#ασκητική
Explore tagged Tumblr posts
Text
Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα , δεν φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου και την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.
Ν.Κ.
1 note
·
View note
Quote
Εκείνη διαβάζει βιβλία για τη γιόγκα, τον βουδισμό, την αριθμολογία. Εγώ διαβάζω ποίηση, θέατρο, δοκίμια, νουβέλες, ό,τι πέσει στα χέρια μου. Εκείνη είναι χορτοφάγος. Εγώ παμφάγος. Εκείνη είναι πειθαρχημένη, ασκητική, πιστή. Εγώ σκεπτικιστής και τεμπέλης. Εκείνη πιστεύει στη μετενσάρκωση των ψυχών. Εγώ είμαι αγνωστικιστής. Εκείνη είναι σίγουρη. Εγώ όχι. Εκείνη είναι ενεστώτας οριστικής. Εγώ, υποθετικός λόγος στις καλύτερες μέρες μου και στις χειρότερες υπερσυντέλικος υποτακτικής. Εκείνη είναι ένας άνδρας της δράσης. Εγώ, μια γυναίκα μπερδεμένη. Εκείνη θέλει να αλλάξω. Εγώ, επίσης. Εκείνη ξέρει τι θέλει και τι χρειάζεται και τι θέλω και τι χρειάζομαι εγώ. Εγώ ξέρω μόνο πως δεν ξέρω τίποτε αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος. Εκείνη είναι το φεγγάρι της μέρας. Εγώ, ένα ηλιοτρόπιο στη νύχτα. Εκείνη κι εγώ, κόντρα στον άνεμο, αγαπιόμαστε.
Juan Vicente Piqueras, Εκείνη και εγώ (Ella y yo)
174 notes
·
View notes
Text
6 notes
·
View notes
Text
Ήταν Δεκέμβριος του 2010 όταν οι εκδόσεις Νεφέλη ξεκίνησαν την επανέκδοση των Απάντων του Ηλία Πετρόπουλου. Η αρχή έγινε με το «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη» για να ακολουθήσουν το «Μπουρδέλο», το «Άγιο Χασισάκι», τα «Καλιαρντά» και αρκετά άλλα ακόμα. Τα περισσότερα βιβλία, μυθικά για την εποχή τους, παρέμεναν εκτός εμπορίου για καιρό. Τον Σεπτέμβριο του 2003 ο Ηλίας Πετρόπουλος πεθαίνει στο Παρίσι και η οριστική έκδοση των Απάντων του είναι μια ευκαιρία για να τον γνωρίσουν και οι νεότεροι.
Με ένα τεράστιο και πολυσχιδές έργο –80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα– έγινε γνωστός ως λαογράφος του περιθωρίου, ανατρεπτικός λεξικογράφος, βιωματικός ρεμπετολόγος αλλά και τεχνοκρίτης, αρθρογράφος, ποιητής. Κατέγραψε εκφάνσεις του υποκόσμου που μέχρι τότε αγνοούσε ή περιφρονούσε η επίσημη έρευνα και με τρόπο που προκαλούσε τον πουριτανισμό του ακαδημαϊκού κατεστημένου, πράγμα φυσικά που του κόστισε σε διώξεις και φυλακίσεις, αναγκάζοντας τον έτσι να τραπεί σε φυγή στο Παρίσι το 1975.
Συλλέγω επίθετα που τον έχουν χαρακτηρίσει κατά κόρον όλα αυτά τα χρόνια: Αιρετικός, αποσυνάγωγος, αντικομφορμιστής, ασυμβίβαστος, ανένταχτος, ρηξικέλευθος, προκλητικός, ενοχλητικός, σαρκαστικός, άθεος, άπατρις, αναρχικός, πορνογράφος, υβριστικός, βωμολόχος, σκωπτικός, αθυρόστομος, καυστικός. Αλλά ασφαλώς και δε μου φτάνουν για να δω το όλον. Γιατί και άλλοι συγγραφείς μπορεί να είναι κάτι από όλα αυτά αλλά ο Πετρόπουλος μια ξεχωριστή μονάδα.
Αναρχικός κοντά στη ρίζα του όρου, πέρα από ιδεολογικά τερτίπια, ίσως ο μόνος από τους συγγραφείς μας που θα μπορούσε να διεκδικήσει επάξια αυτόν τον τίτλο, με μόνιμη αναφυλαξία έναντι σε κάθε τι καθεστωτικό, σταθερός σε αυτή τη γραμμή μέχρι τέλους. Ακόμα και η πορνογραφία ή ο ερωτισμός, που για αυτόν είναι ένα αξεδιάλυτο σύνολο –κόντρα στους ύποπτους διαχωρισμούς από φιλολογίζοντες του σιναφιού του– ενέχουν θέση δήλωσης επαναστατικότητας και αναρχισμού.
Παρ' όλο το κυνηγητό από την εξουσία, την αυτοεξορία στο Παρίσι, την περιφρόνηση των ομοτέχνων του, τα βιβλία του Πετρόπουλου ευτύχησαν μεγάλης αναγνώρισης απ' το κοινό. Ωστόσο ένα έργο με τέτοιο εύρος και εξαιτίας της sui generis προσωπικότητας του δημιουργού του είναι αδύνατον να προσδιοριστεί επακριβώς –παρά μόνο ψήγματα να συλλεχθούν. Ανάλογα με το εργαλείο που θα επιλέξεις για να το «διαβάσεις», ξεκλειδώνεις κάθε φορά και κάτι άλλο.
Όλα όσα έχουν γραφτεί μοιάζουν λειψά. Ίσως ακόμα να μην έχουμε συνειδητοποιήσει σε όλο τους το βάθος τι μπορεί να σήμαιναν η ασκητική επιμονή με την οποία συνέλεγε την αργκό των ομοφυλοφίλων, τα μάγκικα της λαχαναγοράς ή τα πειράγματα του δρόμου, κατέτασσε τα ονόματα οδών και πλατειών σε στρατηγούς και αγίους, αντέγραφε τις ζωγραφιές από τους τοίχους των φυλακών, φωτογράφιζε νεκροταφεία σε ακριτοχώρια της Ελλάδας.
Αν τα βιβλία του σήμερα δε θα κινδύνευαν από κατηγορίες για περιύβριση αρχής και παραβίασης του νόμου περί ασέμνων, ωστόσο δεν κινδυνεύουν λιγότερο από παρερμηνείες, αποσιωπήσεις, επιλεκτικές φωτοσκιάσεις και από την προσπάθεια διάφορων ομάδων να ενστερνιστούν την αχλή του αντισυστημικού που τον περιέβαλε. Ο Πετρόπουλος ευτυχώς διέθετε πολύ πιο ανεπτυγμένη την αίσθηση της ελευθερίας από όλους αυτούς.
