#επαναφέρει
Explore tagged Tumblr posts
Text
Βρετανικό εργαστήριο επαναφέρει τα κατοικίδια…στη ζωή – Η μέθοδος κλωνοποίησης. Σήμερα ζώα, αύριο ανθρώπους… Είτε πρόκειται για γάτα, σκύλο ή ακόμα και για το άλογο της οικογένειας, ο θάνατος ενός κ��τοικίδιου ζώου μπορεί να προκαλέσει μια ισχυρή αίσθηση θλίψης. Αυτή την θλίψη εκμεταλλεύονται κάποιοι που έχουν προχωρήσει στην τεχνολογία κλωνοποίησης προκειμένου να φέρουν το ζώο τους «πίσω ... Περισσότερα εδώ: https://romios.gr/vretaniko-ergastirio-epanaferei-ta-katoikidiasti-zoi-i-methodos-klonopoiisis-simera-zoa-ayrio-anthropoys/
#Επίκαιρα#ανθρώπους#αύριο#Βρετανικό#επαναφέρει#εργαστήριο#ζώα#ζωή#κατοικίδιαστη#κλωνοποίησης#μέθοδος#Σήμερα#τα
0 notes
Text
Εξέδιδε τη Μαρία Κάλλας τελικά η μάνα της;
Στο νέο biopic με την Αντζελίνα Τζολί η μητέρα της νεαρής Μαρίας Κάλλας την εξαναγκάζει σε συνευρέσεις με Γερμανούς ναζί στην κατοχική Αθήνα. Ποια είναι όμως η αλήθεια;
Όλη η ταινία «Μaria» είναι μια αναδρομή παραζάλης και σύγχυσης. Η Μαρία Κάλλας έχει πάρει το μονοπάτι που οδηγεί στο τέλος κι αυτό το γνωρίζουν όσοι ελάχιστοι έχουν απομείν��ι δίπλα της να φροντίζουν τα ξέφτια ενός μύθου. Εξαρτημένη από ηρεμιστικά, μόνη και οριστικά ματαιωμένη, ζει την τελευταία της εβδομάδα. Μέσα σε αυτόν τον στρόβιλο αναμνήσεων προφανώς υπάρχει αναφορά στα χρόνια της στην Ελλάδα.
Ας πάμε κατευθείαν στην επίμαχη σκηνή σε μια Αθήνα αιχμάλωτη, φτωχή, ασπρόμαυρη, θλιβερή, σε ένα κτίριο που μπορεί να μην πολυθυμίζει τα σπίτια πέριξ της Πατησίων από τα οποία πέρασε κατά την εφηβεία της η Μαρία Κάλλας, ωστόσο το μήνυμα είναι σαφές: το πλάνο δείχνει τη μητέρα της Λίτσα (την υποδύεται η Λυδία Κονιόρδου) να οδηγεί δυο στρατιωτικούς των δυνάμεων κατοχής σε ένα δωμάτιο για να τους «δείξει» τα δυο κορίτσια, τη Μαρία και την αδερφή της Τζάκι.
Η μία δίπλα στην άλλη, άγουρες και ντροπαλές, τραγουδούν:
Πού ’ναι εκείνα μου τα κάλλη Πού ’ναι η τόση εμορφιά Στην Αθήνα δεν είχε άλλη Τέτοια λεβεντιά
Ήμουν κούκλα ναι στ’ αλήθεια Με μεγάλη αρχοντιά Δε σας λέγω παραμύθια Τρέλανα ντουνιά
Μα μ’ έμπλεξε ένας μόρτης Αχ ένας μάγκας πρώτης Μου πήρε ό,τι είχα και μ’ αφήνει Μου πήρε την καρδιά μου Τα νιάτα τα λεφτά μου Κι απ’ τον καημό φουμάρω κοκαΐνη.
«Αυτή μπορεί να χορέψει, η άλλη μπορεί να τραγουδήσει», λένε οι δυο ξένοι όταν τα κορίτσια τελειώνουν το τραγούδι. «Είναι 100 δραχμές», τους λέει η μητέρα κι εκείνοι επανέρχονται: «Τι άλλο μπορούν να κάνουν;». Καθένας διαλέγει από μια κόρη. Η νεαρή Μαρία αρχίζει να γδύνεται μπροστά στον «πελάτη», αλλά εκείνος, γοητευμένος από τα φωνητικά της χαρίσματα, φαίνεται πως πλήρωσε για άλλο λόγο. «Όχι ακόμα. Τώρα τραγούδα!» της λέει κι εκείνη ξεκινά με την άρια «L’amour est un oiseau rebelle» από την «Κάρμεν».
Όπως καταλαβαίνουμε, η ταινία «Μaria» με την Αντζελίνα Τζολί στον ομώνυμο ρόλο (βγαίνει στις αίθουσες 5 Δεκεμβρίου) δείχνει καθαρά, παρά την επικράτηση των ψυχοτρόπων, ότι η μητέρα της Κάλλας την εξέδιδε σε Ιταλούς και Γερμανούς στην Κατοχή, την περίοδο δηλαδή που η 17χρονη Μαρία Καλογεροπούλου έμενε στην Αθήνα.
youtube
Η δεύτερη στιγμή στην οποία η ταινία επαναφέρει σαφέστατα το θέμα της εκπόρνευσης είναι λίγο πριν από το τέλος. Σε ένα καφέ στο Παρίσι η Μαρία, που κατηφορίζει πια ανεξέλεγκτα στον κόσμο των ηρεμιστικών, συναντά την αδελφή της. Είναι προφανές πως το αποτύπωμα που άφησε στην παιδική τους ψυχή η κακοποιητική μητέρα δεν μαλάκωσε ποτέ. Η ντίβα της όπερας πάλευε όλη της τη ζωή με το παρελθόν, αναπαράγοντας σε όλες της τις σχέσεις τα οικογενειακά τραύματα. Ο πατέρας διαρκώς απών και η μητέρα πανταχού παρούσα· την περιφρονούσε, στην καλύτερη περίπτωση, όσο ήταν άσημη, την εκμεταλλευόταν, σχεδόν τη στράγγιζε, όταν άρχισε να δοξάζεται.
«Κλείσε την πόρτα», παρακινεί η Τζάκι τη Μαρία στην τελευταία τους συνάντηση. Προσπαθώντας, δε, να την πείσει να σταματήσει πια την αναμέτρηση με το παρελθόν, της θυμίζει: «Κάποιες φορές, όταν έκλαιγες, πήγαινα εγώ στη θέση σου για να μη στενοχωριέσαι... Τώρα όμως φτάνει, κλείσε πια την πόρτα».
«Στόχος μου στο “Maria” δεν ήταν να παρουσιάσω μια κλασική βιογραφία αλλά να δημιουργήσω ένα εντυπωσιακό πορτρέτο βασισμένο όχι μόνο σε γεγονότα αλλά και σε φαντασία», λέει ο σκηνοθέτης της Πάμπλο Λαραΐν, δημιουργώντας μια πρώτη ασπίδα σε τυχόν επιθέσεις.
Θα είναι δικαιολογημένες; Προφανώς. Καμία βιογραφία, διασταυρωμένη καταγραφή, ταινία, θεατρικό έργο, βιβλίο, μαρτυρία ή μελέτη δεν είχε πάρει ως τώρα τόσο ξεκάθαρα τη θέση ότι η Κάλλας εκδιδόταν. Υπαινιγμοί και υποθέσεις πολλές· μισόλογα από ανθρώπους του περιβάλλοντός της κάμποσα· ερωτήματα από τους μελετητές της, διαρκή και αναπάντητα.
Αυτό το κοριτσάκι που μεταμορφώθηκε στη σημαντικότερη λυρική τραγουδίστρια του περασμένου αιώνα έζησε στην Ελλάδα από το 1937 έως το 1945. Φωτίζοντας την περίοδο αυτή, διαπιστώνουμε πως η προσωπική και καλλιτεχνική ενηλικίωση της Κάλλας έγινε εν μέσω σκληρών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, σε μια πόλη που της επιφύλαξε φτώχεια, προσωπική ταπείνωση, συναισθηματική αστάθεια και, φυσικά, το φρικιαστικό πρόσωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των Δεκεμβριανών.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Μαρία, Μαίρη ή Μαριάννα Καλογεροπούλου εκείνης της εποχής φτάνει τον Μάρτιο του 1937 από τη γενέτειρά της Νέα Υόρκη στο λιμάνι της Πάτρας με το ιταλικό ατμόπλοιο Σατούρνια. Ήταν μόλις 14 ετών και συνοδευόταν από τη μητέρα της Λίτσα Δημητριάδου.
