Tumgik
#Διακόσμηση
epestrefe · 1 year
Text
Tumblr media
2 notes · View notes
kstudiokonstadina · 1 year
Text
Interior design: studio
Ένας ενιαίος χώρος -σε ένα studio υπό κατασκευή- συνολικής επιφάνειας 11m2 διαμορφώθηκε ώστε να καλύψει τις καθημερινές ανάγκες του ένοικου για ύπνο και χώρο καθιστικού: Interior design: studio by {.k.} 2023/08/20 Ανακαίνιση μπάνιου by {.k.} 2023/08/05 Η Αρχιτεκτονική της Σύμης by {.k.} 2023/07/05
Tumblr media
View On WordPress
2 notes · View notes
likeballoons · 2 months
Text
Γιορτάζετε τα γενέθλιά σας?
Καλέστε μας και ακόμη και την ίδια ημέρα,σας διακοσμούμε τον χώρο σας!
0 notes
10deco · 1 year
Photo
Tumblr media
Η διακόσμηση στα σπίτια της αρχαίας Αθήνας WEB: https://10deco.gr/i-diakosmisi-sta-spitia-tis-archaias-athinas/ www.10deco.gr
0 notes
epiplaspitiou · 2 years
Text
0 notes
dokcreations · 2 years
Photo
Tumblr media
Καλησπέρες 😊 Χειροποίητο μπανερ ονόματος ύψους 20cm ,100% βαμβακερά υφάσματα. Μπορείτε να το βάλετε στο παιδικό δωμάτιο όπου μένει για πάντα αναμνηστικό αλλά και ως στολισμό σε βάπτιση . Διαθέσιμα υφάσματα μπορείτε να διαλεξέτε ότι σας ταιριάζει😊 #dokcreations #dokcreationsgr #μπανερ #διακοσμησηδωματιου #διακόσμηση #δωμάτιο #βαπτιση #βάφτιση (στην τοποθεσία DoK) https://www.instagram.com/p/CnB66uMIvaH/?igshid=NGJjMDIxMWI=
0 notes
Text
Tumblr media
0 notes
darkside-cookies · 1 year
Text
δεν είναι βρώμικα ρούχα πεταμένα στο πάτωμα, είναι η διακόσμηση του δωματίου μου αξουαλι
20 notes · View notes
Text
Tumblr media
Ζεύγος χρυσών ενωτίων (σκουλαρικιών) σε κοκκιδωτή και συρματερή τεχνική με διακόσμηση άνθους. Γυναικείος τάφος 67 του αρχαίου νεκροταφείου της Σίνδου. Γύρω στο 510 π.Χ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Gold earrings with floral decoration in granulation and filigree. Female grave 67 at the ancient Cemetery of Sindos. Circa 510 BC.
Archaeological Museum of Thessaloniki, Macedonia, the Heart of Greece.
3 notes · View notes
babiskavvadias · 1 year
Text
Η απελευθέρωση - Μπάμπης Καββαδίας
(2ο βραβείο στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος για τον El Greco, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2014)
Tumblr media
Κοίταξε το ρολόι του. Πριν προλάβει να δυσανασχετήσει για την διαφαινόμενη αργοπορία του άλλου, τον είδε να περνάει έξω από τη τζαμαρία του καφέ. Την επόμενη στιγμή σάρωνε από την πόρτα με μια αγχωμένη ματιά το εσωτερικό. Δεν χρειάστηκε να του κάνει νόημα. Πλησίασε το τραπέζι έχοντας κάτω απ’ την μασχάλη του ένα τετράγωνο δέμα, 40 επί 40, τυλιγμένο με κίτρινο χαρτί και δεμένο με σπάγκο από λινάρι.
«Τά ‘φερες;» τον ρώτησε ο νιοφερμένος, χωρίς να καθίσει, σφίγγοντας στο στήθος του με τα δυο του χέρια το δέμα, γερά αλλά και τρυφερά, σα μωρό.
Δεν απάντησε αμέσως. Σκάλωσε για λίγο στην εμφάνισή του. Ήταν δυνατόν; Αυτός ο κακομοίρης; Το βλέμμα του ταξίδεψε στους γκρίζους κροτάφους -της ταλαιπώριας, όχι της γοητείας-, στους μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια -αναμφίβολα μόνιμο χαρακτηριστικό κι όχι πρόσκαιρο σημάδι ενός ξενυχτιού-, στους σκυφτούς ώμους, στα τριμμένα ρούχα. Το γενάκι και τα ρουφηγμένα μάγουλα του έδιναν μορφή ασκητική. Η ομοιότητα -σκέφτηκε- ήταν εντυπωσιακή για να είναι τυχαία.
