Don't wanna be here? Send us removal request.
Text
Μεταξύ Βέμπερ και Μαυρογιαλούρου: Πολιτική με ιδέες και πολιτική με πρόσωπα. Θ. Τσέκος
Διαβάζω τον Άρη Αλεξανδρή στην Καθημερινή υπό τον τίτλο 'Πρόσωπα ή ιδέες;' :
"...Διανύουμε μία ακόμη προεκλογική περίοδο κατά την οποία οι προσωπικότητες επισκιάζουν τα προγράμματα, τόσο τα εξαγγελθέντα και μη τηρηθέντα, όσο κι εκείνα που εξαγγέλλονται τώρα και αφορούν την επόμενη τετραετία...
.....Η έμφαση στα πρόσωπα αντί των ιδεών είναι καταστροφική και για τους πολιτικούς και για το εκλογικό σώμα· προτάσσει ένα ήθος επιφανειακού ανταγωνισμού και ξεμαλλιάσματος εκεί όπου η σύγκρουση θα έπρεπε να αφορά πολιτικές, στόχους και μετρήσιμα αποτελέσματα....
.....Δεν είναι κακό πράγμα η επικοινωνία· αρκεί το αντικείμενό της να μην είναι το ίδιο με το υποκείμενό της"
Ανήκοντας στην πρώτη γενιά της Μεταπολίτευσης, ναι εκείνη που (υπερ-) πολιτικοποιήθηκε και (υπερ -) "ιδεολογικοποιήθηκε", παρακολουθώ με κάποια απορία νέους και νέες φερέλπιδες πολιτικούς να διαβαίνουν με μεγάλη ευκολία τους ιδεολογικούς Ρουβίκωνες αναζητώντας ευνοϊκότερους εκλογικούς ορίζοντες στην αντίπερα όχθη.
Ευλόγως ίσως ρωτήσει κάποιος " Μα καλά παλαιότερα δεν υπήρξαν άνθρωποι που άλλαξαν παρατάξεις;" Ασφαλώς υπήρξαν. Με μιά σημαντική ωστόσο, διαφορά: οι μετακινήσεις ήταν κατά κανόνα προς ιδεολογικά όμορους χώρους και δεν συνεπάγονταν ολική αποκήρυξη των αξιών που μέχρι πριν από λίγο διακηρύσσονταν ή έστω τηρούνταν κάποια ιδεολογικά προσχήματα.
Σήμερα δεν μοιάζει να χρειάζονται πολιτικά επιχειρήματα και αρκεί απλώς μιά γενικόλογη διακήρυξη πίστης στο πρόσωπο του ηγέτη του φορέα υποδοχής.
Από την άλλη πλευρά βλέπουμε τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερο στα ψηφοδέλτια, στο όνομα της (αναγκαίας και ευπρόσδεκτης) ηλικιακής ανανέωσης, νέους ανθρώπους που σχετικά πρόσφατα έχουν, ας πούμε, ολοκληρώσει τις (λαμπρές, ας το δεχτούμε) σπουδές τους αλλά γενικώς ελάχιστα έχουν δοκιμαστεί στον επαγγελματικό στίβο και στα βάσανα της πραγματικότητας. Ή αντίθετα άλλους που έχουν διαπρέψει επ' ολίγον σε κάποιο πεδίο που προσφέρει δημοσιότητα και βλέπουν την πολιτική σαν μιά δεύτερη ευκαιρία για αλλαγή (και επέκταση) σταδιοδρομίας.
Η είσοδος στην πολιτική ανθρώπων με αυτό το προφίλ μας παραπέμπει στην έννοια του "ζειν από την πολιτική" και όχι του "ζειν για την πολιτική", για να χρησιμοποιήσουμε μια διάκριση του Μαξ Βέμπερ σε μία διάλεξή του στα 1918 όπου αντιπαραθέτει την "πολιτική ως κλήση" και την "πολιτική ως επάγγελμα".
Μια τέτοια επιλογή -της πολιτικής κυρίως ως σταδιοδρομίας και δευτερευόντως ή τριτευόντως ως δημόσιας παρέμβασης και κοινωνικής ευθύνης- τείνει σχεδόν πάντα να συνδυαστεί με μιά επικοινωνιακή στρατηγική όπως εκείνη που επισημαίνει ο Άρης Αλεξανδρής όπου " το αντικείμενό της είναι το ίδιο με το υποκείμενό της".
