Tumgik
Text
Σκουριασμένος εφιάλτης
Ο Μαρκ οδηγούσε για αρκετή ώρα μετά την κηδεία της μητέρας του. Θα πήγαινε να συναντήσει τον αδερφό του σε ένα πολύ ιδιαίτερο σημείο· είχε χαραχτεί βαθιά στην μνήμη τους. Συνήθιζε να τους πηγαίνει εκεί η μητέρα τους όταν ήταν μικροί και οι δυο τους. Μα η μητέρα τους ήταν νεκρή πλέον. 50 ετών· οι γιατροί δεν είχαν καμία απάντηση, καμία ερμηνεία για το πως πέθανε. Αυτό το έκανε ακόμα πιο φρικτό.  Ο Μαρκ είχε φτάσει έξω από το πάρκο, μα δεν είχε βγει ακόμα από το αμάξι του. Κοίταγε με βλέμμα απλανές τον έρημο δρόμο που βρισκόταν πολλά χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Σκεφτόταν βαθιά. Αναρωτιόταν για ποιο λόγο. Αναρωτιόταν γενικά για την ζωή, για το ότι οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν· για ποιο λόγο ζουν μέχρι να πεθάνουν.  Άνοιξε την κοντή σκουριασμένη πόρτα του πάρκου και κίνησε προς τον αδερφό του. Στο ένα χέρι του κρατούσε ένα ιρλανδικό ουίσκι και στο άλλο τις στάχτες της μητέρας του. Περπάταγε στον πλακόστρωτο στενό δρόμο και το φως του ήλιου που έδυε διαπερνούσε τα πυκνοφυλλομένα δέντρα· οι ακτίνες χτυπούσαν το πρόσωπο και το στήθος του. Λειτουργούσαν υποκατάστατα, τον γλύκαιναν όσο μπορούσαν, μα δεν έλιωναν τους αιχμηρούς σταλαγμίτες μέσα του.  Τον είδε. Καθόταν στο παγκάκι που κάθονταν μικροί με την μητέρα τους. Τους έπαιρνε παγωτά και χάζευαν τον ατελείωτο ωκεανό. Δε του μίλησε, τον άγγιξε στην πλάτη και κάθισε δίπλα του χωρίς να τον κοιτάξει.  Δεν έμοιαζαν καθόλου. Ο ένας ξανθός με μπλε μάτια και ο άλλος Αφροαμερικάνος . Ήταν και οι δυο τους υιοθετημένοι. Πάντα τους το έλεγε: ''Μπορεί να μην μοιάζετε, αλλά σας αγαπάω το ίδιο. Μπορεί να μη σας γέννησα, αλλά σας αγαπώ σαν να το έκανα.'' Οι μνήμες αυτές τους σκότωναν. Ο Τζέικ δάκρυζε πάλι.  Ο Μαρκ άνοιξε το βάζο και έπιασε μια χούφτα στάχτη. Πρόσφερε μία και στον Τζέικ. Σηκώθηκαν και οι δύο, κοίταξαν ο ένας τα μάτια του άλλου, πρησμένα και κόκκινα , και άφησαν την στάχτη σιγά - σιγά να στροβιλίζεται στον μπερδεμένο άνεμο.  Ο Τζέικ έπιανε το πρόσωπό του με την χούφτα του για να πνίξει το κλάμα του, δεν ήθελε να το κάνει πιο δραματικό. Ακόμα και οι στρατιώτες που έχουν μοιράσει τον θάνατο μπορούν να κλάψουν αντίκρυ σ'αυτόν.  Ο Μαρκ άνοιξε το ουίσκι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Το ένιωσε να κατεβαίνει γλυκά καθώς ζέσταινε το στέρνο του. Άπλωσε το χέρι του στον Τζέικ και εκείνος έπιασε το μπουκάλι.  «Για την μάνα.» είπε ήρεμα και ήπιε.  «Μιλήσαμε χθες το μεσημέρι. Της είπα ότι θα παντρευτώ με την Μπέατρις και χάρηκε... Αλήθεια, χάρηκε πολύ.» έκλαιγε «Μου έδωσε και το μενταγιόν της για να της το δώσω... Αυτό με το μεγάλο ρουμπίνι...» πήρε ανάσα «Ήταν το αγαπημένο της.» ... και ξέσπασε σε λυγμούς.  Ο Τζέικ τον αγκάλιασε σφιχτά και ο Μαρκ ανταπέδωσε. Έκλαιγαν και οι δυο τους γοερά· δεμένοι. Έμοιαζε λες και το να έχει κανείς το ίδιο αίμα με κάποιον δεν είχε καμία απολύτως σημασία.  Από στιγμή σε στιγμή θα νύχτωνε. Ο Μαρκ και ο Τζέικ ήταν έτοιμοι να φύγουν όταν...  «Παιδιά...» ήταν ο πατέρας τους «πως είστε;»  Δεν του απάντησε κανείς από τους δύο και μίλησε ξανά.  «Τζέικ πως τα πας με το μετατραυματικό σου στρες;»  «Καλά.» απάντησε ψυχρά.  «Μαρκ όλα καλά στην εταιρία;»  «Όλα είναι υπέροχα.» Ο Μαρκ δεν άντεξε να μην γίνει καυστικός.  «Παιδιά...Δώστε μου μία ευκαιρία· έχω αλλάξει.»  «Τζέικ λες να του δώσουμε μία; Ναι, σαν αυτή που του έδωσε η μαμά... Και μετά να μας σπάσει στο ξύλο... Πάντα ήθελα να μου σπάσουν πράγματα· χέρι, κλείδα, πλευρά... Τι λες Τζέικ;» ο Μαρκ ετοιμαζόταν να ξεσπάσει.  «Μαρκ το ξέρεις ότι ήταν γυναίκα μου...»  «Ακριβώς, ήταν! Την κακοποίησες και σε χώρισε! Και τώρα είναι νεκρή... Δε σε δέχτηκε ποτέ πίσω και δεν πρόκειται να το κάνω ούτε εγώ!» ο Τζέικ δυσκολευόταν να κρατηθεί.  Ο πατέρας έσκυψε  το κεφάλι και άνοιξε πάλι το στόμα του, αλλά τον πρόλαβε ο Μαρκ. «Δε χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο. Ούτε είσαι κομμάτι στις ζωές μας, ούτε πρόκειται να γίνεις ξανά. Μη κουράζεσαι λοιπόν.  «Το δέχομαι. Αλλά πρέπει να ξέρετε πως έχω μετανιώσει για όλα. Το μόνο που θέλω είναι κάτι δικό της, να μου θυμίζει πως κάποτε με αγαπούσε όσο και εγώ αυτή.»  «Σαν τι;» ρώτησε σαρκαστικά ο Τζέικ.  «Την μέρα που σας υιοθετήσαμε της είχα αγοράσει ένα κολιέ. Χρυσό, με ένα μεγάλο Ρουμπίνι... ήταν το αγαπημένο της, μόνο αυτό θέλω. Να θυμάμαι πως της προσέφερα κάτι με αξία.»  «Θα κόστιζε πολλά ε; Δε θα πάρεις τίποτα γέρο. Το έδωσε σε εμένα. Φύγε τώρα!»  «Όχι!» γρύλισε ο πατέρας και έβγαλε ένα όπλο από την τσέπη της καμπαρντίνας του. «Δεν φεύγω, ούτε εγώ, ούτε εσείς.»  Ο Μαρκ ταράχτηκε, μα ο Τζέικ παρέμεινε ψύχραιμος, περιεργαζόταν με την περιφερειακή του όραση το περιβάλλον· έψαχνε τρόπους να τον αφοπλίσει.  «Μην κουράζεσαι Τζέικ. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγετε από αυτό. Ήμουν στρατιωτικός γιατρός 35 χρόνια, ξέρω να κινούμαι καλύτερα από τον καθένα, για αυτό έμεινα ζωντανός.»  «Τι λες;» ρώτησε ταραγμένος ο Μαρκ.  «Πάντα σε θεωρούσα βλάκα Μαρκ και κωλόφαρδο που σε μαζέψαμε από το ορφανοτροφείο. Και τους δυο σας για την ακρίβεια. Αλλά τώρα μιλάμε οι άντρες, στρατιώτης σε στρατιώτη και επειδή είσαι και φλώρος βούλωσε το. Εντάξει;» Η φωνή ακουγόταν πιο αληθινή πλέον, πιο άχρωμη.  «Ποτέ δε μας ήθελες, ε;» τον ρώτησε ο Τζέικ.  «Όχι.» απάντησε ψυχρά «Για την μητέρα σας το έκανα. Δε μπορούσε να κάνει παιδιά οπότε σας υιοθετήσαμε. Για αυτή τα έκανα όλα, αφού σας αγαπούσε σας συμπεριφερόμουν και εγώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μόνο αυτή με ένοιαζε!» χαμογέλασε σαρκαστικά προς τον Μαρκ.  «Είσαι άρρωστος!» μίλησε πάλι ο Τζέικ.  «Τρελός είναι!» αντιμίλησε νευριασμένος ο Μαρκ.  «Μπράβο Μαρκ, είπες κάτι σχεδόν σωστά. Ήμουν τρελός, μέχρι χθες το βράδυ.»  «Τι εννοείς;»  «Βλέπετε αγαπούσα πολύ την μητέρα σας, σαν τρελός. Αυτή όμως άρχισε να δίνει περισσότερη αγάπη σε εσάς παρά σε μένα. Και αυτό ήταν άδικο, της είχα δώσει όλα όσα ήθελε. Έτσι ξεκίνησα να πίνω... Πέρασαν λίγα χρόνια που κρατιόμουν να μη ξεσπάσω σε κανέναν απ' τους τρεις σας. Ως που ένα βράδυ δεν άντεξα άλλο, μέθυσα και την χτύπησα... τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Μέχρι προχθές. Το πείρα πολύ εγωιστικά. Παρά τα περιοριστικά μέτρα πήγα στο σπίτι της και της έδωσα μία τελευταία ευκαιρία να με δεχτεί, πίσω παρά τις τόσες απορρίψεις όλα αυτά τα χρόνια..»  «Τι εννοείς τελευταία ευκαιρία;» και οι δύο σαστισμένοι.  «Μαρκ, Τζέικ, μπροστά σας στέκεται ο δολοφόνος της μητέρας σας!»  «Σκάσε! Ψεύτη! Στο νοσοκομείο είπαν ότι πέθανε από φυσικά αίτια!» ο Μαρκ του φώναζε.  «Σταμάτα μικρέ, ήμουν και στρατιώτης και γιατρός! Θυμάσαι; Ξέρω ουσίες και δηλητήρια που κάνουν καλές δουλειές, αθόρυβα και ύπουλα.» γάβγισε.  «Θα σε σκοτώσω μπάσταρδε!» φώναξε ο Τζέικ και ξεκίνησε να πηγαίνει προς το μέρος του.  «ΣΤΑΜΑΤΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ!» μα ο Μαρκ συνέχιζε με βλέμμα που θύμιζε αγρίμι «ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΤΗ ΦΥΤΕΨΩ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ!» και τον πυροβόλησε στον ώμο.  O Μαρκ είχε πέσει στο έδαφος, μα συνέχιζε, σερνόταν με το ένα χέρι λυσσασμένος, να φωνάζει από τον πόνο. Ήθελε να του πάρει το όπλο και μετά να του σπάσει τα όλα τα άκρα, να τον χτυπήσει τόσο πολύ, μέχρι να κλάψει σαν μωρό. Να τον κάνει να μισήσει την μέρα που γεννήθηκε. Ο πατέρας συνέχιζε...«ΠΑΡΑΤΑ ΤΑ ΑΓΟΡΑΚΙ!» είπε «ΠΑΡΑΤΑ ΤΑ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ!» Φώναζε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του.  Ο Τζέικ βρήκε την ευκαιρία! Πήδηξε επάνω του και τον χτύπησε με το πέλμα στο διάφραγμα. Ο πατέρας είχε πέσει στο έδαφος, να παλεύει για να πάρει μία αναπνοή. Ο Μαρκ πήρε το όπλο και τον σημάδεψε.  «ΜΑΡΚ, ΟΧΙ!» του φώναξε ο Τζέικ. Αυτός τον κοίταξε, « Άστον για την αστυνομία.» Μίλαγε πιο ήρεμα τώρα. «Μη κάνεις αυτό το λάθος Μαρκ, σε περιμένει η Μπέατρις σπίτι.» Ο Μαρκ προχώρησε ακριβώς πάνω από το σώμα του δολοφόνου. Το σκέφτηκε για λίγο, αλλά όχι... επέλεξε να μην το κάνει. Ησυχία... ο δολοφόνος άρχιζε να βρίσκει πάλι την αναπνοή του.  «Μαρκ;» ρώτησε ο Τζέικ.  Ένα δυνατός χτύπος τρύπησε τον αέρα. Μύριζε πάλι μπαρούτι!  «ΑΑΑ! ΑΑΑΑ!» ο θετός πατέρας τους ούρλιαζε από τον πόνο. Το μπουμπουνητό ακούστηκε ξανά. Ο πόνος ήταν φρικτός και τα δυο του πόδια πλέον τρυπημένα και ο πόνος τόσο δυνατός που είχε διπλωθεί στα δύο.  «Τζέικ πάρε την αστυνομία.» τον πλησίασε και του έδωσε το όπλο... και αυτός το έκανε.  Μόνο λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν μετά το τηλεφώνημα και ένας ακόμα κρότος ακούστηκε πολύ δυνατός στα αυτιά τους. Ήταν ο δολοφόνος. Ήταν νεκρός... αυτοκτόνησε λίγα μέτρα πιο μακρυά από την σκουριασμένη πόρτα, με ένα μικρό όπλο που είχε στην άλλη τσέπη της καμπαρντίνας του.  «Μαρκ;» ρώτησε ξανά ο Τζέικ «Είσαι καλά;» μα η φωνή του είχε αλλάξει, είχε γίνει γυναικεία... σαν της Μπέατρις. Ο Τζέικ μίλησε ξανά με αυτή την περίεργη φωνή. «Μαρκ ξύπνα! Είναι όνειρο! Μαρκ!»  Ο Μαρκ πετάχτηκε από τον ύπνο του και πήρε μία βαθιά ανάσα.  Ήταν ιδρωμένος και ο όμως του τον πόναγε σαν τότε!  «Μαρκ;» μίλησε ήρεμα η Μπέατρις και τον ακούμπησε στην πλάτη απαλά.  «Είμαι καλά.» απάντησε κοφτά και λαχανιασμένα, προσπαθώντας να πνίξει τον πόνο ταυτόχρονα.  «Πάλι είδες το όνειρο με την σκουριασμένη πόρτα στο πάρκο;» δεν απάντησε... «Μαρκ πάει πολύς καιρός από τότε που έγινε αυτό. Χρόνια.» και του έπιασε το χέρι. Εκείνος ψηλάφισε το δαχτυλίδι του γάμου τους. «Πρέπει να το αποδεχθείς Μαρκ, πρέπει να πας σε ψυχίατρο... για το καλό σου.» Αν σας άρεσε πατήστε Like και Reblog.Μπορείτε επίσης να με βρείτε στο Blogspot http://sirmylothebrave.blogspot.gr/
8 notes · View notes
Text
Άσμα του ταξιδιώτη
*Το παρακάτω κείμενο είναι μία πεζή μεταφορά του τραγουδιού Travellers Chant (Rizzle kicks) σε συνδυασμό με προσωπικές εμπειρίες. https://www.youtube.com/watch?v=LWvQxFU1B3o*  Το τελευταίο ταξίδι του είχε συμβεί αρκετό καιρό πριν. Ίσως 5 μήνες, προς την πρωτεύουσα και πίσω. Ακόμα θυμόταν τις σκέψεις που έκανε. Διάβαζε, καθισμένος σε μία διαχρονικά λερωμένη θέση λεωφορείου, για μία ποιοτική προαγωγή στη ζωή του. Απόφαση που πήρε σε ένα χτυποκάρδι.  ''Ας θυσιάσω τα πάντα, για πρώτη φορά, για ένα προσωπικό καλό!'' Αυτή την εντολή είχε δώσει στο σώμα και στο μυαλό του πριν ξεκινήσει το έτος.  