#τέχνες
Explore tagged Tumblr posts
Text
H "Εσαεί Εν Ροή" βραβεύει ανθρώπους του πολιτισμού
Για μία ακόμη χρονιά ο πολιτιστικός οργανισμός “Εσαεί Εν Ροή”, που έχει την έδρα του στη Θεσσαλονίκη, βραβεύει ανθρώπους των τεχνών και του πολιτισμού. Μια διοργάνωση που ξεκίνησε το 2004 και συνεχίζεται και σήμερα. Φέτος οι βραβεύσεις αφορούν στα βραβεία Τερψιχόρη, Μελθάλεια, Ευτέρπη, Πολύμνις Καλλιέπουσα και Κλειώ που αναφέρονται στην τέχνη του χορού, στη δραματική, στην ορχηστρική τέχνη, στα…
View On WordPress
1 note
·
View note
Text
#greek posts#μαλβίνα κάραλη#βιβλίο#greek#greek post#ellinika#γρεεκ#ελληνικά#βιβλιο#έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες
6 notes
·
View notes
Text
Γιὰ πόσα ὀνόματα ἔχω νὰ γράψω, νὰ δεηθῶ γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ χαραμισμένο σῶμα τους, γιὰ πόσους ἅγιους καὶ μαρτύρους τῆς ἐκκλησίας μας, γιὰ πόσες ἀδελφὲς κρυφὲς μὲ ἀδυναμία στὴν ποίηση καὶ, γενικῶς στὶς τέχνες, γιὰ πόσους ἄντρακλες ποὺ τό 'λεγε ἡ καρδιὰ τους. Ποιὸς, ἐπιτέλους, θὰ βρεθεῖ νὰ γράψει τὸ μαρτυρολόγιο τοῦτο, ποιὰ πένα ποὺ θὰ στάζει αἷμα θὰ δικαιώσει ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀνώνυμους, τὶς ἁγιασμένες ἀπ' τὴ στέρηση ζωές τους;
Καθήκοντα Και Υποχρεώσεις, από την ποι��τική συλλογή του Ανδρέα Αγγελάκη «Η μεταφυσική τῆς μιὰς νύχτας» (1982).
16 notes
·
View notes
Text
Η αγάπη είναι απόλαυση. Αγαπάμε για να νιώσουμε αυτήν την εξαγνιστική δόνηση που έχει γεύση από Θεό. Αγαπάμε γιατί η αγάπη είναι εθιστική. Αγαπάμε για εμάς, για την ανάταση της ψυχής μας και την λύτρωση από τον φόβο του θανάτου. Όταν αγαπάς νιώθεις ήδη Αθάνατος.
Ευλογημένοι όσοι μας κάνουν να νιώθουμε έτσι.
Φίλοι, σύντροφοι, συγγενείς, τόποι, ζωάκια, ηλιοβασιλέματα, τοπία, τέχνες. Όλοι και όλα ευλογημένα.
#greek quotes#greek tumblr#greek posts#γκρικ ταμπλερ#ελληνικο tumblr#ελληνικο ποστ#γκρικ ποστ#ελληνικο ταμπλρ#ελληνικά στιχάκια#ερωτας#αγαπη
16 notes
·
View notes
Text
Ιωάννα Μπουραζοπούλου
Η ολοκλήρωση της περίφημης «Τριλογίας του Δράκου της Πρέσπας» αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια από τις πιο απρόβλεπτες, ουσιαστικές και συνεπείς συγγραφείς.
Αν έγραφε αποκλειστικά στα αγγλικά, θα ήταν η λατρεμένη συγγραφέας του αγγλοσαξονικού κόσμου, αφού τα βιβλία της ξεπερνούν τα σύνορα, μιλώντας για κόσμους πέρα από τη φαντασία, για επιβλητικούς δράκους και για πολιτικά συστήματα του μέλλοντος, για νερά που μας παρασέρνουν, μας βυθίζουν και μας εξιλεώνουν. Ήδη πάντως η «Guardian» της έχει αποδώσει φόρο τιμής, ενώ οι ��μέτρητοι φανατικοί αναγνώστες της επιμένουν ότι αυτή είναι η ελληνική, γυναικεία απάντηση στον Τόλκιν, με μεγαλύτερη πολιτική συνείδηση και πιο στιβαρή λογοτεχνική ταυτότητα. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η Ιωάννα Μπουραζοπούλου από το πρώτο της βιβλίο, «Το μπουντουάρ του Ναδίρ» (τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη) μέχρι σήμερα, δηλαδή πάνω από μια εικοσαετία, αποκαλύπτει με συνέπεια έναν δικό της, ιδιοσυγκρασιακό κόσμο και εκπλήσσει με την ικανότητα που έχει να δανείζεται στοιχεία από διαφορετικούς τομείς –τέχνες, επιστήμες, λογοτεχνία– και να ενσωματώνει αλλότρια πλάσματα και ευφάνταστες συνθήκες, που μοιάζουν να είναι κάθε φορά περισσότερο οικείες ακριβώς επειδή κάποιοι τις αποκαλούν φανταστικές. Άλλοι έχουν αποκαλέσει το έργο της επιστημονικής φαντασίας, αν και σπάνια αναφέρεται στις επιστήμες παρά μόνο ως συστήματα, άλλοι δυστοπικό, παρότι παραμένει κατά βάση αισιόδοξο, και άλλοι απλώς το θεωρούν συνυφασμένο με τη λογοτεχνία του φανταστικού.
Ίσως καλύτερα να μιλούσαμε για ρεαλιστικές αλληγορίες – με τον ίδιο τρόπο που οι αρχαιοελληνικοί μύθοι και θεοί είχαν την τάση να προσωποποιούν τις πιο ακραία πραγματικές καταστάσεις και αισθήματα. Δεν μπορώ να μην τη ρωτήσω αν συμφωνεί με το ότι οι φανταστικές μορφές που επικαλείται στα βιβλία της δεν είναι παρά διαφορετικοί τρόποι για να δηλωθεί το πραγματικό. «Δεν έχετε άδικο, πραγματεύομαι ρεαλιστικά ζητήματα, για μην πω επίκαιρα», είναι η σύμφωνη γνώμη της για το πού ακριβώς θα μπορούσε να ανήκει το πολύπτυχο έργο της. «Ακόμη κι όταν εισχωρεί η μεταφυσική στην πλοκή, δεν εκφράζει παρά τη διαχρονική αγωνία μας για τα μεγάλα και αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα. Εκείνο που εντάσσει τα έργα μου στη λογοτεχνία του φανταστικού είναι ότι αλλοιώνω σκόπιμα μια παράμετρο της πραγματικότητας. Η συγκεκριμένη παράμετρος ξεφεύγει από το εφικτό, αγγίζει το απίθανο και ανοίγει την πόρτα στη μαγεία του φανταστικού. Έτσι όλες οι υπόλοιπες παράμετροι της σύγχρονης πραγματικότητας υποχρεώνονται να αναδιαταχτούν για να την αντιμετωπίσουν, δηλαδή να την κατανοήσουν, να την αιτιολογήσουν, να την ελέγξουν ή να την αξιοποιήσουν. Παρακολουθούμε πώς συμ��εριφέρονται οι θεσμοί μπροστά στο αδιανόητο –το κράτος, η επιστήμη, η τέχνη, η αγορά– και πώς αντιδρούν οι πληθυσμοί. Μέσα σε ένα τέτοιο φόντο αναπτύσσεται ο μικρόκοσμος των ηρώων, τα πάθη, τα διλήμματα και οι επιδιώξεις τους. Γεννιούνται έτσι φρέσκιες ιδέες και οπτικές, γιατί το φανταστικό επιτρέπει τολμηρότερους συλλογισμούς από τον ρεαλισμό».
