#ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ
Explore tagged Tumblr posts
Text
ως λεσβια εχει καπως πλάκα να λεω τον εαυτό μου πουστη
#προφανώς σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να φροντίζει κανεις το ακροατήριο του διοτι οι στρειτ και οι νορμι γκει δε θα νοησουν#αλλα!!!!!#mother tongue#ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ#ενν. να προσεχει. ΜΠΡΟ. ελληνικα ειπαν αντιο 🪟 ➡️🌬️💨🇬🇷🍃
18 notes
·
View notes
Text
Πιστευω πως στις σύγχρονες κοινωνίες- αλλα και παντα με διαφορετικες μορφες- περιμενουμε κάποιου είδους αυθεντία να μας αποφορτίσει απο την αβάσταχτη ευθύνη της υπαρξης. Ειναι πολυ τρομακτικο να πιστέψουμε οτι ολα ειναι τυχαια και ματαια. Οτι δεν υπαρχει καμια νομοτελεια και στην πραγματικοτητα κανενας ουράνιος θεος δεν φροντιζει για εμας.
Μαθαμε να μην παλεύουμε για εκεινους που αγαπαμε. Μαθαμε να υψώνουμε απόρθητα τείχη και να κλεινομαστε στον εγωισμο μας. Φοβομαστε να τσαλακωθούμε για εναν αλλον άνθρωπο γιατι πιστεύουμε οτι ειναι για βρωση. Οι ανθρωποι ομως δεν ειναι αναλώσιμοι. Λιγοι θα μας αγγίξουν.
Πρεπει απλα να επιλεξουμε για ποιους αξιζει να πονέσουμε, να λυγίσουμε τις ηθικες μας αναστολες και εστω και στιγμιαία να προσπαθησουμε να βρουμε ενα κοινο σημειο
4K notes
·
View notes
Note
Ο Ανδρέας ο Νίκος και η Αμαλία μοιράζονται ένα εγκεφαλικό κύτταρο και ο Νίκος το έχει το 80% του χρόνου,,
Ακριβως!
27 notes
·
View notes
Text
Μια φωτογραφια που φαινοταν λιγο λιγοτερο απο το μισο σου προσωπο ηταν υπεραρκετη για να καταλαβω οτι εισαι χαρουμενη.
Εχω αντικρισει αυτο το χαμογελο και μαζι του να χαμογελανε και τα ματια σου.
Ειναι σπανιο,το ξερω,οπως ξερω επισης οτι δε σ’αρεσει να σε βγαζουν φωτογραφιες αλλα οποτε σ’εβγαζα εγω στο τελος μου λεγες οτι δεν ειναι κακη.
Σου λειπε αρκετη αγαπη και γω ειχα να στην δωσω ομως δεν ειχε το ονομα σου.
Ουτε καν το αρχικο σου γραμμα.
Δε λυπαμαι,γιατι για ολους υπαρχει καποιος εκει εξω που ισως να μην ειναι το αλλο του μισο ομως θα μοιραστειτε στιγμες,θα κοιμηθειτε στο ιδιο μαξιλαρι κι ας ειναι διπλο το κρεβατι και η καληνυχτα θα ‘ναι γλυκεια.
Το πρωι ο πρωτος καφες θα ‘ναι στο σπιτι φτιαγμενος με αγαπη κι οχι οπως τοτε που σταματαγαμε να παρουμε απο το δρομο και μετα η καθε μια να τρεχει στην ατελειωτη καθημερινοτητα της.
Εκεινη θα ξερει το σωστο τροπο να κανει ανακυκλωση,που ταιριαζει το καθε τι και οτι πρεπει να τα ξεπλυνει πρωτα.
Οχι σαν εμενα που τα βαζα ολα οπως να ‘ναι και συ προσπαθουσες να μαζεψεις τα ασυμμαζευτα.
Εκεινη θα ‘χει ζεστασια στο χαμογελο,θα σε φροντιζει και θα σε κραταει σφιχτα τα βραδια οπως εκανα και γω.
Θα ‘χει διαβασει αραγε εκεινο το μικρο σημειωμα στο ψυγειο σου;
Κι αν το διαβασε θα της ειπες οτι ειναι απο μενα;
Ισως να μη το ανεφερε καν και να το προσπερασε μαζι μ’ολα τα υπολοιπα που ‘χεις κολλημενα πανω του.
Ενα ακομα λοιπον.
Δε θυμαμαι πλεον σε ποιον οροφο ειναι το διαμερισμα σου,θυμαμαι ομως οτι στο μπανιο σου δεν ειχες χαλακι και καθε φορα γεμιζα το πατωμα με νερα και συ γελαγες και εκλαιγες ταυτοχρονα.
Δεν ειχε πολυ φως το σπιτι σου κι αυτο με στεναχωρουσε ομως το ‘χες φτιαξει με ομορφα χρωματα και η διακοσμηση του μου ταιριαζε πολυ.
Μου ταιριαζαν ολα,εκτος απο σενα.
Τα μαγαζια που με πηγαινες,τα κοκτειλ που μου παραγγελνες,ο σκυλος σου,τα μπρελοκ απο τα κλειδια σου,τα μαυρα πλακακια και εκεινο το φουτερ που ηταν ακριβως στο νουμερο μου.
#greek posts#ζωη#στιγμες#ερωτας#ανθρωποι#σπιτι#μαζι#σκεψεις#αναμνησεις#χαμογελο#σκυλος#greek quotes#παρελθον#χρωματα#βραδια#λογια#καφες#αγκαλια#βραδυ#φωτογραφιες#ματια#πρωι#αγαπη#καθημερινότητα#γελιο#κλαμα#φως#ηλιος#ποτο#bitplechase
90 notes
·
View notes
Photo
Ο Πατέρας μου, Elias Witherow.
Τα παιδικα μου χρονια ηταν πολυ δυσκολα. Πολυ σκληρα.
Καθε μερα ηταν ο ιδιος αγωνας για επιβιωση. Πφφφ, οταν τα θυμαμαι... απορω πως τα καταφερα και ακομα ζω. Ειναι καποια πραγματα που κανενας δε πρεπει να ζησει. Καποια πραγματα που επιβαλλεται να μενουν θαμμενα ��το παρελθον.
Αλλα να 'μαι. Ειμαι δω να σου πω για ολα αυτα. Το γιατι δε το ξερω... Ισως βγαζοντας τα επιτελους απο μεσα μου να μπορεσω να τα εξορκισω και να λυτρωθω. Θα 'ναι κει για παντα... Το ξερω... Θα περιμενουν και θα βγαινουν στις πιο μοναχικες... στις πιο μαυρες μου μερες... Τουλαχιστον μπορει... αν τα πω μερικες φορες, να πονουν ολο και λιγοτερο καθε φορα που θα ξαναγυρνουν...
Λοιπον, να σου πω καποια πραγματα για μενα πριν αρχισω...
Η μητερα μου πεθανε οταν εγω ημουν τριων. Μεχρι και σημερα δεν ειμαι σιγουρος τι ηταν αυτο που την σκοτωσε, αλλα νομιζω οτι ειχε να κανει με ναρκωτικα. Ημουν μοναχοπαιδι, και ετσι εμεινα εγω και ο πατερας μου, ο Νωντας. Δε την θυμαμαι την μαμα μου. Καθολου. Ουτε καν το προσωπο της. Δεν εχω δει ποτε φωτογραφια της, δεν μου χει πει ποτε καποιος μια ιστορια για αυτην, κατι.... Τιποτα. Το μονο που μου εχει πει ο πατερας μου για κεινη, ειναι οτι πεθανε οταν ημουν τριων.
Ο Πατερας μου ο Νωντας, ηταν πολυ σκληρος ανθρωπος. Εξουσιαστης κατ'επαγγλεμα, στην υπηρεσια της ελληνικης αστυνομιας. Ολη μερα σε περιπολιες και τραμπουκισμους με το σωμα, ενας ανθρωπος με τοσο βαθια συμπλεγματα... τοσο συσωρευμενο μισος για τα κοινα... το τελειο μαντροσκυλο του κρατικου αυταρχισμου. Και καθημερινα τον εβλεπα ελαχιστα.
Μεγαλωσα σε ενα μικρο δυαρι, προσπαθωντας να μαθαινω πως να φροντιζω τον εαυτο μου, σχεδον εντελως παραμελημενος. Επρεπε να βρισκω τροπους να καβατζωνω φαγητο, να πλενω το σωμα και τα ρουχα μου... να επιβιωνω οριακα σε καθημερινη βαση. Δε τολμουσα ποτε να βγω απο το σπιτι. Εμενα κλεισμενος στο δωματιο μου ή απλα περιφερομουν στο υπολοιπο βρωμικο σπιτι, ελπιζοντας να ειχε ξεχασει τιποτα φαγωσιμο καπου ο πατερας μου...
Σε κεινη τη φαση ηταν απλα αμελεια, τουλαχιστον συγκριτικα με την κακοποιηση που ακολουθησε. Δε με χτυπουσε ουτε μου φωναζε, απλα αγνοουσε πληρως την υπαρξη μου. Εφευγε για υπηρεσια και μετα γυρνουσε πολυ αργα, οι ελαχιστες λεξεις που εβγαιναν απο το στομα του οταν με εβλεπε να βρωμαν' αλκοολ πριν πεσει ξερος για υπνο.
Και δεν ειναι οτι ημουν και δυστυχισμενος. Αυτη ηταν η ζωη μου, αυτο ηξερα. Νομιζα οτι ετσι ζουσαν ολα τα παιδια. Τωρα που τα σκεφτομαι και τα φερνω παλι στο μυαλο μου, με πνιγει η θλιψη και η οργη... αλλα τοτε? Τοτε ετσι ηταν τα πραγματα... Αυτο θεωρουσα φ��σιολογικο.
Ξερεις ομως... Οταν περνας τοσες ωρες, τοσες μερες... τοσους μηνες σχεδον ολομοναχος μεσα σε ενα δωματιο... Ε... τοτε γινονται πολυ περιεργα πραγματα στο κεφαλι σου...
Οταν ημουν 6, εφτιαξα το Σπυρο. Ο Σπυρος ηταν μεγαλυτερος απο μενα, τουλαχιστον δυο χρονια. Ηταν ο κολλητος μου. Του μιλουσα συνεχεια, του τα λεγα ολα, γελουσαμε μαζι, κλαιγαμε μαζι... ολα. Ηταν το φανταστικο μου φιλαρακι. Ηταν μια προβολη της επιθυμιας μου να γινω πιο δυνατος, της ανυπομονησιας μου για αυτονομια, για δικες μου αποφασεις...
Και ο Σπυρος... σιχαινοταν τον πατερα μου.
Οταν ηταν σπιτι, προσπαθουσα να μη μιλαω στο Σπυρο. Ηταν δυσκολο ομως... Γιατι οσο πιο πολυ τάιζα την ψευδαισθηση της παρουσιας του διπλα μου, τοσο πιο πραγματικος γινοταν. Ακομα και μεχρι σημερα θυμαμαι ακριβως πως ηταν... Θυμαμαι το προσωπο του, τα μαλια του, το σωμα του...
Οταν λοιπον ο πατερας μου αρχισε να καταλαβαινει οτι ειχα φανταστικο φιλο, οτι ηταν σχεδον παντα καποιος διπλα μου που μονο εγω μπορουσα να δω και να ακουσω... ε τοτε ηταν που τα πραγματα αρχισαν να πηγαινουν κατα διαολου... Θυμαμαι τις σφαλιαρες και τα χαστουκια καθε φορα που με επιανε να του μιλαω, να μου λεει να γινω αντρας και να σταματησω να κανω σα πουστακι...
Και οταν επινε, ηταν ολα αυτα επι δεκα. Ολοι οι πατεραδες ετσι δεν ειναι?
Εφερνε γυναικες στο σπιτι και μου λεγε να μεινω κλεισμενος στο δωματιο μου ενω αυτοι γαμιοντουσαν ακριβως διπλα. Και ηταν κατι φορες που ειχε πιει παρα πολυ και δε του σηκωνοταν... Και οταν γινοταν αυτο, εβγαινε εκτος εαυτου. Σε 'κεινες τις φασεις ετρωγα το χειροτερο ξυλο. Πετουσε κλωτσιδον απο το σπιτι οποια κακομοιρα ειχε τυχει να τον ακολουθησει και μετα ερχοταν κατευθειαν προς το δωματιο μου, η ανασα του βαρια να βρωμαει οινοπνευμα, βροχγοι να βγαινουν απο το στηθος του σε καθε του βημα...
Ναι. Οι χειροτερες νυχτες της ζωης μου.
Ο Σπυρος θα μας κοιτουσε απο την γωνια, οι γροθιες του σφιγμενες, η οργη να ξεχειλιζει απο το βλεμμα του μεχρι ο πατερας μου να τελειωνε. Μετα ερχοταν και με επερνε αγκαλια, μου σκουπιζε τα δακρυα και τα αιματα και μου ελεγε να κανω υπομονη. Εκλαιγε μαζι μου, ο πονος μου ηταν και δικος του πονος.
Και αυτο γινοταν σταθερα μεχρι να φτασω στα εντεκα.
Εκει θα αρχισω την ιστορια που θελω να σου πω. Στα εντεκα. Στα εντεκα νομιζω βρισκονται... τα πιο βαθυα μου σκοταδια...
*
Εκλεισε νευριασμενος το ραδιοφωνο. Δε καταλαβαινα τι ελεγε ο κυριος της εκπομπης αλλα πρεπει να τον ειχε ενοχλησει πολυ.
Γυρισα και συνεχισα να κοιταω την πολη που ξυπνουσε, το προσωπο μου κολλημενο στο τζαμι του συνοδηγου. Μαγαζια ανοιγαν, κοσμος περιμενε στις στασεις, η κινηση πυκνωνε. Στα κτηρια στο βαθος της λεωφορου φαινοταν το ζεστο ροζ του ηλιου που ειχε αρχισει να ξεπροβαλλει. Χαμογελασα διαστακτικα, ανυπομονωντας για τις ακτινες του να με καταπιουν.
Εσφιξα τη ναυλον σακουλα με το κολατσιο που κρατουσα μου πριν ανοιξω το μπροστινο τσεπακι της τσαντας μου και την βαλω μεσα. Σιγα το κολατσιο, μια μισομαυρισμενη μπανανα, το μονο πραγμα που θα ετρωγα μαλλον ολη μερα. Αλλα φυσικα και δε τολμουσα να παραπονεθω, δεν αξιζε, δεν ειχε κανενα νοημα. Ειχα συνηθισει πια. Χιλιες φορες πεινασμενος απο το να αντιμετωπιζα παλι την οργη του πατερα μου.