Δεν είχε ζήσει ποτέ του - μέχρι τότε - χειρότερη κατάσταση, δεν είχε ζήσει ποτέ σε ένα περιβάλλον τόσο απαράδεκτο. Δεν είχε νιώσει ποτέ τόση ικανοποίηση· μπορούσε να αντεπεξέλθει πλέον, παρά τις δυσκολίες. Ήταν όλα αυτά αρκετά; Αν όχι τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει; Δε μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο. Ίσως να τα θυσίασε όλα για το τίποτα. Ακόμα και εκείνη την κοπέλα. Όλα στο βωμό των συμφερόντων του.  Οι σκέψεις του τον κρατούσαν ξύπνιο εκείνα τα κουρασμένα βράδια, τον βοηθούσαν να ξυπνάει πιο νωρίς όμως. Τα πνευμόνια του να υπερλειτουργούν και να μη μπορεί να πάρει ανάσα. Είχε πείσει τον εαυτό του όμως πως δε του αρέσουν οι σχέσεις. ''Ω Θεοί!'' Τι τύχη! Το σκοτάδι κρατάει λιγότερο έτσι, λιγότερο απ' ότι θα μπορούσε να κρατάει.  «Περίμενε.»  του είχε πει «Εμένα δε με ρώτησες ποτέ πως νιώθω για εσένα.»  «Το λατρεύω αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας. Και πραγματικά είσαι υπέροχη κοπέλα, απλά δεν ήταν καλό το timing μεταξύ μας.»  της απάντησε.  Οι επιφανειακές πληγές που προκάλεσε στον εαυτό του βάθαιναν όλο ένα και περισσότερο μέσα στην θολή του πραγματικότητα· Παρατεταμένα θολή· δείχνοντάς του πως έπρεπε να πάθει για να μάθει.  Και ο γυρισμός περίεργος. Αυτή την φορά καθόταν στον δεύτερο όροφο του λεωφορείου, σε μία λιγότερο βρώμικη θέση, έχοντας στο μυαλό του όλες εκείνες τις φορές που ήθελε να φύγει μακριά και όλες αυτές που κάτι τέτοιο θα συνέβαινε προφανώς.  Μόνο ένας φίλος του τον άγγιζε τελευταία· ο εαυτός του. Ένα κλισέ μοτίβο σκέψης ήταν και αυτό. Έβαλε τα ακουστικά του λοιπόν και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η κατάλληλη μουσική, το θεματικό τραγούδι της ζωής του όπως είχε εξελιχθεί τα τελευταία 18 χρόνια. Άρχισε να υποδύεται τον παραγωγό, τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή και ως εκ τούτου να τοποθετεί όλες του τις κινήσεις σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο. Πολύ πιο όμορφο απ'όλα τα προηγούμενα. Κοίταγε έξω από το παράθυρο -το οτιδήποτε είχε να προσφέρει η φύση σε αυτό το σημείο της εθνικής- με ένα ταξιδιάρικο χαμόγελο, σαν αυτό που χρησιμοποιούν καταξιωμένοι ηθοποιοί σε ανάλογες σκηνές στις ταινίες τους. Ήταν ξεκάθαρο η ταινία του έπαιρνε τα δικά της ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Του έδινε απαντήσεις. ''Δε γίνεται να δολοφονείς τα συναισθήματα των άλλων και να μην νιώθεις ξοδεμένος. Ιδιαίτερα αυτών που λατρεύεις, ή μάλλον αυτών που σε λάτρεψαν.   Ευτυχώς που έβρεχε, βοηθούσε να καθαρίσει τις σκέψεις του συλλήβδην το μυαλό του. Μία ακόμα απόδειξη πως ο ήλιος είναι φίλος μόνο στα εύκολα. Έτσι το κατάλαβε, η διάρκεια των ταξιδιών του θα τον βοηθούσε να επανασυνδέσει τα συναισθήματά του.  Ήταν ήρεμος. Ξανά. Οι σκέψεις του πιο θετικές. Ναι! Τα ένιωσε· δύναμη και θέληση. Είχε να κάνει πολλά ταξίδια. Και θα τα έκανε, είτε σαν επιβάτης λεωφορείου, τρένου, αυτοκινήτου, είτε αεροπλάνου. Ναι, ίσως να ήταν αυτός. Ένας από αυτούς που πετυχαίνουν τους στόχους τους. Αυτές ήταν οι τελευταίες σκέψεις που θυμόταν πως έκανε.  Ο Χρόνος πέρασε. Ο Φλεβάρης είχε γίνει Ιούνιος, η ποιοτική αυτή προαγωγή είχε επιτευχθεί. Τα ταξίδια του όμως ανεκπλήρωτα. Ακόμα...  Ήταν στην δουλειά όταν χτύπησε το κινητό του.Ήταν η  αδερφή του.   «Τι λέει, όλα καλά;»   «Μόλις έκλεισα εισιτήρια για Λονδίνο. Πετάμε Αύγουστο!»