Αλλά, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, «Όμηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν». Τα ίδια του τα κείμενα με διαφωτίζουν. Όπως ο πρόλογος του «Κουραδοκόφτη» που, με τα σχόλια που κάνει για κάθε άρθρο, λειτουργεί σαν μπούσουλας για όλο του το έργο:
«Στην Ελλάδα κυριαρχεί η υποκρισία και η μυθολογία».
«Πιστεύω πως η πρόκληση και ο αναπόφευκτος σκανδαλισμός εξαναγκάζουν τους αναγνώστες να χρησιμοποιήσουν τη σκέψη τους».
«Πρέπει να διασώζουμε κάθε λογής γλωσσάρια, επειδή αντικατοπτρίζουν κάποιες πλευρές του κοινωνικού βίου».
Ανακαλύπτω με τη χαρά του αρχαιοδίφη ένα από τα δυσεύρετα εξαντλημένα του, που έχει πολλά να μου πει. Με εκπλήσσει με τη φρεσκάδα του και μου φαντάζει όλο σαν ένα λανθάνον επίκαιρο σχόλιο για την τρέχουσα κατάσταση. Πρόκειται για το κείμενο «Η Εθνική Φασουλάδα» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σχολιαστής» τον Απρίλιο του 1990.
Έγραφε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ το '90 με αφορμή την επανέκδοση των «Ρεμπέτικων»: «Πολύ λίγοι ξέρουν να εκθέτουν το θέμα τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρασύρουν τον αναγνώστη τους σ' ένα γοητευτικό ταξίδι, όπου οι πιο γνώριμες μορφές, τα πιο καθημερινά αντικείμενα αποδείχνονται κρύπτες άγνωστων και εξαίσιων θησαυρών». Αυτό ακριβώς κάνει ο Πετρόπουλος κι εδώ με μια φασολάδα σε μόλις 50 σελίδες. Παίρνει τα ευτελή του υλικά και τα κάνει να χορεύουν μπροστά σου.
«Το ελάχιστο είναι, ήδη, μια ελπίδα. Γραπατσώνομαι από το ελάχιστο», λέει. Κι αυτό το «γραπατσώνομαι» κρύβει μέσα του τόση λαχτάρα. «Η φασουλάδα μοιάζει κάποιο γελοίο θέμα προς μελέτην. Αλλά μέσα από το ασήμαντο βγάζεις το σημαντικό, και, μέσα στο γελοίο βρίσκεις το σοβαρό». Είναι από αυτά τα αμελητέα ελάχιστα που χρειάζεται μια ματιά σαν και αυτή του Πετρόπουλου για να τα εκτιμήσεις.
Έτσι κι εγώ βυθίζομαι σε μια ανακουφιστική σαφήνεια, εν μέσω γενικής ασάφειας. Και στην υποδόρια ειρωνεία του ��ου με διατρέχει πατό��ορφα.
Εκ πρώτης όψεως κάνει μια πλούσια αναδρομή σε ό, τι συνιστά το θέμα του. Ετυμολογικές αναζητήσεις, λεξικογραφικά παραδείγματα, ιστορικά στοιχεία, γνωμικά, παροιμιώδεις εκφράσεις, ανεκδοτολογικά περιστατικά, λέξεις της αργκό, συμβουλές για το μαγείρεμα, χρηστικές πληροφορίες, βιβλιογραφία, συνταγές. Αλλά αυτό που κάνει στην πραγματικότητα, όπως και σε όλα του τα βιβλία, είναι να καταρρίπτει μύθους. Μέσα στη φασολάδα του καθρεφτίζονται –άλλοτε ξεκάθαρα, άλλοτε αμυδρά– παθογένειες, ήθη, τάσεις, ελλείμματα, λες και γνωρίζει τη νεοελληνική ψυχή καλύτερα απ' τον καθένα.
Το φαγητό που ανέθρεψε γενιές επί γενιές με τη γοητεία του κλασικού εδέσματος της φτωχολογιάς, επιβίωσε του σνομπισμού μας στα χρόνια της μεταπολιτευτικής ευμάρειας, για να φτάσει να μας σαρκάζει σήμερα μέσα από το κείμενο του Πετρόπουλου ή έτσι μου φαίνεται. Ίσως γιατί συνοψίζει τα στρώματα του αρχοντοχωριατισμού μας.
«Οι έλληνες λαογράφοι απεχθάνονται την φασουλάδα. Οι έλληνες λεξικογράφοι περιφρονούν την φασουλάδα». Αντίθετα, ο Πετρόπουλος της αποδίδει τις τιμές που της πρέπουν.
Ακόμα και η ταπεινή φασολάδα σ' αυτή τη χώρα δεν υπολείπεται σε εθνικούς μύθους. Έτσι κι αλλιώς σέρνει πίσω της βαρύ φορτίο –μέχρι και τον τίτλο του εθνικού μας εδέσματος –σαν να λέμε ο Σολωμός στο πιάτο μας. Τον οποίο βέβαια ο Πετρόπουλος ευθαρσώς και δεν αναγνώριζε ως εθνικό ποιητή με αποτέλεσμα φυσικά να εγείρει μόνο οργή. Έτσι εδώ καταρρίπτει το μύθο περί φαγητού της φτωχολογιάς, καθώς τα φασόλια είχαν μια πλατιά κοινωνική διαστρωμάτωση. Μπαρμπούνια με αγριογούρουνο για τους λεφτάδες, κοινά φασόλια για το λαό, γυφτοφάσουλα για τους φτωχούς και εβρέικη φασουλάδα για την κατώτατη πλέμπα. Και με ένα τέτοιο σχόλιο βάζει στη θέση τους όλους τους «ανόητους (μαρξίζοντας) έλληνες κοινωνιολόγους».
Και βάζει μια ακόμα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Παλιά Ελλάδα και τους νεοαφιχθέντες: «Έχω μιλήσει, κατ' επανάληψιν, για τα βλαχαδερά του Μοριά που εκπολιτίστηκαν από τους πρόσφυγες». Τα μπαρμπούνια δεν τα ήξεραν στη μητροπολιτική Ελλάδα. Τα γνώρισαν από τους βορειοελλαδίτες. Αλλά κι ένα σωρό άλλα φαγητά που τους ήταν άγνωστα.
Η ιστορία της «απαισίας μνήμης» εβρέικης φασουλάδας, την οποία παραθέτει, αποδεικνύει πως ��ι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν κατά κύριο λόγο πάμφτωχοι πληθυσμοί, ξεθολώνοντας την κυρίαρ��η εικόνα περί πλούσιων εβραίων εμπόρων. Στα σφαγεία ζωντανεύει μπροστά σου συγκλονιστικές σκηνές από ένα παρελθόν που σοκάρει με τη φτώχεια του.