Γυρισα να τον ξαναντικρυσω αργα, ενας μαυρος αμιλητος ογκος που οδηγουσε, οι φλεβες στα χερια του πεταγμενες απο το ποσο τσαντισμενα εσφιγγε το τιμονι. Το προσωπο του ηταν στη τσιτα, ετοιμος να ξεσπασει με το παραμικρο. Ηταν απο hungover, ολο το περιπολικο μυριζε αλκοολ και ξινυλα απο τις ανασες του. Τα βλεμμα του κατακοκκινο, βαριες πρησμενες σακουλες να κρεμονται απο τα ματια του. Με πηγαινε σχολειο πριν παρουσιαστει στο τμημα για υπηρεσια. Ευχομουν η μερα να περνουσε αργα. Η προοπτικη της οποιασδηποτε καθυστερησης στο να τον ξαναβλεπα στο σπιτι αργοτερα, μου εδινε μεγαλη χαρα...
Καθομουν εκει αμιλητος, ανυπομονοντας να φτασουμε πριν βρει παλι κατι για να με βρισει. Δεν μπορουσα τις φωνες του, αυτο το απαισιο συναισθημα που μου αφηναν. Με κανε να νοιωθω μηδεν, ενα τιποτα... ενα βαρος για τους παντες, ενα παρασιτο που ηταν αναγκασμενος να φροντιζει ενω ηθελε να με πεταξει απο πανω του...
Στο σχολειο δεν ειχα φιλους. Τουλαχιστον δεν ειχα ουτε εχθρους. Οταν ο μπαμπας επινε, εγω ημουν ο μονος του εχθρος.
"Πφφφ...Βρωμαει η ανασα του ρε φιλε, πφφφφ..."
Μου ειπε ο Σπυρος απο το πισω καθισμα. Δεν απαντησα, δεν γυρισα καν να τον κοιταξω.
Φτασαμε στο σχολειο, ο πατερας μου σταματησε ακριβως μπροστα απο την εισοδο. Δε γυρισε να με κοιταξει, ουτε να μου μηλισει. Καθοταν στο τιμονι κοιταζοντας μπροστα το δρομο, περιμενοντας να κατεβω για να με ξεφορτωθει. Ελυσα τη ζωνη και μετα ανοιξα βγαινοντας εξω και βαζοντας τη τσαντα μου στον ωμο, ριχνοντας ενα δειλο βλεμμα προς τα πισω...
"Εγινε μπαμπα, τα λεμε μετα..."
Ειπα διστακτικα. Τοτε τεντωσε βιαια το σωμα του, πιανοντας την πορτα μου απο την εσωτερικη πλευρα και κλεινοντας την μου αποτομα στα μουτρα πριν γκαζωσει και εξαφανιστει στην εθνικη.
Αναστεναξα. Ενοιωσα το χερι του Σπυρου στον ωμο μου.
"Χεσ'τονε μωρε... Ελα, παμε μεσα."
Κρεμασα τη τσαντα μου στον ωμο και μπηκα στο σχολειο.
Η μερα περασε μεσα σε ενα γκριζομαυρο συν��εφο. Να μετακινουμαι απο τη ταξη στο προαυλιο και παλι πισω, στους γεματους διαδρομους, να ακουω ολα τα αλλα παιδια να γελουν και να φωναζουν διπλα μου. Ηταν ολα σαν ενα θεατρικο εργο, μια ταινια που μπορουσα να δω αλλα δεν μου επιτρεποταν να παρω μερος. Κανεις δε μου μιλουσε, κανεις δε με ενοχλουσε, η υπαρξη μου περνουσε εντελως απαρατηρητη. Ημουν το φλωρακι, το βλαμμενο... το καθυστερημενο που κανενας δε πλησιαζε. Μεχρι ακομα και οι δασκαλοι, μου μιλουσαν απο αναγκη και για τα τυπικα, ποτε για παραπανω απο οσο ηταν απαραιτητο.
Ημουν το φαντασμα του σχολειο. Το χλωμο παιδι με το λυπημενο προσωπο.
Ο Σπυρος ηταν παντα διπλα μου ομως. Μου μιλουσε συνεχως σχολιαζοντας τα παντα, βριζοντας οποιον θεωρουσε μαλακα και ψυθηριζοντας μου τις σωστες απαντησεις σε ολες τις ασκησεις που καναμε στη ταξη. Ηταν ο μοναδικος ανθρωπος που νοιαζοταν για μενα. Ηταν το μοναδικο μου στηριγμα μεσα σε ολη τη μιζερια που βιωνα μεγαλωνοντας.
Οταν σχολασα, πηρα το λεωφορειο να γυρισω σπιτι. Καθησα πισω στο βαθος και χαζευα εξω απο το παραθυρο, αγνοωντας τη βαβουρα μπροστα μου. Οταν βγηκαμε στην εθνικη, κοιτουσα τις ασπρες γραμμες στην ασφαλτο, τις παρομοιαζα με ακτινες lazer που δεν εβρισκαν το στοχο τους, δηλαδη το διαστημοπλοιο μας... και ξεφευγαμε απο πανω ή απο διπλα τους...
Οταν εφτασα σπιτι ξεκλειδωσα την καγκελοπορτα με το κλειδι μου και μπηκα σπιτι. Πηγα στο δωματιο μου και πεταξα τη τσαντα στο κρεβατι. Μετα πηγα στη κουζινα και ανοιξα το ψυγειο, το στομαχι μου να μουγκριζει. Στο πανω πανω ραφι βρηκα ενα μισοφαγωμενο πιτογυρο απο το σουβλατζιδικο πριν τη στροφη στην εθνικη. Το αρπαξα ξετυλιγοντας το λαδωμενο του χαρτι και το καταβροχθισα. Ουτε να το βαλω στα μικροκυμματα δε σκεφτηκα, η πεινα με ειχε γονατισει.
Αφου εγλειψα τα λαδια και τα τζατζικια απο το χαρτι και απο τα δαχτυλα μου, πηγα στο δωματιο μου και εβγαλα το μπλοκ ζωγραφικης μου. Οσο το σπιτι ηταν ηρεμο, μαρεσε να ζωγραφιζω. Ηταν ο τροπος μου να ξεφευγω, η αποδραση μου απο την πραγματικοτητα. Καθομουν ξαπλωμενος μπρουμυτα στο κρεβατι για ωρες, ζωγραφιζοντας οτι μου κατεβαινε. Δεν ημουν πολυ καλος, αλλα δεν ημουνα και αχρηστος. Εφτιανα δρακους, διαστημοπλοια, πολεμιστες, σπαθια, οπλα... τιποτα δε ξεφευγε απο τα πενακια μου. Μερικες φορες εγραφα και μικρες ιστοριουλες παρεα με τις ζωφραφιες μου, λιγες γραμμες να κατατοπιζουν τον θεατη. Ο Σπυρος με κοιτουσε ενθουσιαμενος, λεγοντας μου γνωμες και προτεινοντας μου συνεχεια κανουργια πραγματα.
Εκανα τις τελευταιες γραμμες στη ραχη ενος θαλασσιου τερατος, οταν ακουσα την μπροστινη πορτα να ανοιγει με κροτο. Τιναχτηκα, ο θορυβος να αντηχει μεσα στην απολυτη υσηχια. Κοιταξα το ρολοι, ηταν σχεδον μεσανυχτα. Δε μπορουσα να το πιστεψω... Ποσες ωρες ζωγραφιζα?!? Το στομαχι μου μουγγκρισε, επιβεβαιωνοντας το περασμενο της ωρας. Αφησα το πενακι στην ακρη, τα δαχτυλα μου πιασμενα απο τοσες ωρες δημιουργιας...
Ηταν ο πατερας μου, αλλα ειχε και παρεα. Τον ακουγα να μιλαει γελωντας με καποιον αλλον. Μια γυναικα.
"Εκανε καινουργιες παρεες παλι..." Μου ειπε ο Σπυρος ειρωνικα.
Σηκωθηκα απο το κρεββατι και πηγα στη πορτα του δωματιου. Την ανοιξα ελαφρια και ειδα το πατερα μου να προχωραει στο διαδρομο με μια ξανθια κυρια διπλα του. Ακουγοταν μεθυσμενος, και οι δυο τους ειχαν πιει. Πρεπει να την μαζεψε απο κανα μπαρακι μετα την υπηρεσια. Τον ειδα να ακουμπαει κατι στο τραπεζι της κουζινας, κατι που εμοιαζε με μια εξαδα απο μπουκαλια, και συνεχισαν μεχρι το δωματιο του παραπατωντας.
"Ολες εκει τις παει... Τι κανουν εκει μεσα ρε φιλε?"
Μου ειπε ο Σπυρος, σκυβοντας και αυτος διπλα μου να δει τι γινοταν.
"Δε ξερω... Κα��ι που κανουν οι μεγαλοι μαλλον..."
Του ψυθηρισα κλεινοντας τη πορτα. Ο πατερας μου εφερνε γυναικες στο σπιτι σε πολυ συχνη βαση. Χεσμενες απο ξυδια κυριως οπως και αυτος, και μετα τις επερνε μεσα στο υπνοδωματιο μαζι του. Ηξερα οτι φιλιοντουσαν και τετοια, αλλα ακουγα και κατι αλλους θορυβους που νομιζω οτι δεν ερχοντουσαν μονο απο φιλια. Δε ξερω τι ακριβως εκαναν, αλλα οτι και να ηταν, ακουγοταν σα να το χαιροντουσαν πολυ...
Ο πατερας μου συνηθως ειχε κεφια μετα απο τετοιες νυχτες. Τα πρωινα μετα απο τετοιου ειδους διασκεδαση ηταν που μου μιλουσε κανονικα σαν ανθρωπος. Δε ηταν και τπτ ιδιαιτερο, δυο σκορπια λογια... αλλα και πλαι ηταν κατι... και περιμενα αυτες τις μερες πως και πως. Ηθελα τοσο πολυ να του μιλησω και γω, ηθελα να με γνωρισει, να με συμπαθησει... να καταφερει να με αγαπησει. Δε μπορουσα να καταλαβω γιατι τον εκνευριζα τοσο πολυ και ηταν παντα τοσο τσαντισμενος με μενα. Τα αλλα παιδια στο σχολειο δεν ειχαν μελανιες πανω τους. Δε τα ακουγα να μιλανε για το ξυλο που τρωνε απο τους πατεραδες τους.
Ειχα αρχισει να πιστευω οτι κατι πολυ σοβαρο συνεβαινε με μενα. Οτι εγω, σαν ατομο, ειχα πιθανως καποιο εμφυτο, βαθυ ελλατωμα που με καθιστουσε αναξιο για το οποιοδηποτε ιχνος αγαπης και στοργης. Ειχα αρχισει να πιστευω οτι ο πατερας μου το εβλεπε αυτο καλυτερα απο ολους και γιαυτο ηταν παντα τοσο σκληρος με μενα. Με θυμαμαι να κλαιω πολυ γιαυτο, αλλα καθως μεγαλωνα απλα το αποδεχομουν. Σιγουρα παντως ειχα καποιο ελλατωμα και καποια μερα ισως να μπορουσα να το καταλαβω...
"Μικρε!"
Η ανασα πιαστηκε στο στηθος μου.
Η φωνη του πατερα μου...? Εμενα φωναζε?
Γυρισα να κοιταξω το Σπυρο, το προσωπο μου τρομοκρατημενο.
"Με φωναξε! Τ-τι θελει?!?"
Ο Σπυρος με κοιταξε ανυσηχος, κουνωντας τους ωμους του απορημενος. Οταν ο πατερας μου εφερνε κοσμο εγω ημουνα φαντασμα, νεκρος. Δεν υπηρχα. Επρεπε να μενω κλεισμενος στο δωματιο μου και να περιμενω να φυγουν για να ξεμιτυσω...
"Τσακισου μικρε! Σε φωναζω!"
Ξανακοιταξα το Σπυρο φρικαρισμενος πριν ανοιξω τη πορτα, τα χερια μου να τρεμουν, η καρδια μου να χτυπαει σα ταμπουρλο...
Περπατησα το χωλακι, το στομα μου ξερο, και μετα ανοιξα τη πορτα στο δωματιο του πατερα μου. Ηταν σκοτεινα μεσα και δε μπορουσα να τον δω καλα. Καθοταν με την γυναικα, ξαπλωμενοι και οι δυο στο κρεββατι, δυο γκριζες ακινητες σκιες...
"Μπαμπα... Με φωναξες?"
Ειπα δειλα, τα λογια μου να βγαινουν με δυσκολια. Τοτε ακουσα σουρσιμο απο σεντονια και ειδα τη σκια του πατερα μου να ανασηκωνεται στο σκοταδι.
"Στο τραπεζι της κουζινας ειναι κατι μπυρες, τραβα να τις φερεις γρηγορα."
Η γυναικα χαζογελασε και ειδα τη σκια του πατερα μου να ξαναξαπλωνει. Τα λογια του ηταν βαρυα και υγρα, η γνωριμη χροια της βραδυνης του μεθης οταν γυρνουσε απο τα μπαρ. Την ειχα συνηθησει αυτη τη γλωσσα, η ξενικη της προφορα να μου γινεται ολο και πιο κατανοητη καθως μεγαλωνα....
Περπατησα σιωπηλα μεχρι τη κουζινα, η καρδια μου ακομα να χτυπα γρηγορα. Ειδα την εξαδα να καθεται στο τραπεζι και την αρπαξα περπατωντας γρηγορα προς τα πισω, ριχνοντας μια ανυσηχη ματια στο Σπυρο που με κοιτουσε απο την μισανοιχτη πορτα του δωματιου μου. Εφτασα παλι στο υπνοδωματιο του πατερα μου και σταματησα στη πορτα κοιτωντας μεσα αμηχανα. Δεν ηξερα τι να κανω...
Ειδα ενα χερι να τεντωνεται μεσα απο το σκοταδι και να μου κανει νοημα να πλησιασω...
"Ελα φερτες... Τελειωνε!"
Περπατησα διστακτικα προς το κρεββατι, με τις μπυρες τεντωμενες ψηλα. Η γυναικα ξεπροβαλλε απο το σκοταδι, εντελως γυμνη, και τις πηρε απο τα χερια μου. Χαζογελασε και μου χαιδεψε τα μαλια.