Μαζί της είχε τρία καναρίνια, δώρο του μπαμπά, τα λιγοστά, φτωχικά τους υπάρχοντα, τα άχαρα ρούχα της, τις φιλοδοξίες τις δικές της και κυρίως της μαμάς που λυσσούσε για κοινωνική καταξίωση, τις εφηβικές αγωνίες μιας κοπέλας που δεν είχε εισπράξει αγάπη ως τότε. Πίσω της στη Νέα Υόρκη έχει αφήσει τον αγαπημένο της πατέρα, κάποιους λίγους οικογενειακούς φίλους, τις διενέξεις των γονιών της που κλόνιζαν την καθημερινότητα τη δική της και της αδελφής της Τζάκι, το μικρό πιάνο στο σαλόνι όπου έμαθε τις πρώτες νότες.
Οι γονείς της Κάλλας, ο φαρμακοποιός μπαμπάς της Γιώργος Καλογερόπουλος από τον Μελιγαλά και η μαμά της Λίτσα Δημητριάδου, μετανάστευσαν στη Νέα Υόρκη το 1923, διεκδικώντας κάτι καλύτερο από το μεσσηνιακό τους μέλλον. Δυστυχώς, ο αφόρητος χαρακτήρας της κακοποιητικής μητέρας και η παγερά αδιάφορη στάση του πατέρα, που παρά τη μετακίνηση στην Αμερική παρέμενε ένας μικροαστός, ασυγκίνητος, άπιστος και μονίμως απαθής τύπος, δημιούργησαν εκρηκτικό κλίμα που κορυφώθηκε με την τιμωρία που η μητέρα επέβαλε τον π��τέρα: πήρε τις κόρες της κι επέστρεψε στην πατρίδα.
Η Μαρία, φτάνοντας στην Αθήνα, ήταν ένα αμερικανάκι ατημέλητο και αναιδές, απομονωμένο και κακοποιημένο ψυχικά. Δεν μιλούσε με κανέναν. Ήταν παχιά, είχε ακμή και κατσαρό, άλουστο, μαύρο μαλλί. Φορούσε χοντρά γυαλιά και φθαρμένα φτωχικά ρούχα, η ποδιά της είχε λιγδιασμένο γιακά και τα παπούτσια, τα πέδιλά της, σχεδόν αντρικά, τα συνδύαζε με μπαρολέ κάλτσες. Παρότι οι συμμαθήτριές της (του ωδείου, γιατί σχολείο δεν πήγε στην Ελλάδα) τη θαύμαζαν για την προσήλωσή της στη μελέτη και ποτέ δεν είχαν μαζί της προστριβές, ο χαρακτήρας της Μαρίας την καθιστούσε απολύτως αντιπαθητική, καθώς είχε μια υπεροψία την οποία δεν καταλάβαιναν.
Στο σπίτι οι αντιπαιδαγωγικές μέθοδοι έδιναν κι έπαιρναν. Τα κορίτσια μεγάλωναν χωρίς την παραμικρή τρυφερότητα, αλλά τουλάχιστον η μητέρα είχε χωρίσει τις «αρμοδιότητες». Η όμορφη και χαρισματική Τζάκι στόχευε στην υψηλή κοινωνία και είχε καταφέρει να γίνει επίσημη ερωμένη του Μιλτιάδη Εμπειρίκου. Μέσω εκείνης διατηρούσαν ένα αξιοσέβαστο βιοτικό επίπεδο, καθώς ο Εμπειρίκος τους πλήρωνε ενοίκιο, τρόφιμα, ρουχισμό, ακόμα και μια υπηρέτρια σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στις αναμνήσεις της η Τζάκι λέει χαρακτηριστικά: «Χωρίς τον Εμπειρίκο θα είχαμε πεθάνει της πείνας στα χρόνια της γερμανικής κατοχής».
Η Μαρία είχε μόνο ένα χάρισμα: τη φωνή (κι αυτό είναι ίσως το μόνο εύστοχο στην επίμαχη σκηνή της ταινίας). Το οικογενειακό περιβάλλον ανεχόταν τα πάντα από εκείνη, προσδοκώντας μελλοντικές απολαβές από το τραγούδι. Δεν υπάρχει ούτε μία μαρτυρία για τη ζωή της Κάλλας που να μην υπογραμμίζει την προειλημμένη από τη μητέρα της απόφαση να σπρώξει την κόρη της στο τραγούδι. Αν, λοιπόν, το πείσμα αυτής της γυναίκας ήταν έντονο ήδη από τα χρόνια της Αμερικής, που η οικογένεια ζούσε με μια σχετική ευημερία, φαντάζεται κανείς πόσο αδίστακτη έγινε αυτή η γυναίκα στην Αθήνα, που η Κατοχή έθετε σοβαρό θέμα επιβίωσης.
Επιπλέον, οι τρεις γυναίκες μοχθούσαν μόνες τους καθώς ο μπαμπάς από την Αμερική δεν υπήρξε ποτέ αξιόπιστος, ούτε φυσικά συνεπής όσον αφορά τα εμβάσματα που είχε συμφωνήσει να στέλνει. Όταν η Λίτσα αντιλήφθηκε πως μόνο η καλή επαφή με τις ξένες δυνάμεις θα τους εξασφάλιζε τα στοιχειώδη, έριξε στην αρένα τη Μαρία. Η πολύτιμη φωνή της μπορούσε να της φανεί χρήσιμη, κυρίως στους Ιταλούς που λόγω γλ��σσας συγκινούνταν περισσότερο από το τραγούδι της.
Οι σχέσεις των τριών γυναικών με Ιταλούς και Γερμανούς υπήρξαν πάντα μια θολή σελίδα στη ζωή τους. Ο βιογράφος της Κάλλας, Νικόλαος Πετσάλης-Διομήδης, βασιζόμενος σε μαρτυρίες του μετέπειτα συζύγου της Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι και της κοντινής της φίλης Τζουλιέτα Σιμιονάτο, ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής η μητέρα έφερνε στο σπίτι πρόσωπα που βρίσκονταν σε καίριες θέσεις και υποχρέωνε τη Μαρία να τους τραγουδά (όπως άλλωστε δείχνει και η ταινία).
Η ίδια ουδέποτε το αρνήθηκε και μάλιστα στο βιβλίο της «My daughter Maria Callas» (1960) επιβεβαίωσε ότι «κατοχικοί στρατιώτες και αξιωματικοί που θαύμαζαν το τραγούδισμα της Μαρίας τους έφερναν φαγητό λαθραίως ή μοιράζονταν τις μερίδες τους με εκείνους». Κατέληγε, δε, να παραδεχτεί: «Συνολικά, η τύχη της Μαρίας, της αδερφής της και η δική μου κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν σημαντικά ευκολότερη απ’ ό,τι των περισσοτέρων Αθηναίων, επειδή λάτρεις της μουσικής που βρίσκονταν ανάμεσα στους αξιωματικούς των δυνάμεων κατοχής υπερέβαλλαν εαυτόν για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για εκείνη».
Η μαμά Λίτσα ήξερε πλάι σε ποια λιοντάρια πετούσε τα κορίτσια της, αλλά το αντάλλαγμα ήταν ό,τι πολυτιμότερο διέθεταν οι κατοχικές δυνάμεις: τρόφιμα. Στο βιβλίο του Τομ Βολφ «Μαρία Κάλλας – Γράμματα και αναμνήσεις» η Κάλλας περιγράφει τον χειμώνα του 1941 που η Αθήνα υπέφερε από τον λιμό: «Οι Αθηναίοι είδαν χιόνι για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια... Κάναμε πρόβες στο ημίφως με λάμπες ασετιλίνης, φοβούμενοι τους βομβαρδισμούς. Όλο το καλοκαίρι έτρωγα μόνο ντομάτες και βραστό λάχανο που κατάφερνα να βρω, αφού περπατούσα αρκετά χιλιόμετρα και αφού πρώτα παρακαλούσα.
Ωστόσο, δεν γύριζα ποτέ με άδεια χέρια. Τον χειμώνα του ’41 όμως ένας οικογενειακός φίλος και μνηστήρας τότε της αδερφής μου μας έφερε ένα μπουκαλάκι λάδι, καλαμποκάλευρο, πατάτες. Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη με την οποία κοιτούσαμε τα πολύτιμα αγαθά, φοβούμενες μήπως ως διά μαγείας εξαφανιστούν. Όποιος δεν έχει ζήσει την πείνα και τη δυστυχία της Κατοχής δεν ξέρει τι σημαίνει ελευθερία και άνετη ζωή».
Παρακάτω, δε, παραδέχεται:
«Όταν ανέλαβαν οι Ιταλοί, η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε. Καθώς έχανα όλο και περισσότερο βάρος από τις κακουχίες, ένας θαυμαστής της φωνής μου, ιδιοκτήτης κρεοπωλείου επιταγμένου από τους κατακτητές, με λυπήθηκε και με σύστησε στον Ιταλό αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τη διανομή τροφίμων στα στρατεύματα. Μία φορά τον μήνα εκείνος μου πουλούσε σε εξευτελιστική τιμή 10 κιλά κρέας. Έσφιγγα το πακέτο στην αγκαλιά μου και περπατούσα μία ώρα κάτω από τον ήλιο, ακόμα και τους πιο ζεστούς μήνες, ανάλαφρη και χαρούμενη σαν να κρατούσα ανθοδέσμη.
