satansapples
Satan's Apples
32 posts
Hopelessly optimistic. Secretly melancholic.
Don't wanna be here? Send us removal request.
satansapples · 2 years ago
Text
"That is not dead which can eternal lie, and with strange aeons even death may die."
"Δεν ειν’ νεκρό αυτό που αιώνια περιμένει, και σε περίεργους καιρούς κι ο Θάνατος πεθαίνει."
1 note · View note
satansapples · 2 years ago
Text
Ουλαλούμ — Μπαλάντα
Tumblr media
1 ΣΚΥΘΡΩΠΟΙ οι ουρανοί βουρκωμένοι Και τα φύλλα, στεγνά και ξερά — Ρουφηγμένα τα φύλλα, ξερά: Νύχτα του έρμου Οχτώβρη θλιμμένη Μια αμνημόνευτη κρύα χρονιά Πλάι μου του Ώμπερ η λίμνη, ένας βάλτος, Στου Γουήρ τη βαριά καταχνιά: — Του Ώμπερ δίπλα ο θολός δασοβάλτος Του Γουήρ τα μακάβρια στοιχειά.
2 Σε Τιτάνια αλέα σεργιανούσα, Κυπαρίσσια ψηλά κι η ψυχή μου — Μια Ψυχή συντροφιά ��ου, η ψυχή μου. Στην καρδιά μου ηφαίστεια βογγούσαν Καταρράχτες που σέρνουν σκουριά — Την καυτή τους τη λάβα ξερνούσαν Και θειάφι απ’ το Γιάνικ σκορπούσαν, Σε ακτές μακρινές του Βοριά — Απ’ του Γιάνικ τα όρη περνούσαν, Για τις χώρες του άγριου Βοριά.
3 Κουβεντιάζαμε αργά, βουρκωμένοι, Μαραμένες οι σκέψεις χλωμές — Οι αναμνήσεις προδότρες χλωμές· Πως του Οκτώβρη ήταν νύχτα αγριεμένη Δεν το ξέραμε ή ποιας χρονιάς η νυχτιά — (Ω, ποιας χρονιάς η πιο μαύρη νυχτιά!) Δεν προσέξαμε του Ώμπερ τον βάλτο, (Κι ας είχαμε έρθει κάποια άλλη φορά) – Δεν θυμόμαστε του Ώμπερ τον βάλτο, Και του Γουήρ τα μακάβρια στοιχειά.
4 Κι όπως σβήνουν της νύχτας τα ίχνη Και τ’ αστράκια προαγγέλνουν αυγή — Και τ’ αστράκια μηνούν την αυγή — Η αλέα στο τέρμα της δείχνει Ένα φέγγος γλυκό που έχει βγει Κι από ’κει μισοφέγγαρη Αστάρτη Ανατέλλει μ’ ένα κέρας διπλό — Θαυμαστή διαμαντένια Αστάρτη, Με ολόλαμπρο κέρας διπλό.
5 «Πιο θερμή ειν’ απ’ την Άρτεμη — λέω:          Στους αιθέρες κυλάει των λυγμών —          Και χορεύει στις ακτές των λυγμών. Έχει δει που ασταμάτητα κλαίω          Κι οι παρειές μου τροφή σκουληκιών, Απ’ του Λέοντα σταλμένη το αστέρι          Για να ανοίξουν για μας οι ουρανοί —          Της Λήθης οι γαλήνιοι ουρανοί — Ναι, με πείσμα, απ’ του Λέοντα το αστέρι          Και μας στέρνει ματιά φωτεινή — Απ’ το κρύφιο του Λέοντα λημέρι,          Του έρωτά της ματιά φωτεινή».
6 Μα η Ψυχή μου το δάχτυλο υψώνει Κι είπε — «Στο άστρο αυτό δυσπιστώ —          Στην ωχράδα του μπρος δυσπιστώ — Βιάσου! — ω, βιάσου ο φόβος με ζώνει!          Ας πετάξουμε — ω πέτα! — γι’ αυτό». Τρομαγμένη μιλά και στη σκόνη Συρθήκαν βαριά τα φτερά της — Με εναγώνιο λυγμό· μες στη σκόνη Βυθιστήκαν βαριά τα φτερά της — Ξεψυχισμένα συρθήκαν στη σκόνη.
7 Κι είπα — «Όνειρο είναι, το είδα.          Στο τρέμουλο φως του ας πιαστούμε!          Στο κρυστάλλινο φως του ας λουστούμε! Που σαν Σίβυλλας λάμπει αχτίδα          Ομορφιά στη νυχτιά μας κι Ελπίδα —          Δες! — απόψε αστράφτει το φως της! Ω, ας πιστέψουμε αυτή την αχτίδα,          Να μας δείξει το δρόμο το φως της — Ας πιαστούμε απ’ αυτή την ελπίδα,          Θα μας βρει σωστό δρόμο η αχτίδα,          Ως τα ουράνια το τρεμάμενο φως της��.
