#χατζιδάκις
Explore tagged Tumblr posts
kaliarda · 2 years ago
Text
Tumblr media
Γιάννης Τσαρούχης, Μάνος Χατζιδάκις, Κάρολος Κουν και Ραλλού Μάνου,
από τη συνεργασία τους με το θέατρο τέχνης στους Όρνιθες (1959). Αρχείο Ραλλούς Μάνου
18 notes · View notes
aristeianews · 2 years ago
Text
Η γιαγιά τραγουδούσε σε ήχο πλάγιο Δ΄ - κι ας μην το γνώριζε
Το ταξίδι της Μεγάλης Σαρακοστής, το οποίο οδηγεί στον εορτασμό του Αγίου Πάσχα, χαρίζει μια μοναδική βιωματική εμπειρία στην (προ)οπτική της Ελληνορθόδοξης κληρονομιάς. Η εν λόγω εκκλησιαστική περίοδος κατέχει κεντρική θέση στην ελληνοχριστιανική κοσμοθεωρία. Κι αφού, όπως λέει και η παροιμία, «δεν λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή», στρέφουμε σήμερα την προσοχή μας στην εμπειρική γνώση που…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
justforbooks · 16 days ago
Text
Tumblr media
Η Ιωάννα Καρυστιάνη σε μια χειμαρρώδη συνέντευξη με αφορμή το νέο, συγκλονιστικό βιβλίο της «Κορνιζωμένοι», μια ιστορία σκληρή που στην αρχή σε κάνει να γελάς δυνατά.
Όταν τηλεφώνησα στην Ιωάννα Καρυστιάνη για να της ζητήσω να συναντηθούμε για να μιλήσουμε για το νέο της βιβλίο, με τίτλο Κορνιζωμένοι, το πρώτο πράγμα που με ρώτησε είναι αν έχω ολοκληρώσει την ανάγνωσή του. Της είπα ότι μόλις το είχα ξεκινήσει και η αντίδρασή της ήταν «α, καλά, περίμενε μέχρι να το ολοκληρώσεις και αν εξακολουθείς να θέλεις να κάνουμε τη συνέντευξη, ξαναμιλάμε. Πάντως, δεν θα απορήσω αν την ακυρώσεις».
Όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο, ήθελα να τη συναντήσω ακόμα πιο πολύ. Οι Κορνιζωμένοι είναι το καλύτερο βιβλίο που διάβασα μέσα στη χρονιά, μια συγκλονιστική ιστορία που δυστυχώς δεν γίνεται να τη σχολιάσεις χωρίς να κάνεις spoiler, σκληρή, ανυπόφορη, με πρωταγωνιστή έναν κορνιζά στην ελληνική επαρχία (στην επινοημένη κωμόπολη Κρανιά, κάπου στη Θεσσαλία), που τον έχει εγκαταλείψει η γυναίκα του για να ξαναφτιάξει τη ζωή της με έναν γιατρό από τη Θεσσαλονίκη, αφήνοντάς του ανοιχτές πληγές.
Ο Στέλιος Σπούγιας έχει έναν εικοσάχρονο γιο, τον Χρόνη, ένα χαρισματικό παιδί που είναι το καμάρι του, αλλά την αναμφίβολη αγάπη του για αυτόν υπομονεύουν ανασφάλειες, περιστατικά που εκλαμβάνει ως προσβολές, ταπεινώσεις που λειτουργούν αθροιστικά και φθόνος για την ευτυχισμένη ζωή της πρώην γυναίκας του. Με κίνητρα που υπονοούνται αλλά δεν επαληθεύονται και αδικαιολόγητη αφορμή, διαπράττει ένα ειδεχθές έγκλημα που αποκαλύπτεται στο πρώτο τρίτο του βιβλίου, και μετά ξεκινάει ένα βασανιστικό rollercoaster συναισθημάτων και υπαινιγμών που το παρακολουθείς άφωνος μέχρι το τέλος, το οποίο αφήνει πίσω του μόνο συντρίμμια.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη αφηγείται ιστορίες με έναν τρόπο καταπληκτικό, μπορείς να την ακούς για ώρες να μιλάει για περιστατικά που της έχουν εκμυστηρευτεί άνθρωποι που θα μπορούσαν να είναι ήρωες από βιβλία της –αλλά δεν θα τα γράψει ποτέ γιατί είναι πολύ προσωπικά–, να σχολιάζει κάτι που είδε ή διάβασε, να μιλάει για την οικογένειά της.
«Η θεία μου η Σαπφώ, Μικρασιάτισσα, μικρότερη αδελφή της μητέρας μου, είχε οσιακό τέλος», μας λέει. «Παντρεύτηκε 35 χρονών τον Δήμο, χήρο με τρία παιδιά, με τον οποίο έκανε κι άλλα δύο, κι είχαν μια καταπληκτική σχέση· είχαν πολλή αγάπη ο ένας για τον άλλο. Όταν πέθανε ο θείος Δήμος, η θεία Σαπφώ ήταν 87 χρονών. Άσπρισε μόνη της όλο το σπίτι, κατέβασε τις κουρτίνες και τις έπλυνε, έπλυνε τα τσούλια, τις κουρελούδες, τα χαλιά, και στο μνημόσυνο του θείου κάλεσε όλη τη γειτονιά, –πρόσφυγες οι περισσότεροι, Αλβανοί, Γεωργιανοί– μαζί με τους συγγενείς κι έκανε ένα τρικούβερτο τραπέζι στη μνήμη του λες και είχε λεφτά, με ψαρικά και αρνιά.
Αφού τελειώσαν όλα, λέει στη Γεωργία και στον Μανόλη, στα παιδιά της, “να με αφήσετε να πλύνω εγώ τα πιάτα και να περιμένετε, γιατί μετά θέλω να σας πω κάτι”. Αυτό που τους είπε ήταν ότι “χωρίς τον Δήμο η ζωή μου δεν έχει νόημα, σταματάω να τρώω, σταματάω να πίνω τα φάρμακά μου”, και αυτό που είπε το έκανε· πέθανε σε οχτώ μέρες.
Είχα ακούσει κάποτε στην Άνδρο την έκφραση “ευτυχισμένος θάνατος”. Αναφερόταν στον ξαφνικό θάνατο μεγάλων ανθρώπων που είχαν την τύχη να ζήσουν όπως αυτοί θέλανε και να μη φύγουν “με την ξεφτίλα και την ταπείνωση που σε υποβάλλ��ι η φθορά”, που έλεγε και ο Μάνος Χατζιδάκις, “ενός σώματος που διαλύεται δύο-τρία χρόνια στα νοσοκομεία”. Θυμάμαι ότι το ’89 που είχαμε πάρει το σπίτι στην Άνδρο, το πάτωμα στον κάτω όροφο ήταν φαγωμένο από το σαράκι και πήγαινα στο νησί για να φροντίσω να μπουν πλακάκια. Είχαμε βάλει τα πιο φτηνά που βρήκαμε, και ήμουν χαπακωμένη αγρίως με πολύ βαριά ψυχοφάρμακα. Μου έλεγε ο Παντελής “πώς θα πας, δεν φοβάσαι μόνη σου εκεί;”, αλλά δεν φοβόμουν. Έλεγα ψέματα, “θα πάω στον Μπομπόλη τον δικηγόρο”, “θα πάω στον άλλο γείτονα”, αλλά πουθενά δεν πήγαινα, με έπαιρναν οι άνθρωποι να πάω να φάω και έλεγα “περιμένω επαγγελματικό τηλεφώνημα από τη Γερμανία, απ’ την Αμερική”, μούσια.
Λοιπόν, κάποια φορά που είμαι εκεί μόνη μου, βλέπω να μαζεύουν τις καρέκλες από το καφενείο της μακαρίτισσας της Άννας και του Παναγιώτη του Περτέση, που ήταν στην είσοδο του χωριού. Ρωτάω “τι γίνεται;”. “Πέθανε”, μου λένε, “ο άντρας της Θεώνης, α, να χαθεί, εμείς αυτή περιμέναμε να πεθάνει, που έχει πεντακόσιες αρρώστιες, όχι αυτός ο άνθρωπος”. Την αγαπούσαν τη Θεώνη, αλλά έτσι μιλάγανε. Έψαξα να βρω λουλούδια σε όλη τη Χώρα, δεν βρήκα πουθενά, ωστόσο πήγα να συλλυπηθώ. Και συνέβη το εξής καταπληκτικό: μπαίνω στην αυλή, είναι έξω διάφοροι χωριανοί, και η χήρα κάθεται σε ένα θεοσκότεινο δωμάτιο, σε ένα τραπέζι σκεπασμένο με μουσαμά, και έχει δίπλα της ένα ρολό κουζίνας σε περίπτωση που της έρθουν δάκρυα. Το στενό δωμάτιο έχει ένα ντιβάνι όπου είναι ο πεθαμένος, 80 φεύγα, και στα πόδια του έχουν μια τηλεόραση ανοιχτή, χωρίς ήχο, ενώ στον τοίχο σύρριζα με αυτόν είναι μια τεράστια πλαστικοποιημένη αφίσα που δείχνει ελβετικά βουνά, τις Άλπεις.
Κάθομαι σε μια καρέκλα και δεν μιλάω, ήμουν και χάλια έτσι κι αλλιώς. Απ' έξω φωνάζουν “Θεώνη, έχουμε μπαρμπούνια και γόπες για το μεσημέρι”, κι ακούγεται η χήρα “φύλαξε, μωρέ, τα μπαρμπούνια να τα φάμε μόνοι μας, τις γόπες, τις γόπες φτιάξε για το τραπέζι του μακαρίτη”. Και ξαφνικά μου λέει “για να σου πω”, ήμουν η μόνη μέσα στο δωμάτιο, “για σκύψε και πες μου, σε εκείνο το ξύλινο σπιτάκι, τι είναι αυτά τα μικρά πράγματα; Εννέα χρόνια την έχω, παιδί μου, στον τοίχο την αφίσα και δεν ��ξιώθηκα ποτέ να δω τι είναι”. Περίπου αγκαλιάζω τον πεθαμένο, σκύβω και κοιτάζω και της λέω “είναι εννέα κότες”. “Αααα, εννέα κότες!”, λέει αυτή, “δόξα σοι ο Θεός, μου λύθηκε η απορία”.
Οι άνθρωποι που ζούνε με ορίζοντα και όχι στις κλειστές πόλεις βλέπουν με άλλο τρόπο τη ζωή και τον θάνατο. Ήταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι αυτοί οι δύο, βέβαια. Ξέρεις, οι γονείς μου έζησαν 74 χρόνια μαζί, πέθανε ο πατέρας μου στις 16 Φεβρουαρίου του 2010, 99 στα 100, και στις 26 Ιουλίου πέθανε η μητέρα μου, 101 στα 102. Την πραγματική ηλικία της την είχε πει μόνο στον Παντελή, σε όλους τους υπόλοιπους έλεγε ότι ήταν δυο χρόνια μικρότερη».