Εκείνο το κρέας ήταν το βιος μας. Δεν είχαμε ψυγείο να το συντηρήσουμε. Το πουλούσαμε, όμως, με τη σειρά μας στους γείτονες και με τα χρήματα προμηθευόμασταν τα απαραίτητα. Έπειτα, όταν Ιταλοί επιτάξανε για μερικές συναυλίες τραγουδιστές της όπερας, ζητήσαμε να μας δώσουν τρόφιμα αντί για χρήματα. Είχα έναν χρόνο να φάω ρύζι και μακαρόνια ή να πιω κανονικό γάλα».
Στο βιβλίο του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη «Η άγνωστη Κάλλας», μακράν το πιο πλούσιο, εμπεριστατωμένο και σοβαρό βιβλίο για τις πρώτες δεκαετίες της ζωής της, υπάρχουν αρκετά περιστατικά που επιβεβαιώνουν τις επαφές των τριών γυναικών με Ιταλούς και Βρετανούς που μπαινόβγαιναν στο σπίτι.
«Κάποιες συναναστροφές είχαν κοινωνικό χαρακτήρα κι ήταν μάλλον αθώες». Λέει, για παράδειγμα, ότι από το 1941, που αυξήθηκε η παρουσία Άγγλων στρατιωτικών στην Αθήνα, οι αγγλομαθείς είχαν γίνει απαραίτητοι στις παρέες. «Πιθανόν αυτό να έκανε καλό στο ηθικό της Μαρίας, η οποία κουβέντιαζε στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε πια σπάνια, αλλά ήταν και η μητρική της. Από τις ανοιξιάτικες μέρες του 1941, άλλωστε, είναι και μια φωτογραφία της μαμάς Λίτσας με τις δυο της κόρες πιθανόν στο Πεδίον του Άρεως, συντροφιά με τρεις Άγγλους υπαξιωματικούς».
Προφανώς όλες αυτές οι μαρτυρίες δεν απαντούν στο κατά πόσο ήταν ηθικό, πατριωτικό ή δεοντολογικό το να συνδιαλέγεσαι σε τέτοιο βαθμό με Γερμανούς και Ιταλούς. Επιβεβαιώνουν απλώς πως ήταν τέτοια η έλλειψη βασικών αγαθών το 1941-42 ώστε μακαρόνια, ρύζι, βούτυρο, ζάχαρη και αλεύρι είχαν αναχθεί σε υποκατάστατα του χρήματος στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης εμπορικής συναλλαγής, την οποία οι αυστηρότεροι χαρακτήριζαν ως πορνεία.
«Πολλοί στην Αθήνα υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα –επιπόλαια και ανεύθυνα– πως η Λίτσα ουσιαστικά εξέδιδε την κόρη της. Κρίνοντας από την προσωπικότητα της Μαρίας, πολύ δύσκολα δέχεται κάνεις πως υπέκυψε, ��στω και εξαναγκαζόμενη, στην ουσιαστική εκπόρνευση», γράφει στο βιβλίο του ο Πετσάλης-Διομήδης, επιμένοντας πως τα περισσότερα ήταν κακόβουλες φήμες και κουτσομπολιά. «Η Λίτσα δεν επιδίωξε ποτέ να “πλασάρει” την κόρη της stricto sense, με την καθιερωμένη, δηλαδή, έννοια του όρου. Εκείνο που έκανε ήταν να ευνοεί τη δημιουργία και καλλιέργεια σχέσεων της Μαίρης με Ιταλούς κυρίως αξιωματούχους, σχέσεις που απέφεραν οφέλη σε όλες τους».
Στο ίδιο βιβλίο, επίσης, διαβάζουμε μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν πως αρχικά η Μαρία αντιδρούσε έντονα στην παρουσία Ιταλών αξιωματικών στο σπίτι. «Προοδευτικά, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά και αργότερα (1941-1942). Όταν η ιταλική παρουσία στην Αθήνα έγινε πολύ έντονη, η Μαρία απέκτησε στενές φιλίες και σχέσεις με Ιταλούς. Με πικρή ειρωνεία ο βιογράφος της George Jellinek γράφει: “Με τους Ιταλούς, που είναι πέρα για πέρα λαός του τραγουδιού, ένα αυτοσχέδιο ρεσιτάλ θα απέδιδε πάντα μια πρόσθετη προμήθεια μακαρονιών, βουτύρου και ζάχαρης».
Η Μαρίκα Παπαδοπούλου, που έμενε στη γωνία των οδών Σολωμού και 3ης Σεπτεμβρίου, γύρω στα πεντακόσια μέτρα από το σπίτι της Κάλλας, διηγείται: «Η μάνα μάζευε στο σπίτι Ιταλούς και Γερμανούς και το καλοκαίρι γλεντούσαν πάνω στην ταράτσα. Ένα βράδυ, ενώ ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ, άκουσα μια φωνή να τραγουδάει το “Vissi d’arte” (άρια από την “Τόσκα”) και αμέσως αναγνώρισα τη Μαρία. Ανέβηκα στη δική μας ταράτσα, είδα τα φώτα και κατάλαβα πως η φωνή ερχόταν από εκεί. Την επομένη τη ρώτησα τι είχε συμβεί. “Ε, τα συνηθισμένα. Ήταν μαζεμένοι και έπρεπε να τους τραγουδήσω”, απάντησε η Κάλλας».
Το ίδιο πίστευε και ο άντρας της Κάλλας, Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος, λίγο πριν πεθάνει το 1981, εξομολογήθηκε ότι το μίσος της Μαρίας για τη μητέρα της γεννήθηκε ακριβώς την περίοδο της Kατοχής. «Εκείνη δεν ήθελε να βγαίνει το βράδυ με στρατιώτες, αλλά η μητέρα της την εξανάγκαζε. Ήταν φορές που έκλαιγε, αλλά έπρεπε να συμμορφωθεί και να πάει».
Αυτή η ταπείνωση βεβαίως δεν αφορούσε μόνο την Κάλλας. Όπως αναφέρει ο Πετσάλης-Διομήδης, «η περίοδος εκείνη υπήρξε ο μεγαλύτερος προαγωγός της πεινασμένης θηλυκής φτωχολογιάς καθώς υπήρξαν πολλές που έσκυψαν το κεφάλι. Η πορνεία περίπου πενταπλασιάστηκε την περίοδο 1941-45. Οι κατακτητές διασκέδαζαν όσο οι Ελληνίδες με τις οικογένειές τους αντιμετώπιζαν θέμα ζωής ή θανάτου».
Παρότι οι περιπέτειες με τους Ιταλούς είχαν μοναδικό στόχο να γεμίζει η κουζίνα της Πατησίων 61, δεν σημαίνει ότι η Μαρία δεν αναζητούσε τη συναισθηματική σύνδεση μαζί τους. Αυτό μαρτυρούν και στοιχεία ήδη από τα μέσα του 1942: η Τζάκι έγραψε πως η αδελφή της συνδέθηκε με έναν Ιταλό αξιωματικό τον Ιούλιο του 1942 και αργότερα ερωτεύτηκε έναν αλεξιπτωτιστή, ενώ η λατρεμένη της δασκάλα Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, που μάλλον ήξερε τα πάντα για τη Μαρία, είχε παραδεχτεί πως η μαθήτριά της αρκετές φορές εκείνο το διάστημα ξεμυαλίστηκε συναισθηματικά.
Η Λίτσα, από την άλλη, θεωρούσε ότι η κόρη της δεν είχε καμιά εσωτερική αναστάτωση γιατί δεν ενδιαφερόταν για τα αγόρια όσο τα περισσότερα κορίτσια του δικού της ταμπεραμέντου. Και η Μαρία; Τι θυμόταν για το σεξουαλικό της ξύπνημα; «Ήμουν 18 ετών όταν έμαθα πώς γεννιούνται τα μωρά», αποκάλυψε το 1974 σε συνεργάτη της. «Τα κορίτσια στην Ελλάδα έπρεπε να παραμένουν αγνά ώσπου να παντρευτούν. Το σεξ ήταν κακή λέξη στο σπίτι».
Κανείς, λοιπόν, δεν ξέρει αν, πότε και πώς οι επαφές της Κάλλας με τους ξένους αξιωματικούς στην Κατοχή ξεπέρασαν το ερωτικό φλερτ και μετατράπηκαν σε πορνεία. Ίσως καλύτερα απ’ όλους το περιέγραψε ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου που κάποτε είχε γράψει ότι στο σπίτι της Μαρίας «επικρατούσε η θεωρία της γλυκιάς ζωής» και η Λίτσα, που έδινε ύψιστη σημασία στην καλοπέραση, έβλεπε την καλλιτεχνική επίδοση της κόρης της ως μέσο για να ζουν αυτές καλά και οι άλλοι καλύτερα.