Και ωσάν μαζί με αμπελοφάσουλα να σου σερβίρει από κοντά στο πιάτο και λίγο ψαχνό, σου πετάει και τα απογειωτικό του σχόλιο για τη νεοελληνική πραγματικότητα. Εκεί που μαθαίνω πως στη χωριάτικη φασολάδα δεν πρέπει να τσιγαρίσεις τα κρεμμύδια, γιατί το φαγητό θα γίνει βαρύ και ότι μια καυτερή κόκκινη πιπεριά είναι των εκ των ων ουκ άνευ, εκεί κάνει κι ένα κοινωνιολογικό σχόλιο όπως: «Οι δυστυχείς Νεοέλληνες άλλαξαν (όχι μόνο τα είδη διατροφής) αλλά και τον τρόπο όπου έτρωγαν. Μέσα σε εκατό χρόνια οι συμπατριώτες μου εξελίχθησαν από ολοζώντανα πλάσματα εις πιθήκους…».
Αποθησαυρίζει από τη «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια» του 1930 ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο: «Η εγχωρία παραγωγή φασιόλων δεν καλύπτει τας ανάγκας της καταναλώσεως, δι' ό εισάγονται εκ του εξωτερικού περί τους 15-20.000 τόννοι ετησίως.» Ούτε και ο εγχώριος βασιλιάς των οσπρίων ξέφυγε από την ελλειμματική μας παραγωγή. 80 χρόνια μετά εξακολουθούμε να εισάγουμε πολύ περισσότερα απ' όσα παράγουμε.
Η κρίση κατά τον Πετρόπουλο το 1990: «Η χώρα μας μαστίζεται από μια πολιτιστική κρίση. Η χώρα μπαίνει τώρα στην χειρότερη φάση αυτής της κρίσης. Ο λαός (που δεν είναι διόλου αγνός και αθώος) ευθύνεται εν μέρει για την κρίση. Το μεγαλύτερο ποσοστό της ευθύνης το έχει και το κατέχει το Κράτος, όπως εκφράζεται από τους σάπιους πολιτικάντηδες. Εδώ και σαράντα χρόνια η Ελλάδα κατευθύνεται από βάρβαρους πρωθυπουργούς…».
Για να τα ξεχάσει όλα αυτά τι μένει; Η φασολάδα.
«Για να ξεχάσω τα καθάρματα που διοικούν την Ελλάδα, επιστρέφω με χαρά στην φασουλάδα».
Και σε πάει μια βόλτα σε ό, τι θεωρεί αυθεντικά ελληνικό. Από τον «ελληνικό τρόπο» του Νίκου Καρούζου, ο οποίος «άρχιζε τη μυσταγωγία της νύχτας με μια καυτή φασουλάδα», μέχρι την ελληνική συνείδηση όπως εκφράζεται από τον Καστοριάδη, τον Φασιανό, τον Σαχτούρη και τον Ελύτη. Οι λογοτεχνικές αναφορές της φασολάδας δεν είναι διόλου αμελητέες. Από τα χασαπάκια και τους ταμπάκηδες του Γιώργου Ιωάννου, στον Ροδοκανάκη και στον Πεντζίκη. Από τον Καραγκιόζη ως τη «Βαβυλωνία», από τον Παπαδιαμάντη ως τον Καρκαβίτσα. Και ασφαλώς στην περίφημη πολίτικη της Ιορδανίδου.
Αποδομεί απολαυστικά τα ιερά τοτέμ της κλασικής ελληνίδας νοικοκυράς, ��ικόλαο Τσελεμεντέ και Χρύσα Παραδείση, που ανέθρεψαν γενιές και γενιές νεοελλήνων. Η προσπάθεια τους να εκσυγχρονίσουν με εκ Γαλλίας δάνεια την ελληνική κουζίνα, εδώ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον άτεγκτο Πετρόπουλο, που συμφωνεί με όσους υποστήριζαν πως κάτι τέτοιες απόπειρες την νόθεψαν. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η προσπάθεια του Τσελεμεντέ για εκσυγχρονισμό των πιάτων μας συμπορευόταν με την προσπάθεια εξευρωπαϊσμού της χώρας . Έτσι μάθαμε τότε και την άγνωστη béchamel. Ο Τσελεμεντές, λέει ο Πετρόπουλος, διέθετε «ακατανόητο μίσος προς τη λέξην φασουλάδα», πάσχει από «ένα αθεράπευτο σύνδρομο της φαρίνας» και βάζει αλεύρι παντού και το ψιλοκομμένο κρεμμύδι «το βρίσκει χυδαίο γιατί προφανώς του βρώμαγε», κι έτσι το απέκλειε. Η Παραδείση με την περίφημη «Ελληνική μαγειρική» της αντιγράφει σε γενικές γραμμές τον Τσελεμεντέ αλλά πρόσθεσε και τις δικιές της πινελιές ισπανικής και ιταλικής κουζίνας. Τον ενοχλεί η ασάφεια, ο μιμητισμός και οι παραλείψεις τους και είναι σάμπως, μέσα από αυτούς, να καταφέρεται εναντίον όλων όσων πηγαίων αντικαταστάθηκαν προς χάριν ενός ευρωπαϊκού λούστρου. Νομίζω ότι αν μπορούσε, όταν τους μελετούσε, θα τους φώναζε: «Τι σούπα φασόλια και αηδίες. Φασουλάδα τη λένε, μαϊμούδες, ε, μαϊμούδες!»
«Η ελληνική κουζίνα υπήρξε αλλά ήταν αόρατη.» Και βέβαια δεν υπήρξε «μέσα στα ανύπαρκτα αρχοντικά της ανύπαρκτης αριστοκρατίας μας». Της αστικής τάξης, δηλαδή, που ποτέ δεν είχαμε. Κατά τον ίδιο τρόπο που και η δική του Ελλάδα υπήρξε αλλά ήταν αόρατη.
Και ποιο να ήταν άραγε το καλύτερο συνοδευτικό για τη φασολάδα; Μα το μαύρο χαβιάρι φυσικά. Ω, τι έκπληξη! Ο Πετρόπουλος διαβεβαιώνει τους αδαείς για την απρόσμενη σύζευξη: «Δεν κάνω πλάκα. Το χαβιάρι ήτο πάμφτηνο και περιφρονητέο. Στην Παλιά Σαλονίκη το τρώγανε οι χαμάληδες». Λες και κοροϊδεύει, μαρτυρώντας την ταπεινή καταγωγή του εδώδιμου εμβλήματός του, τον άκοπο και γρήγορο πλουτισμό μιας χώρας, που όφειλε να το φωνάζει κιόλας πως είχε αφήσει πολύ μακριά πίσω της τη φτώχεια του '50.
