Tumgik
#orestis faux
orestisfaux · 2 years
Text
Νμσ&γ_1
μονάχα τα γδαρμένα σου πόδια
έχουν δικαίωμα στην άσφαλτο;
μονάχα τα μελανιασμένα σου χέρια
δύνανται για μια αγκαλιά;
κι αν εγώ κραυγάσω δυνατά,
και σπάσουν χίλια τζάμια˙
χίλιες φορές να γυρίσεις
και χίλιες φορές να με κοιτάξεις.
μα κι εγώ θα έχω πια χαθεί.
7.vii.22
29 notes · View notes
orestisfaux · 2 years
Text
Νμσ&γ_2 (της υποταγής)
Tumblr media
θα 'θελα να 'μουν σάκος του μποξ.
να με χτύπαγες μια και δυο
να με 'ριχνες ξερό στο πάτωμα.
θα 'θελα να 'μουν μια παλιά τηλεόραση.
κάθε που θα τέλειωνα
να μου ΄δινες μια στο κεφάλι να ξανάρχιζα.
κ' ύστερα νάλεγες στον άντρα σου να
με πετάξει το βράδυ που θα γυρίσει
στα σκουπίδια.
μα πιο πολύ θα 'θελα να 'μουν
παλιό σου παιχνίδι αγαπημένο.
κλειδωμένο μια ζωή και μια εφηβεία σε συρτάρι θλιβερό.
και στην υστερία σου απάνω σαν έκανες να με πετάξεις
να σε πιάναν κλάματα.
και να με αγκάλιαζες σφιχτά.
15.vii.22
15 notes · View notes
orestisfaux · 2 years
Text
Για Τον Κλέαρχο
στις σκέψεις μου σε  βλέπω σαν παλιό βιβλίο
ακουμπισμένο στην άκρη ενός σύγχρονου κόσμου.
μπολιασμένο από καφέ ελληνικό.
σε σκέφτομαι σε καιρούς αβέβαιους
καθώς συλλογιέμαι τον καιρό μου. 
τι να απέγινε από σένα; 
άραγε να καίγεται καλά η ζωή σου;
να απέμεινε καθόλου ποίηση στην καύτρα της;
άγγιξες τελικά εκείνο που λαχταρούσες να σε κάψει;
άραγε να στέκεσαι σε πείσμα των καιρών αγέρωχος
ξάπλα σε κάποιον καναπέ φιλοξενούμενος… 
σε εμπόλεμες μέρες
ψάχνω τριγύρω να βρω χέρια
συντροφικά και αλληλέγγυα. 
γιατί παρά μείναμε μόνοι
και μουχλιάσαμε σε κάποιο σκονισμένο κελάρι. 
στην πλατεία της μικρής μας πόλης, ένας χορός
να νικηθεί ο θάνατος. και τα παιδιά να παίζουν πάντα.
τι νάχεις να πεις για όλα αυτά;
έχεις άραγε ξεχάσει να μετράς ανάποδα;
τι να βρίσκεται στην ατμόσφαιρα που δεν μπορώ να αγγίξω;
θα κρατήσουμε ποτέ ξανά τα χέρια σε χορό ή σε πίκρα;
θα μοιραστούμε ποτέ ξανά ένα τσιγάρο;
σάμπως ξέχασα να ταξιδεύω όταν ξέχασα πως να αγαπώ.
να είσαι εδώ ή να είσαι παντού.
να είσαι τώρα και να είσαι πάντα.
20 notes · View notes
orestisfaux · 2 years
Text
"όχι πι�� ανήσυχοι"
καθόμαστε στο μπαλκόνι.
καθόμαστε
και καθόμαστε.
-
από μακριά ο άνεμος των ασυναρτησιών
επιτίθεται στα πρόσωπα μας.
ένα κερί τρεμοπαίζει και τα δάχτυλα μου
χτυπάνε στο μέταλλο.
-
έπειτα από 7 χρόνια γνωριμίας 
--- δεν έχω τίποτα πια να πω.
δεν θα μιλήσουμε απόψε
μόνο θα γελάσουμε
δεν θα χορέψουμε απόψε
μόνο θα κλάψουμε.
-
τότε που λες ήταν πολύ λυπητερά 
τα πράγματα.
και μακάρι να το 'βλεπες εκείνο το...
κάτι που ξεχνώ τώρα.
μα θάτανε ωραίο και αυτό όπως όλα.
-
από απέναντι μια τηλεόραση αναγγέλλει τα χειρότερα
ένας τσακωμός για το καθήκον μεταμεσονύχτια
μια κουβέντα για ένα εμβόλιο και μια κλιμάκωση.
-
εδώ πέρα το ενδιάμεσο χάνεται πολλές φορές.
