#Τα δυο πουγκιά
Explore tagged Tumblr posts
christostsantis · 6 years ago
Text
ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
Από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη “Τα δυο πουγκιά”
[…] Κάποια στιγμή λοιπόν, αφού έπεισα τον εαυτό μου πως κάθε εμπόδιο είναι για καλό, άρχισα να απολαμβάνω την ελευθερία που χάριζε το μυθιστόρημα, όπου πια δεν ίσχυε η θεατρι��ή σύμβαση και ο περιορισμός του σκηνικού χώρου. Μπροστά μου απλώνονταν τώρα νέοι ορίζοντες που αδημονούσαν να τους κατακτήσω με το σπαθί μου, δηλαδή με την πέννα μου.
«Πώς το κάνουν αυτό το πράγμα;» αναρωτιόμουν. «Σιγά τα δύσκολα! Καλύτεροι είναι οι άλλοι που γράφουν και γράφουν, και υστέρα εκδίδουν κι εκδίδουν; Σίγουρα θα είναι καλύτεροι, αφού κάτι έχουν εκδώσει, ενώ εσύ δεν έχεις εκδώσει ούτε άρθρο στην τοπική εφημερίδα εκτός από κάποιες αγγελίες για την πρόσληψη προσωπικού», συνεχιζόταν, χωρίς σταματημό, ο εσωτερικός μου διάλογος: «Μεθοδικότητα λίγη διαθέτω… κι αυτή; Με το σταγονόμετρο! Δεν πειράζει», με έπεισα σιγά-σιγά, «όλα θα έρθουν».
Έπιασα πάλι τις σκηνές και τις εμπλούτισα με καινούργια πρόσωπα. Άφησα τις σκέψεις μου να ξεχυθούν στο χαρτί και προσπαθώντας να χρησιμοποιήσω όλο μου το οπλοστάσιο θυμήθηκα τον Θωμά. Ναυτικός ήταν για μια εικοσαετία. Τώρα πια ήταν συνταξιούχος, λόγω ατυχήματος που το προκάλεσε εν μέρει ο ίδιος, καθώς έβαλε το χεράκι της μια μηχανή ΗΟΝDΑ που οδηγούσε, κι ένας απρόσεχτος φορτηγατζής.
Τον πήρα στο τηλέφωνο. Ήθελα να ξεθολώσω απ’ τη μελέτη λίγο, γιατί είχα να τον δω καιρό. Οι ιστορίες του είχαν πάντα μεγάλο ενδιαφέρον.
youtube
«Πάμε για έναν καφέ;»
«Πάμε».
«Πού θες να πάμε;»
«Όπου θες».
Δεν αγαπούσαμε την πολυκοσμία και το θόρυβο κι έτσι περπατώντας παραλιακά βρήκαμε το ιδανικό τραπέζι στο κατάλληλο μαγαζί. Παραγγείλαμε καφέ κι ανάψαμε τσιγάρα.
«Το και το…» του είπα. «Κάτι γράφω και κόλλησα».
«Δεν πειράζει, θα ξεκολλήσεις. Τι γράφεις;»
«Ούτε ξέρω… θα δούμε!».
«Δεν πειράζει. Θα το βρεις».
«Προσπαθώ να βρω τα σωστά πρόσωπα, να ορίσω τις καταστάσεις, να προβλέψω τις εξελίξεις της ιστορίας… μα δεν προχωράει».
«Η βιασύνη θα σε φάει. Στο έχω πει τόσες φορές. Πες κι ένα: δεν πειράζει κι άσε το θέμα να κυλήσει από μόνο του».
«Δαγκώνω το στυλό, μουτζουρώνω τις σελίδες και τσακώνομαι με τη γυναίκα όταν κάνει θόρυβο».
«Έτσι είναι αυτά! Γιατί όμως δυσκολεύεις τη ζωή σου;»
«Τι θες να πεις;»
«Θέλω να πω… δικό σου βιβλίο είναι… γράψε ό,τι γουστάρεις».
«Εσύ… πώς τα περνάς;»
«Δύσκολα, μα δεν πειράζει. Πότε με το καλό λες να το τυπώσεις;»
«Έχει μπόλικη δουλειά ακόμη. Άμα το τελειώσω θα ψάξω να βρω κάποιον που να θέλει να το τυπώσει, αλλιώς θα το πληρώσω μόνος μου, αν αντέχει βέβαια η τσέπη μου».
«Δεν πειράζει!».
«Πάλι δεν πειράζει;»
«Ναι… δεν πειράζει. Αν δεν το τυπώσεις άφησέ το στο συρτάρι».
«Τόση δουλειά και δεν πειράζει;»
«Ναι ρε, δεν πειράζει! Αν τη βρίσκεις όσο καιρό το γράφεις, ο χρόνος σου δεν θα έχει πάει στράφι. Κάτι θα έχεις μάθει, κάτι θα μείνει. Θα έχεις κάνει ένα ωραίο ταξίδι, οπότε…».
Ήμασταν χρόνια φίλοι με τον Θωμά. Τραβήξαμε ζόρια μαζί κ�� αυτό μας έδεσε ακόμη περισσότερο. Αυτά τα ζόρια όμως που τράβαγα τώρα με την καινούρια ιδιότητα του συγγραφέα δεν περιγράφονταν. Ζήτησα βοήθεια από τον Θωμά καθώς εκείνος διέθετε ένα μεγάλο αφηγηματικό οπλοστάσιο και πίστευα πως θα με βοηθούσε να «πάρω μπροστά». Κάποιες από τις ιστορίες που είχε διηγηθεί κατά καιρούς έμοιαζαν απίστευτες, ενώ άλλες ήταν πιο κοντά στην πεζή καθημερινότητα. Γνώριζα τα «κουμπιά» του κι άρχισα να τα πατάω ένα-ένα. Ο Θωμάς είχε τα κυκλοθυμικά του όπως όλοι μας, αλλά ένα πράγμα δεν συγχωρούσε: την αμφισβήτηση.
«Ρώτα τη μάνα μου αν δεν με πιστεύεις. Θα σου δείξω και φωτογραφίες ρε όργιο», φώναζε κι ύστερα άρχιζε τις απειλές: «Μη μου ξαναπείς πως σου πουλάω φούμαρα, γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα! Έπειτα θα σε τρέχω στα νοσοκομεία για περιποίηση! Σ’ εσένα ρε κόπανε δεν λέω παραμύθια. Σε άλλους τα λέω! Κατάλαβες;»
Τύχαινε να γνωρίζω φυσικά τους δικούς του ανθρώπους, καθώς ήμασταν οικογενειακοί φίλοι, μα πάντοτε διατηρούσα επιφυλάξεις για ορισμένες από τις ιστορίες του.
«Είναι αλήθεια πως ο παππούς σου είχε μεταλλεία χρυσού στην Τουρκία;»
«Ναι ρε… είναι αλήθεια».
«Η μάνα σου γιατί δεν το έχει αναφέρει ποτέ;»
«Πονεμένη γυναίκα είναι και λιγομίλητη. Δεν της αρέσει να μιλά για τα παλιά… την πονάνε».
«Κι έφτασε άφραγκος στην Κρήτη;»
«Άφραγκος, ναι».
«Μα πώς γίνεται;»
«Οι καταστάσεις».
«Ποιες καταστάσεις μωρέ; Άμα έχεις λεφτά, τα παρατάς όλα και φεύγεις χωρίς να πάρεις μαζί σου μια δραχμή;»
«Ρε, εσύ… ξέρεις τι θα πει Μικρασιατική Καταστροφή; Τράβα πρώτα να διαβάσεις κι ύστερα κουβεντιάζουμε… Ποια λεφτά να σκεφθείς να πάρεις; Το κορμί σου παίρνεις και τρέχεις μαζί με τους δικούς σου όσο πιο γρήγορα μπορείς! Αν προλάβεις παίρνεις και τα φράγκα μαζί σου, αλλά αν γίνεις μακαρίτης, τα φράγκα, δεν τα χρειάζ��σαι… Ζητάς να μάθεις για τον παππού μου, αλλά πρώτα πρέπει να μπεις στη θέση του. Μουεζίνηδες πάνω στους μιναρέδες καλούσαν σε ιερό πόλεμο ενάντια στα άπιστα σκυλιά. Οι στρατιές του Κεμάλ επιτίθενται από παντού. Ο στρατός υποχωρεί διαλυμένος κι ο κόσμος τρέχει όπως-όπως να σωθεί. Μόνη διέξοδος το λιμάνι της Σμύρνης.
Ο παππούς ήταν προνοητικός άνθρωπος κι είχε φυλαγμένο ένα πουγκί με λίρες για περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Το πήρε λοιπόν μαζί του για να έχει σερμαγιά στην καινούρια πατρίδα. Μετά από πολλά βάσανα έφτασαν στο λιμάνι.
Οι ανατολικές συνοικίες της Σμύρνης είχαν τυλιχθεί στις φλόγες. Το ιππικό του Κεμάλ έσφαζε αδιακρίτως. Παντού ακούγονταν τουφεκιές. Στην προβλήτα στριμωξίδι, φωνές, ουρλιαχτά, βογγητά από τους τραυματίες. Τα συμμαχικά πλοία έλυσαν τους κάβους ενώ ο κόσμος παρακαλούσε για να σωθεί. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αρπαχτούν από τα σχοινιά. Μέσα σε αυτή την αναμπουμπούλα θα σκεφτόσουν το πουγκί με τις λίρες που σου έπεσε ή το πώς θα ανέβεις στο πλοίο για να σωθείς; Τη σκάλα τη σηκώνανε με σχοινιά. Η γιαγιά μου σκόνταψε κι ο παππούς μου πήγε κοντά της για να τη συγκρατήσει. Τότε το πουγκί γλίστρησε απ’ την τσέπη του και χάθηκε στα νερά. Υπήρξε όμως και δεύτερο πουγκί στην ιστορία της οικογένειας. Αυτό ήρθε με έμβασμα στον συμπέθερο και φαγώθηκε στην Κρήτη. Εννιά στόματα δεν ταΐζονται έτσι εύκολα!».
«Αυτός δεν έφυγε έξω;»
«Έστειλαν τον πρωτότοκο, τον Αγαθοκλή, στα ξένα, όπως το κάνανε πολλοί τότε. Τέχνη δεν ήξερε εκείνος κι έτσι δεν υπήρχαν πολλές επιλογές. Ανέβηκε στον Πειραιά κι από εκεί σαλπάρισε για το μεγάλο ταξίδι. Προορισμός του ήταν η Αργεντινή. Δούλεψε για πέντε χρόνια στα χωράφια κι έφτιαξε ένα γερό κομπόδεμα, μα σαν το είδε να εξανεμίζεται για τις ανάγκες της οικογένειας στην Ελλάδα, αποφάσισε να μείνει άλλα πέντε χρόνια μπας και κατάφερνε να φτιάξει κάτι για τον εαυτό του. Οι δουλειές στα καπνοχώραφα λιγοστέψανε τότε κι έτσι κίνησε για την Αμερική. Κατάφερε να επικοινωνήσει με το ελληνικό προξενείο στο Πίτσμπουργκ, όπου ζητούσαν εργάτες χειροδύναμους για να δουλέψουν στο σιδηρόδρομο. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Πήρε τα υπάρχοντά του και ξεκίνησε».
Η βοήθεια του Θωμά, με τις ιστορίες του, ήταν μεγάλη. Με ξεμπλόκαρε. Μου έδωσε μάλιστα και μια σειρά από πολύτιμα κειμήλια, ορισμένες φωτογραφίες, γράμματα και αποκόμματα εισιτηρίων.