Στο άκουσμα και μόνο των λέξεων «ρεαλισμός» και «φανταστικό», ο νους πηγαίνει αυτομάτως στον Κάφκα και έχω την αίσθηση ότι από την πολύ καφκική «Ενοχή της αθωότητας» μέχρι την «Τριλογία του Δράκου» είναι κυρίαρχη η αλλοτρίωση που οφείλεται στην επιβολή μιας στρεβλής ιδεολογίας στο όνομα μιας παράδοξης αντίστροφης δικαιοσύνης. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν, σε αυτό το καφκικό πλαίσιο, είμαστε τελικά όλοι θύματα (αλλά και θύτες) των απόλυτων θέσεων και ιδεών που επιβάλλουμε στους άλλους και στον εαυτό μας. «Είμαστε θύματα του πόθου μας για μια απόλυτη αλήθεια και έναν προβλέψιμο κόσμο» είναι η καίρια απάντησή της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. «Τέτοιοι πόθοι είναι μάλλον ανεδαφικοί. Αποτελούν ωφέλιμα κίνητρα προόδου, μας κρατούν σε εγρήγορση ως ιδανικά, αλλά μας παγιδεύουν ως προορισμοί. Όταν πιστέψουμε ότι κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια ή ότι ελέγχουμε τους μηχανισμούς του σύμπαντος, γινόμαστε αυτοκαταστροφικοί, δογματικοί, συχνά ολέθριοι για τους γύρω μας. Πιστεύω πως η αμφιβολία ανοίγει περισσότερα μονοπάτια σκέψης και οδηγεί σε πιο ευρηματικές λύσεις από τη βεβαιότητα. Είναι πιο σπλαχνική, πιο ανεκτική και πιο ανθεκτική στα χτυπήματα του απρόβλεπτου».
Ειδικά αυτό το στοιχείο του ξαφνικού, του απρόβλεπτου και της έκπληξης επικρατεί στα βιβλία της, τα οποία εμφανίζουν πάντα ασύλληπτες ανατροπές. Αυτό διαπιστώσαμε ήδη από το πρώτο βιβλίο της περίφημης «Τριλογίας του Δράκου της Πρέσπας», που ξεκίνησε πριν από μια εικοσαετία με την «Κοιλάδα της Λάσπης», η οποία απέσπασε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, και τώρα ολοκληρώνεται με τη «Μνήμη του Πάγου». Σε αυτό το τελευταίο μέρος η δράση εντοπίζεται στο σημείο όπου συναντιούνται τρεις χώρες, η Ελλάδα, η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία, στη Μεγάλη Πρέσπα, και όπου εμφανίζεται ένας δράκος τον οποίο κανείς δεν έχει δει, για τον οποίο κάθε τόπος έχει τη δική του ερμηνεία, μπολιασμένη από τοπικές δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις, ερμηνείες και τραύματα. Αναρωτιέται τελικά κανείς αν αυτές οι χώρες μαστίζονται από τη διχόνοια ακριβώς επειδή μοιάζουν τόσο, καθώς τρέφουν κοινούς φόβους και ελπίδες.
Η ίδια συμφωνεί ότι είναι όντως έτσι: «Αυτό ακριβώς πιστεύω. Εδώ και αιώνες πορευόμαστε αντάμα με τους βαλκανικούς λαούς και έχουμε περισσότερες ομοιότητες από όσες παραδεχόμαστε. Υπήρξαμε συμπολίτες και συμπολεμιστές σε κοινούς αγώνες, οι διαδρομές μας πλέκονταν διαρκώς, έχουμε παρόμοια δημοτικά τραγούδια, χορούς, γεύσεις στο τραπέζι. Ταλαιπωρηθήκαμε και ταλαιπωρούμαστε από τις ίδιες κακοδαιμονίες, παρεμβάσεις ισχυρών κρατών στα εσωτερικά μας, οικονομική και πολιτική εξάρτηση, αναγκαστική μετανάστευση. Όλες οι οικογένειες της νότιας Βαλκανικής έχουν μέλη που έφυγαν στο εξωτερικό για μια καλύτερη ζωή· δηλαδή η "καλύτερη ζωή" δεν είναι εδώ; Ματώσαμε και ματώνουμε σε εμφύλιους πολέμους, επειδή η φτώχεια και η απογοήτευση φέρνουν πίκρα και οργή. Τότε στρεφόμαστε κατά του αδελφού, που είναι εξίσου αποδεκατισμένος με εμάς, αφού δεν μπορούμε να στραφούμε κατά του ισχυρού. Βρίσκουμε παρηγοριά σε φαντασιώσεις εθνικού μεγαλείου, προορισμένες να μην επαληθευτούν ποτέ, αφού δεν δομήθηκαν με υλικά αλήθειας και ρεαλισμού. Ανεχόμαστε τη μάστιγα της διαφθοράς και συντηρούμε το πελατειακό κράτος, γιατί εξυπηρετεί πρόσκαιρους στόχους μας, αλλά καταστρέφει το μέλλον και μεγεθύνει τη συλλογική κατάθλιψη, την ηττοπάθεια. Ο μέσος Βαλκάνιος ζει ολημερίς με αυτές τις αντιφάσεις, παγιδευμένος σε έναν φαύλο κύκλο, νιώθοντας ανίσχυρος και μόνος. Θα ήταν προτιμότερο να αντλήσουμε αυτοπεποίθηση από τις ομοιότητές μας με τους γείτονες, για να νικήσουμε το φάντασμα της εθνικής μοναξιάς. Να γιορτάσουμε τις διαφορές μας, αντί να τις αφήνουμε να μας χωρίζουν, να ξεπεράσουμε επιτέλους τον φόβο. Εάν δεν αγαπήσουμε τον γείτονα που μας μοιάζει, πώς θα αγαπήσουμε τον εαυτό μας; Και αν δεν αγαπήσουμε τον εαυτό μας, πώς θα βρούμε τη δύναμη να τον αλλάξουμε;».
Εξού και ότι η αγάπη κυριολεκτικά σώζει, στο ενίοτε ασφυκτικό σύμπαν της Μπουραζοπούλου, και είναι αυτή που δίνει την ελπίδα. Άλλωστε, έτσι σώζονται ακόμα και οι πιο μεγάλοι εχθροί δρακολόγοι. Αν και πρέπει να πούμε ότι ο δράκος είναι που φέρνει το κακό, αλλά το κακό κρύβει και αλήθεια. «Σωστά, υπάρχουν πολλοί δράκοι στην τριλογία, όχι μόνον εκείνος του τίτλου, και δεν είναι όλοι αρνητικοί», απαντάει. «Εκείνος του τίτλου είναι σίγουρα καταστροφικός, μολονότι αμφιβάλλουμε ότι είναι αληθινός, γιατί έχει υπερφυσικά χαρακτηριστικά. Κρυμμένοι στη σκιά βρίσκονται τρεις ανθρώπινοι δράκοι, τρία γεροντάκια που έχουν το επίθετο Δράκος, ένα σε κάθε όχθη, που συμβολίζουν την ισχύ της ενότητας. Κάθε φορά που ξεπερνιέται μια προκατάληψη, μια έριδα, πέφτει κι ένα οχυρό του υπερφυσικού δράκου. Δυναμώνουν οι πληθυσμοί, τολμούν να γνωριστούν, να περάσουν τα σύνορα, να συνεργαστούν. Πόση δύναμη κρύβουμε μέσα μας και δεν το ξέρουμε. Εάν το συνειδητοποιούσαμε, όλοι οι δράκοι των μύθων θα ζήλευαν τα κατορθώματά μας».
Είναι αμέτρητες οι δίσημες ερμηνείες και τα κλειδιά που «ξεκλειδώνουν» τα βιβλία της Μπουραζοπούλου, τα οποία δείχνουν να σχετίζονται με τις κρυφές δυνάμεις και την ενέργεια που έχουν οι χαρακτήρες, πρωτεύοντες ή μη. Καίριος είναι, για παράδειγμα, ο Αλχημιστής, που επανέρχεται στην «Τριλογία του Δράκου της Πρέσπας» και δείχνει ότι τελικά η γνώση είναι αυτή που θα μας απελευθερώσει και θα μας δώσει δύναμη. «Ο Αλχημιστής με τον μαθητή του –alter ego του δασκάλου του–, κλεισμένοι στο υπαρξιακό τους εργαστήριο, προσπαθούν να κατασκευάσουν το ελιξίριο της αυτογνωσίας», προσθέτει η ίδια ερμηνεύοντας το σχόλιό μου. «Είναι ρόλοι σε ένα θεατρικό έργο. Το ελιξίριο της αυτογνωσίας που αναζητούν εκείνοι είναι ταυτόχρονα και το μαγικό κλειδί για να ξεκλειδώσουν οι λαοί της Πρέσπας το μυστήριο του δράκου.