Και φυσικά δε λείπει ούτε εδώ ο σκανδαλώδης Πετρόπουλος. Φροντίζει να πληροφορήσει όσους από τους νεότερους το αγνοούν πως «Οι νεοέλληνες αποκαλούσαν την κλειτορίδα φασουλά��ι». Και παραθέτει το βασικότερο αβαντάζ της φασολάδας έναντι των ανταγωνιστών της: «Ανέκαθεν αντιμετώπιζα την πορδή σαν γέλιο της κωλοτρυπίδας». Φάτε μια στεγνή κυριολεξία για να έχετε να πορεύεστε δηλαδή. Αυτό που σήμερα πιο πολύ σκανδαλίζει είναι το γεγονός ότι ένας άνθρωπος έσκυβε με πάθος και τρυφερότητα και όχι από επαγγελματική διαστροφή πάνω από αυτά που οι άλλοι περιφρονούσαν και έκρυβαν κάτω από το χαλί. Ο ίδιος έλεγε «Είμαι τρυφερός και εν ταυτώ ανηλεής». Έπρεπε να τα ταιριάξει αυτά τα δύο για αυτόν τον κόσμο, τον οποίο αναδιφούσε με την αφοσίωση μυρμηγκιού, σωρεύοντας ακατάπαυστα τα «ελάχιστα» στη φωλιά του για χρόνια. Και φεύγοντας άφησε υλικό για χίλιες ζωές ακόμα.
Στην πραγματικότητα διδάσκει το δικό του «ήθος» –το Πετροπούλειον– με μια ακλόνητη συνέπεια που διαπνέει όλο το έργο και μια έμφυτη ροπή προς την αλήθεια –πιο σταθερός από πολλούς άλλους θιασώτες του τρίπτυχου πατρίς-θρησκεία-οικογένεια.
Και εκτός από το ήθος ,το ύφος. Το ύφος του μεγάλου στυλίστα που συναρπάζει και σφραγίζει ανεξίτηλα. Το ύφος που σε κάνει, είτε μιλάς για φασολάδες, είτε για κατσαπλιάδες, μπουρδέλα, φουστανέλες, σκαμνιά να εξακριβώνεσαι αυτομάτως στη λογοτεχνική πιάτσα αλλά και να σε απολαμβάνουν ακριβώς γι' αυτό. Το ύφος που χρωματίζεται από «αυτό το αλλόκοτο είδος του αγοραίου που έχει καταπιεί βιβλιοθήκες» κατά Κωστή Παπαγιώργη. Και πλέκει εδεσματολογία, πορνογραφία, λαογραφία, ιστοριογραφία, κοινωνιολογία, ετυμολογία πάνω σε έναν καμβά. Η ενδελεχής έρευνα, που έχει αποβάλλει την ακαδημαϊκή δυσκοιλιότητα και σου δίνει το ψαχνό στο πιάτο. Εύστοχος μέχρι κεραίας και εραστής της ακριβολογίας –η κυριολεξία στα καλύτερα της. Το ύφος που καταλήγει να μην είναι τίποτε άλλο από Ποίηση.
Κρατάω για το τέλος κάτι που μου επιφύλαξε στην αρχή. Πριν προλάβω ακόμα να εγκλιματιστώ στο Πετροπούλειον σκώμμα, μου πετάει στα μούτρα μια ειρωνεία που νομίζω πως είναι όλη δικιά μου. Αναφέρεται σε ένα ανεκδοτολογικό περιστατικό με τον Πεντζίκη, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία από τα χρόνια της Θεσσαλονίκης. Μια μέρα που ο Πετρόπουλος του σύστησε μια νεαρή ποιήτρια, ο Πεντζίκης, αφού την ξεψάχνισε, της είπε: «αντί να γράφεις ποιήματα, θάτανε καλύτερα να μάθεις πως μαγειρεύουν φασουλάδα». Ο Πετρόπουλος πιστοποιεί τον παροιμιώδη μισογυνισμό του Πεντζίκη. Είναι η πρώτη φορά που θα διαφωνήσω κάθετα μαζί του. Γιατί εμένα αυτό δε μου μοιάζει διόλου μισογύνικο, αλλά απλά ένα τσουχτερό σχόλιο για την αδιαφιλονίκητη υπεροχή της χρηστικότητας . . .
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
Ν' αγαπάς την ευθύνη.
Να λες:
Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης.
Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ασκητική, Ν. Καζατζάκης
7 notes
·
View notes
Text
Η απελευθέρωση - Μπάμπης Καββαδίας
(2ο βραβείο στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος για τον El Greco, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2014)
Κοίταξε το ρολόι του. Πριν προλάβει να δυσανασχετήσει για την διαφαινόμενη αργοπορία του άλλου, τον είδε να περνάει έξω από τη τζαμαρία του καφέ. Την επόμενη στιγμή σάρωνε από την πόρτα με μια αγχωμένη ματιά το εσωτερικό. Δεν χρειάστηκε να του κάνει νόημα. Πλησίασε το τραπέζι έχοντας κάτω απ’ την μασχάλη του ένα τετράγωνο δέμα, 40 επί 40, τυλιγμένο με κίτρινο χαρτί και δεμένο με σπάγκο από λινάρι.
«Τά ‘φερες;» τον ρώτησε ο νιοφερμένος, χωρίς να καθίσει, σφίγγοντας στο στήθος του με τα δυο του χέρια το δέμα, γερά αλλά και τρυφερά, σα μωρό.
Δεν απάντησε αμέσως. Σκάλωσε για λίγο στην εμφάνισή του. Ήταν δυνατόν; Αυτός ο κακομοίρης; Το βλέμμα του ταξίδεψε στους γκρίζους κροτάφους -της ταλαιπώριας, όχι της γοητείας-, στους μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια -αναμφίβολα μόνιμο χαρακτηριστικό κι όχι πρόσκαιρο σημάδι ενός ξενυχτιού-, στους σκυφτούς ώμους, στα τριμμένα ρούχα. Το γενάκι και τα ρουφηγμένα μάγουλα του έδιναν μορφή ασκητική. Η ομοιότητα -σκέφτηκε- ήταν εντυπωσιακή για να είναι τυχαία.
«Εδώ είναι;» τον ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι του το δέμα.
Αγριωπά ο άλλος επανέλαβε την ερώτησή του.
«Τά ‘φερες;»
Χαμογέλασε πλατιά για να τον καθησυχάσει.
«Και βέβαια. Αλλά πρώτα θέλω να τον δω.»