"Γλυκουλης ο γιος σου, χεχε..."
Ειπε, το αλκοολ να λασπωνει και τις δικες της λεξεις. Ακουμπησε τις μπυρες στο στρωμα αναμεσα τους και ξαναγυρισε προς το μερος μου, η ανασα της να ζεχνει...
"Δε μου λες μικρε... Μηπως θες να κατσεις να παρεις ματι?"
Ειπε πριν σηκωσει το χερι της να μου χαιδεψει το προσωπο.
Τιναχτηκα πισω αηδιασμενος. Δεν ηξερα τι εννοουσε αλλα σιγουρα δεν ηθελα να παρω κανενα μερος σ'αυτο. Γελασε με την αντιδραση μου, πριν τραβηχτει πισω στα σκοτεινα διπλα στο πατερα μου.
Καθως γυρισα να φυγω, η φωνη του πατερα μου βροντηξε αποτομα.
"Που πας ρε?"
Ξεροκαταπια και γυρισα αργα να τον κοιταξω,
"Τι ειναι μπαμπα?"
"Ποτηρι εφερες ρε για να πιει η κυρια τη μπυρα της?"
Η φωνη του βαρια, ενας τρεμαμενος ρογχος να αντηχει απο το στηθος του.
"Συγνωμη μπαμπα, δε καταλ-"
Το μπουκαλι της μπυρας κατεβηκε με φορα στο κεφαλι μου πριν γινει χιλια κομματια, �� πονος οξυς , ξαφνικος. Ουρλιαξα και επιασα το μετωπο μου σφιχτα απο το πονο, καθως κομματια κοφτερου γυαλιου και αφροι μπυρας επεφταν απο τα μαλλια μου. Επεσα στο δαπεδο, το βλεμμα μου θολωσε, το κρανιο μου να παλλεται οδυνηρα.
"Μη τον χυπας!"
Φωναξε ο Σπυρος απο το διαδρομο, οι γροθιες του σφιγμενες.
Ετριψα το χτυπημα στο κεφαλι μου και αρχισα να σηκωνομαι αργα απ'το πατωμα, η μπυρα ακομα να σταζει στο προσωπο μου. Πριν προλαβω να σταθω, εννοιωσα μια σφιχτη λαβη στο σβερκο.
Παραπατησα ζαλισμενος, η παλαμη του πατερα μου να με σφιγγει σα ταναλια πριν με οδηγησει ατσαλα εξω απ'το δωματιο. Παραμιλουσα μυξοκλαιγωντας, ανχωμενες συγνωμες να βγαινουν απο το στομα μου, μια σειρα απο αδυναμα λογια που δεν εφταναν καν στα αυτια του...
Με εσυρε μεχρι τη κουζινα και με πεταξε προς το ψυγειο. Μουγκρησα απο πονο, ο ωμος μου να προσκρουεται με φορα στη πορτα του, το δεξι πανω μερος του σωματος μου να μουδιαζει. Προσπαθησα να σταθω, αλλα ο πατερας μου σταθηκε ακριβως μπροστα μου τραβωντας μου απο τα μαλια το προσωπο κοντα στο δικο του.
"Μια φορα να με ξαναξευτιλισεις ετσι και θα σε τελειωσω, παλιαρχιδι..."
Μου γρυλλισε, η ανασα του να με καιει...
Το προσωπο του Σπυρου ηταν σαν απο τσιμεντο, οργισμενο και χλωμο, ιδρωτας να το μουσκευει και οι φλεβες να πεταγονται στο μετωπο του. Πλησιασε το αυτι του πατερα μου και ειπε μεσα απο σφιγμενα δοντια...
"Παρ'τα χερια σου απο πανω του ρε σιχαμενε καργιολη."
Τοτε ο πατερας μου με σηκωσε ορθιο, το μυαλο μου ακομα θολωμενο. Με πιασε σχιφτα απο τον ωμο...
"Πηγαινε τωρα μεσα να φερεις τις μπυρες, οσο κατεβαζω ενα ποτηρι απο το ντουλαπι... Τσακισου!"
Μου ειπε πριν με σπρωξει προς το δωματιο του με τετοια λυσσα που παραπατησα και πηγα να πεσω αλλα βρηκα γρηγορα ισσοροπια και ετριψα τον ωμο μου. Ο Σπυρος ηρθε αμεσως διπλα μου, με πιασε απο το πλαι προσπαθωντας να με βοηθησει. Εννοιωσα δακρυα να τρεχουν στα μαγουλα μου. Εσφιξα τα δοντια και ρουφηξα τη μυτη... Ημουν εξαθλιωμενος και ρακος...
Ειδα το Σπυρο να με παρατηρει, το προσωπο του να γεμιζει θλιψη οταν ειδε τα δακρυα μου, το σωμα του να κολλαει στα πλευρα μου, να τρεμει ολοκληρος απο την οργη...
Μπηκα στο υπνοδωματιο του πατερα μου και βαδισα προς το κρεββατι. Ψηλαφησα στα σκοτεινα και βρηκα την εξαδα με τις μπυρες στο κατω μερος. Διεκρινα με την ακρη του ματιου μου την γυναικα, ξαπλωμενη μπρουμυτα να με παρατηρει, το βλεμμα της απομακρο και γεματο αποροια, λες και δεν ειχε ξαναδει ποτε παιδι. Δεν μου ειπε λεξη, απλα συνεχισε να με παρατηρει καθως σηκωσα τις μπυρες στην αγκαλια μου και αρχισα να βαδιζω προς τα πισω.
Βγαινοντας στο διαδρομο, εννοιωσα κατι να μου τρυπαει το ποδι, εναν οξυ πονο στη πατουσα που με κανε να ξαναπεσω στο πατωμα με μια μικρη κραυγη. Οι μπυρες μου εφυγαν απο τα χερια και κυλισαν μπροστα μου στο πατωμα πριν προσκρουσουν με τον απενταντι τοιχο και γινουν χιλια κομματια, αφροι και γυαλια να τα κανουν ολα χαλια. Κυλιομουν στο πατωμα, πιανοντας τη πατουσα μου απο το πονο, σφιγγωντας παλι τα δοντια μου και προσπαθωντας τωρα να συγκρατησω φρεσκα δακρυα. Ειχα πατησει ενα κομματι γυαλι, απο τη μπυρα που μου ειχε σπασει πριν στο κεφαλι...
"Τι εκανες ρε μαλακισμενο?!?"
Τον ακουσα να ουρλιαζει πριν αρχισει να ερχεται γοργα προς το μερος μου. Κοντοσταθηκε απο πανω μου, τα ματια του ορθανοιχτα απ'το σοκ...
"Συ-συγνωμη μπαμπα... δε-δε το θελα, κα-καταλαθος εγινε..."
Ειπα κλαιγοντας και προσπαθωντας να σηκωθω, ο τρομος απο το βλεμμα του να με μουδιαζει...
"Μη του ζητας συγνωμη ρε!"
Μου πε ο Σπυρος, βοηθωντας με να σηκωθω.
"Πολυ ατσουμπαλος ο μικρος σου, ε?"
Ακουστηκε η φωνη της γυναικας απ'το υπνοδωματιο πισω μου.
Τοτε ο πατερας μου ορμηξε και με αρπαξε απο το λαιμο, σπροχνωντας με βιαια πισω στο διαδρομο προς την εξωπορτα. Οταν σιγουρευτηκε οτι η γυναικα δε μας εβλεπε, με πεταξε πανω στη πορτα και μου τραβηξε μια αναποδη στα δοντια με ολη του τη δυναμη.
Ουρλιαξα και σωριαστηκα στο πατωμα, η μεταλλικη γευση του αιματος να μου γεμιζει το στομα. Τα εβλεπα ολα διπλα και ακουγα την απομακρη φωνη του Σπυρου να βριζει το πατερα μου. Αυτο ηταν... νομιζα.... Θα με σκοτωνε... Ο πατερας μου θα με σκοτωνε... Η εντεκαχρονη υπαρξη μου θα εληγε ετσι απλα και αποτομα... Με αλκοολ και γροθιες θα με αφηνε στο τοπο... ετσι απλα... Και ολα για μια εξαδα σπασμενες μπυρες...
"Τι εκανες ρεεεε?!?"
Μου ουρλιαξε μεσ'τα μουτρα σκυβωντας...
"Ενα πραμα σου ζητησα να κανεις... Ενα γαμημενο πραμα!!!"
"ΑΝ ΤΟΝ ΞΑΝΑΚΟΥΜΠΗΣΕΙΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ!!!"
Του φωναξε ο Σπυρος στ' αυτι, σαλια και λυσσα να πεταγονται απο το στομα του.
Ο πατερας μου με αρπαξε και με σηκωσε ορθιο. Με κοπανησε με τη πλατη στη πορτα και η λαβη του εκτοξευτηκε στο λαιμο μου, πνιγωντας με. Βογγηξα ασυναρτητα, κοφτοι ρογχοι απελπισιας να βγαινουν απ'το στομα μου, η ανασα μου να κοβεται...
"Λοιπον ακου, θα κατεβω στο βενζιναδικο στην εθνικη να παρω κ 'αλλες μπυρες, και συ θα ρθεις μαζι μου."
Μου γρυλλισε μεσ'τα μουτρα, η ανασα του σφυριχτη, να βρωμαει μια μιξη απο μπυρα και ρουμι.
Τοτε με αφησε να πεσω και σωριαστικα στο πατωμα. Επιασα το λαιμο μου σφαδαζοντας και κλαιγοντας, τα δακρυα μου να προσγειωνονται στο πατωμα σαν υγρα διαμαντια. Ο Σπυρος εσκυψε κοντα μου, χαιδευοντας με στη πλατη και παρηγοροντας με. Ηταν διπλα μου, θα με βοηθουσε οτι και αν γινοταν. Ρουφηξα τη μυτη μου και πηγα να βαλω τα παπουτσια μου. Ακουγα το πατερα μου να λεει στη γυναικα οτι θα γυρνουσε αμεσως, οτι θα κατεβαινε να παρει λιγες ακομα μπυρες.
Βγηκε απο τα σκοταδια φωροντας ενα τζιν και ενα μπλουζακι. Αρπαξε τα κλειδια απο το τραπεζακι και παραπατησε προς το μερος μου. Εκανα στην ακρη φοβισμενος πριν ανοιξει την εξωπορτα. Μετα γυρισε και μου εκανε νοημα να βγω.
Περασα διπλα του με τα χερια στο κεφαλι, τρεμωντας οτι θα με χτυπουσε, ακομα να κλαιω πριν βιαστω να απομακρυνθω απ'αυτον προς τα εξω. Περπατησαμε προς το περιπολικο σιωπηλα, τα βημματα του ασταθη και πιωμενα. Το ηξερα οτι δεν επρεπε να οδηγησει ετσι, αλλα δε τολμουσα να πω κουβεντα. Πηγα γρηγορα απο το πλαι και μηκα στη θεση του συνοδηγου.
Εβαλε μπρος τη μηχανη και γκαζωσε προς το δρομο. Καθως βγαιναμε στην εθνικη ανοιξε το παραθυρο και ο δροσερος αερας χτυπησε τους ιδρωτες μας. Τον κοιταξα και ανοιγοκλεινε τα ματια του γρηγορα, γουρλονοντας τα ανα διαστηματα, προσπαθωντας να οδηγησει σε αυτο το χαλι που βρισκοταν. Το αμαξι πηγαινε απο τη μια λωριδα στην αλλη σα τρελο, και ενοιωσα την αδρεναλινη στο στομαχι μου να βραζει πριν αρπαξω γερα τα χερουλια απο τα καθισμα.
"Θα μας σκοτωσει..."
Μου ψελλισε ο Σπυρος απο πισω...
"Θα μας σκοτωσει ο μαλακας..."
Ακουσα πανικο στη φωνη του.
Ο πατερας μου μουγκριζε και ετριβε συνεχως τη μια παλαμη στο προσωπο του προσπαθωντας να συνελθει και να ανοιξει καλυτερα τα ματια του. Ευτυχως ηταν αργα και η εθνικη ηταν σχετικα αδεια, οποτε ολες οι λωριδες ηταν δικες μας...
Ο αερας τωρα εμπαινε μανιασμενα απο το παραθυρο του και τρεμουλιασα καθως μου χτυπουσε το μουσκεμενο δερμα με την βραδυνη του ψυχρα. Το χτυπημενο απο το μπουκαλι σημειο στο κεφαλι μου παλοταν απο πονο και ολο μου το σωμα ετρεμε απο το ξυλο που μου ειχε ριξει.
Και μετα απο λιγα λεπτα σιωπηλης διαδρομης, εστριψε και μπηκε στο παρκινγκ του βενζιναδικου. Αρχισε να ψαχνει τις τσεπες για το πορτοφολι του χωρις να σβησει τη μηχανη. Ξεροκαταπια παρατηρωντας τριγυρω μας εξω, ημασταν εντελως ολομοναχοι. Ο υπαλληλος μας ειδε στο περιπολικο και παρακολουθουσε πισω απο το τζαμι του καταστηματος...
"ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!!"
Ουρλιαξε ξαφνικα.
Βουλιαξα τρεμωντας στο καθισμα μου, ηθελα να εξαφανιστω, να γινω ενα με το υφασμα. Δεν αντεχα αλλο, βρισκομουν και σωματικα και ψυχικα στα ορια μου. Το προσωπο μου ηταν μουσκεμα απο το κλαμα και το χειλος μου ηταν ματωμενο και πρησμενο απο τα χτυπηματα του. Ο Σπυρος ακουμπησε το χερι του στον ωμο μου προσπαθωντας να με ηρεμησει...
"Το ξεχασα το γαμηδι!!! Το ξεχασα!!!"
Συνεχισε να φωναζει, κοιτωντας αφηνιασμενος δεξια και αριστερα, το βλεμμα του γεματο οργη πριν γυρισει προς τα 'μενα.
"Εσυ και οι μαλακιες σου! Σημερα διαλεξες να μου τα γαμησεις ολα ρε αρχιδι... Ε? Σου πεσαν τα μπουκαλια και επρεπε να μου τα κανεις σκατα και με τη γκομενα!!! Γιατι εισαι τοσο μαλακισμενο ρε?!?"
