#ανηφόρι
Explore tagged Tumblr posts
Text
Μπήτρος Γεώργιος Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ο δρόμος προς το «Αντρικό μοναστήρι» – έτσι έλεγαν οι παλαιοί Αιγινήτες τη Χρυσολεόντισσα – αποκτά μεγάλη κίνηση τροχοφόρων με προσκυνητές που ανηφορίζουν προς την Παναγιά. Είναι το παλιό μονοπάτι που πλέον είναι δρόμος που οδηγεί προς τη Χρυσολεόντισσα, το μεγάλο βυζαντινό μοναστήρι , το παλαιότερο εν ενεργεία της Αίγινας με την μακραίω... Περισσότερα εδώ: https://romios.gr/sto-cheri-tis-panagias-sto-anifori-pros-ti-chrysoleontissa/
0 notes
Text
Μια ιστορία στο Σουφλί
Λένε η αγάπη είναι τυφλή
μα όταν ήμουν στο Σουφλί
είδα τού έπαρχου την κόρη
με μπαλωμένο μεσοφόρι.
Μ’ έκανε λίγο να ρεμ��άσω
νομίζω πως τη λέγαν Βάσω.
Πάντως την άλλη τη χρονιά
πήρα το τρένο των εννιά
κι έψαξα πάλι να την εύρω
απ’ τη Ροδόπη ως τον Έβρο.
Μ’ έπιασε φόβος μην τη χάσω
νομίζω πως τη λέγαν Βάσω.
Ρώτησα φίλους και γνωστούς
χωροφυλάκους προεστούς
ρώτησα κι έναν ταγματάρχη
έπαρχος μού ’παν δεν υπάρχει.
Μήπως ναυάγησε στη Θάσο
ή μήπως δεν τη λέγαν Βάσω;
Τράβηξα τότε το σκοινί
και πήγα στην Κομοτηνή
μια νύχτα με σκοτάδι πήχτρα
στη νερατζού τη χαρτορίχτρα.
Εκείνη σταύρωσε τον άσο
κι είπε να δούμε πού ’ναι η Βάσω.
Έψαξε δω έψαξε κει
με κέρασε κι ένα ρακί
και μου ’πε με φωνή σπασμένη
που στην καρδιά μου ακόμα μένει:
«Όσα χαρτιά και να διαβάσω
δε θα ’βρω αγόρι μου τη Βάσω».
Μα εγώ μια μέρα γιορτινή
θα περιμένω να φανεί
στου μαύρου κόσμου τ’ ανηφόρι
η τρυφερή τού επάρχου κόρη.
Κι ούτε ποτέ θα λογαριάσω
αν ήταν όνειρο η Βάσω.
Γκάτσος
5 notes
·
View notes
Text
27/12
Πάει χάθηκε και αυτή η χρονιά, φορτώθηκε στην πλάτη μου.
Σήμερα είναι τα γενέθλια μου.
Μια μέρα απολογισμού.
Εμπειρίες; Μαθήματα; Λύπη; Χαρά;
Την έζησα αυτή τη χρονιά όπως της άρμοζε; Την χάρηκα;
Ένα πράγμα είναι σίγουρο... Κάθε φορά που σβηνώ τα κεριά στην τούρτα έχω πάντα μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα μου.
Μέσα σε 18 χρόνια έζησα πολλά.
Δεν έχει σημασία αν ήταν ευχάριστα ή δυσάρεστα....ήταν πολλά.
Γνώρισα πολλούς άνθρωπους, άλλοι στάθηκαν δίπλα με κάθε κόστος και άλλοι δεν άξιζαν ούτε το βλέμμα μου.
Δεν πρόκειται να μιλήσω για τους τελευταίους αρκετά πια... κουράστηκα.
Σήμερα θα μιλήσω για εκείνους που μπήκαν στην ζωή μου και δεν πρόκειται να βγουν ποτέ από το μυαλό μου γιατί βρήκαν εκεί την θέση που που πάντα τους περίμενε.