Σήκωσε τα χέρια του προς το δέμα. Ο άλλος τραβήχτηκε.
«Περίμενε!» έκανε απότομα. «Όχι ακόμα. Να δω τα λεφτά.»
Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά και σήκωσε κάτω απ’ το τραπέζι ένα σάκο. Τον τοποθέτησε στην καρέκλα δίπλα του και τον άνοιξε προς το μέρος του: Δεσμίδες πενηντάρικων και εικοσάρικων μέχρι απάνω.
«Είναι όλα εδώ. Τώρα, τον πίνακα.»
Με το ένα χέρι έδωσε το σάκο και με το άλλο πήρε το δέμα. Ψηλάφισε τις άκρες του και ένοιωσε την ανάγλυφη διακόσμηση της κορνίζας. Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Ήταν αλήθεια! Με την κορνίζα τον βούτηξε!», σκέφτηκε. Δεν τόλμησε να πάει το χέρι του προς το κέντρο· φοβόταν μην πειράξει τον καμβά. Έκανε να τραβήξει τον σπάγκο, για ν’ ανοίξει το δέμα.
«Μη!» έσκουξ�� πνιχτά ο άλλος. «Όχι εδώ! Όχι μπροστά μου!» Τον κοίταξε με απορία, καθώς ο άλλος έβαζε το χέρι μέσα στο σακάκι του και έβγαζε μερικές φωτογραφίες πολαρόιντ. «Θα πρέπει να σ’ εμπιστευθώ για τα λεφτά. Κι εσύ, θα πρέπει να μ’ εμπιστευθείς για τον πίνακα», είπε πιο μαλακά. Ακούμπησε τις πολαρόιντ στο τραπέζι και κάθησε. Ήταν έντεκα, με ημερομηνίες σημειωμένες στο άσπρο τους περιθώριο. 21/3/2003, 21/3/2004, 21/3/2005 και ούτω καθεξής. Όλες τους απεικόνιζαν το ίδιο πράγμα: Τον πίνακα, ενώ το κεφάλι που φαινόταν μπροστά απ’ αυτόν ανήκε αναμφίβολα στον συνομιλητή του. Πόσο μέσα είχε πέσει! Το κεφάλι του ήταν ολόιδιο με αυτό της φιγούρας στον πίνακα. Θα ‘λεγες ότι ο Ελ Γκρέκο τον είχε στο εργαστήρι του, για μοντέλο. Ναι, σκέφτηκε, δεν θα του φαινόταν παράξενο, αν αυτή η ταλαιπωρημένη φιγούρα ήταν ένας ζωντανός νεκρός, καταδικασμένος να τριγυρνά στον πάνω κόσμο, 500 χρόνια τώρα. Ξανακοίταξε την πρώτη πολαρόιντ. Όχι. Αυτός που ποζάρει μπροστά στον πίνακα δεν είναι απέθαντος. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή, με μάτια που αστράφτουν από ενθουσιασμό. Το νεανικό του πρόσωπο δεν το σκιάζει τίποτα. Μόλις κατόρθωσε το ακατόρθωτο και το απολαμβάνει. Όχι, τα σύννεφα αρχίζουν να εμφανίζονται στις επόμενες πολαρόιντ. Ο πίνακας παραμένει αναλλοίωτος, αλλά ο άνθρωπος μπροστά του αλλάζει. Το χέρι που κρατάει τη φωτογραφική μηχανή τραβώντας αυτές τις selfies χαμηλώνει σιγά σιγά, χρόνο με το χρόνο. Και ο άνθρωπος κοιτάει τον φακό όλο και πιο εξαντλημένος. Οι πρώτες φωτογραφίες ήταν τρόπαια νίκης. Οι μεσαίες φλέρταραν με την αγγαρεία. Στις τελευταίες, η λάμψη του ενθουσιασμού στα μάτια έχει δώσει ξεκάθαρα τη θέση της στην λάμψη της τρέλας και της απόγνωσης.
Όσο ο άλλος ψαχούλευε τις δεσμίδες μέσα στην τσάντα, εστίασε στο δεύτερο επίπεδο των πολαρόιντ, στον πίνακα: Ναι, ήταν αυτός. Ένας χαμένος για αιώνες Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης λαμβάνων τα στίγματα, του Ελ Γκρέκο, έργο περίπου του 1595. Μια από τις 6-7 παραλλαγές που έκανε με αυτό το θέμα ο Δάσκαλος –και σώζονται ακόμα.
Αφού ρούφηξε φωτογραφία την φωτογραφία, άφησε τις πολαρόιντ στο τραπέζι και εξέτασε τον άλλον. Έτρεμε, και όχι λόγω του ότι ψηλαφούσε τόσες χιλιάδες ευρώ. Και πριν έτρεμε, πριν πάρει στα χέρια του το σάκο. Και στο τηλέφωνο η φωνή του ακουγόταν τρεμάμενη. Πώς διάολο μπόρεσε αυτό το ανθρώπινο ράκος, να κάνει τη «ληστεία του αιώνα» πριν 11 χρόνια;
Εντάξει, δεν ήταν μόνος του. Οι συνεργάτες του, όμως δεν φάνηκαν ιδιαίτερα έξυπνοι, αν τους κρίνεις απ’ το ότι πιάστηκαν μέσα στη βδομάδα μετά τη ληστεία. Μπα… Δεν είχε νόημα να τον ρωτήσει λεπτομέρειες. Όλοι τις γνώριζαν. Και ένας 12χρονος μπορεί να googlάρει και να τις μάθει. Ο πίνακας, που ανήκε σε μια ιδιωτική συλλογή, βρισκόταν στην Αθήνα για μια έκθεση. Η λήξη της έκθεσης και η μεταφορά των έργων στο αεροδρόμιο για να επιστραφούν αυτά στους ιδιοκτήτες τους, συνέπεσε με μια από τις μεγαλύτερες πορείες ενάντια στους βομβαρδισμούς στο Ιράκ. Ένας συνδυασμός καλών πληροφοριών, ερασιτεχνισμών των διοργανωτών της έκθεσης, αποφασισμένων συνεργατών και χιλιάδων εξαγριωμένων διαδηλωτών που είχαν ξεχυθεί από την Ομόνοια ως τον κόμβο Αμπελοκήπων είχε σαν αποτέλεσμα τα φορτηγά να χτυπηθούν, λίγα μόλις λεπτά μετά την αναχώρησή τους από την Εθνική Πινακοθήκη. Δέκα πίνακες ανυπολόγιστης αξίας έκαναν φτερά. Με τους συνεργούς ανακαλύφθηκαν οι εννιά. Ο δέκατος, αυτός ο Ελ Γκρέκο, εξαφανίστηκε, μαζί με τον εμπνευστή και οργανωτή της καταδρομικής επιχείρησης. Και τώρα, ω τώρα! τους είχε και τους δύο μπροστά του.