Tumblr media
— Πέθαναν σε μεγάλη ηλικία και οι δύο γονείς σας. Έχει σημασία η ηλικία, κυρία Καρυστιάνη, όταν μιλάμε για την απώλεια δικού μας ανθρώπου; Δεν συνηθίζεις μια απώλεια, αλλά και γιατί να τη συνηθίσεις; Όταν πεθάνει ένας άνθρωπος που έχει σημαδέψει τη ζωή μας, η υπόθεση δεν πάει ποτέ στο αρχείο, δεν ξεχνιέται. Σε επηρεάζει, θυμάσαι, σκέφτεσαι, αναθεωρείς κάποια ��ράγματα, μπορείς να συγχωρήσεις ή να σιχαθείς εκ των υστέρων, αλλά η σχέση παραμένει ενεργή με κάποιον τρόπο. Ειδικά όταν η σχέση ήταν έντονη.
— Θα ήθελα να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας για τους Κορνιζωμένους από το τέλος του βιβλίου, που το βρίσκω εκνευριστικό, γιατί δεν υπάρχει κάθαρση. Καμιά φορά η κάθαρση δεν είναι όπως την έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας από αυτά που έχουμε μάθει από τις σπουδές μας και το σχολ��ίο. Είναι η συνειδητοποίηση του άλγους, της συντριβής, της ανεπάρκειας, της ανικανότητας, και η συγκάλυψη, επίσης, πολλές φορές. Για να πω την αλήθεια, σε αυτή την περίπτωση δεν ήθελα ένα φινάλε καθησυχαστικό και παρηγορητικό που να δίνει εξηγήσεις, που να μας κάνει να πούμε «αχ, επιτέλους, ηρεμήσαμε». Στα περισσότερα βιβλία μου δεν υπάρχει στην τελευταία σελίδα η λύση της πλοκής, αν και οι Κορνιζωμένοι είναι ένα διαφορετικό βιβλίο.
— Οι αμφιβολίες και τα ερωτήματα που σου μένουν κάνουν ακόμα πιο έντονο το στόρι, είναι ένα πολύ σκληρό βιβλίο, παρότι στην αρχή έχει ένα ιδιαίτερο χιούμορ που σε κάνει να γελάς δυνατά. Δεν αντέχω χωρίς πινελιές έντονης φαιδρότητας. Επειδή σε όλα τα βιβλία μου έχω δύσκολες καταστάσεις, για να αντέξω εγώ η ίδια να προχωρήσω παρακάτω θέλω φράσεις και πινελιές χιούμορ, ακόμα και υπονομευτικές πλήρως των χαρακτήρων ή του συναισθήματος της στιγμής. Η βαθιά μου επιθυμία θα ήταν να γράψω κωμωδία, εδώ που τα λέμε, αλλά είμαι άχρηστη σε αυτή την επιθυμία.
— Πείτε μου λίγα πράγματα για τον Σπούγια, έναν πληγωμένο ήρωα για τον οποίο δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Δεν μαθαίνουμε για τη ζωή του, εκτός από το ότι ως παιδί είχε υποστεί κακοποίηση από τον παππού του, που τον είχε ταπεινώσει με έναν φρικτό τρόπο. Καταρχάς δεν θα έκανα τίποτα που να έχει σχέση με σεξουαλική κακοποίηση που τόσο πολύ υπάρχει στα μέσα· υπάρχουν άλλα βιβλία, ταινίες, δημοσιογραφική έρευνα που την καλύπτουν πλήρως. Το 2009 που είχα την ιδέα και είχα φτιάξει τη σκαλέτα για τους Κορνιζωμένους δεν με ενδιέφερε, παρότι θα ήταν πιο λογικά τα στάδια και τα κλειδιά της πλοκής. Είπα «ε, και; Έχουν γίνει 500 τέτοια βιβλία».
— Ίσως να μην ήταν τόσο δυνατό το βιβλίο αν είχε άλλου είδους δολοφονία. «Το φρικωδέστερον των εγκλημάτων», που έλεγε κι αυτός ο παλιός εισαγγελέας. Αυτό το σκατοπασαλειμμένο μυστικό που χαρακτήρισε τη ζωή του Σπούγια είναι μια μορφή άγριας καταστολής και άγριας βίας από την πλευρά του παππού του. Γιατί η βία δεν είναι πάντα μια μαχαιριά, δεν είναι πάντα μώλωπες σε όλο το σώμα, να σου ’χει σπάσει κάποιος το πόδι ή κάτι άλλο, να σου ’χει ανοίξει το κεφάλι και να τρέχουν δυο κιλά αίματα· βία πολλές φορές εξίσου –αν όχι και χειρότερα– επιδραστική πάνω στο άτομο είναι αυτή που δεν μπορείς να την εξομολογηθείς και δεν μπορείς να τη δείξεις, που δεν αφήνει ορατά σημάδια.
Αυτό που σκεφτόμουν και ζύγιζα μέσα μου και αναρωτιόμουν ��όλις ολοκλήρωσα το βιβλίο ήταν εάν υπάρχει αυτό που φαίνεται στα βιβλία μου ότι έψαχνα σε όλη μου τη ζωή: λεπτομέρειες, έστω, καλοσύνης. Έχω πάνω από 50 δορυφορικούς χαρακτήρες στο βιβλίο, τους φίλους του μπαμπά, των παιδιών, γείτονες, πελάτες, που όλοι έχουν ένα ιδιαίτερο ταυτοτικό στοιχείο και οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που δεν μπορείς να τους επισυνάψεις άσχημες πλευρές, είναι καθημερινοί άνθρωποι.
— Δεν είναι μια κακή κοινωνία η Κρανιά. Είναι μια κοινωνία σύγχρονη, μια μικρή πόλη. Ο Σπούγιας εκφράζει αυτό που ένιωθα κι εγώ, ότι πλέον, εδώ και χρόνια, η βία σφραγίζει τα πράγματα. Στο παρελθόν του υπάρχουν στιγμές ταπείνωσης, και μάλιστα πολλαπλές. Όταν αποτυχαίνει η σχέση του με την πρώην σύζυγό του, δέχεται αυτές τις κατραπακιές και δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του, να αντιδράσει με έναν τρόπο λογικό και πιο αποδεκτό. Υπάρχει γύρω μας πολλή και ξέφρενη βία, που ασκείται με πολλή άνεση και χωρίς ελαφρυντικά, μερικές φορές και με έπαρση, και δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν τη βλέπουμε, ανοίγεις τον υπολογιστή και βλέπεις μπάζα της κακόμοιρης της Γάζας…
— Πιστεύετε ότι είναι πιο βίαιη η κοινωνία σήμερα από ό,τι ήταν πριν από 30 ή 40 χρόνια; Παίζει ρόλο το γεγονός ότι παρακολουθούμε τα πάντα σήμερα και βλέπουμε πράγματα που τότε δεν τα μαθαίναμε ποτέ. Τότε, ας πούμε, στην πρώτη σελίδα μιας εφημερίδας υπήρχε μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία –«ο καταχραστής του Δημοσίου»– ή υπήρχε ένα φονικό, τώρα πιστεύω ότι φαίνονται περισσότερα αλλά είναι και περισσότερα, γιατί δεν έχουν από πού να κρατηθούν οι άνθρωποι.
Οι δρόμοι μακράς ενατένισης έχουν όλοι ναρκοθετηθεί απ’ τις αγορές, από συμφέροντα, δηλαδή αυτό που διαφημίζεται ως κανονικότητα δεν είναι μια ευνομούμενη πολιτεία με δίκαιους νόμους, την οποία οι πολίτες σέβονται και σέβεται κι εκείνη τους πολίτες, είναι κάτι άλλο, είναι να πνίγονται δεκάδες και εκατοντάδες άνθρωποι στη θάλασσα, να παρακολουθούμε να πολλαπλασιάζονται τα εργατικά ατυχήματα, να μαθαίνουμε τα δισεκατομμύρια που εισπράττουν τα καρτέλ στα σούπερ μάρκετ, στην ενέργεια και στις τράπεζες. Είμαστε σχεδόν ανίσχυροι και με πιάνει μια στενοχώρια, γιατί είναι λες και η πολιτική και η Δικαιοσύνη να φοβούνται πια να επωμισθούν το αληθινό βάρος του ρόλου τους, ή να υποτάσσονται κατά κάποιον τρόπο.
— Μήπως είμαστε προορισμένοι ως όντα να κατασπαράσσουμε ο ένας τον άλλο; Μήπως είναι στην ανθρώπινη φύση ο πόλεμος και η βία; Δεν ξεκίνησαν ποτέ πόλεμοι επειδή οι άνθρωποι είχαν καιρό να δολοφονήσουν. Υπάρχει πάντα το κίνητρο και το κίνητρο είναι τα συμφέροντα. Πάντα από αυτά υποκινούνταν. Σήμερα η δόξα είναι τα δισεκατομμύρια· ο Έλον Μασκ, αυτή η τρομακτική προσωπικότητα, επισκιάζει οτιδήποτε άλλο έχει σχέση με τη ζωή των απλών ανθρώπων. Όλοι αυτόν παρακολουθούν. Το θαυμάσιο της αντιφατικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ότι ο καθένας είναι ικανός για τα πάντα και δεν υπάρχουν συμπεριφορές και πράξεις εκτός των ορίων της συλλογικής μας εμπειρίας. Δεν υπάρχουν εξωγήινοι και ουρανοκατέβατοι, όλα εντάσσονται στη συλλογική κοινωνική εμπειρία.
Όσο για τον Σπούγια, είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει ζήσει σε κανονικό οικογενειακό πλαίσιο. Δεν το εξυμνώ και δεν το αγιοποιώ το οικογενειακό πλαίσιο, γιατί υπάρχουν οικογένειες που μπορεί να είναι και σφηκοφωλιές –πάντοτε παίζονται, ακόμα και στις άγιες οικογένειες, παιχνίδια εξουσίας, η συμμετρία δεν εξασφαλίζεται πάντοτε–, αλλά υπάρχουν σελίδες πολλές μέσα σε αυτό όπου έχει δοκιμάσει το κάθε μέλος την αλληλοϋποστήριξη, τη θαλπωρή κ.λπ. Ο Σπούγιας δεν είχε τίποτα απ’ όλα αυτά και όταν σκοτώνει το παιδί του γίνεται αφανιστής της οικογενειακής ρίζας, δεν υπάρχει πια άλλος. Έβαλα πολύ νωρίς στο βιβλίο τον φόνο, αλλά ο υποψιασμένος αναγνώστης καταλαβαίνει πριν από το τέλος του πρώτου κεφαλαίου τι έχει συμβεί.
Θέλω να σου πω ότι είμαι πιο πολύ αναγνώστρια παρά πεζογράφος –σιγά τα λάχανα, έχω γράψει κάτι λίγα βιβλία– και όχι μόνο σέβομαι τον αναγνώστη και τον λατρεύω, αλλά ζητάω και τη συμμετοχή του στο βιβλίο. Δεν θέλω να του το κάνω νιανιά. Όπως δοκιμάζομαι εγώ, δοκιμάζω τις αντοχές μου και κάνω πίσω εκεί που καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να είμαι ειλικρινής, ότι δεν έχω δύναμη, έτσι θέλω και ο αναγνώστης να μην το ξεπετάξει για να αποφορτιστεί από την καθημερινότητα. Γιατί πολλές φορές τα μυθιστορήματα ειδικά παίζουν αυτόν τον ρόλο, σε αποφορτίζουν, κι αυτό είναι καλό, ευλογία, αλλά δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό η λογοτεχνία. Υπάρχουν απαιτήσεις.
