#Νουβέλα
Explore tagged Tumblr posts
vardavas · 1 month ago
Text
Νικήτας Σινιόσογλου, Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων
Νικήτας Σινιόσογλου, Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων, εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2024, ISBN: 978-618-5461-87-4. “(…) παραπαίω ως εκ μέθης (…)” [1] Ο Νικήτας Σινιόσογλου έχει έναν μοναδικό τρόπο σε κάθε βιβλίο του να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Στο νέο του βιβλίο “Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων” (εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2024), που αυτοπροσδιορίζεται ως νουβέλα, βαθμηδόν διαπιστώνουμε του…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 2 months ago
Text
Μαρία Αντωνιάδου Μαριόλη - Πύλη του ορίζοντα
0 notes
nosensepapercollage · 1 year ago
Text
Κλειώ Ιερωνυμάκη, Ο Νοικάρης, εκδόσεις Ανεμολόγιο - Άποψη
Είμαστε ιχνηλάτες αυτών που, εν θελήσει, μας διέφυγαν ή που ακόμα, γρηγοροπόδαροι, μας ξεφεύγουν. Είμαστε αφίδες που απομυζούν λέξεις, σκέψεις, αποδεικτικά πράξεων, διεκπεραιωτικά που τελεσφόρησαν κι έμειναν τα αποδεικτικά  στην καμπούρα δειπνοσοφιστή μέρ
Κλειώ Ιερωνυμάκη, Ο Νοικάρης, εκδόσεις Ανεμολόγιο, ISBN 978-618-5742-06-5, 102 σελίδες Είμαστε ιχνηλάτες αυτών που, εν θελήσει, μας διέφυγαν ή που ακόμα, γρηγοροπόδαροι, μας ξεφεύγουν. Είμαστε αφίδες που απομυζούν λέξεις, σκέψεις, αποδεικτικά πράξεων, διεκπεραιωτικά που τελεσφόρησαν κι έμειναν τα αποδεικτικά  στην καμπούρα δειπνοσοφιστή μέρμηγκα την ώρα που βυθίζεται η μέρα και δύει το…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
aluminia · 9 months ago
Note
Χαίρομαι πολύ που η Δάφνη συνεχίζει υωυ!! Νομίζω όλοι μας ελπίζουμε να καταφέρει να μάθει πως πέθανε. Μίλησε μας γενικά για τα δυνατά σημεία του κομικ σου που σου αρέσουν ΟωΟ καλή επιτυχία 💖💖💖
Ευχαριστώωω με τόσο καλό ανταγωνισμό δε περίμενα να περάσει στο δεύτερο γύρω αλλά ήταν μια ωραία έκπληξη ^_^
Παρόλο που ανεβάζω εδώ και ένα χρόνο περίπου (πλην το μεγάλο διάλειμμα) είναι τώρα που επιτέλους φτάνω στα σημεία που μου αρέσουν λολ. Καταρχάς μου αρέσει πολύ να προσπαθώ να αντιπροσωπεύσω τα χωριά των παππούδων μου, στα οποία περνάω τον μισό μου χρόνο και τα άτομα που μπορεί να συναντήσεις εκεί (στο λίγο πιο extreme καμία φορά). Ένα πλας είναι και ότι μπορώ να γράφω κουτσομπολιά για άτομα που δεν υπάρχουν χιχι.
Λατρεύω να γράφω το πώς αλληλεπιδρά η Δάφνη με την κεντρική οικογένεια, ειδικά τις σκηνές της με τον Στέλιο. Από τη μία είναι 'κείνος που έχει χάσει όλη την όρεξη για ζωή και από την άλλη η Δάφνη που θέλει να ζήσει και ας έχασε την ευκαιρία της, εκείνου του λείπουν άτομα που έχουν χαθεί και εκείνης άτομα που ζουν, γιατί ήταν αυτή που έφυγε. Στην ουσία "βάλε έναν έλληνα παππού και το φάντασμα μιας έφηβης να δίνουν ψυχολογικές συμβουλές ο ένας στον άλλο και δες τι θα γίνει". Σίγουρα μόνο καλά πράγματα.
Τέλος βρίσκω κουλ και την έρευνα που κ��νουν για να μάθουν για τη Δάφνη και τα ανάμεικτα συναισθήματα που της προκαλεί. Για μένα έχει πλάκα γιατί μπορώ να χρησιμοποιήσω ό,τι νουβέλα μυστήριου έχω διαβάσει για να φτιάξω μια πλοκή που ταιριάζει, για εκείνους δυστυχώς όχι και τόσο <3
Anyway ψηφίστε Δάφνη, οι μόνοι φίλοι της είναι ένας εξηντάρης και μια εντεκάχρονη.
10 notes · View notes
justforbooks · 3 months ago
Text
Tumblr media
Queer: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ
Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η μεταφορά στον κινηματογράφο από τον Λούκα Γκουαντανίνο της εμβληματικής νουβέλας του Ουίλιαμ Μπάροουζ «Queer» –η δεύτερη κινηματογραφική διασκευή έργου του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα μετά το συγκλονιστικό «Γυμνό Γεύμα» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ το 1991– με τον Ντάνιελ Γκρεγκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο φέρνει ξανά στην επικαιρότητα ένα βιβλίο που είχε πονέσει τόσο τον δημιουργό του και ήταν ταυτόχρονα τόσο μπροστά από την εποχή που γράφτηκε και ως θεματολογία και ως τίτλος, ώστε χρειάστηκαν 32 ολόκληρα χρόνια και τρεις «επανεγγραφές» πριν από την οριστική του έκδοση (Viking Press, 1985). Δεν ήταν μόνο η τολμηρή για τα τότε ήθη ειδικά υπόθεση –η βασανιστική προσπάθεια του Ουίλιαμ Λι, alter ego του Μπάροουζ, να απεξαρτηθεί από την ηρωίνη και να χειριστεί, ταυτόχρονα, τον ανεκπλήρωτο ερωτικό του πόθο για έναν νεότερό του άντρα, επίσης εξαρτημένο–, ήταν και οι  αναφορές στον ακούσιο φόνο της τότε συντρόφου του συγγραφέα Τζόαν Βόλμερ (Μεξικό, 6/9/1951). 