Δεν εβγαλα κιχ. Μαζευτικα μυξοκλαιγοντας. Δεν ηξερα... πραγματικα... δεν ηξερα γιατι ημουν τοσο μαλακισμενο... δεν ηξερα... αληθεια... δεν ηξερα τι επρεπε να κανω για να μη γινεται ετσι, προσπαθουσα αλλα δε τα καταφερνα. Και το ηθελα τοσο πολυ... δεν υπηρχε κατι σε ολοκληρο το κοσμο που να ηθελα περισσοτερο απ'αυτο, περισσοτερο απο αυτο... περισσοτερο απο το να μη τον θυμωνω... απλα να τον κανω χαρουμενο... απλα να μπορει να με αγαπαει... Αλλα οτι και να εκανα, τα εκανα ολα σκατα, δεν εκανα τιποτα σωστο... στα ματια του ημουν ενα τιποτα, ενα βαρος, ενα εμποδιο...
"Ανοιξε το ντουλαπακι.Τελειωνε, ανοιξε το ντουλαπακι σου ειπα!!!"
"Μη τον ακουμπας ρε σιχαμα!!!"
Γρυλλισε ο Σπυρος μεσα απο σφιγμενα δοντια στο πισω καθισμα, τα ματια του καρφωμενα στο προσωπο του πατερα μου στο καθρεφτη.
Σκουπισα το προσωπο μου και ανοιξα το ντουλαπακι του συνοδηγου.
Ενα οπλο.
Το υπηρεσιακο του οπλο.
Τα ματια μου ανοιξαν διαπλατα καθως το αντικρυσα, η καρδια μου αρχισε να χτυπαει μανιασμενα. Γυρισα και κοιταξα τον πατερα μου, το προσωπο μου καταχλωμο απο τον φοβο.
"Σηκωσε το... Θα πας μεσα μ'αυτο και θα μου φερεις μια εξαδα γαμημενες μπυρες."
Εννοιωσα να παραλυω απο την φρικη, εννοιωσα το πανικο να με τυλιγει... δεν ηθελα καν να το βλεπω. Ηθελε... ηθελε να μπω μεσα με το υπηρεσιακο του οπλο και να κανω... ληστεια... Να ληστεψω το καταστημα του βενζιναδικου, να γινω αυτος που απο τον οποιο υποτιθεται οτι ο πατερας μου προστατευε την κοινωνια... Ηθελε να το σηκωσω και να το στρεψω προς τον υπαλληλο ωστε να παρω τις μπυρες και να βγω ανενοχλητος... Οχι... Οχι δε... δε μπορουσα να το κανω αυτο...
"Μπαμπα δε-- Δε μπορ-ω..."
Τοτε εσκυψε αποτομα και αρπαξε το οπλο απο το ντουλαπακι πριν μου το χωσει στη παλαμη με το ζορι. Μετα μου επιασε δυνατα το σαγονι και μου γυρισε το κεφαλι αποτομα προς το μερος του...
"Θα τσακιστεις αυτη τη στιγμη μεσα να μου φερεις τις μπυρες μου... Ακουσες? Οι μαλακιες πληρωνονται, μονο ετσι θα βαλεις μυαλο μαλακισμενο... Ελα τελειωνε, εφυγες!"
Δε ηξερα τι να πω. Δεν ηταν τροπος αυτος να μαθω... αυτο ηταν λαθος, ηταν εγκλημα...
Ο Σπυρος τοτε εχωσε το προσωπο του αναμεσα απο τα μπροστινα καθισματα και με καρφωσε, το προσωπο του να λαμπει απο ενθουσιασμο, η φωνη του εντονη...
"Αυτη ειναι η ευκαιρια σου!!! Καντο... τιναξε του τα μυαλα στο παρμπριζ του παλιομαλακα... καντο να υσηχασεις!!! Σηκωσε το, σημαδεψε τον στο ματι και πατα τη σκανδαλη... Καντο σου λεω, σκοτωσε τον!!!"
"ΕΦΥΓΕΣ ΛΕΜΕ!!!"
Ουρλιαξε ο πατερας μου, σπροχωντας με αποτομα προς τη πορτα του συνοδηγου.
Ανοιξα και βγηκα, τα γονατα μου να τρεμουν. Το οπλο ζυγιζε 100 κιλα στα χερια μου, το λειο ατσαλι της κανης του να γυαλιζει στα φωτα του βενζιναδικου. Δε μπορουσα να το κανω... Δε μπορουσα να κανω αυτο... οχι...
Ημουν αναγκασμενος να προσπαθησω ειδαλλιως θα με σκοτωνε στο ξυλο. Δε υπηρχε αμφιβολια, θα με αφηνε στο τοπο. Υπηρχε ενα βαθυ σκοταδι στα ματια του αποψε, ενα λυσσασμενο μισος που κλιμακωνε εδω και πολυ καιρο. Δεν ηταν μονο για μενα, ηταν για ολο το κοσμο, για ολη την κοινωνια γυρω του, για ολο το συστημα το οποιο τον ετρωγε καθημερινα, για τα παντα. Τον ακουγα συχνα να παραμιλαει βριζοντας τα βραδυα, να θεωρει οτι ολο το συμπαν ειναι εναντιον του και ολοι του την εχουν στημενη, να σιχαινεται τη ρουτινα του, τη δουλεια του, την ιδια του τη ζωη...
Περπατησα προς το καταστημα και ανοιξα τη πορτα, ενα καμπανακι να αντηχει με το που μπηκα μεσα. Εκριψα το οπλο στο πλαι, κοιταζοντας τον υπαλληλο. Ηταν κοντα στα 50-60. Με κοιταξε καχυποπτα, εξεταζοντας με απο πανω μεχρι κατω. Δε το σκεφτηκα εκεινη τη στιγμη, αλλα το προσωπο μου ηταν γεματο αιματα και μελανιες. Κατευθυνθηκα προς τα ψυγεια. Ανοιξα ενα στη τυχη και αφεθηκα στιγμιαια στη δροσια του κλεινωντας τα ματια απο ανακουφιση...
"Ελα γρηγορα... παρε μια εξαδα και παμε να τη κανουμε, να τελειωνουμε..."
Μου ψιθυρισε ο Σπυρος, κοιτωντας ανυσηχα προς τον υπαλληλο.
Σηκωσα μια εξαδα και αφησα τη πορτα του ψυγειου να κλεισει. Η καρδια μου ηταν ετοιμη να εκραγει, η ανασα μου εβγαινε σε κοφτους βρογχους, το χερι μου εσφιγγε το οπλο τρεμωντας.
Αρχισα να περπαταω αργα πισω προς την εισοδο, κρατωντας το οπλο κρυμμενο, καρφωνοντας το βλεμμα μου στη πορτα και αγνωοντας τον υπαλληλο.
"Που πας μικρε?"
Με ρωτησε ο ανθρωπος μπερδεμενος. Δεν εβγαλα λεξη, συνεχισα να περπαταω προς τη πορτα, ημουν σχεδον εκει.
"Μικρε! Περιμενε!"
Μου φωναξε, ο γνωριμος τονος του ενηλικου αυταρχισμου να με παγωνει στη θεση μου. Ξεροκαταπια, ο ιδρωτας να τρεχει ποταμι στη πλατη μου.
Τοτε γυρισα αποτομα και τον σημαδεψα με το οπλο, το υφος του να αλλαζει επιτοπου και να μαζευεται προς τα πισω. Το χερι μου ετρεμε και η λαβη του οπλου ηταν καλυμενη απο τον ιδρωτα της παλαμης μου...
"Πρε-πρεπει να τις παω στο μπαμπα μου..."
Του ειπα τραβλιζοντας απο την αγωνια...
"Συγ-συγνωμη... Αυτος... Αυτος με αναγκασε... Συγνωμη κυριε..."
Ο ανθρωπος τοτε σηκωσε τα χερια του πανικοβλητος, τα ματια του να γουρλωνουν...
"Νταξει η-ηρεμα, ηρεμα μικρε! Παρτες δε πει-πειραζει... Παρτες..."
Τοτε ανοιξα τη πορτα με την εξαδα...
"Με αναγκασε κυριε... θα με σκοτωνε... συ-συγνωμη..."
Ειπα πριν αρχισω να τρεχω πισω προς το περιπολικο, δακρυα να τρεχουν απο το προσωπο μου, το βλεμμα μου θωλο και σκοτεινο. Μπηκα κλαιγοντας πισω στο αμαξι, κλεινωντας δυνατα τη πορτα. Ο πατερας μου εκανε τοτε επιτοπια αναστροφη και βγηκε παλι γκαζωμενος στην εθνικη, η μυρωδια του καμενου λαστιχου να αναμυγνειεται με την απελπισια μου καθως ο δρομος ανοιγοταν παλι μπροστα μας. Σκουπισα το προσωπο μου, προσπαθουσα να σταματησω τα δακρυα αλλα δε γινοταν. Με σιχαινομουνα, και μενα και αυτον που με ειχε αναγκασει να κανω οτι εκανα...
Τον ακουγα να σφυριζει αναλαφρα καθως ��γω ειχα βυθιστει στη θλιψη. Ανοιξε λιγο ακομα το παραθυρο και ο αερας με χτυπησε με τετοια φορα που εκανε τα ματια μου να τσουξουν. Ο Σπυρος καθοταν πισω μου σιωπηλος, δεν ηξερε ουτε τι να πει, ουτε τι να κανει...
Μετα απο λιγο στριψαμε στο παραδρομο για το σπιτι και βρισκομασταν συντομα πισω στην αυλη. Εβγαλε τα κλειδια απο τη μηχανη και γυρισε προς το μερος μου, αρπαζοντας τις μπυρες απο τα χερια μου και σηκωνοντας τες. Τοτε σταματησε και τις κοιταξε, χωρις να λεει λεξη...
"ΤΙ Ν'ΑΥΤΟ ΡΕ?!?"
Ουρλιαξε, το στομαχι μου παλι να γινεται κομπος. Γυρισα με φρικη, κοιταζωντας μια αυτον μια την εξαδα στο χερι του...
"Μπυρες..."
Ειπα τρεμουλιαστα, προσπαθωντας να συγκρατησω και αλλα δακρυα...
"Μπυρες...?!?"
Ειπε πριν αφησει την εξαδα να πεσει αποτομα στα γονατα μου...
"Αυτο ειναι κατουρο! Πινω εγω ρε τετοιες μαλακιες?!?"
Μου φωναξε πριν μου τραβηξει αλλη μια δυνατη σφαλιαρα, δακρυα να τιναζονται απο τα βλεφαρα μου...
"Επιτηδες το κανεις ρε αρχιδι?!? Νομιζεις οτι εισαι αστειος? Ε?!?"
Με πιασε απο το λαιμο και μου κολλησε με φορα το κεφαλι στο τζαμι. Ο πονος μου μουδιασε το κρανιο, το βλεμμα μου γεμισε θολες λαμψεις.
"Σταματα να τον χτυπας!!!"
Φωναξε ο Σπυρος απο πισω.
Αλλα ο πατερας μου συνεχιζε να μου σφιγγει το λαιμο πιεζοντας ταυτοχρονα το κεφαλι στο τζαμι με οργη...
"Εισαι καθυστερημενος ρε?!? ΕΙΣΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΗΛΗΘΙΟΣ?!?"
"ΣΤΑΜΑΤΑ!!!"
Ξαναφωναξε ο Σπυρος.
Η παλαμη του πατερα μου εσφιγγε σα ταναλια το λαιμο. Αγκομαχουσα βηχοντας, η ανασα μου κομμενη, το βλεμμα μου να αρχιζε να σκοτεινιαζει... Ισως και να ηταν καλυτερα ετσι... Μαλλον μου αξιζε να πεθανω, να σταματησω να τον ταλαιπορω τοσο αφορητα... Ναι... ισως να ηταν καλυτερα για ολους μας ετσι...
"ΑΡΚΕΤΑ!!!"
Αντιχησε ο Σπυρος, πριν αρπαξει το χερι μου, το χερι στο οποιο ακομα κρατουσα το οπλο, και μου το γυρισει ατραπιαια προς το προσωπο το πατερα μου.
"Σου ειπα να τον αφησεις υσηχο ρε ΜΑΛΑΚΑ!!!"
Ουρλιαξε λυσσασμενα, η φωνη του εκωφαντικη.
Τα ματια του πατερα μου ανοιξαν διαπλατα και αμεσως υποχωρησε προς το τζαμι του. Ανασηκωσε τα χερια του και αρχισε να γλειφει αμηχανα τα χειλια του, η ξαφνικη μου επιθετικοτητα να τον πιανει απροετοιμαστο. Δεν ειχα ποτε ξανακανει τιποτα τετοιο... Δεν ειχα ποτε ξανασηκωσει αναστημα εναντια στη βια του...
"Εισαι ετοιμος να πεθανεις ρε σκουπιδι?!?"
Του γρυλισε ο Σπυρος, τα ματια του τρελαμενα, το δαχτυλο του να προσπαθει να πιεσει το δικο μου πιο σφιχτα στη σκανδαλη...
Ο πατερας μου φανηκε να χαλαρωνει ελαφρια...
"Θα με σκοτωσεις μικρε? Ε...? Θα σκοτωσεις το ιδιο σου το πατερα?"
"Θα σου ανοιξω το κεφαλι στα δυο..."
"Αντε λοιπον... τι περιμενεις?"
Απαντησε ο πατερας μου, ενα μικρο χαμογελο να σχηματιζεται στο προσωπο του.
"Αντε... ριξε μου, καντο."
"Δεν εχεις ιδεα ποσο καιρο το περιμενα αυτο..."
Του απαντησε ο Σπυρος, πριν νοιωσω το δαχτυλο του να μου πιεζει το δικο μου στην σκανδαλη ακομα πιο σφιχτα...
"ΟΧΙ! ΣΠΥΡΟ, ΜΗ!!!"
Πλουσιες δεσμιδες δακρυων εχτρεχαν τωρα στα μαγουλα μου, το μυαλο μου να χει κομματιαστει... κουρελια απελπιδας θλιψης και μαρτυριου...
Τραβηξα το οπλο απο το χερι του Σπυρου κατεβαζοντας το προς τα κατω, βλεποντας τον πατερα μου να χαμογελαει απογοητευμενα...
Και τοτε ηταν που ξανασηκωσα το οπλο... και το κολλησα στο δικο μου κεφαλι.
"Αυτο δε θελεις?!?"