«Εδώ είναι;» τον ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι του το δέμα.
Αγριωπά ο άλλος επανέλαβε την ερώτησή του.
«Τά ‘φερες;»
Χαμογέλασε πλατιά για να τον καθησυχάσει.
«Και βέβαια. Αλλά πρώτα θέλω να τον δω.»
Σήκωσε τα χέρια του προς το δέμα. Ο άλλος τραβήχτηκε.
«Περίμενε!» έκανε απότομα. «Όχι ακόμα. Να δω τα λεφτά.»
Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά και σήκωσε κάτω απ’ το τραπέζι ένα σάκο. Τον τοποθέτησε στην καρέκλα δίπλα του και τον άνοιξε προς το μέρος του: Δεσμίδες πενηντάρικων και εικοσάρικων μέχρι απάνω.
«Είναι όλα εδώ. Τώρα, τον πίνακα.»
Με το ένα χέρι έδωσε το σάκο και με το άλλο πήρε το δέμα. Ψηλάφισε τις άκρες του και ένοιωσε την ανάγλυφη διακόσμηση της κορνίζας. Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Ήταν αλήθεια! Με την κορνίζα τον βούτηξε!», σκέφτηκε. Δεν τόλμησε να πάει το χέρι του προς το κέντρο· φοβόταν μην πειράξει τον καμβά. Έκανε να τραβήξει τον σπάγκο, για ν’ ανοίξει το δέμα.
«Μη!» έσκουξε πνιχτά ο άλλος. «Όχι εδώ! Όχι μπροστά μου!» Τον κοίταξε με απορία, καθώς ο άλλος έβαζε το χέρι μέσα στο σακάκι του και έβγαζε μερικές φωτογραφίες πολαρόιντ. «Θα πρέπει να σ’ εμπιστευθώ για τα λεφτά. Κι εσύ, θα πρέπει να μ’ εμπιστευθείς για τον πίνακα», είπε πιο μαλακά. Ακούμπησε τις πολαρόιντ στο τραπέζι και κάθησε. Ήταν έντεκα, με ημερομηνίες σημειωμένες στο άσπρο τους περιθώριο. 21/3/2003, 21/3/2004, 21/3/2005 και ούτω καθεξής. Όλες τους απεικόνιζαν το ίδιο πράγμα: Τον πίνακα, ενώ το κεφάλι που φαινόταν μπροστά απ’ αυτόν ανήκε αναμφίβολα στον συνομιλητή του. Πόσο μέσα είχε πέσει! Το κεφάλι του ήταν ολόιδιο με αυτό της φιγούρας στον πίνακα. Θα ‘λεγες ότι ο Ελ Γκρέκο τον είχε στο εργαστήρι του, για μοντέλο. Ναι, σκέφτηκε, δεν θα του φαινόταν παράξενο, αν αυτή η ταλαιπωρημένη φιγούρα ήταν ένας ζωντανός νεκρός, καταδικασμένος να τριγυρνά στον πάνω κόσμο, 500 χρόνια τώρα. Ξανακοίταξε την πρώτη πολαρόιντ. Όχι. Αυτός που ποζάρει μπροστά στον πίνακα δεν είναι απέθαντος. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή, με μάτια που αστράφτουν από ενθουσιασμό. Το νεανικό του πρόσωπο δεν το σκιάζει τίποτα. Μόλις κατόρθωσε το ακατόρθωτο και το απολαμβάνει. Όχι, τα σύννεφα αρχίζουν να εμφανίζονται στις επόμενες πολαρόιντ. Ο πίνακας παραμένει αναλλοίωτος, αλλά ο άνθρωπος μπροστά του αλλάζει. Το χέρι που κρατάει τη φωτογραφική μηχανή τραβώντας αυτές τις selfies χαμηλώνει σιγά σιγά, χρόνο με το χρόνο. Και ο άνθρωπος κοιτάει τον φακό όλο και πιο εξαντλημένος. Οι πρώτες φωτογραφίες ήταν τρόπαια νίκης. Οι μεσαίες φλέρταραν με την αγγαρεία. Στις τελευταίες, η λάμψη του ενθουσιασμού στα μάτια έχει δώσει ξεκάθαρα τη θέση της στην λάμψη της τρέλας και της απόγνωσης.