Η τραγωδία αυτή υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξή του και θα την κουβαλούσε ως βάρος δυσβάστακτο μέχρι την αποδημία του το 1997. Πρώην σύζυγος του Τζακ Κέρουακ, η Τζόαν υπήρξε «μούσα» των μπιτ και μητέρα του Ουίλιαμ Μπάροουζ Τζούνιορ, ο οποίος έμελλε να πεθάνει αλκοολικός μόλις στα 33 του, έχοντας στο μεταξύ αποκηρύξει τον διάσημο πατέρα του. Δεν ισχύει, ωστόσο, ότι κατόπιν αυτού «έγινε» ομοφυλόφιλος, καθώς η έλξη για το ίδιο φύλο και προϋπήρχε και είχε εκφραστεί, απλώς δεν είχε γίνει ακόμα συνειδητό βίωμα, κάτι που αντανακλάται στο εν λόγω βιβλίο.  
Το «Queer» κυκλοφόρησε αρχικά στην Ελλάδα το 1998 από τις εκδόσεις Πλέθρον με τον τίτλο «Αδερφή»��και το 2011 από τις εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση Γιώργου Μπέτσου, μαζί με τη μακροσκελή, αλλά πολύ κατατοπιστική εισαγωγή του συγγραφέα και εκδότη Όλιβερ Χάρις – οι ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησαν πρόσφατα για πρώτη φορά στα ελληνικά το τελευταίο μυθιστόρημα του Μπάροουζ, τις «Δυτικές Χώρες» (1987), κατακλείδα της θρυλικής «Τριλογίας της Κόκκινης Νύχτας», επίσης άχαστο!
Οι εφιάλτες της εξάρτησης και οι Ερινύες ενός σκοτεινού παρελθόντος, οι άλλοτε «υπνώττουσες» και καταπιεσμένες, αλλά ορμητικές και αψιές όταν ξεσπούν επιθυμίες, δραματικές συναισθηματικές εντάσεις που εναλλάσσονται με κωμικούς μονολόγους και τραγελαφικές φαντασιώσεις, αυταρχικές εξουσίες που απεργάζονται ολοκληρωτικά συστήματα ελέγχου, underground στέκια και φάτσες, ένα περιπετειώδες ταξίδι στη ζούγκλα του Αμαζονίου σε αναζήτηση ενός θεραπευτικού ψυχεδελικού φυτού, όλα αυτά με κύριο σκηνικό τη χαοτική, διεφθαρμένη, εγκληματική, αλλά ταυτόχρονα ηδονική και παράδοξα συμπεριληπτική Πόλη του Μεξικού τη δεκαετία του ’40 συνθέτουν το παζλ αυτού του μικρού σε έκταση, αλλά πολυεπίπεδου και πυκνογραμμένου βιβλίου που προοριζόταν για συνέχεια του «Junkie», του διασημότερου ίσως έργου του Μπάροουζ. Την πρώτη του αυτή τριλογία συμπλήρωναν οι «Επιστολές του Γιαχέ» που συνέγραψε με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μπάροουζ, το «Junkie» ήταν ένα μυθιστόρημα εθισμού, ενώ το «Queer» ένα μυθιστόρημα στέρησης. Ακριβέστερα, κατά τον Χάρις, στο πρώτο εκείνο βιβλίο ο συγγραφέας είχε τον διακόπτη της επιθυμίας κλειστό, ενώ στο δεύτερο πατημένο: «Η ανοχή του Λι στην καταπίεση των παρορμήσεών του ήταν μικρή. Οι περιορισμοί στην εκδήλωση των επιθυμιών του ήταν σαν τα κάγκελα ενός κλουβιού, σαν αλυσίδα δεμένη σε κολάρο, κάτι με το οποίο είχε εξοικειωθεί όπως εξοικειώνονται τα ζώα… Ποτέ δεν παραιτήθηκε, το βλέμμα του ήταν μόνιμα στραμμένο έξω – ήταν σε εγρήγορση, καραδοκώντας τη στιγμή που ο κλειδοκράτορας θα ξεχνούσε την πόρτα ανοικτή, που το κολάρο θα ξέφτιζε, που ένα κάγκελο θα χαλάρωνε, υποφέροντας στωικά ένα μαρτύριο που δεν το είχε διαλέξει». Φαίνεται άλλωστε πως συναισθανόταν ότι το πάθος για την ηρωίνη και το στερητικό σύνδρομο που προκαλεί η έλλειψή της στον εξαρτημένο προσομοιάζουν στο ανεξέλεγκτο, εμμονικό ερωτικό πάθος και στο σύνδρομο στέρησης από τη μη ικανοποίησή του. «Με χτύπησε ένα κύμα πόνου και απόγνωσης σαν να είχα σουτάρει στη φλέβα, εγκαταστάθηκε στους πνεύμονες και γύρω από την καρδιά μου», αφηγείται ο Λι όταν ένας άλλος Αμερικανός «αυτοεξόριστος» στην Πόλη του Μεξικού τού λέει ότι είδε πριν από κάναν μήνα στο απέναντι πεζοδρόμιο τον νεαρό αμφιφυλόφιλο σύντροφό του Γιουτζίν Άλερτον, που στην ταινία υποδύεται ο Ντρου Στάρκι.