Έτσι, έχουμε ένα μυθιστόρημα που ξεπηδά μέσα από ένα θεατρικό έργο, ωσάν μέσα από τον αποστακτήρα του Αλχημιστή. Ό,τι συμβαίνει σε μικρή κλίμακα στο θεατρικό έργο, μεταξύ των δύο ρόλων, το παρακολουθούμε να διαδραματίζεται σε μεγάλη κλίμακα στο μυθιστόρημα, μεταξύ των λαών. Θεατρικό έργο και μυθιστόρημα δεν συνδέονται μόνο νοηματικά αλλά και οργανικά, αφού το συγκεκριμένο θεατρικό απαγορεύτηκε από το πολιτικό καθεστώς του μυθιστορήματος και η συγγραφέας του είναι η καταλυτική ηρωίδα της πλοκής. Η δική της άφιξη στην Πρέσπα θα δώσει ώθηση στα γεγονότα που θα αλλάξουν όλη τη φυσιογνωμία της περιοχής. Υπάρχει λοιπόν ένας ατέρμονος κύκλος –το υπαρξιακό γίνεται κοινωνικό και το κοινωνικό γίνεται πολιτικό– που διατρέχει την τριλογία. Κάθε τόμος ανοίγει και κλείνει με μια πράξη του θεατρικού έργου, οδηγώντας μας στο επόμενο στάδιο της αλχημιστικής μεταμόρφωσης. Νομίζω ότι όλα αυτά ακούγονται πολύ θεωρητικά. Στην ουσία παρακολουθούμε μια χορταστική περιπέτεια δράσης και μυστηρίου, στην οποία οι ήρωες εξελίσσονται, ωριμάζουν, αλλάζουν αντιλήψεις, καθώς βλέπουν ολοένα και καθαρότερα τον εαυτό τους και όσα συμβαίνουν γύρω τους».
Είναι τρομερό πόσες αναλογίες βρίσκει κανείς, εν προκειμένω, με τον σημερινό κ��σμο, αφού υπάρχει όχι μόνο πολιτική αλλά και τουριστική εκμετάλλευση του δράκου, όπως αντίστοιχες είναι οι πολλαπλές επισημάνσεις γύρω από το νερό, ένα στοιχείο που διατρέχει σχεδόν κάθε έργο της Μπουραζοπούλου. Έχει, μάλιστα, κανείς την αίσθηση ότι το νερό δεν είναι μόνο οντολογική συνθήκη αλλά και υπαρξιακή στάση. «Όντως, το στοιχείο του νερού επανέρχεται στα βιβλία μου, αν και με διαφορετικό ρόλο κάθε φορά», επισημαίνει. «Η ζωή και ο πολιτισμός μας, σε τούτη την άκρη της Βαλκανικής χερσονήσου, είναι ζυμωμένα με τη θάλασσα. Η θάλασσα έγινε ο ορίζοντας των περιπετειών μας. Εκείνη είναι ο θεματοφύλακας της μνήμης στο “Μυστικό Νερό” και η δύναμη αφανισμού στο “Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;”. Από την άλλη, το γλυκό νερό υπήρξε σπάνιο και πολύτιμο, γιατί το κλίμα εδώ είναι ξηρό μεσογειακό. Σε αντίθεση με την κεντρική και τη βόρεια Ευρώπη, εμείς έχουμε λίγες λίμνες και ρηχά ποτάμια που δεν είναι πλωτά. Για εμάς το γλυκό νερό δεν ήταν ποτέ έξοδος στον κόσμο, δεν ήταν πεδίο εξερεύνησης· ήταν καθρέφτης, βλέπαμε μόνο το είδωλό μας σε αυτό. Αυτό τον καθρέφτη παρουσιάζω στην τριλογία “Ο Δράκος της Πρέσπας”, αλλά τον μετατρέπω σε πρισματικό κάτοπτρο, ώστε κάθε πλευρά του να δείχνει διαφορετικό είδωλο του ίδιου θέματος. Κάθε λαός στις όχθες της τριεθνούς λίμνης βλέπει αλλιώς τον εαυτό του στο νερό και δίνει άλλη όψη στον φόβο του. Έτσι έχουμε έναν κοινό ��ράκο, που το πρίσμα τον εμφανίζει μεγεθυμένο και τρομακτικό, ο οποίος κρατά διαιρεμένες τις τρεις όχθες. Οι ήρωες της τριλογίας θα χρειαστεί να ξεπεράσουν την παραπλάνηση των αντικατοπτρισμών για να αναγνωρίσουν το κοινό θέμα πίσω από τα είδωλα», καταλήγει.
Τι συμβαίνει, όμως, με τις δικές μας προσωπικές παραπλανήσεις, επιβεβαιώσεις ή σφάλματα; Πότε ακριβώς απογοητεύεται και πότε νιώθει δικαίωση η ίδια, όλα αυτά τα χρόνια, ως υποκείμενο της γραφής και ως πρόσωπο; Έχοντας τη μεγάλη τύχη να έχει «τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών» εξαρχής, με την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα, δεν έδειξε να επαναπαύεται στους επαίνους, καθώς κάθε της βιβλίο εμφανίζεται ακόμα πιο μεστό σε νοήματα και σε λογοτεχνικές εξάρσεις, που την έχουν καθιερώσει ως μια από τις πιο ουσιαστικές συγγραφείς της εποχής μας. Εν τέλει, πολλά από τα βιβλία της μοιάζουν να είναι και προφητικά, με τον τρόπο που θεωρούνται τα βιβλία του Ντον Ντε Λίλο, τα οποία αφουγκράζονται με αντίστοιχη χρήση του φανταστικού τις πιο ακραίες ρεαλιστικές συνθήκες: διαβάζοντας την «Κοιλάδα της Λάσπης», ο νους πάει στις πλημμύρες της Θεσσαλίας, διαβάζοντας την «Κεχριμπαρένια Έρημο» στην άμμο που σκέπασε τότε Ελλάδα και Κύπρο και διαβάζοντας την πρόσφατη «Μνήμη του Πάγου» στο υφιστάμενο πρόβλημα του νερού.
Κανένας λογοτέχνης δεν μπορεί να αγνοεί την επιβράβευση, είτε μέσω της έμπρακτης απονομής ενός βραβείου είτε μέσω των υποτροφιών και άλλων διακρίσεων που συνοδεύονται από διαμονή σε περίοπτα μέρη, όπως η Villa Concordia, την οποία είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί λαμβάνοντας μια ακόμα διάκριση. «Το βραβείο είναι ο χαιρετισμός που σου στέλνει μια ομάδα αναγνωστών, οι οποίοι δηλώνουν ικανοποιημένοι από το βιβλίο σου», απαντά σε σχέση με το θέμα της επιβράβευσης. «Είναι ένα νεύμα ενθάρρυνσης που παίρνει αξία από εκείνους που το προσφέρουν ή από τον θεσμό που εκπροσωπούν. Το ίδιο συμβαίνει και με τα θετικά σχόλια που διαβάζεις σε άρθρα ή σε κριτικές ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σημαίνει “καλώς δημοσίευσες ό,τι έγραψες και δεν το κράτησες στο συρτάρι σου ή δεν το έδωσες μόνο σε φίλους να το διαβάσουν”. Είναι σαν το χειροκρότημα που παίρνει ο ερμηνευτής στο τέλος της παράστασης και αντλεί δύναμη για να συνεχίσει να παίζει. Στη χώρα μας οι περισσότεροι συγγραφείς είμαστε ερασιτέχνες, “εραστές της τέχνης”, δεν βιοποριζόμαστε από τα έργα μας, οπότε η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού έχει μεγάλη σημασία. Ένα τέτοιο δώρο ήταν και η παραμονή στη Villa Concordia. Πρόκειται για ένα διεθνές σπίτι της τέχνης στη βαυαρική πόλη Μπάμπεργκ, στο οποίο προσκα��ούνται κάθε χρόνο καλλιτέχνες από διαφορετικές χώρες. Η γενναιόδωρη υποτροφία που συνοδεύει την πρόσκληση μού επέτρεψε να πάρω λίγους μήνες άδεια άνευ αποδοχών από τη δουλειά μου και να μείνω στη βίλα. Γνώρισα συνθέτες, εικαστικούς και λογοτέχνες, παρακολούθησα συναυλίες και εκθέσεις τους, εργάστηκα στο βιβλίο μου –τότε έγραφα τον δεύτερο τόμο της “Τριλογίας του Δράκου”– σε ιδανικές συνθήκες, τέτοιες που ποτέ δεν είχα ως τώρα, συμμετείχα σε καλλιτεχνικές δράσεις. Η πιο αλησμόνητη ήταν η πρόσκληση από μια φυλακή μερικά χιλιόμετρα έξω από το Μπάμπεργκ. Εκεί κρατούνται νέοι 16-19 ετών που διέπραξαν βαριά ποινικά αδικήματα. Δέχτηκα ευχαρίστως την πρόσκληση και βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα ζεστό κοινό, που φλεγόταν να επικοινωνήσει και να μοιραστεί τις σκέψεις του. Θεωρώ πως έμαθα περισσότερα από όσα δίδαξα σε εκείνη τη διάλεξη».