Έτσι, όμως, δεν τελειώνουν όλα τα παραμύθια;
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
8 notes
·
View notes
Text
Ακούστε τώρα τι γίνεται..
Ήμουν από μικρή κολλημένη με αυτήν εδώ την εφαρμογή μέρα νύχτα, από εδώ γέλασα, από εδώ έκλαψα, από εδώ γνώρισα κόσμο, κ ερωτεύτηκα.. εδώ ξεκίνησα να γραφω χωρίς να φοβάμαι αν θα κριθώ.
Κάποια στιγμή λοιπόν, ήμουν ευτυχισμενη.. δεν ποναγα πια, δεν έκλαιγα, δεν πάθαινα κρίσεις.. είχα τον ανθρωπο μου. Μια μεγάλη όμορφη υγειής σχεση.
Πέρασα όμως πανεπιστήμιο Αιγαίου, ήρθα Μυτιλήνη. Δεν ήθελα στην αρχή, μα ήρθα. Εδώ με ακολούθησε κ ο άνθρωπος μου, όμως κατάλαβα ότι πλέον ήμουν μαζί του από συνήθεια..
Χώρισα, ξεκίνησα να παθαίνω κρίσης, πήγαινα σχολή, είχα άγχος, έπιασα δουλειά, γνώρισα κόσμο, έκανα φίλους, ξανά ενθουσιάστηκα κ ένιωσα ότι μπορώ κ μόνη μου. Για λίγο καιρό χάθηκα, άλλαξα παρέες, κ κόλλησα με άτο��α που δεν περίμενα να κολλήσω. Έκανα πράγματα που δεν περίμενα ποτε να κανω και ένιωσα πως με χάνω. Κρίσεις, άγχος, κλάμα, ποτο, τσιγάρα, γέλια, χορός, πολύ χορός κ ξενυχτι, μεθύσια κ πάλι ένιωθα άδεια.
Κ τότε τον είδα, μια μουντή μέρα χωρίς νόημα κ ψιλόβροχο τον είδα μπροστα μου. Τα ξεχασα όλα κ όλους, τον σκεφτόμουν κ τον έψαχνα αλλά δεν μπορούσα να τον βρω πουθενά. Όταν τον ξανά είδα πήγα κοντά του με κοίταξε με τα όμορφα μαύρα μάτια του, μου φίλησε το χέρι σα να βγήκαμε από παραμύθι, ζήτησα τα σοσιαλ κ το κινητό του κ έφυγα από το μαγαζί. Στο άλλο μαγαζί με κράτησε στην παρέα μας δίπλα του, όλο το βράδυ μιλούσαμε, γελάγαμε κ πίναμε, με πήγε σπίτι, με φίλησε, κάναμε έναν ερωτα βγαλμένο από μυθιστόρημα, κοιμηθήκαμε κ την επόμενη εγώ έφυγα για Αθήνα.
10 μέρες μακριά μιλούσαμε ασταμάτητα. Τον ήθελα. Το ήξερα ότι την είχα πατήσει. 3 χρόνια μετά από μια μεγάλη σχεση, ρουτίνα, χωρισμό, κρίσεις κ κλάμα, το ένιωσα ξανά.. ένιωσα τις πεταλούδες στο στομάχι μου.. τον ήθελα. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω στο νησί που μου χάρισε μια νέα οικογένεια κ ένα μεγάλο ερωτα. Γύρισα κ από τότε ήμασταν αχώριστοι, ένα βράδυ όπως ήμουν ξαπλωμένη στη αγκαλιά του τον ακουω να με ρωτάει «θα το ζήσουμε;» Τον κοιταω, χαμογελάω κ του γνέφω καταφατικά, «οι 2 μας;» με ρωτάει, «μόνο εγώ κ εσυ» του λέω κ χαμογελάω.
Το επόμενο βράδυ, τον άκουσα να μου λέει πως είναι ερωτευμένος μαζί μου κ έτσι οι πεταλούδες στο στομάχι μου άρχισαν να φτερουγίζουν κ να χορεύουν σαν τρελές.
«Είμαι ερωτευμένη μαζί σου» του είπα με δάκρυα χαράς στα μάτια. Και από τότε όλες οι τρέλες, όλα τα γέλια, όλα τα ποτά κ τα ξενύχτια είχαν νόημα, και αυτό γιατί ήταν αυτός.
Οι κρίσεις που πάθαινα καθημερινά εξαφανίστηκαν, ήμουν ξανά ευτυχισμένη, ολοκληρωμένη, είχα ότι ήθελα κ με το παραπάνω..
Μέσα σε 1 μήνα συνειδητοποίησα πως τον αγαπώ, το πιο τρελό κ όμορφο ταξίδι της ζωής μου με οδήγησε εδώ που είμαι.. κάθε λεπτό μακριά του πονούσε κ κάθε ώρα μαζί του περνούσε σαν λεπτό.. «μόνο εσυ κ εγώ» μου έλεγε «μόνο εμείς οι 2 του απαντούσα». Το ήθελα τόσο πολύ έκανα όνειρα κ έκανε κ αυτός.
Κ ξαφνικά από το 0 στο 100, εξαιτίας μιας παρεξήγησης, μιας κοπέλας από το παρελθόν του που θεώρησε σωστό να μπει στη μέση κ να επαναφέρει ότι έχει ειπωθεί μεταξύ τους, τον είδα να κοπ��νάει την πόρτα του σπιτιού κ να μου λέει «τα λέμε καλά να περνάς». Έτσι απλά, σαν να είχαμε μια απλή σχεση, θέλει διάλειμμα κ εγώ θα του το δώσω.. βγήκα ο φταίχτης σε ένα παιχνίδι άλλης χωρίς να μπορώ να βρω το δίκιο μου. Τον άκουσα να μου λέει πως δεν με εμπιστεύεται.. κλαιω κ πονάω, δεν τρώω κ αν φάω κανω εμετό. Έπαθα κρίση 1 μήνα μετά την τελευταία.
Κ κάπως έτσι είμαι ξανά εδώ.. σχεδόν ένα χρόνο μετά, ξανά γραφω γιατί ο πόνος, μου ξανά συστήθηκε με άλλο όνομα αυτή τη φορά κ εγώ δεν μπορώ να το διαχειριστώ μόνη μου αυτή τη φορά..
Γραφω γιατί ελπίζω ότι οι φίλοι μας έχουν δίκιο, ότι θα ξεχαστεί όλο αυτό κ θα τα καταφέρουμε. Είμαι εδώ γιατί δεν θέλω να τα πω σε αυτόν άρα καπου πρέπει να τα βγαλω όλα αυτά.. τον αγαπάω κ θα περιμένω γιατί χωρίς αυτόν η ζωή μου εδώ θα ήταν όπως η μέρα που τον γνώρισα, μουντή χωρίς νόημα κ με ψιλόβροχο..
17 notes
·
View notes
Text
Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι έρωτας είναι η ανάγκη και η ορμή να γνωρίσουμε κάτι καινούριο και να το μάθουμε, με τον τρόπο που ένας ερωτευμένος αναζητά και θέλει να μάθει αυτόν που αγαπά περισσότερο. Έτσι και η ψυχή έλκεται από τις ιδέες, τις οποίες γνωρίζει πριν ακόμα ενωθεί με το σώμα του ανθρώπου. Το σημαντικό επομένως για τον Πλάτωνα είναι να κατανοήσουμε ότι η ψυχή και ο έρωτας μπορούν να ταυτιστούν, ή έστω να αποτελέσουν ένα κοινό στοιχείο.
Ο έρωτας κατά τον Πλάτωνα γεμίζει την ψυχή μας όταν επαναφέρει στη μνήμη μας ιδέες και απόψεις που είχαμε κάποτε γνωρίσει. Εξάλλου για τον φιλόσοφο, ο έρωτας είναι η τάση μας να κατακτήσουμε, όχι η ίδια η κατάκτηση. Σε αυτή τη θεωρία έχει βασιστεί όλη η ιδέα του πλατωνικού έρωτα όπως τον εννοούμε σήμερα: ο ιδανικός έρωτας που δεν έχει να κάνει με την κατάκτηση.
18 notes
·
View notes
Text
1/2/24
Σήμερα τρώω φρίκες
Δεν ξέρω αν φταίει το μυαλό μου που πέρυσι τέτοιον καιρό περνούσε τα πάνδεινα, και απλά τώρα τσεκάρει τις παλιές νευρώσεις για να δει αν τις χρειάζεται, ή κάτι άλλο, αλλά οι φρικες είναι φρικες. Έπρεπε ήδη να κοιμάμαι, ξυπνάω στις 6. Αλλά οι σκέψεις δε θα μ άφηναν αν δεν έγραφα. Το μυαλό μου παλεύει ξανά να με πείσει πως δεν είμαι ικανός, όπως ήταν πέρυσι, η αυτοκαταστροφική μεριά μου παλεύει να με επαναφέρει.