Ουρλιαξα με ολη τη δυναμη της ψυχης μου, ενας ωκεανος λυπης να πλημυριζει το στηθος μου...
"Αυτο δε θελεις για να σταματησεις να εισαι θυμωμενος?!?"
Το χαμογελο εφυγε απο το στομα του, τα ματια του αστραψαν και μια ξαφνικη δυσφορια κυριευσε την εκφραση του.
"Αφου δε μπορω να κανω τιποτα σωστα!!! Με οτι και να κανω θυμωνεις!!!"
Φωναξα, η πνιχτη φωνη μου να σπαει.
"Γιατι δε μ'αγαπας?!?ΤΙ ΣΟΥ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ?!?"
Η κανη του οπλου ετρεμε στο κροταφο μου, το δαχτυλο μου τυλιγμενο σφιχτα σα φυδι γυρω απο τη σκανδαλη, ετοιμο να επιτεθει...
"ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΜΙΣΕΙΣ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ?!?"
Ουρλιαξα, ο θρηνος μου να τον κατακλυζει, μυξες, δακρυα και σαλια να εκτοξευονται προς ολες τις κατευθυνσεις.
Και τοτε ειδα κατι στο προσωπο. Τα χαρακτηριστικα του μαλακωσαν και αρχισε να σηκωνει αργα το χερι του προς το μερος μου...
"Ε-ελα νταξει... νταξει..."
Η φωνη του μαλακη, σοκαρισμενη...
"Ελα μικρε σε παρακαλω... κατεβασε το οπλο.... σε παρακαλω..."
"Δε θα χρειαζεται να εισαι θυμωμενος αν πεθανω! Ουτε μαλακιες θα σου ξανακανω ουτε θα σου σπαω αλλο τα νευρα!!!"
Του φωναξα σφιγγωντας τα δοντια μου, ακατεργαστοι υγροι ηχοι να ακουγονται απο το στηθος μου.
"Μικρε σε παρακαλω... μη το κανεις... σε παρακαλω μικρε..."
Η φωνη του γλυκια, το βλεμμα του πλεον φουλ ξενερωτο και συγκεντρωμενο, κατι που πραγματικα δεν ειχα ποτε ξαναδει στο προσωπο του...
Σηκωσα το αλλο χερι και σκουπισα τα δακρυα μου....
"Δε νοιαζεσαι καθολου για μενα... Με μισεις! Συγνωμη λοιπον... Συγνωμη που σε κανω τοσο δυστυχισμενο! Αγαπη ηθελα μονο... Απλα να με αγαπας!!!"
Το σωμα μου ετρεμε, η θλιψη με επνιγε. Η ακρη του οπλου μου ειχε ματωσει το κροταφο και εκλεισα τα ματια μου σπαραζοντας...
Εννοιωσα τοτε ενα χερι να με ακουμπαει απαλα στον ωμο καθυσηχαζοντας με και ακουσα τη φωνη του πατερα μου να ψυθιριζει, καθε λεξη πνιγμενη στο συναισθημα...
"Με.. με συγχωρεις... Με συγχωρεις για ολα... για οτι σου χω κανει... νταξει τωρα... ολα νταξει τωρα..."
Ψελλισε πριν μου πιασει το οπλο. Τον αφησα κλαιγοντας να μου το τραβηξει μακρια απο το κεφαλι.
"Γιατι δε μπορεις να με αγαπησεις..."
Του ψυθηρισα, κοιτωντας τον κατευθειαν στα ματια. Ειδα μια βαθια θλιψη να τον κυριευει, εναν αποτομο ανθρωπινο πονο να γεμιζει το βλεμμα του. Με πιασε απο τους ωμους και με τραβηξε στην αγκαλια του, χαιδευοντας μου τα μαλια...
"ΣΣΣσσσσ.... Ηρεμησε, ολα νταξει τωρα... Ειμαι δω μικρε, εδω... ΣΣΣσσσ"
Εννοιωσα κατι υγρο να σταζει στο κεφαλι μου. Ο πατερας μου εκλαιγε μαζι μου.
Εκλεισα τα ματια και τον αγκαλιασα, το στηθος του ζεστο στο προσωπο μου.
Καθησαμε ετσι για αρκετη ωρα....
*
Μετα απο κεινο το βραδυ, δε ξανασηκωσε χερι ποτε πανω μου. Πηγαμε μεσα στο σπιτι μετα απο λιγο και εδειωξε κεινη τη γυναικα σχεδον κλωτσιδον πριν παει να πεσει για υπνο. Δε ξανα μιλησαμε ποτε για οτι συνεβη. Τα γεγονοτα εκεινης της νυχτας στο αμαξι τον αλλαξαν. Του ανοιξαν τα ματια προς πραγματα τα οποια δε νομιζω οτι ειχε ποτε αναλογιστει, πραγματα που... εγω δε περιμενα ποτε οτι θα ειχε την δυνατοτητα να νοιωσει. Με ειδε καπως διαφορετικα, καταφερε ισως να νοιωσει τι περνουσα, καταφερε ισως να καταλαβει ποσο βαθια με ειχε πληγωσει...
Η σχεση μας αλλαξε απο τοτε. Ποτε δε ηρθαμε κοντα με την εννοια, αλλα τουλαχιστον συμβιωνουμε πλεον πολιτισμενα. Εχει αρχισει και γερναει τωρα, και γω μολις μπηκα στη σχολη. Δε βλεπομαστε και πολυ συχνα, αλλα αν βρεθουμε μπορουμε τουλαχιστον να πουμε και κανα δυο κουβεντες.
Το Σπυρο σταματησα να τον βλεπω. Μετα απο κεινο το βραδυ απλα εξαφανιστηκε. Οτιδηποτε και αν ηταν που ο παιδικος μου ψυχισμος αναζητουσε απο την παρουσια του, ηταν πλεον καλυμμενο. Θυμαμαι κατι φορες που μου ελειπε και προσπαθουσα να του μιλησω, αλλα μετα απο λιγο καταλαβενα οτι απλα μιλουσα μονος μου στο τοιχο.
Εχω πληγες. Πληγες ανοιχτες. Πληγες στο σωμα, πληγες και στη ψυχη, Πληγες που ποτε δε προκειται να κλεισουν. Φρικτες αναμνησεις βιας και αγωνιας, που ο πατερας μου φροντισε να μεινουν για παντα και ανεξιτηλα χαραγμενες στην υπαρξη μου. Φυτεψε μεσα μου φοβιες που δε θα μπορεσω ποτε να ξεφορτωθω.
Δε νομιζω να καταφερει ποτε να με αγαπησει ετσι οπως ξερει οτι θα ηθελα. Δε νομιζω να εχει την ικανοτητα να το κανει. Και εχω αρχισει να το αποδεχομαι αυτο ως πραγματικοτητα. Στα ειπα απλα ελπιζοντας να ξορκισω την οργη που νοιωθω οταν τον σκεφτομαι. Δε ξερω αν θα μπορουσε ποτε να γινει κατι τετοιο... αλλα τουλαχιστον επρεπε να προσπαθησω...
Κουραστηκα.
Κουραστηκα να ειμαι συνεχεια μεσα στα νευρα.
Κουραστηκα να σκεφτομαι συνεχεια τα μουτρα του.
Κουραστηκα να θυμαμαι οτι αυτος ηταν ο πατερας μου.
Ο πατερας μου, το τερας μου.
10 notes
·
View notes
Note
θα το πω στα ελληνικα μιας και ειμαι σε παμπλικ και φοβαμαι μην πεθανω αλλα... η σασα δεν ηταν τοσο... ξεχωριστη. οκ σιγουρα υπηρχαν ατομα που την λατρευαν πχ εγω με την αννιε, αλλα δεν μπορω να καταλαβω γιατι να μισησεις ενα 12χρονο φανταστικο χαρακτηρα τοσο πολυ... αυτα τα παιδακια που σου στελνουν μλκς ειναι μπεσα αρρωστα
χαχαχαχα καλα εκανες και εγραψες στα ελληνικα γιατι και τον εαυτο σου προστατευεις και εμενα, παιζει αν το βλεπανε να μου ορμουσανε παλι…
και ναι συμφωνω καπως, ο ισαγιαμα φροντιζει να δωσει βαθος σε καθε χαρακτηρα, με καποιους ομως εχει ασχοληθει παραπανω οπως ειναι φυσιολογικο γιατι δεν υπαρχει χρονος για ολους. ε η σασα δεν ειναι μεσα σε αυτους. ασε που ειναι τρελο να τη κανουμε αυτη τη συζητηση ουτως η αλλως γιατι εμενα δε με πειθουν. δε τους κοβω να ειναι απλα φανατικοι της σασα. πιο πολυ για δικαιολογια μου φαινεται. υπαρχουν βεβαια κι αυτοι που μισουν τον ζικ επειδη σκοτωσε τον ερβιν αλλα και παλι….. οταν φτανεις σε αυτο το σημειο σιγουρα κατι αλλο παιζει. και τον ερεν να σκοτωνε που λεει ο λογος, παλι δεν εξηγειται τοσο μισος. ειναι αρρωστοι οπως λες. σιγουρα αυτος που μου εστειλε τα βρισιδια αλλα και οι υπολοιποι κατα τη γνωμη μου. οταν ονομαζεις το μπλογκ σου ‘πρεπει να πεθανει’ κατι τρεχει.. γι’αυτο και το βρισκω αστειο που αναστατωθηκαν τοσο πολυ επειδη υπεθεσα οτι μπορει αυτοι να μου εστειλαν τις απειλες. στη τελικη ειναι απλα μια ιστορια. δε σου αρεσει πια? παρατα το. σε απογοητευσε? κριμα, αλλα ο συγγραφεας δε σου χρωσταει τιποτα. κι εδω που τα λεμε, δεν ειναι και τοσο δυσκολο να πιασεις το νοημα σε αυτο το μανγκα, στη συγκεκριμενη περιπτωση το οτι η γκαμπι συνειδητοποιει οτι αυτοι που θεωρουσε δαιμονες ειναι ανθρωποι σαν την ιδια. ειναι προφανες οποτε απλα κανουν οτι δε καταλαβαινουν.
3 notes
·
View notes
Note
Γιατι ο μαικ σιν μοιαζει λες και φροντιζει κοαλα σε ζωολογικό κήπο;
Στην αρχή δεν ήξερα τι να κάνω με αυτό το σχόλιο και τώρα που πέρασα 20 λεπτά να παρατηρώ φωτογραφίες του νομίζω πως δεν έχω διαβάσει κάποια πιο ορθή περιγραφή
13 notes
·
View notes
Text
Γιατί έκλαψα σήμερα
Υπαρχει ενας ανθρωπος στη ζωη μου. Ειμαι ερωτευμενη μαζι του. Τον νοιαζομαι και τον αγαπαω οσο τιποτα άλλο. Με φροντιζει και μου φερεται με στοργη, και είναι παντα εκει για μενα οποτε τον χρειαζομαι. Ειναι ο καλυτερος μου φιλος, και το αγορι μου.
Ειμαστε σχεδον ένα χρονο μαζι, και ειμαστε φιλοι, καλυτεροι φιλοι, εδώ και δυο χρονια. Ταιριαζουμε σχεδον στα παντα, και οπου διαφωνουμε, εχουμε τον τροπο μας να λυνουμε τα προβληματα. Εχουμε γινει πολύ καλοι στο να μιλαμε ο ενας στον άλλο, στο να επικοινωνουμε πραγματικα μεταξυ μας. Αλλα ο λογος γι’αυτό είναι και η αιτια που η σχεση μας, τοσο ιδανικη σχεδον στα παντα, ��ε θα είναι ποτε τελεια.
Μιλαμε πολύ. Μιλαμε συνεχεια. Αλλα η αληθεια είναι πως αυτος είναι ο μονος τροπος να μενουμε σε επαφη. Ο ερωτας της ζωης μου μενει σε άλλη πολη.
Δεν είναι μονο αυτό. Ποτε δεν ειχαμε τη δυνατοτητα να κανουμε τα πιο απλα πραγματα. Να ξυπνησουμε και να βγουμε για καφε. Να φευγουμε απ’τη σχολη και να παμε σινεμα. Να περασουμε χρονο μαζι οποτε θελουμε. Όχι. Μενω Αθηνα, και μεχρι περσι εμενε Μυτιληνη. Για ένα χρονο ηταν ο πιο κοντινος μου ανθρωπος, ο καλυτερος μου φιλος, και δεν τον ειχα δει ποτε από κοντα.
Δεν τα φτιαξαμε από κοντα, σε καποιο ρομαντικο ραντεβου, κοιτωντας ο ενας τον άλλο στα ματια, αλλα αντιθετα γραφαμε σε μια οθονη όλα οσα νιωθαμε, χωρις να εχουμε αισθανθει ποτε το αγγιγμα ή τα χειλη του αλλου.
Συναντηθηκαμε πρωτη φορα στο μετρο Συνταγματος, όταν ηρθε από Μυτιληνη για να παει Σπαρτη οπου σπουδαζει. Ηταν ο ανθρωπος για τον οποιο γνωριζα τα παντα, περα απ’το αγγιγμα του, όμως κανενας δε σε προετοιμαζει για το ποσο διαφορετικη θα είναι η επαφη απ’την αποσταση. Για μας, αυτό ηταν καλο. Απο πολύ νωρις, αποκτησαμε μια οικειοτητα που δεν ειχαμε ξανανιωσει με κανεναν ποτε. Ειτε φιλιομασταν στη μεση του δρομου, ειτε ημασταν σπιτι, γυμνοι, τρωγοντας πανω στο κρεβατι, τα παντα ηταν καλυτερα από οτιδηποτε ειχα τολμησει να ονειρευτω ότι θα εβρισκα.
Ειχαμε μαθει να μιλαμε, και πλεον μαθαιναμε να συνυπαρχουμε. Να αγαπιομαστε με ένα νέο και συαρπαστικο τροπο. Με φιλια, αγκαλιες, χαδια, με βλεμματα που δεν εκρυβαν ουτε σταλα από το ποσο λατρευομασταν, κανοντας ερωτα για ωρες, ξυπνωντας μαζι κάθε πρωι και ψυθηριζοντας γλυκολογα κατω από κουβερτες. Και όλα ηταν τελεια.
Μεχρι τη στιγμη που χωριζαμε.