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
Η πρώτη φωτογραφία μου εδώ συνδυάζει 2 αγαπημένες μου τέχνες και πάθη.Τη μουσική και το καλλιτεχνικό γυμνό.
4 notes
·
View notes
Note
Έχεις εδώ δικό σου κείμενο; Ή ζωγραφιές;
Αλλες τέχνες; Χορό..;
Σίγουρα θα έχω ανεβάσει πράγματα. Και χορό
2 notes
·
View notes
Text
Μέσα από τα μάτια της βλέπω μουσεία ολόκληρα. Τέχνες ακατανόητες και αγάλματα που για να τα αγγίξεις, σε ωθούν να προσκυνήσεις την ομορφιά τους πρώτα.
#mine#Αναστασία μου#ελληνικα#greek#greekquotes#greekposts#γκρεεκ#ελληνικά#ellhnika#γρεεκ#γρεεκζ#γκρικ ποστ
14 notes
·
View notes
Text
Θέλω η κόρη μου να μάθει πολεμικές τέχνες, να μην έχει κανέναν άνδρα ανάγκη να την προστατέψει.
-Δαιμεώδης
26 notes
·
View notes
Text
��α πνεύματα του Γιάννη Τσαρούχη
"...Μιλούμε συνεχώς για Ανατολή και Δύση ξεχνώντας πάντοτε πόσο βαθιά επίδραση είχε η Ελληνική ζωγραφική τόσο στην Ανατολή όσα και στη Δύση. Γι αυτό σκέφτηκα συχνά πως τις τέχνες που δεν ακολουθούν το ελληνικό παράδειγμα θα 'πρεπε να τις χαρακτηρίζουμε με το αν είναι προελληνικές ή με το βαθμό που είναι αντι-ελληνικές, έστω και αν ακολουθούν ελληνικούς τρόπους.
Το τι είναι ελληνικό προσπαθούμε και εμείς οι Έλληνες να το μάθουμε όπως και τόσοι άλλοι. Παράλληλα μ' αυτό ο εξελληνισμός μας είναι παλιότερος και διαφορετικός από τον εξελληνισμό του Δυτικού, που επηρεάζει και εμάς όσο πάει και περισσότερο..."
Γιαννης Τσαρούχης, Φθινόπωρο 1974
9 notes
·
View notes
Note
Για τη σχολή, δε ξέρω αν φταίει το τμήμα μου (που ασχολείται με ηλεκτρονικές τέχνες) σε συνδιασμό με την περιοχή ή αν γενικά στα πανεπιστήμια είναι έτσι. Μου φαίνεται πιο chill πάντως από άλλα που έχω επισκεφτεί. Μπορεί απλά να νιώθω άβολα στον Πειραιά it's big and scary over there.
I hope my σχολή is as good as yours
For sure όπου κ αν πάω θα μου φανεί big and scary over there σε σύγκριση με το "κατσικοχωρι" που ζω τωρα
*κατσικοχωρι μας λένε από το δίπλα χωριό. Άσε... μεγάλο beef
Εντωμεταξύ κάπως έχω καταφέρει κ είμαι σε μια παρέα με lgbt friendly people (half of them lgbt) (δεν ξέρω πως βρεθήκαμε όλοι στο χωριο) σε σημείο που ξεχνάω ότι η υπόλοιπη ανθρωπότητα είναι χομοφομπικ and what if I go to the big city and it's not gay friendly enough
Κ αυτο που μάλλον θα περάσω είναι κάτι π στερεότυπικα ταιριάζει σε cishet κοπέλες so there's that
#✨παιδαγωγικα✨#τωρα απο περιοχες δεν ξερω ψάχνομαι#η ψυχολογια εχει πολλά μορια🥲#im debating on κοινωνιολογια/ξενογλωσσα/νηπιαγωγος#παντως- με τις τελευταίες μετρήσεις των διαγωνισματων περναω σε μια θεατρική σχολη#που εδω και χρονια ηθελα να γινω ηθοποιός αλλα μ το χαλασαν ολοι με το 'δεν θα βρεις δουλειά' κ το ξεχασα#bro why cant i just multi-task#sugaroto asks
10 notes
·
View notes
Text
#greek posts#βιβλίο#μαλβίνα κάραλη#greek post#greek#ellinika#γρεεκ#ελληνικά#βιβλιο#έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες
4 notes
·
View notes
Text
Εμείς, θα έπρεπε να πράττουμε καλύτερα
Να γνωρίζουμε περισσότερα
Να έχουμε πιο ορθή κρίση
Να είμαστε άνθρωποι του πνεύματος
Ο λαός μας έχει επαναπαυθεί
Στην εντυπωσιακή ιστορία του
Στηρίζεται ακόμα στις πλάτες των αρχαίων προγόνων του
Δίχως να γνωρίζει πια τίποτα για αυτούς
Καμαρώνει για τα κατορθώματα
των προηγούμενων
Στον πόλεμο
Στην επιστήμη
Στις τέχνες
Χωρίς να έχει καμία διάθεση να μάθει από τα λάθη τους,
χωρίς να επιθυμεί να εξελίξει τα σωστά τους
Καμαρώνει για τον ήλιο, τα νησιά
Λες και αυτός τα έπλασε
Λες και δεν γεννήθηκ�� τυχαία σε αυτή τη γη
Ποια ποιότητα ζωής;
Ποιο πνεύμα;
Γύρω μου θωρώ μονάχα ζήλεια κι έχθρα
Είμαστε πολύ μικροί για αυτόν τον τόπο τελικά
2 notes
·
View notes
Text
Γιώργος Χρονάς
Με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο «Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς», από το οποίο παρελαύνει μια ολόκληρη εποχή μυθικών προσώπων, ο ποιητής και εκδότης μιλά για όσα επέλεξε να πει και εξηγεί γιατί «είναι με τους αμόρφωτους».
Ποιητής, εκδότης, δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, θεατρικός συγγραφέας. Ο Γιώργος Χρονάς, ο στενός συνεργάτης του Τσαρούχη που συμμετείχε ως ηθοποιός στις «Τρωάδες» της οδού Καπλανών το 1977, ο συνεργάτης του Χατζιδάκι στο Τρίτο και ο άνθρωπος πίσω από το «Εργοτάξιο Εξαιρετικών Αισθημάτων» - Οδός Πανός, ένα ασπρόμαυρο περιοδικό και μαζί εκδοτικός οίκος, που τόσο θεματικά όσο και αισθητικά επηρέασε καθοριστικά τη γενιά των εντύπων από το 1981 και μετά, ενώ ανέδειξε πλήθος νέων λογοτεχνών, επιτέλους αυτοβιογραφείται.
Από το βιβλίο, που έχει τον τίτλο «Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς», παρελαύνει μια ολόκληρη εποχή μυθικών προσώπων με τα οποία συνδέθηκε στενά και για όλα έχει κάτι να πει. Για τον ίδιο είναι σαν μια ακτινογραφία. Ένα ασκημένο μάτι θα διακρίνει πίσω από τις λέξεις όλα όσα επέλεξε να κρατήσει μέσα του.
— Φαίνεται ότι μετά από τόσες ζωές μυθικών καλλιτεχνών που συγγράψατε, ήρθε η ώρα για την αυτοβιογραφία σας. Έχω μια φωνή μέσα μου που μου λέει τι να κάνω. Αυτήν άκουσα και τώρα. Ξεκίνησα μέσα στον Αύγουστο και κάθε μέρα έγραφα τέσσερις ώρες στο βιβλιοπωλείο και τέσσερις ώρες στο σπίτι μου, κάτι παράξενο για μένα γιατί εδώ και καιρό έχω αποφασίσει να αφήσω τα μολύβια κάτω και να ασχολούμαι μόνο με το περιοδικό και τις εκδόσεις μας, που δεν είναι και λίγο πράγμα, συν τις εκθέσεις βιβλίου ‒ παλιά πήγαινα σε πολλές, τώρα πηγαίνω σε δύο, Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μου έλεγαν συνεχώς πολλοί άνθρωποι, ευγενικοί και σπουδαίοι, ότι αφού γνώρισες αυτούς τους ανθρώπους, πες μας κάτι γι’ αυτούς.
