#γαμώ τη τύχη μου
Explore tagged Tumblr posts
Text
Ήθελα απλά να πω, γαμώ την πουτάνα τη τύχη μου.
Συνεχίστε ο,τι κάνατε.
6 notes
·
View notes
Text
Δεν σε χορταίνω, γαμώ την τύχη μου.
#γρεεκ κουοτς#γρεεκ ποστς#γκρικ κουοτς#γκρικζ#γκρικ ποστ#γρεεκζ#γρικ ποστ#γαμώ#γαμώ τη τύχη μου#δεν σε χορταίνω#δεν σε ξέχασα#σαγαπω#σαγαπω ακόμα#μου λείπεις#greek posts#greek quotes#xamogelaa
324 notes
·
View notes
Text
Τα αποτσίγαρα
Η αλήθεια είναι πως λέω ψέμματα. Πολλά. Μόνο που δεν έχω ανάγκη να παραθέσω κάποια δικαιολογία για αυτό. Η αλήθεια επίσης είναι ότι όλοι λένε ψέμματα, και όλοι έχουν έναν καλό λόγο που το κάνουν: το εγώ. Είναι ισχυρό το εγώ, και καμουφλάρεται πίσω από ειλικρίνειες που δήθεν βοηθάνε. Είναι εγωιστικό το να βοηθάς, εκείνος μου το έμαθε. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να βοηθήσεις κάποιον, κατ' επέκταση όμως όλοι οδηγούν σε έναν: το να νιώσεις όμορφα. Τι πιο εγωιστικό από αυτό; Ένα ψέμα είναι συνειδητή επιλογή, και για να το επιλέγεις σημαίνει πως γνωρίζεις τις αδυναμίες σου. Ποια όμως είναι η δίκη μου; Έχω ανάγκη κάποιον; Αρνητικό. Έχω ανάγκη να νιώθω πως έχω ανάγκη κάποιον; Ίσως θετικό. Γιατί εκείνον; Γνωρίζω πολλά για μένα αλλά όχι την απάντηση. Ίσως επειδή αμφισβήτησε τις «αλήθειες» μου. Αν με θεωρώ έξυπνη; Θετικό. Αν πιστεύω στην τύχη; Αρνητικό. Αν πιστεύω στον έρωτα.. θα πω ψέματα.
Πίσω στη μέρα που τον γνώρισα. Κοινή παρέα. Δεν έχει κάτι λάθος πάνω του μα με αφήνει αδιάφορη· ή επιλέγω να με αφήνει. Φοράει φόρμες. Κοντοκουρεμένος, λιγομίλητος. Επιτίθεται πριν τον στριμώξεις. Τι περίεργος είσαι εσύ.. Όταν μιλάει, μιλάει παθιασμένα για θεωρίες που πιστεύει. "Σνομπ" , "ξινή" και "ντίβα" τα χαρακτηριστικά που μου πρόσαψε κατά την διάρκεια της εξόδου. Μου αρέσει που με θεωρεί χαζή. Κουλτουριάρης· ή μπορεί και να το παίζει. Δεν με συμπαθεί: «Μη με ξανά κοιτάξεις έτσι». «Έτσι;», απορώ. «Σαν να με απαξιώνεις». Η αλήθεια είναι πως δεν είχα ξαναδεί μάτια κάστανα τόσο όμορφα. Δεν θέλω κάτι από αυτόν. Άλλωστε δε ξέρω κάτι, για να θέλω. Πίνει τζιν. Με γυρίζει σπίτι βγάζοντας την υποχρέωση στους κοινούς γνωστούς. Τι ευγενικός. «Ούτε εγώ σε συμπαθώ», του λέω. Το λύνουμε μέχρι το πρωί. Με γύρισε σπίτι και την επόμενη. Και την μεθεπόμενη. Αν έχω άλλο μισό εκεί έξω, σίγουρα δεν είναι εκείνος. Ακούει τις σκέψεις μου και με προσέχει την ώρα που τα μάτια μου δακρύζουν εκφράζοντας κάτι που αγαπώ. Δέχεται την εικόνα που θέλω να έχει για μένα με νεύματα και χαμόγελα. Και