Εχω κλαψει πολλες φορες φετος. Στο κτελ της Αθηνας, της Σπαρτης. Στο λιμανι του Πειραια και της Μυτιληνης. Κάθε φορα που ο ενας πηγαινει στον άλλο, ξερω μεσα μου ότι αρχιζει η αντιστροφη μετρηση μεχρι τη στιγμη που ο χρονος μας μαζι θα στερεψει. Και ποτε, ειλικρινα ποτε, δεν ειμαι προετοιμασμενη για τη στιγμη που θα με αφηνει απ την αγκαλια του, και θα πρεπει να συρω τη βαλιτσα μου μεχρι το πλοιο ή το λεωφορειο, ή θα τον κοιταω να φευγει χωρις να μπορω να του δωσω ακομα ένα φιλι, ακομα λιγα σ’αγαπω, χωρις να μπορω να τον ξαναδω για βδομαδες.
Και μεσα σε ολη αυτή την αγαπη και την απογνωση, ένα χρονο μας εδινε κουραγιο μια και μοναδικη ελπιδα: να παρει μεταγραφη για Αθηνα. Κάθε φορα που σκεφτομασταν τα χιλιομετρα που μας χωριζουν, και όλα τα λεφτα που δεν εχουμε για εισιτηρια, γιατι ολες οι οικονομιες μας εγιναν αλλα ��ισιτηρια, σκεφτομασταν πως ισως, ένα χρονο αργοτερα όλα αυτά θα ηταν μονο μια αναμνηση. Ότι θα μεναμε στην ιδια πολη, ισως και στο ιδιο σπιτι, θα ημασταν επιτελους μαζι, πραγματικα μαζι, όπως όλα τα ζευγαρια, και όπως μας αξιζει.
Και αυτή η ελπιδα, σημερα, διαψευστηκε. Ξαφνικα, όλα τα ονειρα, ολες οι προσδοκιες για μια νεα ζωη, μαζι, κατέρρευσαν. Δεν την πηρε τη μεταγραφη, και δεν προκειται, και ξαφνικα, αναρωτιεμαι τι θα συμβει με μας. Αλλα τρια με τεσσερα χρονια θα μεινει Σπαρτη. Και μετα; Στρατο. Και μετα; Μυτιληνη. Κι εγω; Αθηνα. Και δεν ξερω πως θα γινει να εχουμε σχεση, και να βλεπομαστε τοσο απελπιστικα λιγο, και οσο παει λιγοτερο. Δεν θελω να τον χασω, και δεν ξερω πώς θα ζησω τη ζωη μου μακρια του, ή ποσο θα αντεξουμε πριν καποιος από μας πει «φτανει», και είναι εκνευριστικά αδικο ότι το μονο που καναμε λαθος ηταν ότι μεγαλωαμε σε διαφορετικες πολεις.
Καμια φορα, όπως και σημερα, η συζητηση παει εκει. Όχι τοσο μακρια, στο μετα, αλλα στο γενικο, στην αποσταση, που είναι παντα εκει, ή παραμονευει, ακομα και όταν ειμαστε αγκαλια. Λεμε πως δε θελουμε να χωρισουμε λογω αποστασης, και για να παρηγορηθουμε συμπληρωνουμε πως ο,τι και να γινει, εμεις θα ειμαστε μαζι. Και κανενας απ’τους δυο δεν λεει φωναχτα ότι θα ειμαστε μαζι, αλλα από αποσταση. Αφηνομαστε ο ένας στην ελπιδα που του δινει ο άλλος, προσπαθωντας να αγνοησουμε αυτά που λενε οι σιωπες μας.
Και είναι αδικο. Το ξερω, η ζωη είναι ετσι, αλλα τον αγαπαω, και τον χρειαζομαι, και δε μπορω πια ουτε να φανταστω ένα μελλον με αυτον. Εχω βαρεθει να μην ειμαι πραγματικα μαζι του. Να χανω επετειους, γιορτες, ολες τις στιγμες που με θελει διπλα του. Και το χειροτερο απ’όλα είναι η αβεβαιοτητα. Τιποτα με μας δεν είναι ποτε βεβαιο, περα απ’την αγαπη μας, και το μισος που εχουμε για την αποσταση.
13 notes
·
View notes
Note
αχ βρε πινουλι παντα οταν κατι παει λαθος θα σου στει��ω,σαν να εισαι η virtual φιλη μου στην οποια τρεχω παντα. Τους τελευταιους μηνες ειμαι με ενα παιδι που ειναι τοσο καλος,με φροντιζει,με προσεχει,με βοηθαει,περναμε πολυ ομορφα μαζι.Ομως ποτε δεν ενιωσα να χτυπαει τρελα η καρδια μου,να ειμαι ερωτευμενη,ισως μονο καποιες στιγμες.Τι πρεπει να κανω?να χωρισω?ή να μεινω σε μια σχεση με ''μετρια'' συναισθηματα?(που ωστοσο ολα πανε πολυ καλα)
Να χωρίσεις διαδυκτιακη μου φίλη. 💗
3 notes
·
View notes
Note
Μένω εκεί γιατί δεν με αφήνει να προχωρησω,φροντιζει να εμφανίζεται τις κατάλληλες στιγμές και τα συναισθήματα μου για εκείνον είναι κάτι παραπανω από δυνατά
σου αξιζει ολο αυτο ρε κοριτσι μου ομως;
1 note
·
View note
Text
Νέα Θέση Εργασίας - FindJobsInCyprus.com
Νέα Θέση Εργασίας http://j.mp/2whtl0a
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (15:00 - 18:00)
Περιγραφή Εργασίας ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ/EMAILS ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ & ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ,ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΜΕ ΠΕΛΑΤΕΣ Περιγραφή Υποψηφίου ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΓΝΩΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΠΟΛΥ
0 notes
Photo
Μελάνθη ⸸ Ο Εξορκισμός | Zed Belinsky
Artwork by Paige Hanlon
*
Περαν του ηχου απ' το ελβετικο εκκρεμες πανω απο το γραφειο μου, η σιωπη στο δωματιο ηταν εκκωφαντικη. Οι δυο ιερεις ακινητοι στις δερματινες πολυθρονες, να περιμενουν την απαντηση μου. Λιγο πιο πριν μου ειχαν ανακοινωσει την επειγουσα τους απαιτηση.
Σταθηκα διστακτικος...
Η αναμειξη της εκκλησιας σε ψυχιατρικα θεματα συνηθως ειχε την ταση να εκπυρσοκροτει, σαν παλιο περιστροφο που σου εκρήγνυται στα χερια.
Μαζι συμβιωναμε και οι τρεις, στο ιδιο πρεσβυτέριο. Γευματιζαμε στα ιδια τραπεζια και τελουσαμε λειτουργιες στον ιδιο οικο λατρειας. Ηταν κατι παραπανω απο αδερφια για μενα, θα εκανα τα παντα γι'αυτους. Αλλα και παλι, αυτη ηταν μια πολυ δυσκολη αποφαση. Σηκωθηκα απο το γραφειο και βαδισα σκεπτικα προς το παραθυρο, ριχνοντας μια κοφτη ματια στο ρολοι. Η ωρα ηταν περασμενη. Ενα χαλκινο αγαλματιδιο στεκοταν στη κορυφη του εκκρεμους, ενας αγγελος με το ξιφος του προτεταμενο. Περιμενε και αυτος, επισης μια απαντηση.
"Και ειστε απολυτα βεβαιοι γι 'αυτο..."
Τους ρωτησα απο τη θεση μου στο παραθυρο, τα χερια μου πισω απο την πλατη και το βλεμμα μου να ατενιζει τον οριζοντα. Παρατηρουσα τον ναο. Ενα παλιο, μεσαιωνικο οικοδομημα, παλαιοτερο και απο την ιδια μας την μκρη πολη, ανεγερμενο απο τους πρωτους αποίκους πριν περασει στην ιδιοκτησια των καθολικων, μια κληρικη υπερδυναμη που δεν ειχε καμια ανοχη για ανυποστατες φημες και επιστημονικοφανεις απα��ες...
"Απολυτα. Οι πηγες μου ειναι ακρως αξιοπιστες, ο γιατρος με διαβεβαιωσε."
Μου απαντησε ο πατερ Μαρκος απο την πολυθρονα.
"Εμπιστευομαστε απολυτα την κριση του..."
Συμπληρωσε ο νεοτερος ιερεας, ο πατερ Ματθαίος, γνεφωντας μου καταφατικα.
Έχει να τελεστεί εξορκισμος σε αυτα τα μερη απο το 1974. Για περισσοτερα απο 40 ετη η Αββυσος παρεμενε σιωπηλη, μελετουσε τις κινησεις μας, απεφευγε καθε ιχνος εντοπισμου και φυσικα επαναπαυοταν χαιρεκακα στην παρακμη μας. Οι ενοριες εξακολουθουν να σφραγιζουν τις θυρες τους και οι πιστοι μας γυρνουν τις πλατες απογοητευμενοι, καθως η Αββυσος προετοιμαζει την αντεπιθεση. Μεσα σε μια μονο δεκαετια, τα νουμερα των πιστων αποδεκατιστηκαν, οι ανθρωποι εχασαν την ελπιδα τους στο Θεο. Οι Κυριακατικες συγκεντρωσεις εχουν καταντησει μιζερες συναθροισεις ελαχίστων...
Εαν η συγκεκριμενη περιπτωση ήταν ακομα ενα ατομο που επασχε απο ψυχωση, τοτε η παρεμβαση μας θα ηταν και η τελειωτικη μας ηττα. Θα αναγκαζομασταν ο Μαρκος, ο Ματθαιος και εγω, να εγκαταλειψουμε πληρως την ενορια αλλα και ολοκληρη την πολη απο την κατακραυγη που θα ακολουθουσε...
"Σ'ακουμε πατερ... Περιμενουμε την απαντηση σου."
Με ρωτησε ο Ματθαιος. Ο Ματθαιος ηταν ενας αρκετα νεος ιερεας, γυρω στα 35, αλλα οι ικανοτητες του μας ηταν πολυτιμες. Ηταν ευλογημενος με το δωρο της ενορασης. Μπορουσε να διακρινει και ��α εντοπισει πραγματα κρυφα, πραγματα αορατα στον φυσικο μας κοσμο.
Αναστεναξα βαρια, τα θελω μου να αντικρουονται. Ημουν σιγουρος ποια θα ηταν η απαντηση μου, η περιγραφη τους δεν χωρουσε αμφιβολια.
Μοχθηρη και απανθρωπη φιγουρα... Πυκνο μαυρο τριχωμα σε ολο του το κορμι... Πλατια κερατα να ξεπροβαλλουν απο το κρανιο του...
Αυτα μας ειχε μεταφερει ο ψυχιατρος, η πηγη του Μαρκου. Προσπαθησα να χαλαρωσω λιγο το κολαρο στο λαιμο μου, ηταν μουσκεμα και σφιχτο, λες και στενευε ολο και πιο πολυ οσο περνουσε η ωρα. Κοιταξα παλι το αγαλματιδιο του αγγέλου πανω στο ρολοι. Αυτη την φορα ηταν ετοιμος για μαχη.
Το ιδιο ημουν και γω.
Αδειοδώτησα τον εξορκισμο. Φανηκαν και οι δυο να ανακουφιζονται. Ηταν συνηθως μια μακρια διαδικασια που περιελαμβανε επαφη κατ'ευθειαν με το Βατικανο, αλλα εδω η κατασταση πιεζε αφορητα. Επρεπε να δρασουμε ευθυς αμεσως. Επρεπε να κινησω μηχανισμους και να παρω αποφασεις υπογειως. Επρεπε να το κανω για τα αδερφια μου. Για την Μελανθη Α*****, την αθωα κοπελα που υπεφερε. Για το καλο ολων μας.
Ζητησα απο τον Ματθαιο να με βοηθησει στην τελεση αυτου του επικινδυνου μυστηριου. Επιδοθηκαμε σε εξαντλητικη νηστεια για τρια συνεχη μερονυχτα, οπως μας υποδυκνειε η χριστιανικη μας παραδοση αιωνων. Επρεπε να αποφορτισουμε, οι λογισμοι μας να καθαρισουν και να ειμαστε διαυγεις και ικανοι να κερδισουμε απευθειας το προβαδισμα εναντια στα ψευδη και τις χειριστικες βρωμιες της Αββυσου, ειδικα απο ενα πιθανως ισχυροτατο ων προερχομενο απο εκει. Οι Αβυσσαιοι προτασσουν αρνήσεις και ο δολος κυριαρχει τα λεγομενα τους. Προσπαθουν να διαβρωσουν τις νοητικες σου αμυνες και να κανουν τον ψυχισμο σου να καταρευσει. Η κοπελα υπο τον ελεχγο του, η Μελάνθη, ανοιξε την συνειδηση της ανυποψιαστα, προσκαλεσε τον δυναστη της αυτοβουλως και εν αγνοια. Και οταν η προσβολη επετευχθη, ο Αββυσαιος αρχισε να την χειραγωγει σαν μαριονεττα, αναλογα με τις δικες του βουλες. Θα χρειαζοταν μεγαλο ψυχικο σθενος για να αποβαλουμε αυτο το παρασιτο απο μεσα της, και ακομα και σε περιπτωση επιτυχιας, αμφεβαλλα για το αν η Μελανθη θα καταφερνε ποτε να ξεπερασει πληρως αυτο που της συνεβη, ειτε σωματικα, ειτε ψυχικα...
Αλλα ειχα πιστη, και ειχα ελπιδα. Διοτι μεσω του παντοδυναμου... τα παντα ειναι δυνατα.
Τα προβληματα ξεκινησαν την ωρα που ειμασταν σχεδον ετοιμοι να φυγουμε. Τοποθετουσα τα απαραιτητα στο χαρτοφυλακα μου, εναν μεγαλο μεταλλικο σταυρο, ενα ξυλινο ροζάριο απο την Σλοβακία, νερο καθαγιασμενο πριν απο μερικες ωρες και εναν τομο της αγίας βιβλου οταν ακουσα φωνες απ'έξω. Βγηκαμε με τον Ματθαιο γρηγορα, οι χαρτοφυλακες μας στα χερια, και διαπιστωσαμε αμεσως τι ειχε συμβει. Και τα τεσσερα λαστιχα του αμαξιου, ηταν σκισμενα. Αυτο δεν ηταν συμπτωση. Το ηξερα βαθια μεσα μου οτι καποιος ηθελε να μας καθυστερησει. Καποιος προσπαθουσε να μας αποτρεψει απο την τελεση του μυστηριου...