Ξανακοίταξε τις πολαρόιντ. Τις έφερε ακόμα πιο κοντά στα μάτια του. Ναι, ο πίνακας ήταν αναμφίβολα κρεμασμένος, από καρφί. Ο τοίχος φαινόταν ο ίδιος. Και στις 11 φωτογραφίες. Μόνο το χρώμα του σκούραινε σταδιακά, μαρτυρώντας το πέρασμα των χρόνων -και την ηλικία των πολαρόιντ. Ώστε έτσι λοιπόν. Για 11 χρόνια ο πίνακας βρισκόταν στο ίδιο μέρος. Από την πρώτη μέρα που κλάπηκε. Και μαζί του ήταν και ο κλέφτης. Γούστο θα είχε, να τον είχε συνέχεια κρεμασμένο στο σπίτι του, στο σαλόνι του, στο γραφείο του ή στην κρεβατοκάμαρά του! Να τον βλέπουν οι επισκέπτες του, οι φίλοι του, η ή ο σύντροφός του.
Ο άλλος σταμάτησε το ψευτομέτρημα των λεφτών και τον κοίταξε. Δεν έτρεμε τόσο πολύ πλέον. Η έκφραση στο πρόσωπό του είχε μαλακώσει. Ψέλλισε ένα «Σ’ ευχαριστώ». Για τα χρήματα; Είναι δυνατόν; Αυτός ο επαγγελματίας να λέει «σ’ ευχαριστώ;» Τι διάολο είχε πάθει;
«Σ’ ευχαριστώ που τον παίρνεις από μένα. Δεν άντεχα άλλο.» Σταμάτησε και πήρε δυο ανάσες. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φορές έφτασα στα πρόθυρα να τον καταστρέψω.»
Γιατί τόσο μίσος για ένα τέτοιο αριστούργημα;
«Μετά το χτύπημα εξαφανίστηκα. Τσιμπάγανε και τους δικούς μου… Ούτε σκέψη να τον σπρώξω ακόμα. Ο αγοραστής που τον περίμενε ήξερε ότι ήταν στο πρόγραμμα μια κάποια περίοδος αναμονής μέχρι να τον πάρει στα χέρια του…»
Το αγρίμι που βρυχιόταν μπροστά του 5 λεπτά της ώρας πριν, πλέον είχε εξαφανιστεί. Τα λόγια σιγά σιγά έρρεαν αβίαστα και συγκροτημένα από το στόμα του. Λες; Τα χιλιάρικα εξανθρώπισαν τον πίθηκο;
«Ήμουν ευτυχισμένος. Δεν μ’ ένοιαζε που έπρεπε να κρύβομαι στα λαγούμια και να μη ξεμυτίζω καθόλου. Ήταν μέρος της δουλειάς. 15 χρόνια στο κουρμπέτι τα είχα μάθει καλά. Και η πληρωμή τις άξιζε αυτές τις θυσίες. Δεν μ’ ένοιαζε τι έκλεβα. Με το που έβγαζα την πρώτη πολαρόιντ, τα καταχώνιαζα και δεν ασχολιόμουνα με δαύτα. Διάβαζα τα βιβλία που είχα αφήσει στην άκρη, άκουγα τους δίσκους που δεν είχα προλάβει να ακούσω, έβλεπα ταινίες, έκανα ό,τι έχανα όσο καιρό προετοίμαζα το κάθε χτύπημα. Και όταν καταλάγιαζε ο αχός, τσουπ, ξεμυτούσα, παρέδιδα και εισέπραττα. Και ξεκίναγα την ετοιμασία για το επόμενο.»
Ρούφηξε μια γερή γουλιά νερό από ένα ποτήρι που ήταν στο τραπέζι.
«Όλα πήγαιναν ρολόι, σε όλες μου τις δουλειές. Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου αυτός ο αναθεματισμένος.» Δεν έδειξε τον πίνακα. Δεν κοίταξε καν προς την καρέκλα που είχε ακουμπήσει ο άλλος το δέμα.
«Το βλέμμα του, αχ… το βλέμμα του… Αν τον δεις, θα καταλάβεις. Μου μοιάζει. Φτυστός είμαι. Στην αρχή τον άφησα κρεμασμένο. Σίγουρα ήταν ό,τι ομορφότερο είχα κλέψει ποτέ. Προσποιόμουν ότι ήταν καθρέφτης. Και άρχισα να του μιλάω, σαν να μιλούσα στον εαυτό μου. Φτου σου, ομορφάντρα μου. Τι φάτσα, τι κορμοστασιά. Τα μάτια του, δυο αναμμένα κάρβουνα που λάμπανε μέσα σε τόση μαυρίλα, πιο δυνατά κι απ’ τον Εσταυρωμένο που έστελνε απ’ την γωνιά του, πάνω αριστ��ρά, τα στίγματα στον Φτωχούλη Άγιο. Κι αυτός μου απαντούσε, ξέρεις. Έστριβε το βλέμμα του και μού ‘λεγε πόσο πολύ χάρηκε που τον πήρα εγώ. Πόσο άξιος ήμουν που κατάφερα τέτοιο κόλπο και που ήμουν ακόμα ελεύθερος. Πως είχα επιδείξει τέτοια ευφυία, που όμοιά της δεν είχε συναντήσει άλλη φορά στην πεντακοσαετή του ύπαρξη, παρά μόνο όταν ο Ελ Γκρέκο σκούπιζε απέναντί του τα πινέλα του και τον κοιτούσε ολοκληρωμένο. Από τότε, στις τόσες χιλιάδες κόσμου που πέρασαν μπροστά του, κανένας δεν ήταν αντάξιός του.»
Αναστέναξε βαθιά και ρούφηξε μια ακόμα γουλιά νερό πριν συνεχίσει.
«Στο χρόνο ο αγοραστής άλλαξε γνώμη. Γαμημένοι νεόπλουτοι. Καμία σχέση με τους παλιούς ευρωπαίους αριστοκράτες. Τσαπατσούληδες κι ανυπόμονοι. Κι έτσι έμεινα με τον πίνακα. Δεν μπορώ να πω ότι στεναχωρήθηκα. Στα δύο χρόνια άρχισα να βγαίνω πάλι έξω, για να ξαναστήσω το δίκτυό μου. Ίσως και να βρω νέο αγοραστή. Και με έβλεπε να βγαίνω και δυσφορούσε. Είχε συνηθίσει, φαίνεται, τα ταξίδια, τους ανθρώπους, τις φροντίδες. Άρχισε να γκρινιάζει. Το βλέμμα του συνοφρυώθηκε. Σου φαίνεται απίστευτο, ε; Κι όμως. Έγινε ακόμα πιο σκυθρωπός. Και τα δάχτυλά του, αχ, αυτά τα μακριά δάχτυλα, εκεί που πριν τεντώνονταν σε ικεσία προς τον Εσταυρωμένο, τώρα σφίγγονταν σχεδόν σε γροθιά, αδιαφορώντας για το κόκκινο στίγμα στην παλάμη, με μόνο το δείχτη να στρέφεται απειλητικά προς εμένα. Θυμόταν τα χέρια του Δασκάλου όταν δουλεύαν πάνω του. Πώς τον φρόντιζαν, πώς τον χάιδευαν, πώς τον ομόρφαιναν. Πώς βλαστήμαγε σε μια λάθος πινελιά. Μα, πώς την ξεχώριζε τη λαθεμένη ανάμεσα στις τόσες ακατάστατες; Τι φοβόταν; Μην δείχνω εγώ άσχημος –μου έλεγε- ή μήπως μειωνόταν η αμοιβή του; Μήπως πληττόταν η υστεροφημία του; Του φώναζα, Σκάσε! Για να σε κλείσουν σ’ ένα σκοτεινό παρεκκλήσι σ’ έφτιαχνε! Για να σε χαζεύει κάποιος χοντρομπαλάς ευγενής, ή ένας διεστραμμένος επίσκοπος! Για να σε φιλάνε σιχαμένα χείλη και να γονατίζουν μπροστά σου βαρεμένοι θρησκόληπτοι! Για να μουτζουρώνεσαι απ’ την καπνίλα των κεριών! Αλλά αντί να ησυχάζει, φούντωνε! Τι λες ανθρωπάκι, μου απάνταγε. Η κάθε παραγγελία ήταν μόνο η αφορμή. Η σπίθα που έβαζε φωτιά σε ό,τι ήξεραν οι τοτινοί, σε ό,τι τόλμαγαν να φανταστούν οι κατοπινοί. Εσύ βλέπεις το πρόσωπό μου, τα παραμορφωμένα μου χαρακτηριστικά. Δεν μπορείς να διακρίνεις τίποτα πίσω από το μαύρο. Υπάρχουν άλλοι όμως που μπορούν. Και θέλουν να δουν. Και θέλουν να δείξουν σ’ όλο τον κόσμο τι κρύβεται πίσω από τις σκοτεινές μου γωνίες. Δες αυτή την πινελιά, στ’ αριστερό μου χέρι. Γιατί είν’ αλλιώτικη απ’ τις άλλες; Τι έκανε το Δάσκαλο να πατήσει έτσι το πινέλο του πάνω μου κι όχι αλλιώς; Ξέρεις εσύ; Μπορείς να καταλάβεις; Δες την πολύτιμη υπογραφή του, σα να είναι γραμμένη σε ένα παλιόχαρτο, που πίσω του κρύβει τα μεγαλύτερα μυστήρια του κόσμου!»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Με έκανε σκουπίδι. Κάθε μέρα. Κάθε του φράση, μια ακόμα επιβεβαίωση της ασημαντότητάς μου. Ποιος είσ’ εσύ, μού ‘λεγε, που με κρατάς εδώ φυλακισμένο; Επέζησα από πολέμους, από καταστροφές, από λεηλασίες. Είδα να περνούν από μπροστά μου όλων των λογιών οι ανθρώποι. Τι νομίζεις, ότι είσαι ο πρώτος που έβαλε τ’ άνομο χέρι του πάνω μου; Υπερφίαλοι αξιωματικοί του Ναπολέοντα, ναζιστικά σκουλήκια, τσιράκια του Φράνκο… Κι εγώ να μην μπορώ να τον ξεκρεμάσω. Τι μου ζητάς; του ούρλιαζα. Σε ποιους θες να κηρύξεις την Πενία; Στο λαουτζίκο; Ήρθες καθυστερημένος! Κι άλλοι, πότε σ’ άκουσαν για να σ’ ακούσουν τώρα; Και τον άφηνα εκεί, να με ξεφτιλίζει… Γιατί ήξερα ότι είχε δίκιο. Με πλησίασαν αγοραστές, αλλά, για να τον τιμωρήσω –χα! έτσι νόμιζα!-, τους αγνοούσα. Έντεκα χρόνια όμως είναι πολλά. Σώθηκαν και οι καβάτζες μου. Και έτσι, αποφάσισα να τον… απελευθερώσω, για να μην τον κάνω τελικά κομμάτια.»
Σηκώθηκε να φύγει.
«Ε! Τα λεφτά!», του φώναξε ο άλλος. Γύρισε και τον κοίταξε, γαλήνιος.
«Αυτά; Τα -πώς τα λέτε;- προσημειωμένα;», κάγχασε και ξανάκανε προς την έξοδο, με τα χέρια ψηλά, σαν να παραδινόταν.
Ο άλλος γέλασε.
«Χα χα! Τον κακομοίρη! Νομίζει ότι είμαι μπάτσος», μονολόγησε και κάθησε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του, περιμένοντάς τον να επιστρέψει. Γρήγορα θα διαπίστωνε ότι δεν θα τον συλλάμβανε κανείς.