έπειτα, χωρίς ίχνος ντροπής, συμπληρώνει: «ή μπορεί και να μου λες μαλακίες». Οι συζητήσεις στο παγκάκι κάτω από το σπίτι μου δε καταλήγουν πουθενά, μονάχα σβήνουν απότομα και άδοξα με το που βγαίνει ο ήλιος. Πόσο μου αρέσει να βρίσκομαι στο σκοτάδι μαζί του. Το σιχαίνεται· ή αυτό επιλέγει να ξέρω. Έχει περάσει μια βδομάδα και οι αφορμές να με γυρίζει σπίτι έχουν τελειώσει. Και αφού τελείωσαν οι περίπατοι, και τα μηνύματα τα θεωρεί ανούσια και απρόσωπα, πίσω στην καθημερινότητα. Δεν ήθελα κάτι όπως και να χει. «Έρωτας σαν πόλεμος», το κομμάτι που άκουγε. Ανακωχή λοιπόν. Είναι περασμένες δώδεκα. Μήνυμα. Νιώθω περίεργα ξαφνικά, ίσως παράφαγα, ένας κόμπος στο στομάχι και νιώθω θα κάνω εμετό. Περίεργος συγχρονισμός. «Ξέχασα τα αποτσίγαρα στη γλάστρα». Ατυχές, μα πόσο ευτυχές. Έρχεται σπίτι μου να τα μαζέψει. Εύχομαι να με άγγιζε τώρα που κάθεται απέναντι, μα άλλη μια φορά που το πρώτο φως θα τον διώξει. Πόσο μισώ τον ήλιο ξαφνικά! Ανάλωσα την μέρα μου και είναι πάλι βράδυ. Από εκείνα χωρίς αφορμές. Δεν περιμένω κάτι, δεν θέλω κάτι. Κούρασα, αλλά πρέπει να μου το υπενθυμίζω. Το κακό με τα ψέματα, είναι πως τα ξεχνάς. Με πιάνω να σκέφτομαι την οπτική του. Δεν θέλει κάτι. Αμοιβαία αισθήματα, τι καλύτερο! Μήνυμα. Θα έλεγα πως πρέπει να σταματήσω να τρώω αργά τη νύχτα, μα έχω να φάω από το πρωί. Προς τι ο κόμπος; «Πάλι ξέχασα τα αποτσίγαρα γαμώ.» Ατυχές; Δεν είμαι ρομαντική, οπότε νευριάζω. «Ό,τι σε νευριάζει, σε ελέγχει» , μου λέει, και με σκοτώνει με τα ίδια μου τα λόγια. Δεν θέλω να έρθει να μαζέψει τα αποτσίγαρα. Θέλω να με πάρει αγκαλιά. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το συναίσθημα που νιώθω, θα ορκιζόμουν πως μου θυμίζει κάτι. Ρομαντισμός; Μακάρι να μπορούσα να σβήσω τ��ν ήλιο τώρα που σηκώνεται να φύγει. Μακάρι οι αφορμές να μην τελείωναν ποτέ και τα αποτσίγαρα να πάγωναν τον χρόνο μαζί του κάθε φορά που τα πετάει. «Μπορείς να μείνεις αν θέλεις.» , του λέω. Αλλά δεν θέλει. Ή έτσι επιλέγει να ξέρω. Ή έτσι επιλέγω να πιστέψω. Ξαπλώνει. Θα κοιμηθεί με άβολα ρούχα σε ένα κρεβάτι που δεν τον χωράει. Ούτε αυτό το "γιατί" μπορώ να απαντήσω. Κοιτάει την σειρά περισσότερο από εμένα και μοιάζει θυμωμένος. Εύχομαι να με χάιδευε. Δεν θα το κάνει, δεν πειράζει. Φτάνει που τον είδα όταν ξύπνησα. Πρέπει να πάω δουλειά, όλα τα παραμύθια κάποτε τελειώνουν. Αν πιστεύω στον έρωτα; Αρνητικό· ή μπορεί και να λέω μαλακίες.
Είχα να γράψω τρία χρόνια.
41 notes
·
View notes
Text
Καλοκαίρι 2019.