Για εκείνους που σ’ αυτό το ανηφόρι που λέγεται ζωή τους είχα δίπλα μου φίλους, βράχους. Ανθρώπους που θα έκαναν τα πάντα για να με δουν αυτήν την μέρα μα και κάθε μέρα να χαμογελάω...ξέρεις...αυτό το αλήθινό χαμόγελο όχι από τα άλλα τα καθημερινά, τα τυπικά...Εκείνοι οι φίλοι λοιπόν που μου έδωσαν την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσω την έννοια της φιλίας και να συνειδητοποιήσω ότι ο μία φορά φίλος είναι για πάντα φίλος, αρκεί να έχει ανοιχτό μυαλό και ζεστή καρδιά.
Χθες ένας από αυτούς τους ανθρώπους μου είπε το εξής :
“ Η Νεφ που ξέρω σηκώνει μόνη τον ήλιο να βγει για να φωτίσει δεν περιμένει κανέναν”
Δεν ξέρω πως του ήρθε να μου το πει μα ήταν πραγματικά από τα πι�� όμορφα πράγμα��α που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό.
Τώρα που κάθομαι γύρω-γύρω απο τις σακούλες με τα δώρα θέλω να γράψω κάτι για αυτόν και για όλους εκείνους που είναι σαν αυτόν και κάνανε αυτήν την ημέρα λίγο πιο ξεχωριστή από ότι ήταν.
Ποτέ δεν ήθελα πυροτεχνήματα και διώροφες τούρτες ούτε μεγάλα κουτιά με πανάκριβα δώρα.
Πάντα ήθελα ανθρώπους που να χαίρονται περισσότερο για τα γεννέθλια μου από ότι εγώ η ίδια...να βάζουν στην άκρη κάθε πρόβλημα που τους απασχολεί, να κρύψουν κάθε στεναχώρια τους και να είναι δίπλα μου όπως αρμόζει...γιατί...γιατί βαρέθηκα τα δήθεν..βαρέθηκα τα χλιαρά...βαρέθηκα τα ίδια.
Ήθελα στην αλλαγή της ώρας να πιω ότι υπήρχε και οι οι υπόλοιποι να με καταλάβουν.
Ήθελα εκείνη την ημέρα να μην με αφήσουν σε ησυχία, να με παίρνουν αγκαλιές, να κάνουν αστεία ότι γεράσαμε, να φωνάζουν όλη την ώρα πως με αγαπάνε, να χορεύουμε σαν μαλακισμένα όλες τις επικές τρασίλες όπως το “γκουτσι φόρεμα”, να γελάμε μέχρι να πονέσει το κεφάλι μας από τα γέλια. Που θα κάνουν σχέδια για τα επόμενα γενέθλιά μας κι εκείνα που θα φτάσουμε 90 και θα τα γιορτάζουμε μαζί με τις μασέλες μας στο καπή αγκαλιά με το τάβλι... Που εκείνη την ημέρα θα με προσέξουν λίγο περισσότερο, που δε θα με αφήσουν στιγμή να στεναχωρηθώ.
Και το σημαντικότερο; Που μαζί τους θα δημιουργήσω τις πιο γαμάτες αναμνήσεις, οι οποίες με το πέρασμα των χρόνων θα γίνουν περισσότερες και καλύτερες , γιατί δεν θα έχουν σκοπό να φύγουν απ’ το πλάι μου.
Θα ήθελα να πω σε αυτόν τον άνθρωπο και όλους εκείνους που ήταν χθες το βράδυ μαζί μου ότι και αν σηκώνω μόνη μου τον ήλιο δίχως εκείνους θα ήταν πάντα σκοτάδι.
Για τους δικούς μου φίλους που με ανέχονται και με κάνουν να νιώθω συνέχεια αποδεκτή και ξεχωριστή.
Για τους δικούς σου φίλους.
Για όλους εκείνους τους φίλους που εξαιτίας τους στεκόμαστε στα πόδια μας όταν όλα είναι σκατά.
Χρόνια μου πολλά λοιπόν.