Τα ταξίδια του κυρίου Αγαθοκλή, τα δύο χαμένα πουγκιά, τα συνταρακτι��ά ιστορικά γεγονότα εκείνης της εποχής, μα πάνω απ’ όλα το υλικό που μου έδωσε ο Θωμάς, έκαναν τη φαντασία μου να οργιάζει.
«Ποιος με πιάνει τώρα;» σκέφθηκα. «Έχω έτοιμη όλη την υπόθεση. Μόνο κάτι λεπτομέρειες είναι απαραίτητες: κείμενο, διάλογοι, έρευνα, κι αφού γραφτεί… γραμμή για το πιεστήριο! Αν… αν… θα το τυπώσω τη μέρα των γενεθλίων μου».  
Φόρμα παραγγελίας 
[contact-form]
Τιμή βιβλίου: τώρα 12,90 από 16,40
Αγορά με αντικαταβολή: κόστος αποστολής 3,00 (για το Νομό Χανίων), 4,00 (για Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Λασίθι), 5,00 (για την Ελλάδα, εκτός Κρήτης). [Ισχύει από 10/9/2018]
Αγορά με εξόφληση μέσω τράπεζας: κόστος αποστολής 2,00 ευρώ.
[Λογαριασμός κατάθεσης]
–Εθνική: 489/006615-04
και IBAN GR95 0110 4890 0000 4890 0661 504
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ Τηλέφωνο: 6983 091058 email: [email protected]
Γιώργος Ηλιάδης και Ζαχαρίας Κατσακός στην παρουσίαση του μυθιστορήματος “Τα δυο πουγκιά”, στο Ηράκλειο.
Τα δυο πουγκιά στο Βενεράτο. Γιώργος Ηλιάδης, Μαρίνος Σμπώκος, Βαγγέλης Μαραγκάκης.
Ο συγγραφέας Γιώργος Ηλιάδης
Η Μάνια Παπαδημητρίου στο πιάνο στην εκήλωση για την παρουσίαση του μυθιστορήματος του Γιώργου Ηλιάδη “Τα δυο πουγκιά”, στον πολυχώρο “Διέλευση” στην Κυψέλη.
  Το πρώτο πουγκί χάθηκε στη Σμύρνη- Γιώργος Ηλιάδης ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ) Από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη "Τα δυο πουγκιά" [...] Κάποια στιγμή λοιπόν, αφού έπεισα τον εαυτό μου πως κάθε εμπόδιο είναι για καλό, άρχισα να απολαμβάνω την ελευθερία που χάριζε το μυθιστόρημα, όπου πια δεν ίσχυε η θεατρική σύμβαση και ο περιορισμός του σκηνικού χώρου.
0 notes
christostsantis · 7 years ago
Text
Από “τα δυο πουγκιά”, στο “Μαγκάλι”…
Την Τετάρτη 20/12/2017, η παρουσίαση του μυθιστορήματος του Γιώργου Ηλιάδη “Το μαγκάλι”
Πολύκεντρο νεολαίας – Ηράκλειο, στις 7 το απόγευμα 
Video από την παρουσίαση του βιβλίου “Τα δυο πουγκιά”, στο Ηράκλειο
“Τα δυο πουγκιά” και “το Μαγκάλι”, τα μυθιστορήματα του Γιώργου Ηλιάδη, του συγγραφέα-ηθοποιού από το Ηράκλειο, συνδέονται στενά μεταξύ τους. Αποτελούν μέρη μίας διαδρομής, σαν σταθμοί παλιάς αμαξοστοιχίας φορτωμένοι αναμνήσεις και συναισθήματα. Η κατάδυση του Γιώργου στο δικό του δραματουργικό εργαστήρι, μας έδωσε τη δυνατότητα να το προσεγγίσουμε, να το γνωρίσουμε, αφού αναδύθηκε γεμάτο με εικόνες, διηγήσεις, μύθους και πραγματικά γεγονότα που διαδραματίζονται – σε μεγάλο βαθμό – στην Κρήτη, και κυρίως στο Ηράκλειο.
Για “το μαγκάλι“, θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε, μαζί με τον συγγραφέα και την Μαρία Κακουλάκη, στην εκδήλωση που θα γίνει στο Ηράκλειο, την Τετάρτη 20/12/2017, στις 7 το απόγευμα στο Πολύκεντρο Νεολαίας. Θα έχουμε εκεί την ευκαιρία να απολαύσουμε τον Γιώργο Ηλιάδη σε έναν εξαιρετικό θεατρικό μονόλογο που έχει προετοιμάσει, ένα μικρό ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών. Παράλληλα, θα έχουμε την ευκαιρία ένα μικρό video-αφιέρωμα, στο Ηράκλειο, στην αγαπημένη πατρίδα του συγγραφέα και πεδίο δράσης των ηρώων των βιβλίων του. Ας θυμηθούμε όμως απόψε, ένα μικρό τμήμα από τα θεατρικά δρώμενα που έλαβαν χώρα στην προηγούμενη εκδήλωση για το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη “Τα δυο πουγκιά”. 
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη, «Τα δυο πουγκιά» (Εκδόσεις Ραδάμανθυς) παρουσιάστηκε στις 23/1/2017, στο Πολύκεντρο Νεολαίας του Δήμου Ηρακλείου. Οι φίλοι του βιβλίου, που γέμισαν την αίθουσα, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν ζωντανά, σε δραματοποιημένη μορφή, σκηνές από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη. Τα δρώμενα παρουσίασαν ο Ζαχαρίας Κατσακός, ποιητής-κριτικός λογοτεχνίας-εκπαιδευτικός, και ο Γιώργος Ηλιάδης, συγγραφέας-ηθοποιός.
Το απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Ηλιάδη “Τα δυο πουγκιά”
Αυτός είναι ο Χρήστος…
[…] Η Νίκη με μια ομάδα σπουδαστών της καλών τεχνών μπαίνει στη γκαλερί κι ένας εξυπνάκιας σπουδαστής αρχίζει να ψέγει τους πίνακες του Χρήστου.
«Απαράδεκτος. Καμιά καλλιτεχνική αρτιότης. Δείχνει να μην γνωρίζει βασικούς κανόνες».
«Είναι όμως διαφορετικός», απάντησε η Νίκη.
«Μην ξεχνάς, οι καθηγητές μας… τούτο το χρώμα πλάι σε αυτό…» είπε ο νεαρός δείχνοντας κάποια σημεία του πίνακα, «το χαρακτηρίζουν τεράστιο σφάλμα. Τούτη δε την προοπτική… καλύτερα να μην τη σχολιάσω».
Ο Παπαδόπουλος, δίπλα, μίλαγε σ’ έναν επισκέπτη αναλύοντάς του τον πίνακα του Προμηθέα. Θύμωσε με την έπαρση του νεαρού και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Μην αντέχοντας άλλο τον αρνητισμό που εξέφραζε ο νεαρός, όρμησε σαν να τον είχαν θίξει προσωπικά.
«Άκουσε κάτι, νεαρέ. Κάτι που δεν θ’ ακούσεις στη σχολή, εκεί που βασιλεύουν τα ρητά των δασκάλων σας, οι κανόνες, οι έδρες και τα πρέπει: Η τέχνη δεν γνωρίζει όρια. Η τέχνη είναι στιγμή, διάθεση, άποψη, θέλω, φιλοσοφική ματιά, στόχος, κοσμοθεωρία. Έχετε ακούσει γι’ αυτό που λέγεται ψυχή, ψάξιμο, σπάσιμο της φόρμας, ξεγύμνωμα του καλλιτέχνη, ένταξή του σ’ έναν σκοπό;
Ο καλλιτέχνης αυτός, δεν σπούδασε όπως εσείς, ακαδημαϊκά, είχε όμως την εξαιρετική τύχη να σπουδάσει στο σχολείο της ζωής, του αγώνα για την ελευθερία, της εξορίας. Έζησε δύσκολες εποχές, που χαρακτηρίζονταν από συντροφικότητα, μίσος, αφανισμό, πόνο, λύτρωση. Το έργο του δεν διαθέτει τις τεχνικές αρετές που θέτουν σαν προαπαιτούμενο οι καθηγητές στη σχολή σας. Δεν τις χρειάζεται γιατί διαθέτει τη μέγιστη αρετή. Διαθέτει ψυχή. Είναι όλος ΨΥΧΗ! Όλη του η δουλειά εξελίχθηκε μέσα απ’ την αναζήτηση, τη σύγκρουση, τον πυρετό, την κατάθεση του Είναι του πάνω στον άψυχο καμβά! Δεν έβαλε εκεί τα σύννεφα με το πινέλο και το χρώμα ούτε τα χαράμισε για να καλύψει το βάθος μιας προοπτικής. Ανέβηκε σ’ ένα από αυτά, στο πιο άγριο, κι αφού το εξημέρωσε, τ’ οδήγησε με στιβαρό χέρι ψηλά και πήγε και κρέμασε τα υπόλοιπα σύννεφα, ακριβώς όπως ο ίδιος θέλησε. Όταν χρειάστηκε, σταμάτησε την ορμή του αέρα, πολέμησε ενάντια στη  φύση όσο κι αν τη φοβήθηκε. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ξεπερνά τους φόβους του! Μπήκε στον κορμό του δέντρου. Μεγάλωσε μαζί του. Ρούφηξε, άπληστα, το νερό της βροχής. Άκουσε τους μυριάδες κρότους που απαιτούνται για να θεριέψει ένα δέντρο, για να δώσει κλωνάρια, να δώσει σκιά. Έσκαψε τη γη και κατέβηκε κάτω απ’ το χώμα κι ακολούθησε τις ρίζες που αναζητούσαν δρόμους για να βρουν στηρίγματα. Έτσι έφτιαξε αυτό το τοπίο. Μέσα στο καράβι αυτό κινδύνεψε, τράβηξε τα σχοινιά για να ελευθερωθούν τα πανιά, που δεν άνοιγ��ν γιατί φυσούσαν θεοί και δαίμονες και τα στοιχεία της φύσης. Σε τούτη εδώ την τριλογία: Προμηθέας-Σίσυφος-Ηρακλής, πήγε στον Καύκασο, είδε από κοντά τον Ήφαιστο με τα τεράστια σφυριά του να καρφώνει στο βράχο, μ’ εντολή του Δία, τον Τιτάνα που έδωσε τη φωτιά στο ανθρώπινο είδος. Το αίμα του ευεργέτη του ανθρώπινου γένους πετάχτηκε στο πρόσωπό του καλλιτέχνη, τύφλωσε τα μάτια του. Οι επόμενες σφυριές πάνω στα καρφιά έλουσαν με αίμα όλο του το σώμα. Προσπάθησε, αν κι ήξερε πως ήταν μάταιο, να διώξει τον αητό που ξέσκιζε τις σάρκες του Προμηθέα. Μοιράστηκε μαζί του το λιγοστό νερό, τις λίγες στάλες που είχε σ’ ένα ασκί, αψήφησε την τιμωρία που του ετοίμασε ο Δίας. Ήταν εκεί τη στιγμή που οι θεοί έδωσαν στον Σίσυφο το βράχο και τον διέταξαν να τον ανεβάζει στην πλαγιά κι ύστερα να τον ξανανεβάζει. Τα χέρια του δεν είχαν πια σάρκες. Έσπρωχνε το βράχο με τα αιματωμένα του κόκαλα που είχαν ξεγυμνωθεί τελείως, κι έπρεπε να σπρώξει και πάλι και πάλι, χωρίς να υπάρχει έλεος, χωρίς να υπάρχει τέλος. Έκλαψε μαζί με τον Ηρακλή όταν η θεϊκή μανία έκανε τον ημίθεο να σκοτώσει τα παιδιά του. Τον κοίταξε κατάματα ξέροντας πως τούτος ο πόνος δεν θα γιατρευόταν ποτέ, γιατί δεν υπάρχει γιατρειά όταν πεθάνουν τα παιδιά σου, όταν πεθάνουν από το ίδιο σου το χέρι. Σε τούτον εδώ τον πίνακα του Ισπανικού εμφυ-λίου, μπήκε ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και στους Φασίστες με κίνδυνο της ζωής του. Ζήτησε ανακωχή και τους μίλησε. Ρώτησε: γιατί υπάρχει ο πόλεμος; Γιατί γίνονται όλα αυτά; Ποιος ωφελείται; Τον ήλιο, σε αυτόν εδώ τον πίνακα, τον έφτιαξε με τα χέρια του που τα έχωσε βαθιά μέσα στα καυτά του υλικά. Τα χέρια του έλιωσαν από τις φοβερές θερμοκρασίες, μα τα γιάτρεψε και τα ξαναέβαλε στην πυρακτωμένη μάζα επανειλημμένα, γιατί είδε τον ήλιο του να έχει μια μικρή ατέλεια, ασήμαντη για άλλους, μα σημαντική για τον ίδιον κι έπρεπε να τη διορθώσει, γιατί στην ψυχή του μεγάλου καλλιτέχνη δεν χωρούν ημίμετρα, κανόνες, θέσφατα και συμβιβασμοί. Χωρά μόνο το τέλειο, όπως κι αν εκφραστεί. Τα χέρια του λιώσανε, εξαϋλώθηκαν, μα εκείνος γέλαγε βαθιά μέσα από  την ψυχή του, αφού βεβαιώθηκε πως ο δικός του ήλιος θα έμενε για πάντα καρφωμένος στο δικό του στερέωμα, στο δικό του κόσμο, στο δικό του πίνακα! Αυτός είναι ο Χρήστος!».