Δυστυχώς άλλο ένα καλοκαίρι έλαβε τέλος (Ναι, για μένα τελειωσε). Ένα καλοκαίρι που δε θα ξεχάσω για όσο ζω. Αυτό το τρίμηνο γνωρίσαμε άτομα, κάναμε παρέες, κλάψαμε, γελάσαμε... περάσαμε καλά (θέλω να πιστεύω οι περισσότεροι).
Προσωπικά, το καλοκαίρι αυτό ήταν το καλύτερό μου καθώς γνώρισα ένα άτομο που μέρα με τη μέρα με έκανε όλο και πιο χαρούμενη. Γελούσα, περνούσα πολύ όμορφα, έκανα πλάκες μαζί με την παρέα μου, πίναμε μπύρες, μεθούσαμε, χορεύαμε, κάναμε μπάνιο στην πισίνα... Και όλα αυτά χάρη σε αυτό το άτομο. Το άτομο που μου θύμισε πως είναι να περνάς καλά και να χαμογελάς. Το άτομο που νοιάζεται για εσένα, που όταν υποτιμάς τον εαυτό σου (πχ ελεγα πως ειμαι χοντρή) σε χτυπάει γιατί έχεις άδικο (μην αρχίσετε να λέτε «δεν ειναι σωστο που σε χτυπούσε, δεν έπρεπε να το επιτρέψεις κλπ»). Το άτομο που αγαπάω τόσο πολύ και που δε θέλω να χάσω.
ΥΓ: Είσαι ό,τι καλύτερο γαμώ την τύχη μου. Να προσέχεις.
21.08.2019
21 notes
·
View notes
Text
Τέτοιες μέρες στην Αλβανία επί «κομμουνισμού» / από ανάρτηση του κ. Almir Hoxhaj στο fb (και τα σχόλια στην ανάρτηση) > https://goo.gl/FB2AZN
***
Κάναμε σήμερα τα τελευταία ψώνια για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και θυμηθήκαμε με τη μάνα μου όσα μπορούσαμε να αγοράσουμε επί κομμουνισμού με τα περιβόητα κουπόνια. Παραθέτω μια λίστα με τα προϊόντα που μας έδιναν. Για τετραμελή οικογένεια/μήνα.
Κρέας και υποπροϊόντα του 3kg. Βούτυρο 100g. Τυρί 1kg. Καφέ (τούρκικο) 100g. Ζάχαρη 3kg. Αλεύρι 2kg. Σαπούνι 900g. Ηλιέλαιο 2kg. Μακαρόνια 2kg. Ρύζι 2 kg.
Για την Πρωτοχρονιά του 1989 μας έδωσαν επιπλέον,
2kg γλώσσα (ψάρια). 1 φιάλη ρακί. 2 φιάλες κρασί. 2 kg μήλα. 2 kg πορτοκάλια.
Και ούτε ένα Moet, γαμώ την τύχη μας!
Καλή χρονιά φίλοι μου! Με υγεία και ευτυχία! Προπαντός ευτυχία!
—Θα είχε ενδιαφέρον να ξέραμε κι σε τι ποσό αντιστοιχούν αυτά με σημερινούς όρους
—Ο μισθός των γονιών μου αθροιστικά το μήνα ήταν στη καλύτερη 3.500 λεκ, δηλαδή 70 λεκ το κάθε μεροκάματο. Το ένα σταρένιο ψωμί (πωλούνταν με το τεμάχιο, και εμείς που ήμασταν τέσσερα άτομα χρειαζόμασταν δύο ψωμιά την ημέρα) στο χωριό κόστιζε 40 λεκ, στις πόλεις 50 λεκ. Τα 100γρ καφέ 90 λεκ (περισσότερο από ένα μεροκάματο). Ένα λίτρο ηλιέλαιο 160 λεκ (περισσότερο από δύο μεροκάματα). Ένα κιλό ζάχαρη 80 λεκ (σχεδόν ένα μεροκάματο). Και για να πάμε λίγο πιο ψηλά στις τιμές, το 1987 αγοράσαμε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση. Μαζί με την κεραία κόστισε περίπου 45.000 λεκ. Πώς την αγοράσαμε; Πουλήσαμε μια αγελάδα που είχαμε. Το χωριό μας ήταν προνομιούχο, μας επέτρεπαν να εκτρέφουμε αγελάδες ιδιωτικά.