— Μοιάζει να τους προστατεύετε, χωρίς να αποκαλύπτετε πολλά. Έγραψα όσα μπορούσα να πω, τα περισσότερα είναι τελείως προσωπικά και μερικά τα κρατώ για τον εαυτό μου· όταν φύγω για τους Ουρα��ούς θα τα πάρω μαζί μου. Για τον Θεό. Ή τους θεούς. Αν τα ’γραφα όλα θα σκιζόταν ο ναός κάθετα. Πολλά τα γράφω στα 27 βιβλία μου – πεζά, ποιήματα, θέατρο. Δεν επιδίωξα να γράψω ένα πεζό ποίημα γιατί το ποίημα έχει τους νόμους του, όπως και το πεζό τους δικούς του. Έχω αρκετά πεζά μου βιβλία στα οποία μπορείτε να δείτε τι έχω παρακολουθήσει από θέατρο, μουσική, μπαλέτο, όπερα, σινεμά, γιατί νομίζουν ότι μόνο όταν διαβάζεις βιβλία, γράφεις βιβλία. Εγώ έχω δει 15 διαφορετικές τέχνες, και εικαστικές. Στα πρώτα σαλόνια που διάβασα για την τέχνη μου, τα ποιήματα, με τα οποία μπήκα στη γραφή και στο βιβλίο, ήταν εικαστικών, κατά παράξενο τρόπο. Οι οποίοι, όπως ξέρετε, αυτό που σκέφτονται το κάνουν άυλη τέχνη, παράλληλη, θα έλεγα, της μουσικής. Δηλαδή με την εικόνα εκφράζουν ό,τι η μουσική με συναίσθημα, και ο καθένας την αντιλαμβάνεται όπως θέλει, με βάση τις πληροφορίες ζωής ή της τέχνης του.
— Όμως θα ήθελα να μιλήσουμε για εσάς. Ναι, αλλά όλοι αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές μου και με εμπεριέχουν – ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις, ο Ασλάνογλου, ο Μιχάλης Κατσαρός, η Μαλβίνα Κάραλη. Και ήθελα να χορέψω μαζί τους, γιατί ο χορός απαιτεί δύο πρόσωπα, όπως ξέρετε, και διαλέγω έναν - έναν. Ήταν και μια μέθοδος γραφής αυτή, δεν μπορούσα να τους παρουσιάσω μυθιστορηματικά∙ για κάθε πορτρέτο προσώπου έκανα και μία εκλογή, γιατί είναι άπειρα αυτά που έχω ζήσει μαζί τους κι έχω πάντα οικονομία του λόγου. Θα μπορούσε να είναι άπειρες σελίδες. Ήδη η Αγαθή Δημητρούκα είπε πώς αυτός είναι ο πρώτος τόμος. Δεν θα υπάρξει δεύτερος, αυτόν θα τον πω στον Θεό.
— Καταρχάς, εδώ που φτάσατε, παραμένετε Πειραιώτης ή είστε πια Αθηναίος; Το έχω ξαναπεί, είμαι ένας Πειραιώτης που εμπορεύομαι στην Αθήνα. Αν είχα την επιχείρησή μου στον Πειραιά, δυστυχώς θα είχε κλείσει. Ανήκω στους Πειραιώτες, όπως ο Τσαρούχης και ο Ροντήρης, ο Παπαμιχαήλ, η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Πλωρίτης και, φυσικά, η Παξινού που είπε ότι δεν υπάρχει κοινό, το κοινό το κάνουμε εμείς. Το μόνο κόμπλεξ που είχα από το σχολείο ήταν αυτό που κάνω εγώ να μην μπορεί να το κάνει κανείς. Και το έκανα σε αρκετές τέχνες, και στα ποιήματά μου και στα πεζά μου και στο ραδιόφωνο και στο θεατρικό που έγραψα και έπαιξα, και σε άλλα που το κοινό μπορεί να σας πει, όχι εγώ ο ίδιος. Ναι, είμαι Πειραιώτης. Ο Χατζιδάκις χαιρόταν που ήμουν Πειραιώτης γιατί, όπως έλεγε, δεν είχε πάει ποτέ στον Πειραιά. Όπως είπα κάποτε σε μια ��αδιοφωνική εκπομπή, αν έφερνα ποτέ τον Έλβις Πρίσλεϊ, εκεί θα τον πήγαινα. Ίσως να ήθελε να δει μερικά μνημεία της Αθήνας, αλλά ο Πειραιάς έχει περισσότερα μνημεία που του πάνε, ερείπια πια.
— Έχει τη θάλασσα. Που έχει και η Θεσσαλονίκη, όπου πηγαίνω πιο συχνά απ’ ό,τι στον Πειραιά. Γιατί στη Θεσσαλονίκη συνάντησα μια σειρά από λογοτέχνες που με στιγμάτισαν. Μερικούς τους είχα συναντήσει και στην Αθήνα, αλλά οι λογοτέχνες στον τόπο τους ανθίζουν αλλιώς. Εκεί ιερουργούν, στην Αθήνα έρχονται σαν επισκέπτες, μέχρι να φύγουν.
— Οπότε κι εσείς είστε ένας μόνιμος επισκέπτης της Αθήνας; Ναι, είμαι. Η δουλειά μου είναι εδώ, το σπίτι μου, και αγαπώ τους Αθηναίους. Παρά το ότι ο Πειραιάς απέχει ελάχιστα από την Αθήνα, δεν παύει να είναι το Λίβερπουλ, αν θεωρήσουμε Λονδίνο την Αθήνα. Β’ εκλογική περιφέρεια, ένα επίνειο και, όπως συνηθίζω να λέω, ένα ριγμένο επίνειο. Εκεί διαμορφώθηκα μέχρι τα 13 μου και το λεξιλόγιό μου ανήκει στους φτωχούς καλλιτέχνες που έχουν φτωχό λεξιλόγιο. Δεν πάσχω από λεξιλαγνεία που έχουν ο Εμπειρίκος ή ο Καρούζος.
— Πάντως, ενώ ωριμάσατε σε εποχές πολιτικών ταραχών και ζυμώσεων, δεν ήταν αυτές που σας διαμόρφωσαν αλλά κάτι άλλο. Είχα την ευτυχία να έχω πατέρα που μου έμαθε να είμαι ελεύθερος, και ο Τσαρούχης μου είπε ότι ο Μαρξ παίρνει τα μισά που λέει από το Ευαγγέλιο και τα ενστερνίζεται ως δικά του. Μέσα από την ελευθερία αυτών των δύο ανθρώπων, του πατέρα μου και του Τσαρούχη, όπως και άλλων, του Γκάτσου, του Χατζιδάκι, του Ασλάνογλου, έμαθα να είμαι ελεύθερος και να μην περιορίζομαι σε πολιτικά όρια. Γοητεύτηκα από αυτό που λέει η Μπλανς Ντιμπουά, δεν με ενδιαφέρει η πραγματικότητα, αλλά το όνειρο, η φαντασία. Επειδή μέσα από τους πολιτικούς ζούμε την ανάλογη ζωή που μας λανσάρουν και μας πουλάνε, εγώ διάλεξα τη δική μου ζωή όσο μπορώ μέσα στα όρια μου, πάντα σε σχέση με αυτά που ορίζουν οι νόμοι. Δεν χρωστάω, δεν κάνω αιτήσεις να πάρω λεφτά, δεν επιχορηγήθηκα ποτέ, μόνο ο κόσμος με στηρίζει, και το λέω ευθέως. Δεν έχω πάρει δάνειο, ούτε θαλασσοδάνειο. Κάνω τη δουλειά μου όπως νομίζω∙ συνηθίζω να λέω ότι στις εκθέσεις βιβλίου γίνεται λαϊκό προσκύνημα.
— Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας στάσης ζωής. Προσπαθώ να καταλάβω πώς έγινε και δεν συντονιστήκατε με τη γενιά σας. Η γενιά μου έχει κολλήσει όπως η βελόνα σε ένα γραμμόφωνο. Εγώ βλέπω άλλα.