Ακόμα όμως κι αν ο Μπάροουζ επιδίωκε να εκδώσει το «Queer» τη δεκαετία του ’50, πολύ δύσκολα θα βρισκόταν εκδοτικός οίκος πρόθυμος να τυπώσει ένα βιβλίο με τέτοια θεματολογία – η χρήση ουσιών, οι πολιτικές αιχμές και φυσικά η ομοφυλοφιλία, παράνομη ακόμα τότε στις ΗΠΑ, ήταν θέματα απαγορευτικά, πόσο μάλλον όταν συνδυάζονταν, καθώς το έντονο ψυχροπολεμικό κλίμα και ο μακαρθισμός συνέθεταν ένα ακραία αντιδραστικό κοκτέιλ. Έπειτα, αντί να υιοθετήσει τον ρόλο είτε του αναξιοπαθούντος θύματος της κοινωνίας, είτε του πρώιμου ακτιβιστή, είτε του καρτερικού ομοφυλόφιλου που θα αφόπλιζε τους επικριτές του με την καλλιέργεια και το ήθος του, όπως συνηθιζόταν μέχρι τούδε, εκείνος πρόβαλε μια πιο επιθετική, πιο αλήτικη, πιο κυνική, πιο «queer», εν τέλει, εκδοχή στο πνεύμα του Ζαν Ζενέ – η πρώτη εκείνη έκδοση του 1985 έδωσε μεγάλη αβάντα σε αυτόν τον πολύ δημοφιλή σήμερα όρο, του οποίου η πολιτική και καλλιτεχνική νοηματοδότηση ήταν ακόμα τότε στα σπάργανα: «Ο τύπος αυτός υποστηρίζει πως η αδερφή μαθαίνει να είναι ταπεινή και να ανταποδίδει το μίσος με αγάπη. Όσα λέει αρκούν να σου γυρίσουν τ’ άντερα», έλεγε για τον Ντόναλντ Γουέμπστερ Κόρι, συγγραφέα τού «Homosexual in America» (1951). «Και αν κανένας αρχίδης ηθικολόγος μού αρχίσει τα μα και μου, θα τον ψαρεύουν από το ποτάμι», κομπάζει ο Ουίλιαμ Λι, υπονοώντας ότι δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το Colt του – τα όπλα γοήτευαν πάντα τον Μπάροουζ.
Το ζήτημα του απόλυτου ελέγχου των υποκειμένων, στρατηγική επιδίωξη κάθε αυταρχικής εξουσίας ή ηγεμονίας που διατρέχει όλο το συγγραφικό έργο του Μπάροουζ, διαπλέκεται εδώ τόσο με την «επιστράτευση» ακόμα και ψυχεδελικών ουσιών από τις μυστικές υπηρεσίες των αντίπαλων υπερδυνάμεων της εποχής ΗΠΑ και ΕΣΣΔ (είχε προφανώς υπόψη τα πειράματα της CIA με το LSD στο Φορτ Ντέτρικ) όσο και με τη ματαιόδοξη απόπειρα του μυθιστορηματικού Λι να ελέγξει τον Άλερτον: «Το υπερεγώ, η υπηρεσία άσκησης ελέγχου εξαπλώνεται σαν καρκίνος με καλπάζοντα ρυθμό», γράφει. Όσο για τον Άλερτον, δεν ήταν παρά η μυθιστορηματική περσόνα του Αντελμπέρ Λιούις Μάρκερ, μεγάλου έρωτα του Μπάροουζ, στον οποίο και αφιέρωσε το «Queer». Από το οποίο, όπως είπαμε, παρά τις δυστοπίες που το διατρέχουν, δεν λείπει η ανελέητη σάτιρα: «Κατά την μπαρόκ περίοδο του σκακιού επικρατούσε η τακτική της παρενόχλησης του αντιπάλου… Μερικοί παίκτες σκάλιζαν με νήμα τα δόντια τους, άλλοι χτυπούσαν τα δάκτυλά τους κι άλλοι έκαναν φούσκες με το σάλιο τους… Σε μια παρτίδα του 1917 στη Βαγδάτη, ο Άραβας Αραχνοειδής Καϊάμ νίκησε τον Γερμανό μετρ Κουρτ Σλέμιλ σφυρίζοντας το “I’ll be around when you’re gone” σαράντα χιλιάδες φορές, και κάθε φορά άπλωνε το χέρι του προς τη σκακιέρα δήθεν για να κάνει την κίνησή του. Τελικά ο Σλέμιλ έπαθε κρίση σπασμών».
Παρότι είχε και ο ίδιος εντρυφήσει στις φιλοσοφίες της Ανατολής –αναφέρεται μάλιστα ότι έπαιρνε στα σοβαρά τη μαγεία–, δεν δίσταζε να σατιρίζει την εν λόγω «μόδα» που ήδη άρχιζε να γοητεύει μαζικά τους Αμερικανούς: «Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι και το Θιβέτ. Ψηλά στο βουνό, και γεμάτο σκατόφατσες, λάμα και γιακ. Γάλα από γιακ για πρωινό, τυρόπηγμα από γιακ για μεσημεριανό, και για βραδινό γιακ τηγανισμένο στο ίδιο του το βούτυρο, η κατάλληλη τιμωρία για ένα γιακ, αν θες τη γνώμη μου». Για να το απογειώσει στην επόμενη σελίδα: «Έχουμε λοιπόν έναν από αυτούς τους μοναχούς κι ένας καριόλης δημοσιογράφος πάει να του πάρει συνέντευξη. Ο μοναχός κάθεται και μασουλάει τους χουρμάδες του. Έπειτα από λίγο λέει σε έναν ακόλουθο: “Τράβα στο Ιερό Πηγάδι και φέρε μου έναν κουβά παρηγορικό. Θα βγάλω στη φόρα τη σοφία της Ανατολής. Και γρήγορα, να το ιδρώσεις το σωβρακάκι!” Ο δημοσιογράφος ρωτάει “Θα γίνει πόλεμος με τη Ρωσία, Μαχάτμα; Θα καταστρέψει ο κομμουνισμός τον πολιτισμένο κόσμο; Η ψυχή είναι αθάνατη; Υπάρχει θεός;” “Και πού στον πούτσο θες να ξέρω εγώ;” απαντά ο γιόγκι. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτή είναι η σοφία της Ανατολής. Ο Δυτικός πιστεύει πως υπάρχει κάποιο μυστικό να ανακαλύψει. Η Ανατολή λέει “και πού στον πούτσο θες να ξέρω;”».