Αν όμως αυτό που επικοινωνείται δεν είναι πολιτικές και ιδέες αλλά ο ίδιος ο υποψήφιος και τα -υπαρκτά ή υποτιθέμενα- προσωπικά χαρίσματά του, ενώ τελικό ζητούμενο της εκλογικής συμμετοχής δεν είναι η πολιτική δηλαδή συγκεκριμένες - ιδεολογικά καθορισμένες- δημόσιες πολιτικές αλλά η σταδιοδρομία, τότε έχουμε εκλογικές διαδικασίες με υποψήφιους/ες αλλά χωρίς διακυβεύματα πολιτικής.
Έτσι διευκολύνεται η μετακίνηση μεταξύ παρατάξεων, οι πολιτικές μεταγραφές, χωρίς ιδεολογικά όρια, αλλά και χωρίς ηθική ζημία ούτε του μετακινούμενου ούτε του φορέα υποδοχής.
Διότι όταν δεν επιλέγουμε πολιτικές αλλά (υποτιθέμενους) ικανούς διαχειριστές ή ακόμα χειρότερα όταν ταυτίζουμε τις (απροσδιόριστες) πολιτικές με τα πρόσωπα , τότε τα ιδεολογικά και προγραμματικά στοιχεία χάνουν την σημασία τους.
Όλα τούτα όμως φοβούμαι πως μας οδηγούν στο οξύμωρο μιας "απολίτικης πολιτικής" και σε μια πολιτική ελίτ, που αν δεν είναι "προνεωτερική", δηλαδή - για να μνημονεύσουμε και πάλι τον Βέμπερ - μη ορθολογική (με βάση την ικανότητα αντιμετώπισης προβλημάτων) αλλά χαρισματική (με "χαρίσματα" επικοινωνιακά κατασκευασμένα ή υπερτονισμένα) και κληρονομική (μέσα από δίκτυα νεποτισμού οικογενειακού ή μιντιακού) είναι τουλάχιστον... προ-μεταπολιτευτική, εν ολίγοις "μαυρογιαλουρική".
0 notes
Text
"Τι είναι η Κλασσική Αριστερή ατζέντα; Ανάπτυξη με οικονομική και πολιτική ισότητα."
του Μπράνκο Μιλάνοβιτς
[Ο Σερβικής καταγωγής Καθηγητής του City University of New York και τ. Επικεφαλής οικονομολόγος του ερευνητικού τμήματος της Παγκόσμιας Τράπεζας υπενθυμίζει ότι η 'ταυτοτική' και 'δικαιωματιστική' αριστερά αφήνοντας σε μεγάλο βαθμό έξω από τον προβληματισμό της την σφαίρα του οικονομικού απεμπολεί την ουσία του ιστορικού της ρόλου.
Το ίδιο ισχύει και για μερίδα της "πράσινης αριστεράς" που τοποθετείται απέναντι στην ίδια την έννοια της περαιτέρω οικονομικής μεγέθυνσης μιλώντας για "αποανάπτυξη".
Ασκεί τέλος κριτική στην αντίληψη, που αφορά κυρίως το Δημοκρατικό κόμμα, περί "εξαγωγής της δημοκρατίας" μέσω κρατικής πολιτικής και στρατιωτικής επιρροής.
Η πολύπλευρη αυτή κριτική τον οδηγεί στην "επανα-ανακάλυψη" και αναδιατύπωση μερικών σταθερών αξιών της κλασσικής προοδευτικής πολιτικής, της "παλιάς καλής σκέψης" της (δημοκρατικής και σοσιαλιστικής) αριστεράς.
Όλα τα παραπάνω είναι τμήματα μιας ��υρύτερης συζήτησης που διεξάγεται κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά αφορά και την Ευρώπη. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο blog του 'Global inequality and More 3.0' στις 7/9/22]
" Είχα μια συζήτηση με τους Alex Hochuli και Philip Cunliffe οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτό που έχω αποκαλέσει “κλασσική αριστερά” [*] και νομίζω ότι ίσως είναι χρήσιμο να τα ξαναγράψω για αυτήν ελπίζοντας να δείξω ότι τα χαρακτηριστικά της μπορούν εύκολα να γίνουν εφαρμόσιμες πολιτικές και δεν είναι απλώς ένα σύνολο ωραίων ιδεών.