3 notes
·
View notes
Text
ISBN: 978-960-04-3219-0 Συγγραφέας: Chögyam Trungpa Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 258 Ημερομηνία Έκδοσης: 2006-05-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
ISBN: 978-960-04-3219-0 Συγγραφέας: Chögyam Trungpa Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 258 Ημερομηνία Έκδοσης: 2006-05-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
ISBN: 978-960-04-3219-0 Συγγραφέας: Chögyam Trungpa Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 258 Ημερομηνία Έκδοσης: 2006-05-01 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
Νίκος Καζαντζάκης, “Ασκητική”
“Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε…
View On WordPress
0 notes
Text
Ιερά Μονή Οδηγήτριας: Το «Άγιον Όρος» της Κρήτης
Η Μονή Οδηγήτριας βρίσκεται πάνω στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων Ορέων που αποτελούν το «Άγιον Όρος» της Κρήτης, αφού υπήρξαν η κοιτίδα του Χριστιανισμού (Καλοί Λιμένες) και σ’ αυτά αναπτύχθηκε πλούσια μοναστική – ασκητική παράδοση με κέντρο το Αγιοφάραγγο. Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή ιδρύθηκε από μια γυναίκα που κατοικούσε στην περιοχή Λειβαδιώτη κοντά […] Ιερά Μονή Οδηγήτριας: Το «Άγιον…
View On WordPress
0 notes
Text
Ιερά Μονή Οδηγήτριας: Το «Άγιον Όρος» της Κρήτης
Η Μονή Οδηγήτριας βρίσκεται πάνω στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων Ορέων που αποτελούν το «Άγιον Όρος» της Κρήτης, αφού υπήρξαν η κοιτίδα του Χριστιανισμού (Καλοί Λιμένες) και σ’ αυτά αναπτύχθηκε πλούσια μοναστική – ασκητική παράδοση με κέντρο το Αγιοφάραγγο. Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή ιδρύθηκε από μια γυναίκα που κατοικούσε στην περιοχή Λειβαδιώτη κοντά […] Ιερά Μονή Οδηγήτριας: Το «Άγιον…
View On WordPress
0 notes
Text
Ιερά Μονή Οδηγήτριας: Το «Άγιον Όρος» της Κρήτης
Η Μονή Οδηγήτριας βρίσκεται πάνω στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων Ορέων που αποτελούν το «Άγιον Όρος» της Κρήτης, αφού υπήρξαν η κοιτίδα του Χριστιανισμού (Καλοί Λιμένες) και σ’ αυτά αναπτύχθηκε πλούσια μοναστική – ασκητική παράδοση με κέντρο το Αγιοφάραγγο. Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή ιδρύθηκε από μια γυναίκα που κατοικούσε στην περιοχή Λειβαδιώτη κοντά […] Ιερά Μονή Οδηγήτριας: Το «Άγιον…
View On WordPress
0 notes
Text
Ιερά Μονή Οδηγήτριας: Το «Άγιον Όρος» της Κρήτης
Η Μονή Οδηγήτριας βρίσκεται πάνω στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων Ορέων που αποτελούν το «Άγιον Όρος» της Κρήτης, αφού υπήρξαν η κοιτίδα του Χριστιανισμού (Καλοί Λιμένες) και σ’ αυτά αναπτύχθηκε πλούσια μοναστική – ασκητική παράδοση με κέντρο το Αγιοφάραγγο. Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή ιδρύθηκε από μια γυναίκα που κατοικούσε στην περιοχή Λειβαδιώτη κοντά […] Ιερά Μονή Οδηγήτριας: Το «Άγιον…
View On WordPress
0 notes
Text
Ο άγιος Εφραίμ ήταν γιος ιερέα και γεννήθηκε κοντά στο Τίρνοβο, κατά τους χρόνους της βασιλείας του Μιλούτιν (περί το 1311). Από πολύ μικρός ποθούσε την ασκητική πολιτεία και όταν σε ηλικία είκοσι τριών ετών οι γονείς θέλησαν να τον παντρέψουν, εκείνος κατέφυγε σε έναν Γέροντα ασκητή, κατόπιν δε μετ... https://orthodoxia.online/giorti-simera/giorti-simera-tetarti-14-iouniou-2023-agios-efraim-patriarchis-servias/?feed_id=38714&_unique_id=648aa2c30f4a8
0 notes
Video
youtube
Kandinsky and Bauhaus
Το σεμινάριο που έκανα για την διδακτική και πνευματική προσφορά του πατέρα της αφηρημένης τέχνης #Wassily_Kandinsky στην σημαντικότερη σχολή του 20ού αιώνα, το #Bauhaus. O Kandinsky (1866-1944) έθεσε ένα εκπαιδευτικό πρότυπο που ενέπνευσε και τα μεταγενέστερα πανεπιστήμια τέχνης και πρότεινε μια χρωματική θεωρία που ενείχε μια πνευματική διάσταση και μια αντιστοιχία με την μουσική.
Το 1921, ο Kandinsky καλείται να πάει στη Γερμανία για να διδάξει στο Bauhaus της Βαϊμάρης από τον ιδρυτή του, αρχιτέκτονα Walter Gropius. Ο Kandinsky δέχεται, κι αυτή θα είναι η τρίτη του, πιο παραγωγική περίοδος. Τότε θα γράψει τα 3 βιβλία-κλειδιά για το έργο του, πολλά άρθρα, διάσημα έργα, θα δώσει διαλέξεις, θα γράψει ποιήματα. Θα ασχοληθεί ταυτοχρόνως με τα σκηνικά και το θέατρο αλλά και την μουσική. Στο Bauhaus θα ζήσει την ζωή των μεγάλων ατελιέ με στήριγμα δυο καλούς του φίλους. Τον Franz Marc κι ειδικά τον Paul Klee με τον οποίο θα έχει μια μακροχρόνια, εγκάρδια σχέση. Με τον πρώτο θα κάνει τον Μπλέ Καβαλάρη ενώ με τον δεύτερο από το 1921 και μετά θα συνεργαστούν τόσο στο Bauhaus της Βαιμάρης όσο και του Dessau.
Η περίοδος του Bauhaus είναι η πλέον ασκητική σε επίπεδο φόρμας καθώς υπάρχει μια σταδιακή γεωμετρικοποίηση των μορφών και μια εξαύλωσή τους. Υπάρχει μια έμφαση στην ακρίβεια, και την λειτουργικότητα. Υπάρχει επίσης μια ευγένεια και μια αίσθηση χιούμορ μερικές φορές. Στην τέταρτη, Παρισινή του περίοδο από το 1933 ως τον θάνατό του θα συνθέσει όλη του την πορεία και θα κάνει τα πιο βιομορφικά και ανιμιστικά του έργα.
Στο Bauhaus υπήρχε μια ατμόσφαιρα συλλογικότητας, ανοιχτές σχέσεις δασκάλων- μαθητών, κατάργηση των διαχωρισμών και ιεράρχησης των τεχνών, άνοιγμα της σκέψης, πειραματισμός και διάθεση για καινοτομίες και πρωτοπορία. Πριν πάει στην Γερμανία και διδάξει στο Bauhaus είχε βοηθήσει πάρα πολύ στις αρχές της Σοβιετικής επανάστασης την εκεί εικαστική σκηνή. Εγκατέλειψε μια λαμπρή σταδιοδρομία νομικού – δίδασκε κιόλας ��ομική- για την ζωγραφική σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Στο Bauhaus δίδασκε Στοιχεία Αφηρημένης Μορφής κι Αναλυτικό σχέδιο.
Οι θεωρίες του Kandinsky για το έργο τέχνης, το χρώμα, τις πνευματικές και αισθητηριακές του δυνατότητες σε σχέση με διάφορα σχήματα ήταν εξαιρετικά καινοτόμες για εκείνη την εποχή.. Ο Kandinsky όμως δεν προχωράει στην αφαίρεση για καθαρά αισθητικούς λόγους. Στόχος του, είναι η μύηση σε έναν πνευματικό κόσμο ενώ επηρεάζεται θεαματικά από την θεοσοφία στις θεωρίες που διατυπώνει στα βιβλία του.
0 notes