5 notes · View notes
Text
Stockholm Syndrome
Ήταν μόνο 11 το βράδυ όταν περπατούσαν εκείνο τον μοναχικό δρόμο.  «Πόσο καιρό βρίσκεσαι εδώ;» τον ρώτησε διαλύοντας την σιωπή.  «Όχι πάνω από χρόνο. 10 μήνες ίσως.» της απάντησε.  «Είναι περίεργο... Μετά από 9 χρόνια συναντιόμαστε στη Στοκχόλμη.»  Χαμογέλασε ελαφρώς «Θυμάσαι με τόση ακρίβεια; Πολύ γοητευτικό.»  Χαμογέλασε και εκείνη χωρίς να τον κοιτάει.  Αναγκάστηκε να της κάνει την ίδια ερώτηση. «Πόσο βρίσκεσαι εδώ;»  «8 Χρόνια ακριβώς.» απάντησε κοιτάζοντάς τον αυτή την φορά.  «Μεγάλος αριθμός. Εδώ σκοπεύεις να φτιάξεις την ζωή σου λοιπόν;»  «Ελπίζω πως όχι, οπουδήποτε αλλού εκτός από εδώ. Δεν μου αρέσει τίποτα σε αυτή την πόλη· πλέον.Με την πρώτη ευκαιρία θα φύγω.»  «Περίεργο.»  «Ποίο πράγμα;» το χρώμα της φωνής της έδειχνε ενδιαφέρον.  «Πετύχαμε και οι δύο τα όνειρά μας, εσύ πετυχημένη δικηγόρος, εγώ συγγραφέας με ''best seller'' κι όμως πάλι κάτι μας λείπει.»  «Τι λείπει σε εσένα;»  «Πάντα δεν λείπει κάτι;»  Και μία ολιγόλεπτη σιγή ακολούθησε...  «Εδώ μένω.» μίλησε «Θα ανέβεις για ένα ποτό;»  «Ναι, γιατί όχι;» του απάντησε πρόθυμα.  Βρίσκονταν στον ανελκυστήρα, πάτησε το κουμπί 7 και αμέσως την φίλησε, δεν άντεχε την αναμονή. Ένιωθε το πίσω μέρος του κεφαλιού της και τον αυχένα της να λιώνουν στην παλάμη του.  Είχαν φτάσει στον όροφό του και αφού ξεκλείδωσε την πόρτα της έδειξε το μπαρ.  «Θα πάω να κάνω ένα ντους, ελπίζω να μην σε πειράζει.»  «Καθόλου.»  «Εσύ ωστόσο βολέψου.»  Του έκλεισε το μάτι με ένα  παιχνιδιάρικο χαμόγελο  Το νερό έπεφτε χλιαρό στο σώμα του δίνοντάς του τροφή να το σκεφτεί ξανά. Ήξερε πως την ήθελε πολύ· για εκείνο το βράδυ, τουλάχιστον για εκείνο το βράδυ. Παρ' όλα αυτά συνέχιζε να ψάχνει για αμφιβολίες, να ταλανίζει την σκέψη του. Ήταν λες και έψαχνε κάποιο λόγο για να την διώξει. Και βρήκε μπόλικους από αυτούς· 6 στον αριθμό. Ένας απ' αυτούς όμως ήταν αληθινός...  ''Αν τα πράγματα εξελιχθούν όπως την προηγούμενη φορά; Αν την ερωτευτώ ξανά με τρόπο επιπόλαιο -και αν σε κάθε προσπάθεια μου να την πλησιάσω αυτή με απορρίπτει; Αν αρχίσει να μου αρέσει πάλι αυτή κατάσταση; Και αν...'' Τόση ώρα σκεφτόταν πολύ. ''Όχι, είμαι μεγαλωμένος άντρας πλέον, μπορώ να το διαχειριστώ.''    5 λεπτά αργότερα δίπλωσε μία πετσέτα στη μέση του και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του. Χαμηλός φωτισμός, το ''stereo'' να παίζει το ''O' Children από τον Nick Cave'' στην κατάλληλη ένταση. Άρωμα γυναίκας στην καλύτερη δυνατή απόχρωση του και εκείνη γυμνή στο κρεβάτι του να ξεχειλίζει θηλυκότητα.  Τσούγκρισε το ποτήρι που κρατούσε στο χέρι της με εκείνο που είχε αφήσει στο κομοδίνο του και στη συνέχεια του το πρόσφερε.    «Σε τι θα πιούμε;» τον ρώτησε.  Περπάτησε προς τα εκεί με την μεγαλύτερη δυνατή αρρενωπότητα που διέθετε και πήρε ήρεμα το ποτήρι από το χέρι της. «Στα όνειρα που είχαμε τα κότσια να κάνουμε στόχους.» και ανασήκωσε το ποτήρι του. Τον κοίταξε όπως εκείνη την φορά, πριν 13 χρόνια. Κάτι βρήκε πάνω του. Κάποιο είδος διαφορετικής γοητείας, τόσο σπάνιας να βρεθεί όσο και να αναγνωριστεί.  Ήπιαν και οι δύο σε μια γουλιά το ποτό τους. Whiskey, παλαιωμένο. Η θερμοκρασία στα σώματά τους ανέβηκε απότομα. Άφησε την πετσέτα να πέσει από την μέση του και κάθισε δίπλα της. Εκείνη γύρισε ανάποδα το σώμα της και αυτός άρχισε να την τρίβει αισθησιακά σε όλη την επιφάνεια του σώματός της για λίγη ώρα. Όση ώρα χρειαζόταν για να απελευθερωθεί, να νιώσει την σεξουαλικότητά της να βγαίνει από μόνη της· πηγαία.  