— Θυμάστε πού ήσασταν τη βραδιά του Πολυτεχνείου το 1973; Σχόλασα από τη δουλειά μου στο Σύνταγμα σε ένα γνωστό φωτογραφείο όπου δούλευα –με απέλυσαν μετά‒ και βρέθηκα στην οδό Αιόλου. Θα με είχαν σκοτώσει αν δεν μου είχε πει μια φωνή μέσα μου να βγάλω την ταυτότητά μου και να τη δείχνω αριστερά και δεξιά μου στους αστυνομικούς με τα κλομπ. Αυτοί νόμιζαν ότι είμαι δικός τους και με άφηναν να φεύγω, αλλιώς θα ήμουν με σπασμένο κεφάλι και πεθαμένος. Στην εξέλιξη της νύχτας αυτής, έγινε το Πολυτεχνείο.
— Ήσασταν θρησκευόμενη οικογένεια; Ναι, αλλά και τα πρώτα θρησκευτικά σκιρτήματα τα ένιωσα στην εκκλησία σαν υγιής άνθρωπος. Είχα υψηλή σεξουαλική κατάσταση ακόμα και ως ανήλικος. Ο Φρόιντ λέει ότι αυτό σε κάνει ευφυή. Έτσι λένε οι μορφωμένοι.
— Εσείς δεν ανήκετε στους μορφωμένους; Εγώ είμαι με τους αμόρφωτους. Ανήκω στην κατηγορία των λογοτεχνών, όπως ο Παζολίνι και κάποιοι άλλοι, που περιγράφει αμόρφωτους ανθρώπους και απευθύνεται σε μορφωμένους. Πολύ δύσκολη δουλειά, καταλαβαίνετε.
— Πότε νιώσατε την ανάγκη να εκφραστείτε μέσω της ποίησης; Όπως λέω και στο βιβλίο, οφείλω πολλά στις σχολές Αυγέρη. Οι σχολές Αυγέρη στον Πειραιά τότε ήταν ό,τι είναι στην Αθήνα η Σχολή Μωραΐτη και το Κολέγιο. Πήγαμε στις πρώτες παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο, συμμετείχαμε σε κάποιες ως κομπάρσοι και βοηθητικοί, κι έτσι έγραψα το πρώτο μου ποίημα «Κωφά ή βωβά». Μαζί με την αρχαία τραγωδία που είδα στο θέατρο της Μεγαλοπόλεως, 8 χρόνων, μια σπουδαία κατάσταση των παιδικών μου χρόνων, μέχρι 15 χρονών είχα διαμορφωθεί. Περιγράφω στο βιβλίο ότι στην 5η Δημοτικού με σήκωσε ο δάσκαλος να διαβάσω μια έκθεσή μου που ήταν μια φανταστική εκδρομή στο Βουκουρέστι. Αργότερα έκανα σειρά εκπομπών φανταστικών συνεντεύξεων από συγκεκριμένα πρόσωπα, στο Β’ Πρόγραμμα στο ραδιόφωνο. Αργότερα στο Γ’ Πρόγραμμα, στο «Ξενοδοχείο Βαλκάνια», παρουσίαζα ως ρεσεψιόν του, σαν να ήμουν στην υποδοχή του, πρόσωπα που είχαν πεθάνει, όπως ο Μπαχ, ο Πόε, η Μπέτι Ντέιβις, η Γκρέτα Γκάρμπο, ή πρόσωπα που ζούσαν και ερχόντουσαν να μείνουν μια ή δύο βραδιές και τους έπαιρνα συνέντευξη ως ρεσεψιονίστας, πριν τους δώσω δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Αυτό έκανα και στο 27ο βιβλίο μου. Όλο από την αρχή.
— Η ποίηση όμως πώς προέκυψε; Μα σε όλα όσα έκανα υπάρχει η ποίηση.
— Τα ποιήματά σας, όπως και η πρώτη περίοδος της Οδού Πανός, βρίθουν από υπαινικτικές αναφορές στον αρχαίο ομοερωτισμό. Στην αυτοβιογραφία σας δεν φωτίζεται ��υτή η πλευρά. Με προστάτευσε, όπως σας είπα, ο νόμος των προσωπικών δεδομένων. Γιατί σαφώς δεν τα έκανα μόνος μου όσα έκανα. Ένας διάσημος Αθηναίος, ο αριστερός Μπαχαριάν, μου είπε για τα πρώτα τεύχη της Οδού Πανός ότι είναι το πιο αναρχικό περιοδικό. Κάτι είδε μέσα που δεν ήταν μόνο ο έρωτας.
— Η ελευθερία στον έρωτα εμπεριέχει την αναρχική σκέψη και την επανάσταση. Μα δεν λανσάρω κάτι νέο. Σε αυτήν τη χώρα τα μουσεία και τα αγγεία είναι γεμάτα. Εγώ έρχομαι δεύτερος, τρίτος.
— Λέτε ότι οι μεγάλοι σας δάσκαλοι ήταν ο Κατσαρός και ο Ασλάνογλου. Ο Κατσαρός μου πέρασε ένα δαχτυλίδι, ηρέμησα την ψυχή του κι εγώ το δέχτηκα, ενώ η ποίησή μου διαφέρει από του Κατσαρού. Μήπως ενώθηκε πνευματικά μαζί μου; Όταν είπα στον Μανόλη Αναγνωστάκη στο βιβλιοπωλείο του στη Θεσσαλονίκη ότι είμαι φίλος του Κατσαρού, μου είπε «το βλέπω». Είχαν βριστεί, ο Αναγνωστάκης τον κατηγόρησε για παιδεραστή. Και ο Κατσαρός «για τους ποιητές που γράφουν για τις εποχές δίπλα στη θερμάστρα». Αυτό μου το διηγήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης χωρίς να του το ζητήσω. Το γράφω στο βιβλίο μου.
— Από τον Ασλάνογλου τι πήρατε; Οι λογοτέχνες ανήκουν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που έχουν διαλυμένο νευρικό σύστημα και σε εκείνους που είναι δυνατοί. Ο Ασλάνογλου ανήκε στους πρώτους, χρειαζόταν μπάτλερ σε 24ωρη βάση. Το αντίθετο είναι ο Χριστιανό��ουλος. Κι αυτό αντανακλάται και στην τέχνη του. Ο Ασλάνογλου έπαιξε διαφορετικό ρόλο από εκείνον του Κατσαρού. Ένας άντρας της Θεσσαλονίκης που είχε μια μεγάλη περιουσία, αλλά την έχασε και βιοποριζόταν με μαθήματα γαλλικών, μεροδούλι μεροφάι.
— Για εσάς τι ήταν; Ήταν φίλος μου, με αναζητούσε, μου έδειχνε τη θέα από το παράθυρο του καμπινέ και έλεγε: «Από εδώ βλέπεις τη Νέα Ορλεάνη». Μεγάλο μάθημα αυτό.
— Το 1978 ο Αλέξης Τραϊανός απόλαυσε πια σε βιβλίο τα ποιήματα του Ασλάνογλου στις εκδόσεις Εγνατία, και μετά τα δικά σας. Ναι, με τίτλο «Τα μαύρα τακούνια». Πήγαμε σε ένα μπαρ στον Βαρδάρη και με πλησιάσανε γυναίκες και τους είπε να φύγουν. Με ρώτησε μετά αν οι γυναίκες στη συλλογή μου είναι γυναίκες ή τραβεστί και είπα – γυναίκες.
— Ξεκινήσατε έκτοτε έναν διάλογο με αυτή την πλευρά της Θεσσαλονίκης; Με τραβούσε αυτή η γειτονιά εμένα, προτού δω Φασμπίντερ. Είχα δει, φυσικά, την «Ευδοκία». Είχα το ντοκτορά μου από την «Ευδοκία», που μιλούσα σαν τρελός γι’ αυτήν. Πήγα να δώσω στον Δαμιανό 50.000 δραχμές από κάρτες της «Ευδοκίας» που είχα διαθέσει και ��ου είπε: «Σε παρακαλώ, κράτα τα». Το ίδιο έγινε και με τον Τάκη Κανελλόπουλο, που πήγα να του δώσω χρήματα από το βιβλίο του και μου είπε «δώσ’ τα σε κανέναν φτωχό», ενώ ήταν πάμφτωχος.
— Αναφέρεστε και στον Δημήτρη Καπετανάκη. Με έχει επηρεάσει βαθύτατα. Ήταν ο πρώτος που έγραψε κριτική για τον Τσαρούχη, και πέθανε νέος από φυματίωση. Έγραψε στα αγγλικά και στο Λονδίνο θεωρείται μεγάλος Άγγλος ποιητής.