— Παρότι υπάρχουν ενδείξεις από πολύ νωρίς στο βιβλίο για τα κίνητρα μιας τέτοιας πράξης, πρέπει να σας πω ότι αυτό που με σόκαρε περισσότερο στον Σπούγια ήταν ότι το έγκλημά του ήταν προσχεδιασμένο, είχε σκεφτεί ακόμα και πώς να κρύψει τα ίχνη. Δεν ήταν εν βρασμώ ψυχής, ούτε ή ώρα η κακιά, και το λέει κάποια στιγμή ότι «κάποιες φορές σαν να τον ενδιέφερε περισσότερο όχι το γιατί αλλά το πώς». Δηλαδή είχε ανακαλύψει την ηδονή της σκηνοθεσίας του φρικωδέστερου εγκλήματος, κατά κάποιον τρόπο. Δεν πίστευε ότι θα το κάνει, ήταν ένα παιχνίδι διερεύνησης των ορίων της ύπαρξής του κι ενώ είχε ένα κανονικό επάγγελμα, σε μια κανονική πόλη, κ.λπ., το τι υπάρχει στην ψυχή του καθενός και πίσω απ' τις κλειστές πόρτες είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό.
Στον καθημερινό λόγο όταν λέμε «συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες» εννοούμε ανόσια πράγματα και περιπετειώδεις καταστάσεις. Μπορεί να υπάρχουν θησαυροί που δεν τους π��ίρνουμε χαμπάρι, αλλά το μυαλό και η ψυχή του καθενός, το βλέμμα του, η πιο έγκυρη υπ��γραφή της ύπαρξης, πάντοτε μπορεί να μας εκπλήξουν. Δηλαδή όλα μπορείς να τα περιμένεις. Ο Σπούγιας είναι ένας άνθρωπος που στην καθημερινότητά του δεν είναι κάθαρμα. Πρόσεχα από την αρχή να μην τον περιγράψω ως κακό, γιατί δεν είναι μονοδιάστατοι οι άνθρωποι.
— Περισσότερο τον λες ψυχικά διαταραγμένο. Αυτό το έχουμε δει πολλές φορές και στη λογοτεχνία και στη ζωή. Εδώ είναι μια δοκιμασία για τον αναγνώστη περισσότερο, ο οποίος σε κάποιες σελίδες ταυτίζεται, τον συμπονάει για την ορφάνια του, τον συμπονάει για το σκατοπασαλειμμένο σωβρακάκι του –αυτό το έχω ζήσει με κάποιο παιδί στο δημοτικό και μου 'χει μείνει αλησμόνητη η εμπειρία, από έναν άκαρδο δάσκαλο, ένα κάθαρμα –, συν το γεγονός ότι είναι ευσυνείδητος στη δουλειά του, έσωσε ένα παραδοσιακό κορνιζοποιείο, το «Τέλειον», το οποίο ήταν σημείο αναφοράς γι’ αυτήν τη μικρή πόλη. Όταν συνειδητοποιείς περί τίνος πρόκειται, έχω την εντύπωση ότι συνταράσσεσαι και συγκλονίζεσαι, δοκιμάζεσαι ως αναγνώστης, γίνεσαι κουρέλι. Δεν δοκιμάζεται μόνο ο συγγραφέας γράφοντάς το, υπερβαίνοντας τα όρια.
Γιατί οι πιο πολλοί συγγραφείς αυτό κάνουμε, οι καλλιτέχνες γενικότερα, είμαστε σε μια καθωσπρέπει, συμβατική ζωή και προσπαθούμε γράφοντας, ή με την τέχνη μας, να υπερβούμε τα όρια, να πάμε εκεί που δεν είναι συμβατικά τα πράγματα. Μέσα σ’ αυτά τα όρια βλέπουμε ότι γίνονται πολλές ταινίες όπου οι πιο ελκυστικοί ήρωες είναι οι κακοί. Αυτός όμως δεν έχει κάτι ελκυστικό επάνω του, δεν είναι μια προσωπικότητα που αισθάνεσαι ότι έχει φωτοστέφανο, αίγλη, ένας κανονικός άνθρωπος του κιλού είναι, που μάζεψε, μάζεψε, και δεν άφησε τίποτα να πέσει κάτω. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίζει, ορισμένα πράγματα πρέπει να τα αφήνουμε κάτω – κι έχουμε κάνει κι εμείς του κόσμου τα κρίματα. Υπάρχει η φράση μιας Αγγλίδας ποιήτριας που λέει «ο χρόνος πληγώνει όλες τις θεραπείες»… Λέμε «ο πανδαμάτωρ χρόνος θεραπεύει τα πάντα», αλλά ισχύει και το τελείως αντίστροφο στη ζωή.
— Υπάρχει ένα ξεβόλεμα των νοικοκυραίων στο βιβλίο. Ήθελα να νιώσω εκτεθειμένη εγώ η ίδια. Δεν ήθελα να ακολουθήσω την ασφάλεια, την πεπατημένη. Λίγο-πολύ, με τα λίγα βιβλία που έχω γράψει, έχω καταλάβει ότι μπορώ να διεκπεραιώσω μια ιστορία, να βάλω και κάτι πιπεράτο, να βάλω και στις παρυφές λίγο πολιτικό σχόλιο, να βάλω και λίγο παρελθόν και λίγη διακύμανση του χρόνου, «μια πίτσα με απ’ όλα», που έλεγε κι ο Τσαρούχης. Εδώ ήθελα να δοκιμάσω να κάνω κάτι και δεν ήμουν σίγουρη ότι μπορώ, γι’ αυτό είχα τελειώσει το βιβλίο και δεν το πήγαινα στον εκδότη. Δεν ξέρω γιατί, με είχε επηρεάσει πάρα πολύ �� ιστορία με την Παλαιστίνη, έλεγα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε, ότι όλα είναι κανονικά.
— Στο βιβλίο, ωστόσο, δεν υπάρχει αναφορά στην πολιτική κατάσταση, παρότι είναι 2016, μια εποχή που η Ελλάδα βράζει πολιτικά, επί ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν αναφορές, αλλά είναι μικρές. Η νεολαιίστικη παρέα, ο καημένος ο Γιαννούλης που επιθυμεί ένα παγκόσμιο σκίρτημα και παίρνει το λεωφορείο και πάει όπου γίνονται διαδηλώσεις, η Κλέα, αυτό το πλασματάκι που τα σούρνει χύμα και τσουβαλάτα, είναι τα νιάτα τα οποία έχουν το πάθος, την επιθυμία και την αντοχή, αλλά έχουν και την ανυποκρισία. Και δυστυχώς είναι λάθος να έχουν υπομονή με εμάς τους μεγαλύτερους που είμαστε καμένα χαρτιά. Δεν τους στρώσαμε ένα καλό παρόν και ένα καλό μέλλον, απ’ ό,τι φαίνεται. Πολιτικά σχόλια υπάρχουν στο βιβλίο τόσο όσο, δεν θέλω να μαρκάρομαι και ως πολιτική συγγραφέας, να πω την αλήθεια.
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, λέει η Σιωπηλή μέσα στο βιβλίο, η Αναστασούλα η Πελεκάνου, «δεν είναι σωστό να δέχεται κανείς την καταπίεση της συμμετοχής σε μια συζήτηση», αλλά αυτοί τα είπαν όλα και μόνοι τους, ο ένας εναντίον του άλλου. Δεν επιθυμώ να εμπλουτίσω το ρεπερτόριο με αυτές τις σαχλές ατάκες που ακούστηκαν ένθεν κακείθεν. Να πω και ότι η στεναχώρια μου είναι πέραν αυτού, γιατί από παλιά, αν πάρει κανείς την αριστερά σ’ όλο της το φάσμα, από το κομμουνιστικό κόμμα μέχρι όλα τα υπόλοιπα κινήματα και οργανώσεις, βλέπει ότι όταν υπάρξει μια ήττα από τον ταξικό αντίπαλο ή από την ανεπάρκεια εξυπηρέτησης λαϊκών συμφερόντων, ο πιο εύκολος αντίπαλος να τα βάλεις και να τον χρεώσεις είναι ο πρώην σύντροφος. Αυτός είναι ο πιο βατός αντίπαλος, οπότε εκεί πέφτει το ξεφώνημα.
Τι γίνεται όμως; Εστιάζουμε όλοι σ’ αυτό, που είναι η μικρή εικόνα, και δεν βλέπουμε το πανοραμικό πλάνο της μεγάλης εικόνας και το πού πάει ο κόσμος σήμερα. Δηλαδή, η πολιτική, η οποία έχει συγκεντρώσει τόση εμπειρία, έχει πια τόσα μέσα, έχει τόση γνώση, έχει τόσους ειδικούς με 15 μεταπτυχιακά από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, έχει καταφέρει να γίνει αξιοθρήνητη. Θα περίμενε κανείς ότι τον 21ο αιώνα θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, μετά τον αιματηρό, μιλιταριστικό 20ό αιώνα στην Ευρώπη του Διαφωτισμού, με τα τόσα εκατομμύρια νεκρούς, αλλά έχει παλινορθωθεί η μισαλλοδοξία για θρησκευτικούς και πολιτικούς λόγους, ο αντικομμουνισμός, ο νόμος του Χαμουραμπί, που δικαιολογεί τα αντίποινα.
Στο βιβλίο μου Κοστούμι στο χώμα ήθελα να πω με όλη μου την ψυχή ότι τα αντίποινα δεν είναι λύτρωση σε καμία περίπτωση, διαιωνίζουν τον φόβο, το πένθος, την καταδίκη μιας κοινωνίας, σημαδεύουν, αφανίζουν. Βλέπω ότι νομιμοποιούνται τα αντίποινα και δοξάζονται κιόλας, μετά την επιδρομή της Χαμάς. Στα βιβλία μου δεν υπάρχουν συναρπαστικές, επιδραστικές προσωπικότητες που μένουμε άφωνοι και τις ακολουθούμε πιστά, αλλά τα χαμηλά σκαλοπάτια, γιατί για μένα εκεί είναι όλη η ομορφιά και όλη η εμπειρία της ζωής: ο κόσμος ο ταπεινός, που αποφασίζει να μην είναι και ταπεινωμένος. Έχω μεγαλώσει μέσα σε τέτοιον κόσμο, οι περισσότεροι φίλοι μας, και του Παντελή και οι δικοί μου, είναι τέτοιοι άνθρωποι, και οι εκπλήξεις είναι απεριόριστες. Δεν είναι ένας κόσμος μονότονος και άνευ σημασίας.