Σταμάτησε να την τρίβει, σηκώθηκε και εκείνη, γύρισε πάλι ανάποδα. Παρατηρούσε όλες τις καλοδουλεμένες ατέλειες του σώματός της. Άξιες λατρείας και προσοχής! Την ψηλάφιζε με τα μάτια του και την έκανε να νιώσει άβολα με τρόπο που την ερέθιζε. Ξάπλωσε δίπλα της και άρχισε να την φυλάει τρυφερά από το στόμα και προς τα κάτω. Λαιμός, στήθος... Ήξερε καλά πως τα γλυκανάλατα αυτά φιλιά δεν ήταν του τύπου της, ήθελε όμως να κλιμακώσει την ένταση της φαντασίας του από το χαμηλότερο έως το πιο υψηλό σημείο της. Δε θα την πείραζαν ακόμα 4 τέτοια φιλιά.    Της τα έδωσε και έφτασε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της. Το είδε για πρώτη φορά.Δεν θα το χαρακτήριζε σαν λουλούδι, πόσο κοινότυπη αυτή η παρομοίωση στο μυαλό του. Αγκάθι ήταν! Το τρυφερότερο που διέθετε. Και το ασπάστηκε με ευλάβεια και πάθος.  Την θυμόταν ολόκληρη σαν αγκάθι που το είχε τρυπήσει βαθιά κάποτε. Εκείνος έσταξε το αίμα επάνω στον κατάχλομο ανθός της για να τον μαγαρίσει. Η ασπροκόκκινη αυτή αντίθεση όμως δημιούργησε στα μάτια του κάτι το ανθρώπινα εξιδανικευμένο.Δύσκολα ξεπέρασε αυτή την αντιθετική ομορφιά. 3 ολόκληρα χρόνια του πήρε.  Άρχισε πάλι να την φιλάει στο στόμα και να δημιουργεί μία διακριτική τριβή με τις γλώσσες τους. Τα άκρα της παλάμης του την διείσδυσαν· και η πρώτη βαριά ανάσα ακούστηκε καθώς χόρευαν μέσα της.  Έπιασε το κεφάλι του και το κόλλησε στα επιβλητικά της στήθη.  «Μπάσταρδε!» γρύλισε εκστασιασμένη.  «Σκάσε γρύλισε με τον ίδιο τρόπο.  «Αλλιώς τι!;»  Τα χέρια του συνέχιζαν να κινούνται επιδέξια «Δε θα περπατάς αύριο!» ένα αμυδρό και ένα κάπως άγριο χαμόγελο έσκασε στα χείλη του.  «Προσπάθησε.» τα πρόσωπά τους πλέον ήταν ίδια!  Άρχισε να κινείτε μπρος - πίσω. Μέσα και έξω με κλιμακωτό ρυθμό. Στην αρχή αργός και δυνατός, όσο χρειάζονταν. Όσο πιο πολύ ακουγόταν η φωνή της, όσο πιο πολύ ακουγόταν το πάθος και η ευχαρίστησή της, τόσο της έδινε αυτό που ήθελε.  Την άρπαξε από τους μηρούς και την κόλλησε στην ντουλάπα. Άρχισε πάλι να να την διαπερνά με τον πιο κατάλληλο και για τους δύο τους τρόπο. Το φύλλο της ντουλάπας κοπάναγε αλλά δεν ακουγόταν από τις φωνές τους. Τα βαθιά και πλούσια αναφωνήματα της και τα γρυλίσματα από τον ευχάριστο πόνο στους μύες τους.  ''Ποίος χέστηκε για τους γείτονες'' σκέφτηκαν ταυτόχρονα!  Την πέταξε πάλι στο κρεβάτι και εκείνη ενθουσιασμένη τον είδε να κινείται επιθετικός. Την γύρισε ανάποδα.  «Ναι!» παραμίλησε εκείνη ασυναίσθητα, και δάγκωσε το μαξιλάρι του ξέροντας τι θα ακολουθήσει.  «Τώρα θα σε γαμήσω!» γρύλισε και έβαλε πάλι μέσα της το ερεθισμένο πέος του.  Το μαξιλάρι φυλάκιζε όλες τις κραυγές ηδονής που την έκανε να βγάζει, ενώ τα λακκάκια στο τέλος της σπονδυλικής της στήλης κατέβασαν κατά πολύ την ευφυΐα του, στα χαμηλότερα επίπεδα.    Η ώρα είχε περάσει και αυτοί συνέχιζαν. Ήθελε να τελειώσει, αλλά δεν θα το έκανε αν δε τον παρακάλαγε...  «Φτάνει!» του φώναξε δακρυσμένη από την ηδονή «Φτάνει!» και εξαπέλυσε όλους τους χυμούς της πάνω του. Την έβλεπε να τρέμει, δεν περίμενε άλλο τελείωσε και αυτός.  Ξαπλωμένοι και οι δύο. Λαχανιασμένοι. Εξουθενωμένοι. Νόμιζαν ότι όλο αυτό κράτησε 3 λεπτά. 2 ώρες σχεδόν· τόσο κράτησε.     Είχαν βγει στο μπαλκόνι και μίλαγαν για τις ζωές τους, γυμνοί, χωρίς ντροπές. Όλα όσα έγιναν εκείνα τα χρόνια. ξαφνικά σταμάτησαν. Απόλαυσαν την ησυχία της νύχτας.  1 λεπτό της πήρε να κοιμηθεί. Εκείνος την κοίταξε προσεκτικά. Νιώθει κάτι για αυτή; Δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι να σκεφτεί... Όχι. Τίποτα. Θα μπορούσε όμως, αν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Μα πόσο ευνοϊκές μπορεί να γίνουν οι συνθήκες ανάμεσα σε μία δυναμική γυναίκα και έναν δυναμικό γλυκανάλατο ''ιππότη'' του μεσαίωνα; Και τι ιππότης; Η πανοπλία του ήταν φτιαγμένη από ''τάλκη''. Αυτή ήταν η τελευταία του σκέψη αφού την κουβάλησε στον κρεβάτι του. Η τελευταία αίσθηση όμως; Την ένιωσε να μυρίζει τα μαλλιά του!  