315 notes
·
View notes
Photo
Για πάντα χοντροί για πάντα χοντροί σ' αυτό το ανηφόρι που λένε ζωή.... (at Skhoinoússa, Kikladhes, Greece) https://www.instagram.com/p/B1uGpBjI5GIDOzkZbOBEafNewoOnH-HNPHWCPQ0/?igshid=kmhh6cz03wq7
0 notes
Text
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είδε και σχολιάζει το νέο Star Wars
[ad_1]
Ξημέρωσε ο Θεός, φωτολαμπάδιασαν οι κορφές και τα παλιόσπιτα και κίνησα κατάμονος για το μπακαλικάκι του Καγιαμπή, μισή οκά φακή να… γυρέψω και δυο δράμια τίμια κακαβιά, που μου τα μήνυσε η κυρά, σαν έβαλε πουρνό πουρνό στη θράκα το τσουκάλι και εκείνο πήρε να πυροκοκκινίζει.
��τους Κουκουβάουνες στο ��νηφόρι, πέρα απ’ το λιοτρίβι το παλιό, εκεί που τώρα χτίζουνε τις φωλιές τους τ’…
View On WordPress
0 notes
Photo
“Δώσε τόπο στο εσύ”
“Δεν υπάρχει εγώ χωρίς επικοινωνία με τον άλλο,χωρίς διαλεκτικό αγώνα”(Κάρλ Γιάσπερς)
“Η κοινωνία δεν είναι όλος ο άνθρωπος,αλλά μόνο όλοι οι άνθρωποι”(Νίκολας Μπερντιάγιεφ)
Σε ποιόν τόπο να πάω ,που να με χωρά,να μου παρέχεται η ευρυχωρία του αφειδώς,κι ο χρόνος μου να ηρεμεί.Να μην παθαίνω του περιπλανώμενου Εβραίου εκείνο :Μακριά από πού; Δηλώνοντας ότι όλα τού ήταν μή-τόπος.
Κι εδώ να καταθέσω το ζωγραφικό δείγμα,όπου μια ζωγραφική με χρώμα τολμηρό και σε διέγερση προβάλλει από ένα χάσμα και στρέφται παντού γύρω με ρήξεις ανάδρομες στο εκφραστικό γράμμα,εξπρεσσιονιστικού φορμαλισμού,αναδιφώντας τη μορφή και ανατρέχοντας στους ορίζοντες των γραμμών.
Η ομορφιά ,-θα πει ο κόσμος,- μας εμποδίζουν να δούμε προς το αιώνιο,πρέπει να σηκωθούμε στις φτέρνες και να πηδήξουμε ελαφρώς.
Όλο το σχέδιο του κόσμου σε ένα φυλλαράκι που το σηκώνει ο άνεμος.Εσύ ίσως,παρότι λένε σε πήρε και σε σήκωσε,καμμιά φορά,ίσως δεν μπορείς να πετάξεις,αλλά ένα τόσο δα κιτρινάκι τη στιγμή που πέφτει απ το κλαδί το στροβιλίζει και το σηκώνει ψηλά ο άνεμος,θυμίζοντάς μας πόσο ελαφριά μπορούν να γίνουν τα πράγματα με λίγο καιρό.Ο χρόνος με στροβιλίζει.
Τα πράγματα ,από κοσμολογική άποψη ,έχουν τον θεϊκό τους τρόπο.Το σύμπαν φέρεται από τα χέρια μιας υπερβατικότητας όπως προκύπτει από το κοσμολογικό παράδοξο που ανέλυσε ο Καντ.
Οι ανεξάρτητες συνειδήσεις ,είναι πολύτιμες γιατί προσφέρουν ένα νέο στήριγμα στα πράγματα που ξέρουμε, από πράγματα που δεν ξέρουμε.Γιατί χτίζουν στο κενό.Είναι η άκρα πρωτοτυπία.Όπως κάποτε οι Έλληνες που έγραφαν με όλο τους το σώμα το ελληνικό.
Το νόημα προσκτάται στο χρόνο,είναι η δικαίωση της χρονικότητας,ως πρόσωπα έχουμε την ιστορία μας,αλλά την ιστορικότητα τη φτιάχνουμε εμείς.Η ύπαρξη είναι πάντα ιστορική.
Στο αιώνιο ανηφόρι βάλλε σιδερένιο πανωφόρι σαν το έλατο, μαύρο και το χειμώνα άσπρο.