Όσο ο άλλος ψαχούλευε τις δεσμίδες μέσα στην τσάντα, εστίασε στο δεύτερο επίπεδο των πολαρόιντ, στον πίνακα: Ναι, ήταν αυτός. Ένας χαμένος για αιώνες Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης λαμβάνων τα στίγματα, του Ελ Γκρέκο, έργο περίπου του 1595. Μια από τις 6-7 παραλλαγές που έκανε με αυτό το θέμα ο Δάσκαλος –και σώζονται ακόμα.
Tumblr media
Αφού ρούφηξε φωτογραφία την φωτογραφία, άφησε τις πολαρόιντ στο τραπέζι και εξέτασε τον άλλον. Έτρεμε, και όχι λόγω του ότι ψηλαφούσε τόσες χιλιάδες ευρώ. Και πριν έτρεμε, πριν πάρει στα χέρια του το σάκο. Και στο τηλέφωνο η φωνή του ακουγόταν τρεμάμενη. Πώς διάολο μπόρεσε αυτό το ανθρώπινο ράκος, να κάνει τη «ληστεία του αιώνα» πριν 11 χρόνια;
Εντάξει, δεν ήταν μόνος του. Οι συνεργάτες του, όμως δεν φάνηκαν ιδιαίτερα έξυπνοι, αν τους κρίνεις απ’ το ότι πιάστηκαν μέσα στη βδομάδα μετά τη ληστεία. Μπα… Δεν είχε νόημα να τον ρωτήσει λεπτομέρειες. Όλοι τις γνώριζαν. Και ένας 12χρονος μπορεί να googlάρει και να τις μάθει. Ο πίνακας, που ανήκε σε μια ιδιωτική συλλογή, βρισκόταν στην Αθήνα για μια έκθεση. Η λήξη της έκθεσης και η μεταφορά των έργων στο αεροδρόμιο για να επιστραφούν αυτά στους ιδιοκτήτες τους, συνέπεσε με μια από τις μεγαλύτερες πορείες ενάντια στους βομβαρδισμούς στο Ιράκ. Ένας συνδυασμός καλών πληροφοριών, ερασιτεχνισμών των διοργανωτών της έκθεσης, αποφασισμένων συνεργατών και χιλιάδων εξαγριωμένων διαδηλωτών που είχαν ξεχυθεί από την Ομόνοια ως τον κόμβο Αμπελοκήπων είχε σαν αποτέλεσμα τα φορτηγά να χτυπηθούν, λίγα μόλις λεπτά μετά την αναχώρησή τους από την Εθνική Πινακοθήκη. Δέκα πίνακες ανυπολόγιστης αξίας έκαναν φτερά. Με τους συνεργούς ανακαλύφθηκαν οι εννιά. Ο δέκατος, αυτός ο Ελ Γκρέκο, εξαφανίστηκε, μαζί με τον εμπνευστή και οργανωτή της καταδρομικής επιχείρησης. Και τώρα, ω τώρα! τους είχε και τους δύο μπροστά του.
Ξανακοίταξε τις πολαρόιντ. Τις έφερε ακόμα πιο κοντά στα μάτια του. Ναι, ο πίνακας ήταν αναμφίβολα κρεμασμένος, από καρφί. Ο τοίχος φαινόταν ο ίδιος. Και στις 11 φωτογραφίες. Μόνο το χρώμα του σκούραινε σταδιακά, μαρτυρώντας το πέρασμα των χρόνων -και την ηλικία των πολαρόιντ. Ώστε έτσι λοιπόν. Για 11 χρόνια ο πίνακας βρισκόταν στο ίδιο μέρος. Από την πρώτη μέρα που κλάπηκε. Και μαζί του ήταν και ο κλέφτης. Γούστο θα είχε, να τον είχε συνέχεια κρεμασμένο στο σπίτι του, στο σαλόνι του, στο γραφείο του ή στην κρεβατοκάμαρά του! Να τον βλέπουν οι επισκέπτες του, οι φίλοι του, η ή ο σύντροφός του.