—900 γρ. σαπουνι για να πλένονται 4 άνθρωποι σε 1 μήνα;
—ω ναι!
—Σας τα εδιναν ή τα αγοραζατε;
—τα αγοράζαμε φυσικά!
—Και για να τα πάρεις αυτά έπρεπε να πιάσεις σειρά από την προηγούμενη μέρα.
—συχνά δεν έφτανε η προμήθεια του καταστήματος ούτε και για όλα τα δελτία οπότε περίμενες την επόμενη προμήθεια.
***
4 notes
·
View notes
Text
Όταν με βίασες πρώτη φορά φορούσα σορτσάκι και ξώπλατο κι είχα τα μαλλιά λυμένα κι ήμουν νέα κι όμορφη και τίποτα κακό δεν μπορούσε να μού συμβεί. Τίποτα λέμε τίποτα, γιατί είχα μπόντιγκαρντ γαμάτους κάτι νεράιδες κι ένα ξωτικό κι έναν τεράστιο ροζ μονόκερω που αν ήθελαν μαλάκα μου σε τσιμέντωναν σε χρόνο ντετέ.
Νόμιζα ότι ήμουν προφυλαγμένη από σένα τον βιαστή μου, από σένα τον κακοποιητή μου, από σένα το καθοίκι, από σένα το πατημένο το σκατό, από σένα που ήρθες να με βιάσεις και να με παραβιάσεις. Νόμιζα ότι με προστάτευε φυλαχτό βαφτισμένο στα σαράντα κύματα σε βυθούς με μαργαριτάρια, ιππόκαμπους και μικρές γοργόνες που αργοπέθαιναν από έρωτα.
Αυτά τα μάγια ήταν η ασπίδα μου στα παιδικά τα χρόνια. Αυτά ήξερα, αυτά πίστευα, με αυτά μεγάλωσα, με αυτά πορευόμουν. Και μ’ αυτά θα συνέχιζα, αν δεν έπεφτες εσύ στον δρόμο μου. Κι αν δεν ξανάπεφτες. Και ξανάπεφτες. Και ξανά και ξανά. Να βιάσεις το σώμα μου, την ψυχή μου, το μυαλό μου.
Όταν με βίασες ήμουν ένα κορίτσι με σορτσάκι. Όταν με βίασες ήμουν ένα αγόρι στις τουαλέτες του σχολείου. Όταν με βίασες ήμουν μια μεσόκοπη χωρίς ένσημα. Όταν με βίασες ήμουν �� κόρη σου. Όταν με βίασες ήμουν η μάνα σου. Όταν με βίασες ήμουν φαντάρος, ήμουν πόρνη, δούλευα στον δρόμο, δούλευα στα χωράφια σου, στις Μαγουλάδες σου, στις φραουλάδες σου, στο σούπερ μάρκετ σου, στην ταβέρνα σου.
Δούλευα. Και δε μίλησα.
Φοβήθηκα όχι εσένα, όχι τον ιδρώτα και τα βρωμόλογα σου. Φοβήθηκα να γυρίσω σπίτι χωρίς μεροκάματο, φοβήθηκα γιατί τα έξοδα τρέχουν, οι λογαριασμοί τρέχουν, η ζωή τρέχει ερήμην μου κι ερήμην των παιδιών μου. Φοβήθηκα. Και σώπασα.
Όταν με βίασες φορούσα σορτσάκι, φορούσα μπούργκα, δεν φορούσα τίποτα, φορούσα φούστα μακριά στον αστράγαλο, φορούσα γοβάκι κοκκινο σαν το αίμα, φορούσα γαρύφαλο στ’ αυτί, φορούσα ανέμους και θύελλες στα ξέπλεκα μαλλιά μου. Όταν με βίασες πρώτη φορά ήσουν ο αγαπημένος μου, ο άντρας μου, ο νταβατζής μου, το αφεντικό μου, ο πατέρας μου, ο γείτονας, ο ξένος για μένανε κι εχθρός. Με βρήκες στο δρόμο και με στρίμωξες, με πέτυχες μια νύχτα και με τσάκισες, μ’ έβλεπες στη δουλειά και με ξεφτίλισες, ζούσαμε στο ίδιο σπίτι και με έριχνες στο πάτωμα. Γιατί μπορούσες. Απλά.