Πριν ο Ματθαιος πανικοβληθει, τον επιασα δυνατα απο τον ωμο και του υπενθυμησα καποια λογια απο τις γραφες.
"Η καρδια του ανθρωπου βουλευεται την οδον, αλλα ο Κυριος διευθυνει τα βηματα του. Θα βρεθουμε κοντα της, το συντομοτερο δυνατον."
Ο Ματθαιος παρεμεινε σοβαρος, σφιγγοντας δυνατα το σταυρο που κρατουσε στη γροθια του.
Το νοσοκομειο στο οποιο βρισκοταν η Μελανθη A*****, ηταν περιπου τεσσερα χιλιομετρα απο δω. Θα μπορουσαμε να παμε περπατωντας, αλλα ετσι θα σπαταλουσαμε ενεργεια, ενεργεια πολυτιμη για αυτο που θα ακολουθουσε. Ο Ματθαιος προτεινε να παρουμε το λεωφορειο, θα μας αφηνε ακριβως εξω απο την πυλη του νοσοκομειου. Χρησιμοποιοντας την ικανοτητα του, ειπε οτι αυτη ηταν η πιο ασφαλης μας επιλογη. Παρ'ολα αυτα, προσευχομουν για μια ασφαλη διαδρομη.
Εικοσι λεπτα αργοτερα, στεκομασταν διπλα διπλα με τον Ματθαιο εξω απο την πυλη του νοσοκομειου. Η οψη του κολοσσιαιου τσιμεντενιου οικοδομηματος, μας προκαλεσε δεος και ανυσηχια. Μαυρα συννεφα απο τα νοτια ειχαν αρχισει να πυκωνουν απο πανω μας και εκατονταδες μαυρα κορακια απο ολη την περιοχη πετουσαν σε κυκλικους σχηματισμους πανω απο την οροφη του κτηριου. Ερχοταν καταιγιδα...
"Λες να ξερουν... λες να γνωριζουν?"
Με ρωτησε ο Ματθαιος χωρις να γυρισει το βλεμμα του, τα ματια του κολλημενα στην μεταλλικη εισοδο του κτηριου.
"Ολοι αυτοι οι ανθρωποι... Λες να ξερουν για τον πολεμο που μενεται εδω και χιλιετιες? Το πολεμο μεταξυ του καλου και του κακου?"
Τον κοιταξα σιωπηλα πριν μπουμε αποφασισμενοι στα επειγοντα.
Καθως περπατουσαμε, νοιωθαμε τα ματια στους διαδρομους να καρφωνονται πανω μας. Με την ψηλη μου κορμοστασια, το κοντρα ξυρισμενο μου κεφαλι και το διαπεραστικο, γκριζο βλεμμα μου, εμοιαζα πιο πολυ με πληρωμενο εκτελεστη που ειχε ημιαυτοματο στο χαρτοφυλακα του, παρα για ανθρωπο του θεου με τα φαινομενικα αθωα πραγματα που κουβαλουσε, πραγματα που θα ειχαν πολυ μεγαλυτερη επιδραση κατα των δυναμεων της Αββυσου απο εκατονταδες σφαιρες των εννέα χιλιοστων.
Η γραμματεας στο γκισε μας κοιταξε καχυποπτα. Της ειπα για τον λογο της αφιξης μας, για την Μελανθη. Το βλεμμα της αλλαξε απο καχυποπτ�� σε ανυσηχο. Καταλαβε απ'ευθειας για ποιαν ασθενη μιλουσα. Ολοι γνωριζαν πλεον για την Μελάνθη Α*****, για τον φραστικο ωχετο που ξερνοβολουσε καθε ωρα και στιγμη, για τις επιθεσεις και τα βιαια επισοδεια που συνεχεια προκαλουσε σε νοσηλευτες και νοσηλευομενους, για τις δαγκωματιες που στολιζαν πλεον τα χερια του οποιουδηποτε προσπαθουσε να την πλησιασει, για το κοριτσι που τραγουδουσε μεγαλοφωνα καθ' ολη τη διαρκεια της νυχτας... καθε νυχτα, για το κοριτσι του οποιου το δωματιο μυριζε σαπιο κρεας συνεχως...
"Αυτην ακριβως... Που μπορω να την βρω?"
Ενας σεκιουριτας μας οδηγησε στον ανελκυστηρα για να ανεβουμε στην ψυχιατρικη πτερυγα. Οταν φτασαμε, αρχισαμε να διερχομαστε απο αρκετα σημεια ελεγχου, παρομοια με αυτα που καποιος θα συναντουσε σε μια φυλακη. Εννοιωθα την δυσφορια μεσα μου να γινεται ολο και πιο εντονη σε καθε τετοια πυλη που εισερχομασταν. Η μονιμη φυλακιση ηταν μια εμφυτη μου φοβια, και μια αποδειξη του ποσο αποτυχημενη ηταν η ανθρωπινη κοινωνια γενικοτερα. Κανεις μας σε αυτο το κοσμο δε γεννηθηκε για να φυλακιζεται πισω απο καγκελα. Προσπαθησα να μη το σκεφτομαι, επρεπε να συγκεντρωθω...
Η ψυχιατρικη πτερυγα ειχε την κλασσικη οσμη των νοσοκομειων. Ολα αποστειρωμενα, ολα καθαρα, το νοσηλευτικο προσωπικο να φροντιζει ανελλειπως καλυπτοντας τα ιχνη των πολυαριθμων ψυχων που κατεληγαν εκει σε καθημερινη βαση. Ο διαδρομος ηταν μακρυς και αδειος, εκτος απο μερικα ατομα συγκεντρωμενα στο βαθος. Φαινοντουσαν αναστατωμενοι, τα λεγομενα τους εντονα. Ενας τους εκοβε ανγχωμενες βολτες λιγο πιο περα, μονολογοντας εμμονικα. Πλησιαζοντας τους, διακριναμε ζωγραφιες και μουτζουρες στους τοιχους απο τους ασθενεις κατα την διαρκεια της θεραπειας. Ηταν ολες αρκετα παρομοιες, προχειρα ανθρωπακια απο γραμμες που χαμογελουσαν, με φρασεις οπως "ειμαι χαρουμενος" και "ολα μια χαρα" γραμμενες ατσαλα απο πανω...
"Δεν εχει αερα εδω, δυσκολευομαι να ανασανω..."
Μου ειπε ο Ματθαιος. Ειχε δικιο, και γω δυσκολευομουν. Η ατμοσφαιρα στο διαδρομο ηταν πηχτη και ζοφερη. Καθως πλησιασαμε τους συγκεντρωμενους, μερικα κεφαλια γυρισαν και μας αντικρυσαν με προσμονη.
"Ειμαστε απο την εκκλησια. Ψαχνουμε την Μελανθη A*****."
Τους ειπα, πριν μας υποδεχτουν με καλοσορισματα και χειραψιες. Τα προσωπα τους ηταν εξαντλημενα. Σημερα ηταν η τεταρτη μερα διαμονης της Μελανθης στην πτερυγα, και απο τις εκφρασεις στα μουτρα τους, τους ειχε ηδη κανει τη ζωη, κυριολεκτικα κολαση.
Ενας νοσηλευτης με πολλα τατου στα χερια αρχισε να με ενημερωνει. Μου ειπε για τις εξτρα φωνες ανθρωπων που ακουγε να ερχοντα�� μεσα. Μου ειπε για τα τρια σταθερα χτυπηματα στην πορτα του θαλαμου της καθε βραδυ λιγο μετα τις τρεις. Μου ειπε για την προστυχη γλωσσα της...
Οι Αββυσαιοι ειναι γνωστοι για την βλασφημια τους. Τα τρια χτυπηματα ειναι ενδειξη περιφρονυσης προς την αγια τριαδα. Θα πουν και θα κανουν οτιδηποτε αντιτασσεται στο Θεο.
"Μπαινουμε μεσα, πρεπει να την δουμε τωρα. Ακουστε με προσεκτικα, κανεις σας και για κανεναν λογο δεν επιτρεπεται να μπει στο δωματιο. Η πορτα πρεπει να παραμεινει κλειδωμενη."
Οι γιατροι με κοιταξαν ολοι ανεκφραστα. Δεν ηταν συνηθισμενοι να περνουν εντολες απο αλλους, ειδικα απο ιερεις...
"Ωπα, ωπα... Ειναι ναρκωμενη, Πατερ..."
Μου ειπε ενας νοσηλευτης αμηχανα.
"Τι νομιζεις οτι θα καταφερεις εκει μεσα? Θα ειναι off για τουλαχιστον δυο ωρες ακομα..."
Τον αγνοησα, δεν υπηρχε χρονος για αμφιβολιες. Μπηκαμε βιαστικα μεσα κλειδωνοντας πισω μας.
Το δωματιο ηταν σκοτεινο. Ειχα διαβασει στην αναφορα της οτι τα φωτα την αποδυναμωναν. Το ερμηνευαν ιατρικα ως παραλυτικες ημικρανιες, αλλα ο πραγματικος λογος ειναι οτι οι αποκρυφιστικες ενεργειες ευδοκιμουν αποκλειστικα στην απουσια του φωτος. Το σκοταδι τον ετρεφε, τον εκανε ισχυροτερο...
Ανοιξα το μικρο φως στο κομοδινο και κοιταξα την κοπελα στο κρεββατι. Ηταν ξαπλωμενη ανασκελα, τα χερια και τα ποδια της δεμενα με τριχιες απο τις ακρες του κρεββατιου. Καποιος της ειχε σκεπασει το κεφαλι με ενα ειδικο πλεγμα για να μη μπορει να φτυνει. Το στηθος της ανεβοκατεβαινε αργα. Κοιμοταν βαθια, τα ηρεμιστικα την ειχαν ριξει σχεδον σε κομμα. Εγνεψα σιωπηλα στο Ματθαιο και ανοιξα ηρεμα το χαρτοφυλακα. Εβγαλα απο μεσα το μεταλλικο σταυρο και πλησιασα την κοπελα πολυ προσεκτικα.
Θα χρησιμοποιουσα ενα απο τα αρχαιοτερα τεχνασματα, τελειοποιημενο απο τους πρωτους ιερεις της παλαιας διαθηκης. Θα γλυστρουσα το σταυρο πισω απο την πλατη της, ο Αββυσαιος θα αναγκαζοταν να αντιδρασει. Οταν το που το μεταλλο ηρθε σε επαφη με την πλατης της, η κοπελα αρχισε να δυσανασχετει και τρεμει. Βογγηξε απο το πονο και γυρισα να αντικρυσω το Ματθαιο με ανυσηχια, του οποιου τα ματια ανοιξαν αποτομα απο φοβο. Γυρισα παλι να κοιταξω τη Μελανθη. Το κεφαλι της ειχε τωρα στριψει αποτομα στα δεξια, τα ματια της ορθανοιχτα να με κοιτουν με δολοφονικο μισος. Ακομα και μεσα απο το πλεγμα, μπορουσα να τα διακρινω πεντακαθαρα, σαν δυο καταμαυροι λιθοι να γυαλιζουν πισω απο τα βλεφαρα της,
"Τι κανεις ρε μαλακα..."
Μου γρυλλισε προσπαθωντας να ελευθερωθει, αλλα οι τριχιες την κρατουσαν ακινητοποιημενη. Εκανα ενα βημα πισω και μετα τεντωθηκα επιθετικα μπροστα, στεκομενος ��κριβως απο πανω της.
"Ποιος εισαι? Το ονομα σου!"
Τοτε γυρισε το κεφαλι της απο την αλλη και αρχισε να γελαει. Την πλησιασα επιτοπου και της κολλησα το σταυρο στο προσωπο, φωναζοντας...
"In nomine dei, et omnium sanctorum! ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ! ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ!!!"
"Πε--πετρακης--Πετρος... Πε--ΠΕΤΡΟΣ! Πα--παρτη μαλακία απο μπροστά μου, νγκγγγ... και σβησε τ-το γαμημενο το φως!!!"
"Σκασε σιχαμα της αββυσου... τον εσταυρωμενο θα τον τρεμεις! Γιατι βρισκεσαι εδω? ΛΕΓΕ!"
"Γαμιεσαι πουτανας γιε! ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ ΝΑΖΟΡΑΙΕ!!!"
Ουρλιαξε, η φωνη της αποκοσμη, πριν φτυσει προς τη κατευθυνση του σταυρου που κρατουσα, φλεμματα να απλωνονται στο προσωπο της μετα την προσκρουση με το πλεγμα που φορουσε. Τοτε ηρεμησε ξαφνικα και η φωνη της μαλακωσε...
"Γιατι μου μιλας ετσι... τι χαζομαρες ειν'αυτες... Δε σου εκανα τιποτα... ειμαι απλα αρρωστη και μπερδεμενη, δε θελεις να με βοηθησεις?"
Προβληματιστηκα για λιγο, το σωμα μου να χαλαρωνει μετα απο τα λογια της και ενω εβλεπα φοβο στο βλεμμα της, την ειδα να το στρεφει αργα προς το σταυρο που κρατουσα καθως ενα αργοσυρτο χαμογελο αρχισε να τεντωνει τα σκισμενα της χειλη...
"ΑΑΑααα..."
Ξεφωνησα καθως εννοιωσα την παλαμη μου να καιει και ο σταυρος μου επεσε στο πατωμα. Ειδα το ατσαλι του να πυρωνει και να ακτινοβολει πριν αρχισει να λειωνει και να απλωνεται σαν λαβα στα πλακακια...
"Τι εγινε καργιολη...? Σε καψε ο χριστούλης σου? Χεχεχεε..."
Δεν υπηρχε πλεον καμια αμφιβολια. Ο εξορκισμος επρεπε να ξεκινησει ευθυς αμεσως.
Κοιταχτηκαμε με το Ματθαιο και ανοιξαμε αμεσως τους χαρτοφυλακες μας. Τον ειδα να φοραει το μωβ του επιτραχηλιο πριν περασω και το δικο μου στους ωμους, οχι ομως πριν το ακουμπησω ευλαβικα στα χειλη μου. Ο Ματθαιος εβγαλε το φυαλιδιο με τον αγιασμο και εγω σηκωσα την δερματοδετη μου βιβλο σφιχτα στις παλαμες, πριν σταθουμε σιωπηλοι πανω απο την κοπελα...
“In nomine Patris, et Filii et Spiritus Santcti. Defende nos in proelio, contra nequitiam et insidias diaboli esto praesidium..."