8 Τη φιλώ κι η Ψυχή ησυχάζει, Και μακριά της οι θλίψεις κυλάνε — Και μακριά της οι φόβοι κυλάνε· Κι η αλέα στο τέρμα μάς βγάζει — Μα το δρόμο ένα μνήμα μάς φράζει — Ένα μνήμα με μια επιγραφή: — «Διάβασε — είπα — γλυκιά μου αδερφή          Τι να λέει ετούτη η γραφή;» Κι απαντάει: — «Ουλαλούμ — Ουλαλούμ —          Το μνήμα της νεκρής σου Ουλαλούμ!»
9 Βούρκος, στάχτη η καρδιά μου κι αθάλη Μαραμένη σαν φύλλο ξερό — Ξεπνοϊσμένη σαν φύλλο στεγνό — Κι αναφώνησα —«Οχτώβρης και πάλι,          Ήταν πέρσι μια  ο λ ό ι δ ι α  νυχτιά,          Που είχα έρθει — είχα έρθει εδώ! —          Φορτωμένος τον τρόμο ως εδώ —          Ω, απ’ τις νύχτες η πιο μαύρη νυχτιά,          Ω, ποιοι δαιμόνοι με σέρνουνε εδώ; Ναι, τον ξέρω του Ώμπερ το βάλτο —          Του Γουήρ τη βαριά καταχνιά: — Του Ώμπερ — ναι — τον μουντό δασοβάλτο —          Του Γουήρ τα μακάβρια στοιχειά!»
10 Ε ί π α μ ε  τότε — κι οι  δ ύ ο — «Ω, να ’ναι          Τα μακάβρια του βάλτου στοιχειά —          Σπλαχνικά πικραμένα στοιχειά — Που να φράξουν το δρόμο μας πάνε          Στην απόκρυφη ετούτη ερημιά —          Σε ό,τι κρύβει ετούτη η ερημιά — Κι έχουν σύρει ένα φάσμα-πλανήτη          Απ’ τη λίμπο θλιμμένων ψυχών — Λαμπερό κολασμένο πλανήτη          Απ’ την Κόλαση πλανόδιων ψυχών;»
— Έντγκαρ Άλλαν Πόε
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιαν. 2021 (5η γραφή) [Από πρωτότυπο κείμενο βασισμένο στο Χειρόγραφο «Ίνγκραμ»](Πρώτη δημοσίευση: Μποτίλια Στον Άνεμο, 2012)
1 note · View note
satansapples · 3 years ago
Text
H Δεσποσύνη του Σαλότ
Tumblr media
Μέρος Ι Στου ποταμού κάθε πλευρά απλώνονται αγροί με σιτηρά, που ντύνουνε τον κάμπο ως τον ορίζοντα κι ο δρόμος μέσ’ απ’ τον αγρό τραβά για το πολύπυργο το Καμελότ κι ο κόσμος πάνω-κάτω τριγυρνά, τα κρίνα που ανθίζουνε κοιτά γύρω από μια νήσο, κάτω εκειδά, τη νήσο του Σαλότ. Ιτιές λευκαίνουν, λεύκες φρικιούν, αύρες ανάλαφρες σκιάζουν και ριγούν μέσ’ από τον αέναο τον ρουν του ποταμού που τα νερά του αργοκυλούν πλάι στο νησί κατά το Καμελότ. Τέσσερις τοίχοι σκυθρωποί, τέσσερις πύργοι σκυθρωποί, δεσπόζουν σε μια περιοχή λουλουδιαστή, και το πνιγμένο στη σιωπή νησί έχει αγκαλιά τη Δεσποσύνη του Σαλότ. Στην ακροποταμιά, με πέπλο τις ιτιές, σέρνουν τις φορτηγίδες που γλιστρούν βαριές άλογα αργοκίνητα – κι οι φελούκες ταπεινές με τις φτερούγες τις μεταξωτές ξαφρίζουν το νερό, γοργοπετούν κατά το Καμελότ: Μα ποιός την είδε χέρι να κινεί; Ή στο παράθυρο στητή; Ή μήπως είν’ γνωστή σ’ όλη την περιοχή, η Δεσποσύνη του Σαλότ; Μονάχα κάτι θεριστές οπού θερίζουνε σκυφτοί μες στον αθέρα των σταχυών απ’ την αυγή, ακούν ένα τραγούδι που χαρούμενα αντηχεί από του ποταμού τη φιδωτή ροή κατά το πυργωμένο Καμελότ: Και με το φεγγαρόφωτο, αποκαμωμένος πια να υψώνει θυμ��νιές σε αιθέρια υψίπεδα, ακούει ο θεριστής, και λέει ψιθυριστά: «Είν’ η νεράιδα, η Δεσποσύνη του Σαλότ.» Μέρος ΙΙ Να την που υφαίνει νύχτα-μέρα με τον αργαλειό με χαρωπά χρώματα δίχτυ μαγικό. Μια μέρα ακούει μήνυμα ψιθυριστό, κατάρα, λέει, την ακολουθεί αν μείνει εδώ να βλέπει από ψηλά το Καμελότ. Ποιά να ‘ναι η κατάρα, δε γνωρίζει, κι έτσι το πλέξιμό της συνεχίζει. Άλλο δεν έχει να φροντίζει η Δεσποσύνη του Σαλότ. Κι απ’ τον καθρέφτη που σ’ αυτήν μπροστά κρέμεται όλη τη χρονιά, με μία δρασκελιά του κόσμου βγαίνουν τα φαντάσματα. Βλέπει εκεί μπροστά τη δημοσιά που φιδοσέρνεται κατά το Καμελότ: Εκεί, του ποταμού οι δίνες στροβιλίζονται. Εκεί οι κακότροποι χωριάτες συνωστίζονται, κι εκεί οι άλικες φούστες των πωλητριών λικνίζονται, όπως περνούν μπροστά από το Σαλότ. Καμιά φορά ένα σμάρι δεσποινάρια όλο ξενιασιά, ένας ηγούμενος μ’ ανάλαφρη περπατησιά, καμιά φορά ένα βοσκόπουλο μ’ ολόσγουρα μαλλιά, ή μακρυμάλλης γόνος ευγενών με ρούχα βυσσινιά, τραβούν κατά το πυργωμένο Καμελότ. Και μερικές φορές μέσ’ από τον καθρέφτη τον γλαυκό οι ιππότες φτάνουν έφιπποι δυο-δυο: Δεν έχει εκείν’ ιππότη αφοσιωμένο, αληθινό, η Δεσποσύνη του Σαλότ. Μ’ ακόμη μες το δίχτυ της είναι σαγηνεμένη τα καθρεφτίσματα τα μαγικά να υφαίνει, γιατί συχνά στης νύχτας τη σιωπή συνέβη να διαβαίνει μια νεκρική πομπή, με φώτα και λοφία στολισμένη και να τραβά με μουσικές κατά το Καμελότ. Ή πάλι, όταν το φεγγάρι ήταν ψηλά, κι ήρθαν δυο νιοί και νιόπαντροι εραστές σιμά – είπε «δεν τα μπορώ πια τα φαντάσματα» η Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μέρος ΙΙΙ Απ’ τη μαρκίζα του μπουντουάρ της σα σαϊτα, ήρθε καβάλα εκείνος μέσ’ απ’ τα δεμάτια, ο ήλιος εκθαμβωτικός ανάμεσ’ απ’ τα φύλλα, ήρθε και φλόγισε την μπρούτζινη περικνημίδα του θαρραλέου Σερ Λανσελότ, ιππότη με τον κόκκινο σταυρό γονατιστού για πάντα μπρος σε μια Κυρά με την ασπίδα του, που άστραφτε καταμεσής του κίτρινου αγρού πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ. Αστράψανε τα στολισμένα χαλινάρια, όπως εκείνα τα γιομάτα άστρα κλωνάρια που βλέπουμε κρεμάμενα στο χρυσαφένιο Γαλαξία. Σήμαναν στα ηνία κουδουνάκια όλο ευθυμία έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ. Κι απ’ τον οικόσημα γεμάτον τελαμώνα κρεμόταν ασημένια σάλπιγγα που έβγαζε κορώνα. Κάλπαζε κι ηχούσε η πανοπλία σαν καμπάνα, πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ. Η μέρα καταγάλανη, διόλου συννεφιασμένη, η σέλα έλαμπε πετράδια φορτωμένη, η περικεφαλαία με το φτερό πυρακτωμένη σαν φλόγα στα ουράνια υψωμένη, έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ. Όπως συχνά μες στην πορφύρα της νυκτός κάτω από δέσμη αστεριών λαμπρός μετεωρίτης με αγανό, αφήνοντας ουρά από φως, κινείται πάνω απ’ το γαλήνιο Σαλότ. Το πλατύ καθάριο μέτωπό του στη λιακάδα γυάλιζε – πάνω σε οπλές στιλπνές το άτι του βημάτιζε, κάτ’ απ’ το κράνος του ένας χείμαρρος