ή έτσι ή αλλιώς, μα δεν το ξέρεις.
στον δρόμο από κάτω μια γυναίκα το πολύ
να περπάτησε βιαστικά πάνω απ’ τα νεράντζια.
κατά τα άλλα μηδενική κίνηση.
13 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
12.02.21
εχθές είδα μια ζωή γεμάτη σιωπή και κρύο
στην ατμόσφαιρα.
τα σκυλιά να γαβγίζουν πάντα σε ρόδες
που δεν μπορούν να κυνηγήσουν,
μια κοπέλα πέρασε κρατώντας ένα χρυσόψαρο
σε πλαστική σακούλα.
ένα αγοράκι να προσπαθεί να μιμηθεί τον ήχο
των πουλιών. κι η μάνα να του τραβάει
το χέρι. όχι δεν βιάζεται, φοβάται.
γρήγορα στους δρόμους ξεχύνονται
φυλλάδια που προκηρύσουν την εξέγερση,
μια γιορτή και μια ηλεκτρική λιτανεία.
μπλε φώτα και σειρήνες οργώνουν τις
έρημες γειτονιές. στους τοίχους
κάπου κάπου ένα σχέδιο που γράφει
να μην ζήσουμε σαν δούλοι. ναι μωρέ φίλε.
όπως τα λες. μα τους συλλάβανε όλους τις
προάλλες και κάποιους του δείρανε κιόλας.
και τι να λέει τώρα, και τι να μου πεις;
τόσοι και τόσοι αγώνες μωρέ αδερφέ
για ισότητα ελευθερία και δημοκρατία.
τόσοι και τόσοι αγώνες, τόσα
οδοφράγματα. τόσα φυλλάδια και τόσες
συνελεύσεις.
τόσες μάνες να κλαίνε τα παιδιά τους.
τόσες συλλήψεις τόσοι εξορισμοί.
τόσοι νεκροί στις πύλες του Πολυτεχνείου. τόσοι
χαφιέδες  και τόσοι διωκόμενοι, τόσες δικαιωματικές
διεκδικήσεις. τόσα βάσανα…
για νάρθει ένα μόμολο το 2021
να σου πει πως στα πανεπιστήμια
δεν μπαίνει η αστυνομία αλλά η δημοκρατία.
και μια υπουργός να σε χαρακτηρίσει αλήτη
μπροστά στα μούτρα σου χωρίς τσίπα ντροπής.
και στις ειδήσεις να δείχνουν τους νέους ως
ανεύθυνους και μπαχαλάκιδες
μα θα μου πεις εκεί το πηγαίναν εξαρχής.
“τα καλύτερα μυαλά μας έφυγαν έξω”
μας λέγανε για χρόνια.
μάνα εγώ είμαι από τους βλαμμένους δηλαδή
που έκατσα εδώ και όσο και να χτυπιέμαι
ποτέ δεν θα με ακούσουν.
και οι νοικοκυρεμένοι να βλέπουνε τις πορείες
και να λεν άντε να τελειώνουμε και μαυτό.
και καλά φταίνε οι φοιτητές που μαζεύονται
σε πορείες κι έχουμε χίλια κρούσματα την μέρα.
και νάσου να ορμάνε στα σπίτια μας και να
μας παίρνουν μέσα γιατί είμαστε αλήτες
και διαδίδουμε τον ιό. πρόστιμο
στο πρόστιμο.
το νέο όπλο. εκεί που πονάς θα σε χτυπήσω αλήτη.
και θα διαγραφούν σιγά σιγά όλοι οι αλήτες
από τις σχολές τους,
να μείνουν μονάχα τα καθαρά παιδιά
τα τίμια, τα δημοκρατικά. κι αν μας
πληρώνουν κιόλας ακόμα καλύτερα.
και άντε να παραφράσω και τον Μπρεχτ.
να πω πως όταν πήραν τους δίπλα δεν μίλησα
και όταν ήρθαν για μένα δεν έμεινε κανείς
να με σώσει.
μα εγώ θα μιλήσω για σένανε.
όταν θάρθουν να σου κλείσουν το μπαρ, όταν σου τα πάρουν
όλα πίσω με τα πρόστιμα, για μη νομίζεις
πως σου δώσανε και τίποτα. όταν σε διώξουν από την δουλειά
που αρρώστησες ή που δεν έκανες κάποιο εμβόλιο.
όταν σε βάλουν να πληρώσεις δίδακτρα
για τα παιδιά σου  και όταν σε βάλουν
στο τέλος μέσα κι εσένανε
γιατί κατάντησες αλήτης στα μάτια τους.
εγώ θα μιλήσω για σένανε δεν θα την
θάψω την φωνή μου.
μονάχα φωτιά θα βγαίνει από τον λαιμό
μου από δω και μπρος.