Ξύπνησε,εκείνη πουθενά. Έψαξε όλο το σπίτι για να σιγουρευτεί αν ήταν μόνος του τελικά. Και ήταν. Το αποδέχτηκε ψύχραιμα, έβαλε ένα καφέ στην κούπα του και γύρισε στο δωμάτιο. Άναψε ένα τσιγάρο και κοιτούσε τα τσαλακωμένα σεντόνια. Αίμα από την πλάτη του, κραγιόν από τα χείλι της, ιδρώτας από τα σώματά τους. Έργο τέχνης! Συνέχιζε να βλέπει, να παρατηρεί, να θαυμάζει...     Ξεκίνησε να μαζεύει τις βαλίτσες του. Έφευγε. Δεν ήξερε για που, απλά έφευγε! Όπου αλλού καλύτερα από την πανέμορφη Στοκχόλμη. Ακόμα και τις ηλιόλουστες μέρες όλα ήταν μουντά και κρύα στα μάτια του.  Το κουδούνι χτύπησε. Δεν κουνήθηκε, απλά κοίταγε την πόρτα. Λίγα δευτερόλεπτα και ξαναχτύπησε. Άνοιξε. Ήταν εκείνη κρατώντας μία χάρτινη σακούλα.  «Έφερα φαγητό,πεινάς;»τον ρώτησε.  «Ναι φυσικά, πέρνα.»    «Γιατί δεν τρως;» τον ρώτησε αφού δεν είχε κατεβάσει ούτε μπουκιά ακόμα.  «Γιατί γύρισες;»  «Είχα μία δουλεία στην πόλη...»  «Δε χρειάζεται να μου δώσεις αναφορά. Είχες τους λόγους σου που έφυγες.» είπε χαμογελαστά, με τρόπο που έδειχνε πως καταλαβαίνει.  «Γιατί να μη γυρίσω, δε θα πρεπε;» είπε αμήχανα. Αν ήταν ανεπιθύμητη θα έφευγε.  «Ξέρεις ότι δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Είναι πολύ όμορφο που είσαι εδώ. Αλλά πρέπει να ξέρω,όταν έφυγες είχες σκοπό να γυρίσεις;» Δεν είχε μιλήσει με πιο ευγενικό τόνο σε καμία, ποτέ του.   «Άγγελε... ειλικρινά. Δεν έχω ιδέα. Στην αρχή απλά ήθελα να φύγω, δεν ήθελα να το σκεφτώ.»  «Φεύγω...»  «Τι εννοείς φεύγεις;» μία φλέβα πετάχτηκε στον λαιμό της.  «Ειρήνη αν συνεχίσουμε έτσι θα καταλήξουμε να πεθάνουμε με 20 γάτες σε ένα μεγάλο διαμέρισμα.»  Γέλασε.«Θυμάσαι; Στο είχα πει αυτό όταν πηγαίναμε λύκειο.»  Χαμογέλασε και εκείνος. «Ναι, φυσικά θυμάμαι... Θα έρθεις μαζί μου;»  «Που;» ξαφνιασμένη· τουλάχιστον.  «Χρειάζομαι διακοπές, νομίζω και εσύ!»  «Έχεις το σύνδρομο.»  «Το ποιο;» δεν κατάλαβε αμέσως.  «Το σύνδρομο της πόλης. Της Στοκχόλμης! Το θύμα είναι ερωτευμένο με τον βιαστή του...»  «Ίσως...» είπε μονολεκτικά και την είδε να παίρνει το βλέμμα της από πάνω του, να χαμογελά σαν να είναι έτοιμη να τον απορρίψει, ξανά. «Αλλά, το έχεις και εσύ. Το σύνδρομο της Λίμας. Ο βιαστής ερωτεύεται το θύμα του και επιστρέφει εκουσίως σε αυτό.»  «Άγγελε έχω μία ζωή εδώ.»  «Που δε σου αρέσει, χθες το είπες.»  «Το είπα, αλλά νομίζω μου ζητάς πολλά.»  «Ειρήνη το χθεσινό μου άρεσε πολύ, αλλά έχω φτάσει 36 χρονών. Δεν σου λέω να φύγουμε και να ξεκινήσουμε μία συναρπαστική ζωή μαζί. Θέλω φύγουμε για το Τριήμερο. Θέλω να έρθεις και εσύ μαζί μου.»  «Και εμένα μου αρέσεις, αλλά...» δε συνέχισε.  «Φοβάσαι;»  Δεν απάντησε.  «Εμένα ή εσένα;»την ξαναρώτησε.  «Και τους δύο.»  «Δώσε μου μία ευκαιρία.»  «Να κάνουμε επιπόλαιες και σπασμωδικές κινήσεις;»  «Ναι, πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες κάτι τόσο ξέγνοιαστο;Αυτό χρειάζομαι, να ξεφύγω για λίγες μέρες επιπόλαια! Εσύ;» Ήταν έτοιμη να απαντήσει, τον κοιτούσε. Φαινόταν από τα μάτια της. Δεν το ήθελε· φοβόταν. Από την άλλη μπορούσες να δεις και μία σπίθα, έτοιμη να την πυρακτώσει, έτοιμη να αρχίσει να το θέλει πιο πολύ από αυτόν... O'Children - Nick Cave : https://www.youtube.com/watch?v=MQL5zdEy-3k
20 notes · View notes
Text
Λύκοι και σκύλοι