ξεχείλιζε: οι κατάμαυροι βόστρυχοί του όπως κάλπαζε, όπως κάλπαζε κατά το Καμελότ. Από την όχθη κι απ’ τον ποταμό αντανακλούσε μες στο κρυσταλλένιο κάτοπτρο, «Τραλά λαρά», πλάι στον ποταμό τραγούδαγ’ ο Σερ Λάνσελοτ. Παράτησε το δίχτυ, παρατά τον αργαλειό, έκανε τρία βήματα μες στο δωμάτιο, είδε το που άνθιζε το νούφαρο, είδε την περικεφαλαία με το φτερό, κοίταξε κάτωθι το Καμελότ. Το δίχτυ ανέμισε διάπλατα στον αγέρα – ράγισε ο καθρέφτης πέρα ως πέρα – βγάζει κραυγή «Έπεσε πάνω μου η κατάρα» η Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μέρος ΙV Του λεβάντε η μάνητα που σύριζε, τα χλωμά κίτρινα δέντρα λύγιζε. Το φαρδύ ρέμα στις όχθες του κλαυθμήριζε, μολύβι ο ουρανός χείμαρρους άδειαζε πάνω στο πυργωμένο Καμελότ. Κατέβηκε, βρήκε μια βάρκα λικνιστή, κάτω από μιαν ιτιά να ‘χει αφεθεί, και στην πλώρη γύρω γράφει τούτη τη γραφή: Η Δεσποσύνη του Σαλότ. Κάτω στου ποταμού τη σκοτεινή έκταση σαν κάποιο θαρραλέο μάντη σ’ έκσταση, που βλέπει τη δική του οικτρή κατάσταση – παγερή, ανέκφραστη κοίταξε το Κάμελοτ. Και στης μέρας το τελείωμα έλυσε το σχοινί, και ξάπλωσε κατάχαμα. Την πήρε το μεγάλο ρέμα πέρα μακριά, τη Δεσποσύνη του Σαλότ. Κείτονταν, ντυμένη το λευκό χιονάτο φόρεμά της που ανέμιζε ανάλαφρα δεξιά κι αριστερά της. Πέφταν’ απαλά τα φύλλα πάνωθέ της. Καταμεσής της τύρβης της νυχτιάτικης έπλεε προς το Καμελότ. Κι όπως έσχιζε η πλώρη τα νερά με ελιγμούς ανάμεσα από λόφους με ιτιές κι αγρούς, το τελευταίο να τραγουδά τραγούδι της ν’ ακούς, τη Δεσποσύνη του Σαλότ. Μια θρηνωδία άκουσε να άδεται σεπτά, τη μια στεντόρεια, την άλλη σιγανά, ωσότου πάγωσε το αίμα της σιγά-σιγά, σκοτείνιασαν τα μάτια της τελειωτικά, στραμμένα προς το Καμελότ. Γιατί προτού τη φέρει η φουσκονεριά σιμά στο πρώτο σπιτικό στην ακροποταμιά, με το τραγούδι της στα χείλη ξεψυχά η Δεσποσύνη του Σαλότ. Κάτω απ’ τον πύργο και το μπαλκόνι, ξυστά στον τοίχο που κήπους ζώνει, μορφή που αχνολάμπει, εκείνη αργοκυλά, με του θανάτου τη χλομάδα και κάστρα γύρω της ψηλά, σιωπηλά κατά το Καμελότ. Ήρθαν στην όχθη η αρχόντισσα κι ο κύριός της, ο απλός χωριάτης κι ο ιππότης, και στην πλώρη διάβασαν τ’ όνομα το δικό της, η Δεσποσύνη του Σαλότ. Ποιά είν’ αυτή; και τι συμβαίνει εδώ; Κι ευθύς στο κοντινό παλάτι το κατάφωτο χαλάει το γλέντι το βασιλικό – και φοβισμένοι κάνουν το σταυρό, οι ιππότες όλοι τους στο Καμελότ: Μ’ ανοίγει λίγο δρόμο ο Λανσελότ, και λέει, «ωραία θωριά – ελεήμων ο Θεός της χάρισε ομορφιά, της Δεσποσύνης του Σαλότ».
– Αlfred Tennyson (2003:37-49) 12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Διώνη, Αθήνα σε μετάφραση Παντελή Ανδρικόπουλου
1 note · View note
satansapples · 3 years ago
Photo
Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media
The Batman
1 note · View note
satansapples · 6 years ago
Text
Εν Ερμουπόλει...