εσύ μην έρχεσαι στην πορεία, άσε μην
κολλήσεις κιόλας τίποτα. καλύτερα.
μα μην τα λες τα παιδιά σου όμως αλήτες, ντροπή.
αλήτες είναι το μόμολο που κάθεται
στον θρόνο
κι η μέγαιρα σιμά του που τον γλύφει.
κι αν είναι, ας μην ζήσουμε σαν δούλοι όπως τα λέει ο φίλος
ο άγνωστος που τριγυρνάει στους δρόμους τα βράδια.
μα μονάχα να μην ζήσουμε στον φόβο. στον φόβο μόνο
ας αντισταθούμε.
Tumblr media
147 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
πόλαροϊντ .4
δεν με πειράζει που η μεσοτυχία       μου είναι για τον πούτσο.
                          ούτε που ο γείτονας είναι                                                    περίεργος.
αυτό που με πειράζει είναι που είμαι.      αναγκασμένος να ακούω τις σούστες      του κρεβατιού του      και τα σεσουάρ του      και τις πόρτες του να ανοιγοκλείνουν                                      στις 3 το πρωί.
                                                          (ούτε κι αυτό με πειράζει                                στην πραγματικότητα)
αυτό που, όντως, με πειράζει˙         είναι που ο ήχος της δικής μου         πόρτας είναι ακριβώς ο ίδιος                      με της δικής του˙         και που εδώ και 6 νύχτες,         οι σούστες μου με τις δικές του —             — ίδιος ακριβώς ήχος!
τι να πω, δεν ξέρω.    αυτό που σίγουρα ξέρω είναι πως             είναι εκεί             και θα είναι εκεί. ενώ οι δαχτυλιές στο τοίχο μου, τα σκονισμένα σακάκια κρεμασμένα σε υγρά παλαιωμένα χαμόγελα,
                                                 δεν θα ‘ναι.                                                            έστω.
                                                                              -- στον κύριο Παναγιώτη
                                                                                                (1956 - 2020)
25 notes · View notes
orestisfaux · 3 years
Text
δυστοπικό φιλμ.
στις αρχές του αιώνα η ανθρωπότητα έπαψε να παράγει
πια τον εκκωφαντικό βρυχηθμό της˙
οι μηχανές όλες σταμάτησαν
σε μια μοναδική στιγμή σκορπισμένη
κάπου στον χρόνο.
καταραμένα αέναη και επαναλαμβανόμενη
μέσα σε μια νυχτερινή σιωπή
που όμοια της κανείς μας
δεν είχε βιώσει.
στην αρχή γελούσαμε. για φαντάσου λέγαμε τον κόσμο
να παγώνει στον χρόνο. για τόσο δα.
έπειτα ξεκίνησαν να βγαίνουν και οι πυγολαμπίδες
στους δρόμους.
επιτέλους έφτιαξε ο σκουπιδότοπος αυτός είπαμε.
ύστερα τα βάλανε μαζί μας. μας στοχοποίησαν
που λένε.
στον δρόμο θα μας κοιτούσανε περίεργα. έπειτα
ξεκίνησαν να μας βιντεοσκοπούν. στα πάρκα, τις πλατείες,
τα πεζοδρόμια. τα πανεπιστήμια. τα πρόσωπα μας ήταν παντού.
τις πρώτες μέρες… θυμάμαι τρέξανε όλοι
να γυρίσουνε στα σπίτια τους.
σηκωθήκαν και φύγανε ένα πρωί που η πόλη ερήμωσε.
μα κανείς δεν γύρισε ποτέ πίσω.
έπειτα ξεκίνησε και του ήλιου η υπερβολή.
μα κανείς μας δεν θυμάται εκείνες τις μέρες.
από τη μια στιγμή στην άλλη ένας ένας άρχισε να ξεχνά.
κλειδώθηκα στο σπίτι μου. κι εγώ
κ’ όποιος απέμεινε σε αυτή την πόλη.
η νύχτα ξεκίνησε να γίνεται πιο σκοτεινή. πιο ήσυχη.
και τότε ξεκινήσανε και οι αποφάσεις.
την πρώτη νύχτα απαγόρευσης
-περπατούσα βιαστικά να φτάσω σπίτι μου
η ώρα ήτανε περασμένη. κι αν με βρίσκαν έξω θα με πιάνανε.
όχι δεν έβρεχε. το θυμάμαι. απαλό αεράκι.
έψαχνα βιαστικά να βρω το κλειδί της πολυκατοικίας.
τότε την είδα να περνάει. φορούσε κουκούλα.
στην αρχή δεν με κατάλαβε,
γύρισε και με κοίταξε. κοίταξε τον δρόμο.