*Έργο:Ωμή τέχνη Σταύρωση Louis Stavros Yiannapis
------------------
ακουμπώντας το μαύρο νυχτικό σκίζοντας τη φόδρα του.Τι λέω.Σκοτάδι πίσσα κατράμι,το σκηνικό της Σταύρωσης.Ο πίνακας ολοκληρώνεται όταν επιγράφεται.Βλέπουμε τα κόκκινα στίγματα.Ξύλο του κόσμου,μας διαπερνάνε μαζί σου τα καρφιά.
0 notes
Text
Της ζωής το ανηφόρι, πέτρες, αγκίλια και σκόνη είναι γεμάτο.
View On WordPress
0 notes
Text
New Post has been published on PargaNews.com
New Post has been published on http://parganews.com/top-5-piimata-tou-kosta-varnali/
Top 5 ποιήματα του Κώστα Βάρναλη
«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,/προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»
Οι μοιραίοι
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:
Ακούστε εδώ τους «Μοιραίους» από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη:
Το πέρασμά σου
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε, στη γης αυτή που μας μισεί, κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε, πόνε πικρέ και πόνε αψύ, που μας κρατάς και σε κρατούμε·
σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση, που περπατούσαμε τυφλά κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει κι ούτε σε δέντρον αψηλά κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,
ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα, όραμα θείο και ξαφνικό, και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα, κελαηδισμόν παθητικό όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!… Έφυγες κι έχουμε ρημάξει ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!
Ακούστε εδώ το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Το πέρασμά σου» από τον Κώστα Καράλη, σε μουσική Γιάννη Σπανού:
Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Πρόλογος
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός. Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός μπρος στο κάθε τραπεζάκι. «Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε»! ― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά. Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά. Kι αν σε πείραζε κανένας ― αχ, εκείνος ο Tριβέλας! ―
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά… H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού σαι, νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
Από αριστερά: ο κριτικός Μ. Παπαϊωάννου, ο Κώστας Βάρναλης και ο Στρατής Τσίρκας.
Το τραγούδι του τρελού
Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά, με νταγερέ, που κουδουνά, σύρε σκοπόν αντάμικο. Εστράβωσα τη φέσα μου, έρωτας που ’ναι μέσα μου για να χορέψω τσάμικο.
Χίλια χέρια κι άρματα να ’χα να σας φράξω, να ’χα και δυο κέρατα τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει όσο μπορεί, το μακελειό, να ’στε γεροί, της πένας αντρειωμένοι! Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας, όντας η δόξα μελετά μας τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά, για να μας θαμπώνει, με λειρί στο κούτελο, και φωνή τρομπόνι!
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα. Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα, μαύρη ζωή, όλη πίκρα. Μα θα χαρώ σε, λευτεριά, αιώνια αλήθεια κι ομορφιά, σαν θα περάσω αντίκρα.
Να χαμ’ ένα βασιλιά, δράκο με χοντρό λαιμό, σέρτικο κι αράθυμο, για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουν για μια στιγμή να τρελαινόμουν, ο σαλεμένος νους και τα κλεισμένα τσίνορα να μην ξαμώνουν σύνορα και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα τον αδερφό μου ξένο και τον οχτρόν αδέρφι μου αδικοσκοτωμένο.
Ακούστε εδώ «Το τραγούδι του τρελού» από τη Μαρία Δημητριάδη, σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη:
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι• ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπό�� κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ.
Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό!
Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τι, να ζητάς την αρετή!
– Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! – Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! – Aντραλίζομαι!… Πεινώ!… – Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ’ εγώ, του θεού τ’αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν’ η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!…
Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: – «Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!…» Mα με την κουβέντ’ αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια:
– «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου – τον αφέντη τον κουφό σου! Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».
Ακούστε εδώ τον Νίκο Ξυλούρη να τραγουδά την «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», σε μουσική Λουκά Θάνου:
Τρεις θάνατοι
Ζηλεύω σου το θάρρος, Καρυωτάκη, να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά, και την κακοτυχιά σου, Ολύμπιε Τάκη, να σε πάρουν τα κύματα βαθιά.
Με πάει γελώντας ο Χάρος στα εκατό μου, σιχάθηκα τον άχαρο εαυτό μου. Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε, κι αν όχι εμέ, τη θύμησή μου πάρε.
Όσο τα περασμένα ανακαλώ, τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό. Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά, μα θα πάω μονάχα από σιχασιά.