Είναι κρίμα, γιατί στη σημερινή εποχή φοβάμαι ότι η έννομη τάξη –η οποία θυμίζει τον αγρότη που αλλάζει τα πασαλάκια και μεγαλώνει το οικόπεδό του– φτιάχνεται και εφαρμόζεται κατά πώς συμφέρει την εκάστοτε εξουσία· αλλά και με την κατήχηση κάποιων μέσων ενημέρωσης, οι πολίτες μαθαίνουν να μην έχουν καμία εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Μαθαίνουμε πώς να μειώνουμε τις προσδοκίες μας, πώς να αμφισβητούμε και τα καλά που έχουμε ως εμπειρίες, μαθαίνουμε πώς να μισαναπνέουμε και πώς να μην ονειρευόμαστε.
— Γι’ αυτό και ο Τραμπ ξαναβγήκε στην Αμερική. Και ο Μασκ θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος. Είπε κάτι εκπληκτικό προχθές, ότι είναι πλέον ξεπερασμένα τα F-16, F-35, F-55 κ.λπ., όλα τα μαχητικά αεροπλάνα είναι για πέταμα, με drone θα γίνονται οι επιθέσεις σε αυτήν τη φάση. Πάνω που αγοράσαμε τα Rafale… Ξέρεις, είμαστε όλη μέρα συνδεδεμένοι στο ίντερνετ και δίνουμε πρόσβαση στη ζωή μας. Ειδικά οι νέοι άνθρωποι, που έχουν μια αθωότητα, μια τόλμη, μια περιέργεια να δοκιμάσουν πράγματα στη ζωή τους, στον έρωτα, ουσιαστικά είναι φακελωμένοι, όλοι είμαστε φακελωμένοι και οι φακελωμένοι πολίτες είναι σφραγίδα φασισμού. Είναι φοβερό, με πιάνει τρόμος όταν το σκέφτομαι… Η τεχνολογία είναι ικανή για άθλους και για αθλιότητες.
Μιλούσα προχθές με τον Παυλάκη, αυτόν που ανακάλυψε πριν από είκοσι χρόνια τα mRNA εμβόλια, και του λέω «θα σας παραδεχτώ με την τεχνητή νοημοσύνη, Γιώργο, αν στραφεί το βάρος σε πράγματα τα οποία θα βοηθήσουν πραγματικά την ανθρωπότητα. Ο τομέας σου είναι η υγεία, η έρευνα, τα εμβόλια, υπάρχει όμως και κάτι άλλο, πώς οι επιστήμονες, οι οποίοι πολλές φορές συνειδητά και λίγες φορές ασυνείδητα ενσωματώνονται σε αυτές τις στρατηγικές, θα ψάξουν να βρουν έναν τρόπο να σταματήσει πια αυτή η απίστευτη ψαλίδα ��ου υπάρχει ανάμεσα στον αμύθητο πλούτο και στην αδυσώπητη φτώχεια». Έχω εμπειρία από τα δημόσια νοσοκομεία, στο νοσοκομείο που πήγαινα για τις θεραπείες στον πρώτο μου καρκίνο την ίδια φροντίδα που είχα κι εγώ είχαν και οι Ρομά και οι Αλβανοί που δεν είχαν ασφάλιση· τώρα έχουν κοπεί αυτά.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που είναι πολύ σοβαρό: αυτή η ιστορία με τα απογευματινά ιατρεία θεωρώ ότι είναι ήττα του πολιτισμού, δεν μπορεί ένας άνθρωπος που πρέπει να χειρουργηθεί να περιμένει έναν χρόνο αν δεν έχει λεφτά, όταν έχει πληρώσει το ασφαλιστικό του ταμείο και ένα σωρό εισφορές. Διώχνουν δουλειές απ’ τα δημόσια για να πάνε στα ιδιωτικά. Ο Παντελής κι εγώ ζούμε χάρη στα δημόσια νοσοκομεία και δεν έχουμε παράπονο. Ίσως σκεφτείς ότι είμαστε γνωστοί και μας φρόντισαν με το παραπάνω, δεν ισχύει όμως. Είδα σε αρκετά δημόσια νοσοκομεία και την κακή πλευρά, το φακελάκι, αλλά οι γιατροί και οι νοσηλευτές γενικά τρέχουν σαν τον Βέγγο, είναι υπεράνθρωπη η δουλειά που κάνουν.
Ένα άλλο θέμα που θα έπρεπε να απασχολήσει είναι ότι δεν είναι 500.000 οι νέοι –πτυχιούχοι ως επί το πλείστον– που έφυγαν στην πρώτη φάση της κρίσης, μέχρι και τον ΣΥΡΙΖΑ, έφυγαν και 300.000, απ’ ό,τι λέει ο Παυλάκης, τα τελευταία 4-5 χρόνια. Δηλαδή ξεμένουμε από απαραίτητες ειδικότητες και στη δημόσια υγεία και στις επιχειρήσεις και σε άλλους τομείς, στην οικονομία κ.λπ., γιατί η πατρίδα γίνεται αφιλόξενη…
— Πείτε μου για τον Χρόνη, είναι ένα παιδί καλό, όμορφο, με όνειρα… Που του αρέσει να σφίγγει στην αγκαλιά του τη θάλασσα.
— Η κοπέλα του, η Κλέα, είναι το πιο μεγάλο θύμα στην ιστορία, γιατί διαλύεται και η δικιά της ζωή, δεν τον ξεπερνάει ποτέ τον Χρόνη. Το λέει και ο ίδιος ο δολοφόνος, «ουσιαστικά σκότωσα δύο παιδιά». Έχει πλήρη συνείδηση των κ��τορθωμάτων του, δεν τα κρύβει απ’ τον εαυτό του. Αυτά τα δυο παιδιά είναι μια αντίστιξη στην πράξη του Σπόγια στο μυθιστόρημα, την οποία δεν τη χρησιμοποίησα για να εξισορροπήσω την πλοκή, την είχα ανάγκη για να αρπαχτώ από κάπου, γιατί στη ζωή θέλω παντού να ψάχνω έστω λεπτομέρειες καλοσύνης που πλέον δεν είναι ορατές. Εναποθέτω ελπίδες στα νέα παιδιά επειδή τα έχουμε γαμήσει με λάθη οι προηγούμενες γενιές. Αν απαλλαγούν από την «εμπειρία» και τη «σοφία» μας, θα κάνουν έναν καλύτερο κόσμο. Είμαι 72 ετών και για ένα πράγμα είμαι σίγουρη, ό,τι πιο μεγαλειώδες στη ζωή είναι η αγάπη.
— Δεν έχει ίχνος κακού η Κλέα ως χαρακτήρας, ούτε ένα ψήγμα… Είναι σαν να ζητάω συγγνώμη από τα νέα παιδιά, γιατί, αν μπορούσα, θα παρακαλούσα την Κλέα να με σφίξει ��ίγο στην αγκαλιά της και να μου δώσει ένα φιλάκι. Κάθε χρόνο τον Νοέμβριο βγάζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας μια έκθεση για τη χρονιά, και πριν από την πανδημία έλεγε ότι τρίτη αιτία θανάτου των νέων κάτω των 25 ετών είναι οι αυτοκτονίες, γιατί σήμερα, στην παγκόσμια ιστορία που έχει τόσα μέσα, τόσες δυνατότητες, τόσες τεχνολογίες, που ταξιδεύουν πιο εύκολα οι άνθρωποι και υπάρχουν άνθρωποι που έχουν γυρίσει όλον τον κόσμο, ό,τι καλό και να τους υποσχεθείς για ένα ωραιότερο μέλλον είναι άμεσα διαψεύσιμο. Κάποτε τελείωναν οι πόλεμοι και οι άνθρωποι είχαν την ελπίδα ότι σιγά-σιγά θα ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, ότι θα ’ρθουν καλύτερες μέρες, θα σταθούν στα πόδια τους· τώρα ξέρεις ότι είσαι παγιδευμένος. Η μόνη ελπίδα είναι να αποδειχτεί η απληστία η αχίλλειος πτέρνα όλης αυτής της κατάστασης…
— Για ποιο μέλλον να μιλήσεις στα νέα παιδιά, όταν μετά από σαράντα χρόνια ακούγεται ξανά η απειλή πυρηνικού πολέμου; Διάβαζα ότι η γερμανική κυβέρνηση έχει μοιράσει φυλλάδια στα οποία συμβουλεύει τους πολίτες να κάνουν προμήθειες και να φτιάξουν καταφύγια για την περίπτωση πολεμικής σύρραξης. Ναι, και θα βγάλουν λεφτά οι εργολάβοι, γιατί ο πύραυλος που πέταξαν πρόσφατα οι Ρώσοι, η «αγριοφουντουκιά», που δεν ανιχνεύεται, μπορεί να περάσει κάτω από το έδαφος, να τρυπήσει το τσιμέντο και να φτάσει σε μεγάλο βάθος. Εδώ έρχονται και δένουν όλα αυτά που παρατηρούμε τελευταία: η εξαφάνιση της προσωπικής ζωής, η υπονόμευση της δυνατότητας να έχεις έλεγχο του εαυτού σου –ανήκεις σε άλλους, δεν υπάρχει ατομικότητα–, επίσης η εκμετάλλευση των μικρών παιδιών, η εκδικητική πορνογραφία, η ανέχεια, οι πόλεμοι, μαζεύονται πάρα πολλά… Εύχομαι οι νέοι να ’χουνε κουράγιο και κάποια στιγμή να πάρουν ανάποδες μαζικά. Δυστυχώς η πολιτική και η Δικαιοσύνη αρνούνται να επωμισθούν το πραγματικό βάρος του ρόλου τους, έχουν αφεθεί στις αγορές, οι οποίες ναρκοθετούν τις καταστάσεις με μια τυφλότητα, χωρίς να αναλογίζονται τις συνέπειες.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι, υπάρχει στρατηγική ή το πράγμα μόνο του οδηγείται να στοχεύσει τις ανθρώπινες σχέσεις; Λόγω της εξάρτησης από το κινητό και την οθόνη, διαπιστώθηκε νέκρωση εγκεφαλικών λειτουργιών, γιατί είσαι απολύτως εξαρτημένος. Παλιά έκλεινες ραντεβού να πας να βρεις έναν φίλο σου και θυμόσουν πώς θα πας μέχρι εκεί: θα πάρεις τον τάδε δρόμο, θα στρίψεις στην τάδε πλατεία, μετά θα δεις ένα διώροφο ροζ κτίριο που είναι ένας φούρνος, μετά είναι μια πλατεία που έχει τρία μεγάλα πλατάνια, θα πας αριστερά και θα βρεις τον δρόμο που είναι ο φίλος σου. Τώρα πρέπει να βάλεις το GPS για να πας στα εκατό μέτρα, δεν χρειάζεται να θυμάσαι, αλλά δεν χρειάζεται και να παρατηρείς, να προσέχεις. Κι αφού υπάρχει νέκρωση εγκεφαλικών λειτουργιών, θα υπάρξει και νέκρωση σωματικών λειτουργιών κατά τα φαινόμενα… Όλα μαύρα τα είπα;
— Υπάρχει κάτι που σας δίνει ελπίδα; Η Κλέα, οι νέοι καλλιτέχνες, οι νέοι άνθρωποι, που δεν τους αφήνουμε χώρο. Η δικιά μου ηλικία καταλαμβάνει πάρα πολύ χώρο, με τρομερό εγωισμό, σαν να δίνουμε πολύ μεγάλη σημασία στο παρελθόν μας, και σμικρύνουμε το εμβαδόν, το πεδίο για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι νεότεροι άνθρωποι. Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές κινητοποιήσεις παγκοσμίως, και στη Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη και παντού, όλες όμως οι κινητοποιήσεις είναι για καλύτερη διαχείριση του καπιταλισμού. Δεν έχει βγει απόφαση για άλλο ταξίδι, κρατάμε αναμμένες τις μηχανές για την τιμή των όπλων· όλοι ζητάνε καλύτερες συντάξεις, καλύτερες σπουδές μέσα στο πλαίσιο, στην πεπατημένη.