ψυχή πουθενά.
στάθηκε. μου έκανε ένα νεύμα.
καληνύχτα! τι; καληνύχτα!
στάθηκε λίγο ακόμα εκεί στην άκρη του πεζοδρομίου
το κλειδί μου δεν γύρναγε. τριγύρω παντού σιωπή.
“να προσέχεις”.
αυτό μονάχα. και ύστερα χάθηκε μεσ’το σκοτάδι.
έπειτα κάθε φορά που κατάφερνα να φτάσω
δεν άναβα τα φώτα. μονάχα περίμενα στα σκοτάδια.
να ηρεμήσουν τα πράγματα.
κάτσε λίγο ακόμα εδώ και ύστερα φεύγεις.
αν βγεις έξω θα σε πιάσουν τέτοια ώρα. περίμενε
να πάει πέντε.
οι πυγολαμπίδες δεν υπήρχαν πια στους δρόμους
την θέση τους πήρε
μια απόκοσμη καταχνιά. κανείς δεν ήταν πια έξω.
η γυναίκα που περπατάει στον δρόμο πλέον δεν βιάζεται.
φοβάται.
η μια απόφαση ακολούθησε την άλλη. χαμπάρι δεν πήραμε.
κοιμισμένοι τα χαράματα στους καναπέδες.
έπειτα δέκα ταινίες
streaming, οθόνες παντού που κατέγραφαν
την κάθε μας κίνηση.
ξυπνήσαμε
σε μια έρημη χώρα.
προτού καταλάβουμε τι γινόταν
ξεκίνησαν να ορμάνε στα σπίτια μας.
τα βιβλία καίγονταν στους 451℉,
τους υπόλοιπους τους μάζεψαν σε μια πορεία.
πέταξα τα τρικάκια από το μπαλκόνι μου
και έκλεισα τα φώτα. δεν ξανά βγήκα για έναν μήνα.
μια μέρα θέλησα να κατέβω.
δεν βρήκα κανέναν.
έψαξα παντού. γκριν παρκ, παλάς, πολυτέκ,
τάουνχωλ στριτ. δεν υπήρχε κανείς.
κάθε νύχτα περπατούσες στην βροχή.
και έκανε κρύο. και κανείς δεν άνοιγε την πόρτα του από φόβο.
ο νικόλας σταμάτησε να έρχεται. ήταν πολύ επικίνδυνο.
καλύτερα έτσι.
τον μάνο μου είπαν πως τον πιάσανε την ώρα που πήγαινε σε μια συνέλευση. μέρες τον παρακολουθούσαν. του την είχανε στημένη λέει. όλοι οι άλλοι τρέξανε και γλίτωσαν. μα δεν τους έχω δει από τότε.
παλιές φωτογραφίες στον τοίχο
η πολυκατοικία άδεια.
δεν θέλησα να κάνω τίποτα. όπου και να πήγαινα
την είχα χαμένη. όποιος αρρώσταινε
δεν τον ξανά βλέπαμε. και οι υπό
ληποι. ξεχνούσαν.
ξέχασα κι εγώ μετά από ένα σημείο. το τηλέφωνο
σταμάτησε
να χτυπάει.
πάρκα, πανεπιστήμια, κινηματογράφοι και σουπερμάρκετ.
ήταν όλα παγίδες.
έμαθα μετά από καιρό πως ένας φαρμακοποιός
- στον παρακάτω δρόμο
έδινε κόσμο. μετά από δυο μήνες
τον πιάσανε και αυτόν.
περάσανε χίλιες εννιακόσιες εβδομήντα τρεις μέρες
από την τελευταία φορά που μου είπε κάποιος να προσέχω.
την επομένη κοιμήθηκα κι εγώ όπως όλοι.
στον ύπνο μου ονειρεύτηκα πως τριγύρναγα σε μια
λαμπερή στοά, φωτισμένη από το φως της μέρας.
κάτι έψαχνα να βρω. είχε και κάτι σκαλοπάτια μα
δεν τα ανέβηκα.
δυο γριές πίνανε ελληνικό
και με σχολίαζαν
που δεν
φόραγα μάσκα.
φοβήθηκα τα σκαλοπάτια
δεν ήξερα τι με περίμενε εκεί πάνω.
έξω οι δρόμοι έρημοι. η πόλη ετοιμάζονταν για κάποια
γιορτή.
μα κανείς δεν έμεινε για να γιορτάσει.
κι ο ουρανός.
λευκός
και παγωνιά παντού.
ύστερα βράδιασε και στον ουρανό υπήρχαν πυροτεχνήματα.
τα έβλεπα από το ψηλό μου διαμέρισμα. και ένα ερείπιο φωτισμένο.