Μπορεί να φοβάμαι να μην κυλήσω, μα τώρα ξέρω να με αντιμετωπίζω. Τώρα θα τα καταφέρω, είναι η ευκαιρία μου να δείξω πως η αυτοκαταστροφική μου μεριά δεν είναι εγώ πια, και να την αφήσω πίσω. Από αύριο που το στρες θα είναι λιγότερο έντονο, θα πρέπει να δω καλύτερα τι συμβαίνει.
Το μόνο που θα μείνει ίδιο με πέρυ��ι, είναι ότι τις φρίκες μου θα συνεχίσω να τις παλεύω μέχρι να τις νικήσω
Αύριο πρέπει να τα καταφέρω και να μη με αφήσω να κυλήσω. Ίσως και να νιώθω χαζός που τα γραψα αυτά αύριο, μα για την ώρα ήταν αναγκαία
3 notes
·
View notes
Text
Απογευματινός καφές
Νιώθω τον ζεστό καλοκαιρινό ήλιο να με χτυπά στο πρόσωπο καθώς κατευθύνομαι στην κεντρική πλατεία.
Σκέψεις στροβιλιζουν στο μυαλό μου και πριν ακόμα το καταλάβω εμφανίζεται πάλι εσύ. Πλέκω σενάρια στο μυαλό μου με την μορφή σου να πρωταγωνιστεί για το πως θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα.
Ο ειρμός των σκέψεων μου διακόπτεται από δύο γνώριμες φωνές. Όσο οικίες και αν είναι και όσο ασφαλείς και αν με κάνουν να νιώθω αυτές οι δύο φωνές εύχομαι να ήταν η δική σου.
Κατευθυνομαστε μηχανικά στο συνηθισμένο τραπεζάκι και μου παίρνει παραγγελία η γνωστή κοπελιά. Έναν φρεντο εσπρέσο σκέτο λέω και καθώς η παρέα συζητά τα καινούργια κουτσομπολια εγώ χάνομαι για ακόμα μια φορά στις σκέψεις μου αφού μόνο εκεί μπορώ να σε έχω πλεον.
Σκέψεις, σενάρια, πιθανότητές
Πόσες πιθανότητες και πόσα σενάρια; Γιατί να μην είναι πραγματικότητα; Την απάντησή την ξέρω ήδη δεν θέλω όμως να αποδεχτώ το γεγονός ότι κανένας από τους δύο δεν ��χει το θάρρος να τα κάνει πραγματικά.
Ο ήχος του ποτηριού που χτυπά στο τραπεζάκι καθώς η σερβιτόρα αφήνει τους καφέδες είναι αρκετός για να με επαναφέρει στην πραγματικότητα και η πρώτη γουλιά από τον πικρό καφέ για να με κρατήσει εκεί.
Θέλω να μείνεις εκεί στις σκέψεις μου στο πίσω μέρος του μυαλού μου και να μην ξανά εμφανιστείς.
Φως μου 21'
8 notes
·
View notes
Note
δεν με ήθελε ποτέ. Ήθελε πάντα να κάνει σχέση με εκείνη που δεν ήθελε να κάνει σχέση μαζί του.
Δέθηκα όμως, τον ερωτεύτηκα. Έκανα πολλά για να μείνω στη ζωή του κι εκείνος με έδιωχνε κάθε φορά. Και τον σκέφτομαι ακόμα. Θέλω να τον πάρω τηλέφωνο ενώ έχουμε να μιλήσουμε 2 μήνες. Όμως πάντα εδώ επικοινωνούσα τον τελευταίο καιρό. Τον έχω σβήσει από τα σοσιαλ. Νιώθω ότι είναι με άλλη.
Δεν μπορώ να πάω όμως παρακάτω.
Τι να κάνω;
Καταρχάς,το ότι τον έσβησες από τα σοσιαλ ήταν ότι πιο σωστό θα μπορούσες να κάνεις και μπράβο,γιατί ξέρω πόσο δύσκολο είναι.Μπορει τώρα να πονάς,αλλά είμαι σίγουρη ότι όταν ήσασταν σε επαφή ,πονουσες ακόμη περισσότερο.Θα έρχονται περίοδοι που το μυαλό σου θα σου τον επαναφέρει,όμως εσύ χρειάζεται να θυμάσαι το πώς ένιωθες όταν ήσουν εκεί.Θελεις χρόνο,και είναι εντάξει.Φροντισε τον εαυτό σου,βγες με φίλους και άσε τον εαυτό σου να νιώθει όπως νιώθει χωρις να τον πιέζεις η να τον κατηγορείς πως δεν θα έπρεπε να νιώθεις έτσι.
Και μια μαγική μέρα θα ανοίξεις τα μάτια σου το πρωί,και θα έχει περάσει,γιατί έτσι συμβαίνει πάντα.Ειναι το μόνο σίγουρο.Μεχρι τότε,υπομονή και αγάπη.
#aesthetic#greek quotes#greek tumblr#greek posts#greek texts#γρεεκ ποστς#γρεεκ τεξτ#γρεεκ ταμπλρ#greek rp#greek rap
5 notes
·
View notes
Text
Απαιτώ το Tumblr να επαναφέρει τα προτεινόμενα ποστ ,γιατί εγώ τώρα τι θα κάνω reblog??!
4 notes
·
View notes
Text
Ιστορίες από το συρτάρι που δεν τελείωσαν ποτέ vol. 2
"Εσύ τι έχεις να προσφέρεις; Για κάνε ένα βήμα μπροστά. Την έχεις δει την ταμπέλα;" είπε με βαθιά και σκληρή φωνή.
«Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε ».
Έγραφε με μεγάλα γράμματα, θυμίζοντας την Κόλαση. Παρόλα αυτά δε με τρόμαζε. Θεωρούσα πως ήταν λυτρωτικό. Η ελπίδα είναι ένα από τα μεγαλύτερα βάσανα που κουβαλάμε. Το πιο μεγάλο βάρος, που γίνεται, τη μία, μια σκουριασμένη βαριά μπάλα που σαν τους φυλακισμένους τη σέρνουμε και την κουβαλάμε παντού και την άλλη σαν μια σφικτή θηλιά που όσο πιο πολύ παλεύεις και ελπίζεις, τόσο πιο πολύ αυτή σφίγγει και σου κόβει τις ανάσες. Έτσι, και όταν το είχα δει την πρώτη φορά θεώρησα πως ο Δάντης είχε κάνει λάθος. Η ελπίδα είναι μια φωτιά που καίει μέσα μας. Άλλοτε σιγοβράζει και μπορεί να σε κρατήσει ζεστό στα μεγάλα κρύα και τις μοναξιές, αλλά άλλοτε φουντώνει και καεί μην αφήνοντας τίποτα στο πέρασμα της πέρα από μυρωδιά και αίσθηση καμμένης σάρκας.
"Ε, τελείωνε, θα μας πεις;" φώναξε, νιώθοντας το κτύπημα του να με επαναφέρει βίαια από τις σκέψεις μου.
"Δεν ξέρω και δε με νοιάζει. Πάρτε τα άκρα μου. Πάρτε τα χείλη μου. Πάρτε τα όλα. Πάρτε τα κόκαλα μου και πετάξτε τα. Όχι, στα σκυλιά, αυτά δεν τρώνε ανθρώπινα κόκαλα. Αντιθέτως, τα γλύφουν και με μια ευγένεια μη γίνουν θρύψαλα, τα κουβαλάνε μέχρι την κρυψώνα τους.Εκεί, εκεί που κρύβουν ότι πιο πολύτιμο έχουν, μαζί με τα παιχνίδια και τις λιχουδιές, κείτονται επιμελώς τοποθετημένα. Με τη διαφορά, ότι ξαπλώνουν πάνω τους για να τους προσφέρουν μια ζεστασιά. Μια ζεστασιά που δεν πήραμε πότε από τους ομοίους μας.
Για αυτό, καλύτερα πετάξτε τα στους ανθρώπους. Αυτοί έχουν μάθει. Ξέρουν. Ξέρουν, να κατασπαράζουν και να μην αφήνουν ούτε το μεδούλι. Είναι όντα άπληστα και αιμοβόρα. Εκεί ρίξτε τα. Να μη μείνει τίποτα. Και χωρίς κόκαλα και χωρίς ελπίδα, αν εσείς το θεωρείτε κόλαση, εγώ το θεωρώ λύτρωση, ελεύθερ��ς θα περάσω τις πύλες."