Σκιές του Άδη – ρούχα του νερού βομβαρδισμένο σκοτεινό τοπίο μιας εποχής του κόσμου του αλμυρού και της απόκριας το προσωπείο. Το πλοίο γι’ άλλους τόπους ξεκινά μεγάφωνα σκορπούν την “Κομπαρσίτα” το έξωμό σου φόρεμα πεινά θα γίνουν όλα απόψε, αυτή τη νύχτα. Τρελή σελήνη, μάγισσα γριά σαν φάντασμα του Μακβεθ τα λιβάδια που τρώει τα σπασμένα του γυαλιά και τα σκυλιά χορταίνει με σμαράγδια. Μητρόπολη, παρέλαση, φωνές κι η μπάντα με τα χάλκινα στο χιόνι αρχαίοι συγγραφείς, περγαμηνές της τέχνης μου θα γίνουν οι δαιμόνοι. Πικρά νησιά κοχύλια της ψυχής αισθήματα που ζουν μες στη φορμόλη μια πιστολιά στην άκρη της ζωής γράμμα στερνό που αρχίζει: Έν Ερμουπόλει…
— Μάνος Ελευθερίου
0 notes
satansapples · 6 years ago
Audio
Oh, the heaven is my sea, the heaven is my sea. As I sail above the earth so bright, I will always fight. To protect our mother earth, to save mother earth. As I leap and fly into the sky, all my foes will die. I am strong an ever will be brave, mankind oh, I will save. I will die and turn to dust. I will die if I must. But I'll save the earth from every foe, and I'll sing as I go. Oh, the wind or space is mine, the heaven is my brine. I will sail in outer space above, see the earth I love. I will save the earth below from each deadly foe. I will climb into the stratosphere, danger I'll not fear. As I fly into the endless sky, all danger will pass me by. All along fight to the end, I will fight to the end. But I'll save the earth from every foe, and I'll sing as I go. Oh, the heaven is my sea, the heaven is my sea. As I sail above the earth so bright, I will always fight. To protect our mother earth, to save mother earth. As I leap and fly into the sky, all my foes will die. I am strong and ever will be brave, mankind oh, I will save. I will die and turn to dust, I will die if I must. But I'll save the earth from every foe, and I sing as I go. But I'll save the earth from every foe, and I sing as I go.
English version, lyrics by Donald P. Berger
Tumblr media
49 notes · View notes
satansapples · 8 years ago
Photo
Tumblr media
Dream of the Endless by Dave McKean.
11 notes · View notes
satansapples · 9 years ago
Photo
Tumblr media
Gustav Klimt, Danae, 1907-1908
28K notes · View notes
satansapples · 9 years ago
Photo
Tumblr media
...into mine!
7 notes · View notes
satansapples · 9 years ago
Quote
Ah, the moon's too bright, the chain's too tight, the beast won't go to sleep... I've been running through these promises to you, that I made and I could not keep... But a man never got a woman back, not by begging on his knees or I'd crawl to you baby and I'd fall at your feet and I'd howl at your beauty like a dog in heat and I'd claw at your heart and I'd tear at your sheet. I'd say please, please, I'm your man...
https://youtu.be/YuCpTi0EtbU
5 notes · View notes
satansapples · 9 years ago
Photo
Tumblr media
17 notes · View notes
satansapples · 9 years ago
Quote
Η Δημοκρατία είναι ένα Stradivarius που δόθηκε σε χιμπατζήδες
aNameToCome
0 notes
satansapples · 9 years ago
Photo
Tumblr media
Missings of a Cigarette Smoking Man
0 notes
satansapples · 9 years ago
Photo
Tumblr media
— Παλιοπουτάνα!
Περιοδικό Βαβέλ | Édika
1 note · View note
satansapples · 9 years ago
Photo
Tumblr media
Dylan Dog by Simone Bianchi
5 notes · View notes
satansapples · 9 years ago
Photo
Tumblr media
Virgin of all virgins blest!, Listen to my fond request: let me share thy grief divine.
2 notes · View notes
satansapples · 9 years ago
Photo
Tumblr media
Το καλοκαίρι φορούσες ένα πράσινο μπλουζάκι και χαμογελούσες.
Το φθινόπωρο φορούσες ένα καρό πουκάμισο και χαμογελούσες.
Το χειμώνα φορούσες ένα παλτό και χαμογελούσες.
Δε με νοιάζει τι θα φοράς την άνοιξη. Θα έρθει έτσι κι αλλιώς αν είναι να χαμογελάς έτσι.
― Dedicated.
2 notes · View notes