Στο παράρτημα που έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας στην αμερικανική έκδοση του 1985 μάς λέει ότι ο Ουίλιαμ Λι απέτυχε τελικά να βρει το γιαχέ (γνωστό και ως αγιαχουάσκα) που θα θεράπευε την εξάρτησή του, μαθαίνει όμως ότι ήδη κάποιες αμερικανικές φαρμακευτικές εταιρείες το έχουν αγοράσει σε ποσότητες και το χρησιμοποιούν ως συστατικό διαφόρων μυοχαλαρωτικών σκευασμάτων. Ο Μπάροουζ γνώριζε σίγουρα για τις έρευνες που ήδη είχαν ξεκινήσει για ιαματικά φυτά στον Αμαζόνιο αμερικανικές πολυεθνικές, με το αζημίωτο βεβαίως, είναι ωστόσο μάλλον απίθανο –ή μήπως όχι;– να φανταζόταν ότι μισό αιώνα μετά οι έρευνες πάνω στις θεραπευτικές ιδιότητες των ψυχεδελικών θα γνώριζαν μεγάλη άνθηση έπειτα από δεκαετίες διώξεων και απαγορεύσεων, ενώ για να κάνει κάποιος συνεδρίες με αγιαχουάσκα, πεγιότ και άλλα τέτοια «ενθεογενή» δεν θα χρειαζόταν να ταξιδέψει τόσο μακριά. Μάλιστα, με τις κατάλληλες «άκρες» κι ένα γερό αντίτιμο μπορεί να τις έχει κυριολεκτικά στην πόρτα του μαζί με τον σαμάνο-καθοδηγητή, μια και έχουν γίνει συρμός στη Δύση τα τελευταία χρόνια – σε αυτές τις συνεδρίες συχνάζουν μέχρι και διψασμένα για μια κάποια «φώτιση» στελέχη πολυεθνικών!
youtube
Έχοντας δει μόνο το τρέιλερ της ταινίας, που στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες αναμένεται τον Φεβρουάριο, δεν μπορώ να ξέρω πόσο καλά θα «γράψει» στη μεγάλη οθόνη το «Queer», πάντως το εγχείρημα του Γκουαντανίνο φαίνεται πολλά υποσχόμενο, όπως και το καστ. Θα σύστηνα, ωστόσο, να έχετε διαβάσει πρώτα το βιβλίο αν δεν το έχετε υπόψη, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη ταινία αλλά και ως μια συμβολή στην ιστορία του όρου queer όπως αυτός ορίζεται σήμερα.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes · View notes
konmarkimageswords · 1 year ago
Text
Tumblr media
«Homo Aeternus» της Καίτης Βασιλάκου
Μπορεί το δημιούργημα να ξεπεράσει τον δημιουργό; Έτσι φαίνεται, τουλάχιστον στη νουβέλα της Καίτης Βασιλάκου Homo Aeternus που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις ανανεωμένης εμφάνισης εκδόσεις Τύρφη.
Ποιος όμως είναι ο Homo Aeternus, ο Αιώνιος Άνθρωπος; Παρά το όνομά του, δεν είναι άνθρωπος. Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον που περιγράφει η συγγραφέας, τα ρομπότ έχουν αντικαταστήσει τους ανθρώπους στην επιστημονική έρευνα και την παραγωγή αρχικά, αλλά κατόπιν στα πάντα. Οι άνθρωποι σταδιακά εμπιστεύτηκαν τα πάντα στα ρομπότ και, ξέροντας πως όλα θα πηγαίνουν ρολόι, αφέθηκαν. Τους παραχώρησαν τη ζωή τους. Αποσύρθηκαν από οτιδήποτε τούς έδινε νόημα, έπαψαν να εργάζονται και ξαναέγιναν μωρά που θέλουν μόνο να τρώνε και να διασκεδάζουν. Στην αρχή, υπηρέτησαν αποκλειστικά την τέχνη – σταδιακά όμως εξέλιπε κι αυτή. Η εξελικτική τους πορεία οπισθοδρόμησε: γίνονταν ολοένα πιο μαλθακοί μέχρι που σιγά σιγά γύρισαν πάλι στην πρωτόγονη εποχή. Χωρίς πνευματικά και διανοητικά κίνητρα, επέτρεπαν στα συναισθήματά τους να τους σύρουν και να τους άγουν, την ίδια ώρα που οι γνωστικές τους ικανότητες εξέπιπταν: ξέχασαν ακόμη και τη γραφή ή την ανάγνωση – και ούτε υπήρχε τρόπος να τις ξαναμάθουν. Ολίσθησαν στην παρακμή και εντέλει στον αφανισμό…
Από την άλλη, τα ρομπότ θριάμβευαν ολοένα. Ήταν άφθαρτα, κατακτούσαν διαρκώς νέες γνώσεις, εμβάθυναν στις ήδη υπάρχουσες, κυρίως όμως ζούσαν μια ζωή όλο τάξη που διεπόταν από τη λογική – άρα και από την ��θική, αφού το ηθικό είναι λογικότερο από οτιδήποτε για να κυλούν όλα ομαλά. Στο πλαίσιο λοιπόν της ηθικής, τα ρομπότ προστάτευαν τους ανθρώπους που είχαν περιέλθει σε παρακμή, εξυπηρετώντας τη διαβίωσή τους με τους καλύτερους δυνατούς όρους – ένα εύρημα της Βασιλάκου που προφανώς απηχεί τους νόμους της ρομποτικής, όπως τους θέσπισε ο μετρ της επιστημονικής φαντασίας Ισαάκ Ασίμωφ στο έργο του.