[ * Ο Μιλάνοβιτς χρησιμοποιεί τον όρο “paleo-left”. Άν και ελληνικής ρίζας η απόδοσή της ως ”παλαιο-αριστερά”, έχοντας μάλλον αρνητική χροιά, δεν θα απέδιδε το πνεύμα του συγγραφέα]
Η κλασσική αριστερά, κατά τη γνώμη μου, ορίζεται από τέσσερις βασικούς άξονες: είναι υπέρ της ανάπτυξης, υπέρ της ισότητας, υπέρ της ελευθερίας του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι και υπερ της διεθνούς ισότητας. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω το καθένα από αυτά.
Όντας κάποιος υπέρ της ανάπτυξης σημαίνει ότι αναγνωρίζει πως το εισόδημα και ο πλούτος είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη αυτοπραγμάτωση και ελευθερία. Δεν μπορούμε να επιτύχουμε τις πλήρεις δυνατότητές μας, ούτε να απολαύσουμε άλλες μη βιοποριστικές δραστηριότητες αν δεν έχουμε αρκετό εισόδημα για να μην ανησυχούμε πού θα βρεθει το επόμενο γεύμα μας ή πού θα κοιμηθούμε το επόμενο βράδυ.
Η κλασσική αριστερά είναι ενάντια στη συνεχή υποβάθμιση της σημασίας της ανάπτυξης γιατί αναγνωρίζει ότι για έναν απλό άνθρωπο μ��νο οι βελτιωμένες υλικές συνθήκες ζωής ανοίγουν το «βασίλειο της ελευθερίας»: δεν θέλουμε νοικοκυριά όπου οι μητέρες πρέπει να πλένουν ρούχα στο κοντινό ποτάμι ή στην μπανιέρα. Θέλουμε νοικοκυριά με πλυντήρια. (Φυσικά, για άτομα που έχουν ήδη πλυντήρια ρούχων, αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια ασήμαντη απαίτηση. Αλλά για τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό που δεν έχει, δεν είναι καθόλου ασήμαντο.)
Ωστόσο μια ανάπτυξη-αυτοσκοπός χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ποιος ωφελείται από αυτήν δεν είναι ούτε ηθικά αποδεκτή ούτε πολιτικά βιώσιμη. Εδώ έρχεται η δεύτερη παράμετρος: η οικονομική ισότητα. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι τυφλή, ούτε μπορεί να είναι τέτοια ώστε το μεγαλύτερο μέρος της, όπως στις ΗΠΑ την περίοδο 1986-2007, να ιδιοποιείται από τους πλούσιους. Η ανάπτυξη πρέπει να αποβαίνει υπέρ των φτωχών, πράγμα που σημαίνει ότι τα εισοδήματα των κατώτερων ομάδων πρέπει να αυξάνονται, σε ποσοστιαία βάση, τουλάχιστον όσο τα εισοδήματα των πλουσιότερων ομάδων.
Πώς θα το πετύχουμε αυτό; Όχι μόνο μέσω της άμεσης ή της έμμεσης φορολογίας των δραστηριοτήτων αλλά και των πολυτελών αγαθών που καταναλώνουν οι πλούσιοι (ο τελευταίος είναι ένας πόρος που, κατά τη γνώμη μου, δεν αξιοποιείται όσο θα έπρεπε). Μπορεί επίσης να επιτευχθεί και μέσω υψηλών φόρων κληρονομιάς που θα εξασφάλιζαν σε όλους εύλογα ισότιμη θέση εκκίνησης ανεξαρτήτως γονικού πλούτου, με σχεδόν ή πλήρως δωρεάν δημόσια εκπαίδευση και δημόσια υγεία και με ειδική στήριξη στους νέους, για την εξεύρεση της πρώτης τους εργασίας. Οι νέοι στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες αποτελούν μια ομάδα που χρειάζεται αντίστοιχη στήριξη με αυτην που κατάφεραν να διασφαλίσουν πολιτικά οι άνθρωποι, που είναι σήμερα ηλικιωμένοι, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Η μείωση των ανισοτήτων εισοδήματος και πλούτου είναι ταυτόχρονα στόχος και εργαλείο για την επίτευξη κάτι άλλου: της σχετικής πολιτικής ισότητας. Αυτή η ισότητα υπονομεύεται στις σημερινές προηγμένες κοινωνίες, όχι, όπως υποστηρίζεται, από έναν -ανεπαρκώς οριζόμενο- «λαϊκισμό», αλλά από έναν τελειως αντίστροφο κίνδυνο: αυτόν της πλουτοκρατίας. Το ότι οι πλούσιοι χρηματοδοτούν τις εκστρατείες, των πολιτικών (γεγονός που συνιστά απλώς μια ελαφρά μορφή δωροδοκίας) και ελέγχουν τα περισσότερα από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, υποσκάπτει την πολιτική ισότητα.