Βγήκε από την πίσω πόρτα της παμπ. Ξυρισμένο κεφάλι, τζιν ζακέτα, μαύρο φούτερ και σπασμένη μύτη. 'Επρεπε να συρθεί μέσα στα σοκάκια απαρατήρητος·φόρεσε την κουκούλα του. Στο αριστερό χέρι το όπλο, στο δεξί τα ματωμένα χααρτονομίσματα. Τα χρήματα μπήκαν ήρεμα στη τσέπη του, το όπλο όμως τοποθετήθηκε με νευρικές κινήσεις ανάμεσα ανάμεσα στην ουρά και το παντελόνι του.  Είχε ιδρώσει πριν ��αν ξεκινήσει το περπάτημα· το εγκληματικό μυαλό του αδυνατούσε να το διαχειριστεί, οι δυνατοί παλμοί τον έκαναν να αντιλαμβάνεται την ένταση μέσα του που αγνοούσε. Είχε επιλέξει τον δρόμο του. Όλοι επιβιώνουν με κάποιον τρόπο, αυτός με την σειρά του το έκανε σαν βρικόλακας· ρουφώντας τις ζωές των άλλων. Σχεδόν ξέχασε να καλύψει το πρόσωπό του. Φόρεσε τα μαύρο μαντίλι και το έδεσε σφιχτά. Τώρα το μόνο που φαινόταν ήταν τα μάτια του. Έντονα, σοβαρά, σκληρά, πράσινα.  Όσο περισσότερο έπεφτε το σκοτάδι τόσο πιο προσεκτικός γινόταν· δεν ήταν ο μόνος σκύλος που ''κάλπαζε'' σε εκείνα τα στενά. Υπήρχαν πολλοί, μεγαλύτεροι, μικρότεροι, εξυπνότεροι και άλλοι χαμένοι από χέρι. Εκείνος όμως επρόκειτο να αλλάξει φατρία. Οι λύκοι είναι έτοιμοι να τον κάνουν δικό τους.  Η νύχτα είχε πέσει όταν συνάντησε δύο παράσιτα στον δρόμο του. Θρασύδειλα παιδάκια που γνώριζε· το πολύ 25 ετών, από αυτούς που ανήκουν στις πιο κακόφημες συμμορίες, μα χρησιμεύουν σαν δούλοι μόνο, για μικροδουλειές. Τον κοίταγαν επίμονα για να επιβληθούν με το βλέμμα τους . Δεν τον αναγνώρισαν, ακόμα και το περπάτημά του είχε αλλάξει.  « Λες να τον κλέψουμε;» είπε ο ένας από τους δύο όταν τον προσπέρασαν.  «Έχει και ωραίο κώλο, να τον βιάσουμε μετά» απάντησε εύθυμα ο άλλος,  Δεν τους απάντησε, απλά χαμογέλασε μέσα από το μαντήλι που κάλυπτε το πρόσωπό του και ανασήκωσε λίγο την ζακέτα του ώστε να δουν το όπλο του.  «Πάμε.» Ψιθύρισε ο πιο χαζός από τους δυο τους.  Το θράσος του ήταν αστείο, ακόμα και οι άνθρωποι των δρόμων πρέπει να είναι προσγειωμένοι.  Περπάτησε τουλάχιστον δύο ώρες από το σημείο που ''υπέγραψε το συμβόλαιο''. Ο ένας από τους δύο στόχους βρισκόταν εκεί. Κριμένος στην γωνία του περίμενε να εμφανιστεί και ο δεύτερος...  Ξαφνικά παρατήρησε ένα μικρό κοριτσάκι να το κοιτάει από το παράθυρό του. Δε θα μπορούσε να είναι πάνω από 5 ετών, δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαριτωμένο. Μελαμψό, με μπούκλες και τα πιο αθώα μάτια.  ''Ποίο παιδί κάθετε τόσο αργά το βράδυ και κοιτάει στα στενά;'' σκέφτηκε.  Της έκανε νόημα να μπει μέσα, μα πρώτα - πρώτα έβαλε το δάχτυλο μπροστά από το πρόσωπό του λέγοντάς της σιωπηρά να το κάνει ήσυχα.  ''Πανέξυπνη'' σκέφτηκε ξανά όταν απέδειξε πως τον κατάλαβε.   «Το σχέδιο είναι απλό...» άκουγε «Μέσα σε 5 λεπτά έχουμε σπάσει την πόρτα, έχουμε φάει την γυναίκα του την απειλούμε πως θα φάμε το παιδί, μας λέει που είναι το διαμάντι, όταν το βρούμε την τρώμε και απαγάγουμε την κόρη του. Κατανοητό;»    Είχε βάλει ήδη τον σιγαστήρα. Πετάχτηκε από την γωνία και... «Όχι.» τους ειρωνεύτηκε ήρεμα. Τους πυροβόλησε αμέσως στο κεφάλι εν ψυχρό. Το συμβόλαιο ήταν ολοκληρωμένο. Και οι δυο τους έπεσαν άψυχοι στο έδαφος, να αιμορραγούν ο ένας πάνω στον άλλο. Τα γαστρικά του υγρά ανέβαιναν προς τα πάνω. ήξερε ήδη πως να διαχειριστεί αυτό το στιγμιαίο σοκ. Έβγαλε αμέσως μία σακούλα από την τσέπη του,κατέβασε το μαντήλι και ξέρασε βίαια. Του πήρε λίγα δεύτερα για να επανέλθει.    Αν η αστυνομία έβρισκε το γενετικό του υλικό όλα θα τελείωναν γρήγορα, αν το έβρισκαν θα ήταν ήδη φυλακισμένος. Κοίταξε γύρω του για στοιχεία που θα τον πρόδιδαν. Μόνο μία σταγόνα εμετού είδε και την καθάρισε με το γάντι του. Δεν είχε σημασία, θα έκαιγε όλα του τα ρούχα μετά.  Κοιτούσε τα πτώματα τους τώρα,λίγα βήματα πίσω από μία λίμνη αίματος, χωρίς τύψεις, χωρίς ενοχές. Ήταν ένας λύκος πλέον, δεν είχε απλώς τις προδιαγραφές. Μόλις είχε αποδείξει πως είχε τα προσόντα και θα το ξανά έκανε, χωρίς πολλές περιστροφές. Αυτό που τον εμπόδιζε ήταν πως δεν είχε άλλο ''συμβόλαιο να υπογράψει''. Προς το παρόν!
17 notes · View notes