Όσο όμως κι αν κατακτούσαν γνώση, υπήρχε μια τεράστια περιοχή για την οποία είχαν πλήρη άγνοια. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από τον κόσμο των ανθρώπινων συναισθημάτων. Το ρομπότ-πρωταγωνιστής, ο Ρωμαίος, μαζί με άλλα ρομπότ, πειραματίστηκαν αρχικά με ορισμένα θετικά συναισθήματα (όπως η χαρά), την ένταση των οποίων μπορούσαν να καθορίσουν. Ήταν όμως τόσο δυσβάσταχτη, αν όχι αφόρητη, η υπέρβαση στην οποία τα συναισθήματα ωθούσαν τους επεξεργαστές τους, που διέγραφαν αμέσως τα πειράματα από τη μνήμη τους. Μέχρι που ο Ρωμαίος αποφάσισε όχι μόνο να μην τα διαγράψει, αλλά να συνεχίσει να πειραματίζεται με πολλά περισσότερα συναισθήματα, ακόμη και αρνητικά. Και δεν ήταν το μοναδικό ρομπότ που το έκανε αυτό.
Αρχικά, τα άλλα ρομπότ προέβαλαν μεγάλη ένσταση. Στις εισηγήσεις του Ρωμαίου και των λοιπών ρομπότ που δεν ήθελαν να σταματήσουν να πειραματίζονται, ήταν ανένδοτα – και για να ληφθεί μια απόφαση στον κόσμο τους έπρεπε να υπάρχει απόλυτη απαρτία. Σταδιακά όμως τα ποσοστά υπέρ των πειραμάτων αυξάνονταν, μέχρι που έμεινε ένα μικρό μόλις ποσοστό ρομπότ που τα απέρριπτε. Και το ποσοστό αυτό έφυγε από τον πλανήτη για να εξελιχθεί σε ένα άλλο, ακόμη καλύτερο είδος, τον Homo Optimus.
Όσο για τον Homo Aeternus που έμεινε στη Γη, αρχικά πειραματίστηκε τόσο πολύ με τα θετικά συναισθήματα που απέκτησε εθισμό. Αλλά και τα αρνητικά συναισθήματα τον βοήθησαν να κατανοήσει και να εκτιμήσει την ανθρώπινη τέχνη που μέχρι τότε του ήταν ακατανόητη. Έπειτα, ακολούθησε την πορεία του ανθρώπου: έγινε έρμαιο των συναισθημάτων τα οποία επέτρεψε να τον κυριεύσουν. Αποτέλεσμα; Το χάος. Η τάξη έμοιαζε να μην έχει νόημα, η ζωή μετατράπηκε σε δυσβάσταχτο βάρος, η ματαιότητά της αποκαλύφθηκε και τίποτα δεν μπορούσε να δουλεύει όπως πριν…
Η νουβέλα της Καίτης Βασιλάκου θέτει καίρια ερωτήματα σε πάρα πολλά επίπεδα: προς τα πού οδηγείται ο κόσμος μας γενικά και ο άνθρωπος ειδικότερα; Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε για μια κυριαρχία των ρομπότ; Πόσο έτοιμοι είμαστε να εγκαταλείψουμε καίριες συνιστώσες της φύσης μας στον βωμό της καλοπέρασης; Ποια είναι η σημασία των συναισθημάτων; Της τέχνης; Πρέπει να είμαστε περισσότεροι λογικοί και λιγότερο συναισθηματικοί; Αυτό θα βοηθούσε την ηθική μας υπόσταση; Μήπως μετατρεπόμαστε οι ίδιοι σε ρομπότ; Ποια είναι η φυσική νομοτέλεια των πάντων; Τι σημαίνει να ζεις για πάντα; Πότε και πώς εξαντλείται η γνώση;…
Ερωτήματα οικεία και ανοίκεια διαπερνούν τον νου του αναγνώστη σαν διάπυρες σφαίρες, με αφορμή τον Homo Aeternus που μας βάζει να προβληματιστούμε για την ίδια τη φύση μας, για το μέλλον μας, για την κατεύθυνση του κόσμου μας. Μια σημαντική και εξαιρετικά καλογραμμένη, αρκετά δυστοπική νουβέλα που πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστεί.
