#Ανδρέας Λόβλυ
Explore tagged Tumblr posts
andrewlovely · 8 months ago
Text
Ο Νεκροθάφτης
Το τραγούδι του Μιχάλη δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ’ το μυαλό του νεκροθάφτη με τίποτα. Πόσες μέρες και πόσες νύχτες καθώς έθαβε τα πτώματα στο κοιμητήριο και ξέθαβε τα κόκκαλα για το χωνευτήρι, μέσα του σιγοτραγουδούσε:
🎵 🎶 Η Ζωή μια σταλιά Μεσ’ στου κόσμου τη θηλιά Παραμονεύει κι αυτή Σαν τον Χάρο θα σε βρει
Για περάστε κι από δω! Για περάστε κι από δω! Η Ζωή παραμονεύει Σαν τον Χάρο θα σε βρω!
Για περάστε κι από δω! Για περάστε κι από δω! Η Ζωή παραμονεύει Σαν τον Χάρο θα σε βρω!🎵 🎶
Άκουγε το τραγούδι μέσα του ξανά και ξανά, καθώς έθαβε, καθώς ξέθαβε, καθώς μαγείρευε, καθώς έτρωγε πρωινό, ακόμη και στον ύπνο του! Σκεφτόταν τους στίχους και προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς επιχειρούσε να πει ο Μιχάλης.
Ο Μιχάλης ήταν, χωρίς αμφιβολία, τρελός. Θεότρελος μάλιστα! Αλλά αυτό το τραγούδι, μέσα στον νεκροθάφτη κάτι άγγιξε, ξεκλείδωσε κάτι μέσα του, και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήτανε αυτό.
«Μόνο ο μπλε ωκεανός Μόνο εγώ, κι εσύ εισ' αυτός»;
Μα τι εννοεί μ’ αυτό; Ποιος νομίζει ότι είναι; Ο Θεός; Τρελός είναι; Καλά, τι ρωτάω…
Ο Βασίλης μια μέρα αντί να πάει κατευθείαν στο νεκροταφείο να ξεκινήσει δουλειά, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στη γειτονιά να ξεσκαρταρίσουν λίγο οι σκέψεις του. Σταμάτησε σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι όπου όλα τα γειτονικά οικόπεδα είχανε μείνει ανεκμετάλλευτα λόγω κάποιας δικαστικής διαμάχης.
Ξαφνικά άκουσε μια μουσική να παίζει στο βάθος του ορίζοντα – ένα τραγούδι του Άκη Πάνου:
«Μη ζητάς να βρεις καλό Μπέσα μη ζητάς Στων ανθρώπων τις καρδιές Μέσα μην κοιτάς
Οι μισοί καλοί Σε μοναστηριού κελί Οι μισοί καλοί Σε μοναστηριού κελί
Κι οι άλλοι στο τρελάδικο Από κακό κι απ’ άδικο Κι οι άλλοι στο τρελάδικο Από κακό κι απ’ άδικο»
Πλησίασε ένα ταλαιπωρημένο και σκουριασμένο μπλε βανάκι και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Βγήκε έξω ένας τσιγγάνος παλιατζής – είχε αφήσει τη μηχανή να τρέχει και το κασετόφωνο να παίζει – έκοψε τα κόζα να δει μήπως βρει κάτι τις στον κάδο του δήμου, και όταν είδε έναν ωραίο καθρέφτη που κάποιος είχε ακουμπήσει εκεί, γύρισε στο βανάκι, έσβησε τη μηχανή, και πήρε τα κλειδιά. Η μουσική σταμάτησε.
Ωστόσο μια μικρή φωνούλα συνέχισε να τραγουδάει από μέσα – μια φωνή αλλιώτικη, μια παράξενη χροιά – κάτι ανάμεσα σε χήνα και γαϊδούρι:
«Κι οι άλλοι στο τρελάδικο Από κακό κι απ’ άδικο Κι οι άλλοι στο τρελάδικο Από κακό κι απ’ άδικο»
Ο Βασίλης θα τη γνώριζε αυτήν τη φωνή οπουδήποτε! Τα φάλτσα, το κακό βιμπράτο, το γέλιο μετά από κάθε κουπλέ… δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος παρά αυτός ο παλαβός, ο Θεότρελος, ο μοναδικός στο είδος του και ανεπανάληπτος Τρελός του Χωριού, ο γιγαντοτεράστιος και τιτανομέγιστος βασιλιάς του κόσμου του Μιχάλης!
Πλησίασε ο νεκροθάφτης το βανάκι και πήγε από την πίσω μεριά όπου οι δύο μεγάλες πόρτες ήταν ξηλωμένες – κάποιος τις είχε ξεβιδώσει και τις είχε βγάλει. Στο βάθος είδε μια φιγούρα, μια σκιά η οποία δεν τον είχε πάρει χαμπάρι, και συνέχισε να τραγουδάει:
«Μη ζητάς να βρεις καλό Μη βαρυγκωμάς Και τα πάθη η ζωή Τα ‘φτιαξε για μας» Ο Μιχάλης είχε μπλεχτεί ανάμεσα σε κάτι καρεκλοπόδαρα και ένα λεπτό χαλί είχε ξετυλιχτεί και καθόταν πάνω στο κεφάλι του σαν μανδύας ένα πράγμα. - Μιχάλη εσύ είσαι; Που χάθηκες; - Δε χάθηκα. Εδώ είμαι. - Τι κάνεις εδώ; - Κρύβομαι! - Κρύβεσαι; Από ποιον; - Απ’ την Ιερά Εξέταση! - Ποια Ιερή Εξέταση μωρέ; Τελειώσανε αυτά… - Νομίζεις! - Τέλος πάντων, ήθελα να σε ρωτήσω για το τραγούδι σου ρε συ, αυ- - Ποιο τραγούδι; - Αυτό που λέει «Δεν υπάρχει Θάνατος» - Δεν είναι δικό μου αυτό. - Καλά, εσύ πάντα έτσι λες, αλλά- - Πες μου γρήγορα γιατί φεύγουμε! - Που πάτε; - Πάμε να μαζέψουμε τα σπασμένα. - Καλά… ε… ήθελα απλώς να σε ρωτήσω, τι εννοείς- ή… μάλλον… ε… χεχε… συγγνώμη… τι εννοεί ο ποιητής όταν λέει «Δεν υπάρχει Θάνατός»; - Εννοεί ότι δεν υπάρχει θάνατος. - Ναι, αλλά… τι θέλει να πει ακριβώς; Θέλει να πει δηλαδή ότι το κάθε κύμα δεν εξαφανίζεται, αλλά απλά επιστρέφει στον ωκεανό;
Ο Μιχάλης ξαφνικά σοβαρεύτηκε και πήρε μια βαθιά αναπνοή, χαμένος σε μια ρέμβη. Κοιτούσε αφηρημένα τον παλιατζή που μάζευε τον παλιό καθρέφτη, και ο καθρέφτης, καθώς τον μετακινούσε ο τσιγγάνος, αντικατόπτριζε πότε τον ουρανό, πότε τα σύννεφα, πότε το διπλανό δασάκι, πότε τις ίδιες τις ακτίνες του ηλίου και άστραφτε διακεκομμένα. Έκλεισε τα μάτια του και απάντησε… - Αυτή είναι μία διάσταση της πραγματικότητας. Σωστά κατάλαβες. Το κύμα όταν σκάει στη στεριά, δεν χάνεται, αλλά επιστρέφει στον ωκεανό απ’ όπου ήρθε. Υπάρχει και μια άλλη στρώση συνείδησης αν θέλεις, η οποία πάει πιο βαθιά, αλλά προς το παρόν ας παραμείνουμε στη στρώση την οποία εσύ αντιλήφθηκες.
Για να την πάρεις χαμπάρι, έπρεπε πρώτα να διεισδύσεις ή να προσπεράσεις μια άλλη, επιπόλαιη στρώση συνείδησης, την οποία δεν θα λέγαμε ακριβώς «στρώση πραγματικότητας» ή «διάσταση πραγματικότητας», διότι η στρώση αυτή βασίζεται και υφίσταται ως επί το πλείστον στην άγνοια – κάθεται πάνω στις άλλες στρώσεις σαν ένα λεπτό ημιδιάφανο ύφασμα και υπερκαλύπτει τις άλλες διαστάσεις της αλήθειας. Το να διεισδύσεις αυτήν την πάνω-πάνω στρώση συνείδησης, ή μάλλον αυτήν τη στρώση ασυνειδησίας, αυτό το πέπλο, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο (και μην με παρεξηγήσεις) αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουνε ούτε αυτό. Είχες βέβαια και τη βοήθεια του τραγουδιού του Αγαπητού, αλλά και με τη δουλειά που κάνεις δεν έχω αμφιβολία πως και χωρίς το τραγούδι του Αγαπητού, κάποια στιγμή αυτό το νεκροφόρο βλέμμα σου, έστω και από ατύχημα ή κατά λάθος, θα είχε διεισδύσει μόνο του το πέπλο της ασυνειδησίας.
Ποιο είναι το πέπλο της ασυνειδησίας; Η ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει ο ωκεανός, παρά μόνο τα κύματα – και άρα η αντίληψη ότι το κάθε κυματάκι εμφανίζεται ξαφνικά απ’ το πουθενά, και ύστερα εξαφανίζεται άξαφνα στο πουθενά. Στην καλύτερη υπάρχει ίσως η αναγνώριση του ωκεανού, αλλά μόνο ως υποχείριο ταξινόμησης ή σαν ένας απλός συνδετικός κρίκος σε μια σειρά από ταξινομήσεις - μια μεγαλύτερη ρωσική κούκλα η οποία με τη σειρά της βρίσκεται μέσα σε μια άλλη και ούτω καθεξής. Και ακόμη και με αυτήν την τυπική αναγνώριση του ωκεανού, τα κύματα θεωρούνται ξεχωριστά αλλά χειρότερα, βιώνουν τον εαυτό τους ως ξεχωριστά, νιώθουν τον βίο τους ως κάτι ξεχωριστό από τον ωκεανό, λες και είναι εξωτερικοί παρατηρητές και όχι οι ίδιοι φαινόμενα που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του ωκεανού - δραστηριότητα η οποία κι αυτή με τη σειρά της μπορεί να προκύπτει από μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας η οποία να ασκεί μια σχεδόν ανεπαίσθητη επιρροή πάνω στη διάσταση στην οποία βρισκόμαστε και να ρίχνει μια σκιά - ίσως η ίδια μας η πραγματικότητα να είναι η σκιά μιας άλλης διάστασης. Αλλά μάλλον ξεφεύγω… Εσύ πολύ σωστά εντόπισες ότι το κάθε κυματάκι από τον ωκεανό έρχεται και στον ωκεανό επιστρέφει – άρα δεν χάνεται. Υπάρχει όμως και μια βαθύτερη διάσταση της πραγματικότητας η οποία συνυπάρχει με τη στρώση της αλήθειας που βρήκες, όπως ο ουρανός συνυπάρχει με την ήρεμη γυάλινη θάλασσα και αντικατοπτρίζεται από αυτήν ταυτόχρονα. Στην πραγματικότητα αλληλο-αντικατοπτρίζονται!
Τώρα, πως αντιλαμβάνεται κανείς αυτήν τη βαθύτερη συνείδηση πραγματικότητας; Δεν έχω ιδέα! Εγώ κατά λάθος τη βρήκα. Ή μάλλον, ήρθε και με βρήκε εκείνη απ' το πουθενά, εκεί που δεν το περίμενα, όταν δεν είχα το νου μου. Είδα φως και μπήκα Βασίλη. Λαθραία μπήκα! Και ούτε που το κατάλαβα! Αλλά σε διαβεβαιώνω Βασίλη πως εκεί που πήγα δεν υπάρχουν νόμιμοι και λαθραίοι. Άμα μπήκες, μπήκες και τελείωσε. Είσοδος ελεύθερη.
Πώς θα περιέγραφα την εμπειρία; Μια ανεπαίσθητη διείσδυση, καθίζηση, καταβύ��ιση… Δεν υπήρξε στιγμή συνειδητοποίησης «Εύρηκα!»… αλλά όταν «το 'χασα», το ένιωσα. Λέω, «Φτου σου… το είχα για μια στιγμή… και το 'χασα». Η συνειδητοποίηση η ίδια βασικά ήταν αυτή που μου τα χάλασε. Ο νους μου ήθελε ξανά να παρατηρήσει τι συμβαίνει, να νιώσει πάλι ότι έχει τον έλεγχο, ότι καταλαβαίνει τι συμβαίνει, ή τουλάχιστον ήθελε να επιχειρήσει να καταλάβει τι συμβαίνει. Τότε το 'χασα Βασίλη. Αλλά για μια στιγμή πήρα μια αναπνοή και όλο το τοπίο έπαιρνε αναπνοή. Δεν υπήρχα πια «εγώ» και «αυτό» - όπως είχε πει και ο άτακτος ιερέας στα Σταφύλια της Οργής, «είμασταν ένα, κι αυτό το ένα ήτανε ιερό».
Στα δεξιά μου η θάλασσα, τα κύματα, ο άνεμος. Αριστερά μου η λεωφόρος, τα κτίρια, τα αυτοκίνητα: η ανθρώπινή μου πλευρά. Η πλευρά που θέλει τον έλεγχο, που προνοεί και προβλέπει και μαζεύει και αποθηκεύει και χτίζει και αναλύει και προφυλάσσεται για να επιβιώσει, που εγκαθιστά στατικά σχήματα και υπερκαλύπτει τη ζωτική φύση - που επιβάλλει νοητικά καταφύγια βομβών και προσκαλεί σε μια ιδιοκατοίκηση από την οποία προκύπτει η ψευδαίσθηση του ακίνητου παρατηρητή και συνεπώς του χρόνου. Δεξιά μου η αναπνοή. Εγώ είμαι. Αριστερά μου η ακμάζουσα αρρώστια η ανθοφόρα, εγώ είμαι. Αλλά το Εγώ έχει διαλυθεί. Απλώς είμαι. Είναι. Είμαι. - Μιχάλη μ' έχασες. - Α συγγνώμη, αφαιρέθηκα… τι λέγαμε; Α ναι… Αυτή η βαθύτερη συνείδηση λοιπόν…
Σε αυτήν τη βαθύτερη στρώση συνείδησης, ή, σε αυτό το οντολογικό υπόβαθρο αν θέλεις, (οντικό υπόβαθρο πιο απλά και πιο σωστά) πάνω και μέσα στο οποίο όλη η ύπαρξη βασίζεται, υφίσταται, και αντανακλάται, δεν υπάρχουν κύματα στην ουσία, παρά μόνο ο ωκεανός. Άρα το κύμα δεν «επιστρέφει» στον ωκεανό, διότι το κύμα δεν «έφυγε» ποτέ απ’ τον ωκεανό! Δεν υπάρχει θάνατος, διότι δεν υπάρχει γέννηση. Ο θάνατος και η γέννηση είναι φαινομενικές ψευδαισθήσεις που προκύπτουν από την εφήμερη φύση και την περιορισμένη σκοπιά του παρατηρητή. Δεν υπάρχει κύμα που «εμφανίζεται» και μετά «εξαφανίζεται», ούτε υπάρχει κυματάκι που «έρχεται απ’ τον ωκεανό» και μετά «επιστρέφει στον ωκεανό» - υπάρχει μόνο ο ωκεανός, και τα διάφορα πράγματα που κάνει ο ωκεανός. - Μιχάλη, με ζάλισες… - Εμ, τι να σε κάνω; Εσύ με ρώτησες! - Πες το ψέματα…
Ξαφνικά ακούγεται μια παράξενη σειρήνα στο βάθος. Ο Μιχάλης αγχώνεται, αλληθωρίζουν τα μάτια του, κοιτάει δεξιά-αριστερά, σφίγγει τα χέρια του και κουνιέται μπρος-πίσω, μπρος-πίσω. - Λοιπόν, πρέπει να την κάνω ρε. - Τι έπαθες; - Ο διάολος πάντοτε παραμονεύει Βασίληηηηη!
Ο νεκροθάφτης χαμογελάει φιλικά και του κλείνει το μάτι. - Παραμονεύει και η Ζωή όμως… - Η Ζωή ζει και βασιλεύει Βασίλη, αλλά η Ζωή πρέπει να κρυφτεί τώρα γιατί ο Χάρος την έχει πάρει χαμπάρι! Έλα όμως που ο Χάρος δεν έχει καταλάβει ότι και η Ζωή με τη σειρά της τον έχει πάρει πρέφα! Κι αυτός τώρα πανηγυρίζει με τους φίλους του, γελάνε, κολλάνε πέντε, χάϊ φάϊβ, χοροπηδάνε, αλληλοσυγχαίρονται και δε συμμαζεύεται. Βλέπουν το σκορ 3-0, 4-0, 5-0, 6-0, και δωσ’ του τα χτυπήματα στην πλάτη, και δωσ’ του τα γέλια, και τα συνθήματα, και σφίγγουνε και τα δύο χέρια ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι και θριαμβεύουνε. Η Ζωή όμως την τελευταία έσχατη στιγμή θα τους πάρει τη μπουκιά απ’ το στόμα και δεν θα ξέρουν από που τους ήρθε! Θα μείνουν με το στόμα ανοιχτό και δεν θα ξέρουν που βρίσκονται! Θα είναι όπως στο Καράτε Κιντ ΙΙΙ, όπου ο Ντάνιελ-σαν τις τρώει ανελέητα επί τρεις ώρες, και ξαφνικά στο τέλος-
Ο τσιγγάνος γυρνάει από τη θέση οδηγού του βαν και φωνάζει στον Μιχάλη: - Ρε Μιχάλη πρέπει να φύγουμε ρε συ, μας περιμένουν στη χωματερή! - Οπ, σόρυ Γιώργο, οκ, πάμε να φύγουμε μαν. Βασίλη, τα λέμε, πρέπει να την κάνω! - Γεια σου Μιχάλη, να προσέχεις. - Έγινε, έγινε. Γιώργο βαλ’ το μπροστά, πάμε! Γεια σου ωκεανεεεεεεε!
Το βανάκι ξεκίνησε μέσα σε ένα νέφος αιθαλομίχλης και άρχισε πάλι να παίζει το κασετόφωνο:
«Μη ζητάς να βρεις καλό Μπέσα μη ζητάς Στων ανθρώπων τις καρδιές Μέσα μην κοιτάς
Οι μισοί καλοί Σε μοναστηριού κελί Οι μισοί καλοί Σε μοναστηριού κελί
Κι οι άλλοι στο τρελάδικο Από κακό κι απ’ άδικο Κι οι άλλοι στο τρελάδικο Από κακό κι απ’ άδικο»
Καθώς απομακρυνόταν το βανάκι και το τραγούδι του Άκη Πάνου άρχισε να σβήνει στον ορίζοντα, αυτή η παράξενη σειρήνα που προηγουμένως είχε τρομάξει τον Μιχάλη τόσο πολύ άρχισε να διακρίνεται πάλι στο βάθος με όλη και μεγαλύτερη ένταση και σαφήνεια καθώς πλησίαζε το σταυροδρόμι. Όταν η αχνή σιλουέτα ενός άγνωστου οχήματος και ο περίεργος ήχος που τη συνόδευε έφτασαν στην κορυφή του λόφου και άρχισαν να κατεβαίνουν, ο Βασίλης ξεχώρισε μέσα στην αιθαλομίχλη της σιλουέτας αλλά και μέσα στο βάθος της μνήμης του μια ιδιάζουσα μελωδία κάποιας παλιότερης, περασμένης εποχής – δεν ήταν σειρήνα τελικά αλλά κάποιος φωνογράφος ή κάποιο vintage μουσικό κουτί!
Ο νεκροθάφτης θυμήθηκε πως δεν είχε φάει σχεδόν τίποτα εκείνη τη μέρα για πρωινό και πήγε να πάρει ένα 4x4 από τον παγωτατζή της γειτονιάς.
0 notes
andrewlovely · 9 months ago
Text
Οδός Μουσών
Οι μούσες κινδυνεύουν και ο γιος υπνοβατεί Οι πόρτες προς τα έξω και ανοίγουν σαν κελί Ο Χάρος περιφέρεται περήφανος εκτός Και ψάχνει ευκαιρία να αρπάξει πως και πως Να μπει κι αυτός εντός
Αφαίρεσε της ηθικής την κόκκινη γραμμή Του μπήκε στο μυαλό πως θα κερδίσει τη Ζωή! Με κάμερες και δόλωμα και σχέδια παντού Θαρρεί πως η Ζωή θα τους αφήσει να τη ζουν! Ελεύθερη, απτόητη, ασύδοτη σφαγή Ο γιος χάνει τη μάνα και η μάνα το παιδί
Ωμή λεηλασία – τη χάσαν’ την ουσία Και χάσαν’ τα μυαλά τους σε τρελή ανοησία Εμπρός παιδιά στη νίκη! Γιατί σας πιάνει φρίκη; Αυτόν εμείς δεν θέλαμε στενή και καταδίκη;
Αυτόν εμείς δεν θέλαμε νωπό και κρεμασμένο; Το έργο της ζωής του να πουλάμε νοθευμένο; Μα τι σας πιάνει τώρα; Γιατί σε πιάνουν τύψεις; Στην κρίσιμη στιγμή, και τώρα τον αφήνεις;
Φέρε το Σταυρό! Φέρε τον πυρσό! Άναψε πυρά, και σταύρωσε το γιο. Του δόθηκε ζωή, μια δεύτερη πνοή Εμείς θα τη στερήσουμε με μια υπογραφή. Ανείπωτη, αλόγιστη, ανούσια σφαγή Παιδί χάνει τη μάνα και η μάνα το παιδί - Σταντζοπετρίτης
“Sometimes the best way to expose the trapper is to spring the trap.”
0 notes
andrewlovely · 9 months ago
Text
Εάν είναι κάτι που έχω μάθει για τα καλά πλέον για όλους τους ανθρώπους, είναι ότι ο κάθε άνθρωπος βλέπει μόνο αυτά που θέλει να δει, και ακούει μόνο αυτά που θέλει να ακούσει. Όσα δείγματα και αν του δείξεις για το αντίθετο, δεν πρόκειται να αλλάξει τον τρόπο που σε βλέπει ή το τι θεωρεί για σένα, το τι θεωρεί ότι είσαι. Στην ουσία, ούτε σε βλέπει, ούτε σε ακούει – παρά μονάχα προσπαθεί να εντάξει το κάθε πράγμα που του λες και το κάθε τι που του δείχνεις στο δικό του προ υπάρχον σχήμα, στη δική του προκατάληψη. Θα σου έλεγα να μην μπαίνεις στον κόπο καν να δώσεις επεξηγήσεις ή διευκρινήσεις για το τι λες και το τι κάνεις, διότι ό,τι και να κάνεις, όσο κι αν προσπαθήσεις με καλή θέληση να δείξεις τι είσαι και ποιος είσαι και τι αντιπροσωπεύεις, αν αντιπροσωπεύεις κάτι, ο άλλος θα δει μόνο αυτά που θέλει να δει. Όμως αυτή η αδυναμία να μεταφέρεις την ουσία σου και την ποιότητά σου, την ταυτότητά σου, θα ανάψει μέσα σου μια φλόγα, μια λύσσα να μετουσιώσεις το είναι σου σε κάτι αντιληπτό, σε κάτι σχεδόν χειροπιαστό. Αυτή η αδυναμία εν τέλει θα λειτουργήσει θετικά, σαν λίπασμα αν θέλεις. Και από αυτό τα λίπασμα θα βγουν πολλά τριαντάφυλλα, τα οποία μπορείς να δώσεις ελεύθερα στον κόσμο, χωρίς να περιμένεις τίποτα για αντάλλαγμα. Εάν είναι να ζητάς κάτι, να ζητάς κι άλλο λίπασμα. Ο κάθε άνθρωπος που δεν σε βλέπει και εκ των πραγμάτων σε παραμορφώνει, θα αφήνει μια εκκρεμότητα μέσα σου η οποία θα σε βασανίζει… αλλά ταυτόχρονα θα σε ωθεί στη δημιουργία – ίσως με την ελπίδα ότι ένα μικρό γεφυράκι μπορεί να χτιστεί, ότι μια μικρή διάνοιξη μπορεί να γίνει. Δεν μπορεί βέβαια, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Κι αν εσύ πορεύεσαι περήφανος προς τη σίγουρη ήττα, αν συνεχίζεις απτόητος γνωρίζοντας όπως είπε ο ποιητής ότι η ζωή είναι μόνο για να χάσεις, αν μπορείς στο τέλος να πεις, «Ναι, ηττήθηκα, αλλά ρε γαμώτο πάλεψα, αγωνίστηκα, έκανα ό,τι μπορούσα», τότε φίλε μου καλέ, τότε φίλη μου καλή, μη στενοχωριέσαι καθόλου, και να είσαι περήφανη για τις ήττες σου. Η γενναία ήττα είναι η κληρονομιά και ο πολυτιμότερος θησαυρός του κάθε Έλληνα. Εάν την έχεις γνωρίσει, τότε σήκωσε το ανάστημά σου, ανύψωσε τους ώμους σου, δώσε ένα δυνατό χτύπημα στο στέρνο σου, και νιώσε ότι όπου και να βρίσκεσαι, όποια καταγωγή κι αν έχεις, εσύ έχεις τη ρωμιοσύνη μέσα σου. Έχεις κάτι που ζει, που μπορεί να μη βασιλεύει, αλλά που αποτελεί την καρδιά και τη ψυχή μιας μικρής χώρας από την οποία έτυχε να κατάγομαι.
0 notes
andrewlovely · 1 year ago
Text
Υστερία και Κόμπλεξ
Υπάρχουν άνθρωποι που συγχέουν τη μη τήρηση των νόμων της πολιτείας με την όποια παράβλεψη κάποιων άγραφων κανόνων της καθημερινότητας. Με μια υστερία μιλούν για την παρακμή της κοινωνίας μας, την αυθάδεια των νέων, κλπ, κλπ…
Στην πραγματικότητα, ναι, η πλήρης αγνόηση των δίκαιων νόμων της πολιτείας μπορεί να οδηγήσει όντως σε μια κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής. Μια υγιής περιφρόνηση όμως προς τους, σε τελική ανάλυση, αυθαίρετους και άγραφους κανόνες της καθημερινότητας, μπορεί και να μην οδηγήσει τελικά σε απολύτως τίποτα το φοβερό ή το αξιοσημείωτο.
Στη χειρότερη μπορεί να χαλάσει μια κάποια ιδανική και φαντασμένη αισθητική που κάποιοι νευρωτικοί τελειομανείς θέλουν παραδόξως να επιβάλλουν σε όλες τις καθημερινές συναναστροφές (και λέω παραδόξως διότι η αισθητική δεν επιβάλλεται… μόνο αυθόρμητα και αβίαστα μπορεί να εκφραστεί – η όποια επιβολή της την καθιστά αντιαισθητική. Η επιβεβλημένη αισθητική είναι σχήμα οξύμωρο).
Στην καλύτερη, και κατά τη γνώμη μου στην πιο πιθανή περίπτωση, μια χαλάρωση των άγραφων κανόνων της κοινωνίας μπορεί απλά να οδηγήσει στο να γίνουμε λιγότερο σφιγμένοι, κουρδισμένοι, υστερικοί και κομπλεξικοί.
Τώρα, μπορεί να ρωτήσει κάποιος: «ένας κόσμος όπου ο νέος δεν σηκώνεται για να δώσει τη θέση του στον ηλικιωμένο, είναι ένας καλύτερος κόσμος;»
Όχι, σε καμία περίπτωση.
Αλλά ένας κόσμος όπου δεν χρειάζεται πια να χαμογελάμε ψεύτικα ο ένας στον άλλον από «ευγένεια» ενώ δεν έχουμε διάθεση ή δεν είμαστε καλά, ναι, είναι ένας καλύτερος κόσμος.
0 notes