Πηγή
1 note
·
View note
Photo
Για πάντα χοντροί για πάντα χοντροί σε αυτό το ανηφόρι που λένε ζωή!!!! Μάνα δεν έφταιγα εγώ.... Τα παχιά μοσχάρια.... (at Schoinoussa)
0 notes
Text
New Post has been published on PargaNews.com
New Post has been published on http://parganews.com/top-5-piimata-tou-kosta-varnali/
Top 5 ποιήματα του Κώστα Βάρναλη
Οι μοιραίοι
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές· εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό· στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί. Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει, μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Ακούστε εδώ τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλει το ποίημά του «Οι μοιραίοι»:
Ακούστε εδώ τους «Μοιραίους» από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη:
Το πέρασμά σου
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε, στη γης αυτή που μας μισεί, κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε, πόνε πικρέ και πόνε αψύ, που μας κρατάς και σε κρατούμε·
σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση, που περπατούσαμε τυφλά κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει κι ούτε σε δέντρον αψηλά κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,
ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα, όραμα θείο και ξαφνικό, και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα, κελαηδισμόν παθητικό όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!… Έφυγες κι έχουμε ρημάξει ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!
Ακούστε εδώ το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Το πέρασμά σου» από τον Κώστα Καράλη, σε μουσική Γιάννη Σπανού:
Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Πρόλογος
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός. Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός μπρος στο κάθε τραπεζάκι. «Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε»! ― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά. Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά. Kι αν σε πείραζε κανένας ― αχ, εκείνος ο Tριβέλας! ―
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά… H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού σαι, νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
Από αριστερά: ο κριτικός Μ. Παπαϊωάννου, ο Κώστας Βάρναλης και ο Στρατής Τσίρκας.
Το τραγούδι του τρελού
Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά, με νταγερέ, που κουδουνά, σύρε σκοπόν αντάμικο. Εστράβωσα τη φέσα μου, έρωτας που ’ναι μέσα μου για να χορέψω τσάμικο.
Χίλια χέρια κι άρματα να ’χα να σας φράξω, να ’χα και δυο κέρατα τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει όσο μπορεί, το μακελειό, να ’στε γεροί, της πένας αντρειωμένοι! Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας, όντας η δόξα μελετά μας τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά, για να μας θαμπώνει, με λειρί στο κούτελο, και φωνή τρομπόνι!
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα. Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα, μαύρη ζωή, όλη πίκρα. Μα θα χαρώ σε, λευτεριά, αιώνια αλήθεια κι ομορφιά, σαν θα περάσω αντίκρα.
Να χαμ’ ένα βασιλιά, δράκο με χοντρό λαιμό, σέρτικο κι αράθυμο, για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουν για μια στιγμή να τρελαινόμουν, ο σαλεμένος νους και τα κλεισμένα τσίνορα να μην ξαμώνουν σύνορα και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα τον αδερφό μου ξένο και τον οχτρόν αδέρφι μου αδικοσκοτωμένο.
Ακούστε εδώ «Το τραγούδι του τρελού» από τη Μαρία Δημητριάδη, σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη:
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι• ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ.
Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό!
Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τι, να ζητάς την αρετή!
– Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! – Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! – Aντραλίζομαι!… Πεινώ!… – Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ’ εγώ, του θεού τ’αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μο�� δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν’ η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!…
Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: – «Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!…» Mα με την κουβέντ’ αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια:
– «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου – τον αφέντη τον κουφό σου! Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».
Ακούστε εδώ τον Νίκο Ξυλούρη να τραγουδά την «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», σε μουσική Λουκά Θάνου:
Τρεις θάνατοι
Ζηλεύω σου το θάρρος, Καρυωτάκη, να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά, και την κακοτυχιά σου, Ολύμπιε Τάκη, να σε πάρουν τα κύματα βαθιά.
Με πάει γελώντας ο Χάρος στα εκατό μου, σιχάθηκα τον άχαρο εαυτό μου. Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε, κι αν όχι εμέ, τη θύμησή μου πάρε.
Όσο τα περασμένα ανακαλώ, τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό. Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά, μα θα πάω μονάχα από σιχασιά.
Πηγή
0 notes