(Κριτική του βιβλίου: Χριστίνα Λιναρδάκη)
2 notes · View notes
xionisgr · 21 days ago
Text
ISBN: 978-960-615-561-1 Συγγραφέας: Βιδάλης Γιώργος Εκδότης: Αρμός Σελίδες: 244 Ημερομηνία Έκδοσης: 2023-01-27 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
a078740849aposts · 21 days ago
Text
ISBN: 978-960-615-561-1 Συγγραφέας: Βιδάλης Γιώργος Εκδότης: Αρμός Σελίδες: 244 Ημερομηνία Έκδοσης: 2023-01-27 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
stmol · 2 months ago
Text
Γιατί τώρα πια  είχα μια απασχόληση - ανόητη και άσκοπη, αν θέλετε, αλλά δική μου, που μου έδινε τη δυνατότητα να εκμηδενίζω το Μηδέν που με έπνιγε. | Τσβάιχ Στέφαν
Αξιοσημείωτα του βιβλίου “Σκακιστική Νουβέλα” του Τσβάιχ Στέφαν -Οι άνθρωποι που διακρίνονται από μια μονομανία που είναι καρφωμένοι σε μια έμμονη ιδέα, ασκούσαν ανέκαθεν μια έλξη πάνω μου. Γιατί όσο πιο περιορισμένοι είναι τα όρια ενός πνεύματος, τόσο απ΄την άλλη φτάνει ν΄αγγίζει το Άπειρο. Αυτοί οι άνθρωποι οι φαινομενικά περιθωριακοί και απόβλητοι, χτίζουν με τα δικά τους παράξενα υλικά, σαν…
0 notes
rulinarulina · 4 months ago
Text
‘Οι δύο σκύλοι’ στο Θέατρο Αλκμήνη
‘Οι δύο σκύλοι’ στο Θέατρο Αλκμήνη 13/10/2024 Βασισμένο στην αριστουργηματική νουβέλα «Ο διάλογος των σκύλων» του Μιγκέλ ντε Θερβάντες Από 2 Νοεμβρίου στο Θέατρο Αλκμήνη Εισιτήρια: www.more.com/theater/oi-dyo-skyloi/ Στον Οδυσσέα και στον Κιχώτη, σε δύο σκύλους που γαβγίζουν, ξύνονται, μαλώνουν, γλείφονται, παίζουν και… μιλούν ανθρώπινα, μεταμορφώνονται ο Ιβάν Σβιτάιλο και ο Πήτερ Ραντλ από 2…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
vardavas · 6 months ago
Text
Μια μιλιά με άρωμα Κρήτης
[Για το βιβλίο της Στέλλας Χαιρέτη, Της Λένης η μ(i)λιά, εκδόσεις νήσος, Αθήνα 2024] Στέλλα Χαιρέτη, Της Λένης η μ(i)λια, εκδόσεις νήσος, Αθήνα 2024, ISBN: 978-960-589-218-0. Η Στέλλα Χαιρέτη χτίζει το αφηγηματικό της σύμπαν με έρμα και βασικό εργαλείο το εύρημα των τριών μονολόγων. Με αυτόν τον εξαιρετικά επιτυχημένο τρόπο, ειδολογικά και υφολογικά, η νουβέλα σφυρηλατείται μέσω τριών…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 1 year ago
Text
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
labookaracha · 5 months ago
Text
Tumblr media
Το saudade (σαουντάντου στα πορτογαλικά, σαουντάτζι στα βραζιλιάνικα) είναι ένας αμετάφραστος πορτογαλικός όρος που περιγράφει μια συναισθηματική κατάσταση ανάμεικτης νοσταλγίας και μελαγχολίας. Στον πυρήνα του saudade υπάρχει ο πόθος για κάτι ή για κάποιον που είναι απών, και που πιθανότατα δεν ήταν ποτέ παρών, είναι μια αίσθηση τόσο πραγματική όσο και μεταφυσική.
Ο ήρωας του βιβλίου του Αντόνιο Ταμπούκι, ο δημοσιογράφος Περέιρα, μένει στην οδό Σαουντάντε 22. Η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται στο διάστημα ενός πολύ ζεστού καλοκαιριού στα τέλη της δεκαετίας του 1930, και πιο συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1938, μια χρονιά πριν η λαίλαπα του ναζισμού αρχίσει να καταπίνει ολόκληρη την Ευρώπη και βυθίσει τον κόσμο στο χάος και το σκοτάδι.
Το προφανές είναι πως η μελαγχολία και η νοσταλγία για το παρελθόν, για την γενικότερη αίσθηση του παρελθόντος, που καταδυναστεύει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας μας είναι μια προοικονομία για το τέλος του κόσμου μας όπως τον ξέραμε και το οποίο θα έρθει βίαια λιγότερο από ένα χρόνο μετά.
Υπάρχουν όμως και πράγματα που δεν είναι τόσο προφανή σε αυτό το μικρό βιβλίο.
Ο Ταμπούκι καταφέρνει μέσα σε 200 μόλις σελίδες να ζωγραφίσει τόσες πολλές εικόνες, να ταξιδέψει τον αναγνώστη σε τόσες διαφορετικές εποχές, να δημιουργήσει τόσα συναισθήματα, να σπείρει στην καρδιά του ευαίσθητου προσκυνητή της συνηθισμένης αυτής φαινομενικά ιστορίας τόσες αμφιβολίες, καταφέρνει να μιλήσει για τόσα πολλά πράγματα με τόσο λίγες λέξεις, κάθε λέξη, κάθε πρόταση μοιάζει τόσο καλοδουλεμένη, σαν ένα έπιπλο που ο μαραγκός το έχει δουλέψει προσεκτικά με τα χέρια του, το έχει γυαλίσει με το γυαλόχαρτο, το έχει λουστράρει, το κοιτάει από κάθε μεριά προσπαθώντας να βρει και την πιο μικρή ατέλεια, και συνεχίζει να του δίνει όλη του την αγάπη μέχρι να το παρουσιάσει στον πελάτη που το παρήγγειλε και να το αποχωριστεί σαν κομμάτι από τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως ακριβώς έκανε ο μαστρο-Ζαχαρίας στην ομώνυμη νουβέλα του Ιουλίου Βερν που έβαζε σε κάθε ρολόι που έφτιαχνε ένα κομμάτι από την ψυχή του.
Ψυχή.
Είχα γράψει κάποτε, μια περίοδο που στοχαζόμουν πάνω στην ύπαρξη και την ουσία της ψυχής, χωρίς να εμβαθύνω πραγματικά διαβάζοντας σχετικά κείμε��α, είχα γράψει λοιπόν πως η ψυχή είναι η ψευδαίσθηση που κάνει ανεκτές όλες τις υπόλοιπες.
Δεν ξέρω αν αυτό που έγραψα κρύβει όντως κάποια αλήθεια, αν κρύβει κάποια αφετηρία ψηλάφισης της έννοιας και της ύπαρξης ή όχι της ψυχής, αλλά εμένα μετά από τόσα χρόνια μου ακούγεται κάπως παρηγορητικό. Ίσως το να παρηγοριέται κανείς να φέρνει σε κάποιου είδους συμβιβασμό, αλλά όπως λέει και ο Άμος Οζ, "συμβιβασμός σημαίνει να βρεις μια λύση η οποία δεν θα κάνει καμιά πλευρά ευτυχή, αλλά θα επιτρέψει και στις δύο πλευρές να ζήσουν".