Αρχισα να επικαλουμαι τα θεια. Ειχα ηδη τελεσει αρκετους εξορκισμους κατα την διαρκεια την ιεροσυνης μου. Καθε φορα που τα πρωτα λογια αντηχουσαν, πλημμυριζα αυτοματα απο θεικη ισχυ. Αυτη την φορα ομως, δεν εννοιωθα τιποτα. Και καθως συνεχιζα να απαγγελω, το βλεμμα μου γυρισε προς την Μελανθη. Η κοπελα δεν εδεχνε ιχνος αντιδρασης στην προσευχη. Φαινοταν σαν να επληττε. Τα λογια μου αρχισαν να σβηνουν και τοτε την ακουσα να γελαει...
"Χαχα... Τρεις φρασεις στα λατινικα και κατι εγινε... Εισαι εντελως ηλιθιος ρε?"
Ειχε δικιο... Τα λογια της προσευχης δεν ειχαν κανεναν αντικτυπο πανω της...
"Η Θεα σου σ'εγκατελειψε!"
Θεα? Τι εννοουσε? Το ηξερα οτι με το να δωσω βαση σε ψευδη και στην προθεση της για προστυχες συκοφαντιες θα γινομουν ευαλωτος. Επρεπε να την αγνοησω, επρεπε να συγκεντρωθω και να ξαναπροσπαθησω..
"Φυγε σιχαμα! Αφησε την ησυχη!"
Ακουστηκε ξαφνικα η φωνη του Ματθαιου απο διπλα μου, πριν την λουσει με το νερο που κρατουσε, η κοπελα να ουρλιαζει καθως το δερμα της τσιτσιρισε στην επαφη μαζι του, γεμιζοντας πληγες και αιμορραγοντας αυτοματα...
"ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ?"
Τοτε τα δεσμα της λυθηκαν αποτομα, υποχωρωντας απο τους καρπους της σαν τρεμμαμενα φιδια. Εβγαλε το πλεγμα απο το προσωπο της και ανασηκωθηκε καθιστη, το βλεμμα της γεματο μισος και καρφωμενο στον Ματθαιο...
"Δεν επρεπε να το κανεις αυτο, ανθρωπακι..."
Ειπε πριν σηκωσει το ενα της χερι, ο Ματθαιος να πιανει αυτοματα το λαιμο του με αγωνια, τα ματια του να γουρλωνουν, η ανασα του να πιανεται. Τοτε η Μελανθη σηκωσε αργα το χερι της προς τα πανω και αντικρυσα με φρικη τα ποδια του να χανουν την επαφη με το δαπεδο πριν αρχισει να αιωρειται στη μεση του δωματιου, το σωμα του να συσπαται, το λαρυγγι του να πνιγεται.
"Θα Την συναντησεις πρωτος λοιπον..."
Τον ειδα να εκτοξευεται προς το σφραγισμενο παραθυρο σαν αψυχη μαριονετα, το σωμα του να διαπερνα τα τζαμια και το συρματινο προστατευτικο πλεγμα πριν βρεθει στο βροχερο κενο απ'εξω...
"ΟΧΙ! ΜΑΤΘΑΙΕ!!!"
Ουρλιαξα τρομοκρατημενος πριν τρεξω στο παραθυρο και σκυψω προς τα κατω, αντικρυζοντας το αψυχο τσακισμενο σωμα του φιλου μου να κειτεται σε μια μικρη λιμνη αιματος στο τσιμεντενιο προαυλιο του νοσοκομειου. Εσφιξα τα δοντια μου απο την οργη, τα ματια μου να δακριζουν...
"Εισαι σιγουρος οτι θες να μου γυρισεις την πλατη...?"
Εννοιωσα τις τριχες στο σβερκο μου να σηκωνονται, η ανατριχιλα να με μουδιαζει. Ειχα παραλυσει απο τον φοβο. Δεν ειχα ποτε ξαναβιωσει κατι παρομοιο, ο Αββυσαιος μεσα στη Μελανθη ηταν πανισχυρος. Εννοιωσα να αδειαζω, η αυτοπεποιθηση και οι δυναμεις μου να εξασθενουν. Η κοπελα ειχε δικιο, με ειχε οντως εγκαταλειψει...
Η Μελανθη σηκωθηκε αφυσικα απο το κρεββατι, το τεντωμενο σωμα της να ορθωνεται σαν σανιδα ξυλου πριν τα καταμαυρα της ματια καρφωθουν πανω μου, η εκφραση στο προσωπο της μοχθηρη.
"Θελεις να ακουσεις τον ηχο της αβυσσου?"
Πριν προλαβω να απαντησω την ειδα να ανοιγει το στομα της διαπλατα, η κατω της γναθος σχεδον να εξαρθρωνεται οπως ενος φιδιου πριν καταπιει το ��υμα του ζωντανο, καθως εκκωφαντικες κραυγες αγωνιας χιλιαδων ψυχων ξεχυθηκαν απο το λαρρυγι της και αρχισαν να μου τρυπουν τα αυτια.
Ο ηχος ηταν φρικτος, αρρωστημενος. Προσπαθησα να καλυψω τα αυτια αλλα οι παλαμες μου δεν εκαναν τιποτα, καθως εννοιωθα τις κραυγες να παγιδευονται στο κεφαλι μου.
Τοτε εκλεισε το στομα της και ο ηχος σταματησε, πριν αρχισει να ξαναμιλα...
"Η ψευδαισθηση του πολιτισμου σας τελειωσε, Πατερ... Καμια προκατασκευασμενη συνειδηση και κανενας τυφλος κανονας ηθικης, δε μπορει να σταματησει την επελαση του πραγματικου σκοταδιου... που κρυβετε ΟΛΟΙ μεσα σας..."
Αρχισε να σηκωνει αργα τα χερια δειχνοντας προς ολες τις κατευθυνσεις...
"Τα χωματα σας μας ανηκουν, οι ουρανοι σας μας ανηκουν... ΟΛΑ μας ανηκουν... Κανατε την διαδοχη μας τοσο ευκολη... Τα δαση σας θα τυλιχτουν στις φλογες και τα ποταμια σας θα στερεψουν... Οι λεγεωνες μας ερχονται... Θα σας βιασουμε τις ψυχες και θα βεβηλωσουμε οτιδηποτε αθωο εχει μεινει σ'αυτη την ενδοξη διασταση που η βρωμιαρα σας μας στερησε... Συμβαινει ηδη... Οσοι κινουν τα νηματα, οσοι πέρνουν τις αποφασεις για τις ζωες σας... βρισκονται ΗΔΗ κατω απο την επιροη μας... Οι λεφταδες σας, οι κυβερνητικοι σας... ακομα και οι ρασσοφοροι σας... ΟΛΟΙ μας υπηρετουν πια. Εμεις τους υποκινουμε, εμεις τους εξουσιαζουμε... οι φλογες της Αββυσου θα τα απολυμανουν ΟΛΑ!"
"Δε ξερεις τι λες! Τιποτα δεν μπορει να υπαρξει χωρις ισσοροπια μεταξυ καλου και κακου!"
"Χαχα... Γαμημενε υποκριτη... Η θρησκεια σου δεν ειναι παρα ενα μαντρι για αβουλα κρεατα που δεν μπορουν να κρινουν πως να συμβιωνουν και χρειαζονται κανονες και εντολες... Αξιολυπητη υπαρξη... Δεν υπαρχει καλο και κακο, Πατερ... Υπαρχουν μονο ενστικτα και βια, υπαρχει μονο η θεληση για πραγματικη ζωη... Η ανθρωπινη φυση συναρμολογηθηκε απο το σκοταδι Της... και θα ειναι για παντα γεματη απ'αυτο..."
"Σταματα! Λες ψεμματα!"
"Να... ασε με να σου δειξω τι εννοω..."
Μου ειπε γελωντας πριν πηδηξει αποτομα απο το κρεββατι στο πατωμα, πεφτωντας στα τεσσερα σαν αγριο ζωο, το κεφαλι της να γυρναει αποτομα προς το μερος μου. Αρχισε να με πλησιαζει αργα, σαν αρπακτικο που εχει στριμωξει την λεια του, δαγκωνοντας χαιρεκακα τα χειλη της καθως σερνοταν. Εκλεισα τα ματια μου τρομοκρατημενος και αρχισα να προσευχομαι χαμηλοφωνα.
Η δυσωδια της σηψης γινοταν ολο και πιο εντονη οσο με πλησιαζε. Συνεχιζα να προσευχομαι νοιωθωντας την παγωμενη της ανασα να μου χαιδευει το προσωπο. Και οταν ανοιξα διστακτικα τα ματια, δυο καταμαυρες μπαλες μ�� κοιτουσαν σε αποσταση αναπνοης.
Τοτε σηκωσε το χερι της αποτομα και με μια αστραπιαια κινηση, εκτοξευσε το δαχτυλο της προς το μετωπο μου.
Και οταν οι σαρκες μας ηρθαν σε επαφη, εχασα τις αισθησεις μου...
Και ολα ξεθωριασαν...
3 notes
·
View notes
Text
Την πρωτη φορα που την ειδα ολα μεσα μου ησυχασαν, ολες οι παρορμησεις ολες οι ανασφαλειες απλα εξαφανιστηκαν. Οταν εισαι κτητικος δεν εχεις πολλες τετοιες στιγμες. Ακομα και οταν ξαπλωνω σκεφτομαι και αμφιβαλλω για μενα. Αμφιβαλλω αν ειναι οντως δικια μου και αν οντως με αγαπαει. Οταν ομως την ειδα το μονο που μπορουσα να σκεφτω ηταν ποσο την αγαπουσα ποσο ευτυχισμενο με εκανε.Ηξερα οτι επρεπε να ειναι μαζι μου. Την ρωτησα 6 φορες σε ενα λεπτο αν ειναι δικια μου. Απαντησε σε ολες ναι αλλα εγω συνεχισα γιατι δεν μπορουσα να μην το ξανακουσω. Το πρωτο μας μηνα την ρωτησα περισσοτερες φορες αν ειναι δικια μου απο οτι αν με αγαπαει αλλα το λατρεψε. Το λατρεψε που την εκτιμουσα τοσο πολυ και που την ηθελα συνεχεια διπλα μου. Το λατρεψε που την κρατουσα διπλα μου και την φιλουσα μπροστα στον κοσμο για να δειξω οτι ειναι με μενα. Οταν ειμασταν μαζι μου ειπε οτι ενιωθε πολυ ασφαλης διπλα μου γιατι σιγουρα την φροντισα. Οταν ελεγε οτι με αγαπαει τα ματια της ελαμπαν σαν αστερια. Το βραδυ με αφηνε να την αγκαλιαζω πολυ σφιχτα γιατι ηξερε οτι μου λειπει πολυ και φανταζοταν οτι την τυλιγα και την προστατευα. Καποια μερα την ρωτησα αν ειναι δικια μου και απλα το απεφυγε. Οταν πηγαινα να την αγκαλιασω στον κοσμο με εσπρωχνε γιατι “δεν ηταν η καταλληλη στιγμη”. Οταν ελεγε οτι με αγαπαει απλα το πεταγε σαν να ηταν ενα τιποτα. Μου ειπε οτι δεν την βοηθουσα καθολου. Τον προηγουμενο μηνα μου ειπε οτι ειμαι κακος ανθρωπος. Μου ειπε οτι ειμαι ανωριμος και οτι ολο αυτο ηταν λαθος αλλα πως μπορει να ειναι λαθος οταν στα ματια της βλεπω το φως; Η αγαπη δεν ειναι λαθος. Με σκοτωνει που μπορει να τα αγνοησει ολα αυτα και εγω απλα δεν μπορω. Δεν μπορω παω εξω να βρω αλλη γιατι παντα την σκεφτομαι. Συνηθως οταν εχω ανασφαλειες χαλαει η διαθεση μου και ποναει η κοιλια μου αλλα εκεινη ηταν το πρωτο ομορφο πραγμα που με εκανε να ανατριχιασω. Θελω να ξυπναω καθε μερα και να σκεφτομαι τον μαγευτικο τροπο που επιανε τα μαλλια της που με αγκαλιαζε που με κοιταζε. Πλεον απλα σκεφτομαι με ποιον φιλιεται. Δεν μπορω να αναπνευσω γιατι αυτος δεν την φροντιζει συνεχεια. Δεν τον νοιαζει αν ειναι καλα. Την θελω τοσο πολυ πισω που δεν θα την ξαναρωταγα ποτε αν ειναι δικια μου που δεν θα την ξανα επνιγα ποτε στην αγκαλια μου
-Βασισμενο στο αποσπασμα OCD-Button Poetry του Neil Hilborn
0 notes
Text
Νέα Θέση Εργασίας - FindJobsInCyprus.com
Νέα Θέση Εργασίας http://j.mp/2vMAqWl
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΦΡΟΝΤΙΣΤΡΙΑ ΣΕ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ - ΑΜΕΣΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗ
Περιγραφή Εργασίας ΦΡΟΝΤΙΣΤΡΙΑ ΣΕ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ ΑΜΕΣΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗ Περιγραφή Υποψηφίου ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΥΠΕΡΗΛΙΚΕΣ ΣΕ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΝΝΩΝ ΑΚΡΑΤΕΙΑΣ ,ΤΑΙΣΜΑ Διαθέσιμες Θέσεις 2 - Τόπος Εργασίας Διεύθυνση ΚΥΘΗΡΩΝ
0 notes
Text
Νέα Θέση Εργασίας - FindJobsInCyprus.com
Νέα Θέση Εργασίας http://j.mp/2sSC9J1
Zητείται κοπέλα για γραμματιακή υποστήριξη.
Zητείται κοπέλα για γραμματιακή υποστήριξη με πείρα σε διοίκηση γραφείου.Απαιτούμενα προσόντα, γνώση word&excel,αγγλικής γλώσσας. Περιγραφή: ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ
0 notes
Text
Νέα Θέση Εργασίας - FindJobsInCyprus.com
Νέα Θέση Εργασίας http://j.mp/2sGmEUx
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ/ΓΡΑΦΕΑΣ (8:30 - 13:30)
Περιγραφή Εργασίας ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ/ΓΡΑΦΕΑΣ ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ/EMAILS ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΜΕ ΠΕΛΑΤΕΣ Περιγραφή Υποψηφίου ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΓΝΩΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΠΟΛΥ
0 notes