"Αχ βρε Λαυρέντη εγώ που μόνο το ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν, τι κάλπικος παράς" – πάνω σε κακό κρεββάτι γεννημένος. Εκεί σ’ έφτυσε σαν τη ροχάλα η μοίρα σου, εκεί με τους όμοιούς σου μωρέ, αυτούς με τα ματάκια τα φιδίσια, τη γλώσσα κόμπρας την ασορτί και τα λευκά σοσόνια στην παρέλαση. Αυτούς που τους ξέρασαν σε αυτόν τον κόσμο μανάδες Ερινύες μαυροντυμένες και σκατογερασμένες πριν την ώρα τους με το σάβανο στην ψυχή και την κατάρα στο στόμα.
"Αχ βρε Λαυρέντη" κάθαρμα, εμείς ποτέ δεν θα γίνουμε σαν τα μούτρα σου. Εμείς γεννηθήκαμε στα μπλε νερά από πατέρα κοράλι και μάνα πεταλίδα, κι απ’ τους βυθούς του Μποτιτσέλι αναδυθήκαμε θεές, θεάρες κι ας ξεπέσαμε στο κωλόσπιτό σου γαμώ την τύχη μας.
Λαυρέντη, σου ‘χω νεάκια να σου πάει το σκατό στην κάλτσα. Αλλάζουν τα πράγματα, μωράκι μου. Αλλάζουν οι καιροί, η γη τρελαίνεται και χορεύει πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα, οι άνθρωποι γίνονται κεριά, γίνονται λαμπάδες αναστάσιμες, γίνονται κουκλίτσες με αλογοουρίτσες και σαν τόπι μαλαματένιο κλωτσάνε τη ζωή τους και την πάνε όλο και πιο μπροστά. Περπατανε αγκαλιά με ουράνια τόξα - κι όσο προχωράνε τόσο εσύ οπισθοχωρείς. Κι όσο οπισθοχωρείς, τόσο προχωράνε. Μισό βήμα κάθε φορά, ένα βήμα κάθε φορά, κι ένα ακόμα κι άλλο ένα και βάλε κι ένα για τον δρόμο μάστορα. Μαζί, όλοι μαζί ακόμα και στην κόλαση, κατάλαβες τώρα;
Σου ‘χω νεάκια, Λαυρέντη γίγαντα. Ως εδώ ήτανε τέρμα, δεν πάει παρακάτω, ό,τι έκανες. Τα παλιόσπιτά σου δεν είναι οι πατρίδες των ελεύθερων ανθρώπων. Τα σύνορα στις δικές μας πατρίδες τα έχουμε περιφράξει με κόκκινες καρδούλες, καρφωμένες σε ηλεκτροφόρα σύρματα. Κι αν κάνεις να περάσεις, θα σε προδώσει η μυρωδιά. Γιατί η μπόχα του σκατού στην κάλτσα είναι μεγάλος ρουφιάνος, αγάπη μου.
Έλενα Ακριτα
0 notes
Text
Γαμώ τη τύχη μου, το tumblr και τη διαστροφική τη φύση μου
75 notes
·
View notes
Text
Γούρι, γούρι!*
«Και τι να μου πεις για την αγάπη, βρε Αντώνη μου;» Με το ένα χέρι κρατούσε το ακουστικό και με το άλλο ίσιωνε το σεμεδάκι. Βιαζόταν να κλείσει, οι ειδήσεις των 8 είχαν μόλις αρχίσει, τα μακαρόνια είχαν πάρει βράση και κατουριόταν κιόλας. «Τελοσπάντων, εντάξει, ας βρεθούμε στο Κλασίκ για έναν καφέ την Πέμπτη το πρωί».