Ο άλλος σταμάτησε το ψευτομέτρημα των λεφτών και τον κοίταξε. Δεν έτρεμε τόσο πολύ πλέον. Η έκφραση στο πρόσωπό του είχε μαλακώσει. Ψέλλισε ένα «Σ’ ευχαριστώ». Για τα χρήματα; Είναι δυνατόν; Αυτός ο επαγγελματίας να λέει «σ’ ευχαριστώ;» Τι διάολο είχε πάθει;
«Σ’ ευχαριστώ που τον παίρνεις από μένα. Δεν άντεχα άλλο.» Σταμάτησε και πήρε δυο ανάσες. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φορές έφτασα στα πρόθυρα να τον καταστρέψω.»
Γιατί τόσο μίσος για ένα τέτοιο αριστούργημα;
«Μετά το χτύπημα εξαφανίστηκα. Τσιμπάγανε και τους δικούς μου… Ούτε σκέψη να τον σπρώξω ακόμα. Ο αγοραστής που τον περίμενε ήξερε ότι ήταν στο πρόγραμμα μια κάποια περίοδος αναμονής μέχρι να τον πάρει στα χέρια του…»
Το αγρίμι που βρυχιόταν μπροστά του 5 λεπτά της ώρας πριν, πλέον είχε εξαφανιστεί. Τα λόγια σιγά σιγά έρρεαν αβίαστα και συγκροτημένα από το στόμα του. Λες; Τα χιλιάρικα εξανθρώπισαν τον πίθηκο;
«Ήμουν ευτυχισμένος. Δεν μ’ ένοιαζε που έπρεπε να κρύβομαι στα λαγούμια και να μη ξεμυτίζω καθόλου. Ήταν μέρος της δουλειάς. 15 χρόνια στο κουρμπέτι τα είχα μάθει καλά. Και η πληρωμή τις άξιζε αυτές τις θυσίες. Δεν μ’ ένοιαζε τι έκλεβα. Με το που έβγαζα την πρώτη πολαρόιντ, τα καταχώνιαζα και δεν ασχολιόμουνα με δαύτα. Διάβαζα τα βιβλία που είχα αφήσει στην άκρη, άκουγα τους δίσκους που δεν είχα προλάβει να ακούσω, έβλεπα ταινίες, έκανα ό,τι έχανα όσο καιρό προετοίμαζα το κάθε χτύπημα. Και όταν καταλάγιαζε ο αχός, τσουπ, ξεμυτούσα, παρέδιδα και εισέπραττα. Και ξεκίναγα την ετοιμασία για το επόμενο.»
Ρούφηξε μια γερή γουλιά νερό από ένα ποτήρι που ήταν στο τραπέζι.
«Όλα πήγαιναν ρολόι, σε όλες μου τις δουλειές. Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου αυτός ο αναθεματισμένος.» Δεν έδειξε τον πίνακα. Δεν κοίταξε καν προς την καρέκλα που είχε ακουμπήσει ο άλλος το δέμα.
«Το βλέμμα του, αχ… το βλέμμα του… Αν τον δεις, θα καταλάβεις. Μου μοιάζει. Φτυστός είμαι. Στην αρχή τον άφησα κρεμασμένο. Σίγουρα ήταν ό,τι ομορφότερο είχα κλέψει ποτέ. Προσποιόμουν ότι ήταν καθρέφτης. Και άρχισα να του μιλάω, σαν να μιλούσα στον εαυτό μου. Φτου σου, ομορφάντρα μου. Τι φάτσα, τι κορμοστασιά. Τα μάτια του, δυο αναμμένα κάρβουνα που λάμπανε μέσα σε τόση μαυρίλα, πιο δυνατά κι απ’ τον Εσταυρωμένο που έστελνε απ’ την γωνιά του, πάνω αριστερά, τα στίγματα στον Φτωχούλη Άγιο. Κι αυτός μου απαντούσε, ξέρεις. Έστριβε το βλέμμα του και μού ‘λεγε πόσο πολύ χάρηκε που τον πήρα εγώ. Πόσο άξιος ήμουν που κατάφερα τέτοιο κόλπο και που ήμουν ακόμα ελεύθερος. Πως είχα επιδείξει τέτοια ευφυία, που όμοιά της δεν είχε συναντήσει άλλη φορά στην πεντακοσαετή του ύπαρξη, παρά μόνο όταν ο Ελ Γκρέκο σκούπιζε απέναντί του τα πινέλα του και τον κοιτούσε ολοκληρωμένο. Από τότε, στις τόσες χιλιάδες κόσμου που πέρασαν μπροστά του, κανένας δεν ήταν αντάξιός του.»
Αναστέναξε βαθιά και ρούφηξε μια ακόμα γουλιά νερό πριν συνεχίσει.
«Στο χρόνο ο αγοραστής άλλαξε γνώμη. Γαμημένοι νεόπλουτοι. Καμία σχέση με τους παλιούς ευρωπαίους αριστοκράτες. Τσαπατσούληδες κι ανυπόμονοι. Κι έτσι έμεινα με τον πίνακα. Δεν μπορώ να πω ότι στεναχωρήθηκα. Στα δύο χρόνια άρχισα να βγαίνω πάλι έξω, για να ξαναστήσω το δίκτυό μου. Ίσως και να βρω νέο αγοραστή. Και με έβλεπε να βγαίνω και δυσφορούσε. Είχε συνηθίσει, φαίνεται, τα ταξίδια, τους ανθρώπους, τις φροντίδες. Άρχισε να γκρινιάζει. Το βλέμμα του συνοφρυώθηκε. Σου φαίνεται απίστευτο, ε; Κι όμως. Έγινε ακόμα πιο σκυθρωπός. Και τα δάχτυλά του, αχ, αυτά τα μακριά δάχτυλα, εκεί που πριν τεντώνονταν σε ικεσία προς τον Εσταυρωμένο, τώρα σφίγγονταν σχεδόν σε γροθιά, αδιαφορώντας για το κόκκινο στίγμα στην παλάμη, με μόνο το δείχτη να στρέφεται απειλητικά προς εμένα. Θυμόταν τα χέρια του Δασκάλου όταν δουλεύαν πάνω του. Πώς τον φρόντιζαν, πώς τον χάιδευαν, πώς τον ομόρφαιναν. Πώς βλαστήμαγε σε μια λάθος πινελιά. Μα, πώς την ξεχώριζε τη λαθεμένη ανάμεσα στις τόσες ακατάστατες; Τι φοβόταν; Μην δείχνω εγώ άσχημος –μου έλεγε- ή μήπως μειωνόταν η αμοιβή του; Μήπως πληττόταν η υστεροφημία του; Του φώναζα, Σκάσε! Για να σε κλείσουν σ’ ένα σκοτεινό παρεκκλήσι σ’ έφτιαχνε! Για να σε χαζεύει κάποιος χοντρομπαλάς ευγενής, ή ένας διεστραμμένος επίσκοπος! Για να σε φιλάνε σιχαμένα χείλη και να γονατίζουν μπροστά σου βαρεμένοι θρησκόληπτοι! Για να μουτζουρώνεσαι απ’ την καπνίλα των κεριών! Αλλά αντί να ησυχάζει, φούντωνε! Τι λες ανθρωπάκι, μου απάνταγε. Η κάθε παραγγελία ήταν μόνο η αφορμή. Η σπίθα που έβαζε φωτιά σε ό,τι ήξεραν οι τοτινοί, σε ό,τι τόλμαγαν να φανταστούν οι κατοπινοί. Εσύ βλέπεις το πρόσωπό μου, τα παραμορφωμένα μου χαρακτηριστικά. Δεν μπορείς να διακρίνεις τίποτα πίσω από το μαύρο. Υπάρχουν άλλοι όμως που μπορούν. Και θέλουν να δουν. Και θέλουν να δείξουν σ’ όλο τον κόσμο τι κρύβεται πίσω από τις σκοτεινές μου γωνίες. Δες αυτή την πινελιά, στ’ αριστερό μου χέρι. Γιατί είν’ αλλιώτικη απ’ τις άλλες; Τι έκανε το Δάσκαλο να πατήσει έτσι το πινέλο του πάνω μου κι όχι αλλιώς; Ξέρεις εσύ; Μπορείς να καταλάβεις; Δες την πολύτιμη υπογραφή του, σα να είναι γραμμένη σε ένα παλιόχαρτο, που πίσω του κρύβει τα μεγαλύτερα μυστήρια του κόσμου!»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Με έκανε σκουπίδι. Κάθε μέρα. Κάθε του φράση, μια ακόμα επιβεβαίωση της ασημαντότητάς μου. Ποιος είσ’ εσύ, μού ‘λεγε, που με κρατάς εδώ φυλακισμένο; Επέζησα από πολέμους, από καταστροφές, από λεηλασίες. Είδα να περνούν από μπροστά μου όλων των λογιών οι ανθρώποι. Τι νομίζεις, ότι είσαι ο πρώτος που έβαλε τ’ άνομο χέρι του πάνω μου; Υπερφίαλοι αξιωματικοί του Ναπολέοντα, ναζ��στικά σκουλήκια, τσιράκια του Φράνκο… Κι εγώ να μην μπορώ να τον ξεκρεμάσω. Τι μου ζητάς; του ούρλιαζα. Σε ποιους θες να κηρύξεις την Πενία; Στο λαουτζίκο; Ήρθες καθυστερημένος! Κι άλλοι, πότε σ’ άκουσαν για να σ’ ακούσουν τώρα; Και τον άφηνα εκεί, να με ξεφτιλίζει… Γιατί ήξερα ότι είχε δίκιο. Με πλησίασαν αγοραστές, αλλά, για να τον τιμωρήσω –χα! έτσι νόμιζα!-, τους αγνοούσα. Έντεκα χρόνια όμως είναι πολλά. Σώθηκαν και οι καβάτζες μου. Και έτσι, αποφάσισα να τον… απελευθερώσω, για να μην τον κάνω τελικά κομμάτια.»