— Κάθε νέα γνωριμία ήταν μια πόρτα που οδηγούσε κάπου. Εγώ είχα ένα ελάττωμα, να συναντώ ανθρώπους που ήθελα να συναντήσω. Ήθελα να συναντήσω την Μπέλλου∙ τη συνάντησα, το 1973. Αν συνέχιζα μαζί της, θα είχε πει τη ζωή της σ’ εμένα. Αλλά δεν ξαναπήγα. Η Μπέλλου με οδήγησε στη Μέριλιν Μονρόε, να τη δω στο σινεμά, που δεν την είχα δει. Εγώ επειδή μεγάλωσα με εφημερίδες είχα δει σε φωτογραφία να μεταφέρουν τη Μονρόε νεκρή με φορείο… Όταν οι συμμαθητές μου μάθαιναν πόσους κατοίκους έχει το Ρίο ντε Τζανέιρο, εγώ ήθελα να μάθω πόσες εφημερίδες κυκλοφορούσαν και την κυκλοφορία τους. Από 8 χρονών. Αν και πια έχουν μειωθεί, εξακολουθώ να παίρνω τέσσερις την ημέρα.
— Ίσως γι’ αυτό η αισθητική της Οδού Πανός ήταν ασπρόμαυρη και με φωτογραφίες τυπωμένες σαν εφημερίδας, όπως και η θεματική της. Καταρχάς, δεν υπήρχαν λεφτά, και ήταν φτηνό το μαυρόασπρο. Όσον αφορά τη θεματική, πρέπει να ξέρετε ότι η ανακάλυψη ενός νέου φαρμάκου ή μια ανακοίνωση για τον Πλάτωνα στην Ακαδημία Αθηνών γίνεται ταυτόχρονα με μια γυναίκα που γεννάει σε ένα ΚΤΕΛ και πνίγει το μωρό ή πεθαίνει, κι εμένα με ενδιαφέρει περισσότερο αυτό.
— Δεν σας ενδιέφερε το γιατί γεννάει κρυφά σε μια τουαλέτα των ΚΤΕΛ; Εννοώ, πώς αντικρίζετε τις παθογένειες της κοινωνίας; Μα δεν φταίει πάντοτε η κοινωνία, φταίει και η οικογένεια. Γιατί να μην αγαπάει μια μαμά την κόρη της επειδή κάποιος την κατέστησε έγκυο;
— Γιατί υπάρχουν κοινωνικές προκαταλήψεις. Άρα διαιωνίζει η μαμά αυτό που έχει μάθει από τη μαμά και τη γιαγιά της. Γιατί να μη γίνει πιο ωραία μαμά και να αγαπήσει το παιδί της; Κακό είναι; Θα της μάθω εγώ τι να κάνει; Και ποιος θα τη σώσει;
— Αν καταργηθούν κάποιες οπισθοδρομικές αξίες, θα σωθεί. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό, επειδή αργεί η επανάσταση του κόσμου και ο κόσμος ζει σε πρόβλημα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο εδώ όμως, γιατί οι Έλληνες πιστεύουν ότι μόνο αυτοί είναι φτωχοί. Και η Ισπανία πέρασε φτώχεια, και η Ιταλία. Στην ταινία «Μάμα Ρόμα» του Παζολίνι περνάει ένα γουρούνι την ώρα που γιορτάζουν έναν γάμο. �� Άγιος Πέτρος φαίνεται στο βάθος. Η Κοκκινιά ήταν κοντά στη γειτονιά όπου μεγάλωσα και στην προέκταση έβλεπες τον Παρθενώνα και τον Λυκαβηττό. Να μουρλαθώ και να βλέπω τον Λυκαβηττό και τον Παρθενώνα και να μη βλέπω την Κοκκινιά με τις καλύβες για σπίτια και τα αλλαντικά που έφτιαχναν οι Αρμένηδες;
— Από το βιβλίο σας παρελαύνει μια σειρά μύθων της ελληνικής ζωής, τους οποίους γνωρίσατε στην ωριμότητά τους. Όταν ο Τσαρούχης ήρθε στο διαμέρισμά σας στην Πλάκα, στην Οδός Πανός 17, και κοιμήθηκε στρωματσάδα, πρέπει να ήταν κοντά 70 χρονών τότε. Σε κουρελού. Δούλεψα για εκείνον ως γραμματέας και έκανα και δουλειές του σπιτιού. Όταν έφευγε, έπαιρνα ηρεμιστικά, με ξεθέωνε. Μου χάρισε μια γραφομηχανή και μου είπε «αυτή είναι η προίκα σου». Ακόμα την έχω, αλλά δεν τη χρησιμοποιώ. Χειρόγραφα γράφω, όπως όλα τα βιβλία μου, και αυτό με την αυτοβιογραφία μου.
— Αποκάλεσε την παρέα σας και το σπίτι σας «το μεγαλύτερο σαλόνι της Μέσης Ανατολής». Ήταν τρομερά παιδιά, μερικούς τους γνωρίσατε: τον Γιώργο Ορφανό, τον Τουρκοβασίλη, τον Εύμολπο Συναδηνό, τον Χάρη Μεγαλυνό. Παιδιά-θαύματα, όπως τα θαύματα που συνάντησε ο Μπάουι στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Δεν έχω κόμπλεξ να εκτιμήσω το ταλέντο ενός ανθρώπου σε οποιαδήποτε τέχνη, από σκηνοθέτης έως φούρναρης.
— Ο Τσαρούχης σας αποκάλυψε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί σας. Έτσι μου είπε όταν πήγα στη Ρώμη το 1975. Του είπα να αισθάνεσαι άνετα, γιατί οι ερωτευμένοι υποφέρουν ‒ και είναι αλήθεια. Η ερωτική συνάντηση προϋποθέτει δύο συμβαλλόμενα μέρη.
— Και ο Χατζιδάκις σας αποκαλύφθηκε. Μου είπε ιδιωτικά «είμαι ομοφυλόφιλος», κοινώς «κάντε με ό,τι θέλετε». Αλλά εγώ διέφυγα. Ένα βράδυ μετά τις παραστάσεις του Πολύτροπου περπατήσαμε στα στενά της Πλάκας και του είπα «γίνατε και ανθολόγος ποιήσεως», αναφερόμενος στον «Μεγάλο ερωτικό», κάτι που εν τέλει του άρεσε γιατί του άρεσα εγώ που του μετέφερα τον Πειραιά. Ανανεωνόταν. Με τους μεγάλους καλλιτέχνες που έκανα παρέα ήμουν αυθεντικός. Δεν ζητούσα τίποτε από αυτούς.
— Πώς εξελίχθηκε αυτή η φιλία; Ραγδαία, με πολλή αγάπη και θαυμασμό. Με πήρε στο Γ’ Πρόγραμμα. Τον πίκρανα όταν πήγα στα Ανώγεια σε ένα συνέδριο που έκανε με όλη την πνευματική Αθήνα παρούσα και είπα ότι «το συνέδριο μυρίζει πτωμαΐνη».
— Τι εννοούσατε με αυτό; Ότι δεν κατάλαβα τίποτα. Δεν του άρεσε αυτό, το καταλαβαίνω. Είπα στη Μαρία Παπαδοπούλου των «Νέων», που πουλούσαν 250.000 φύλλα την ημέρα: «Αν αυτά που άκουσα είναι σπουδαία και δεν κατάλαβα τίποτα εγώ, είμαι βλαξ. Αλλά μπορεί να μην κατάλαβα τίποτα γιατί έχουν πρόβλημα οι άνθρωποι». Ήταν ένας νεανικός παροξυσμός που δεν θα συνέβαινε τώρα, αλλά τότε ήμουν νέος, ωραίος και τρελός και μπορούσα να λέω ό,τι θέλω. Αν ήταν ένας οποιοσδήποτε άλλος υπάλληλος, θα τον απέλυε. Μου αφαίρεσε τον τίτλο της εκπομπής «Οδός Πανός 17» και με αυστηρότητα ένα βράδυ στην πλατεία όπου σύχναζε στο Παγκράτι μού ζήτησε τους τίτλους των εκπομπών που ετοίμαζα. Είναι προς τιμή του που με κράτησε με μόνο αυτόν τον περιορισμό, που θεωρώ σικ, γιατί από αυτό ζούσα. Σε μια άλλη περίπτωση θύμωσε μαζί μου γιατί ανακοίνωσα στον Λιάνη ένα διπλό CD που ετοιμάζαμε, ενώ έπρεπε να το πει πρώτος εκείνος. Έβαλα τα κλάματα σε μια ταβέρνα που ήμασταν. Μάθαινα κι εγώ. Τελικά κυκλοφόρησαν από τον Σείριο το 1999, σε ερμηνεία του ίδιου του συνθέτη, μόνο 4 κομμάτια με τίτλο «Μ.Χ. 2000 μ.Χ.» σε οκτώ χιλιάδες αντίτυπα, και «εξαφανίστηκαν».