Δέχτηκε. Όχι για όσα είχαν περάσει μαζί. Τα λόγια, τις αγκαλιές, τα φιλιά, τους έρωτες. Ούτε καν από περιέργεια για το πως νιώθει τώρα ο Αντώνης, δυόμιση μήνες αφότου χώρισαν. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίον δέχτηκε ήταν ο ελληνικός ο καϊμακλίδικος του Κλασίκ. Μόνο αυτόν εμπιστευόταν. Χρόνια τώρα. Για τα νούμερα του Τζόκερ, το ποντάρισμα στο Στοίχημα, τη δουλειά, τις σχέσεις. Τη ζωή της ολόκληρη. Τίποτα δεν άφηνε στην τύχη η Ρούλα και την εκνεύριζε πολύ όταν την κατηγορούσαν για το αντίθετο. «Δε φταίω εγώ που δεν ξέρεις να διαβάσεις τα σημάδια» επέμενε με ξεκάθαρα υποτιμητικό τόνο. Τα ακαθόριστα σχέδια που άφηνε το καϊμάκι στη φτηνή πορσελάνη του φλιτζανιού δεν ήταν ποτέ υπό αμφισβήτηση. «Ε όχι και ακαθόριστα. Ακαθόριστο είναι το μάτι σου». Εννοείται επίσης, ότι ποτέ δεν ήταν υπό αμφισβήτηση η δική της ερμηνεία των σημαδιών. Για όποια επιλογή δεν της «έβγαινε» έφταιγε το «μάτι», η γλωσσοφαγιά, η γκαντεμιά των γύρω της.
Ο κουστουμαρισμένος με το tablet απέναντι της είχε «κάτσει άσχημα» με το που τον πρωτοείδε. Θες η πιτυρίδα στο πέτο, θες το ταλαιπωρημένο χαρτομάντιλο στα χέρια του που πάλευε να συμμαζέψει την πρωινή αλλεργία, το σίγουρο ήταν ότι ο κουστουμαρισμένος της μετέφερε μια αίσθηση μιζέριας που δεν μπορούσε με τίποτα να υποφέρει. Είχε ήδη πάρει απόφαση να αλλάξει τραπέζι, να μην τον έχει απέναντί της την ώρα που θα αργόπινε τον καφέ περιμένοντας τον Αντώνη, όταν με την άκρη του ματιού της είδε το γκαρσόνι να πλησιάζει με ύφος καρδιναλίου κρατώντας τον δίσκο με τον ελληνικό. «Γαμώ τη γκαντεμιά μου, πρωί πρωί» μουρμούρισε εγκαταλείποντας τα σχέδια μετακόμισης.
Το μάτι της έπεσε στιγμιαία στο απλωμένο πόδι του κουστουμαρισμένου, με το σκονισμένο σκαρπινάκι να κρατάει ρυθμικά τον τόνο ενός ηλίθιου hit. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε καν να το συνειδητοποιήσει. Σε κλάσματα δευτερολέπτου όλα. Τα γουρλωμένα μάτια του γκαρσονιού, το σώμα φεύγει από τον άξονα ισορροπίας, ενώ τα δάχτυλα αγωνίζονται να συγκρατήσουν τον δίσκο. Το φλιτζάνι ίπταται στιγμιαία πάνω απ’ το κεφάλι της την ώρα που οι πρώτες καυτές σταγόνες του μέτριου ελληνικού ��οτίζουν το άσπρο φρεσκοσιδερωμένο της μακό.
Πάνω στην ώρα, να σου κι ο Αντώνης, που είδε τη σκηνή μπαίνοντας και τσίριζε πανικόβλητος. «Βρε Ρούλα μου! Πω πω, χάλια σ’ έκανε!» Λουσμένη στον καφέ, κοίταξε τους λεκέδες πάνω στο λευκό μπλουζάκι. «Γούρι, γούρι!», μονολόγησε σκεφτική.
*Β’ βραβείο στον διαγωνισμό δημιουργικής γραφής για τη συγγραφή μικρού διηγήματος με θέμα «Αν είναι να μιλήσει κάποιος, ας πει για την Αγάπη», που οργανώθηκε από τον Νότιο Χώρο Τέχνης και Δράσης στις 10 Μαΐου 2015.
1 note
·
View note