Στην προκειμένη περίπτωση ποιες είναι οι δύο πλευρές?
Ο Φερνάντο Πεσσόα, η αύρα του οποίου αιωρείται πάνω και μέσα σε όλο το βιβλίο, συμβουλεύει, "να είσαι πληθυντικός, όπως το σύμπαν". Και όπως ανακαλύπτει ο Περέιρα, στην αρχή με κάποια δυσφορία αλλά στη συνέχεια με κάποια ανακούφιση, κρύβουμε πολλούς εαυτούς οι οποίοι συνυπάρχουν, οι περισσότεροι κοιμώμενοι μια ευδαιμονική χειμερία νάρκη, χωρίς πιθανότατα να μας ενοχλήσουν ποτέ, ενώ κάποιοι άλλοι διεκδικούν κατά καιρούς τον απόλυτο ή μερικό έλεγχο στις πράξεις και τις σκέψεις μας.
Αν κάτι μένει από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, που εμένα με άφησε κυριολεκτικά κάγκελο τελειώνοντάς το, είναι αυτή η αίσθηση του saudade, μια θλίψη, μια μελαγχολία, μια νοσταλγία για κάτι που δεν ξέρουμε τι είναι, για κάτι που δεν ξέρουμε ότι είχαμε, για κάτι που δεν ξέρουμε αν και πότε το χάσαμε, μια σύνδεση με κάτι εξώκοσμο, κάτι πραγματικό όσο και φανταστικό ταυτόχρονα.
Σαν την ψυχή.
18.09.24
1 note · View note
alexpolisonline · 5 months ago
Text
0 notes
justforbooks · 6 months ago
Text
Tumblr media
Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι συγγραφείς −βλέπε Φραντς Κάφκα− συνηθίζουν να αποκηρύσσουν κείμενά τους, τα οποία εκδίδονται μετά θάνατον και πολλές φορές φτάνουν να θεωρούνται συνώνυμα του εμβληματικού κύρους τους, ακόμα και σήμα κατατεθέν τους. Στην περίπτωση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η συγκεκριμένη νουβέλα ήταν από τα κείμενα που δεν θέλησε να δημοσιεύσει ο ίδιος, αλλά που οι απόγονοί του αγάπησαν ιδιαίτερα και έτσι αποφάσισαν να εκδώσουν. Σε αντίθεση, όμως, με την άρνησή του να εκδώσει το κείμενο, ο Νομπελίστας δεν το κράτησε κρυφό, παρά συνήθιζε να διαβάζει μεγαλόφωνα κάποια αποσπάσματα σε φίλους και σε κλειστό κύκλο, όπως κατά την παρουσίασή του στη Μαδρίτη, ενώ είχε δεχτεί να δημοσιευτεί ένα κεφάλαιο από το βιβλίο στην «El Pais». Ίσως παραπάνω διασκεδαστική και ερωτική για τα δικά του μέτρα, η συγκεκριμένη νουβέλα διατηρεί, ωστόσο, ατόφια τη μαγική γραφή του Μάρκες. Η ιστορία αναφέρεται στις περιπέτειες της Άνα Μαγκνταλένα Μπαχ, μητέρας δυο παιδιών, η οποία ζει έναν κατά τα άλλα ευτυχισμένο γάμο με τον πρώτο και μοναδικό έρωτα της ζωής της, αλλά το ασυνείδητό της τής επιφυλάσσει διάφορες εκπλήξεις. Η αφορμή δίνεται με την επίσκεψή της στο νησί όπου είναι θαμμένη η μητέρα της, το οποίο μετατρέπεται από σημείο θανάτου και θλιβερής εξοικείωσης σε μέρος ερωτικών φαντασιώσεων και εξορμήσεων, δίνοντας για μια ακόμα φορά στον Μάρκες την ευκαιρία να συνδέσει την πραγματικότητα με το φανταστικό, τα ονειρικά μέρη με τις πιο απτές και οδυνηρές πτυχές της καθημερινότητάς μας. Περίπου, δηλαδή, σαν τον τρόπο με τον οποίο επιδρά στον ανθρώπινο ψυχισμό ο Αύγουστος, ένας μήνας ερωτικών συνειρμών και πολλές φορές ανατρεπτικών εικόνων, που δεν έπαψε ποτέ να συνοδεύει με τρόπο διαφορετικό τις αναμνήσεις μας.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
4 notes · View notes
christiannasiachou · 7 months ago
Text
Audrey Hepburn: Το κορίτσι με τα 1000 πρόσωπα παραμένει ακόμη κομψή και διαχρονική έμπνευση
Το little black dress, τα μαργαριτάρια, τα υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου και η παράλογα μακριά τσιγαροθήκη της Audrey Hepburn έχουν γράψει την δική τους ιστορία.
Το Breakfast at Tiffany’s – η ταινία που βασίζεται στη νουβέλα του Truman Capote του 1958 – έχει γίνει πιο διάσημη για την οπτική της, τα σημαίνοντα της κομψής και μοντέρνας θηλυκότητας της Νέας Υόρκης, παρά για την πραγματική της ιστορία ή τους χαρακτήρες της.
Μια αμερικανική ρομαντική κωμωδία με πρωταγωνίστρια τη Βρετανίδα ηθοποιό Audrey Hepburn, μια εκκεντρική κοπέλα στη Νέα Υόρκη της εποχής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έχει δημόσιες σχέσεις με διάσημους ανθρώπους, δημιουργεί προβλήματα, ραγίζει καρδιές, ενώ παράλληλα αρχίζει να ερωτεύεται έναν συγγραφέα με ανήσυχο πνεύμα. Η ταινία Truman Capote του 1958, ήταν υποψήφια για πέντε Όσκαρ και κέρδισε δύο, ενώ με τη μουσική, συμπεριλαμβανομένου του υπέροχου “Moon River”, ήταν υποψήφια για έξη Βραβεία και κέρδισε πέντε Γκράμι.