Σηκώθηκε να φύγει.
«Ε! Τα λεφτά!», του φώναξε ο άλλος. Γύρισε και τον κοίταξε, γαλήνιος.
«Αυτά; Τα -πώς τα λέτε;- προσημειωμένα;», κάγχασε και ξανάκανε προς την έξοδο, με τα χέρια ψηλά, σαν να παραδινόταν.
Ο άλλος γέλασε.
«Χα χα! Τον κακομοίρη! Νομίζει ότι είμαι μπάτσος», μονολόγησε και κάθησε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του, περιμένοντάς τον να επιστρέψει. Γρήγορα θα διαπίστωνε ότι δεν θα τον συλλάμβανε κανείς.
3 notes · View notes
kstudiokonstadina · 1 month
Text
Βεράντα | Διαμόρφωση του χώρου
Στη βεράντα εξοχικού. Εφόσον είχε προηγηθεί η μελέτη των εσωτερικών χώρων του εξοχικού σπιτιού, μας ζητήθηκε και η πρόταση για την διαμόρφωση της βεράντας. Διαμορφώθηκε ένα καθιστικό όπου τα μέλη της οικογένειας περνούν αρκετές ώρες. Κατά παραγγελία καναπές στις διαστάσεις που θέλαμε όπως και το μοναστηριακού στυλ coffee table. Σημείο αναφοράς η μπαμπού σεζλόνγκ. Τοποθεσία: Ιταλία Ανακαίνιση…
0 notes
likeballoons · 2 months
Text
Βαπτίζετε?
Είμαστε εδώ για να δημιουργήσουμε τις πιο όμορφες φωτογραφίες.
Μπαλόνια σε πολλά θέματα,σχέδια και χρώματα.
Επικοινωνήστε μαζί μας.
210.2851222
693.7000552
697.8802053
0 notes
10deco · 1 year
Photo
Tumblr media
Ρουστίκ στυλ διακόσμησης. Εμπνευσμένο από την ύπαιθρο WEB: https://10deco.gr/roustik-styl-diakosmisis-empneysmeno-apo-tin-ypaithro/ www.10deco.gr
0 notes
epiplaspitiou · 2 years
Text
0 notes
rulinarulina · 5 days
Text
4 Φθινοπωρινές τάσεις διακόσμησης για το σπίτι που θα λατρέψεις
Η Φθινοπωρινή περίοδος έφθασε και αν και εσύ είσαι έτοιμη για τις αλλαγές που θα ακολουθήσουν πρέπει να μείνεις παρακάτω να δεις τι έχω ετοιμάσει για εσένα. Εκτός από τις τάσεις σε μόδα, μαλλιά και άλλα έχουμε μεγάλες τάσεις και στον χώρο της διακόσμησης. Ναι καλά άκουσες! Αν σου αρέσει και εσένα η ενασχόληση με την διακόσμηση του σπιτιού τότε οι Φθινοπωρινές τάσεις που έχω βρει θα σε…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
upcyclerefinery · 18 days
Photo
Tumblr media
Μοντέρνο δερμάτινο patchwork χαλί με ορθογώνια σχήματα https://tinyurl.com/22e778ka #ΔερμάτιναΧαλιά #xalia #διακόσμηση #σπίτι #χαλί #χαλιά
0 notes