3 notes
·
View notes
Text
Ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε να επαναφέρει όλα τα μέλη του αμερικανικού στρατού που εκδιώχθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις επειδή αρνήθηκαν τα εμβόλια για τον Covid-19
Ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε να επαναφέρει όλα τα μέλη του αμερικανικού στρατού που εκδιώχθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις επειδή αρνήθηκαν τα εμβόλια για τον Covid-19 με πλήρεις αποδοχές, αναδρομικά μάλιστα. Η συγκεκριμένη εξαγγελία οπωσδήποτε συνδέεται με την πρωτοφανή απόφαση Μπάιντεν, λίγη ώρα πριν εγκαταλείψει τον λευκό οίκο, να δώσει ακαταδίωκτο στον Φάουτσι, υπό μορφή χάριτος, […] Ο πρόεδρος…
0 notes
Text
Ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε να επαναφέρει όλα τα μέλη του αμερικανικού στρατού που εκδιώχθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις επειδή αρνήθηκαν τα εμβόλια για τον Covid-19
Ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε να επαναφέρει όλα τα μέλη του αμερικανικού στρατού που εκδιώχθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις επειδή αρνήθηκαν τα εμβόλια για τον Covid-19 με πλήρεις αποδοχές, αναδρομικά μάλιστα. Η συγκεκριμένη εξαγγελία οπωσδήποτε συνδέεται με την πρωτοφανή απόφαση Μπάιντεν, λίγη ώρα πριν εγκαταλείψει τον λευκό οίκο, να δώσει ακαταδίωκτο στον Φάουτσι, υπό μορφή χάριτος, […] Ο πρόεδρος…
0 notes
Text
Ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε να επαναφέρει όλα τα μέλη του αμερικανικού στρατού που εκδιώχθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις επειδή αρνήθηκαν τα εμβόλια για τον Covid-19
Ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε να επαναφέρει όλα τα μέλη του αμερικανικού στρατού που εκδιώχθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις επειδή αρνήθηκαν τα εμβόλια για τον Covid-19 με πλήρεις αποδοχές, αναδρομικά μάλιστα. Η συγκεκριμένη εξαγγελία οπωσδήποτε συνδέεται με την πρωτοφανή απόφαση Μπάιντεν, λίγη ώρα πριν εγκαταλείψει τον λευκό οίκο, να δώσει ακαταδίωκτο στον Φάουτσι, υπό μορφή χάριτος, […] Ο πρόεδρος…
0 notes
Text
Περικλής Παπαμιχαήλ
Ένας από τους τελευταίους μηχανικούς παλιών μοτοσικλετών της Αθήνας
Υπάρχει κάπου ένας παράλληλος κόσμος γεμάτος παράξενες λέξεις όπως Brough Superior, Vincent, Ariel, Royal Enfield, Norton, Velocette, BSA και πολλές ακόμα. Ένας κόσμος που αρνείται οτιδήποτε ηλεκτρονικό, βολικό, μοδάτο, πλαστικό, εφήμερο και ��ύκολο· που πλαισιώνεται από συγκεκριμένη μουσική, ρούχα, χτενίσματα, φετιχιστικά αξεσουάρ, ντεμοντέ ποτά και ξεπερασμένες, αλλά ρομαντικές συμπεριφορές· που μυρίζει καμένα λάδια κινητήρα και επαναφέρει, κόντρα στην εποχή, μια άλλη, ξέθωρη πραγματικότητα. Είναι ο κόσμος του ροκ εν ρολ, των γυρισμένων ρεβέρ, των σηκωμένων γιακάδων, των old school τατουάζ και των παλιών μοτοσικλετών. Ο κόσμος του Μάρλον Μπράντο από την εποχή του «Wild One» και του Έντι Κόχραν από τις μέρες του «Summertime Blues».
Το τελευταίο ίσως «συνεργείο επισκευής παλιών ονείρων» ανήκει στον Περικλή Παπαμιχαήλ και βρίσκεται στους Αγίους Αναργύρους. Ένα γκαράζ βγαλμένο από την εποχή των Rockers, στους τοίχους του οποίου μπορείς να χαζέψεις αφίσες από παλιές μοτοσικλέτες και ακόμα παλιότερες εκδηλώσεις. Ένας χώρος γνήσιος και αληθινός και όχι επιτηδευμένος ή γυαλισμένος έτσι ώστε να συγκινεί. Ένα συνεργείο γεμάτο βαριά μηχανήματα (μερικά κατευθείαν από την παλιά αμερικανική βάση), γράσα και μουτζούρες, καλάθια μοτοσικλετών, μισοτελειωμένα πρότζεκτ, κουτιά με παξιμάδια, μανιατό, φανάρια, μπουζί και ντίζες. Ένα μέρος ιερό για όσους είναι μυημένοι στην αυθεντική αγάπη για τις παλιές μοτοσικλέτες και περισσότερο σε μια διαφορετική αισθητική και ηθική από αυτή των ημερών.
Είναι Δευτέρα πρωί και το συνεργείο είναι γεμάτο κόσμο που έχει έρθει να φτιάξει τις μηχανές του. Όλοι μοιράζονται την ίδια λόξα, την ίδια «αρρώστια» για τις παλιές μηχανές, «κλοτσιά στο κεφάλι» όπως την ονομάζει ο Φ., ένας 50άρης με τζιν με ρεβέρ και λευκό μπλουζάκι που μοιάζει σαν να ξεπήδησε απ’ τον «Ατίθασο».
Ο Α.Ν., ο οποίος είναι κάτοχος μιας Royal Enfield και φίλος του Περικλή, μας υποδέχεται και μας βάζει να καθίσουμε στο μικρό τραπέζι στο βάθος του συνεργείου, περιτριγυρισμένοι από παλιές BMW, BSA, Enfield και Norton. Ξεκινάει την κουβέντα για να δραπετεύσουμε έστω και λίγο σ' εκείνο τον ξεχασμένο κόσμο και να αντιληφθούμε τις δυσκολίες που εμφανίζονται όταν ακολουθείς τον δρόμο της ενασχόλησης με κάτι τόσο απαιτητικό όσο μια γερασμένη, φιλάσθενη Εγγλέζα ή μια αιωνόβια γκρινιάρα Γερμανίδα. Στην κουβέντα συμμετέχουν και όλοι οι παρευρισκόμενοι, πελάτες αλλά και φίλοι.
«Σήμερα, αυτός που θέλει να πάρει ένα π��λιό μηχανάκι, το βλέπει ως προέκταση του πέους του», λέει ο Μ.Σ. «Επειδή είχε πρόβλημα αποδοχής μικρός, νομίζει ότι παίρνοντας ένα παλιό μηχανάκι θα αποκτήσει κύρος και υπόσταση. Εγώ το δικό μου μηχανάκι το καβαλάω επειδή γουστάρω ο ίδιος. Δεν με ενδιαφέρει να το γουστάρει άλλος. Το καβαλάω και πάω όπου θέλω, δεν το κάνω για να το δείξω. Είναι πολλοί αυτοί που παίρνουν ένα παλιό μηχανάκι για να το δείξουν, “κοιτάξτε τι έχω”, έχει αλλάξει πολύ η φάση.
Τη δεκαετία του ’80 είχαμε από ένα μηχανάκι και πίναμε καφέ βάζοντας το πόδι πάνω του για να δείξουμε ότι είναι δικό μας, να μην έρθει κανένας και το πειράξει. Τώρα κάποιοι έχουν δέκα μηχανάκια, δεν βγάζουν να κυκλοφορήσουν ούτε ένα και το μόνο που τους νοιάζει είναι πότε θα πάρουν το επόμενο. Είναι η απληστία του ανθρώπου, δεν ευχαριστιέται με τίποτα, είναι μιζέρια. "Πάρε, βρε, το μηχανάκι σου και βγες μια βόλτα να γυρίσεις ευτυχισμένος"».
«Χθες, που σχόλασα από τη δουλειά, πήρα την Enfield και οδηγούσα για ώρα χωρίς προορισμό, άδειασε το κεφάλι μου», λέει ο Α.Ν. «Τώρα δεν βλέπεις στον δρόμο μοτοσικλέτες τις καθημερινές, κάθε Κυριακή μόνο βγαίνουν μηχανές που κάνουν τριάντα χιλιάρικα, κάτι γυαλισμένα κτήνη, κάτι υπερμεγέθεις Indian ή Harley που φωνάζουν “δείτε με!”. Είναι το δίτροχο Range Rover της εποχής. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν συνδέονται προσωπικά μ’ αυτό, με τη μηχανή τους, δεν την καβαλάνε για να γουστάρουν οι ίδιοι πλέον και να μην τους νοιάζει, την καβαλάνε για να γουστάρει ο άλλος που τους βλέπει.
Γιατί να κυκλοφορείς με μια αντίκα που θα σου βγάζει την πίστη, που δεν προσφέρει άνεση, αν δεν γουστάρεις αυτήν τη μοτοσικλέτα; Μια μοτοσικλέτα του 1938 είναι ξερή, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς φλας, καλά φρένα ή δείκτη βενζίνης κι αυτός που γουστάρει έχει τον σεβασμό μου γιατί τα σημερινά μηχανάκια είναι πολύ καλύτερα και με πιο μεγάλες ευκολίες ή ασφάλεια. Είναι σαν να ακούς βινίλιο και όχι mp3, ακριβώς το ίδιο πράγμα. Έχει να κάνει με την αναβίωση μιας άλλης εποχής που είναι πιο manual, που χρειάζεται να συμμετέχεις προσωπικά, με το να ξέρεις πώς λειτουργεί, να παίρνεις μέρος ακόμα και στην επιδιόρθωσή της.