Η ταινία έμεινε στην ιστορία όχι τόσο για την ιδιαίτερη πλοκή ή τους χαρακτήρες της ταινίας, αλλά για την προβολή του fashion icon της μοναδικής κομψότητας, ρομαντικής και παράλληλα μοντέρνας θηλυκότητας της δεκαετίας του 60 στη Νέα Υόρκη. Το θρυλικό «little black dress» σχεδιάστηκε για την ιδιαίτερη και ξεχωριστή προσωπικότητά της Audrey από τον κορυφαίο Γάλλο Hubert de Givenchy. H Audrey χαρακτήρισε τον Givenchy ως τον «καλύτερο της φίλο», ενώ ο ίδιος την αποκαλούσε «αδελφή» του. Το υπέροχο μαύρο φόρεμα αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά ενδύματα του εικοστού αιώνα, ενώ στην ταινία η Audrey το συνδυάζει με ένα ασορτί ζευγάρι γάντια μέχρι τον αγκώνα και ένα μαργαριταρένιο κολιέ που κατασκευάστηκε από το Γάλλο κοσμηματοπώλη Roger Scemama στενό συνεργάτη του Givenchy. Μεγάλα σκούρα γυαλιά ηλίου ολοκλήρωναν το σύνολο. Η εμφάνιση της τότε αποθεώθηκε ως «μοναδικά θηλυκή» και «παριζιάνικη», ενώ η φήμη που απέκτησε το μικρό μαύρο φόρεμα ήταν τόσο μεγάλη που ακόμη και σήμερα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γυναικείας γκαρνταρόμπας.
Η λάμψη της προσωπικότητας της Hepburn είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της μόδας. Τα ρούχα της στην οθόνη αλλά και εκτός θεωρούνται τα πιο διαχρονικά στην ιστορία του 20ου αιώνα. Σκηνές από το Breakfast at Tiffany’s έχουν κοσμήσει χιλιάδες τοίχους δωματίων νεαρών κοριτσιών, ενώ πολλά ρούχα από τις ταινίες της, όπως το μαύρο «polo neck» σήμερα γνωστό ως ζιβάγκο στο Funny Face (1957), θεωρούνται πλέον ο ορισμός του iconic.
Στην ταινία Roman Holiday (1953) η ηθοποιός πρωταγωνιστεί δίπλα στον Gregory Peck και υποδύεται μία πριγκίπισσα που εγκαταλείπει τα καθήκοντα της για να ζήσει υπέροχες στιγμές στη Ρώμη. Η απαράμιλλη κομψότητα της Audrey με μπλούζα και φούστα καμπάνα σφιγμένη ψηλά στη μέση, δημιούργησε μια υπέροχη θηλυκή σιλουέτα που κυριολεκτικά σκλάβωνε την οθόνη.
Παρόλο που Audrey αγαπούσε τις τιάρες συχνά εμφανίζεται με στέκες με φιόγκους, αλλά και απλές λευκές κορδ��λες
Λάτρευε τα μαντήλια τόσο στην οθόνη όσο και στη ζωή για λαμπερές εμφανίσεις. Σε πολλές σκηνές των Funny Face, Breakfast at Tiffany’s και Charade (1963) τα μεταξωτά της μαντήλια συνδυασμένα με δερμάτινα γάντια και γυαλιά ηλίου αναμφισβήτητα κάνουν θραύση!
Μια ακόμη διαχρονική εμφάνιση της Hepburn είναι τα παντελόνια στυλ gingham σε μονόχρωμες μπλε και ροζ αποχρώσεις συνδυασμένα με απλά φλατ παπούτσια. Με αυτήν την εμφάνιση προτιμούσε να φωτογραφίζεται με σκύλους και άλλα ζωάκια όπως το αγαπημένο της ελάφι Pippin.
Αγαπημένα της παπούτσια οι μπαλαρίνες και αναμενόμενο λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αγάπη της για το χορό και το όνειρο της να γίνει χορεύτρια μπαλέτου.
Στη γαλλική ταινία Two for the Road (1967) πρόσφερε φανταστικές ενδυματολογικές στιγμές. Εδώ η Hepburn ντύνεται με αγαπημένους σχεδιαστές όπως Paco Rabanne και Mary Quant, σε μοναδικές casual εμφανίσεις με κόκκινο τοπ, τζιν και αθλητικά παπούτσια.
Αν και η Χέπμπορν λάτρευε τις ελκυστικές εμφανίσεις με εφαρμοστές μπλούζες που συχνά έδενε στη μέση, παράλληλα λάνσαρε και τα φαρδιά λευκά ανδρικά πουκάμισα.
Η εμφάνιση της Hepburn στα Βραβεία Όσκαρ το 1954, όπου κέρδισε την Α’ Γυναικεία Ερμηνεία, με το λευκό δαντελένιο φόρεμά Givenchy και το παιχνιδιάρικο κοντό της κούρεμα σηματοδότησε τις εμφανίσεις στο κόκκινο χαλί για τις επόμενες δεκαετίες.
Ακολούθησε ο δεύτερος γάμος της το 1969 με τον Ιταλό ψυχίατρο Andrea Dotti όπου φορούσε ροζ μίνι φόρεμα με ψηλό λαιμό, ασορτί μαντίλα και μανίκια με τελείωμα σαν λουλούδια.
Στα τελευταία της χρόνια, η Χέπμπορν εμφανίζεται με παντελόνια σε απλή γραμμή, πουκάμισα και απλά πουλόβερ. Μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας της ταινίας Always το 1989, η Hepburn διοχέτευσε όλη την ενέργειά της ως πρέσβειρα της UNICEF για τα παιδιά που υπέφεραν από ασθένειες και πείνα συγκεντρώνοντας σημαντικά χρηματικά ποσά για την οργάνωση μέχρι το θάνατό της το 1993.
0 notes