— Εξαφανίστηκαν και τα Τραμάκια της «Θαλάσσιας εκδρομής», μια παλιότερη έκδοσή σας της Θεσσαλονίκης, για το «Βιβλίο 1», και «Οι λάμπες» σας. Ναι, σε ροζ εξώφυλλο με ζωγραφιά του Τσαρούχη, ο οποίος πλήρωσε πέντε αγόρια και τα πήγε στη θάλασσα και τα ζωγράφισε γυμνά. Μετά την αρχαιότητα, ο κορυφαίος που κάνει κάτι τέτοιο με γυμνά αγόρια είναι ο Τσαρούχης. Μετά ερχόμαστε εμείς. Με δειλία ο Ασλάνογλου, ο Χριστιανόπουλος άγρια, εγώ επίσης με τον τρόπο μου. Είτε το θέλετε είτε όχι, είμαι ο τελευταίος μετά τον Καβάφη ποιητής που γράφει καβαφικά, χωρίς να μοιάζω καθόλου με τον Καβάφη. Τολμηροί νέοι μπαίνουν κι αυτοί στον αρχαίο χορό.
— Ένας άλλος Σαλονικιός με τον οποίο συνδεθήκατε ήταν ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Του έκανε εντύπωση το αίνιγμά μου ίσως. Του έγινα απωθημένο; Έχω ένα ελάττωμα, είμαι κυνηγός, οπότε δεν με ενδιαφέρουν αυτοί που με κυνηγούν, εκτός αν τους έχω κυνηγήσει πρώτος εγώ.
— Μια άλλη παράδοξη φιλία σας ήταν εκείνη με τον Άκη Πάνου. Όντως, γιατί ήταν μοναδικός άνθρωπος. Ρωτούσε τον κουμπάρο του Μανίκα για μένα και αν ζούσε, κι αυτός θα μου είχε υπαγορεύσει τη ζωή του. Ήδη μου είχε πει πολλά που δεν λέγονται, ούτε γράφονται.
— Ωστόσο, προλάβατε και καταγράψατε όσα σας αφηγήθηκε η Καίτη Γκρέυ. Μεγάλη συγγραφέας, την έχω ονομάσει θηλυκό Μαρσέλ Προυστ. Μια σκηνή που στο βιβλίο είναι δύο σελίδες, τον γάμο της στην Αμερική με έναν Ελληνοαμερικάνο, μου την αφηγήθηκε στο ξενοδοχείο της στη Θεσσαλονίκη μέσα σε δύο ώρες.
— Ωστόσο, για το κοινό μεγάλη αφηγήτρια αποδείχθηκε η Πανωραία, η Γυναίκα της Πάτρας. Ο Χατζιδάκις είπε στον βιβλιοπώλη του στη Θεσσαλονίκη ότι είναι το καλύτερο βιβλίο της ζωής του. Ευτυχήσαμε να έχουμε την πρώτη θεατρική διασκευή από τη Λένα Κιτσοπούλου.
— Πώς σας εμπιστεύτηκε τη ζωή της; Με το που με είδε. Εγώ έχω το εξής: οι άνθρωποι που συναντώ μιλούν μοναδικά σ’ εμένα χωρίς να το επιδιώκω. Το ίδιο έκαναν η Γιώτα Γιάννα, η Καίτη Ντάλη, η Μπέμπα Μπλανς – ο γαλάζιος άγγελός μας.
— Αυτό συμβαίνει με τους πιο λαϊκούς ανθρώπους ή με όλους; Τι φαντάζονται σ’ εμένα δεν καταλαβαίνω. Και θέλουν να με ξεπεράσουν διά της διήγησης, και με ξεπερνάνε, ενώ ανήκουν στα άσματα.
— Μια μεγάλη φιλία σας ήταν με τη Μάνια Τεγοπούλου. Με τη Μάνια γνωριζόμασταν από το 1978, που είχε τις εκδόσεις Άκμων με τον Αρανίτση. Μπαινόβγαινα σπίτι τους, ένα μαγικό σπίτι, και ήταν χαρά μου να βρίσκομαι μαζί τους. Νόμιζα ότι η αδελφή της θα γινόταν η Βλάχου της «Ελευθεροτυπίας», αλλά τελικά εκείνη ακολούθησε καλλιτεχνικό δρόμο, αλλάζοντας το επίθετό της, και η Μάνια ανέλαβε την εφημερίδα. Το λάθος της ήταν που δεν ασχολήθηκε η ίδια. Είχε ζήσει με την τεράστια οικονομική άνεση του πατέρα της και όταν ανέλαβε δεν είχε πείρα. Αλλά ήταν μια γενναία γυναίκα και ως γενναία πέθανε. Οι γενναίοι άνθρωποι πεθαίνουν. Μου έδωσε τη διεύθυνση του ένθετου της «Βιβλιοθήκης» και ενώ μου έκαναν μεγάλο πόλεμο, εκείνη με υποστήριζε. Αργότερα ήρθε να με δει με τη Γαλλίδα σύντροφο του Γιωτόπουλου της «17 Νοέμβρη» στην παράστασή μου για τον Τζέιμς Ντιν στο Ίδρυμα Κακογιάννη το 2016. Ένα μεσημέρι βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, χτύπησε το κινητό μου και ανάμεσα σε άλλα μου είπε «για φαντάσου να κυκλοφορούσαμε ακόμα και να έπρεπε να υποστηρίξουμε τον Τσίπρα». Ένας από τους λόγους που έκλεισε η «Ελευθεροτυπία», μου είπε, ήταν γιατί ο Ευάγγελος Βενιζέλος αρνήθηκε στις τράπεζες να της δώσουν δάνειο, καθώς η εφημερίδα είχε υποστηρίξει τον Γιώργο Παπανδρέου. Μου είπε κι άλλα, που γράφω στην αυτοβιογραφία μου.
— Ζήσατε την Ομόνοια παλιότερων εποχών. Πηγή κύκνων. Ερχόντουσαν οι κύκνοι για να πεθάνουν, ή να ζήσουν. Ακόμα και τα νέα παιδιά έμπαιναν σε ένα δύσκολο έργο: να ερωτευτούν, να τους ξεγελάσουν, να τους πουν ότι με μια μακαρονάδα θα τους διορίσουν σε υπουργείο. ��ταν μια εποχή με ψέματα. Και όνειρα. Φαντασία, αναγκαστικά.
— Πώς αντιμετωπίζετε τις ανθρώπινες απώλειες; Τους περιέχω όλους. Για μένα, δεν έχει πεθάνει κανείς. Μέχρι να πεθάνω θα τους σέβομαι για όσα μου μάθανε, με τους γονείς μου πρώτους. Τη μητέρα μου, που μου είπε «κάνε ό,τι θέλεις μόνο να μην καπνίζεις», και τον πατέρα μου, που είπε «κάνε τη ζωή σου και άσε τα αυτά». Είχα ελευθερωθεί πλέον με πατρική ευχή. Είχα προνόμιο να έχω γονείς που τους ενδιέφερε να είναι καλά το παιδί τους.
— Δεν σας έλεγξαν ποτέ; Μία φορά ο πατέρας μου είπε για έναν φίλο που με είδε μαζί του «αυτός σ’ τα τρώει;» και δεν του απάντησα, κατά το «συ είπας». Δεν με ενδιέφεραν τα κουτσομπολιά, ούτε και τα συγγενικά. Καταρχάς δεν μου τα τρώει κανείς αν δεν θέλω να τα δώσω – και αν δεν τα έχω.
— Πόσο γρήγορα πέρασε αυτή η ζωή; Πολύ αργά και με πολλή δουλειά. Δούλεψα για δέκα ζωές. Και δουλεύω. Όσο φτάνω.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
Θέλω η κόρη μου να μάθει πολεμικές τέχνες, να μην έχει κανέναν άνδρα ανάγκη να την προστατέψει.
2 notes
·
View notes
Text
Ξέρω από wrong moves πιο πολύ απ' το να κάνω τέχνες
2 notes
·
View notes