Η κλασσική αριστερά θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, ��α αποφεύγει όρους τους οποίους ο νεοφιλελεύθερος λόγος έχει δεσμεύσει και έχει καταστήσει χωρίς νόημα, όπως ο όρος «δημοκρατία». Πρέπει να αποδεχτούμε ότι ο όρος «δημοκρατία» έχει δεσμευθεί από τη νεοφιλελεύθερη πλουτοκρατία με τον ίδιο τρόπο που ο όρος «λαός» ιδιοποιήθηκε από τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ανατολική Ευρώπη. Και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μιά διαφορετική πραγματικότητα.
Αντίθετα, η κλασσική αριστερά θα πρέπει να επικεντρωθεί σε κάτι πολύ πιο πραγματικό και μετρήσιμο: την σχετική πολιτική ισότητα. Η επίτευξή της συνεπάγεται δημόσια χρηματοδότηση των πολιτικών εκστρατειών, όρια (ή απαγορεύσεις) στον έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τους πλούσιους (πχ όχι ιδιοκτησία της «Washington Post» από τον Τζεφ Μπέζος) και ισότιμη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία που σημαίνει διευκόλυνση συμμετοχής στις εκλογές για τους σκληρά εργαζόμενους. Οι εκλογές στις ΗΠΑ έχουν προγραμματιστεί σκόπιμα μια εργάσιμη ημέρα και δεν αποτελεί έκπληξη, ούτε διαφήμιση για τη «δημοκρατία», το γεγονός ότι ακόμη και στις πιο σημαντικές εκλογές το μισό του εκλογικού σώματος απλώς δεν συμμετέχει.
Η κλασσική αριστερά αναγνωρίζει επίσης ότι οι ελευθερίες του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι καθίστανται σε μεγάλο βαθμό άνευ νοήματος εφόσον δεν διασφαλίζεται ένας ελάχιστος βαθμός πολιτικής ισότητας. Άτομα με μικρή ή και μηδενική ισχύ μπορούν να περνούν ώρες και μέρες στο Twitter, αλλά θα έχουν μηδενική πολιτική επιρροή σε σύγκριση με καλά αμειβόμενα και οργανωμένα think-tanks και άλλους θεσμούς που στόχος τους είναι να επηρεάσουν άμεσα την πολιτική. Είναι σε αυτόν τον τομέα που μια αόριστη χρήση του όρου «δημοκρατία» στην πραγματικότητα κρύβει τεράστια ανισότητα στην πρόσβαση στην πολιτική εξουσία.
Ο τελευταίος άξονας είναι ο διεθνισμός. Αυτό είναι, φυσικά, ένα παλιό αριστερό σύνθημα αλλά δεν πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι που απλώς προσκολλάται στην υπόλοιπη εγχώρια ατζέντα. Αποτελεί συστατικό μέρος μιας συνολικής ατζέντας. Η κλασσική αριστερά αποδέχεται ότι διαφορετικές χώρες και πολιτισμοί μπορεί να έχουν διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους επιλέγουν τις κυβερνήσεις τους ή με τους οποίους ορίζουν την πολιτική νομιμότητα. Η κλασσική αριστερά δεν είναι ιδεολογικά ηγεμονική.
Η κλασσική αριστερά μπορεί (και πρέπει) να πιστεύει ότι η δική της προσέγγιση είναι η καλύτερη, και είναι σωστό να την υποστηρίζει, αλλά το επιχείρημα πρέπει να παραμένει πάντα στο επίπεδο των ιδεών : πρέπει να αποφεύγονται οι χονδροειδείς παρεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών και προφανώς δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιεί βία.