Δεν υπάρχει αμφισβήτηση, γιατί υπήρξαν πάρα πολλές αποτυχίες που δεν αναλύθηκαν επαρκώς και δεν ζυγίστηκαν, ώστε να βρεθεί κάτι που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες και στις σύγχρονες αντιλήψεις, να είναι ελκυστικό και ταυτόχρονα να κάνει καλό στους ανθρώπους. Για μένα η πιο λαϊκίστικη πολιτική είναι η αντιλαϊκή πολιτική. Όλοι μου οι ήρωες κάνουν ταπεινά επαγγέλματα, ο Σπούγιας είναι κορνιζοποιός. Παρότι είναι μια εποχή που πολλοί θέλουν να βρεθούν στα κέντρα των αποφάσεων, στις μεγαλουπόλεις και στις μητροπόλεις, ο Χρόνης και η Κλέα θέλουν να γίνουν δάσκαλοι στην άγονη γραμμή και να μάθουν τα παιδιά να αγαπάνε τα λουλούδια και να ξεχωρίζουν τα φυτά. Σου είπα, είμαι με τους ταπεινούς, στη χαμηλή κλίμακα, και πιστεύω ότι τα ταπεινά πράγματα είναι πολύ πιο σπουδαία από ό,τι νομίζουμε. Από ό,τι μας επιτρέπουν. Ξεμάθαμε να ζυγίζουμε…
🔴 Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes · View notes
mysuits · 11 months ago
Video
youtube
Έλα Σε Μένα - Βασίλης Λέκκας, Μάνος Χατζιδάκις
4 notes · View notes
filamentzine · 1 year ago
Text
Σκιαδαρέσες - Skiadareses
'Oλγα Σκιαδαρέση
Tumblr media
Α piece of music that needs to be played loud
Cat Stevens - Wild World
A piece of music that moves you forward
James - Getting Away With it (All Messed Up) 
A piece of music that gets stuck in your head
Leonard Cohen - Suzanne
A piece of music that makes you want to dance
The Monkees -  I'm a Believer  
A piece of music that makes you feel badass
The Verve - Bitter Sweet Symphony
A piece of music that you remember from your childhood
Δεν θυμάμαι τον τίτλο αλλά πήγαινε κάπως έτσι:
Σούπα το βράδυ έχουμε
Σούπα το μεσημέρι
Σούπα γιορτή και κυριακή 
χειμώνα καλοκαίρι 
Σουπα πα σουπα σουπα πα σουπα 
σουπα πα σουπα σου πα πα 
τώρα που το σκέφτομαι ο τίτλος μπορεί να είναι σούπα. 
A piece of music that reminds you your hometown
The Strange Boys - Be Brave
The piece of music you’ve listened to the most
Radiohead - Creep
'Oλγα Σκιαδαρέση. 25 χρονών, ηθοποιός και μέλος του μουσικού σχήματος ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΕΣ. Γενικά καλό κορίτσι. Άλλα χόμπι : ζωγραφική, συγγραφή κειμένων, μαγειρική. 
-------
Νίκη Σκιαδαρέση
Tumblr media
Α piece of music that needs to be played loud
Lou Reed - Walk on the Wild Side
A piece of music that moves you forward
Regina Spektor - Samson
A piece of music that gets stuck in your head
Γιώργος Μαζωνάκης - To Gucci Φόρεμα
A piece of music that makes you want to dance
Stromae - Alors on danse
A piece of music that makes you feel badass
The Verve - Bitter Sweet Symphony
A piece of music that you remember from your childhood
Μάνος Χατζιδάκις - Ο κυρ-Αντώνης
A piece of music that reminds you your hometown
The Specials - Ghost Town
The piece of music you’ve listened to the most
Leonard Cohen - Suzanne
Νίκη Σκιαδαρέση, ηθοποιός και μέλος του μουσικού συγκροτήματος ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΕΣ.
Βαριέται να μάθει κιθάρα αλλά πρέπει και το ξέρει!
Δεν χρειάζεται να της το λέτε όλοι!
Facebook
Youtube
Instagram
2 notes · View notes
xionisgr · 18 days ago
Text
ISBN: 978-618-5724-48-1 Συγγραφέας: Θανάσης Ευθυμιάδης Εκδότης: Key Books Σελίδες: 224 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-03-06 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
a078740849aposts · 18 days ago
Text
ISBN: 978-618-5724-48-1 Συγγραφέας: Θανάσης Ευθυμιάδης Εκδότης: Key Books Σελίδες: 224 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-03-06 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
retrojoss · 2 months ago
Video
youtube
Μάνος Χατζιδάκις & Nat King Cole - In the cool of the day
0 notes
scrumptiouscreatorsalad · 3 months ago
Video
youtube
√♥ Πάμε μια Βόλτα στο Φεγγάρι √ Μάνος Χατζιδάκις √ Φλέρυ Νταντωνάκη √ Στ...
0 notes
alexpolisonline · 4 months ago
Text
0 notes
ntsawos · 5 months ago
Text
Δείτε το βίντεο "Μάνος Χατζιδάκις - America, America" στο YouTube
youtube
0 notes
eclecticstarlightblogger · 10 months ago
Text
Γιώργος Ζαμπέτας: Έφυγε σαν σημερα απο τη ζωη το 1992
Συνθέτης, βάρδος του λαϊκού τραγουδιού και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι. Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του και από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα. Στη δισκογραφία μπήκε το 1953. Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις […] Γιώργος Ζαμπέτας: Έφυγε σαν σημερα απο τη ζωη το…
View On WordPress
0 notes
justforbooks · 3 months ago
Text
Tumblr media
Γιώργος Χρονάς
Με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο «Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς», από το οποίο παρελαύνει μια ολόκληρη εποχή μυθικών προσώπων, ο ποιητής και εκδότης μ��λά για όσα επέλεξε να πει και εξηγεί γιατί «είναι με τους αμόρφωτους».
Ποιητής, εκδότης, δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, θεατρικός συγγραφέας. Ο Γιώργος Χρονάς, ο στενός συνεργάτης του Τσαρούχη που συμμετείχε ως ηθοποιός στις «Τρωάδες» της οδού Καπλανών το 1977, ο συνεργάτης του Χατζιδάκι στο Τρίτο και ο άνθρωπος πίσω από το «Εργοτάξιο Εξαιρετικών Αισθημάτων» - Οδός Πανός, ένα ασπρόμαυρο περιοδικό και μαζί εκδοτικός οίκος, που τόσο θεματικά όσο και αισθητικά επηρέασε καθοριστικά τη γενιά των εντύπων από το 1981 και μετά, ενώ ανέδειξε πλήθος νέων λογοτεχνών, επιτέλους αυτοβιογραφείται.
Από το βιβλίο, που έχει τον τίτλο «Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς», παρελαύνει μια ολόκληρη εποχή μυθικών προσώπων με τα οποία συνδέθηκε στενά και για όλα έχει κάτι να πει. Για τον ίδιο είναι σαν μια ακτινογραφία. Ένα ασκημένο μάτι θα διακρίνει πίσω από τις λέξεις όλα όσα επέλεξε να κρατήσει μέσα του.
— Φαίνεται ότι μετά από τόσες ζωές μυθικών καλλιτεχνών που συγγράψατε, ήρθε η ώρα για την αυτοβιογραφία σας. Έχω μια φωνή μέσα μου που μου λέει τι να κάνω. Αυτήν άκουσα και τώρα. Ξεκίνησα μέσα στον Αύγουστο και κάθε μέρα έγραφα τέσσερις ώρες στο βιβλιοπωλείο και τέσσερις ώρες στο σπίτι μου, κάτι παράξενο για μένα γιατί εδώ και καιρό έχω αποφασίσει να αφήσω τα μολύβια κάτω και να ασχολούμαι μόνο με το περιοδικό και τις εκδόσεις μας, που δεν είναι και λίγο πράγμα, συν τις εκθέσεις ��ιβλίου ‒ παλιά πήγαινα σε πολλές, τώρα πηγαίνω σε δύο, Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μου έλεγαν συνεχώς πολλοί άνθρωποι, ευγενικοί και σπουδαίοι, ότι αφού γνώρισες αυτούς τους ανθρώπους, πες μας κάτι γι’ αυτούς.
— Μοιάζει να τους προστατεύετε, χωρίς να αποκαλύπτετε πολλά. Έγραψα όσα μπορούσα να πω, τα περισσότερα είναι τελείως προσωπικά και μερικά τα κρατώ για τον εαυτό μου· όταν φύγω για τους Ουρανούς θα τα πάρω μαζί μου. Για τον Θεό. Ή τους θεούς. Αν τα ’γραφα όλα θα σκιζόταν ο ναός κάθετα. Πολλά τα γράφω στα 27 βιβλία μου – πεζά, ποιήματα, θέατρο. Δεν επιδίωξα να γράψω ένα πεζό ποίημα γιατί το ποίημα έχει τους νόμους του, όπως και το πεζό τους δικούς του. Έχω αρκετά πεζά μου βιβλία στα οποία μπορείτε να δείτε τι έχω παρακολουθήσει από θέατρο, μουσική, μπαλέτο, όπερα, σινεμά, γιατί νομίζουν ότι μόνο όταν διαβάζεις βιβλία, γράφεις βιβλία. Εγώ έχω δει 15 διαφορετικές τέχνες, και εικαστικές. Στα πρώτα σαλόνια που διάβασα για την τέχνη μου, τα ποιήματα, με τα οποία μπήκα στη γραφή και στο βιβλίο, ήταν εικαστικών, κατά παράξενο τρόπο. Οι οποίοι, όπως ��έρετε, αυτό που σκέφτονται το κάνουν άυλη τέχνη, παράλληλη, θα έλεγα, της μουσικής. Δηλαδή με την εικόνα εκφράζουν ό,τι η μουσική με συναίσθημα, και ο καθένας την αντιλαμβάνεται όπως θέλει, με βάση τις πληροφορίες ζωής ή της τέχνης του.