το κακό είναι πως ποτέ κανείς δεν έμαθε
όλοι ξεχάσανε. όλοι κοιμήθηκαν τον βαθύ ύπνο.
ποτέ. ποτέ.
πουθενά. κανείς.
στις παλιές φωτογραφίες
πρόσωπα θολά και χαρούμενα. πρόσωπα που δεν τα έχω δει
έκτοτε.
αιώνες πριν.
ευτυχισμένο το 2018, ευτυχισμένο το 2019.
απόψε θα πάμε να χορέψουμε στης σοφίας. εκείνη την φωτογραφία
την είχε βγάλει τότε ο μπίλη. βάλε μου κάτι βαρύ να πιω.
μια νύχτα καθόμασταν έξω από
το προξενείο. και γελούσαμε.
κάτι θα μας είχε φανεί αστείο.
ελάτε. ελάτε γρήγορα! μαζευτείτε να βγάλουμε μια φωτογραφία.
12 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
                                                            η ελευθερία μου είναι στις σόλες                                                                των αλήτικων παπουτσιών μου.                                                                φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.                                                                μπορώ να σεργιανίσω                                                                ότι ώρα μου γουστάρει.
                                                                                        - κατερίνα γώγου
                    ------------------------------------------------------
με ρωτάς να σου πω μια ιστορία αγάπης                 να καθησυχάσω τον ύπνο σου. μα σου απαντώ πως τα λόγια     είναι μονάχα λόγια     και οι λέξεις έχουν χάσει χρόνια τώρα το νόημα τους.
και τι σημασία νάχουνε όλες τούτες οι ιστορίες μωρέ;                   αν δεν τις ζεις                                          — δεν σε ζούνε. μονάχα περιμένουνε τα γηρατειά σου. να σε στοιχειώσουνε. κ’ ύστερα μου λες, πως δεν ξέρεις τα κατατόπια εδώ γύρω˙                   — αγόρι μου αυτή τη στιγμή                       μιλάς στον περιπατητή                                        τούτης της πόλης.
και γέλασες γιατί δεν με πίστεψες      - ή γιατί σου φάνηκε αστείο «μα εμένα η ελευθερία μου είναι        στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου»                           το ‘χε πει και η κατερίνα                                           κάποτε…
γιατί την έχω περπατήσει όλη αυτή την πόλη˙                       απάκρη-σάκρη                       από την πρώτη μίζερη τσιμεντένια πενταόροφη ταφόπλακα                                                              ως                        το πρώτο χορτάρι του λιβαδιού στον περιφερειακό. όλες τις ώρες. όλες τις μέρες. μα κυρίως τα βράδια.     γιατί τα βράδια με πιάνει η μοναξιά μου κι εμένα μωρέ.      και ιστορίες δεν έχω να μου πω γιατί μου τις φάγανε όλες.
έτσι κι εγώ φοράω ό,τι μου απέμεινε.                   .παίρνω τους δρόμους. τις ώρες που εσείς γαμάτε                           ή σκοτώνεστε                ή που παίρνετε χάπια και περιμένετε                           να φτάσει η καύτρα του τσιγάρου                           στα χείλη σας πάνω στα μπαλκόνια σας.                           .με το παράπονο στον αναστεναγμό σας.       ή που περνάτε τα χέρια σας στοργικά          γύρω από σώματα οικεία. κάτι θερινές νύχτες.          .σαν αυτήν εδώ. που φθέγγεται με τους κίτρινους έρημους φανοστάτες˙
εγώ κάτω στον δρόμο δίνω τις δικές μου μάχες       με την δική σας πραγματικότητα.       με βήματα ματωμένα και συρτά,       τα χνάρια μου — μη ανιχνεύσιμα, στέκομαι σε τούτη τη γωνιά,        — και σε κείνη                                 — και στην άλλη. και καπνίζω πολύ,       μουλιασμένα απ’ τον ιδρώτα       των χεριών μου τσιγάρα. και συνθέτω μουσικές που θα σας πω το επόμενο πρωί       με το ψεύτικο μου χαμόγελο και τα λυπημένα μου μάτια       πάνω από τις μελιστάλαχτες τηγανίτες σας. κι όταν δώσω μια και τρέξω        και χαθώ για πάντα από αυτήν την πόλη                                                 — μην ανησυχείς˙        κάποιος άλλος θα φορέσει τα παπούτσια μου        (κρεμάστε τα και στα καλώδια αν είναι) που κρύβουνε στις σόλες τους                        τον πόνο                        την θλίψη                        τη μιζέρια                        το γέλιο                        την χαρά. και όλες                   τις γλυκές συμπτώσεις τούτης της ονειροχώρας          που επιμένουμε να αποκαλούμε ζωή.