Το ότι πηγαίνω με τη μηχανή στο σπίτι και μυρίζει λάδια μού αρέσει πολύ γιατί είναι η μυρωδιά ενός παλιού κόσμου. Η ταλαιπωρία, η μανιβέλα και η απογοήτευση όταν ξεμένεις (μαζί με τη χαρά όταν ακούς το γουργουρητό της επανεκκίνησης) είναι κάτι που δεν μπορεί να το καταλάβει κάποιος που δεν είναι στη φάση. Δεν είναι θέμα τ��χύτητας, είναι θέμα αίσθησης του ανέμου στο πρόσωπο και ψυχοθεραπείας. Μπορείς να πάρεις ένα σκουτεράκι, μία BMW GS 1200 που είναι σαν ρομπότ, με θερμαινόμενα γκριπ, υπολογιστές ταξιδιού, abs και να πηγαίνεις από δω μέχρι τα Γιάννενα και να μην καταλαβαίνεις τίποτα, αλλά δεν είναι το ίδιο.
Νομίζω ότι πλέον δεν υπάρχουν μοτοσικλέτες αλλά μηχανές.
Για μένα αυτές οι γραμμές είναι design, αρχιτεκτονική, ιστορία. Κοίταξε ποια είναι η διαφορά στα μυαλά της τότε Γερμανίας από την Αγγλία της ίδιας εποχής. Κοίτα το χοντροκομμένο, το επιβλητικό, το πιο μινιμαλιστικό, το πιο huge μιας Zundapp KS750, και κοίτα ποιοι είναι οι Άγγλοι με το Royal Enfield Model G2, που είναι πιο εκλεπτυσμένο, πιο αυτοκρατορικό, έχει πιο λεπτές ρόδες, είναι intellectual και elegant μαζί, παρότι και τα δύο μοντέλα είναι προπολεμικά ή πολεμικά. Από τις μηχανές μπορείς να μάθεις ιστορία, αν είσαι παρατηρητικός. Μου αρέσει που σε αυτό το μαγαζί έρχομαι και βλέπω αυτή την αφίσα η οποία είναι τριάντα χρονών και καρφωμένη στον τοίχο και έχει παλιώσει μαζί με το μαγαζί. Όλα έχουν παλιώσει μαζί με το γκαράζ. Ακόμα και το πορτρέτο του Μπράντο με το δερμάτινο από τις μέρες του τζάιβ προτού καν γεννηθεί το ροκ εν ρολ, κι αυτό δείχνει ότι ξεκίνησε με άλλη όρεξη το μαγαζί, μα αυτά έμειναν εκεί, να θυμίζουν μια χαμένη νιότη».
«Έτσι είναι», προσθέτει ο Μ.Σ. «Πολλές φορές νιώθω ότι μπήκα στο μαγαζί πριν από τριάντα χρόνια και ξύπνησα σήμερα χωρίς να καταλάβω πότε πέρασε ο καιρός και τι συνέβη όλο αυτό το διάστημα. Έμεινα εδώ κυκλωμένος από τις Norton, τις BMW και τις Enfield».
«Οι Enfield έφυγαν από την Αγγλία το '59-'60 και τώρα βγαίνουν στην Ινδία», λέει ο A.N. «Η Enfield ήταν μια εταιρεία που έφτιαχνε κανόνια, εξού και το "made like a gun, goes like a bullet", όλες οι εταιρείες έφτιαχναν ή κανόνια ή βλήματα (π.χ. η BSA - Birmingham Small Army) ή σφαίρες, μέχρι και βελόνες. Υπήρχαν μοτοσικλέτες γερμανικές, αγγλικές, γαλλικές, βελγικές, ελβετικές, οι οποίες χάθηκαν όλες μετά τον πόλεμο. Κάποιες έφτασαν μέχρι το ’50 και ύστερα χάθηκαν.
Και υπήρχαν και αμερικανικές. Το Κόβεντρι, για παράδειγμα, που έβγαζε τις καλύτερες μοτοσικλέτες, ισοπεδώθηκε από τους ναζί. Η καταστροφή αυτών των μοτοσικλετών και η διάλυση της κουλτούρας ήρθε οριστικά όταν έγινε η γιαπωνέζικη εισβολή, όταν ξεκίνησε αυτή η φάση, Yamaha, Suzuki, Kawasaki και Honda. Τότε ήταν που έγινε κανονικό "Pearl Harbor" στην Ευρώπη. Ισοπεδώθηκαν πολύ περισσότερα από παλιοσίδερα και η μηχανή ξεκίνησε να γίνεται κάτι άλλο, κόντρα, σούζα, αντίο ροκ εν ρολ και Έντι Κόχραν».
— Περικλή, από πότε σε ενδιαφέρουν οι μηχανές; Το ενδιαφέρον για τις μηχανές το έχω από παιδί. Από πιτσιρικάς μού άρεσαν πολύ τα μηχανάκια, τα αυτόματα, τα δίκυκλα γενικά. Και πάντα είχα λόξα με τα παλιά. Αυτή η ιστορία με τις παλιές μηχανές ξεκίνησε το 1984. Όσο σπούδαζα –τελείωσα το Οικονομικό Τμήμα της Νομικής– δούλευα σε μηχανουργείο το πρωί και το απόγευμα σε συνεργείο. Όταν τελείωσα τη σχολή, αντί να ασχοληθώ με το αντικείμενο των σπουδών μου, συνέχισα να δουλεύω στο μηχανουργείο. Το μαγαζί το άνοιξα το 1993, το Πάσχα συμπλήρωσε τριάντα χρόνια.
— Πάντα ήσουν ροκαμπιλάς; Το ροκ εν ρολ έχει καθορίσει την αισθητική μου και τη σχέση μου με τις μηχανές, γιατί όλα αυτά είναι αλληλένδετα. Το 1981, που είχε έρθει ο Ρόρι Γκάλαχερ στην Αθήνα και είχα πάει στη συναυλία του, είχα μακριά μαλλιά, αλλά κάποιος φίλος πήγε στην Αγγλία, έφερε έναν δίσκο των Stray Cats και πήγαμε και κουρευτήκαμε όλοι, αφήσαμε φαβορίτες και το γυρίσαμε στο ροκ εν ρολ.
— Υπάρχει ενδιαφέρον για τις παλιές μηχανές στην Ελλάδα; Υπάρχει, πάντα υπήρχε, απλώς τώρα δεν υπάρχουν πολλά τέτοια μηχανάκια. Τα έχουν σηκώσει οι Γερμανοί τα περισσότερα, πολλοί ιδιώτες τα πουλάνε στο εξωτερικό, δεν μπορείς να βρεις εύκολα. Τη δεκαετία του ’80 στο Αιγάλεω και στο Περιστέρι, μόνο σε αυτόν τον δρόμο, είχε δύο μαγαζιά με BSΑ, ένα Horex κι ένα BMW. Τότε είχε πολλά μηχανάκια, τώρα δεν βλέπεις τίποτα. Αν έχεις χρήματα, βρίσκεις και τώρα, αλλά είναι πολύ ακριβά.
— Γιατί είχαμε τόσες αντίκες εδώ; Μεταπολεμικά, τη δεκαετία του ’50, υπήρχε νόμος στη Γερμανία ότι ανά 3-5 χρόνια έπρεπε να αλλάζεις τις μηχανές για να προλαβαίνεις τη φθορά. Έτσι πήγαιναν οι Έλληνες, αγόραζαν τις μεταχειρισμένες μηχανές και τις φόρτωναν στα τρένα. Αυτές τις μηχανές ήρθαν οι Γερμανοί τη δεκαετία του ’80 και τις ξαναπήραν πίσω. Πήγαιναν στα καφενεία και έκαναν deal με όσους τις είχαν για 30 και 50 χρόνια και τις σήκωσαν όλες. Οι αγγλικές έχουν μείνει στην Ελλάδα γιατί τις πήρε το Ναυτικό, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Και τη δική μου τη Norton από εκεί την πήρα το 1995.
— Πόσες μηχανές έχεις; Τρεις. Τη Norton Commando, την BMW με το καλάθι και την Enfield του 1936. Και αυτές πολλές είναι, είπα να διώξω καμία. Βάλε λάστιχα, βάλε μπαταρίες, βάλε χίλια δυο, δεν τελειώνει ποτέ η επισκευή, φτάνουν δύο.
— Πόσο κοστίζει να φτιάξεις μια μηχανή που σου φέρνουν; Εξαρτάται από την κατάσταση που σου τη φέρνουν. Αν είναι σε μέτρια κατάσταση, π.χ. μια BMW, γύρω στα 8-9 χιλιάρικα. Τη δεκαετία του ’80 ένα BMW ήταν πιο φτηνό από ένα παπί. Τώρα πληρώνεις την ιστορία. Μια BMW R69S έτοιμη, φτιαγμένη, περνάει τα 40 χιλιάρικα. Με το καλάθι ξεπερνάει τα 50. Αυτή την είχε η Αεροπορία. Στέλνουμε στη Γερμανία τους αριθμούς και μας λένε οι Γερμανοί ποια ήταν η ημερομηνία κατασκευής της. Αυτή εδώ είναι Zundapp του 1941. Σε αυτές τις μηχανές άνοιγαν πίσω τον σκελετό, έβαζαν έναν άξονα με ένα σαζμάν από τζιπ και δύο τροχούς και τις έκαναν φουρκόνια. Φόρτωναν ασβέστη, τσιμεντόλιθους, όργωναν όλη την Αθήνα αυτές οι μοτοσικλέτες.
— Τι διαφορά βλέπεις, από άποψη κατασκευής, σε σχέση με τις μηχανές του σήμερα; Αυτό το μηχανάκι, που είναι του 1936, έχει φοβερή ποιότητα κατασκευής. Αν δεις πώς έχουν εντάξει τα ρουλεμάν στους τροχούς, στον σχεδιασμό του, που είναι αρκετά περίεργος, καταλαβαίνεις ότι ήταν προσεγμένη στην κάθε λεπτομέρεια. Φαίνεται ότι ήταν ακριβό μηχανάκι για την εποχή του. Βέβαια, δεν έχει τα φρένα που έχει μια σημερινή μοτοσικλέτα, αλλά είχαν ρίξει χρήμα πάνω του, όπως καταλαβαίνεις από το design. Στις σημερινές μοτοσικλέτες το πλαστικό θα σπάσει και θα διαλυθεί σε μερικά χρόνια. Αυτό είναι μόνο σίδερο, τι να πάθει; Τα μηχανάκια που φτιάχτηκαν στα '80s έχουν διαλυθεί όλα.
— Έχει δουλειά το μαγαζί; Βγαίνει μεροκάματο, αλλά δεν είναι όπως παλιότερα. Το να έχεις ένα τέτοιο μαγαζί έχει και πολλές δυσκολίες, π.χ. πολύ δύσκολα βρίσκεις πλέον προσωπικό, παιδιά που θέλουν να μάθουν, είσαι μόνο εσύ, σαν γιατρός. Η πιο μεγάλη δυσκολία είναι η ιδιαιτερότητα των πελατών, νομίζουν ότι είναι ενημερωμένοι και τα ξέρουν όλα και δεν σε αφήνουν να κάνεις αυτό που πρέπει, αυτό που πιστεύω ότι είναι σωστό. Είναι πελάτες πιο απαιτητικοί, πιο παράξενοι από ενός συνεργείου για σκούτερ. Είναι φετιχισμός οι παλιές μηχανές, μόνο αν έχεις την ίδια λόξα το καταλαβαίνεις. Για να έχεις αγοράσει μια μηχανή που είναι προβληματική εξαρχής, είσαι ήδη αρκετά προβληματικός και εσύ.
— Γιατί δεν έρχονται παιδιά, καινούργιοι μάστορες; Έφερα τον γιο μου, που είναι 17 χρονών, και φρίκαρε το παιδί, «δεν μπορώ να αντέξω εδώ» μου λέει, «είναι μουρλοκομείο». Δεν ενδιαφέρεται πλέον για τις μηχανές, γιατί τον έβαλα τριών χρονών στο καλάθι και πήγαμε Πελοπόννησο και τώρα δεν θέλει ούτε να τα βλέπει. Δεν έρχεται γενικά νέος κόσμος, δεν υπάρχει νέος κόσμος με παλιές μηχανές, είναι ένα φετίχ που αφορά μεγαλύτερης ηλικίας κόσμο. Αν μαζεύεις βινύλια και οδηγείς παλιές μηχανές, το κάνεις γιατί δεν μπορείς να δεχτείς ότι μεγαλώνεις. Είναι πολύ φετιχιστικό, δεν μπορεί ένα νέο παιδί να ταυτιστεί, να θέλει να αγοράσει μια τέτοια μηχανή άμα δεν είναι στη φάση της μουσικής, εάν δεν είναι μέρος της υποκουλτούρας. Δεν υπάρχει τόσο ροκ εν ρολ πλέον τριγύρω.
— Υπάρχουν στην Αθήνα μάστορες που φτιάχνουν παλιές μηχανές; Έχουν μείνει 4-5.
— Ανταλλακτικά βρίσκεις; Βρίσκεις. Αν δεν υπάρχουν εδώ, βρίσκεις απ’ έξω. Το Ίντερνετ βοήθησε πολύ, πάρα πολύ. Τη δεκαετία του ’90, αν ήθελες να παραγγείλεις ένα ανταλλακτικό, έστελνες γράμμα στη Γερμανία, σου έστελναν προφόρμα, την πήγαινες στην τράπεζα, πλήρωνες, έστελνες τη φωτοτυπία με τον αριθμό στη Γερμανία και σου έστελναν τα πράγματα. Ήθελε δυο-τρεις μήνες να γίνει αυτή η διαδικασία με το ταχυδρομείο. Να πω, όμως, ότι επειδή είναι παλιά μια μηχανή δεν σημαίνει ότι παθαίνει και συνέχεια ζημιές, αν την προσέχεις.
Σίγουρα, όμως, οι παλιές μηχανές θέλουν σέρβις και βλέπεις τους ιδιοκτήτες τους πιο συχνά. Με τους περισσότερους έχω προσωπικές σχέσεις και «χαλάει» εκεί κάπως το πράγμα, γιατί το συνεργείο δεν είναι σούπερ μάρκετ, που πας στο ταμείο και αν δεν έχεις λεφτά δεν μπορείς να ψωνίσεις. Εδώ έρχονται, μου λένε «να δούμε τι έχει;» και μπορεί να μην έχουν μία να μου δώσουν.
Έχω βάλει την ταμπέλα «ουδεμία εργασία εξέρχεται ανεξόφλητος» και λέω «πήγαινε και μίλα με την ταμπέλα». Είναι δύσκολο, γιατί δεν φτιάχνεις παλιά αυτοκίνητα καλοζωιστών, φτιάχνεις τις μηχανές ατόμων που ακούνε ροκ εν ρολ, γίνεστε φίλοι και μετά συμπονάει ο ένας τον άλλο και αυτό κάποιος μπορεί να το εκμεταλλευτεί και να μπλέξεις. Να μην είσαι ο μάστοράς τους, να είσαι ο φίλος τους, να σου λέει «φτιάξ’ το και θα δούμε». Έτσι όμως δεν δουλεύει ένα μαγαζί.
Στον δρόμο έχει βγάλει μια BSA του 1938 και την Enfield του 1936. Τα αυτοκίνητα συνέχιζαν να περνούν αριστερά και δεξιά, αδιαφορώντας για τις γερασμένες Εγγλέζες. Ο Μάρλον Μπράντο από μέσα φάνηκε να χαμογελάει προς στιγμήν και να μας κλείνει το μάτι κάτω από το στραβά βαλμένο καπέλο του. Από ένα παράθυρο μακριά νομίζαμε πως ακούσαμε τον Little Richard να τραγουδάει το «Send me some loving», αλλά ίσως να ήταν και ιδέα μας…
✔ Classic Moto Restore, Αγίου Παντελεήμονος 14, Άγιοι Ανάργυροι
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
6 notes
·
View notes
Text
Ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε να επαναφέρει όλα τα μέλη του αμερικανικού στρατού που εκδιώχθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις επειδή αρνήθηκαν τα εμβόλια για τον Covid-19
Ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε να επαναφέρει όλα τα μέλη του αμερικανικού στρατού που εκδιώχθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις επειδή αρνήθηκαν τα εμβόλια για τον Covid-19 με πλήρεις αποδοχές, αναδρομικά μάλιστα. Η συγκεκριμένη εξαγγελία οπωσδήποτε συνδέεται με την πρωτοφανή απόφαση Μπάιντεν, λίγη ώρα πριν εγκαταλείψει τον λευκό οίκο, να δώσει ακαταδίωκτο στον Φάουτσι, υπό μορφή χάριτος, […] Ο πρόεδρος…
0 notes
Text
Ηνωμένες Πολιτείες: Ο ιστότοπος του TikTok επανήλθε – Προβλήματα με την εφαρμογή
Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ανέφερε σήμερα (19/01) ότι θα επαναφέρει την πρόσβαση στο TikTok στη χώρα όταν επιστρέψει στην εξουσία (αύριο θα ορκισθεί), αλλά ακόμη και πριν από αυτό, ορισμένοι χρήστες της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης ανέφεραν ότι είχαν πρόσβαση στον ιστότοπο της υπηρεσίας. Η εφαρμογή δεν φάνηκε να είναι άμεσα διαθέσιμη. Το TikTok σταμάτησε να…
0 notes
Text
ISBN: 978-960-615-543-7 Συγγραφέας: Αθανάσιος Ν. Μπαζίνης Εκδότης: Αρμός Σελίδες: 372 Ημερομηνία Έκδοσης: 2023-01-27 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes