάτιο γέμισε με ένα ίχνος ομορφιάς και γοητείας.
Ανδρέας:Λοιπόν… τι πίνεις;
Ερμιόνη:Μ’ αρέσουν τα γλυκά. Βάλε μας ένα ουίσκι.
Ανδρέας:Που το έχετε;
Ερμιόνη:Γιατί να βάλεις εσύ ποτό; Εγώ είμαι η οικοδέσποινα.
Ο Ανδρέας με τον τρόπο που συνήθισε να την πέφτει στις γυναίκες τώρα την πέφτει και στην Ερμιόνη, χωρίς να ξέρει με ποια πραγματικά έχει να κάνει.
Ανδρέας:Ο άντρας πάντα σερβίρει την γυναίκα.
Ερμιόνη:Οι πρωτοτυπίες είναι βαρετές.
Η Ερμιόνη αφήνει ένα ειρωνικό γέλιο και βγάζει τα ποτήρια έξω για να πιουν.
Ανδρέας:Πόσο καιρό δουλεύεις για την Άννα;
Ερμιόνη:Αρκετό καιρό για να ξέρω τι ακριβώς τρώει, τι της αρέσει να φοράει, πότε περνάει κλιμακτήριο και γιατί έχει νεύρα κάποιες φορές.
Ανδρέας:Φαίνεται πως και αυτή σε ξέρει πολύ καλά, όμως.
Η Ερμιόνη βάζει ποτό στα ποτήρια, δίνει το ένα στον Ανδρέα και το άλλο το κρατά.
Ερμιόνη:Εσύ πόσο καιρό δουλεύεις για τον άρχοντα της βουλής;
Ανδρέας:Δεν θα ‘ναι περίπου 8 χρόνια; Δεν περίμενες να έρθει ο πρωθυπουργός εδώ πέρα, έτσι δεν είναι;
Ερμιόνη:Δεν το περίμενα. Αυτή η στιγμή ίσως γίνει και ταινία.
Ανδρέας:Ιστορική;
Ερμιόνη:Μάλλον κωμωδία.
Εκείνος ξανά γελά με το αστείο της και μαζί αρχίζουν να πίνουν γουλιά γουλιά του ποτού τους από τα ποτήρια.
Ερμιόνη:Πες μου κάτι, είναι όλοι οι γκάνγκστερ τόσο σκοτεινοί και μυστήριοι;
Ανδρέας:Ίσως. Δεν το δένω και κόμπο. Έχεις γνωρίσει κι άλλους;
Ερμιόνη:Ναι, αλλά κανέναν που να δουλεύει για τον άρχοντα της βουλής. Λοιπόν, θα είμαι ειλικρινής. Σε περίμενα περισσότερο… άτακτο και γενικότερα τσαλακωμένο. Αλλά ίσως αυτά είναι μόνο κάτω από το κοστούμι. Μήπως υπάρχει κάποια τέτοια πλευρά που δεν έχεις ακόμα αποκαλύψει στους άλλους;
Ω πόσο θέλει όμως να της εξομολογηθεί. Πόσο θέλει να της πει πόσο όμορφη είναι στα μάτια του, ειδικά αυτά τα πράσινα, ω αυτά τα υπέροχα γατίσια μεγάλα μάτια που τον καθηλώνουν. Αλλά ξέρει πως πρέπει να συγκρατηθεί και να μην της φανεί εντελώς σαλεμένος. Είχε τόσο καιρό να νιώσει έτσι για γυναίκα που του φαίνεται πως είναι απροετοίμαστος αλλά δεν θα το βάλει κάτω - θα προσπαθήσει.
Αφήνει κάτω το ποτήρι, την πλησιάζει και της μιλά διακριτικά και περισσότερο ήρεμα, με μια γοητεία του μυστηρίου γύρω του απέναντι στην νεαρή.
Ανδρέας:Εάν θέλεις να ανακαλύψεις αυτήν την πλευρά είσαι ελεύθερη, να το ξέρεις.
Η Ερμιόνη χαμογελάει πλατιά και πίνει ακόμα μια γουλιά, μεγαλύτερη, αυτή τη φορά και του απαντά.
Ερμιόνη:Νομίζω ότι θα περιμένω λίγο.
Ανδρέας:Λοιπόν, τι ενδιαφέρουσες ιστορίες έχεις να μου πεις;
Ερμιόνη:Εσύ πρώτος. Πες μου, ποια ήταν η μεγαλύτερη σου εμπειρία ως γκάνγκστερ;
Ο Ανδρέας φυσικά χωρίς να χάσει χρόνο αφήνει κάτω το ποτό και αρχίζει να της λέει για την πρώτη φορά που είχε μια τέτοια περιπέτεια…
Συνεχίζεται, κάντε λάικ εάν σας άρεσε και θα το συνεχίσω :)
2 notes
·
View notes
Text
Χαράματα γυρνάω από Μαρτίου, Μποτσαρη, Συνδίκα. Τα πεζοδρόμια ασφυκτιούν από το γκρίζο και η μύτη μου αναγνωρίζει την κλασσική μυρωδιά της θάλασσας. Τόσα χρόνια σε αυτή τη πόλη κι ακόμα να την συνηθίσω. Θάλασσα, βροχή και υγρασία. Εσύ και οι δυο τρεις φίλοι σου. Εγώ να παρατηρώ ποσο διαφορετικές ζωές κάνουμε. Ζηλεύω.
Φαντάζομαι τον Κ. αγκαλιά με τα μαύρα του ρούχα να περπατά ακούγοντας και μονολογώντας κάποιο τραγούδι. Τραγούδι με ψυχή γι αυτόν. Δεν παρατηρεί. Απλά βαδίζει την ίδια γνώριμη διαδρομή όπως πάντα με τα συνηθισμένα επίπεδα αλκοόλ στο αίμα του. Δεν ξέρει αλλιώς. Θα έχανε τον δρόμο . Ίσως να έβλεπε για πρώτη φορά τα κτίρια. Τόσο κόκκινος που μέσα του καίει.
Ο Δ. δεν είναι εκεί. Πάντα ταξιδεύει. Προχωρά αργά. Δεν βιάζεται. Με το κρασί στο αίμα του. Έτσι μόνο ζει. Έχει αυτό το γλυκό χαμόγελο που χαράζεται στη μνήμη σου. Αινιγματικός. Είναι απτούς ανθρώπους που μπορεί να μη μιλάνε αλλά σε γεμίζουν χαρά. Αλλάζει το δωμάτιο όταν είναι και αυτός. Υπάρχει ένας φίλος όλων. Ένα κίτρινο που βρίσκεται εκεί απτό να πεις μια μαλακια μέχρι την πιο βαθιά συζήτηση.
Εσυ. Ο Σ. Εσυ όμως τρέχεις. Προσπαθώ να μάθω από τι. Η προς τι. Θεωρία μου είναι πως τρέχεις για να προλάβεις τη ζωή. Τη δουλειά . Τα αστεία. Τον έρωτα. Τα ταξιδια. Έχεις αυτό το πάθος για τη ζωή που δεν έχω ξαναδεί. Κανεις μωβ ότι ακουμπάς. Μυστήριος. Γρήγορος. Τα βλέπεις όλα για πολύ λίγο όποτε τα ξεχνάς αμέσως. Όμως νομίζω πως όταν βλέπεις εμένα σταματάς. Τα πάντα κινούνται πιο αργά. Με αγγίζεις. Το σώμα μου αντιστέκεται αλλά συνηθίζει και αλλάζει χρώμα. Απλώνεται μέσα μου το μωβ σου. Μαθαίνω κι εγώ να ζω έστω και για λίγο.
#greek poetry#ποιηση#σκέψεις#mine#rosazule#θεσσαλονίκη#γρεεκ τυμβλρ#γκρεεκ#greek posts#γκρεκζ#γκρικ ποστ
3 notes
·
View notes