                              ———————————————
ιστορίες λοιπόν που λες δεν έχω να σου πω               — μου τέλειωσαν. μονάχα κάποιο στενάκι μπορώ να σου δείξω                          να κόψεις δρόμο. και να παραπονεθώ λέγοντας σου                                 — μα τ’είναι αυτά που λες ρε ηνώ;                                      γίνεται ποτέ να ζήσουμε δίχως αστέρια                                      πάνω απ’τα κεφάλια μας;
και σιγά μην με πίστευες ποτέ αν σούλεγα,      πως σε ένα πάρκο τα μεσάνυχτα      βρήκα την γαλήνη του να νιώθεις μόνος                         και να είσαι πραγματικά μόνος.
σιγουριά εγγυήσεις υποσχέσεις και σφραγίδες πάνω σε πιστοποιητικά γελοία μην ψάχνεις απόψε. η νύχτα τελειώνει    και η πόλη ξυπνάει για άλλη μια φορά    στις 05:45 ακριβώς.
                                      ξημέρωσε.
37 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
δ.
μεγαλώσαμε κι εμείς και φύγανε τα αστεία μας.        φύγανε τα φάνσυ ρούχα                          και οι συμπεριφορές. κι απ’ τα πρόσωπα μας το σε θέλω.
    όλα τα πουλήσαμε για μια                 μικρή γωνιά στην αστική μιζέρια.
               για ένα πιάτο φαΐ,                      έναν καφέ στην πλατεία                               και τσιγάρα.
38 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
3.964
3.964 αστέρια στο αστρικό σου οπτικό πεδίο.
κι αν τα μετρήσεις - έχασες.
ένας κύκλος ισοδυναμεί με το απόλυτο κενό και μέσα του όλα τα άλλα, θαρρείς πως είναι αστείο που                               υπάρχουμε.
εμ    είς πραγματωνόμαστε εκεί που μ ας δέχονται χωρίς να τραβάμε μακριά ή κοντά. μα αν δεν ανέβεις μ                               ο                               ν                               ος σου       στο βουνό δεν θα καταλάβεις.
και σε ένα φεγγάρι — πως να ομολογήσουμε την μπόρα; εκεί που τίποτα δεν κουνιέται, στην σιωπή και το τίποτα είναι το τίποτα και από την θάλασσα - μικρέ μου loverman - κάποιος φωνάζει το όνομα μας
και περιμένει με στοργή.
15 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
ε γω ε ί μ αι (έ) νας , μο να (χα!) έ να ς .
41 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
σε χιλιάδες χρόνια από τώρα     θα καταργηθούν όλα τα συμβόλαια     κι όλες οι εγκάρδιες υποσχέσεις˙ δεν θα υπάρχουν πια νεκροί, μονάχα χαμένοι. δεν θα υπάρχουν πια μόδες και τάσεις      μονάχα επιθυμίες και χαμένα όνειρα. παραμελημένες σκέψεις κλειδωμένες      στις σοφίτες και στα πατάρια˙
σε χιλιάδες χρόνια από τώρα     δεν θάχει μείνει πια τίποτα                                      για μας                                            εδώ. κι η μάνα μας θα μας πετάξει    από το σπίτι.                          εξόριστοι θα τριγυρνάμε                          στις ερημιές                          καταραμένοι να μην                          γυρνάμε ποτέ πίσω.
και σπάσανε πλέον όλα τα ποτήρια σπίτι μου. τρεχούμενο νερό μονάχα από τις πηγές,       να βρέξει τα χείλη σου. στους γκρίζους λόφους μιας βουκολικής       πόλης να βρεις γαλήνη.
και η μυρωδιά της βροχής       τον Μάιο μπορεί να φέρει τον έρωτα. μα στα σούπερ μάρκετ       πριν πέσει το σκοτάδι απλώνουνε                                            χλωρίνη.       και η χλωρίνη φέρνει μοναξιά. των άστρων η σιωπή παρανοιάζει       τον νου των ανήσυχων              και φανερώνει υποσχέσεις˙ υποσχέσεις που οι τύψεις δεν        σε αφήνουν να εκπληρώσεις.
και κάποτε θάρθει η μέρα που θα έρθουν να σε πάρουν       να σε κλειδώσουν στο πατάρι.
      ναι, ακόμα            και σένανε.
προστάτες του παρόντος       χτυπάνε την δική μου πόρτα τα μεσάνυχτα       μα εγώ τους απαντώ με φωτιά. και γεμίζω τα τασάκια       με σπίρτα ξεχασμένα            σαν αυτά που μου έφερνες κάποτε —                            — με τις μπλε μύτες
παρασκευές απογεύματα                     έξω από κάτι νεοκλασικά                     — και πάνω-κάτω η αβέρωφ —
και η παραλιακή γέμισε σπίρτα καμμένα       κ’ ίσως φταίμε       κι εμείς που τα πετάμε στους δρόμους
αντί να δώσουμε μια, όπως       κάνανε οι παλιοί,             και να τα κάψουμε όλα.
όλα σου λέω!
να μείνουνε μονάχα οι υποσχέσεις     και οι μεταμεσονύχτιοι καημοί        κ’ύστερα να φύγουν κι αυτοί.
μονάχα τα γιασεμιά που απλώνονται        στους τοίχους, σε γωνίες ξεχασμένες                   στην βουκολική μας πόλη, να μας θάψουνε κι εμάς.                 να πούμε πως                 ζήσαμε ευτυχισμένα.
και μονάχα το φεγγάρι,      που μας ταράζει τις σκέψεις      και μας υπόσχεται μεγαλεία και τάχα μου πάντα θα μας αγαπάει      — μα ακόμα κι αυτό           σε λίγο θα γράφει ΠΛέΜΠΑ πάνω του˙
μονάχα το φεγγάρι, το αιώνιο                                  φανάρι,          που μυρίζει οινόπνευμα.
                αυτό μονάχα.
23 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
πόλαροϊντ .3
το νερό της βρύσης δεν πίνεται                                  να ξέρεις                                       και για να αγοράσεις ένα                             καλό ψυγείο           πρέπει να ξέρεις           αν χωράει ολόκληρα                μπουκάλια κρασί
έτσι ξεδιψάω εγώ                             ναι ρε.                             έχω βρει την υγειά μου σου λέω.       ώρες ώρες κάθομαι                 και χαζεύω ποτήρια                                    μέχρι να σπάσουν.
ξέρεις, εμένα αν μου κολλήσει κάτι,                                                   εκεί!            έτσι πήρα και το δίπλωμα,            και τώρα τις κυριακές            βγάζω βόλτα τις πάπιες.
βάζω και κανένα ραδιοφωνάκι που και που.          και διπλοκλειδώνω,                για να μην μπαίνουν                     ακάλεστα πρόσωπα τα βράδια.
σήμερα νιώθω ιδιαίτερα τυχερός.              λέω να πάω να αλλάξω                      την προσωπικότητά μου                             στο πολυκατάστημα.
24 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
της μάνας μου η προίκα
της μάνας μου η προίκα       βγαίνει τα απογεύματα       βόλτες στις πλατείες,
                          και ταΐζει                                 περιστέρια.
με τόμορφο φουστάνι της                    τίγκα στα λουλούδια                    και το λευκό καπέλο στροβιλίζεται να την                          βγάλω μια φωτογραφία
                                  και γελά.
στην μέση της πλατείας        μονάχα περιστέρια                     και παρατημένα ποδήλατα.
η πλατεία με το συντριβάνι   που κάποτε τρώγαμε παγωτά τώρα κοπέλες πολύχρωμες με φτερά και σεντόνια. στροβιλίζονται στο σβήσιμο της μέρας. εδώ και μια ώρα και                   σαράντα                             τρία                              λεπτά        κάνω το τελευταίο μου τσιγάρο.
       η προίκα της μάνας μου        που βγαίνει βόλτες στην                           πλατεία
                    μου χαμογελά…
μόλα τα σιγαναμένα              παράθυρα στις μπλε πολυκατοικίες .
γέροι περιμένουν στοϊκά                      στα μπαλκόνια, από κάτω ατυχήματα και        χαιρετισμοί ˙                          παιδιά που φοβούνται                          να δείξουν                          τα στόματα τους
κιόλοι οι δρόμοι γεμάτοι χλωρίνη μοιράζουν μοναξιά. στον τάφο του κέρουακ         μονάχα ένα λουλούδι α! και κάπου μια γρίλια ανοιγοκλείνει˙
της μάνας μου η προίκα˙ της μάνας μου η προίκα.                        στο ραδιόφωνο.       ανάμεσα σε παράσιτα                   και αναλαμπές.                                            παλιά χιτάκια.
κι όχι, το πουκάμισο μου ακόμα να στεγνώσει. με λένε ορέστη. λευτέρη.                          άλλοι με φωνάζουν. μάνο.
την μάνα μου κάποτε την λέγανε       μαρία.       δέσποινα. βικτώρια. κατερίνα.                                         νίκη.
σπασμένα τασάκια με αποτσίγαρα     σε ταράτσες και ζεστά δωμάτια.
το στέκι˙     το στέκι. κάποτε ζήσαμε                                            εδώ.
μέσα σε παλιά βιβλία          και βελάκια σε τοίχους          και διπλά κρεβάτια    με παλιούς καναπέδες    και σπασμένα τραπέζια.
                    κάποτε ήμασταν.                                                ελεύθεροι!
όλοι μου οι φίλοι θα μεγαλώσουν.                                        θα κάνουν παιδιά.             εγώ θα τα προσέχω.             θα τους φοράω λευκά.
κιόλοι οι δρόμοι άδειοι ποτισμένοι στην χλωρίνη και παντού να μυρίζει μοναξιά.
κάποτε καθόμουν σε μπαλκόνια      με θέα άλλα μπαλκόνια      κι έγραφα για τις ζωές                                  των άλλων.
τώρα φοβάμαι να αντικρίσω                             την δική                                     μου.
στα ζεστά δωμάτια οι ανεμιστήρες λιώσανε. μια λάμπα μόνο καίει τα βράδια. παλιοί δρόμοι φιλοξενούν ανθρώπους της λήθης.
τίποτε δεν έμεινε εδώ. να δεις.                                         ή. να                                     θαυμάσεις. μονάχα φωτογραφίες περιστέρια και graffiti.               σε πλατείες με συντριβάνια.
έρημο το μπαλκόνι μου, στο βασίλειο της απογευματινής μελαγχολίας.
της μάνας μου η προίκα.                 στην πλατεία.
                        μου χαμογελά.
31 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
του γυρισμού
παρατημένα τροχόσπιτα σε μάντρες με αγκάθια στα παράθυρα και φίδια στις πόρτες περιμένουν με οργή πλοία και καουμπόηδες. παλιομοδίτες νάρκισσους. που ίσως και να τάβαζαν φωτιά με την ματιά τους.
“φίλε!” φώναξε ο ξένος τρεις φορές στο σκοτάδι. με νεύμα του απαντήσαμε όλοι. με νεύμα και μια χούφτα                            κοχύλια από τον ουρανό.
δίπλα το νεκροταφείο βουόδες στο λιοπύρι. και τα πρόσωπα δεν έχουν σταματήσει                                   να τραγουδούν δυνατά -δυνατότερα! στο jam του αιώνα             “saos ferries και συμφέρεις!” saos ferries, συμφέρεις σαααααος ferries,                             συμ φε ρειιις!
μαύρα μπουκλέ μαλλιά. μμμ. στην ήρεμη ανάσα των πλαγιών κοιτάνε στα μάτια σου και βλέπουνε το χάος. μα το ξέρουν. και εσύ το ξέρεις πως το ξέρουν.                                                                εντάξει.
έπειτα υπάρχουν κι άλλα πλάσματα που κρύβονται στο πράσινο, στο δάσος. μα δεν αντέχουν το ποδοβολητό και πλαγιάζουν τις νύχτες στο νερό. είναι ‘ντάξει, θα σου δείξω. από το χώμα στην άσφαλτο στα ξαφνικά και από εκεί πάλι πίσω.
όλο πίσω.όλο μπροστά. -ωωω!- δεν έχει τέλος αυτό το ποτάμι.
ένας άπειρος αριθμός συμπτώσεων και δυνατοτήτων.
26 notes · View notes
orestisfaux · 4 years
Text
νύχτες χωρίς φεγγάρια
(ο ψαρομάλλης βασιλιάς του πουθενά)
Tumblr media
ξυπνώ,            με τα χέρια μουδιασμένα            πάνω στο πρόσωπο μου
όταν θα σηκωθώ,         με γάτας σώμα         θα συρθώ                          στην έρημη γη.
αυτή η χώρα είναι δικιά μου                      και μου χρωστάει μια ζωή.
δεν υπάρχει τίποτα το       ανησυχητικό       σε 3 ταμπέλες νέον               που φέγγουν                                     μέρα                                     νύχτα. κ’ ύστερα απ’ όλο         αυτό το περπάτημα                  που έλιωσε τις μπότες μου         πάνω-κάτω την δωδώνης δεν θα μου δώσεις       ένα χαμόγελο;
                               ξέρεις, την νύχτα οι μεθυσμένοι       δεν μ’ αφήνουν να κοιμηθώ˙
και ουρλιάζουν κάτω από      τα σπίτια και τα άστρα      σαν να βλέπουν μποξ      σαν σκυλιά λυσσασμένα που σφάζονται             και δεν έχουν μια                          κουβέρτα να                            σκεπαστούν.
και όσο φωνάζουν      και κλαίνε για αγάπη      εγώ ονειρεύομαι χέρια             στοργικά τριγύρω μου      να τυλίγουν τον λαιμό                                μου.
και ξυπνώ ξανά                  με γάτας σώμα                  και χέρια μουδιασμένα                  κάτω από κρύες                                    κουβέρτες και ορμάω στα μπαρ.
και όταν όλοι σε φωνάζουν βασιλιά˙
                           πρέπει να χορέψεις.
32 notes · View notes