— Όμως θα ήθελα να μιλήσουμε για εσάς. Ναι, αλλά όλοι αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές μου και με εμπεριέχουν – ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις, ο Ασλάνογλου, ο Μιχάλης Κατσαρός, η Μαλβίνα Κάραλη. Και ήθελα να χορέψω μαζί τους, γιατί ο χορός απαιτεί δύο πρόσωπα, όπως ξέρετε, και διαλέγω έναν - έναν. Ήταν και μια μέθοδος γραφής αυτή, δεν μπορούσα να τους παρουσιάσω μυθιστορηματικά∙ για κάθε πορτρέτο προσώπου έκανα και μία εκλογή, γιατί είναι άπειρα αυτά που έχω ζήσει μαζί τους κι έχω πάντα οικονομία του λόγου. Θα μπορούσε να είναι άπειρες σελίδες. Ήδη η Αγαθή Δημητρούκα είπε πώς αυτός είναι ο πρώτος τόμος. Δεν θα υπάρξει δεύτερος, αυτόν θα τον πω στον Θεό.
— Καταρχάς, εδώ που φτάσατε, παραμένετε Πειραιώτης ή είστε πια Αθηναίος; Το έχω ξαναπεί, είμαι ένας Πειραιώτης που εμπορεύομαι στην Αθήνα. Αν είχα την επιχείρησή μου στον Πειραιά, δυστυχώς θα είχε κλείσει. Ανήκω στους Πειραιώτες, όπως ο Τσαρούχης και ο Ροντήρης, ο Παπαμιχαήλ, η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Πλωρίτης και, φυσικά, η Παξινού που είπε ότι δεν υπάρχει κοινό, το κοινό το κάνουμε εμείς. Το μόνο κόμπλεξ που είχα από το σχολείο ήταν αυτό που κάνω εγώ να μην μπορεί να το κάνει κανείς. Και το έκανα σε αρκετές τέχνες, και στα ποιήματά μου και στα πεζά μου και στο ραδιόφωνο και στο θεατρικό που έγραψα και έπαιξα, και σε άλλα που το κοινό μπορεί να σας πει, όχι εγώ ο ίδιος. Ναι, είμαι Πειραιώτης. Ο Χατζιδάκις χαιρόταν που ήμουν Πειραιώτης γιατί, όπως έλεγε, δεν είχε πάει ποτέ στον Πειραιά. Όπως είπα κάποτε σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, αν έφερνα ποτέ τον Έλβις Πρίσλεϊ, εκεί θα τον πήγαινα. Ίσως να ήθελε να δει μερικά μνημεία της Αθήνας, αλλά ο Πειραιάς έχει περισσότερα μνημεία που του πάνε, ερείπια πια.
— Έχει τη θάλασσα. Που έχει και η Θεσσαλονίκη, όπου πηγαίνω πιο συχνά απ’ ό,τι στον Πειραιά. Γιατί στη Θεσσαλονίκη συνάντησα μια σειρά από λογοτέχνες που με στιγμάτισαν. Μερικούς τους είχα συναντήσει και στην Αθήνα, αλλά οι λογοτέχνες στον τόπο τους ανθίζουν αλλιώς. Εκεί ιερουργούν, στην Αθήνα έρχονται σαν επισκέπτες, μέχρι να φύγουν.
— Οπότε κι εσείς είστε ένας μόνιμος επισκέπτης της Αθήνας; Ναι, είμαι. Η δουλειά μου είναι εδώ, το σπίτι μου, και αγαπώ τους Αθηναίους. Παρά το ότι ο Πειραιάς απέχει ελάχιστα από την Αθήνα, δεν παύει να είναι το Λίβερπουλ, αν ��εωρήσουμε Λονδίνο την Αθήνα. Β’ εκλογική περιφέρεια, ένα επίνειο και, όπως συνηθίζω να λέω, ένα ριγμένο επίνειο. Εκεί διαμορφώθηκα μέχρι τα 13 μου και το λεξιλόγιό μου ανήκει στους φτωχούς καλλιτέχνες που έχουν φτωχό λεξιλόγιο. Δεν πάσχω από λεξιλαγνεία που έχουν ο Εμπειρίκος ή ο Καρούζος.
— Πάντως, ενώ ωριμάσατε σε εποχές πολιτικών ταραχών και ζυμώσεων, δεν ήταν αυτές που σας διαμόρφωσαν αλλά κάτι άλλο. Είχα την ευτυχία να έχω πατέρα που μου έμαθε να είμαι ελεύθερος, και ο Τσαρούχης μου είπε ότι ο Μαρξ παίρνει τα μισά που λέει από το Ευαγγέλιο και τα ενστερνίζεται ως δικά του. Μέσα από την ελευθερία αυτών των δύο ανθρώπων, του πατέρα μου και του Τσαρούχη, όπως και άλλων, του Γκάτσου, του Χατζιδάκι, του Ασλάνογλου, έμαθα να είμαι ελεύθερος και να μην περιορίζομαι σε πολιτικά όρια. Γοητεύτηκα από αυτό που λέει η Μπλανς Ντιμπουά, δεν με ενδιαφέρει η πραγματικότητα, αλλά το όνειρο, η φαντασία. Επειδή μέσα από τους πολιτικούς ζούμε την ανάλογη ζωή που μας λανσάρουν και μας πουλάνε, εγώ διάλεξα τη δική μου ζωή όσο μπορώ μέσα στα όρια μου, πάντα σε σχέση με αυτά που ορίζουν οι νόμοι. Δεν χρωστάω, δεν κάνω αιτήσεις να πάρω λεφτά, δεν επιχορηγήθηκα ποτέ, μόνο ο κόσμος με στηρίζει, και το λέω ευθέως. Δεν έχω πάρει δάνειο, ούτε θαλασσοδάνειο. Κάνω τη δουλειά μου όπως νομίζω∙ συνηθίζω να λέω ότι στις εκθέσεις βιβλίου γίνεται λαϊκό προσκύνημα.
— Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας στάσης ζωής. Προσπαθώ να καταλάβω πώς έγινε και δεν συντονιστήκατε με τη γενιά σας. Η γενιά μου έχει κολλήσει όπως η βελόνα σε ένα γραμμόφωνο. Εγώ βλέπω άλλα.
— Θυμάστε πού ήσασταν τη βραδιά του Πολυτεχνείου το 1973; Σχόλασα από τη δουλειά μου στο Σύνταγμα σε ένα γνωστό φωτογραφείο όπου δούλευα –με απέλυσαν μετά‒ και βρέθηκα στην οδό Αιόλου. Θα με είχαν σκοτώσει αν δεν μου είχε πει μια φωνή μέσα μου να βγάλω την ταυτότητά μου και να τη δείχνω αριστερά και δεξιά μου στους αστυνομικούς με τα κλομπ. Αυτοί νόμιζαν ότι είμαι δικός τους και με άφηναν να φεύγω, αλλιώς θα ήμουν με σπασμένο κεφάλι και πεθαμένος. Στην εξέλιξη της νύχτας αυτής, έγινε το Πολυτεχνείο.
— Ήσασταν θρησκευόμενη οικογένεια; Ναι, αλλά και τα πρώτα θρησκευτικά σκιρτήματα τα ένιωσα στην εκκλησία σαν υγιής άνθρωπος. Είχα υψηλή σεξουαλική κατάσταση ακόμα και ως ανήλικος. Ο Φρόιντ λέει ότι αυτό σε κάνει ευφυή. Έτσι λένε οι μορφωμένοι.
— Εσείς δεν ανήκετε στους μορφωμένους; Εγώ είμαι με τους αμόρφωτους. Ανήκω στην κατηγορία των λογοτεχνών, όπως ο Παζολίνι και κάποιοι άλλοι, που περιγράφει αμόρφωτους ανθρώπους και απευθύνεται σε μορφωμένους. Πολύ δύσκολη δουλειά, καταλαβαίνετε.
— Πότε νιώσατε την ανάγκη να εκφραστείτε μέσω της ποίησης; Όπως λέω και στο βιβλίο, οφείλω πολλά στις σχολές Αυγέρη. Οι σχολές Αυγέρη στον Πειραιά τότε ήταν ό,τι είναι στην Αθήνα η Σχολή Μωραΐτη και το Κολέγιο. Πήγαμε στις πρώτες παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο, συμμετείχαμε σε κάποιες ως κομπάρσοι και βοηθητικοί, κι έτσι έγραψα το πρώτο μου ποίημα «Κωφά ή βωβά». Μαζί με την αρχαία τραγωδία που είδα στο θέατρο της Μεγαλοπόλεως, 8 χρόνων, μια σπουδαία κατάσταση των παιδικών μου χρόνων, μέχρι 15 χρονών είχα διαμορφωθεί. Περιγράφω στο βιβλίο ότι στην 5η Δημοτικού με σήκωσε ο δάσκαλος να διαβάσω μια έκθεσή μου που ήταν μια φανταστική εκδρομή στο Βουκουρέστι. Αργότερα έκανα σειρά εκπομπών φανταστικών συνεντεύξεων από συγκεκριμένα πρόσωπα, στο Β’ Πρόγραμμα στο ραδιόφωνο. Αργότερα στο Γ’ Πρόγραμμα, στο «Ξενοδοχείο Βαλκάνια», παρουσίαζα ως ρεσεψιόν του, σαν να ήμουν στην υποδοχή του, πρόσωπα που είχαν πεθάνει, όπως ο Μπαχ, ο Πόε, η Μπέτι Ντέιβις, η Γκρέτα Γκάρμπο, ή πρόσωπα που ζούσαν και ερχόντουσαν να μείνουν μια ή δύο βραδιές και τους έπαιρνα συνέντευξη ως ρεσεψιονίστας, πριν τους δώσω δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Αυτό έκανα και στο 27ο βιβλίο μου. Όλο από την αρχή.
— Η ποίηση όμως πώς προέκυψε; Μα σε όλα όσα έκανα υπάρχει η ποίηση.
— Τα ποιήματά σας, όπως και η πρώτη περίοδος της Οδού Πανός, βρίθουν από υπαινικτικές αναφορές στον αρχαίο ομοερωτισμό. Στην αυτοβιογραφία σας δεν φωτίζεται αυτή η πλευρά. Με προστάτευσε, όπως σας είπα, ο νόμος των προσωπικών δεδομένων. Γιατί σαφώς δεν τα έκανα μόνος μου όσα έκανα. Ένας διάσημος Αθηναίος, ο αριστερός Μπαχαριάν, μου είπε για τα πρώτα τεύχη της Οδού Πανός ότι είναι το πιο αναρχικό περιοδικό. Κάτι είδε μέσα που δεν ήταν μόνο ο έρωτας.
— Η ελευθερία στον έρωτα εμπεριέχει την αναρχική σκέψη και την επανάσταση. Μα δεν λανσάρω κάτι νέο. Σε αυτήν τη χώρα τα μουσεία και τα αγγεία είναι γεμάτα. Εγώ έρχομαι δεύτερος, τρίτος.
— Λέτε ότι οι μεγάλοι σας δάσκαλοι ήταν ο Κατσαρός και ο Ασλάνογλου. Ο Κατσαρός μου πέρασε ένα δαχτυλίδι, ηρέμησα την ψυχή του κι εγώ το δέχτηκα, ενώ η ποίησή μου διαφέρει από του Κατσαρού. Μήπως ενώθηκε πνευματικά μαζί μου; Όταν είπα στον Μανόλη Αναγνωστάκη στο βιβλιοπωλείο του στη Θεσσαλονίκη ότι είμαι φίλος του Κατσαρού, μου είπε «το βλέπω». Είχαν βριστεί, ο Αναγνωστάκης τον κατηγόρησε για παιδεραστή. Και ο Κατσαρός «για τους ποιητές που γράφουν για τις εποχές δίπλα στη θερμάστρα». Αυ��ό μου το διηγήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης χωρίς να του το ζητήσω. Το γράφω στο βιβλίο μου.
— Από τον Ασλάνογλου τι πήρατε; Οι λογοτέχνες ανήκουν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που έχουν διαλυμένο νευρικό σύστημα και σε εκείνους που είναι δυνατοί. Ο Ασλάνογλου ανήκε στους πρώτους, χρειαζόταν μπάτλερ σε 24ωρη βάση. Το αντίθετο είναι ο Χριστιανόπουλος. Κι αυτό αντανακλάται και στην τέχνη του. Ο Ασλάνογλου έπαιξε διαφορετικό ρόλο από εκείνον του Κατσαρού. Ένας άντρας της Θεσσαλονίκης που είχε μια μεγάλη περιουσία, αλλά την έχασε και βιοποριζόταν με μαθήματα γαλλικών, μεροδούλι μεροφάι.
— Για εσάς τι ήταν; Ήταν φίλος μου, με αναζητούσε, μου έδειχνε τη θέα από το παράθυρο του καμπινέ και έλεγε: «Από εδώ βλέπεις τη Νέα Ορλεάνη». Μεγάλο μάθημα αυτό.
— Το 1978 ο Αλέξης Τραϊανός απόλαυσε πια σε βιβλίο τα ποιήματα του Ασλάνογλου στις εκδόσεις Εγνατία, και μετά τα δικά σας. Ναι, με τίτλο «Τα μαύρα τακούνια». Πήγαμε σε ένα μπαρ στον Βαρδάρη και με πλησιάσανε γυναίκες και τους είπε να φύγουν. Με ρώτησε μετά αν οι γυναίκες στη συλλογή μου είναι γυναίκες ή τραβεστί και είπα – γυναίκες.
— Ξεκινήσατε έκτοτε έναν διάλογο με αυτή την πλευρά της Θεσσαλονίκης; Με τραβούσε αυτή η γειτονιά εμένα, προτού δω Φασμπίντερ. Είχα δει, φυσικά, την «Ευδοκία». Είχα το ντοκτορά μου από την «Ευδοκία», που μιλούσα σαν τρελός γι’ αυτήν. Πήγα να δώσω στον Δαμιανό 50.000 δραχμές από κάρτες της «Ευδοκίας» που είχα διαθέσει και μου είπε: «Σε παρακαλώ, κράτα τα». Το ίδιο έγινε και με τον Τάκη Κανελλόπουλο, που πήγα να του δώσω χρήματα από το βιβλίο του και μου είπε «δώσ’ τα σε κανέναν φτωχό», ενώ ήταν πάμφτωχος.
— Αναφέρεστε και στον Δημήτρη Καπετανάκη. Με έχει επηρεάσει βαθύτατα. Ήταν ο πρώτος που έγραψε κριτική για τον Τσαρούχη, και πέθανε νέος από φυματίωση. Έγραψε στα αγγλικά και στο Λονδίνο θεωρείται μεγάλος Άγγλος ποιητής.
— Κάθε νέα γνωριμία ήταν μια πόρτα που οδηγούσε κάπου. Εγώ είχα ένα ελάττωμα, να συναντώ ανθρώπους που ήθελα να συναντήσω. Ήθελα να συναντήσω την Μπέλλου∙ τη συνάντησα, το 1973. Αν συνέχιζα μαζί της, θα είχε πει τη ζωή της σ’ εμένα. Αλλά δεν ξαναπήγα. Η Μπέλλου με οδήγησε στη Μέριλιν Μονρόε, να τη δω στο σινεμά, που δεν την είχα δει. Εγώ επειδή μεγάλωσα με εφημερίδες είχα δει σε φωτογραφία να μεταφέρουν τη Μονρόε νεκρή με φορείο… Όταν οι συμμαθητ��ς μου μάθαιναν πόσους κατοίκους έχει το Ρίο ντε Τζανέιρο, εγώ ήθελα να μάθω πόσες εφημερίδες κυκλοφορούσαν και την κυκλοφορία τους. Από 8 χρονών. Αν και πια έχουν μειωθεί, εξακολουθώ να παίρνω τέσσερις την ημέρα.
— Ίσως γι’ αυτό η αισθητική της Οδού Πανός ήταν ασπρόμαυρη και με φωτογραφίες τυπωμένες σαν εφημερίδας, όπως και η θεματική της. Καταρχάς, δεν υπήρχαν λεφτά, και ήταν φτηνό το μαυρόασπρο. Όσον αφορά τη θεματική, πρέπει να ξέρετε ότι η ανακάλυψη ενός νέου φαρμάκου ή μια ανακοίνωση για τον Πλάτωνα στην Ακαδημία Αθηνών γίνεται ταυτόχρονα με μια γυναίκα που γεννάει σε ένα ΚΤΕΛ και πνίγει το μωρό ή πεθαίνει, κι εμένα με ενδιαφέρει περισσότερο αυτό.
— Δεν σας ενδιέφερε το γιατί γεννάει κρυφά σε μια τουαλέτα των ΚΤΕΛ; Εννοώ, πώς αντικρίζετε τις παθογένειες της κοινωνίας; Μα δεν φταίει πάντοτε η κοινωνία, φταίει και η οικογένεια. Γιατί να μην αγαπάει μια μαμά την κόρη της επειδή κάποιος την κατέστησε έγκυο;
— Γιατί υπάρχουν κοινωνικές προκαταλήψεις. Άρα διαιωνίζει η μαμά αυτό που έχει μάθει από τη μαμά και τη γιαγιά της. Γιατί να μη γίνει πιο ωραία μαμά και να αγαπήσει το παιδί της; Κακό είναι; Θα της μάθω εγώ τι να κάνει; Και ποιος θα τη σώσει;
— Αν καταργηθούν κάποιες οπισθοδρομικές αξίες, θα σωθεί. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό, επειδή αργεί η επανάσταση του κόσμου και ο κόσμος ζει σε πρόβλημα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο εδώ όμως, γιατί οι Έλληνες πιστεύουν ότι μόνο αυτοί είναι φτωχοί. Και η Ισπανία πέρασε φτώχεια, και η Ιταλία. Στην ταινία «Μάμα Ρόμα» του Παζολίνι περνάει ένα γουρούνι την ώρα που γιορτάζουν έναν γάμο. Ο Άγιος Πέτρος φαίνεται στο βάθος. Η Κοκκινιά ήταν κοντά στη γειτονιά όπου μεγάλωσα και στην προέκταση έβλεπες τον Παρθενώνα και τον Λυκαβηττό. Να μουρλαθώ και να βλέπω τον Λυκαβηττό και τον Παρθενώνα και να μη βλέπω την Κοκκινιά με τις καλύβες για σπίτια και τα αλλαντικά που έφτιαχναν οι Αρμένηδες;
— Από το βιβλίο σας παρελαύνει μια σειρά μύθων της ελληνικής ζωής, τους οποίους γνωρίσατε στην ωριμότητά τους. Όταν ο Τσαρούχης ήρθε στο διαμέρισμά σας στην Πλάκα, στην Οδός Πανός 17, και κοιμήθηκε στρωματσάδα, πρέπει να ήταν κοντά 70 χρονών τότε. Σε κουρελού. Δούλεψα για εκείνον ως γραμματέας και έκανα και δουλειές του σπιτιού. Όταν έφευγε, έπαιρνα ηρεμιστικά, με ξεθέωνε. Μου χάρισε μια γραφομηχανή και μου είπε «αυτή είναι η προίκα σου». Ακόμα την έχω, αλλά δεν τη χρησιμοποιώ. Χειρόγραφα γράφω, όπως όλα τα βιβλία μου, και αυτό με την αυτοβιογραφία μου.
— Αποκάλεσε την παρέ�� σας και το σπίτι σας «το μεγαλύτερο σαλόνι της Μέσης Ανατολής». Ήταν τρομερά παιδιά, μερικούς τους γνωρίσατε: τον Γιώργο Ορφανό, τον Τουρκοβασίλη, τον Εύμολπο Συναδηνό, τον Χάρη Μεγαλυνό. Παιδιά-θαύματα, όπως τα θαύματα που συνάντησε ο Μπάουι στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Δεν έχω κόμπλεξ να εκτιμήσω το ταλέντο ενός ανθρώπου σε οποιαδήποτε τέχνη, από σκηνοθέτης έως φούρναρης.
— Ο Τσαρούχης σας αποκάλυψε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί σας. Έτσι μου είπε όταν πήγα στη Ρώμη το 1975. Του είπα να αισθάνεσαι άνετα, γιατί οι ερωτευμένοι υποφέρουν ‒ και είναι αλήθεια. Η ερωτική συνάντηση προϋποθέτει δύο συμβαλλόμενα μέρη.
— Και ο Χατζιδάκις σας αποκαλύφθηκε. Μου είπε ιδιωτικά «είμαι ομοφυλόφιλος», κοινώς «κάντε με ό,τι θέλετε». Αλλά εγώ διέφυγα. Ένα βράδυ μετά τις παραστάσεις του Πολύτροπου περπατήσαμε στα στενά της Πλάκας και του είπα «γίνατε και ανθολόγος ποιήσεως», αναφερόμενος στον «Μεγάλο ερωτικό», κάτι που εν τέλει του άρεσε γιατί του άρεσα εγώ που του μετέφερα τον Πειραιά. Ανανεωνόταν. Με τους μεγάλους καλλιτέχνες που έκανα παρέα ήμουν αυθεντικός. Δεν ζητούσα τίποτε από αυτούς.
— Πώς εξελίχθηκε αυτή η φιλία; Ραγδαία, με πολλή αγάπη και θαυμασμό. Με πήρε στο Γ’ Πρόγραμμα. Τον πίκρανα όταν πήγα στα Ανώγεια σε ένα συνέδριο που έκανε με όλη την πνευματική Αθήνα παρούσα και είπα ότι «το συνέδριο μυρίζει πτωμαΐνη».
— Τι εννοούσατε με αυτό; Ότι δεν κατάλαβα τίποτα. Δεν του άρεσε αυτό, το καταλαβαίνω. Είπα στη Μαρία Παπαδοπούλου των «Νέων», που πουλούσαν 250.000 φύλλα την ημέρα: «Αν αυτά που άκουσα είναι σπουδαία και δεν κατάλαβα τίποτα εγώ, είμαι βλαξ. Αλλά μπορεί να μην κατάλαβα τίποτα γιατί έχουν πρόβλημα οι άνθρωποι». Ήταν ένας νεανικός παροξυσμός που δεν θα συνέβαινε τώρα, αλλά τότε ήμουν νέος, ωραίος και τρελός και μπορούσα να λέω ό,τι θέλω. Αν ήταν ένας οποιοσδήποτε άλλος υπάλληλος, θα τον απέλυε. Μου αφαίρεσε τον τίτλο της εκπομπής «Οδός Πανός 17» και με αυστηρότητα ένα βράδυ στην πλατεία όπου σύχναζε στο Παγκράτι μού ζήτησε τους τίτλους των εκπομπών που ετοίμαζα. Είναι προς τιμή του που με κράτησε με μόνο αυτόν τον περιορισμό, που θεωρώ σικ, γιατί από αυτό ζούσα. Σε μια άλλη περίπτωση θύμωσε μαζί μου γιατί ανακοίνωσα στον Λιάνη ένα διπλό CD που ετοιμάζαμε, ενώ έπρεπε να το πει πρώτος εκείνος. Έβαλα τα κλάματα σε μια ταβέρνα που ήμασταν. Μάθαινα κι εγώ. Τελικά κυκλοφόρησαν από τον Σείριο το 1999, σε ερμηνεία του ίδιου του συνθέτη, μόνο 4 κομμάτια με τίτλο «Μ.Χ. 2000 μ.Χ.» σε οκτώ χιλιάδες αντίτυπα, και «εξαφανίστηκαν».
— Εξαφανίστηκαν και τα Τραμάκια της «Θαλάσσιας εκδρομής», μια παλιότερη έκδοσή σας της Θεσσαλονίκης, για το «Βιβλίο 1», και «Οι λάμπες» σας. Ναι, σε ροζ εξώφυλλο με ζωγραφιά του Τσαρούχη, ο οποίος πλήρωσε πέντε αγόρια και τα πήγε στη θάλασσα και τα ζωγράφισε γυμνά. Μετά την αρχαιότητα, ο κορυφαίος που κάνει κάτι τέτοιο με γυμνά αγόρια είναι ο Τσαρούχης. Μετά ερχόμαστε εμείς. Με δειλία ο Ασλάνογλου, ο Χριστιανόπουλος άγρια, εγώ επίσης με τον τρόπο μου. Είτε το θέλετε είτε όχι, είμαι ο τελευταίος μετά τον Καβάφη ποιητής που γράφει καβαφικά, χωρίς να μοιάζω καθόλου με τον Καβάφη. Τολμηροί νέοι μπαίνουν κι αυτοί στον αρχαίο χορό.
— Ένας άλλος Σαλονικιός με τον οποίο συνδεθήκατε ήταν ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Του έκανε εντύπωση το αίνιγμά μου ίσως. Του έγινα απωθημένο; Έχω ένα ελάττωμα, είμαι κυνηγός, οπότε δεν με ενδιαφέρουν αυτοί που με κυνηγούν, εκτός αν τους έχω κυνηγήσει πρώτος εγώ.
— Μια άλλη παράδοξη φιλία σας ήταν εκείνη με τον Άκη Πάνου. Όντως, γιατί ήταν μοναδικός άνθρωπος. Ρωτούσε τον κουμπάρο του Μανίκα για μένα και αν ζούσε, κι αυτός θα μου είχε υπαγορεύσει τη ζωή του. Ήδη μου είχε πει πολλά που δεν λέγον��αι, ούτε γράφονται.
— Ωστόσο, προλάβατε και καταγράψατε όσα σας αφηγήθηκε η Καίτη Γκρέυ. Μεγάλη συγγραφέας, την έχω ονομάσει θηλυκό Μαρσέλ Προυστ. Μια σκηνή που στο βιβλίο είναι δύο σελίδες, τον γάμο της στην Αμερική με έναν Ελληνοαμερικάνο, μου την αφηγήθηκε στο ξενοδοχείο της στη Θεσσαλονίκη μέσα σε δύο ώρες.
— Ωστόσο, για το κοινό μεγάλη αφηγήτρια αποδείχθηκε η Πανωραία, η Γυναίκα της Πάτρας. Ο Χατζιδάκις είπε στον βιβλιοπώλη του στη Θεσσαλονίκη ότι είναι το καλύτερο βιβλίο της ζωής του. Ευτυχήσαμε να έχουμε την πρώτη θεατρική διασκευή από τη Λένα Κιτσοπούλου.
— Πώς σας εμπιστεύτηκε τη ζωή της; Με το που με είδε. Εγώ έχω το εξής: οι άνθρωποι που συναντώ μιλούν μοναδικά σ’ εμένα χωρίς να το επιδιώκω. Το ίδιο έκαναν η Γιώτα Γιάννα, η Καίτη Ντάλη, η Μπέμπα Μπλανς – ο γαλάζιος άγγελός μας.
— Αυτό συμβαίνει με τους πιο λαϊκούς ανθρώπους ή με όλους; Τι φαντάζονται σ’ εμένα δεν καταλαβαίνω. Και θέλουν να με ξεπεράσουν διά της διήγησης, και με ξεπερνάνε, ενώ ανήκουν στα άσματα.
— Μια μεγάλη φιλία σας ήταν με τη Μάνια Τεγοπούλου. Με τη Μάνια γνωριζόμασταν από το 1978, που είχε τις εκδόσεις Άκμων με τον Αρανίτση. Μπαινόβγαινα σπίτι τους, ένα μαγικό σπίτι, και ήταν χαρά μου να βρίσκομαι ��αζί τους. Νόμιζα ότι η αδελφή της θα γινόταν η Βλάχου της «Ελευθεροτυπίας», αλλά τελικά εκείνη ακολούθησε καλλιτεχνικό δρόμο, αλλάζοντας το επίθετό της, και η Μάνια ανέλαβε την εφημερίδα. Το λάθος της ήταν που δεν ασχολήθηκε η ίδια. Είχε ζήσει με την τεράστια οικονομική άνεση του πατέρα της και όταν ανέλαβε δεν είχε πείρα. Αλλά ήταν μια γενναία γυναίκα και ως γενναία πέθανε. Οι γενναίοι άνθρωποι πεθαίνουν. Μου έδωσε τη διεύθυνση του ένθετου της «Βιβλιοθήκης» και ενώ μου έκαναν μεγάλο πόλεμο, εκείνη με υποστήριζε. Αργότερα ήρθε να με δει με τη Γαλλίδα σύντροφο του Γιωτόπουλου της «17 Νοέμβρη» στην παράστασή μου για τον Τζέιμς Ντιν στο Ίδρυμα Κακογιάννη το 2016. Ένα μεσημέρι βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, χτύπησε το κινητό μου και ανάμεσα σε άλλα μου είπε «για φαντάσου να κυκλοφορούσαμε ακόμα και να έπρεπε να υποστηρίξουμε τον Τσίπρα». Ένας από τους λόγους που έκλεισε η «Ελευθεροτυπία», μου είπε, ήταν γιατί ο Ευάγγελος Βενιζέλος αρνήθηκε στις τράπεζες να της δώσουν δάνειο, καθώς η εφημερίδα είχε υποστηρίξει τον Γιώργο Παπανδρέου. Μου είπε κι άλλα, που γράφω στην αυτοβιογραφία μου.
— Ζήσατε την Ομόνοια παλιότερων εποχών. Πηγή κύκνων. Ερχόντουσαν οι κύκνοι για να πεθάνουν, ή να ζήσουν. Ακόμα και τα νέα παιδιά έμπαιναν σε ένα δύσκολο έργο: να ερωτευτούν, να τους ξεγελάσουν, να τους πουν ότι με μια μακαρονάδα θα τους διορίσουν σε υπουργείο. Ήταν μια εποχή με ψέματα. Και όνειρα. Φαντασία, αναγκαστικά.
— Πώς αντιμετωπίζετε τις ανθρώπινες απώλειες; Τους περιέχω όλους. Για μένα, δεν έχει πεθάνει κανείς. Μέχρι να πεθάνω θα τους σέβομαι για όσα μου μάθανε, με τους γονείς μου πρώτους. Τη μητέρα μου, που μου είπε «κάνε ό,τι θέλεις μόνο να μην καπνίζεις», και τον πατέρα μου, που είπε «κάνε τη ζωή σου και άσε τα αυτά». Είχα ελευθερωθεί πλέον με πατρική ευχή. Είχα προνόμιο να έχω γονείς που τους ενδιέφερε να είναι καλά το παιδί τους.
— Δεν σας έλεγξαν ποτέ; Μία φορά ο πατέρας μου είπε για έναν φίλο που με είδε μαζί του «αυτός σ’ τα τρώει;» και δεν του απάντησα, κατά το «συ είπας». Δεν με ενδιέφεραν τα κουτσομπολιά, ούτε και τα συγγενικά. Καταρχάς δεν μου τα τρώει κανείς αν δεν θέλω να τα δώσω – και αν δεν τα έχω.
— Πόσο γρήγορα πέρασε αυτή η ζωή; Πολύ αργά και με πολλή δουλειά. Δούλεψα για δέκα ζωές. Και δουλεύω. Όσο φτάνω.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes · View notes
thoughtfullyblogger · 10 months ago
Text
Γιώργος Ζαμπέτας: Έφυγε σαν σημερα απο τη ζωη το 1992
Συνθέτης, βάρδος του λαϊκού τραγουδιού και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι. Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του και από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα. Στη δισκογραφία μπήκε το 1953. Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις […] Γιώργος Ζαμπέτας: Έφυγε σαν σημερα απο τη ζωη το…
View On WordPress
0 notes
filamentzine · 2 years ago
Text
Veslemes
Tumblr media
Α piece of music that needs to be played loud 
Drexciya - Digital Tsunami
A piece of music that moves you forward
Igor Wakhevitch - Αmenthi
A piece of music that gets stuck in your head 
Coil - Fire Of The Mind
A piece of music that makes you want to dance
Omar S - Strider's World
A piece of music that makes you feel badass
Prince - Dirty Mind
A piece of music that you remember from your childhood 
Μάνος Χατζιδάκις - Ηλίας Λιούγκος - Ένα Αερόστατο με Αίμα
A piece of music that reminds you your hometown 
Pet Shop Boys - Being Boring
The piece of music you’ve listened to the most
The Cure - Fire in Cairo
Veslemes was born in 1979 in Athens, Greece. He has written & directed films {such as Norway (2014), The Field Guide to Evil (anthology film 2018), She Loved Blossoms More (2023)}. He has composed music for films {such as Wednesday 04:45 (Alexis Alexiou 2015), Suntan (Argyris Papadimitropoulos 2016), Thread (Alexander Voulgaris 2016), Cosmic Candy (Rinio Dragasaki 2019)} and has released albums (as Veslemes or Felizol) in record labels such as Optimo Music, Invisible Inc, Into the Light, Macadam Mambo, Veego Records.
Spotify
Bandcamp
Soundcloud
3 notes · View notes
xionisgr · 18 days ago
Text
ISBN: 978-960-572-654-6 Συγγραφέας: Μάνος Χατζιδάκις Εκδότης: Ίκαρος Σελίδες: 224 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-10-14 Διαστάσεις: 21Χ13 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes