#η κόρη μου η σοσιαλίστρια
Explore tagged Tumblr posts
Text
Η κόρη μου η σοσιαλίστρια sketches! :D
#Αλίκηποστινγκ#Αλίκη Βουγιουκλάκη#η κόρη μου η σοσιαλίστρια#my art#fanart#πήρε πολύ περισσότερη ώρα από ότι περίμενα ομγ
23 notes
·
View notes
Text
rat girlfriends inspired by the background dancers in η κόρη μου η σοσιαλίστρια ⭒ by fokzaret
33 notes
·
View notes
Note
Ρε ο μπαμπάς της Καρύδη είναι μεγάλο κρας, έπαιζε και στο η κόρη μου η σοσιαλίστρια και στην Αλίκη στο ναυτικό και ήταν κούκλος στα νιάτα του 😍
το dna σε αυτή την οικογένεια tbh
9 notes
·
View notes
Video
youtube
Το χαμόγελο (The Smile)
- from the movie Η κόρη μου η σοσιαλίστρια (My daughter, the Socialist) from 1966.
The singer is Dimitris Papamichali.
6 notes
·
View notes
Link
Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα και άδικα από τη ζωή, θα μπορούσαν να προσφέρουν και άλλα στην τέχνη και τον πολιτισμό με το ταλέντο τους. Ειδικότερα, Ελληνίδες και Έλληνες ηθοποιοί, που γεννήθηκαν από το 1925 ως το 1940 και έφυγαν νωρίς από κοντά μας, σίγουρα είχαν να προσφέρουν πολλά ακόμα. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Η Αλεξάνδρα Αρμάου σκοτώθηκε σε τροχαίο Η Αλεξάνδρα Αρμάου, γεννήθηκε το 1928. Ήταν ηθοποιός και χορεύτρια, κυρίως του μουσικού θεάτρου. Εμφανίστηκε σε πολλές παραστάσεις με την αδελφή της Μαρίκα Αρμάου (γ.1925). Η Αλεξάνδρα και η Μαρίκα Αρμάου, σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1961. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Αλέξης Γεωργίου σκοτώθηκε 48 ετών Ο ηθοποιός και τραγουδιστής Αλέξης Γεωργίου, γεννήθηκε το 1940. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του «Θεάτρου Τέχνης» του Κάρολου Κουν. Πήρε μέρος σε πολλές θεατρικές παραστάσεις, ενώ πρωταγωνίστησε και στην ταινία του Βασίλη Μαυρομάτη «Σκιές στην Άμμο» (1970). Έκανε σπουδαία καριέρα και ως τραγουδιστής του «νέου κύματος». Πέθανε το 1988. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Τάσος Γιαννόπουλος έφυγε από κίρρωση του ήπατος Ο Τάσος Γιαννόπουλος, ήταν ένας σπουδαίος κωμικός ηθοποιός. Γεννήθηκε το 1931 στη Μεσσηνία. Αρχικά εργάστηκε ως κονφερανσιέ και από το 1959 εμφανίστηκε στο μουσικό θέατρο. Τη δεκαετία του ’60, πρωταγωνίστησε σε πολλά θεατρικά έργα. Στην επιθεώρηση, δημιούργησε τον ρόλο του τσέλιγκα Κίτσου, που τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή. Πρωταγωνίστησε και σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες. Το 1967 μάλιστα, ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής ταινιών («Πράκτωρ Κίτσος Καλεί Γαστούνη», «Έμπαινε Κίτσο», «Ο Κίτσος και τ’ Αδέλφια του», «Γαμπρός απ’ τη Γαστούνη» κ.ά.). Ο Τάσος Γιαννόπουλος, ήταν και εκπληκτικός μίμος. Χαρακτηριστικό είναι το ότι μπορούσε να μιμηθεί τις φωνές όλων σχεδόν των «ιερών τεράτων» του ελληνικού σινεμά. Δυστυχώς, προσβλήθηκε από κίρρωση του ήπατος και έφυγε από κοντά μας στις 8 Νοεμβρίου 1977. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Χρόνης Εξαρχάκος έφυγε από την επάρατο νόσο Ένας ακόμα σπουδαίος ηθοποιός, ήταν ο Χρόνης Εξαρχάκος. Το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, ήταν Πολυχρόνης Έξαρχος. Γεννήθηκε το 1932 στην Ερμούπολη της Σύρου. Εργάστηκε αρχικά στο θέατρο ως «χειριστής ήχων». Σπούδασε στη Δραματική Σχολή Πέλου Κατσέλη. Το 1963 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο, στο έργο του Γεράσιμου Σταύρου «Η Βίλα των Οργίων». �� καριέρα του στο θέατρο, ήταν πολύ μεγάλη, καθώς πρωταγωνίστησε σε δεκάδες έργα ως το 1980. Αλλά και στον κινηματογράφο οι ερμηνείες του ήταν ξεχωριστές: «Διαζύγιο αλά Ελληνικά», «Η κόρη μου η Σοσιαλίστρια», «Γοργόνες και Μάγκες», «Μαριχουάνα Στοπ», «Το κοροϊδάκι της Πριγκηπέσας» κ.ά. Πρωταγωνίστησε επίσης στην τηλεοπτική σειρά «Ένας Απίθανος Ντετέκτιβ», ενώ στο θέατρο εργάστηκε και ως σκηνοθέτης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αρρώστησε σοβαρά. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο Λονδίνο, χωρίς επιτυχία. Πέθανε νικημένος από την επάρατη νόσο στις 27 Σεπτεμβρίου 1984. Ένα χρόνο αργότερα, πέθανε από κατάθλιψη και η μητέρα του, στην οποία είχε πολύ μεγάλη αδυναμία. Βασικά χαρακτηριστικά του Χρόνη Εξαρχάκου στις ερμηνείες του, ήταν η μοντέρνα τεχνοτροπία και η εκφραστική του αμεσότητα. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Θεόδωρος Ζηζίκος Ο Θεόδωρος Ζηζίκος, γεννήθηκε το 1938. Έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών το 1965. Συμμετείχε στις ταινίες: «Διπλοπενιές» (1966), «Κάτι Κουρασμένα Παλικάρια» (1967), «Η Αρχόντισσα κι ο Αλήτης» (1968) και «Αυτοί που Μίλησαν με τον Θάνατο» (1970). Τον θυμόμαστε, μικρά παιδιά τότε, σε περιγραφές ποδοσφαιρικών αγώνων στο (κρατικό) ραδιόφωνο τη δεκαετία ’70, μαζί με τους θρυλικούς: Βασίλη Γεωργίου, Αντώνη Πυλιαρό, Στάθη Γαβάκη, τον Θεσσαλονικιό Γιάννη Λογοθέτη κ.ά., όπως επίσης και ως εκφωνητή δελτίων ειδήσεων στο ΕΙΡΤ. Έφυγε νέος από κοντά μας, αλλά δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε πότε ακριβώς… Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Στέλιος Καππάτος Ο Στέλιος Καππάτος, γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα. Το 1964, έκανε την πρώτη επαγγελματική του εμφάνιση στο θέατρο με τον θίασο της Έλλης Λαμπέτη. Από το 1972 ως τον θάνατό του (1987), ήταν βασικό στέλεχος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Πρωταγωνίστησε στο θρυλικό σίριαλ «Μεθοριακός Σταθμός», ενώ συμμετείχε και σε κινηματογραφικές ταινίες: «Αρτίστα», «Πικρή Ζωή», «Σύντομο Διάλειμμα», «Δι’ Ασήμαντον Αφορμήν» κ.ά. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Κώστας Καραγιώργης έφυγε από ανακοπή καρδιάς Ο Κώστας Καραγιώργης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ έκανε και μουσικές σπουδές (πιάνο). Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του «Εθνικού Ωδείου». Από το 1960 ως τον θάνατό του, πρωταγωνίστησε σε δεκάδες θεατρικά έργα. Στον κινηματογράφο πρωταγωνίστησε, μεταξύ άλλων, στις ταινίες «Ουρανός», «Ε��δρομή», «Τα χρόνια της Οργής», «Χωρίς Φόβο και Πάθος», στην ξένη παραγωγή «Μάσκα του Διαβόλου» κ.ά. Λαμπρή ήταν και η τηλεοπτική του καριέρα. Ποιος δεν θυμάται τον λοχαγό Έκτορα Ψάχο που ενσάρκωσε μοναδικά στον «Άγνωστο Πόλεμο»; Πρωταγωνίστησε επίσης στις σειρές: «Εν Τούτω Νίκα», «Κοκορόμυαλη», «Το Κανάλι των Παρανόμων», «Δέκατο Τρίτο Ανακριτικό Γραφείο» κ.ά. Πέθανε στο Τορόντο του Καναδά, στις 13 Μαΐου 1989, από ανακοπή καρδιάς ενώ βρισκόταν σε θεατρική περιοδεία. Και ο γιος του Νίκος Καραγιώργης, είναι εξαίρετος ηθοποιός. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Η Τούλα Κωτσιράκη πέθανε στα 45 της Η Τούλα Κωτσιράκη (ή Μαραγιάννη), γεννήθηκε το 1926 και ήταν ηθοποιός του μουσικού θεάτρου. Ήδη από τη δεκαετία του 1940, ξεκίνησε τις εμφανίσεις της με τον περιοδεύοντα θίασο του Γ. Ξύδη. Συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τους θιάσους του ηθοποιού Κώστα Σαντοριναίου, κυρίως σε επιθεωρήσεις. Πέθανε το 1971. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Η Χάρις Λουκέα σκοτώθηκε σε τροχαίο Η Χάρις Λουκέα, γεννήθηκε το 1936 και έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο το 1962. Έκανε σπουδαία θεατρική καριέρα, ενώ συμμετείχε και σε κινηματογραφικές ταινίες: «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1955), «Ο Άρχοντας του Κάμπου», «Δέσπω», «Μιράντα Αγάπη μου», «Η Φωνή Μιας Αθώας» κ.ά. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη διάρκεια θεατρικής της περιοδείας το 1978. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Πέτρος Λοχαΐτης σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα Ο Πέτρος Λοχαΐτης, γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε το 1954, με το «Εθνικό Θέατρο» στο έργο του Σπύρου Μελά «Ο Μπαμπάς Εκπαιδεύεται». Για 20 περίπου χρόνια, έκανε σπουδαία θεατρική καριέρα. Στενός φίλος και συνεργάτης της μεγάλης Αλίκης Βουγιουκλάκη, πρωταγωνίστησε, κυρίως, σε ταινίες του Αλέκου Σακελλάριου. Μερικές από αυτές: «Περάστε την Πρώτη του Μηνός», «Η κόρη μου η Σοσιαλίστρια», «Ο Εξυπνάκιας», «Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης», «Ένα Αστείο Κορίτσι» κ.ά. Σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα, στον Θεολόγο της Φθιώτιδας, όπου διατηρούσε εξοχικό σπίτι, στις 29 Μαΐου 1976. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε, καρφώθηκε σε βράχο. Μετά τον θάνατό του, ακούστηκαν διάφορα, για προσωπικά προβλήματα, για οδήγηση υπό επήρεια αλκοόλ κλπ. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Δημήτρης Μαλαβέτας αυτοκτόνησε Ο Δημήτρης Μαλαβέτας, γεννήθηκε το 1939. Σπούδασε κοντά στον Δημήτρη Ροντήρη και, αργότερα, στο Λονδίνο. Έκανε μεγάλη καριέρα στο θέατρο, ως ηθοποιός αλλά και ως σκηνοθέτης. Εμφανίστηκε επίσης στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Τιμήθηκε με το αγγλικό βραβείο «Λαίδης Φλόρας Ρόμπσον». Ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός, αυτοκτόνησε την 1η Απριλίου 1988. «Ρομαντικός κι ανικανοποίητος, έδωσε πρόωρα τέρμα στη ζωή του», έγραψε χαρακτηριστικά ο Αλέξης Σολομός. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Δημήτρης Μπισλάνης πέθανε 44 ετών Ο Δημήτρης Μπισλάνης, γεννήθηκε το 1933 (κατά τον ��όδωρο Έξαρχο το 1930), στη Θεσσαλονίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1961, με τον θίασο του Δημήτρη Μυράτ. Εκτός από τη σπουδαία θεατρική του καριέρα, εμφανίστηκε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, κυρίως σε ρόλο «κακού»: «Αμόκ», «Το Δόλωμα», «Λόλα», «Κοινωνία Ώρα Μηδέν», «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», «Στεφανία» κ.ά. Στην τηλεόραση, εμφανίστηκε στις σειρές: «Η Γειτονιά μας», «Αστυνομικές Ιστορίες», «Αληθινές Ιστορίες», «Βασίλισσα Αμαλία» κ.ά. Πέθανε το 1977 στη Γερμανία. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Θανάσης Μυλωνάς πέθανε 53 ετών Ο Θανάσης Μυλωνάς, γεννήθηκε στο Μπογιάτι (Άγιο Στέφανο) Αττικής, το 1937. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή «Θεάτρου Τέχνης» του Κάρολου Κουν. Σπουδαία ήταν η θεατρική αλλά και η κινηματογραφική καριέρα του. Εμφανίστηκε σε περίπου 70 ταινίες: «Το Ραντεβού της Κυριακής», «Έγκλημα στα Παρασκήνια», «Συνοικία το Όνειρο», «Οι Γενναίοι του Βορρά», «Εφιάλτης» κ.ά. Έλαβε μέρος επίσης, σε πολλές τηλεοπτικές σειρές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Υπήρξε συνθιασάρχης με τη σύζυγό του, ηθοποιό Κατερίνα Βασιλάκου. Πέθανε το 1990. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Χρήστος Νέγκας πέθανε ενώ κολυμπούσε, 45 ετών Ένας ακόμα σπουδαίος ηθοποιός, ήταν ο Χρήστος Νέγκας. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1936. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο στο έργο του Αλέξη Γαλανού «Κόκκινα Φανάρια», συμμετέχοντας στον θίασο του Αλέξη Δαμιανού. Εκτός από το θέατρο, έκανε μεγάλη καριέρα στον κινηματογράφο: «Το Αγρίμι», «Χίλιες Παρά Μία Νύχτες», «Κάτι να Καίει», «Αντίζηλοι», «Τόσα Όνειρα στους Δρόμους», «Αέρα! Αέρα! Αέρα!». Πρωταγωνίστησε επίσης στην ξένη παραγωγή «Ο Μεγκρέ στην πιο Μεγάλη του Υπόθεση» κ.ά. Πρωταγωνίστησε στις τηλεοπτικές σειρές: «Ξενοδοχείον ο Έβδομος Ουρανός», «Κρουαζιερόπλοιο», «Φάκελος 38» κ.ά. Πέθανε στις 26 Ιουνίου 1981, ενώ κολυμπούσε στην Ανάβυσσο, σε ηλικία μόλις 45 ετών. Κόρη του είναι η δημοσιογράφος, συγγραφέας και ραδιοφωνική παραγωγός Αθηναΐς Νέγκα. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Πάνος Νικολακόπουλος σκοτώθηκε σε τροχαίο Ο Πάνος Νικολακόπουλος, γεννήθηκε το 1933 στους Χράνους Αρκαδίας. Εκτός από το θέατρο, συμμετείχε σε πολλές ταινίες: «Τέρμα τα Δίφραγκα», «Τα Δίδυμα», «Παιδί μου, Αγάπη μου», «Ο Αρχιψεύταρος», «Το πιο Γρήγορο Μπουζούκι» κ.ά. Σύμφωνα με πληροφορία που υπάρχει στο παλιό Μητρώο του Σ. Ε. Η., σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα, τη δεκαετία του 1970. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Γιάννης Πελεκούδας πέθανε 27 ετών Ένας από τους πιο αδικοχαμένους και άγνωστους, ηθοποιούς, ήταν ο Γιάννης Πελεκούδας. Γεννήθηκε το 1928. Το 1953, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο. Το 1955, συμμετείχε στο έργο του Ζαν Ανούιγ «Πρόσκληση στον Πύργο», με τον θίασο Κ. Μουσούρη, υποδυόμενος τον Ρομενβίλ. Στη διάρκεια μιας παράστασης, υπέφερε από ισχυρούς πόνους, λόγω τροφικής δηλητηρίασης. Λίγο μετά το τέλος της παράστασης πέθανε. Υπήρξε θύμα μιας κακώς εννοούμενης επαγγελματικής ευσυνειδησίας…Ήταν μόλις 27 ετών και σίγουρα η καριέρα του διαγραφόταν λαμπρή! Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Ο Αλέξης Σμόνος πέθανε 57 ετών Ο Αλέξης Σμόνος, γεννήθηκε στη Γουριά Μεσολογγίου το 1931. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή Κωστή Μιχαηλίδη. Επίσης, ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών (φιλόλογος). Πολύ σημαντική ήταν η θεατρική του καριέρα, ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Πέθανε το 1988. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Η Άννα Τζάνετ πέθανε 46 χρονών Η Άννα Τζάνετ (Τζανετάκου), γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Πρωτοεμφανίστηκε το 1949 ως εξαιρετικό ταλέντο, στο θέατρο «Αλκαζάρ», με τον θίασο βαριετέ του Ορέστη Λάσκου. Συνέχισε να εμφανίζεται για δέκα περίπου χρόνια, με την αδερφή της Νινή (Δέσποινα) Τζάνετ, ως ντουέτο «Τζάνετ Σίστερς». Έπειτα, ακολούθησε σόλο καριέρα τραγουδίστριας στο εξωτερικό. Αδελφοί της, ήταν επίσης, ο Αλέκος Τζανετάκος και η Κάσση Τζάνετ. Πέθανε το 1981. Έλληνες ηθοποιοί που έφυγαν πρόωρα: Η Ρουμπίνα Τσάκωνα πέθανε 45 ετών Η Ρουμπίνα Τσάκωνα, γεννήθηκε το 1934 στην Αθήνα και ήταν ηθοποιός του μουσικού θεάτρου. Έκανε αξιόλογη καριέρα, τη δεκαετία του 1950, με τους θιάσους των Γ. Οικονομίδη, Κ. Μαυρέα, Κ. Χατζηχρήστου κ.ά. Πέθανε το 1979. Δυστυχώς και οι επόμενες γενιές ηθοποιών θρήνησαν τον θάνατο νέων καλλιτεχνών.
1 note
·
View note
Photo
50 πράγματα που ΔΕΝ έχουν αλλάξει από την εποχή που γυρίστηκε το «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια»
Διάβασε το πληρες άρθρο
0 notes
Text
Λογοκρισία στο ελληνικό σινεμά του 20ου αιώνα
Πηγή εικόνας: in.gr Πως θα σας φαίνονταν εάν σας έλεγαν ότι απαγορεύεται η προβολή της αγαπημένης σας ταινίας για εθνικούς και πατριωτικούς λόγους; Όσο σουρεαλιστικό και αν ακούγεται σήμερα, η αυστηρή λογοκρισία ήταν πραγματικότητα για το ελληνικό σινεμά του 20ου αιώνα. Ταινίες σημαντικών σκηνοθετών και ηθοποιών λογοκρίθηκαν ή απαγορεύτηκαν ως επιζήμιες για την εικόνα της χώρας ή για τα πολιτικά φρονήματα του λαού. Επρόκειτο, όμως, για ταινίες που τόλμησαν να πουν την αλήθεια σε σκοτεινές εποχές. «Συνοικία το Όνειρο» θα μπορούσε να είναι το όνομα ενός ρετρό καφέ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν μία ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη που γυρίστηκε το 1961. Σήμερα, η ταινία αποτελεί ένα από τα άγνωστα αριστουργήματα του νεορεαλιστικού σινεμά στην Ελλάδα. «Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει. Για μένα τέλειωσε στην λογοκρισία της», είχε πει ο Αλεξανδράκης το 1996 σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ. Η ταινία λογοκρ��θηκε αρκετά κυρίως λόγω των σκηνών φτώχειας και ανέχειας που έδειχνε. Οι εικόνες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με την προσπάθεια της κυβέρνησης Καραμανλή να αναδείξει την Ελλάδα σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Η ταινία καυτηριάζει την κοινωνική ανισότητα στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 και επικρίνει τον ελιτισμό της τότε κυβέρνησης Καραμανλή. Γυρισμένη σε μία φτωχογειτονιά της Αθήνας - απομεινάρι της Μικρασιατικής Καταστροφής, η ταινία δείχνει τις προσπάθειες απελπισμένων ανθρώπων να γλυτώσουν από την κατάρα της φτώχειας. Η Στεφανία (Αλίκη Γεωργούλη) φλερτάρει με πλουσιόπαιδα, για να εξασφαλίσει ένα πολυπόθητο τσεκ, ενώ ο Ρίκος (Αλέκος Αλεξανδράκης) έχει κάνει επάγγελμα την κοροϊδία και την απάτη. Το εφιαλτικό σκηνικό της ταινίας με τα ξύλινα παραπήγματα και τις γυναίκες να τσιρίζουν σίγουρα δεν ταίριαζε με την αστική εικόνα των γνωστών κωμικών ταινιών. Η Χούντα λογοκρίνει οσκαρικές ταινίες Από την λογοκρισία δεν γλύτωσαν ακόμα και οσκαρικές ταινίες, όπως το «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τίτλος της ταινίας προφέρεται ως «Ζει» και όχι ως «Ζήτα». Οι δημιουργοί της ταινίας υιοθέτησαν το σύνθημα «Ζει, Ζει, Ζει» που ακούστηκε για πρώτη φορά στις διαδηλώσεις για την δολοφονία Λαμπράκη. Η ταινία γυρίστηκε το 1969 και εξιστορούσε τα γεγονότα της δολοφονίας Λαμπράκη στην Θεσσαλονίκη το 1963 από παρακρατικούς. Σκοπός των δημιουργών ήταν να καταγγείλουν διεθνώς την Χούντα και τα αντιδημοκρατικά μέσα καταστολής που χρησιμοποιούσε. Οι αρχικοί τίτλοι της ταινίας τόνιζαν με το παραπάνω την προσπάθεια των δημιουργών να καταγγείλουν την δικτατορία. Η ταινία ξεκινούσε με την φράση «Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα ΔΕΝ είναι συμπτωματική και η ταινία αυτή γυρίστηκε για να προκαλέσει.» Η ταινία μάλιστα τελειώνει με μία λίστα όλων των πραγμάτων που απαγόρευε η χούντα: από τους Beattles μέχρι τα μακριά μαλλιά στους άνδρες! Η χούντα αρνήθηκε να δώσει άδεια στους παραγωγούς να γυρίσουν την ταινία στην Ελλάδα και έτσι η ταινία γυρίστηκε στην Αλγερία. Οι παραγωγοί αναζητούσαν μία μεσογειακή τοποθεσία που να προσιδιάζει στην Θεσσαλονίκη κι έτσι, αποφασίστηκε η ταινία να γυριστεί σε μία παράκτια πόλη της Αλγερίας. Η ταινία απαγορεύτηκε στην Ελλάδα και προβλήθηκε επίσημα λίγο μετά την πτώση της Χούντας.
Η Αλίκη στο... σφαγείο και άλλες ταινίες
Το «Ζ» δεν ήταν η μόνη ταινία που απαγόρευσε η χούντα των συνταγματαρχών. Η νομοθεσία για την λογοκρισία εφαρμόζονταν και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά η χούντα ήταν αυτή που εφάρμοσε την πιο σκληρή λογοκρισία. Η νομοθεσία για την λογοκρισία ίσχυε από το 1942 μέχρι το 1971. Σύμφωνα με την νομοθεσία, οι παραγωγοί έπρεπε να υποβάλλουν το σενάριο της ταινίας για έλεγχο σε αρμόδιο γραφείο της κυβέρνησης. Αν η κυβέρνηση δεν έδινε άδεια, η παραγωγή ακυρώνονταν. Από τον «μπαλτά» της λογοκρισίας των συνταγματαρχών» δεν ξέφυγε ούτε και η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η πασίγνωστη ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» αρχικά, απαγορεύτηκε, αλλά κατόπιν αντίδρασης αποφασίστηκε η αφαίρεση σκηνών από την ταινία. Οι σκηνές που αφαιρέθηκαν απεικόνιζαν διαμαρτυρόμενους να κρατούν πλακάτ με το σύνθημα «Ειρήνη και Αγάπη» ή αστυνομικούς να φτιάχνουν τα μουστάκια τους! Παρόμοια μοίρα είχε και «Ο Ηλίας του 16ου». Η χούντα αφαίρεσε σκηνές που έδειχναν κόσμο να διαφεύγει από τον κλοιό των αστυνομικών. Κάτι ανάλογο συνέβη και σε μία ακόμη ταινία της Βουγιουκλάκη, την «Κόρη του Ήλιου» μίας δραματικής παραγωγής του 1971. Στην ταινία, η Βουγιουκλάκη γύρισε τολμηρές σκηνές για τα δεδομένα της εποχής επιδεικνύοντας το στήθος της ή εμφανιζόμενη ακόμη και τελείως γυμνόστηθη. Οι σκηνές θεωρήθηκαν πορνογραφικές (!) και ως εκ τούτου, λογοκρίθηκαν. Σήμερα, όμως, διασώζονται φωτογραφίες από τις κομμένες σκηνές, οι οποίες ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές. Λογοκρισία και την δεκαετία του '80 Η λογοκρισία στο σινεμά δεν σταμάτησε, όμως στα χρόνια της χούντας. Ακόμα, και στην δεκαετία του 1980, σημειώθηκαν περιστατικά λογοκρισίας που σόκαραν την κοινή γνώμη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν οι ταινίες «Άγιος Πρεβέζης» και ο «Ο Άγιος Πρεβέζης και η Παπαδιά». Οι ταινίες στηρίχτηκαν σε αποκαλύψεις για τα ερωτικά σκάνδαλα του τότε μητροπολίτη Πρεβέζης και Νικοπόλεως, Στυλιανού Κορνάρου, γνωστού ως Αγίου Πρεβέζης. Πίσω από την απόπειρα λογοκρισίας κρύβονταν παραεκκλησιαστικές οργανώσεις που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα, η Ιερά Σύνοδος δεν έχει τοποθετηθεί για το ζήτημα. Ανάλογη τύχη είχε και η ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε «Ο τελευταίος πειρασμός» που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη. Παραεκκλησιαστικοί κατέστρεψαν αφίσες και βανδάλισαν κινηματογράφους με το επιχείρημα ότι η ταινία ήταν βλάσφημη και πορνογραφική. Παρόλο αυτά, η ταινία ��ατάφερε να γίνει εισπρακτική επιτυχία και οι δημιουργοί δεν έδωσαν περαιτέρω έκταση στο ζήτημα. Αν και ο 20ος αιώνας τελείωσε, η λογοκρισία εξακολουθεί να υφίσταται στην Ελλάδα. Ακόμη και σήμερα, περιστατικά μισαλλοδοξίας και θρησκευτικού φανατισμού σοκάρουν την κοινή γνώμη. Πολλοί καλλιτέχνες και συγγραφείς έχουν αναγκαστεί να αποσύρουν οι ίδιοι τις δουλειές τους. Πηγές: Ζουμπουλάκης Γ. (2011), Μια θρυλική συνοικία, μια καταραμένη ταινία. Ανακτήθηκε από https://www.tovima.gr/2011/06/05/culture/mia-thryliki-synoikia-mia-katarameni-tainia/ Ανδρίτσος Γ. Η λογοκρισία στον ελληνικό κινηματογράφο από το 1945 μέχρι το 1974. Ανακτήθηκε από https://www.huffingtonpost.gr/yiorgos-andritsos/-1945-1974_b_8809970.html Κρανάκης Μ. (2014). 16o ΦΝΘ: Οταν η Χούντα λογόκρινε το «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια». Ανακτήθηκε από http://flix.gr/news/tdf16-affectiontothepeople.html Μαρίνος Δ. (2016). Της λογοκρισίας το ανάγνωσμα…Ανακτήθηκε από https://www.protagon.gr/epikairotita/tis-logokrisias-to-anagnwsma-44341039740 «Η κόρη του ήλιου»: Οι αισθησιακές σκηνές της Αλίκης Βουγιουκλάκη που απαγορεύτηκαν από την λογοκρισία της εποχής. Ανακτήθηκε από https://thecaller.gr/marias-diary/oi-asithisiakes-skines-tis-vougiouklaki-pou-kopikan-apo-tin-logokrisia/ Read the full article
0 notes
Text
Λογοκρισία στο ελληνικό σινεμά του 20ου αιώνα
Πηγή εικόνας: in.gr Πως θα σας φαίνονταν εάν σας έλεγαν ότι απαγορεύεται η προβολή της αγαπημένης σας ταινίας για εθνικούς και πατριωτικούς λόγους; Όσο σουρεαλιστικό και αν ακούγεται σήμερα, η αυστηρή λογοκρισία ήταν πραγματικότητα για το ελληνικό σινεμά του 20ου αιώνα. Ταινίες σημαντικών σκηνοθετών και ηθοποιών λογοκρίθηκαν ή απαγορεύτηκαν ως επιζήμιες για την εικόνα της χώρας ή για τα πολιτικά φρονήματα του λαού. Επρόκειτο, όμως, για ταινίες που τόλμησαν να πουν την αλήθεια σε σκοτεινές εποχές. «Συνοικία το Όνειρο» θα μπορούσε να είναι το όνομα ενός ρετρό καφέ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν μία ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη που γυρίστηκε το 1961. Σήμερα, η ταινία αποτελεί ένα από τα άγνωστα αριστουργήματα του νεορεαλιστικού σινεμά στην Ελλάδα. «Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει. Για μένα τέλειωσε στην λογοκρισία της», είχε πει ο Αλεξανδράκης το 1996 σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ. Η ταινία λογοκρίθηκε αρκετά κυρίως λόγω των σκηνών φτώχειας και ανέχειας που έδειχνε. Οι εικόνες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με την προσπάθεια της κυβέρνησης Καραμανλή να αναδείξει την Ελλάδα σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Η ταινία καυτηριάζει την κοινωνική ανισότητα στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 και επικρίνει τον ελιτισμό της τότε κυβέρνησης Καραμανλή. Γυρισμένη σε μία φτωχογειτονιά της Αθήνας - απομεινάρι της Μικρασιατικής Καταστροφής, η ταινία δείχνει τις προσπάθειες απελπισμένων ανθρώπων να γλυτώσουν από την κατάρα της φτώχειας. Η Στεφανία (Αλίκη Γεωργούλη) φλερτάρει με πλουσιόπαιδα, για να εξασφαλίσει ένα πολυπόθητο τσεκ, ενώ ο Ρίκος (Αλέκος Αλεξανδράκης) έχει κάνει επάγγελμα την κοροϊδία και την απάτη. Το εφιαλτικό σκηνικό της ταινίας με τα ξύλινα παραπήγματα και τις γυναίκες να τσιρίζουν σίγουρα δεν ταίριαζε με την αστική εικόνα των γνωστών κωμικών ταινιών. Η Χούντα λογοκρίνει οσκαρικές ταινίες Από την λογοκρισία δεν γλύτωσαν ακόμα και οσκαρικές ταινίες, όπως το «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τίτλος της ταινίας προφέρεται ως «Ζει» και όχι ως «Ζήτα». Οι δημιουργοί της ταινίας υιοθέτησαν το σύνθημα «Ζει, Ζει, Ζει» που ακούστηκε για πρώτη φορά στις διαδηλώσεις για την δολοφονία Λαμπράκη. Η ταινία γυρίστηκε το 1969 και εξιστορούσε τα γεγονότα της δολοφονίας Λαμπράκη στην Θεσσαλονίκη το 1963 από παρακρατικούς. Σκοπός των δημιουργών ήταν να καταγγείλουν διεθνώς την Χούντα και τα αντιδημοκρατικά μέσα καταστολής που χρησιμοποιούσε. Οι αρχικοί τίτλοι της ταινίας τόνιζαν με το παραπάνω την προσπάθεια των δημιουργών να καταγγείλουν την δικτατορία. Η ταινία ξεκινούσε με την φράση «Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα ΔΕΝ είναι συμπτωματική και η ταινία αυτή γυρίστηκε για να προκαλέσει.» Η ταινία μάλιστα τελειώνει με μία λίστα όλων των πραγμάτων που απαγόρευε η χούντα: από τους Beattles μέχρι τα μακριά μαλλιά στους άνδρες! Η χούντα αρνήθηκε να δώσει άδεια στους παραγωγούς να γυρίσουν την ταινία στην Ελλάδα και έτσι η ταινία γυρίστηκε στην Αλγερία. Οι παραγωγοί αναζητούσαν μία μεσογειακή τοποθεσία που να προσιδιάζει στην Θεσσαλονίκη κι έτσι, αποφασίστηκε η ταινία να γυριστεί σε μία παράκτια πόλη της Αλγερίας. Η ταινία απαγορεύτηκε στην Ελλάδα και προβλήθηκε επίσημα λίγο μετά την πτώση της Χούντας.
Η Αλίκη στο... σφαγείο και άλλες ταινίες
Το «Ζ» δεν ήταν η μόνη ταινία που απαγόρευσε η χούντα των συνταγματαρχών. Η νομοθεσία για την λογοκρισία εφαρμόζονταν και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά η χούντα ήταν αυτή που εφάρμοσε την πιο σκληρή λογοκρισία. Η νομοθεσία για την λογοκρισία ίσχυε από το 1942 μέχρι το 1971. Σύμφωνα με την νομοθεσία, οι παραγωγοί έπρεπε να υποβάλλουν το σενάριο της ταινίας για έλεγχο σε αρμόδιο γραφείο της κυβέρνησης. Αν η κυβέρνηση δεν έδινε άδεια, η παραγωγή ακυρώνονταν. Από τον «μπαλτά» της λογοκρισίας των συνταγματαρχών» δεν ξέφυγε ούτε και η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η πασίγνωστη ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» αρχικά, απαγορεύτηκε, αλλά κατόπιν αντίδρασης αποφασίστηκε η αφαίρεση σκηνών από την ταινία. Οι σκηνές που αφαιρέθηκαν απεικόνιζαν διαμαρτυρόμενους να κρατούν πλακάτ με το σύνθημα «Ειρήνη και Αγάπη» ή αστυνομικούς να φτιάχνουν τα μουστάκια τους! Παρόμοια μοίρα είχε και «Ο Ηλίας του 16ου». Η χούντα αφαίρεσε σκηνές που έδειχναν κόσμο να διαφεύγει από τον κλοιό των αστυνομικών. Κάτι ανάλογο συνέβη και σε μία ακόμη ταινία της Βουγιουκλάκη, την «Κόρη του Ήλιου» μίας δραματικής παραγωγής του 1971. Στην ταινία, η Βουγιουκλάκη γύρισε τολμηρές σκηνές για τα δεδομένα της εποχής επιδεικνύοντας το στήθος της ή εμφανιζόμενη ακόμη και τελείως γυμνόστηθη. Οι σκηνές θεωρήθηκαν πορνογραφικές (!) και ως εκ τούτου, λογοκρίθηκαν. Σήμερα, όμως, διασώζονται φωτογραφίες από τις κομμένες σκηνές, οι οποίες ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές. Λογοκρισία και την δεκαετία του '80 Η λογοκρισία στο σινεμά δεν σταμάτησε, όμως στα χρόνια της χούντας. Ακόμα, και στην δεκαετία του 1980, σημειώθηκαν περιστατικά λογοκρισίας που σόκαραν την κοινή γνώμη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν οι ταινίες «Άγιος Πρεβέζης» και ο «Ο Άγιος Πρεβέζης και η Παπαδιά». Οι ταινίες στηρίχτηκαν σε αποκαλύψεις για τα ερωτικά σκάνδαλα του τότε μητροπολίτη Πρεβέζης και Νικοπόλεως, Στυλιανού Κορνάρου, γνωστού ως Αγίου Πρεβέζης. Πίσω από την απόπειρα λογοκρισίας κρύβονταν παραεκκλησιαστικές οργανώσεις που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα, η Ιερά Σύνοδος δεν έχει τοποθετηθεί για το ζήτημα. Ανάλογη τύχη είχε και η ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε «Ο τελευταίος πειρασμός» που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη. Παραεκκλησιαστικοί κατέστρεψαν αφίσες και βανδάλισαν κινηματογράφους με το επιχείρημα ότι η ταινία ήταν βλάσφημη και πορνογραφική. Παρόλο αυτά, η ταινία κατάφερε να γίνει εισπρακτική επιτυχία και οι δημιουργοί δεν έδωσαν περαιτέρω έκταση στο ζήτημα. Αν και ο 20ος αιώνας τελείωσε, η λογοκρισία εξακολουθεί να υφίσταται στην Ελλάδα. Ακόμη και σήμερα, περιστατικά μισαλλοδοξίας και θρησκευτικού φανατισμού σοκάρουν την κοινή γνώμη. Πολλοί καλλιτέχνες και συγγραφείς έχουν αναγκαστεί να αποσύρουν οι ίδιοι τις δουλειές τους. Πηγές: Ζουμπουλάκης Γ. (2011), Μια θρυλική συνοικία, μια καταραμένη ταινία. Ανακτήθηκε από https://www.tovima.gr/2011/06/05/culture/mia-thryliki-synoikia-mia-katarameni-tainia/ Ανδρίτσος Γ. Η λογοκρισία στον ελληνικό κινηματογράφο από το 1945 μέχρι το 1974. Ανακτήθηκε από https://www.huffingtonpost.gr/yiorgos-andritsos/-1945-1974_b_8809970.html Κρανάκης Μ. (2014). 16o ΦΝΘ: Οταν η Χούντα λογόκρινε το «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια». Ανακτήθηκε από http://flix.gr/news/tdf16-affectiontothepeople.html Μαρίνος Δ. (2016). Της λογοκρισίας το ανάγνωσμα…Ανακτήθηκε από https://www.protagon.gr/epikairotita/tis-logokrisias-to-anagnwsma-44341039740 «Η κόρη του ήλιου»: Οι αισθησιακές σκηνές της Αλίκης Βουγιουκλάκη που απαγορεύτηκαν από την λογοκρισία της εποχής. Ανακτήθηκε από https://thecaller.gr/marias-diary/oi-asithisiakes-skines-tis-vougiouklaki-pou-kopikan-apo-tin-logokrisia/ Read the full article
0 notes
Text
Ο δρόμος της Αριστεράς
---
Σωστό
1966 / "Κυριακή γιορτή και σχόλη / νάταν η βδομάδα όλη / κι η Δευτέρα νάταν μόνο / ένα-δυο φορές το χρόνο" —Η κόρη μου η σοσιαλίστρια, Αλέκος Σακελλάριος
5 notes
·
View notes
Text
Ο Ντίνος Καρύδης εύχεται Χρόνια Πολλά στην Σμαράγδα Καρύδη με τον πιο όμορφο τρόπο (video)
Ο Ντίνος Καρύδης εύχεται Χρόνια Πολλά στην Σμαράγδα Καρύδη με τον πιο όμορφο τρόπο (video)
Μία σημαντική χρονιά για τον Ντίνο Καρύδη ήταν το 1966, όπου συμμετείχε στην ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», στο πλευρό του Λάμπρου Κωσταντάτα, της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Εκεί γνώρισε τη σύζυγό του Τζ��ύλια Αργυροπούλου.
Η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε όταν απέκτησαν την μονάκριβή κορούλα τους, την εξίσου ηθοποιό, Σμαράγδα Καρύδη. Ο καταξιωμένος ηθοποιός έχει μεγάλη…
View On WordPress
0 notes
Text
#gallery-0-4 { margin: auto; } #gallery-0-4 .gallery-item { float: left; margin-top: 10px; text-align: center; width: 12%; } #gallery-0-4 img { border: 2px solid #cfcfcf; } #gallery-0-4 .gallery-caption { margin-left: 0; } /* see gallery_shortcode() in wp-includes/media.php */
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Τον Νίκο Τσούκα τον θυμόμαστε από τις ασπρόμαυρες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και από τις βιντεοκασέτες της δεκαετίας του 1980.
Νίκος Τσούκας: “Ο καλός ηθοποιός“
Μεγάλο κωμικό στοιχείο και ο ίδιος εξάλλου, έφτανε η παρουσία του και μόνο για να σκάει το χειλάκι του κόσμου. Αν και ο Τσούκας δεν εξαντλήθηκε υποκριτικά στην κωμωδία, όπως μας λέει: «Καρατερίστας, ρολίστας, ναι. Αλλά δεν είμαι μόνο κωμικός. Έχω κάνει και δράμα. Πιστεύω ότι ένας καλός ηθοποιός δεν είναι ούτε μόνο κωμικός ούτε μόνο δραματικός. Ο Μουσούρης, όταν ξεκινούσα, μου είχε πει μια φορά και δεν το ξέχασα ποτέ: να μη σε ενδιαφέρει αν θα πουν ‘‘ο Τσούκας ο θιασάρχης’’, ‘‘ο Τσούκας ο πρωταγωνιστής’’. Να χαρείς μόνο αν πουν ‘‘ο Τσούκας ο καλός ηθοποιός’’. Τότε θα έχεις πετύχει».
Νίκος Τσούκας: Ο κόσμος τον έμαθε αποκλειστικά ως ηθοποιό
Ένα μάθημα που τήρησε ευλαβικά, κι έτσι δεν απασχόλησε ποτέ τα Μέσα με οτιδήποτε άλλο παρά με τη δουλειά του. Γι’ αυτό και ο κόσμος τον αγαπά και τον θυμάται διαχρονικά, γιατί αποκλειστικά ως ηθοποιό τον έμαθε και αποκλειστικά ως ηθοποιό συνεχίζει να τον ξέρει.
Ο δικός μας Νικόλας, ο απλός και προσιτός, που τόσο γέλιο μας χάρισε. «Με αγαπούν», λέει αυτός, «πάω να ψωνίσω στη λαϊκή και αντί για ένα λάχανο, φεύγω με δυο και ρέβες πεσκέσι. Το λάχανο είναι το ζήτημα; Η συγκίνηση είναι. Με βλέπουν σαν έναν απλό άνθρωπο. Δεν έχω δώσει ποτέ μου αυτόγραφο».
Και βέβαια σε όλους μας θα θυμίζει για πάντα τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο…
Νίκος Τσούκας: Τα πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Τσούκας γεννιέται το 1935 στη Δεσκάτη Γρεβενών. Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι τίποτα γνωστό, ξέρουμε πάντως πως το 1957 καταφτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη, μιας και «τότε, σε αντίθεση με σήμερα, για να γίνεις ηθοποιός και να βγάλεις άδεια επαγγέλματος, έπρεπε να έχεις τελειώσει κάποια σχολή θεάτρου», θυμάται ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του.
Πεισμωμένος ο νεαρός ηθοποιός, φέρνει γυροβολιά τα θέατρα της Αθήνας αναζητώντας τον πρώτο του ρόλο. Ας τον ακούσουμε: «Είχα πάρει σβάρνα λοιπόν τα θέατρα, αλλά πέρναγα κάθε μέρα από το θέατρο Παπαϊωάννου, γωνία Καποδιστρίου και Πατησίων, όπου μου είχαν πει ότι ίσως υπήρχε κάποιος ρόλος για μένα. Πήγαινα κάθε πρωί πριν τους ηθοποιούς! Ε, τώρα θες από την επιμονή μου, θες επειδή δεν υπήρχε κάποιος, φτάνει μια μέρα και μου λέει ο Φωτόπουλος να ανέβω να διαβάσω ένα κομμάτι, από έναν ρόλο όπου έπρεπε να υποδυθώ κάποιον 70 χρονών!».
Ο 26αρης ηθοποιός ανεβαίνει λοιπόν στο σανίδι, διαβάζει τα λόγια του και «με το που με άκουσε, μου λέει ‘‘τι είσαι εσύ ρε παιδί μου! Πινέζα!’’, εννοώντας ‘‘Αυτός είσαι! Καρφώθηκες στο ρόλο’’, και με πήρε». Αυτό ήταν το ντεμπούτο του Νίκου Τσούκα στο σανίδι, στο έργο «Έξω οι κλέφτες», το οποίο θα γυριζόταν αργότερα και ταινία…
Νίκος Τσούκας: Η καριέρα του
Ο Νικόλας, όπως τον φώναζαν στο θέατρο, καθιερώνεται γρήγορα στο σανίδι. Η επόμενη δουλειά του είναι δηλωτική των υποκριτικών του προσόντων: εμφανίζεται δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη στη «Μικρή μας πόλη»! Πριν συνεργαστεί τελικά με όλους, από την κυρία Κατερίνα και τον Μουσούρη μέχρι τους Κωνσταντάρα, Καρέζη, Ρηγόπουλο, Αναλυτή, Μουστάκα και τη σταθερή παρτενέρ του σε θέατρο και σινεμά, Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Νίκος Τσούκας: Το θέατρο ανθούσε
Ο ίδιος έβγαζε τώρα καλά λεφτά και ζούσε αξιοπρεπώς από το θέατρο: «Εκεί τα πράγματα ανθούσαν. Δουλεύαμε 11 μήνες το χρόνο. Να φανταστείς, απειλούσε να με χωρίσει η γυναίκα μου επειδή δούλευα τόσο! Αρχίζαμε το Σεπτέμβρη και συνεχίζαμε και το Πάσχα. Δεν υπήρχαν 100 θέατρα όπως σήμερα, υπήρχαν 12 και όλα δούλευαν. Όλο το χρόνο. Με το που τελείωνε το Πάσχα, αρχίζαμε παραστάσεις για το καλοκαίρι. Από το θέατρο ζούσαμε. Το 1971 που δούλευα με την Αλίκη έπαιρνα τότε γύρω στις 11.000 δραχμές, εκεί που ο μέσος μισθός ήταν 1.800».
Νίκος Τσούκας: Η πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο
Και ο ελληνικός κινηματογράφος τον ανακάλυψε όμως νωρίς-νωρίς: το ντεμπούτο του θα έρθει ήδη από το 1962 με δύο μάλιστα ταινίες: «Προδομένη αγάπη» και «Η νύφη το ‘σκασε». Τέτοια ήταν η απήχησή του στους μικρούς αρχικά και μεγαλύτερους κατόπιν ρόλους που μέχρι και το 1972 θα έχει εμφανιστεί σε τριάντα ταινίες!
Μερικοί από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους του ήταν στις ταινίες «Η βίλλα των οργίων» (1964), «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1968), «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969), «Η νεράιδα και το παλληκάρι» (1969), «Το στραβόξυλο» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Ένα αστείο κορίτσι» (1970), «Η κόρη του ήλιου» (1971) κ.ά.
https://www.youtube.com/watch?v=4GPbabIBOqg
Τον θυμόμαστε ακόμα στα φιλμ «Ο ανήφορος» (1964), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Τζένη Τζένη» (1966), «Θου Βου, φανερός πράκτωρ 000» (1967), «Το λεβεντόπαιδο» (1969), «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969) και «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969).
https://www.youtube.com/watch?v=XxD5BembZj8
Νίκος Τσούκας: Πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες
Στη δεκαετία του 1980 πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες, έπαιξε όμως και στο σελιλόιντ, πρωταγωνιστώντας για παράδειγμα στο «Μια γυναικάρα στα μπουζούκια» (1984) και το «Πονηρός ο βλάχος» (1986) και κρατώντας καλούς ρόλους στο «Βαράτε με κι ας κλαίω» (1981) και το «Στα σαγόνια της εφορίας» (1983).
https://www.youtube.com/watch?v=DtduEFfStxU
Τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση θα είναι στο «Ρ20» (2004) του Λάκη Λαζόπουλου, με τον οποίο θα ξανασυνεργαστούν εξάλλου το 2006 στο σίριαλ «Οδός Παραδείσου 7». Για τα δύσκολα, αν και υπέροχα, χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, ανακαλεί χαρακτηριστικά: «Εκεί, για να παίξεις σε ταινία έπρεπε να πας με δικά σου ρούχα, με δικό σου κοστούμι. Όπως φαντάζεσαι, οι γυναίκες είχαν πιο πολύ πρόβλημα, γιατί έπρεπε, όσο να ’ναι, να είναι ωραίες και με ωραία φορέματα. Αν ήταν μεγάλη η παραγωγή, το πολύ πολύ να μας έδιναν λίγο χαλβά ή ψωμί κι ελιά στα διαλείμματα. Θυμάμαι κάποτε που ο Παπαμιχαήλ μου έσκισε κατά λάθος το πουκάμισο σε μια σκηνή στους ‘‘Φορτουνάκηδες και τους Βροντάκηδες’’ και ήμουν απαρηγόρητος γιατί δεν είχα άλλο».
Νίκος Τσούκας: Μεγάλη καριέρα και στην ελληνική τηλεόραση
Εξίσου μακρά ήταν και η καριέρα του στο γυαλί, ξεκινώντας από το σίριαλ «13ο ανακριτικό γραφείο» το 1971 (ΕΙΡΤ). Μετά ήρθε το «Χωρίς ανάσα» (1973 – ΕΙΡΤ) και το «Ταξίδι» το 1976 (ΥΕΝΕΔ), που θα τον καθιερώσει τηλεοπτικά, κάνοντάς τον ακόμα πιο γνωστό. Από τις υπόλοιπες τηλεοπτικές δουλειές του ξεχωρίζουν ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1979 – ΥΕΝΕΔ), το «Πάρκινγκ» (1984 – ΕΡΤ) και οι «Μεν και οι δεν» (1993), ενώ έκανε και μερικά περάσματα από τις «7 θανάσιμες πεθερές» (2004) και την «Πολυκατοικία» (2011).
Διαχρονικά ήπιων τόνων, κρατήθηκε διακριτικά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστός στους πάντες. Είχε εξάλλου καμιά πενηνταριά ταινίες και άλλες τόσες βιντεοκασέτες στο ενεργητικό του και άφηνε τη δουλειά του να μιλά γι’ αυτόν. Συνεντεύξεις έδωσε σπανιότατα και εξίσου σπάνια απασχόλησε τα ΜΜΕ.
Νίκος Τσούκας: Δεν έδινε ποτέ αυτόγραφο
Και βέβαια δεν δίνει αυτόγραφα ποτέ! «Μου ζητούν, αλλά λέω ‘‘με συγχωρείτε, δεν έχω’’. Δεν είμαι σνομπ, το αντίθετο. Αλλά να, δεν καταλαβαίνω, τι κάνω εγώ καλύτερο από σένα; Επειδή έχω κάποια δημοσιότητα; Και λοιπόν; Αυτό που υπερασπίζεσαι πρέπει να το κάνεις τίμια και ωραία. Αυτό μετράει. Η γκλαμουριά δεν μ’ άρεσε ποτέ. Μου αρέσουν τα απλά, ανθρώπινα πράγματα», λέει χαρακτηριστικά.
Μια από τις τελευταίες του θεατρικές δουλειές ήταν το 2007, όταν έπαιξε στον «Κατά φαντασία ασθενή» του Μολιέρου. Έκτοτε δεν ξέρουμε τι κάνει, όπως ακριβώς το θέλει ο ίδιος δηλαδή…
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα. Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
#Ελληνικός Κινηματογράφος#Νίκος Τσούκας#Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
0 notes
Text
#gallery-0-4 { margin: auto; } #gallery-0-4 .gallery-item { float: left; margin-top: 10px; text-align: center; width: 12%; } #gallery-0-4 img { border: 2px solid #cfcfcf; } #gallery-0-4 .gallery-caption { margin-left: 0; } /* see gallery_shortcode() in wp-includes/media.php */
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Τον Νίκο Τσούκα τον θυμόμαστε από τις ασπρόμαυρες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και από τις βιντεοκασέτες της δεκαετίας του 1980.
Νίκος Τσούκας: “Ο καλός ηθοποιός“
Μεγάλο κωμικό στοιχείο και ο ίδιος εξάλλου, έφτανε η παρουσία του και μόνο για να σκάει το χειλάκι του κόσμου. Αν και ο Τσούκας δεν εξαντλήθηκε υποκριτικά στην κωμωδία, όπως μας λέει: «Καρατερίστας, ρολίστας, ναι. Αλλά δεν είμαι μόνο κωμικός. Έχω κάνει και δράμα. Πιστεύω ότι ένας καλός ηθοποιός δεν είναι ούτε μόνο κωμικός ούτε μόνο δραματικός. Ο Μουσούρης, όταν ξεκινούσα, μου είχε πει μια φορά και δεν το ξέχασα ποτέ: να μη σε ενδιαφέρει αν θα πουν ‘‘ο Τσούκας ο θιασάρχης’’, ‘‘ο Τσούκας ο πρωταγωνιστής’’. Να χαρείς μόνο αν πουν ‘‘ο Τσούκας ο καλός ηθοποιός’’. Τότε θα έχεις πετύχει».
Νίκος Τσούκας: Ο κόσμος τον έμαθε αποκλειστικά ως ηθοποιό
Ένα μάθημα που τήρησε ευλαβικά, κι έτσι δεν απασχόλησε ποτέ τα Μέσα με οτιδήποτε άλλο παρά με τη δουλειά του. Γι’ αυτό και ο κόσμος τον αγαπά και τον θυμάται διαχρονικά, γιατί αποκλειστικά ως ηθοποιό τον έμαθε και αποκλειστικά ως ηθοποιό συνεχίζει να τον ξέρει.
Ο δικός μας Νικόλας, ο απλός και προσιτός, που τόσο γέλιο μας χάρισε. «Με αγαπούν», λέει αυτός, «πάω να ψωνίσω στη λαϊκή και αντί για ένα λάχανο, φεύγω με δυο και ρέβες πεσκέσι. Το λάχανο είναι το ζήτημα; Η συγκίνηση είναι. Με βλέπουν σαν έναν απλό άνθρωπο. Δεν έχω δώσει ποτέ μου αυτόγραφο».
Και βέβαια σε όλους μας θα θυμίζει για πάντα τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο…
Νίκος Τσούκας: Τα πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Τσούκας γεννιέται το 1935 στη Δεσκάτη Γρεβενών. Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι τίποτα γνωστό, ξέρουμε πάντως πως το 1957 καταφτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη, μιας και «τότε, σε αντίθεση με σήμερα, για να γίνεις ηθοποιός και να βγάλεις άδεια επαγγέλματος, έπρεπε να έχεις τελειώσει κάποια σχολή θεάτρου», θυμάται ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του.
Πεισμωμένος ο νεαρός ηθοποιός, φέρνει γυροβολιά τα θέατρα της Αθήνας αναζητώντας τον πρώτο του ρόλο. Ας τον ακούσουμε: «Είχα πάρει σβάρνα λοιπόν τα θέατρα, αλλά πέρναγα κάθε μέρα από το θέατρο Παπαϊωάννου, γωνία Καποδιστρίου και Πατησίων, όπου μου είχαν πει ότι ίσως υπήρχε κάποιος ρόλος για μένα. Πήγαινα κάθε πρωί πριν τους ηθοποιούς! Ε, τώρα θες από την επιμονή μου, θες επειδή δεν υπήρχε κάποιος, φτάνει μια μέρα και μου λέει ο Φωτόπουλος να ανέβω να διαβάσω ένα κομμάτι, από έναν ρόλο όπου έπρεπε να υποδυθώ κάποιον 70 χρονών!».
Ο 26αρης ηθοποιός ανεβαίνει λοιπόν στο σανίδι, διαβάζει τα λόγια του και «με το που με άκουσε, μου λέει ‘‘τι είσαι εσύ ρε παιδί μου! Πινέζα!’’, εννοώντας ‘‘Αυτός είσαι! Καρφώθηκες στο ρόλο’’, και με πήρε». Αυτό ήταν το ντεμπούτο του Νίκου Τσούκα στο σανίδι, στο έργο «Έξω οι κλέφτες», το οποίο θα γυριζόταν αργότερα και ταινία…
Νίκος Τσούκας: Η καριέρα του
Ο Νικόλας, όπως τον φώναζαν στο θέατρο, καθιερώνεται γρήγορα στο σανίδι. Η επόμενη δουλειά του είναι δηλωτική των υποκριτικών του προσόντων: εμφανίζεται δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη στη «Μικρή μας πόλη»! Πριν συνεργαστεί τελικά με όλους, από την κυρία Κατερίνα και τον Μουσούρη μέχρι τους Κωνσταντάρα, Καρέζη, Ρηγόπουλο, Αναλυτή, Μουστάκα και τη σταθερή παρτενέρ του σε θέατρο και σινεμά, Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Νίκος Τσούκας: Το θέατρο ανθούσε
Ο ίδιος έβγαζε τώρα καλά λεφτά και ζούσε αξιοπρεπώς από το θέατρο: «Εκεί τα πράγματα ανθούσαν. Δουλεύαμε 11 μήνες το χρόνο. Να φανταστείς, απειλούσε να με χωρίσει η γυναίκα μου επειδή δούλευα τόσο! Αρχίζαμε το Σεπτέμβρη και συνεχίζαμε και το Πάσχα. Δεν υπήρχαν 100 θέατρα όπως σήμερα, υπήρχαν 12 και όλα δούλευαν. Όλο το χρόνο. Με το που τελείωνε το Πάσχα, αρχίζαμε παραστάσεις για το καλοκαίρι. Από το θέατρο ζούσαμε. Το 1971 που δούλευα με την Αλίκη έπαιρνα τότε γύρω στις 11.000 δραχμές, εκεί που ο μέσος μισθός ήταν 1.800».
Νίκος Τσούκας: Η πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο
Και ο ελληνικός κινηματογράφος τον ανακάλυψε όμως νωρίς-νωρίς: το ντεμπούτο του θα έρθει ήδη από το 1962 με δύο μάλιστα ταινίες: «Προδομένη αγάπη» και «Η νύφη το ‘σκασε». Τέτοια ήταν η απήχησή του στους μικρούς αρχικά και μεγαλύτερους κατόπιν ρόλους που μέχρι και το 1972 θα έχει εμφανιστεί σε τριάντα ταινίες!
Μερικοί από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους του ήταν στις ταινίες «Η βίλλα των οργίων» (1964), «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1968), «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969), «Η νεράιδα και το παλληκάρι» (1969), «Το στραβόξυλο» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Ένα αστείο κορίτσι» (1970), «Η κόρη του ήλιου» (1971) κ.ά.
https://www.youtube.com/watch?v=4GPbabIBOqg
Τον θυμόμαστε ακόμα στα φιλμ «Ο ανήφορος» (1964), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Τζένη Τζένη» (1966), «Θου Βου, φανερός πράκτωρ 000» (1967), «Το λεβεντόπαιδο» (1969), «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969) και «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969).
https://www.youtube.com/watch?v=XxD5BembZj8
Νίκος Τσούκας: Πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες
Στη δεκαετία του 1980 πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες, έπαιξε όμως και στο σελιλόιντ, πρωταγωνιστώντας για παράδειγμα στο «Μια γυναικάρα στα μπουζούκια» (1984) και το «Πονηρός ο βλάχος» (1986) και κρατώντας καλούς ρόλους στο «Βαράτε με κι ας κλαίω» (1981) και το «Στα σαγόνια της εφορίας» (1983).
https://www.youtube.com/watch?v=DtduEFfStxU
Τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση θα είναι στο «Ρ20» (2004) του Λάκη Λαζόπουλου, με τον οποίο θα ξανασυνεργαστούν εξάλλου το 2006 στο σίριαλ «Οδός Παραδείσου 7». Για τα δύσκολα, αν και υπέροχα, χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, ανακαλεί χαρακτηριστικά: «Εκεί, για να παίξεις σε ταινία έπρεπε να πας με δικά σου ρούχα, με δικό σου κοστούμι. Όπως φαντάζεσαι, οι γυναίκες είχαν πιο πολύ πρόβλημα, γιατί έπρεπε, όσο να ’ναι, να είναι ωραίες και με ωραία φορέματα. Αν ήταν μεγάλη η παραγωγή, το πολύ πολύ να μας έδιναν λίγο χαλβά ή ψωμί κι ελιά στα διαλείμματα. Θυμάμαι κάποτε που ο Παπαμιχαήλ μου έσκισε κατά λάθος το πουκάμισο σε μια σκηνή στους ‘‘Φορτουνάκηδες και τους Βροντάκηδες’’ και ήμουν απαρηγόρητος γιατί δεν είχα άλλο».
Νίκος Τσούκας: Μεγάλη καριέρα και στην ελληνική τηλεόραση
Εξίσου μακρά ήταν και η καριέρα του στο γυαλί, ξεκινώντας από το σίριαλ «13ο ανακριτικό γραφείο» το 1971 (ΕΙΡΤ). Μετά ήρθε το «Χωρίς ανάσα» (1973 – ΕΙΡΤ) και το «Ταξίδι» το 1976 (ΥΕΝΕΔ), που θα τον καθιερώσει τηλεοπτικά, κάνοντάς τον ακόμα πιο γνωστό. Από τις υπόλοιπες τηλεοπτικές δουλειές του ξεχωρίζουν ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1979 – ΥΕΝΕΔ), το «Πάρκινγκ» (1984 – ΕΡΤ) και οι «Μεν και οι δεν» (1993), ενώ έκανε και μερικά περάσματα από τις «7 θανάσιμες πεθερές» (2004) και την «Πολυκατοικία» (2011).
Διαχρονικά ήπιων τόνων, κρατήθηκε διακριτικά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστός στους πάντες. Είχε εξάλλου καμιά πενηνταριά ταινίες και άλλες τόσες βιντεοκασέτες στο ενεργητικό του και άφηνε τη δουλειά του να μιλά γι’ αυτόν. Συνεντεύξεις έδωσε σπανιότατα και εξίσου σπάνια απασχόλησε τα ΜΜΕ.
Νίκος Τσούκας: Δεν έδινε ποτέ αυτόγραφο
Και βέβαια δεν δίνει αυτόγραφα ποτέ! «Μου ζητούν, αλλά λέω ‘‘με συγχωρείτε, δεν έχω’’. Δεν είμαι σνομπ, το αντίθετο. Αλλά να, δεν καταλαβαίνω, τι κάνω εγώ καλύτερο από σένα; Επειδή έχω κάποια δημοσιότητα; Και λοιπόν; Αυτό που υπερασπίζεσαι πρέπει να το κάνεις τίμια και ωραία. Αυτό μετράει. Η γκλαμουριά δεν μ’ άρεσε ποτέ. Μου αρέσουν τα απλά, ανθρώπινα πράγματα», λέει χαρακτηριστικά.
Μια από τις τελευταίες του θεατρικές δουλειές ήταν το 2007, όταν έπαιξε στον «Κατά φαντασία ασθενή» του Μολιέρου. Έκτοτε δεν ξέρουμε τι κάνει, όπως ακριβώς το θέλει ο ίδιος δηλαδή…
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα. Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
#Ελληνικός Κινηματογράφος#Νίκος Τσούκας#Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
0 notes
Text
#gallery-0-4 { margin: auto; } #gallery-0-4 .gallery-item { float: left; margin-top: 10px; text-align: center; width: 12%; } #gallery-0-4 img { border: 2px solid #cfcfcf; } #gallery-0-4 .gallery-caption { margin-left: 0; } /* see gallery_shortcode() in wp-includes/media.php */
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Τον Νίκο Τσούκα τον θυμόμαστε από τις ασπρόμαυρες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και από τις βιντεοκασέτες της δεκαετίας του 1980.
Νίκος Τσούκας: “Ο καλός ηθοποιός“
Μεγάλο κωμικό στοιχείο και ο ίδιος εξάλλου, έφτανε η παρουσία του και μόνο για να σκάει το χειλάκι του κόσμου. Αν και ο Τσούκας δεν εξαντλήθηκε υποκριτικά στην κωμωδία, όπως μας λέει: «Καρατερίστας, ρολίστας, ναι. Αλλά δεν είμαι μόνο κωμικός. Έχω κάνει και δράμα. Πιστεύω ότι ένας καλός ηθοποιός δεν είναι ούτε μόνο κωμικός ούτε μόνο δραματικός. Ο Μουσούρης, όταν ξεκινούσα, μου είχε πει μια φορά και δεν το ξέχασα ποτέ: να μη σε ενδιαφέρει αν θα πουν ‘‘ο Τσούκας ο θιασάρχης’’, ‘‘ο Τσούκας ο πρωταγωνιστής’’. Να χαρείς μόνο αν πουν ‘‘ο Τσούκας ο καλός ηθοποιός’’. Τότε θα έχεις πετύχει».
Νίκος Τσούκας: Ο κόσμος τον έμαθε αποκλειστικά ως ηθοποιό
Ένα μάθημα που τήρησε ευλαβικά, κι έτσι δεν απασχόλησε ποτέ τα Μέσα με οτιδήποτε άλλο παρά με τη δουλειά του. Γι’ αυτό και ο κόσμος τον αγαπά και τον θυμάται διαχρονικά, γιατί αποκλειστικά ως ηθοποιό τον έμαθε και αποκλειστικά ως ηθοποιό συνεχίζει να τον ξέρει.
Ο δικός μας Νικόλας, ο απλός και προσιτός, που τόσο γέλιο μας χάρισε. «Με αγαπούν», λέει αυτός, «πάω να ψωνίσω στη λαϊκή και αντί για ένα λάχανο, φεύγω με δυο και ρέβες πεσκέσι. Το λάχανο είναι το ζήτημα; Η συγκίνηση είναι. Με βλέπουν σαν έναν απλό άνθρωπο. Δεν έχω δώσει ποτέ μου αυτόγραφο».
Και βέβαια σε όλους μας θα θυμίζει για πάντα τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο…
Νίκος Τσούκας: Τα πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Τσούκας γεννιέται το 1935 στη Δεσκάτη Γρεβενών. Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι τίποτα γνωστό, ξέρουμε πάντως πως το 1957 καταφτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη, μιας και «τότε, σε αντίθεση με σήμερα, για να γίνεις ηθοποιός και να βγάλεις άδεια επαγγέλματος, έπρεπε να έχεις τελειώσει κάποια σχολή θεάτρου», θυμάται ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του.
Πεισμωμένος ο νεαρός ηθοποιός, φέρνει γυροβολιά τα θέατρα της Αθήνας αναζητώντας τον πρώτο του ρόλο. Ας τον ακούσουμε: «Είχα πάρει σβάρνα λοιπόν τα θέατρα, αλλά πέρναγα κάθε μέρα από το θέατρο Παπαϊωάννου, γωνία Καποδιστρίου και Πατησίων, όπου μου είχαν πει ότι ίσως υπήρχε κάποιος ρόλος για μένα. Πήγαινα κάθε πρωί πριν τους ηθοποιούς! Ε, τώρα θες από την επιμονή μου, θες επειδή δεν υπήρχε κάποιος, φτάνει μια μέρα και μου λέει ο Φωτόπουλος να ανέβω να διαβάσω ένα κομμάτι, από έναν ρόλο όπου έπρεπε να υποδυθώ κάποιον 70 χρονών!».
Ο 26αρης ηθοποιός ανεβαίνει λοιπόν στο σανίδι, διαβάζει τα λόγια του και «με το που με άκουσε, μου λέει ‘‘τι είσαι εσύ ρε παιδί μου! Πινέζα!’’, εννοώντας ‘‘Αυτός είσαι! Καρφώθηκες στο ρόλο’’, και με πήρε». Αυτό ήταν το ντεμπούτο του Νίκου Τσούκα στο σανίδι, στο έργο «Έξω οι κλέφτες», το οποίο θα γυριζόταν αργότερα και ταινία…
Νίκος Τσούκας: Η καριέρα του
Ο Νικόλας, όπως τον φώναζαν στο θέατρο, καθιερώνεται γρήγορα στο σανίδι. Η επόμενη δουλειά του είναι δηλωτική των υποκριτικών του προσόντων: εμφανίζεται δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη στη «Μικρή μας πόλη»! Πριν συνεργαστεί τελικά με όλους, από την κυρία Κατερίνα και τον Μουσούρη μέχρι τους Κωνσταντάρα, Καρέζη, Ρηγόπουλο, Αναλυτή, Μουστάκα και τη σταθερή παρτενέρ του σε θέατρο και σινεμά, Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Νίκος Τσούκας: Το θέατρο ανθούσε
Ο ίδιος έβγαζε τώρα καλά λεφτά και ζούσε αξιοπρεπώς από το θέατρο: «Εκεί τα πράγματα ανθούσαν. Δουλεύαμε 11 μήνες το χρόνο. Να φανταστείς, απειλούσε να με χωρίσει η γυναίκα μου επειδή δούλευα τόσο! Αρχίζαμε το Σεπτέμβρη και συνεχίζαμε και το Πάσχα. Δεν υπήρχαν 100 θέατρα όπως σήμερα, υπήρχαν 12 και όλα δούλευαν. Όλο το χρόνο. Με το που τελείωνε το Πάσχα, αρχίζαμε παραστάσεις για το καλοκαίρι. Από το θέατρο ζούσαμε. Το 1971 που δούλευα με την Αλίκη έπαιρνα τότε γύρω στις 11.000 δραχμές, εκεί που ο μέσος μισθός ήταν 1.800».
Νίκος Τσούκας: Η πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο
Και ο ελληνικός κινηματογράφος τον ανακάλυψε όμως νωρίς-νωρίς: το ντεμπούτο του θα έρθει ήδη από το 1962 με δύο μάλιστα ταινίες: «Προδομένη αγάπη» και «Η νύφη το ‘σκασε». Τέτοια ήταν η απήχησή του στους μικρούς αρχικά και μεγαλύτερους κατόπιν ρόλους που μέχρι και το 1972 θα έχει εμφανιστεί σε τριάντα ταινίες!
Μερικοί από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους του ήταν στις ταινίες «Η βίλλα των οργίων» (1964), «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1968), «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969), «Η νεράιδα και το παλληκάρι» (1969), «Το στραβόξυλο» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Ένα αστείο κορίτσι» (1970), «Η κόρη του ήλιου» (1971) κ.ά.
https://www.youtube.com/watch?v=4GPbabIBOqg
Τον θυμόμαστε ακόμα στα φιλμ «Ο ανήφορος» (1964), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Τζένη Τζένη» (1966), «Θου Βου, φανερός πράκτωρ 000» (1967), «Το λεβεντόπαιδο» (1969), «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969) και «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969).
https://www.youtube.com/watch?v=XxD5BembZj8
Νίκος Τσούκας: Πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες
Στη δεκαετία του 1980 πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες, έπαιξε όμως και στο σελιλόιντ, πρωταγωνιστώντας για παράδειγμα στο «Μια γυναικάρα στα μπουζούκια» (1984) και το «Πονηρός ο βλάχος» (1986) και κρατώντας καλούς ρόλους στο «Βαράτε με κι ας κλαίω» (1981) και το «Στα σαγόνια της εφορίας» (1983).
https://www.youtube.com/watch?v=DtduEFfStxU
Τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση θα είναι στο «Ρ20» (2004) του Λάκη Λαζόπουλου, με τον οποίο θα ξανασυνεργαστούν εξάλλου το 2006 στο σίριαλ «Οδός Παραδείσου 7». Για τα δύσκολα, αν και υπέροχα, χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, ανακαλεί χαρακτηριστικά: «Εκεί, για να παίξεις σε ταινία έπρεπε να πας με δικά σου ρούχα, με δικό σου κοστούμι. Όπως φαντάζεσαι, οι γυναίκες είχαν πιο πολύ πρόβλημα, γιατί έπρεπε, όσο να ’ναι, να είναι ωραίες και με ωραία φορέματα. Αν ήταν μεγάλη η παραγωγή, το πολύ πολύ να μας έδιναν λίγο χαλβά ή ψωμί κι ελιά στα διαλείμματα. Θυμάμαι κάποτε που ο Παπαμιχαήλ μου έσκισε κατά λάθος το πουκάμισο σε μια σκηνή στους ‘‘Φορτουνάκηδες και τους Βροντάκηδες’’ και ήμουν απαρηγόρητος γιατί δεν είχα άλλο».
Νίκος Τσούκας: Μεγάλη καριέρα και στην ελληνική τηλεόραση
Εξίσου μακρά ήταν και η καριέρα του στο γυαλί, ξεκινώντας από το σίριαλ «13ο ανακριτικό γραφείο» το 1971 (ΕΙΡΤ). Μετά ήρθε το «Χωρίς ανάσα» (1973 – ΕΙΡΤ) και το «Ταξίδι» το 1976 (ΥΕΝΕΔ), που θα τον καθιερώσει τηλεοπτικά, κάνοντάς τον ακόμα πιο γνωστό. Από τις υπόλοιπες τηλεοπτικές δουλειές του ξεχωρίζουν ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1979 – ΥΕΝΕΔ), το «Πάρκινγκ» (1984 – ΕΡΤ) και οι «Μεν και οι δεν» (1993), ενώ έκανε και μερικά περάσματα από τις «7 θανάσιμες πεθερές» (2004) και την «Πολυκατοικία» (2011).
Διαχρονικά ήπιων τόνων, κρατήθηκε διακριτικά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστός στους πάντες. Είχε εξάλλου καμιά πενηνταριά ταινίες και άλλες τόσες βιντεοκασέτες στο ενεργητικό του και άφηνε τη δουλειά του να μιλά γι’ αυτόν. Συνεντεύξεις έδωσε σπανιότατα και εξίσου σπάνια απασχόλησε τα ΜΜΕ.
Νίκος Τσούκας: Δεν έδινε ποτέ αυτόγραφο
Και βέβαια δεν δίνει αυτόγραφα ποτέ! «Μου ζητούν, αλλά λέω ‘‘με συγχωρείτε, δεν έχω’’. Δεν είμαι σνομπ, το αντίθετο. Αλλά να, δεν καταλαβαίνω, τι κάνω εγώ καλύτερο από σένα; Επειδή έχω κάποια δημοσιότητα; Και λοιπόν; Αυτό που υπερασπίζεσαι πρέπει να το κάνεις τίμια και ωραία. Αυτό μετράει. Η γκλαμουριά δεν μ’ άρεσε ποτέ. Μου αρέσουν τα απλά, ανθρώπινα πράγματα», λέει χαρακτηριστικά.
Μια από τις τελευταίες του θεατρικές δουλειές ήταν το 2007, όταν έπαιξε στον «Κατά φαντασία ασθενή» του Μολιέρου. Έκτοτε δεν ξέρουμε τι κάνει, όπως ακριβώς το θέλει ο ίδιος δηλαδή…
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα. Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
#Ελληνικός Κινηματογράφος#Νίκος Τσούκας#Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
0 notes
Text
#gallery-0-4 { margin: auto; } #gallery-0-4 .gallery-item { float: left; margin-top: 10px; text-align: center; width: 12%; } #gallery-0-4 img { border: 2px solid #cfcfcf; } #gallery-0-4 .gallery-caption { margin-left: 0; } /* see gallery_shortcode() in wp-includes/media.php */
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Τον Νίκο Τσούκα τον θυμόμαστε από τις ασπρόμαυρες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και από τις βιντεοκασέτες της δεκαετίας του 1980.
Νίκος Τσούκας: “Ο καλός ηθοποιός“
Μεγάλο κωμικό στοιχείο και ο ίδιος εξάλλου, έφτανε η παρουσία του και μόνο για να σκάει το χειλάκι του κόσμου. Αν και ο Τσούκας δεν εξαντλήθηκε υποκριτικά στην κωμωδία, όπως μας λέει: «Καρατερίστας, ρολίστας, ναι. Αλλά δεν είμαι μόνο κωμικός. Έχω κάνει και δράμα. Πιστεύω ότι ένας καλός ηθοποιός δεν είναι ούτε μόνο κωμικός ούτε μόνο δραματικός. Ο Μουσούρης, όταν ξεκινούσα, μου είχε πει μια φορά και δεν το ξέχασα ποτέ: να μη σε ενδιαφέρει αν θα πουν ‘‘ο Τσούκας ο θιασάρχης’’, ‘‘ο Τσούκας ο πρωταγωνιστής’’. Να χαρείς μόνο αν πουν ‘‘ο Τσούκας ο καλός ηθοποιός’’. Τότε θα έχεις πετύχει».
Νίκος Τσούκας: Ο κόσμος τον έμαθε αποκλειστικά ως ηθοποιό
Ένα μάθημα που τήρησε ευλαβικά, κι έτσι δεν απασχόλησε ποτέ τα Μέσα με οτιδήποτε άλλο παρά με τη δουλειά του. Γι’ αυτό και ο κόσμος τον αγαπά και τον θυμάται διαχρονικά, γιατί αποκλειστικά ως ηθοποιό τον έμαθε και αποκλειστικά ως ηθοποιό συνεχίζει να τον ξέρει.
Ο δικός μας Νικόλας, ο απλός και προσιτός, που τόσο γέλιο μας χάρισε. «Με αγαπούν», λέει αυτός, «πάω να ψωνίσω στη λαϊκή και αντί για ένα λάχανο, φεύγω με δυο και ρέβες πεσκέσι. Το λάχανο είναι το ζήτημα; Η συγκίνηση είναι. Με βλέπουν σαν έναν απλό άνθρωπο. Δεν έχω δώσει ποτέ μου αυτόγραφο».
Και βέβαια σε όλους μας θα θυμίζει για πάντα τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο…
Νίκος Τσούκας: Τα πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Τσούκας γεννιέται το 1935 στη Δεσκάτη Γρεβενών. Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι τίποτα γνωστό, ξέρουμε πάντως πως το 1957 καταφτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη, μιας και «τότε, σε αντίθεση με σήμερα, για να γίνεις ηθοποιός και να βγάλεις άδεια επαγγέλματος, έπρεπε να έχεις τελειώσει κάποια σχολή θεάτρου», θυμάται ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του.
Πεισμωμένος ο νεαρός ηθοποιός, φέρνει γυροβολιά τα θέατρα της Αθήνας αναζητώντας τον πρώτο του ρόλο. Ας τον ακούσουμε: «Είχα πάρει σβάρνα λοιπόν τα θέατρα, αλλά πέρναγα κάθε μέρα από το θέατρο Παπαϊωάννου, γωνία Καποδιστρίου και Πατησίων, όπου μου είχαν πει ότι ίσως υπήρχε κάποιος ρόλος για μένα. Πήγαινα κάθε πρωί πριν τους ηθοποιούς! Ε, τώρα θες από την επιμονή μου, θες επειδή δεν υπήρχε κάποιος, φτάνει μια μέρα και μου λέει ο Φωτόπουλος να ανέβω να διαβάσω ένα κομμάτι, από έναν ρόλο όπου έπρεπε να υποδυθώ κάποιον 70 χρονών!».
Ο 26αρης ηθοποιός ανεβαίνει λοιπόν στο σανίδι, διαβάζει τα λόγια του και «με το που με άκουσε, μου λέει ‘‘τι είσαι εσύ ρε παιδί μου! Πινέζα!’’, εννοώντας ‘‘Αυτός είσαι! Καρφώθηκες στο ρόλο’’, και με πήρε». Αυτό ήταν το ντεμπούτο του Νίκου Τσούκα στο σανίδι, στο έργο «Έξω οι κλέφτες», το οποίο θα γυριζόταν αργότερα και ταινία…
Νίκος Τσούκας: Η καριέρα του
Ο Νικόλας, όπως τον φώναζαν στο θέατρο, καθιερώνεται γρήγορα στο σανίδι. Η επόμενη δουλειά του είναι δηλωτική των υποκριτικών του προσόντων: εμφανίζεται δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη στη «Μικρή μας πόλη»! Πριν συνεργαστεί τελικά με όλους, από την κυρία Κατερίνα και τον Μουσούρη μέχρι τους Κωνσταντάρα, Καρέζη, Ρηγόπουλο, Αναλυτή, Μουστάκα και τη σταθερή παρτενέρ του σε θέατρο και σινεμά, Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Νίκος Τσούκας: Το θέατρο ανθούσε
Ο ίδιος έβγαζε τώρα καλά λεφτά και ζούσε αξιοπρεπώς από το θέατρο: «Εκεί τα πράγματα ανθούσαν. Δουλεύαμε 11 μήνες το χρόνο. Να φανταστείς, απειλούσε να με χωρίσει η γυναίκα μου επειδή δούλευα τόσο! Αρχίζαμε το Σεπτέμβρη και συνεχίζαμε και το Πάσχα. Δεν υπήρχαν 100 θέατρα όπως σήμερα, υπήρχαν 12 και όλα δούλευαν. Όλο το χρόνο. Με το που τελείωνε το Πάσχα, αρχίζαμε παραστάσεις για το καλοκαίρι. Από το θέατρο ζούσαμε. Το 1971 που δούλευα με την Αλίκη έπαιρνα τότε γύρω στις 11.000 δραχμές, εκεί που ο μέσος μισθός ήταν 1.800».
Νίκος Τσούκας: Η πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο
Και ο ελληνικός κινηματογράφος τον ανακάλυψε όμως νωρίς-νωρίς: το ντεμπούτο του θα έρθει ήδη από το 1962 με δύο μάλιστα ταινίες: «Προδομένη αγάπη» και «Η νύφη το ‘σκασε». Τέτοια ήταν η απήχησή του στους μικρούς αρχικά και μεγαλύτερους κατόπιν ρόλους που μέχρι και το 1972 θα έχει εμφανιστεί σε τριάντα ταινίες!
Μερικοί από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους του ήταν στις ταινίες «Η βίλλα των οργίων» (1964), «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1968), «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969), «Η νεράιδα και το παλληκάρι» (1969), «Το στραβόξυλο» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Ένα αστείο κορίτσι» (1970), «Η κόρη του ήλιου» (1971) κ.ά.
https://www.youtube.com/watch?v=4GPbabIBOqg
Τον θυμόμαστε ακόμα στα φιλμ «Ο ανήφορος» (1964), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Τζένη Τζένη» (1966), «Θου Βου, φανερός πράκτωρ 000» (1967), «Το λεβεντόπαιδο» (1969), «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969) και «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969).
https://www.youtube.com/watch?v=XxD5BembZj8
Νίκος Τσούκας: Πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες
Στη δεκαετία του 1980 πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες, έπαιξε όμως και στο σελιλόιντ, πρωταγωνιστώντας για παράδειγμα στο «Μια γυναικάρα στα μπουζούκια» (1984) και το «Πονηρός ο βλάχος» (1986) και κρατώντας καλούς ρόλους στο «Βαράτε με κι ας κλαίω» (1981) και το «Στα σαγόνια της εφορίας» (1983).
https://www.youtube.com/watch?v=DtduEFfStxU
Τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση θα είναι στο «Ρ20» (2004) του Λάκη Λαζόπουλου, με τον οποίο θα ξανασυνεργαστούν εξάλλου το 2006 στο σίριαλ «Οδός Παραδείσου 7». Για τα δύσκολα, αν και υπέροχα, χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, ανακαλεί χαρακτηριστικά: «Εκεί, για να παίξεις σε ταινία έπρεπε να πας με δικά σου ρούχα, με δικό σου κοστούμι. Όπως φαντάζεσαι, οι γυναίκες είχαν πιο πολύ πρόβλημα, γιατί έπρεπε, όσο να ’ναι, να είναι ωραίες και με ωραία φορέματα. Αν ήταν μεγάλη η παραγωγή, το πολύ πολύ να μας έδιναν λίγο χαλβά ή ψωμί κι ελιά στα διαλείμματα. Θυμάμαι κάποτε που ο Παπαμιχαήλ μου έσκισε κατά λάθος το πουκάμισο σε μια σκηνή στους ‘‘Φορτουνάκηδες και τους Βροντάκηδες’’ και ήμουν απαρηγόρητος γιατί δεν είχα άλλο».
Νίκος Τσούκας: Μεγάλη καριέρα και στην ελληνική τηλεόραση
Εξίσου μακρά ήταν και η καριέρα του στο γυαλί, ξεκινώντας από το σίριαλ «13ο ανακριτικό γραφείο» το 1971 (ΕΙΡΤ). Μετά ήρθε το «Χωρίς ανάσα» (1973 – ΕΙΡΤ) και το «Ταξίδι» το 1976 (ΥΕΝΕΔ), που θα τον καθιερώσει τηλεοπτικά, κάνοντάς τον ακόμα πιο γνωστό. Από τις υπόλοιπες τηλεοπτικές δουλειές του ξεχωρίζουν ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1979 – ΥΕΝΕΔ), το «Πάρκινγκ» (1984 – ΕΡΤ) και οι «Μεν και οι δεν» (1993), ενώ έκανε και μερικά περάσματα από τις «7 θανάσιμες πεθερές» (2004) και την «Πολυκατοικία» (2011).
Διαχρονικά ήπιων τόνων, κρατήθηκε διακριτικά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστός στους πάντες. Είχε εξάλλου καμιά πενηνταριά ταινίες και άλλες τόσες βιντεοκασέτες στο ενεργητικό του και άφηνε τη δουλειά του να μιλά γι’ αυτόν. Συνεντεύξεις έδωσε σπανιότατα και εξίσου σπάνια απασχόλησε τα ΜΜΕ.
Νίκος Τσούκας: Δεν έδινε ποτέ αυτόγραφο
Και βέβαια δεν δίνει αυτόγραφα ποτέ! «Μου ζητούν, αλλά λέω ‘‘με συγχωρείτε, δεν έχω’’. Δεν είμαι σνομπ, το αντίθετο. Αλλά να, δεν καταλαβαίνω, τι κάνω εγώ καλύτερο από σένα; Επειδή έχω κάποια δημοσιότητα; Και λοιπόν; Αυτό που υπερασπίζεσαι πρέπει να το κάνεις τίμια και ωραία. Αυτό μετράει. Η γκλαμουριά δεν μ’ άρεσε ποτέ. Μου αρέσουν τα απλά, ανθρώπινα πράγματα», λέει χαρακτηριστικά.
Μια από τις τελευταίες του θεατρικές δουλειές ήταν το 2007, όταν έπαιξε στον «Κατά φαντασία ασθενή» του Μολιέρου. Έκτοτε δεν ξέρουμε τι κάνει, όπως ακριβώς το θέλει ο ίδιος δηλαδή…
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα. Ο Νίκος Τσούκας ήταν η ήρεμη δύναμη του γέλιου που βρέθηκε υποκριτικά δίπλα σε ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου και άφησε τις δουλειές του να μιλούν για τον ίδιο, αφού διατηρεί ακόμη και σήμερα χαμηλό προφίλ.
#Ελληνικός Κινηματογράφος#Νίκος Τσούκας#Νίκος Τσούκας: Ο κωμικός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο οι επικές ατάκες και η απομάκρυνση από τη δημοσιότητα.
0 notes
Text
#gallery-0-4 { margin: auto; } #gallery-0-4 .gallery-item { float: left; margin-top: 10px; text-align: center; width: 16%; } #gallery-0-4 img { border: 2px solid #cfcfcf; } #gallery-0-4 .gallery-caption { margin-left: 0; } /* see gallery_shortcode() in wp-includes/media.php */
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας.
Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Όλως τυχαία βρέθηκε να παίζει ως κομπάρσος σε μία ταινία και στη συνέχεια σε μία θεατρική παράσταση, που σκηνοθετούσε ο σπουδαίος γάλλος θεατράνθρωπος Λουί Ζουβέ. Μαγεμένος από τα φώτα της ράμπας, αποφάσισε να κάνει στροφή στη ζωή του και ν’ ασχοληθεί με την υποκριτική.
Μαθήτευσε κοντά στον Ζουβέ και το 1937 έκανε την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο με το «Σχολείο Γυναικών» του Μολιέρου. Τον επόμενο χρόνο αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και εμφανίστηκε στην Αθήνα, στο έργο του Τζέιμς Μπάρι «Τα παράσημα της γριούλας» πλάι στην κυρία Κατερίνα. Ακολούθησαν ρόλοι στα έργα «Το στραβόξυλο» του Δημήτρη Ψαθά, «Ο μισάνθρωπος» του Μολιέρου, «Ο παίχτης» του Ντοστογιέφσκι, με θιάσους όπως των Μιράντας – Παππά και Μουσούρη – Αρώνη.
Το 1945 νυμφεύεται την ηθοποιό Ιουλία Γεωργοπούλου και τον επόμενο χρόνο αποκτά το μοναδικό του παιδί, τον δημοσιογράφο και πολιτικό Δημήτρη Κωνσταντάρα. Το 1948 συγκροτεί για πρώτη φορά θίασο με τη Μιράντα Μυράτ και το 1958 τον πρώτ�� προσωπικό του θίασο και παρουσιάζει το έργο του Τζον Πρίσλεϋ «Ο ανακριτής έρχεται».
Στη μακρά θεατρική του διαδρομή θα συνεργασθεί με σπουδαίους ηθοποιούς, όπως τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού, το Νίκο Ρίζο, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Έλλη Λαμπέτη. Τελευταία του εμφάνιση στο σανίδι στην κωμωδία του Κώστα Πρετεντέρη «Τρελλές επαφές ρωμέικου τύπου», που παρουσίασε μαζί με τη Μάρω Κοντού και τον Νίκο Ρίζο τη διετία 1977 – 1979.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής, κυρίως, μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Υπήρξε πρωταγωνιστής από την πρώτη κιόλας ταινία του, «Το τραγούδι του χωρισμού» (1940) σε σκηνοθεσία Φ. Φίνου, ενώ κράτησε τους πρώτους ρόλους και σε περίπου 90 ακόμα ταινίες. Καθιερώθηκε ως ο κινηματογραφικός μπαμπάς της Αλίκης Βουγιουκλάκη («Διακοπές στην Αίγινα», «Το ξύλο βγήκε από το παράδεισο», «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Η Λίζα και η άλλη» κ.ά.).
Το 1969 κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Ο Μπλοφατζής». Η τελευταία του ταινία ήταν «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» (1981) του Κώστα Καραγιάννη. Στην τηλεόραση ξεχώρισε με το ρόλο του γυναικοκατακτητή Ζάχου Δόγκανου στο σήριαλ «Εκείνες και εγώ», που προβλήθηκε τη διετία 1976 – 1977. Το 1971 νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη Φιλιώ Κεκάτου.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υπήρξε σπουδαίος ηθοποιός. Το πηγαίο ταλέντο του διαφαίνεται μέσα από τη μεγάλη γκάμα των ρόλων που ερμήνευσε, τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στο θέατρο. Στα πρώτα του βήματα εμφανίστηκε σε δραματικούς ρόλους, ακόμη και ως ζεν-πρεμιέ, ενώ στη συνέχεια ειδικεύτηκε σε πιο κωμικούς, ως φίλος ή πατέρας -καλοσυνάτος, ανοιχτόκαρδος, ακόμη και αυστηρός πότε – πότε γυναικάς και χιουμορίστας.
Πέθανε στις 28 Ιουνίου του 1985 στο «Ασκληπείο» της Βούλας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, εξαιτίας αλλεπάλληλων εγκεφαλικών επεισοδίων.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
0 notes
Text
#gallery-0-4 { margin: auto; } #gallery-0-4 .gallery-item { float: left; margin-top: 10px; text-align: center; width: 16%; } #gallery-0-4 img { border: 2px solid #cfcfcf; } #gallery-0-4 .gallery-caption { margin-left: 0; } /* see gallery_shortcode() in wp-includes/media.php */
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας.
Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Όλως τυχαία βρέθηκε να παίζει ως κομπάρσος σε μία ταινία και στη συνέχεια σε μία θεατρική παράσταση, που σκηνοθετούσε ο σπουδαίος γάλλος θεατράνθρωπος Λουί Ζουβέ. Μαγεμένος από τα φώτα της ράμπας, αποφάσισε να κάνει στροφή στη ζωή του και ν’ ασχοληθεί με την υποκριτική.
Μαθήτευσε κοντά στον Ζουβέ και το 1937 έκανε την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο με το «Σχολείο Γυναικών» του Μολιέρου. Τον επόμενο χρόνο αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και εμφανίστηκε στην Αθήνα, στο έργο του Τζέιμς Μπάρι «Τα παράσημα της γριούλας» πλάι στην κυρία Κατερίνα. Ακολούθησαν ρόλοι στα έργα «Το στραβόξυλο» του Δημήτρη Ψαθά, «Ο μισάνθρωπος» του Μολιέρου, «Ο παίχτης» του Ντοστογιέφσκι, με θιάσους όπως των Μιράντας – Παππά και Μουσούρη – Αρώνη.
Το 1945 νυμφεύεται την ηθοποιό Ιουλία Γεωργοπούλου και τον επόμενο χρόνο αποκτά το μοναδικό του παιδί, τον δημοσιογράφο και πολιτικό Δημήτρη Κωνσταντάρα. Το 1948 συγκροτεί για πρώτη φορά θίασο με τη Μιράντα Μυράτ και το 1958 τον πρώτο προσωπικό του θίασο και παρουσιάζει το έργο του Τζον Πρίσλεϋ «Ο ανακριτής έρχεται».
Στη μακρά θεατρική του διαδρομή θα συνεργασθεί με σπουδαίους ηθοποιούς, όπως τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού, το Νίκο Ρίζο, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Έλλη Λαμπέτη. Τελευταία του εμφάνιση στο σανίδι στην κωμωδία του Κώστα Πρετεντέρη «Τρελλές επαφές ρωμέικου τύπου», που παρουσίασε μαζί με τη Μάρω Κοντού και τον Νίκο Ρίζο τη διετία 1977 – 1979.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής, κυρίως, μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Υπήρξε πρωταγωνιστής από την πρώτη κιόλας ταινία του, «Το τραγούδι του χωρισμού» (1940) σε σκηνοθεσία Φ. Φίνου, ενώ κράτησε τους πρώτους ρόλους και σε περίπου 90 ακόμα ταινίες. Καθιερώθηκε ως ο κινηματογραφικός μπαμπάς της Αλίκης Βουγιουκλάκη («Διακοπές στην Αίγινα», «Το ξύλο βγήκε από το παράδεισο», «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Η Λίζα και η άλλη» κ.ά.).
Το 1969 κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Ο Μπλοφατζής». Η τελευταία του ταινία ήταν «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» (1981) του Κώστα Καραγιάννη. Στην τηλεόραση ξεχώρισε με το ρόλο του γυναικοκατακτητή Ζάχου Δόγκανου στο σήριαλ «Εκείνες και εγώ», που προβλήθηκε τη διετία 1976 – 1977. Το 1971 νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη Φιλιώ Κεκάτου.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υπήρξε σπουδαίος ηθοποιός. Το πηγαίο ταλέντο του διαφαίνεται μέσα από τη μεγάλη γκάμα των ρόλων που ερμήνευσε, τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στο θέατρο. Στα πρώτα του βήματα εμφανίστηκε σε δραματικούς ρόλους, ακόμη και ως ζεν-πρεμιέ, ενώ στη συνέχεια ειδικεύτηκε σε πιο κωμικούς, ως φίλος ή πατέρας -καλοσυνάτος, ανοιχτόκαρδος, ακόμη και αυστηρός πότε – πότε γυναικάς και χιουμορίστας.
Πέθανε στις 28 Ιουνίου του 1985 στο «Ασκληπείο» της Βούλας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, εξαιτίας αλλεπάλληλων εγκεφαλικών επεισοδίων.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
Λάμπρος Κωνσταντάρας Έφυγε πριν 32 χρόνια Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας. Αθηναίος βέρος, Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13. Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.
0 notes