Η κλασσική αριστερά πρέπει τέλος να απαλλαγεί από τη βλαβερή ιδέα μιας «φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης», η οποία είτε δεν έχ��ι νόημα (καθώς αλλάζει ανάλογα με το τι είναι πολιτικά βολικό για τους υποστηρικτές της) είτε είναι μια καθαρή πρόσκληση για τη διεξαγωγή πολέμων. Πρέπει να αντικατασταθεί από τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου όπως ορίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη και από άλλους θεσμούς που περιλαμβάνουν όλους τους λαούς.
Η διάδοση των ιδεών της αριστεράς πρέπει να γίνεται αποκλειστικά και μόνο με μη βίαια μέσα και με σεβασμό σε άλλους πολιτισμούς και κράτη, και χωρίς κανενός είδους εξαναγκασμό.
Υπάρχουν πολλά άλλα ζητήματα που δεν μπορούν να καλυφθούν άμεσα από αυτούς τους απλούς κανόνες. Αφορούν τη μετανάστευση, την ισότητα των φύλων και των φυλών, τις σχέσεις μεταξύ εκκλησίας και κράτους κ.λπ. αλλά μπορούν, πιστεύω, να συναχθούν σχετικά εύκολα από αυτές τις τέσσερις γενικές αρχές ".
0 notes
Text
ΣΕ ΑΝΑΖΉΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΕΦΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
Η επιτελική ικανότητα ενός πολιτικο - διοικητικού μηχανισμού (ενός κράτους πχ, ή ενός αυτοδιοικητικού οργανισμού ή και ενός υπερεθνικού σχηματισμού όπως η ΕΕ) συνίσταται στην δυνατότητά του να επιτυγχάνει συλλογικά επιθυμητά αποτελέσματα.
Δηλαδή στην δυνατότητά του να σχεδιάζει και να εκτελεί επιτυχώς, να αξιολογεί και να βελτιώνει, τομεακές δημόσιες πολιτικές.
Δεδομένου δε ότι τα επιθυμητά αποτελέσματα κατά κανόνα προκύπτουν στο πεδίο τομής, στον κοινό τόπο, περισσότερων της μιας τομεακών πολιτικών, η κεντρική συντονιστική λειτουργία καθίσταται ζωτικό κομμάτι της επιτελικής ικανότητας.
Ο συντονισμός της χωροταξικής και της αναπτυξιακής πολιτικής ή της εκπαιδευτικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα.
"Η επιτελικότητα του κράτους είναι θέμα θεσμών και διαδικασιών, όχι προσώπων" διαβάζω σε πρόσφατο άρθρο, στην Καθημερινή, του Δ. Παπαδημητρίου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.
Ορθό δεοντολογικά αλλά, στην περίπτωση της χώρας μας, μη επαληθευόμενο οντολογικά.
Έτσι θα έπρεπε να είναι και, εν πολλοίς, έτσι είναι σε βεμπεριανά ορθολογικά συστήματα διοίκησης.
Όχι όμως σε πελατειακά συστήματα τα οποία έχουν πάντα προσωποπαγή χαρακτήρα και η λειτουργία τους είναι προϊόν διαπροσωπικών και ομαδικών συσχετισμών.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως γράφει και ο Παπαδημητρίου "Το διοικητήριο της κυβέρνησης μοιάζει περισσότερο με ένα δίκτυο φίλων, χωρίς χαρακτηριστικά μιας μόνιμης, διατηρήσιμης, διοικητικής δομής."
Αυτό για την Ελλάδα δεν είναι εξαίρεση, είναι ο κανόνας. Και δεν οφείλεται στην συγκυρία αλλά σε αίτια δομικά. Στην ιστορικά κυρίαρχη πελατειακή κουλτούρα που καθορίζει -συλλογικά και ατομικά- κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, στο ισχυρότερο τουλάχιστον τμήμα του, δηλαδή τα κυβερνητικά κόμματα, όπως όλα τα πελατειακά συστήματα, συγκροτείται υπό την μορφή ασταθών και μεταβλητών διαπροσωπικών δικτύων που δομούνται γύρω από περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς κομματικούς βαρώνους.
Αυτά, κυρίως κατά τις κυβερνητικές περιόδους των κομμάτων, συνδέονται και αλληλεπιδρούν με σταθερότερα δίκτυα γραφειοκρατικών και τομεακών συμφερόντων.
Οι παραγόμενες πολιτικές αποτελούν προϊόν του συσχετισμού ισχύος των εμφωλευμένων στα δίκτυα αυτά ομάδων συμφερόντων.
Και ο μόνος εφικτός, υπό τις δεδομένες συνθήκες, τρόπος κυβερνητικού συντονισμού είναι η κεντρική επιβολή ενός πραγματικά ισχυρού ηγέτη, ικανού να επιβληθεί στις πολιτικές βαρωνίες. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, άρα σπάνιο.
Επειδή, γενικότερα, η ρίζα του είναι πολιτισμική, άρα βαθύτατη, το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται εύκολα με θεσμικά και διαδικαστικά εργαλεία.
Αυτός είναι και ο λόγος που στην Ελλάδα ιστορικά αποτυγχάνουν ( ή , έστω, δεν επιτυγχάνουν όσο θα ανέμενε κανείς και όσο θα έπρεπε) οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις.
Απαιτείται δραστική αλλαγή πολιτικο- διοικητικής αλλά (ακόμη περισσότερο) και κοινωνικής κουλτούρας.
Και αυτό δεν είναι κάτι που διασφαλίζεται με θεσμικές αλλαγές.
Δεν είναι καν κάτι που επιτυγχάνεται ενδογενώς, κάτι δηλαδή που μπορεί να προκύψει από την εσωτερική δυναμική του συστήματος. Απαιτείται ισχυρή εξωτερική επίδραση.
1 note
·
View note
Text
ΦΑΝΤΑΣIΑ, ΔΗΜΙΟΥΡΓIΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑ
Συμπληρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου, ένας χρόνος από τον αδόκητο θάνατο του David Graeber. Ο Καθηγητής του London School of Economics και παλαιότερα του Yale πέθανε, από οξεία σύντομη ασθένεια, ενόσω βρισκόταν για διακοπές στην Βενετία , σε ηλικία 59 ετών.
Κοινωνικός και οικονομικός Ανθρωπολόγος, γεννημένος στην Νέα Υόρκη, o Graeber υπήρξε μαθητής του Marshall Sahlins και έγινε διεθνώς γνωστός γράφοντας δοκίμια αλλά και best sellers, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα όπως η γραφειοκρατική αλλοτρίωση και η συμμετοχική δημοκρατία.
Ο Graeber τόνισε την ιδέα ότι η πλέον αποκλειστική και ουσιαστική ανθρώπινη ιδιότητα είναι η ικανότητα κατ αρχή να φανταζόμαστε νέα πράγματα και στην συνέχεια να τα δημιουργούμε.
Η αλλοτρίωση επέρχεται όταν χάνουμε τον έλεγχο αυτής ακριβώς της διαδικασίας: της φαντασίας και της δημιουργίας. Το να είμαστε υποχρεωμέν��ι να απασχολούμε και να δεσμεύουμε το μυαλό μας με βαρετές, μηχανικές δουλειές είναι αυτό που προκαλεί την αλλοτρίωση διότι μειώνει την ικανότητα αλλά και την επιθυμία να κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά.
Το βασικό πρόβλημα με την μαζική παραγωγή και τις τυποποιημένες διαδικασίες της είναι το ότι χρειάζεται και δημιουργεί μια τεράστια γραφειοκρατία, η οποία με τη σειρά της αναπαράγει μιά πληθώρα τυποποιημένων, επαναλαμβανόμενων, μη δημιουργικών δραστηριοτήτων, που ο Graeber αποκάλεσε "βλακώδεις εργασίες" (bullshit jobs) . Η εμπλοκή μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε τέτοιου είδους δραστηριότητες τους αποστερεί την ικανότητα της φαντασίας και της ουσιαστικής δημιουργίας, αλλοτριώνοντας τις σύγχρονες κοινωνίες.
Υπ' αυτήν την έννοια, λοιπόν, υποστήριξε ότι εκείνο που μπορεί να ορίσει την πρόοδο και να την διαχωρίσει από την συντήρηση, είναι η έμφαση στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και την φαντασία ως θεμελιώδεις οντολογικές αρχές. Στο ότι δηλαδή οι άνθρωποι , σε αντίθεση με άλλα έμβια όντα, δεν είναι υποχρεωμένοι να υποτάσσονται σε μια δεδομένη φυσική ή κοινωνική τάξη πραγμάτων αλλά μπορούν να την φαντάζονται δημιουργικά να την παράγουν να την αναδιατάσσουν και να την διασκευάζουν όπως εκείνοι επιθυμούν- ή τουλάχιστον να το σχεδιάζουν και να το προσπαθούν. Με τα δικά του λόγια : «Η απόλυτη αλήθεια αυτού του κόσμου είναι πώς τον φτιάχνουμε εμείς και άρα θα μπορούσε να τον φτιάξουμε και με διαφορετικό τρόπο ».
Όπως έγραψε πρόσφατα ο Aaron Vansintjan στο Green European Journal, ο Graeber διαμόρφωσε μια διαφορετική έννοια της δημοκρατίας. Αντί για μια γραφειοκρατική διαδικασία που πρέπει να επανανομιμοποποιείται περιοδικά, η δημοκρατία γίνεται αντιληπτή ως μια διαρκής, ευφάνταστη, ενεργητική και δημιουργική και τελικά έντονα προσωπική υπόθεση. Για τον Graeber δεν υπάρχει κάποια αναπόφευκτη διαδρομή προόδου προς περισσότερη ή βαθύτερη δημοκρατία. Η δημοκρατία πρέπει να παραγεται, να ενσωματώνεται ενεργά σε θεσμούς, να προστατεύεται και να ανανεώνεται συνεχώς.
..................................
Ένα κείμενο για τον Graeber και την κριτική του στην γραφειοκρατία που δημοσιεύθηκε πέρσι στο Public Policies Greece:
0 notes
Text
ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Ο ΚΑΤΣΊΜΠΑΛΗΣ;
Θ.Ν.Τσέκος Τον ψάχνω κοντά δυο χρόνια τώρα - νάναι και παραπάνω.
Κάθε φορά που περνάω από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων προς την Ασκληπιού (ο πλακοστρωμένος διάδρομος εκεί έχει μιά ενδιαφέρουσα ιστορία , θα την πω άλλη φορά) περιμένω να τον δω στην θέση του.
Δεν είναι όμως. Η προτομή που φιλοτέχνησε ο Κ. Παλαιολόγος και τοποθετήθηκε εκεί το 2007, εξακολουθεί να λείπει.
Συντήρηση πιθανώς, αλλά δύο χρόνια;
Πάει ο νους μου σε συνομωσία. Κάποιος δημοτικός υπάλληλος, ίσως, φίλος των γραμμάτων οπωσδήποτε - και είρων, ορθώνει γραφειοκρατικά εμπόδια. Θεωρεί μήπως ότι το κενό βάθρο συμβολίζει ακριβέστερα την παρουσία του τιμώμενου στα ελληνικά γράμματα;
Επιθυμεί ενδεχομένως κάτι πιο διακριτικό, αυτή την απλή στήλη, για τον κατά Χένρι Μίλερ 'Κολοσσό του Μαρουσιού' -Κολοσσό της Πεύκης στην ουσία, Μαγκουφάνα τότε, εκεί ήταν το εξοχικό του.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει για αυτόν μόλις τον γνώρισε , στον Γιώργο Σεφέρη: ”Ένα πρόσωπο σημαντικό, παλαιός πολεμιστής και πρωτοπαλίκαρο με μαγκούρα του βενιζελισμού και του παλαμισμού “. Και αργότερα, πάλι στον Σεφέρη, “ Βλέπω συχνά τον αναντικατάστατο Κατσίμπαλη μπέη, τρώμε σα λύκοι, γελούμε σα θεοί, παίζουμε φάπες και συχνάζουμε στο Ατελιέ [ : γκαλερί και καλλιτεχνικό στέκι ] που κρατά στη διάθεση των μελών του μιαν αρκετά ενδιαφέρουσα συλλογή από ζωντοχήρες για όλα τα γούστα”.
Καλοφαγάς, πότης, αθυρόστομος έως βωμολοχίας, δεινός συζητητής (χωρίς όμως ευχέρεια στον γραπτό λόγο), μιά πληθωρική, “υπερβολική” προσωπικότητα. Στα είκοσί του έφυγε από την οικογένειά του στο Παρίσι για να φθάσει -αφού πρώτα το πλοίο του τορπιλήσθηκε και βυθίστηκε - στην Θεσσαλονίκη και να καταταγεί στην βενιζελική Εθνική Άμυνα. Πολέμησε στον Πρώτο πόλεμο και τραυματίστηκε. Εισοδηματίας, ταξίδεψε αρκετά , και αφιέρωσε την ζωή του στα γράμματα (των άλλων).
Τόσο ο ίδιος, όσο και ο πατέρας του Κώστας που πέρασε την ζωή του στο Παρίσι, δεν χρειάστηκε να εργαστούν, ζώντας από την τεράστια περιουσία του παππού Γεωργίου Κατσίμπαλη. Αυτός ξεκίνησε ως καροτσέρης και αραμπατζής στην Αρκαδία και κατέληξε ζάμπλουτος, με ακίνητα, μεταξύ άλλων, στην πλατεία Συντάγματος, αρχοντικό στην Όθωνος (πουλήθηκε σε μαυραγορίτη στην Κατοχή) και τετρακόσια στρέμματα στην Πεύκη όπου και η εξοχική κατοικία της οικογένειας.
Ο πατέρας αφιερώθηκε σε μεταφράσεις τις οποίες εξέδιδε, ασφαλώς, ιδίοις αναλώμασι. Ο ίδιος ο Γιώργος Κατσίμπαλης έγραψε ελάχιστες κριτικές και συνέταξε βιβλιογραφίες, αλλά κυρίως στήριξε νέους λογοτέχνες στους οποίους πίστεψε καθώς και λογοτεχνικά περιοδικά, με σπουδαιότερο τα Νέα Γράμματα, την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση αλλά ακόμη και τον παλιό Νουμά που πάλευε τότε να επιβιώσει. Φανατικός Παλαμικός, ενθουσιάστηκε με την ποιητική του Σεφέρη βάζοντας, μόλις εκδόθηκε η πρωτόλεια Στροφή, τον επίσης νεο-εμφανιζόμενο Ανδριώτη κριτικό Ανδρέα Καραντώνη να γράψει όχι ένα άρθρο αλλά ένα ολόκληρο βιβλίο με τίτλο “Ο Ποιητής Γιώργος Σεφέρης”. Στην περίπτωση αυτή η σπουδή που επέδειξε ευτυχισε ,σε άλλες όχι αν πιστέψουμε τον Θανάση Πετσάλη που γράφει πως η επιρροή του Κατσίμπαλη στον Καραντώνη δεν ήταν πάντα επωφελής, αφού τον έκανε να σπαταλά το κριτικό του τάλαντο επί δικαίων και αδίκων.
Τον Κατσίμπαλη τον συμπεριλαμβάνουν στην “γενια του τριάντα” χωρίς να έχει γράψει τίποτα.. Βρίσκεται και στην περίφημη φωτογραφία σε περίοπτη θέση.
Εκείνο που εντυπωσιάζει σήμερα είναι πως δύο γενιές ραντιέρηδων αφιέρωσαν την ζωή τους , όχι μόνο την περιουσία τους, στα γράμματα. Οι σύγχρονοι αντίστοιχοι τις αναλώνουν κατά κανόνα σε "μαγαζιά" πολυτελείας στην Μύκονο και στο Ντουμπάι. Ο Γιώργος Κατσίμπαλης απέφευγε τα κοσμικά μέρη και σύχναζε με την -πνευματική και γήινη- παρέα του στα ταβερνάκια του Μαρουσιού, λστρεύοντας, λέει ο Πετσάλης, τη φάβα με μπόλικο κρεμμύδι .
Για όλα αυτά - την βενιζελική του μαχητικότητα, την πληθωρική του προσωπικότητα, τον κρίσιμο ρόλο του στα λογοτεχνικά παρασκήνια, κινητήρια δύναμη της σπουδαιότερης πνευματικής περιόδου της χώρας μας -πολύ είχα χαρεί όταν προ δεκαπενταετίας είδα την προτομή του στον κήπο του πνευματικού κέντρου. Για αυτό και με λυπεί η παρατεταμένη απουσία από το βάθρο της και θα ήθελα να την δω στην θέση της.
1 note
·
View note