Συμπληρώστε τη φόρμα επικοινωνίας για να προμηθ��υτείτε τα βιβλία του Γιώργου Ηλιάδη ή καλέστε στο 6983 091 058 
Δωρεάν αποστολή και δωρεάν αντικαταβολή σε Ελλάδα και Κύπρο 
[contact-form]
Τιμές βιβλίων:
Τα δυο πουγκιά: τώρα 14,90 – από 18,00
Το μαγκάλι: τώρα 15,60 – από 17,90
Öèôðîâàÿ ðåïðîäóêöèÿ íàõîäèòñÿ â èíòåðíåò-ìóçåå gallerix.ru
Τα δυο πουγκιά στο Βενεράτο. Γιώργος Ηλιάδης, Μαρίνος Σμπώκος, Βαγγέλης Μαραγκάκης.
Γιώργος Ηλιάδης και Μαρίνος Σμπώκος
Ο Γιώργος Ηλιάδης στην παρουσίαση του μυθιστορήματος “Τα δυο πουγκιά” στο Πολύκεντρο Νεολαίας του Δήμου Ηρακλείου
Γιώργος Ηλιάδης και Ζαχαρίας Κατσακός στην παρουσίαση του μυθιστορήματος “Τα δυο πουγκιά”, στο Ηράκλειο.
  Video – Θεατρικά δρώμενα για “τα δυο πουγκιά”, του Γιώργου Ηλιάδη Από "τα δυο πουγκιά", στο "Μαγκάλι"... Την Τετάρτη 20/12/2017, η παρουσίαση του μυθιστορήματος του Γιώργου Ηλιάδη "Το μαγκάλι"
0 notes
christostsantis · 7 years ago
Text
Γιώργος Ηλιάδης: Κοίταξα στα μάτια κάτι που φοβόμουν να δω σαράντα τρία χρόνια
Γιώργος Ηλιάδης: Κοίταξα στα μάτια κάτι που φοβόμουν να δω σαράντα τρία χρόνια
“Τα συναισθηματικά αρχεία της μνήμης είναι όμορφα μα κρύβουν οδύνη” Μία συζήτηση με τον Γιώργο Ηλιάδη, με αφορμή την έκδοση του δεύτερου βιβλίου του από τις  Εκδόσεις Ραδάμανθυς
“Το μαγκάλι” ξεκινά με τις μαγικές στιγμές που όλοι λίγο-πολύ έχουμε ζήσει κοντά στο τζάκι, ακούγοντας παραμύθια από αγαπημένα πρόσωπα που έφτιαξαν το ονειρικό τμήμα του ΕΙΝΑΙ μας, και αυτό μας βοηθά να σταθούμε στα…
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 7 years ago
Text
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη “ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΥΓΚΙΑ” (Εκδόσεις Ραδάμανθυς)
Χρόνος: Γερμανική Κατοχή
Τόπος: Δαφνές – Βενεράτο -Ηράκλειο Κρήτης 
Ο συγγραφέας Γιώργος Ηλιάδης
Ο Αγαθοκλής μπήκε με τον ηρωικό του γάιδαρο φορτωμένο γυαλικά στο χωριό Δαφνές. Ο αγώνας για την επιβίωση συνεχιζόταν αλλά το αντίτιμο που ζητούσε τώρα για τα προϊόντα του δεν ήταν χρήματα. Τόνοι από πληθωριστικά χαρτονομίσματα πετιόνταν καθημερινά σε σκουπιδότοπους ή στη θάλασσα και «ψαρεύονταν» από τα παιδιά για να τα χρησιμοποιήσουν στα παιχνίδια τους.
«Δυο πιάτα θέλω».
«Ρηχά;»
«Όχι. Για σούπα».
«Δέκα αυγά θα μου δώσεις».
«Οχτώ έχω μόνο».
«Καλά… πάρε τα πιάτα να κάμεις τη δουλειά σου και μου χρωστάς δύο αυγά, την επόμενη φορά».
«Εντάξει!».
«Εγώ θέλω μια καράφα».
«Έσπασε αυτή που είχες αγοράσει την προηγούμενη εβδομάδα;»
«Εγώ την έσπασα στο κεφάλι του αχαΐρευτου».
«Τι σου έκανε;»
«Πράμα! Όχι μόνο δεν μου κάνει πράμα γιατί εγέρασε και δεν μπορεί… μα δεν κάνει πράμα και για το σπίτι… όλη μέρα πίνει ρακές στο σπίτι του γείτονα και στο καφενείο. Ούτε χόρτα για τα οζά πάει να βρει ούτε στο σπίτι με βοηθά… τρία κοπέλια έχουμε να ταΐσουμε κι ο αδερφός μου βαρέθηκε μπλιο να ταΐζει την οικογένεια του ανεπρόκοπου».
«Τρεις οκάδες στάρι να μου δώσεις».
«Στάσου να πάω στον αδελφό μου να σου φέρω».
«Εμένα δώσε μου τρία τσαπράζια[1]», φώναξε κάποιος άλλος.
«Δώσε μου μια οκά ρακή».
«Ακριβά μου φαίνεται πως τα πουλάς».
«Άμα σου φαίνεται ακριβά να πας μέχρι το Ηράκλειο να τα αγοράσεις από κει, να μάθεις και πόσο κάνουνε».
«Καλά-καλά, στάσου να σου φέρω».
Αντάλλαζε, τσακωνόταν, θύμωνε, μα ήταν – με τα μέτρα του εμπορίου – δίκαιος. Δεν ήθελε να χάσουν οι πελάτες, μα μήτε να χάσει κι εκείνος.
Ένας παλιός του πελάτης τον πλησίασε και κάτι του είπε σιγανά στο αυτί.
«Αλήθεια μωρέ;»
«Να! Στο σταυρό που σου κάνω… 25 του Μάρτη τα χαράματα!».
«Μπράβο μωρέ Σταυρή. Μπράβο! Αυτό κι αν είναι νέο. Στάσου μια στιγμή να βάλω μια ρακή να πιούμε στην υγειά των παλικαριών».
Ήθελε βέβαια να πιει κι άλλες στο άκουσμα του νέου, μα δεν ήταν η κατάλληλη ώρα, γιατί όταν κάνεις εμπόριο πρέπει να έχεις την κεφαλή καθαρή για να μη μπερδεύεις τις ισοτιμίες.
«Εις υγείαν των παλικαριών», φώναζε κι ύστερα ήπιε μια καλή γουλιά από το παγουράκι με τη ρακή. Έπειτα το έδωσε στον Σταυρή για να πιεί κι εκείνος.
Στο έβγα του χωριού βρήκε ένα χωράφι με παχύ χορτάρι κι αφού έλυσε το χαλινάρι του γαϊδάρου, τον άφησε να βοσκήσει. Ο Αγαθοκλής έβγαλε από τη τσέπη το τσαπράζι κι άρχισε να ψάχνει στα χόρτα για χοχλιούς. Ευφάνταστος όπως πάντα έπιασε κουβέντα μαζί τους.
ΗΡΑΚΛΕΙΟ – πλατεία Βαλιδέ Τζαμί – NELLY’S 1927
«Α μωρέ… εσείς είστε ωραίος μεζές. Καθίστε να σας πιάσω, να σας πάω στην Καλλιόπη που έχει τη συνταγή να σας κάνει μπουμπουριστούς. Επ! Πού πάτε εσείς; Να ξεφύγετε θέλετε; Μπρος, ελάτε εδώ να κάνετε την τελευταία κουβέντα με τα ξαδέλφια σας… κακομοίρηδες! Θα σας ψήσει η γυναίκα μου μέσα στο λάδι και στο ξύδι κι ύστερα θα πάτε γραμμή στην κοιλιά μου… ό,τι προλάβετε να κουβεντιάσετε τώρα… τα υπόλοιπα θα τα πείτε όταν συναντηθείτε στον Άγιο Πέτρο».
Ο γάιδαρος μασούλαγε, μα ο Αγαθοκλής ήθελε να του ανοίξει κουβέντα.
«Στεφανώσανε μωρέ το μνημείο του αγνώστου στρατιώτη στο κέντρο του Ηρακλείου!».
«Σκοτώσανε κανένα Γερμανό;»
«Όχι μωρέ!».
«Σιγά τα δύσκολα! Σ’ εμένα αφήνουνε τη δύσκολη δουλειά», είπε ο γάιδαρος και γύρισε το κεφάλι για να «τιμήσει» ένα γαϊδουράγκαθο».
Περάσανε λίγες μέρες κι ο Αγαθοκλής φαινόταν σαν να βουλιάζει όλο και πιο πολύ μέσα σε σκέψεις μα δεν μιλούσε.
Ο γάιδαρος προσπαθούσε να καταλάβει, αλλά δίσταζε να τον ρωτήσει για να μην τον αρχίσει το αφεντικό του στα «χάδια» με τη χαχαλόβεργα[2]. Κάποια στιγμή ��ποφάσισε να τον ρωτήσει: «Αφεντικό, πες μου τι σε βασανίζει».
«Αυτά δεν είναι δικιά σου δουλειά. Άμα βρω άκρη όμως, θα την ανακοινώσω στους συγχωριανούς, οπότε θα τη μάθεις κι εσύ. Πού θα μου πάει; Δέκα ολόκληρα χρόνια έκανα μετανάστης. Είδα κι έμαθα πολλά… Θα το λύσω το πρόβλημα σιγά-σιγά… ο ζόρες θα είναι πώς θα το ανακοινώσω», έλεγε τις σκέψεις του φωναχτά, χωρίς να μπορεί κανένας να καταλάβει τι εννοούσε όσο μονο-λογούσε.
«Λες μωρέ;» αναρωτήθηκε σε μια στιγμή κι αστράψαν τα μάτια του.
Αυτή τη φορά επέστρεψε στο σπίτι του πιο γρήγορα απ’ ότι το συνήθιζε και η γυναίκα του παραξενεύτηκε.
«Καλώς ήρθες Αγαθοκλή. Να σου βάλω κάτι να φας;»
«Δεν πεινώ Καλλιόπη, μα μια ρακή θα την πιώ. Μπορεί και δυο! Ξεκρέμασε όμως το κουστούμι που φόραγα στο γάμο. Έχω κάπου να πάω».
«Πού θα πας και θέλεις τέτοια επισημότητα;»
«Στο καφενείο γυναίκα!».
«Μα στο καφενείο πηγαίνεις πάντα με τα ρούχα της δουλειάς».
«Ναι, αλλά σήμερα πρέπει να πάω με κουστούμι… και να έχω πιεί μπόλικες ρακές, για να πάρω θάρρος».
«Ήντα θάρρος θέλεις να πάρεις; Κοινοτάρχης θα γίνεις;»
«Όχι γυναίκα. Είναι πιο σοβαρό το θέμα».
«Κι εμένα δεν θα μου πεις;»
«Όχι ακόμα. Αυτά είναι αντρικές δουλειές. Οι γυναίκες τα μαθαίνουν αργότερα».
«Καλά άντρα μου. Εσύ ξέρεις πιο καλά! Δεν θα πας να τσακωθείς με κανέναν να έχουμε τραβαγιές[3];»
«Με κανέναν δεν πρόκειται να τσακωθώ. Πρόκειται για την πατρίδα».
«Θα βγεις στο βουνό;»
«Όχι μωρέ γυναίκα».
«Ε, τότε να σου σιδερώσω το κουστούμι, να είναι και πιο επίσημο. Πάω να φτιάξω κάρβουνα για να τα βάλω στο σίδερο».
«Μην αργήσεις. Θέλω να είμαι στην ώρα μου. Να τους βρω όλους μαζεμένους».
Ο Αγαθοκλής πήγε στο αχούρι και ξέχωσε το πακέτο με τα τσιγάρα. Απόψε χρειαζόταν να το έχει μαζί του, γιατί η βραδιά ήταν δύσκολη κι είχε ανάγκη όλη την ψυχολογική υποστήριξη που μπορούσε να εξασφαλίσει».
[1] Πριονωτά μαχαίρια.
[2] Χαχαλόβεργα ή διχαλόβεργα είναι μια χονδρή βέργα με ένα δίχαλο στη μια άκρη της, με το οποίο υποβαστάζουν το φορτίο του ζώου από τη μια πλευρά μέχρι να το φορτώσουν κι απ’ την άλλη.
[3] Φασαρίες, καυγάδες.
Στο καφενείο
Γιώργος Ηλιάδης – Τα δυο πουγκιά
Στο καφενείο οι χωριανοί μαζεύονταν καθημερινά και μιλούσαν για διάφορα. Εκεί πήγαιναν για να παίξουν τάβλι, να βρουν παρ��α, να πιούν, να μιλήσουνε για την κατοχή και για την καθημερινότητα, μα και για να κλείσουν συμφωνίες, να βρουν καινούριους τρόπους να ποτίσουν τα χωράφια, ν’ αποφασίσουν για τις δωρεές στην εκκλησία, να βρουν τον τρόπο να επισκευάσουν το σχολείο που είχε βομβαρδιστεί πριν από μήνες. Συνήθως τα πράγματα ήταν ήρεμα, αλλά κάποιες φορές τα πνεύματα οξύνονταν και γίνονταν τσακωμοί, που πολλές φορές ήταν τόσο μεγάλης έντασης που έπεφταν αρκετά κοσμητικά επίθετα μαζί με σπρωξίδια, μπουνιές και κλωτσοπατινάδες. Καυγάδες που για να σταματήσουν έπρεπε να επέμβει όλο το καφενείο κι αν αυτό δεν ήταν αρκετό, ο καφετζής έσβηνε τη λάμπα. Ανάμεσα στους θαμώνες βρισκόταν φυσικά και ο τοπικός ρουφιάνος, που άκουγε, μάθαινε κι ύστερα περνούσε απ’ το γραφείο του διοικητή για να ενημερώσει.
Ο Αγαθοκλής ανήκε στη συνομοταξία: ακούω και σημειώνω! Τα αυτιά του δεν τον βοηθούσανε. Άκουγε και σημείωνε γιατί κάθε φορά που έπιανε μια λέξη προσπαθούσε να φτιάξει μια πρόταση που να βγάζει κάποιο νόημα, μα αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο. Φαντάζεται κανείς τι νόημα μπορούσε να βγει όταν η συζήτηση που άκουγε ξεκινούσε με τη φράση: η πατρίδα πρέπει να απελευθερωθεί, συνεχιζόταν με την πρόταση: πόσο κωλόφαρδος είσαι και φέρνεις συνέχεια εξάρες; για να εξελιχθεί σε: αύριο πρέπει να πάω στο διπλανό χωριό για να μάθω τι είδους προξενιά είναι αυτά που ετοιμάζουν για την κόρη μου, ώσπου να πάρει φωτιά η συζήτηση με τη φράση: άσε κάτω το Ρήγα Καρό… στραβός δεν είμαι, μα ούτε και βλάκας… τον πέταξες πριν από δυο στροφές… ή φτου σου ρε κωλόζαρο! Γαμώ την τύχη μου την πουτάνα.. πάλι έφερε αυτό που ήθελε.
«Πρέπει να ξέρεις… τα ζάρια τα ρίχνουνε με μαστοριά.. δεν τα καταχτυπούνε μέχρι να κάνουν εμετό, όπως τα βαράς ελόγου σου!».
Στο τραπέζι ο χωριανός έδειχνε τα χαρτιά του στους υπόλοιπους παίχτες, ανακοινώνοντας πως ο διπλανός του έριξε το σωστό φύλλο και οι άλλοι τέσσερις τον φιλοδωρούσαν με ανοιχτές τις παλάμες! Αυτός έπαιρνε πάντα τουλάχιστον τις μισές παρτίδες. Παίχτης με εμπειρία κι είχε θητεύσει σε λέσχες του Ηρακλείου όπου παίζονταν μεγάλα ποσά. Είχε μάθει το «καπάκι» και το «φτιάξιμο» της τράπουλας, τα οποία είχε μετατρέψει σε υψηλή τέχνη. Στο χωριό βέβαια δεν έπαιζαν για λεφτά αλλά με κεράσματα, μα και πάλι δεν του άρεσε να χάνει. Είναι θέμα φιλοσοφίας!
«Μωρέ θαρρώ πως κλέβεις».
«Θα φωνάξω τον παπά να μου κάνει ευχέλαιο, μπας κι αλλάξει η ρημάδα η τύχη μου. Τρείς βδομάδες έχω να σταυρώσω παρτίδα!».
«Αυτή την τέχνη τη σπούδασα στη Μικρασιατική Εκστρατεία από έναν λοχία που ήταν αετός κι έμαθε ολόκληρη τη διμοιρία για να τον θυμούνται όλοι. Έτσι έλεγε. Τα όπλα τα βαριόταν. Τα χαρτιά όμως ήταν άλλο θέμα».
Λίγο πιο πέρα ο δάσκαλος είχε μαζέψει τρεις άλλους και τους μιλούσε για εθνεγερσία. Ο καφετζής άκουγε, μίλαγε, έφερνε, μάζευε και κάθε τόσο άνοιγε την πόρτα για να φύγει το ντουμάνι από το μαγαζί.
«Καλώς τον Αγαθοκλή. Μερακλωμένο σε βλέπω… κι επίσημα ντυμένο. Τι έγινε; Ετοιμάζεις καμιά κουμπαριά;»
Κάθισε πλάι στο δάσκαλο και κοίταξε καλά-καλά όλο το μαγαζί. Ο δάσκαλος συνέχιζε να μιλά περί εθνεγερσίας. Ο τοπικός ρουφιάνος κοιμόταν όρθιος ή παρίστανε πως κοιμόταν και ο Αγαθοκλής βρήκε την ευκαιρία και το θάρρος να κάνει πράξη την ιδέα του.
«Ακούσατε χωριανοί τι έκαναν τα παλικάρια;» είπε δυνατά.
«Τα μάθαμε… αυτοί είναι άντρες!».
«Δύο ήτανε!».
«Ο ένας ήταν Επονίτης και ο άλλος χίτης».
«Δεν στα είπανε καλά. Και οι δύο χίτες ήταν… έτσι μου είπε ο κουμπάρος μου».
«Να πας να πεις του κουμπάρου σου να μη λέει μπούρδες. Δύο Επονίτες ήταν».
«Όποιοι και να το κάναν, Έλληνες ήταν. Κρητικοί… κι αφήστε το Δεξιός και Αριστερός, γιατί μετά τον πόλεμο, αν δεν βάλουμε μυαλό, θα έρθουν τα χειρότερα. Να το θυμάστε. Σας το λέει ο Γιάννης ο φουρνάρης».
«Έχει δίκιο», συν��χισε ο δάσκαλος, «η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη. Οι Σοβιετικοί γλυκοκοιτάζουν τους αριστερούς και οι Εγγλέζοι τους δεξιούς; Άσχημα ξεμπερδέματα θα έχουμε».
«Ήντα είναι κιονά το Σοβιετικοί;»
 «Οι Ρώσοι θέλει να πει».
«Και για δε λέει: Ρώσοι… να καταλαβαίνουμε;»
«Στρατή, το όνομα είναι λεπτομέρεια».
«Κι εμείς με ποιους θα πάμε;»
«Δεν ξέρω. Εγώ λέω πάντως να κάτσω στα αυγά μου, να έχω την ησυχία μου».
«Σίγουρα! Μωρέ κακομοίρη μου και να μη θέλεις να μπλεχτείς, οι καταστάσεις θα σε μπλέξουν».
«Λες;»
«Να μου το θυμηθείς».
«Αυτά είναι γι’ αργότερα… με αυτό το σατανά που μας εσκλάβωσε ήντα θα κάνουμε;»
«Να μπούμε στην Αντίσταση!».
«Μ’ ήντα θα πας να πολεμήσεις; Με την κατσούνα;[1]»
«Όλοι χρειάζονται. Αυτοί που μπορούνε, πολεμάνε με τ’ όπλο, κι αυτοί που δεν μπορούνε, κάνουν άλλες δουλειές, όπως στο στρατό».
«Στρατό και μάλιστα οργανωμένο είχαμε και το 1922 και μας πετσόκοψαν οι Τούρκοι».
«Ας είναι καλά οι Ρώσοι που τους υποστηρίζετε κιόλας. Αυτοί τους εξοπλίσανε τότε».
«Οι Ρώσοι έκαναν τη δική τους δουλειά».
«Δεν βλέπεις μωρέ πόσους στέλνουν στη μπούκα των κανονιών; Δεν τους ενδιαφέρει πόσους δικούς τους θα χάσουνε… θα σεβαστούνε την Ελλάδα;»
«Ήντα; Οι Αμερικάνοι και οι Εγγλέζοι τα ίδια δεν κάνουνε; Ήντα θαρρείς; Μετά τον πόλεμο θα μας αφήσουν ήσυχους;»
«Καλά τα λες!».
«Τα ίδια σκατά είναι κι οι δυο μπάντες. Να προσέχουμε μην τα πατήσουμε και βρωμέσουμε».
«Το να τα πατήσουμε δεν βλάπτει και τόσο! Μπας και μας βάλουνε στο βόθρο και φωνάζουμε βοήθεια!».
«Να βγούμε στο βουνό!».
«Ποιο βουνό μωρέ κακομοίρη που μόλις κάνεις πενήντα ζάλα[2], κάθεσαι όπου βρεις γιατί πονάνε τα πόδια σου από τ’ αρθριτικά!».
«Μπόρα είναι… θα περάσει! Εγώ λέω να κάτσουμε ήσυχα κι όποτε θέλει η χάρη της θα μας ελευθερώσει».
«Ποια χάρη και πράσινα άλογα; Αυτή μωρέ έχει να κάνει κι άλλες δουλειές. Εμάς θα ξανοίγει[3] όλη μέρα; Άμα δε βάλουμε το χέρι μας, μας βλέπω πολλά χρόνια υποδουλωμένους».
«Οι Αμερικανοί, είπε το ράδιο, ετοιμάζουν απόβαση».
«Εγώ άκουσα πως οι Ρώσοι πήρανε φαλάγγι τους Γερμανούς στο Στάλινγκραντ».
Ο Αγαθοκλής ένιωθε την έξαψη και το γενικό κλίμα, αλλά του ξέφευγαν κουβέντες, καθώς δεν άκουγε καλά. Τ’ αυτιά του δεν τον βοηθούσαν γιατί είχαν πάθει ζημιά από την έκρηξη δυναμίτη όταν δούλευε στις ράγες του τρένου στο Πίτσμπουργκ. Για να μην ανακοινώσει στα ξαφνικά την ιδέα που είχε, ιδέα με την οποία πίστευε πως θα κατάφερνε να σταματήσει ο πόλεμος, αποφάσισε να προετοιμάσει το έδαφος. Ήθελε να στρώσει το δρόμο πριν κάνει τη μεγάλη αποκάλυψη. Χάιδεψε πρώτα τη φαλάκρα του κι ύστερα πήρε δυο τζούρες απ’ το τσιγάρο και το πέταξε στο πάτωμα. Είχε δει κάποτε στον κινη-ματογράφο τον Έρολ Φλιν να κάνει το ίδιο σ’ ένα δραματικό έργο. Έπειτα τίναξε τη σκόνη από το πέτο του σακακιού, έφτιαξε πρόχειρα το σακάκι του, κουμπώθηκε και σηκώθηκε όρθιος…
[1] Ξύλινη ράβδος με γυρισμένη την άκρη. Βασικό εργαλείο των βοσκών για την καθοδήγηση των ζωών αλλά και για τη στήριξη των ��λικιωμένων.
[2] Βήματα.
[3] Κοιτάζει.
©Εκδόσεις Ραδάμανθυς, Γιώργος Ηλιάδης
Για παραγγελίες του βιβλίου συμπληρώστε τη φόρμα επικοινωνίας ή καλέστε στο 6983 091058
[contact-form]
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟ
Τιμή βιβλίου: 15,90 (περιέχει και το ΦΠΑ 6%)
«Τα δύο πουγκιά» είναι ένα κινηματογραφικό μυθιστόρημα με ολοζώντανους διαλόγους. Μια περιήγηση στη ζωή δύο οικογενειών που είδαν τις σχέσεις τους να δοκιμάζονται με φόντο το καμίνι των γεγονότων του 20ου αιώνα. Ο Γιώργος Ηλιάδης με τον δικό του ιδιαίτερο αλλά και πρωτότυπο αφηγηματικό λόγο, μας μεταφέρει μέσα στην καρδιά των ταξιδιών που περιγράφει, από τον Ατλαντικό Ωκεανό ως το Αιγαίο και από το μακρινό Μπουένος Άιρες έως το Βενεράτο και το Ηράκλειο της Κρήτης. Ο συγγραφέας ταξιδεύει στις θάλασσες της ψυχή μας. Με «όπλο» του τη σάτιρα, την αλληγορία και την ιδιαίτερη γραφή του, καταφέρνει να κεντρίσει τον αναγνώστη και να τον κάνει συνταξιδιώτη του αναζητώντας… τα δυο χαμένα πουγκιά.
Tumblr media
Γιώργος Ηλιάδης – Το μαγκάλι
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς και το δεύτερο μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη, “Το μαγκάλι”
Φωτογραφίες από τις εκδηλώσεις για την παρουσίαση του βιβλίου σε Ηράκλειο και Βενεράτο
Γιώργος Ηλιάδης και Μαρίνος Σμπώκος
Τα δυο πουγκιά στο Βενεράτο. Γιώργος Ηλιάδης, Μαρίνος Σμπώκος, Βαγγέλης Μαραγκάκης.
Ζαχαρίας Κατσακός (αριστερά) και Γιώργος Ηλιάδης
  “Τα δυο πουγκιά”, του Γιώργου Ηλιάδη, στην Κρήτη της Κατοχής Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη "ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΥΓΚΙΑ" (Εκδόσεις Ραδάμανθυς) Χρόνος: Γερμανική Κατοχή Τόπος: Δαφνές - Βενεράτο -Ηράκλειο Κρήτης 
0 notes
christostsantis · 7 years ago
Text
Η Μαρία της Αντίστασης στο Ηράκλειο της Κατοχής
Η Μαρία της Αντίστασης στο Ηράκλειο της Κατοχής
Tumblr media
Απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη “Τα δυο πουγκιά”, Εκδόσεις Ραδάμανθυς
…Μια νύχτα, στις 24 του Μάρτη έγινε η συνάντηση δυο καπεταναίων της Αντίστασης, κάπου στο βουνό. Μαζί τους είχαν από έναν έμπιστο νέο άντρα.
«Έφερα μαζί μου τον καλύτερό μου».
«Κι εγώ το ίδιο έκανα».
«Λοιπόν, να μη χρονοτριβούμε. Θα γίνουν…
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 8 years ago
Text
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη “Τα δυο πουγκιά”
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη, “Τα δυο πουγκιά”, καλύπτει χρονικά την περίοδο από τις αρχές του 20ου αιώνα, έως και τη δεκαετία του ’70 περίπου. Μεγάλο τμήμα του βιβλίου αφορά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση στην Κρήτη. Αποσπάσματα που έχουμε δημοσιεύσει κατά καιρούς, όπως ο σατιρικός διάλογος Χίτλερ-Γκαίρινγκ , το δραματικό “μνημόσυνο στο Μάλεμε”, αλλά και το σημερινό τμήμα του έργου, για τη Μάχη της Κρήτης, αποτελούν υλικό που μπορεί εύκολα να δραματοποιηθεί και να αξιοποιηθεί σε σχολεία και εκδηλώσεις σχετικές με τη Μάχη και την Αντίσταση στους Ναζί, όπως μπορεί να διαπιστώσει και ο αναγνώστης. 
Χρήστος Τσαντής
Γιώργος Ηλιάδης – Τα δυο πουγκιά, (Εκδόσεις Ραδάμανθυς)
…Ένα πρωινό του Μάη σκοτείνιασε ο ουρανός στην Κρήτη. Κάποιοι απ’ τους κατοίκους πίστεψαν πως θα ξεσπούσε μπόρα. Άλλοι φοβήθηκαν πως έρχονται ακρίδες που θα ρημάζαν τα σπαρτά, κι άλλοι, πιο καθησυχαστικοί, έλεγαν ότι πρόκειται για αποδημητικά πουλιά. Ορισμένοι θαύμαζαν τη μεγαλοπρέπεια με την οποία έπεφταν οι “ομπρέλες” από τον ουρανό κι είχαν πια σιγουρευτεί πως οι “ομπρέλες” ήταν που σκοτείνιασαν τον ήλιο.
«Ωραίο θέαμα», μονολογούσε κάποιος.
«Από πού λες να έρχονται;»
«Ποιος τις αμόλησε;»
«Μωρέ εσύ, βλέπω πως κουβαλούν ανθρώπους».
«Μουσαφιραίοι έρχονται γυναίκα! Φέρε τη ρακή να τους τρατάρουμε».
Μα σαν πλησίασαν περισσότερο οι “ομπρέλες”, κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν: «Αυτοί μωρέ έρχονται για να κάμουνε πόλεμο. Δε θωρείς τα ντουφέκια και τα αυτόματα που κουβαλούνε; Δεν είναι μουσαφιραίοι. Γυναίκα, άσε τη ρακή και πιάσε τη διχάλα που έχουμε για το σανό του γαϊδάρου. Μανωλιό, άμε καμάρι μου να φέρεις τον τσιφτέ[1] του μακαρίτη του παππού σου».
«Δουλεύει μωρέ πατέρα;»
«Φέρ’ τον πρώτα κι ύστερα βλέπουμε. Κάνε γρήγορα να προκάνουμε. Έλα επαέ… ξάμωσε[2] ψηλά και βάρα! Τονέ βλέπεις τον κερατά;»
«Ποιον απ’ όλους μωρέ πατέρα, πολλούς βλέπω να κατεβαίνουν».
«Βάρα μωρέ… κι όποιον πετύχεις».
«Μα δεν ξέρω μωρέ πατέρα να ξαμόνω… δεν μου έχεις δείξει».
«Φέρτο επαέ και ξάνοιξε[3] καλά. Μια φορά θα σου δείξω κι ύστερα ξάσου. Κοίτα μόνο να μην πάνε χαμένα τα φυσέκια γιατί δεν έχουμε πολλά. Διάλε[4] την τύχη μου και τ’ αρθριτικά! Ξαναπάρε τον τσιφτέ και τράβα αυτό το διάολο που το λένε σκαντάλη. Τράβα τη μωρέ γρήγορα, γιατί ετοιμάζεται να μας σκοτώσει ετούτος που έφτασε με την ομπρέλα. Μπράβο αντράκι μου! Αυτός επήγε στο διάολο. Βάρα τον άλλον που πλησιάζει. Πάει κι αυτός! Σίμωσε να σου δώσω ένα φιλί στο κούτελο… Γυναίκα, φέρε γρήγορα τη διχάλα, γιατί τελειώσανε τα φυσέκια… Ήντα διάολο να την κάνω που δεν μπορώ να την κρατήσω από τα αρθριτικά μου… Βάστα την εσύ κι εγώ θα διατάζω… Όρμα σε τούτονε».
«Πού να τονέ καρφώσω; Θα του την παίξω στο λαιμό για να τονέ ξεκάνω τον κερατά».
«Όχι μωρέ γυναίκα. Στα πισινά χτύπα, να τον πιάσουμε αιχμάλωτο και να τον ανακρίνουμε».
«Κουβέντες θες μωρέ με τον κερατά;»
«Όχι μωρέ γυναίκα… δεν θέλω κουβέντες… να τονέ ρωτήσω θέλω».
«Ήντα διάτανο θα τονέ ρωτήξεις;»
«Να μάθω θέλω… ήντα γυρεύει επαέ; Να γιαγίρει στην πατρίδα του, στη γυναίκα του και στα κοπέλια του, γιατί αυτό το μέρος δεν είναι δικό του».
«Άσε να του τη χώσω στο λαιμό για να ’μαι σίγουρη και πιάνουμε αιχμάλωτο τον επόμενο».
Στο διπλανό χωριό, ο κυρ Βαγγέλης πήγαινε την αίγα για βοσκή. Ογδοντάρης πια και τα μάτια του είχαν προ πολλού προδώσει την αποστολή τους. Ο γιατρός προσπάθησε να του φορέσει γυαλιά, μα αυτό στάθηκε αδύνατο.
«Εμένα μωρέ ο πατέρας μου επόθανε 110 χρονώ και μέχρι τα τελευταία πέρναγε με τη μία την κλωστή στη βελόνα κι απόκιας την έδινε στην αδελφή μου να του μπαλώνει τα σώβρακα. Δεν θα ντροπιάσω εγώ τη μνήμη του με τούτα τα γυαλικά που θες να βάλω».
Σκόνταφτε, μα δόξα τω Θεώ σηκωνόταν στα γρήγορα, ξεσκόνιζε τα ρούχα του κι έριχνε καμιά ματιά γύρω του μήπως τον είχε δει κανένας να πέφτει. Δύσκολα διέκρινε το ένα πράγμα από το άλλο, όμως καταλάβαινε στο περίπου τι έβλεπε. Καθώς έδενε λοιπόν την αίγα του, έκατσε σε μια πέτρα κι άφησε δίπλα τον τσιφτέ του που εκτελούσε χρέη μπαστούνας. Το όπλο, οι προγονοί του, το είχαν πάντα μαζί τους για να διώχνουν τους Τούρκους ή κανέναν κλέφτη.
Ο κυρ Βαγγέλης κουβαλούσε τον τσιφτέ από συνήθεια ή όπως έλεγε: «για να παίρνει αέρα το όπλο, να μην κάθεται μοναχό του στο σπίτι». Έβγαλε το τσακουμάκι κι άναψε το ένα από τα δυο τσιγάρα που ήταν κρυμμένα ��την τσέπη του γιλέκου του. Κάπνιζε κρυφά για να αποφεύγει τη γκρίνια της κόρης και της γυναίκας του. Δυο κάπνιζε άμα πήγαινε την αίγα για βοσκή και άλλα δυο το απόγευμα στο καφενείο.
Τότε, άμα μύριζε τσιγαρίλα, έριχνε το φταίξιμο στο ντουμάνι του καφενέ. Ήταν θρήσκος άνθρωπος κι όλο σταυροκοπιόταν, όταν δεν βλαστημούσε. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, συνήθιζε να σηκώνει το κεφάλι προς τον ουρανό και να προσεύχεται ευχαριστώντας τον Ύψιστο για τα χρόνια που του έδινε. Αυτό έκανε και τη στιγμή που έπεφταν οι Γερμανοί με τα αλεξίπτωτα. Είδε κάτι να πέφτει από τον ουρανό, μα δεν μπορούσε να διακρίνει καλά.
«Λες να είναι άγγελος;» αναρωτήθηκε. «Μπα! Για αετός μου φαίνεται. Α! Όλα κι όλα! Δε θα τον αφήσω εγώ να μου πάρει την αίγα. Θα τον πυροβολήσω», είπε κι αφού σιγουρεύτηκε πως ήταν αετός, του έριξε. Σύντομα όμως κατάλαβε πως ο ουρανός είχε γεμίσει αετούς. Έριχνε ο κυρ Βαγγέλης και οι «αετοί» σωριάζονταν στο χώμα ο ένας μετά τον άλλο. Αφού είδε πως οι αετοί πολλαπλασιάζονταν, άρχισε να τρέχει κατά το σπίτι.
«Μαριώ», φώναζε, «τρέχα γρήγορα στο αχούρι να σωθείς. Φώναξε και του Αγαθοκλή να βάλει κι αυτός στο αχούρι την προβατίνα και τις κότες. Αγαθοκλή…» ούρλιαζε, «κρύψε κακομοίρη μου τα οζά[5] να μην τ’ αρπάξουν οι αετοί».
«Ποιοι αετοί καημένε Βαγγέλη; Φυλάξου να μη σε βρουν οι σφαίρες», του φώναξε ο Αγαθοκλής.
Η γυναίκα του βγήκε με τον τσιφτέ στα χέρια και πήγε να πατήσει τη σκανδάλη, μα τ’ όπλο δε δούλευε. Ένας Γερμανός που είχε πέσει νωρίτερα, πλησίασε από τον αχυρώνα αλλά για κακή του τύχη, έφαγε δυο τσινιές[6] απ’ το γάιδαρο και ξαπλώθηκε κάτω. Το νέο έκανε γρήγορα το γύρο του νησιού και πολλοί υποστήριζαν πως αν το νησί διέθετε καμιά πενηνταριά γαϊδάρους σαν κι αυτόν, η Κρήτη δεν θα είχε υποδουλωθεί.
Αν οι Εγγλέζοι διοικητές και η ελληνική κυβέρνηση δεν είχαν δείξει εγκληματική αδιαφορία για την άμυνα του νησιού, η Κρήτη δύσκολα θα μπορούσε να πατηθεί από τους Γερμανούς, τουλάχιστον όχι μέσα στον Μάιο του 1941. Οι Άγγλοι δεν έδωσαν την αναγκαία σημασία στην άμυνα του νησιού, γι’ αυτό όταν οι Γερμανοί επιτεθήκανε με σχεδόν 1300 αεροπλάνα κάθε τύπου, εκείνοι είχαν να αντιπαρατάξουν καμμιά τριανταριά, από τα οποία τα μισά μόνο ήταν ικανά. Η ελληνική κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά, που ήταν καθήκον της να προστατέψει τα πάτρια εδάφη, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Από φόβο για τα δημοκρατικά αισθήματα των Κρητικών, οι οποίοι είχαν ορθώσει το ανάστημά τους απέναντι στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δεν διέθεσε ούτε ένα τουφέκι στους πολίτες που ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν κι έστειλε μακριά την 5η Μεραρχία Κρήτης η οποία διέθετε κοντά στους 10.000 εξοπλισμένους κι ετοιμοπόλεμους άνδρες. Έτσι, το νησί στάθηκε γυμνό από εφόδια και έμψυχο υλικό απέναντι στην γερμανική λαίλαπα.
Οι πολίτες έσπασαν σε κάποιες περιπτώσεις τις αποθήκες και πήραν οπλισμό, ενώ όσοι μπορούσαν βρήκαν πεπαλαιωμένα τουφέκια των προγόνων τους και αγωνιστήκανε. Μα δεν ήταν μόνο οι ντόπιοι που παλέψαν αχρηστεύοντας το φοβερό όπλο των αλεξιπτωτιστών. Ήταν οι χωροφύλακες, οι Ευέλπιδες, μα και Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, Κύπριοι, Εγγλέζοι, που στάθηκαν μαζί σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα…
©Γιώργος Ηλιάδης & Εκδόσεις Ραδάμανθυς
[1] Δίκαννο κυνηγετικό όπλο.
[2] Σημάδεψε.
[3] Κοίταξε.
[4] Επιφώνημα βρισιάς.
[5] Τα ζώα.
[6] Κλωτσιές.
Για παραγγελίες του βιβλίου συμπληρώστε τη φόρμα επικοινωνίας ή καλέστε στο 6983091058
[contact-form]
Τιμή βιβλίου σε προσφορά: 12,10 ευρώ (32% έκπτωση)
Και μόνο 2,90 συνολικά για έξοδα αποστολής-αντικαταβολής
Τα δυο πουγκιά στο Βενεράτο. Γιώργος Ηλιάδης, Μαρίνος Σμπώκος, Βαγγέλης Μαραγκάκης.
Η Μάνια Παπαδημητρίου στο πιάνο στην εκήλωση για την παρουσίαση του μυθιστορήματος του Γιώργου Ηλιάδη “Τα δυο πουγκιά”, στον πολυχώρο “Διέλευση” στην Κυψέλη.
Ζαχαρίας Κατσακός (αριστερά) και Γιώργος Ηλιάδης
Τα δυο πουγκιά – Γιώργος Ηλιάδης
Η Μάχη της Κρήτης Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη "Τα δυο πουγκιά" Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς Το μυθιστόρημα του …
0 notes
christostsantis · 8 years ago
Text
Τα δυο πουγκιά – απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη
Εκδόσεις Ραδάμανθυς
[…] Τα χρόνια του Αγαθοκλή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κύλησαν γρήγορα. Το πολυπόθητο κομπόδεμα ετοιμάστηκε κι έτσι αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα του επαναπατρισμού του. Αυτή τη φορά όμως θα συνόδευε ο ίδιος το πουγκί του. Σύμφωνα με όσα είχε πει ο πατέρας του στους χωριανούς, οι ντόπιοι πιστέψανε πως ο Αγαθοκλής θα επέστρεφε ζάμπλουτος κι έτοιμος να επενδύσει στην περιοχή για να μετατρέψει το Βενεράτο σε Μπουένος Άιρες, αν όχι σε Νέα Υόρκη! Διέδιδε μάλιστα πως θα έρθει φορτωμένος με τουλάχιστον πέντε τσουβάλια λίρες, με έξι κασόνια δολάρια και με εφτά μπαούλα δώρα… χώρια βέβαια οι υπηρέτες που θα τα κουβαλούσαν.
Ο Αγαθοκλής επέστρεψε κρατώντας μια βαλίτσα στο χέρι, που κουβαλούσε λεξικά, βιβλία, δυο αλλαξιές ρούχα, ένα κοστούμι και μια καρφίτσα με μαργαριτάρια την οποία είχε σκοπό να τη δωρίσει στη μέλλουσα σύζυγό του. Το πουγκί του το κουβαλούσε στην τσέπη και κάθε τόσο το ακούμπαγε για να είναι βέβαιος πως ήταν ακόμη στη θέση του.
Το ταξίδι της επιστροφής ήταν γεμάτο από ανυπομονησία και οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά. Όταν κάποια στιγμή εμφανίστηκε στην αυλόπορτα του πατρικού του σπιτιού, χάθηκε μέσα στις αγκαλιές των δικών του. Τα δάκρυα έτρεξαν σαν ποταμός από τα μάτια της μάνας. Τα μάτια των αδερφών του ήταν ορθάνοιχτα απ’ την προσδοκία και η ρακή έρεε άφθονη γιατί έφερε τρατάρισμα για την άφιξή του ένας κουμπάρος του πατέρα του, ο Σφουγγαρομανώλης με τ’ όνομα, που έφτιαχνε την καλύτερη ρακή στην περιφέρεια των πέντε χωριών. Ύστερα ήρθε η ώρα του απολογισμού.
«Αγαθοκλή», ξεκίνησε να λέει ο πατέρας του, «οι καιροί είναι δύσκολοι».
«Καταλαβαίνω πατέρα», απάντησε εκείνος και χωρίς δεύτερη κουβέντα απόθεσε το περιεχόμενο του πουγκιού πάνω στο τραπέζι κι άρχισε να το μοιράζει στα δυο. Τριανταμία χρυσές λίρες ήταν κι έτσι δεν γινόταν να τις μοιράσει με απόλυτη ακρίβεια. Ο γέρος βέβαια πήγε να τον διευκολύνει απλώνοντας το χέρι προς την αδέσποτη, μα ο Αγαθοκλής δεν του άφησε περιθώριο.
«Ασ’ την κάτω πατέρα. Είναι για την προξενήτρα του χωριού, για να μου βρει μια καλή νύφη. Περάσανε βλέπεις τα χρόνια και δεν είναι εύκολο τώρα να βρω μόνος μου μία. Φτάνει όσα φάγατε. Από εδώ και πέρα αφήστε με στην ησυχία μου. Τραβάτε κι εσείς στα ξένα να δουλέψτε για να κάνετε χαΐρι. Αν με ενοχλήσετε ξανά, θα αρπάξω το σκαπέτι[1] και θα σας ανοίξω την κεφαλή. Ουστ… να μου χαθείτε, κοπρόσκυλα! Αυτό μάνα, δεν το είπα για σένα, μα ήταν ανάγκη να κάνεις τόσα παιδιά;»
«Γιέ μου… τα παιδιά είναι ευλογία θεού».
«Αυτός τα ευλογεί, μα εγώ τα ταΐζω μέχρι τα σήμερα!».
Η αδέσποτη λίρα έκανε μια χαρά τη δουλειά της, γιατί ο Αγαθοκλής, αφού ρώτησε και έμαθε πως η τρέχουσα τιμή στα προξενιά ήταν μισή λίρα, την έταξε ολόκληρη στην προξενήτρα, για να του βρει την καλύτερη γυναίκα για σύζυγο. Η προξενήτρα όργωσε και τα πέντε χωριά της περιφέρειας. Μπήκε σε σπίτια, μίλησε με γονείς, έταξε ζωή χαρισάμενη. Υπήρχε και μια πιο «παλιοκαιρισμένη» απ’ τις άλλες, που οι δικοί της την παρουσιάσανε με μεγάλο δισταγμό λόγω της ηλικίας της.
Ο Αγαθοκλής την κοίταξε προσεκτικά και το αποφάσισε.
Ο γάμος συμφωνήθηκε να γίνει σ’ ένα μήνα για να ετοιμάσει η νύφη τα προυκιά που είχαν κιτρινίσει από την πολυκαιρία. Το ζευγάρι έφτιαξε το σπιτικό του, φτωχικό μεν, ευπρεπές δε… 
…Για ένα περίπου εξάμηνο έζησαν αρμονικά, ώσπου βγήκε ανακοίνωση: «Κηρύσσεται γενική επιστράτευση δια εθνικούς λόγους. Όλοι οι άνδρες ηλικίας έως πενήντα ετών να παρουσιαστούν στα τοπικά στρατολογικά γραφεία δια περαιτέρω ενημέρωσιν».
Η κυρά Καλλιόπη, η σύζυγος του Αγαθοκλή, λίγο πριν αναχωρήσει εκείνος για να πάρει μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία, του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος. Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1922. Ο Αγαθοκλής χάιδεψε στοργικά την κοιλιά της γυναίκας του κι αφού της είπε να προσέχει και να μην κάνει βαριές δουλειές, υποσχέθηκε πως θα επέστρεφε σύντομα σώος και αβλαβής…
©Εκδόσεις Ραδάμανθυς & Γιώργος Ηλιάδης
[1] Εργαλείο ιδανικό για σκάψιμο που το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα αμπελοχώραφα.
Για παραγγελίες του βιβλίου συμπληρώστε τη φόρμα ή καλέστε στο 6983091058
[contact-form]
Τιμή βιβλίου: 14,9 (περιέχει ΦΠΑ 6%)
Έξοδα αποστολής-αντικαταβολής: 3,5
Δωρεάν αποστολές για παραγγελίες αξίας άνω των 50 ευρώ
Γιώργος Ηλιάδης, Μαρίνος Σμπώκος.
Γιώργος Ηλιάδης, Χρήστος Τσαντής. (Φωτογραφία: Βαγγελιώ Καρακατσάνη)
Τα δυο πουγκιά στο Βενεράτο. Γιώργος Ηλιάδης, Μαρίνος Σμπώκος, Βαγγέλης Μαραγκάκης.
Τμήμα από το αμφιθέατρο του Γυμνάσιου στο Βενεράτο, πριν από την έναρξη της εκδήλωσης
Γιώργος Ηλιάδης και Μαρίνος Σμπώκος
Γιώργος Ηλιάδης και Χρήστος Τσαντής. Σκηνές από τα δρώμενα.
Γιώργος Ηλιάδης, μονόλογος. (Φωτογραφία: Βαγγελιώ Καρακατσάνη)
Γιώργος Ηλιάδης (αριστερά) και Ανδρέας Μαυραγάνης στην παρουσίαση του βιβλίου “Τα δυο πουγκιά”
Η Μάνια Παπαδημητρίου στο πιάνο στην εκήλωση για την παρουσίαση του μυθιστορήματος του Γιώργου Ηλιάδη “Τα δυο πουγκιά”, στον πολυχώρο “Διέλευση” στην Κυψέλη.
Ζαχαρίας Κατσακός (αριστερά) και Γιώργος Ηλιάδης
Επιστροφή στο Βενεράτο Τα δυο πουγκιά - απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη Εκδόσεις Ραδάμανθυς [...] Τα χρόνια του Αγαθοκλή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κύλησαν γρήγορα.
0 notes
christostsantis · 8 years ago
Text
Χιούμορ - θεατρικότητα - ευαισθησία
Χιούμορ – θεατρικότητα – ευαισθησία
Η Ελπίδα Γρηγοράκη, για το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη: “Τα δυο πουγκιά”, Εκδόσεις Ραδάμανθυς
“…Οι διάλογοι είναι ζωντανοί, άμεσοι, προωθούν την εξέλιξη της υπόθεσης και προσδίδουν στο κείμενο παραστατικότητα και θεατρικότητα. Στη θεατρικότητα συμβάλλουν και τα πολλά πρόσωπα. Οι εναλλαγές και οι περιπλανήσεις τους ανανεώνουν το ενδιαφέρον στον αναγνώστη και παραπέμπουν σε πράξεις και σκηνές.…
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 8 years ago
Text
Τα δυο πουγκιά, του Γιώργου Ηλιάδη, στο Βενεράτο
Τα δυο πουγκιά, του Γιώργου Ηλιάδη, στο Βενεράτο
Τόπος να δεις-Τρόπος να ζεις Θεατρικοί αυτοσχεδιασμοί, δρώμενα-εκπλήξεις, και το ταξίδι… συνεχίζεται
Μετά από τα Χανιά, τον Άγιο Νικόλαο, την Αθήνα και το Ηράκλειο, “Τα δυο πουγκιά” (Εκδόσεις Ραδάμανθυς) έκαναν στάση στο Βενεράτο, στον τόπο όπου διαδραματίζεται ένα τμήμα του μυθιστορήματος του Γιώργου Ηλιάδη.
Το αμφιθέατρο στο Γυμνάσιο του Βενεράτουαποτέλεσε το σκηνικό της επανασύνδεσης του…
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 8 years ago
Text
Τα δυο πουγκιά στο Βενεράτο
Τα δυο πουγκιά στο Βενεράτο
Παρουσίαση του μυθιστορήματος του Γιώργου Ηλιάδη Γυμνάσιο Βενεράτου – Αμφιθέατρο
Παρασκευή – 10 Φλεβάρη 2017, 7 το απόγευμα
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Βενεράτου «Απόλλων» και οι Εκδόσεις Ραδάμανθυς
παρουσιάζουν «Τα δυο πουγκιά».
 Θεατρικός Μονόλογος: Γιώργος Ηλιάδης
Μιλά για το βιβλίο ο Μαρίνος Σμπώκος
Αφήγηση: Ο συγγραφέας και ο Χρήστος Τσαντής
Προβολή βίντεο: Το Βενεράτο και «Τα Δυο Πουγκιά»,
βασ…
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 8 years ago
Text
Τα δυο πουγκιά - Θεατρικά δρώμενα
Τα δυο πουγκιά – Θεατρικά δρώμενα
Βίντεο από το δρώμενο που παρουσιάστηκε στην εκδήλωση-παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Ηλιάδη στο Ηράκλειο 
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη, “Τα δυο πουγκιά” (Εκδόσεις Ραδάμανθυς) παρουσιάστηκε στις 23/1/2017, στο Πολύκεντρο Νεολαίας του Δήμου Ηρακλείου. Οι φίλοι του βιβλίου, που γέμισαν την αίθουσα, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν ζωντανά, σε δραματοποιημένη μορφή, σκηνές από το…
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 8 years ago
Text
Τα δυο πουγκιά στο Ηράκλειο
Τα δυο πουγκιά στο Ηράκλειο
Πολύκεντρο Νεολαίας Δήμου Ηρακλείου (Ανδρόγεω 4) Δευτέρα, 23 Γενάρη 2017, στις 8 το απόγευμα
Οι Εκδόσεις Ραδάμανθυς παρουσιάζουν το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη «Τα δυο πουγκιά»
Θεατρικά δρώμενα και αφήγηση:
Ζαχαρίας Κατσακός, ποιητής-κριτικός λογοτεχνίας
Γιώργος Ηλιάδης, ηθοποιός-συγγραφέας
Μιλά για το βιβλίο ο Χρήστος Τσαντής, συγγραφέας-σύμβουλος ψυχικής υγείας
��ροβολή βίντεο, βασισμένο στα…
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 6 years ago
Text
Μπέλα Λιονάκη & Δημήτρης Ντρουμπογιάννης
ΔΕΥΤΕΡΑ 1η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019 ΣΤΟ ΚΑΜ, ΣΤΙΣ 21:00
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΙΣΟΔΟΣ
Tumblr media
Με μια μουσική πανδαισία υποδέχονται τον Απρίλη η Μπέλα Λιονάκη και ο Δημήτρης Ντρουμπογιάννης. Δύο σπουδαίοι μουσικοί ανταμώνουν και μας ταξιδεύουν στο έργο μεγάλων δημιουργών. Μια εκδήλωση-σταθμός της Άνοιξης, μια στάση πριν το καλοκαίρι, στο ΚΑΜ, με ελεύθερη είσοδο. Ακολουθεί το δελτίο τύπου:
Ο Δήμος Χανίων σε συνεργασία με την ΚΕΠΠΕΔΗΧ-ΚΑΜ σας προσκαλούν την Δευτέρα 1 Απριλίου 2019 και ώρα 21:00 ακριβώς στην κεντρική αίθουσα εκδηλώσεων του ΚΑΜ στο ρεσιτάλ πιάνου για 4 χέρια των διακεκριμένων σολίστ πιάνου Μπέλα Λιονάκη και Δημήτρη Ντρουμπογιάννη, σε μια συναυλία με τον γενικό τίτλο «4 χέρια αφηγούνται…».
Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μουσική ξενάγηση στην παγκόσμια πιανιστική εργογραφία για 4 χέρια όπου διαχρονικές αριστουργηματικές συνθέσεις της λόγιας μουσικής από τον 18ο αιώνα έως σήμερα -καταξιωμένων δημιουργών W. A. Mozart, Johannes Brahms, Dmitri Shostakovich, Aram Khachaturian κ.α- μαρτυρούν με γλαφυρότητα την μοναδικότητα του πιάνου να απελευθερώνει μουσικά χρησιμοποιώντας το εκφραστικό εύρος του, καθώς και το πλατύ φάσμα ηχοχρωμάτων που αναδύεται μέσα από τις καλλιτεχνικές και ερμηνευτικές απαιτήσεις των έργων κατά την προσέγγιση-ερμηνεία τους.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ
Δημήτρης Δαμασκηνός – Η ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη
Φωτογραφία στο εξώφυλλο, Άγγελος Ποθουλάκης: Έπαυλη της Βαρώνης Φον Σβαρτς, Χαλέπα, Χανιά.
Ευάγγελος Ρούσσος, Χρονογράφημα,
Το λεμονόσπιτο – Δέσποινα Τζιάκη
Παυλίνα Κουβαρδά – Κι εμείς ψάχνοντας τη σύνθεση ξεχαστήκαμε στο πεζοδρόμιο
Στο λευκό του βυθού -Λεωνίδας Κακάρογλου
Ο Πϋργος του Β΄- Σάκης Ροδίτης
Φωτογραφία εξώφυλλου: Αθηνά Γαλανάκη
Απομεινάρια φωτός – Αργυρώ Λουλαδάκη
Εικόνες: Αναστασία & Κωνσταντίνα Βενιεράκη
Γιώργος Κουτουλάκης, Ένα σεργιάνι
Κατερίνα Παπαδάκη, Ανεμώνες Αλκυόνη
Γιώργος Ηλιάδης – Το μαγκάλι
Ευάγγελος Ρούσσος, 49+10 ΧΑΪΚΟΥ
Ελένη Καβαζίδου – Νοηματική Γλώσσα
Ελευθερία Τσικαλά – Ο ήρωας της θάλασσας
Κώστας Βελούτσος – Οι άνθρωποι του Αυγούστου
Τα δυο πουγκιά – Γιώργος Ηλιάδης
Ανδρομάχη Χουρδάκη – Τα σκουλαρίκια της Περσεφόνης
Ειρηναίος Γαλανάκης – Επανάσταση των συνειδήσεων
Αντωνία Παπαδοπούλου, Άλμα (στο τετράγωνο)
Καθρεφτίσματα. Από τη Γερμανία και την ΕΣΣΔ του μεσοπολέμου, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα- Χρήστος Τσαντής
Θάλεια Φλεμετάκη – Απροσπέλαστο μονοπάτι του πόθου
Χαρίκλεια Ντερμανάκη – Ιστορίες που δεν ήθελαν να μεγαλώσουν
Συλλέκτης – Θεόδωρος Σίδερης. Φωτογραφία: Αθηνά Γαλανάκη
Μια σταγόνα δάκρυ – Μιχάλης Τζανάκης
3η έκδοση, Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της αναζήτησης – Χρήστος Τσαντής
4 χέρια αφηγούνται Μπέλα Λιονάκη & Δημήτρης Ντρουμπογιάννης ΔΕΥΤΕΡΑ 1η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019 ΣΤΟ ΚΑΜ, ΣΤΙΣ 21:00 ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΙΣΟΔΟΣ Με μια μουσική πανδαισία υποδέχονται τον Απρίλη η Μπέλα Λιονάκη και ο Δημήτρης Ντρουμπογιάννης.
0 notes
christostsantis · 5 years ago
Text
…Αυτό το θέσφατο βέβαια, το “Κάθε εμπόδιο για καλό”, σηκώνει κουβέντα, αφού σαν λαός είμαστε ανυπόμονοι και μάλλον το “Γοργόν και χάριν έχει”, θα έπρεπε να ‘ναι το έμβλημα μας, όμως δεν διαθέτει το βάθος και τη σοφία του “Κάθε εμπόδιο…”. Αυτό το αξεπέραστο ρητό ναι μεν ισχύει και χαροποιεί ιδιαιτέρως όταν με το καλό μπορέσουμε επιτέλους να υπερπηδήσουμε το εμπόδιο, πώς θα το καταφέρουμε όμως, είναι μία διαφορετική συζήτηση. Τότε και μόνο τότε – αφού το πηδήσουμε – θα νιώσουμε δυνατοί, έτοιμοι πια να υπερπηδήσουμε το επόμενο, ύστερα το μεθεπόμενο και πάει λέγοντας. Θα μπορούμε να πηδάμε εμπόδια εσαεί, γιατί η ζωή είναι γλυκιά, έχει τις χαρές της, μα έχει παράλληλα πολλές λύπες, δηλαδή παλούκια, δυσκολίες κι εμπόδια μικρά και μεγάλα… Γιώργος Ηλιάδης
Σαν εισαγωγή
Γιώργος Ηλιάδης – Ο Μπάμπης ο πλασιέ
ΤΟ ΚΑΛΟΦΤΙΑΓΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ είναι σαν ένα γευστικό μπουκάλι κόκκινο κρασί. Πίνοντάς το γουλιά-γουλιά, ελπίζεις ν’ αργήσει να τελειώσει, να ‘ναι το ταξίδι μακρύτερο. Για να δημιουργηθεί, απαραίτητη είναι η έμπνευση, μαζί με κάποιους κανόνες, όπως ακριβώς γίνεται με το κρασί. Απαιτείται υπομονή, καλή ποικιλία κλήματος, έδαφος με πλούσια στοιχεία, χρειάζεται καιρός να γίνει η ζύμωση του μούστου σε ξύλινο βαρέλι, σωστό κελάρι, με τις πρέπουσες θερμοκρασίες, για να αποκτήσει δύναμη και γεύση. Καταλυτική βέβαια είναι η πρόθεση του συγγραφέα, αφού ο καθένας έχει άλλα γούστα.
Ζύγισα τα πράγματα αρκετές φορέ�� πριν πάρω την απόφαση να δημιουργήσω τον «Μπάμπη», ένα πολύχρωμο αερόστατο, να μας πάει ταξίδι ψηλά και μακριά, να μας ανοίξει νέα παράθυρα στο νου κι ύστερα να μας κατεβάσει σ’ ένα ατμόπλοιο κάπου σ’ ένα πλωτό ποτάμι. Ένα ατμόπλοιο που θα ‘χει δύο-τρεις μπάντες από δεξιοτέχνες μουσικούς να παίζουν μπλουζ και ροκ, να μας χτυπά ο ήλιος κατακέφαλα, να πίνουμε όλη μέρα αλκοολούχα, να τραγουδάμε, να κάνουμε πάρτι για πάρτη μας, να γελάμε με την καρδιά μας, να πλαντάξουμε στο χαχανητό κι έπειτα όλα αυτά να γίνουν μία υπέροχη ανάμνηση.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησα τον «Μπάμπη», θέλοντας να κάνω ένα βιβλίο… μπάχαλο, «ελαφρύτερο» απ’ τα “Τα δυο πουγκιά” και “Το μαγκάλι“, τα δυο μυθιστορήματά μου που είχαν προηγηθεί, να ‘χει πλάκα, υπερβολές, να ‘ναι σαν τις φούσκες που φτιάχναμε φυσώντας το βουτηγμένο σε σαπουνάδα καλαμάκι όταν ήμασταν παιδιά ανέμελα, άτακτα, χωρίς σκοτούρες. Να δεσπόζει ο Μπάμπης, μια φοβερή και τρομερή περσόνα, ένας τύπος αλέγκρο, ξερόλας, τζογαδόρος, να το διαβάζει ο καθένας μονορούφι, να γελά με την καρδιά του.
Έχετε το λόγο μου, προσπάθησα πάρα πολύ… σιγά που θα το κατάφερνα! Απ’ ό,τι καταλαβαίνω πια, το βιβλίο εκτός από μπουκάλι καλόπιοτο κρασί, είναι συνάμα ένας ταύρος, εκείνο το δυνατό ζώο, αν βέβαια δεν το έχουν μαστουρώσει με διάφορες ενέσεις, όπως κάνουν στην Ισπανία οι διάφοροι “Ελ κορντόμπες”, οι φονιάδες των ταύρων. Κι ενώ το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, πήγαινε καλά σχεδόν ίσαμε το τέλος, εκεί ήταν που έπεσα πάνω στις ορέξεις της “λευκής ακρίδας” κι όλα τα σχέδια που είχα φτιάξει για το φινάλε πήγαν στο βρόντο. Εκεί το βιβλίο αντέδρασε στις προθέσεις μου, σαν θυμωμένος ταύρος, με κοίταξε κατάματα σα να ‘θελε να μου πει: «αρκετά με το σορολόπ, ώρα να σοβαρευτείς», έτσι άλλαξε πορεία και σοβάρεψε το θέμα!
Πρέπει βέβαια να ζητήσω μια μεγάλη συγγνώμη από τον φίλο και συνεργάτη, τον Στέλιο, γιατί τα κυριότερα στοιχεία του χαρακτήρα του «Μπάμπη» είναι βασισμένα πάνω του. Θέλοντας όμως να δημιουργήσω, έναν γκροτέσκο χαρακτήρα που να ‘ναι “τουρλού-τουρλού”, δηλαδή συμπαθής και απατεώνας, μπον-βιβέρ, παραμυθατζής, αλλά κυρίως να έχει όραμα. Ένα όραμα που τα φωνητικά του προσόντα και μερικά… λαδώματα, θα τον έφερναν στο ναό της Όπερας, στη γνωστή “Σκάλα” στο Μιλάνο, να πρωταγωνιστήσει σε έργο του Βέρντι. Του άλλαξα στην κυριολεξία τα φώτα, τόσο που και ο ίδιος θα αναρωτηθεί αν έχει κάποια σχέση το βιβλίο μ’ εκείνον όπως είναι στην πραγματικότητα. Ψήγματά του έχει «ο Μπάμπης», όπως και στοιχεία από άλλους πλασιέ, γιατί γνώρισα κάμποσους στην ζωή μου. Αυτά, λοιπόν, μπήκαν στο μίξερ μαζί με διάφορα υλικά, ώσπου κατάφερα να φτιάξω το περίφημο κοκτέιλ που κρατάς στα χέρια σου.
* * *
To μεγάλο ερώτημα που έχει τεθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια, είναι αν πράγματι είμαστε τυχεροί που γεννηθήκαμε στον 20ο αιώνα. Καταλαβαίνουμε βέβαια, πως σ’ ένα τόσο σοβαρό ζήτημα οι απόψεις διίστανται. Μερικές φορές η ζυγαριά γέρνει απ’ τη μία πλευρά, έπειτα από την άλλη και ξανά απ’ την αρχή. Τα οπλοστάσια των δύο πλευρών είναι γεμάτα. Οι μεν ισχυρίζονται πως “ναι”, ενώ οι αντίπαλοι απαντούν με ηχηρό “όχι”. Μερικές φορές η αντιπαράθεση είναι τόσο σφοδρή, που ξεκινάνε μαλλιοτραβήγματα ανοίγουν κεφάλια, χέρια μπαίνουν σε νάρθηκες, ενώ παράλληλα δικηγόροι βγάζουν έξτρα μεροκάματα απ’ τις μηνύσεις, μίας και σαν λαός είμαστε δικομανείς.
Η κάθε πλευρά ψάχνει στη δική της φαρέτρα, εκεί που έχει όλα τα επιχειρήματα, αραδιασμένα το ‘να δίπλα στο άλλο, τα ρίχνει ένα-ένα ή όλα μαζί στη μάχη της επικράτησης, ενώ εσύ που δεν έχεις ακόμη αποκτήσει σαφή άποψη επί του θέματος, σαν άλλος Ξέρξης, προσπαθείς από τον θρόνο σου που είναι στημένος στο όρος Αιγάλεω, να δεις τι ξημερώνει στην έκβαση της εκστρατείας. Όταν ακούς τους αντιμαχόμενους, δυσκολεύεσαι να πάρεις θέση, εκτός αν σου το επιβάλλουν οι καταστάσεις, οπότε σφίγγεις την καρδιά, το μυαλό και τα δόντια, αμολάς το “ναι” ή το “όχι”, χωρίς ωστόσο να έχεις πεισθεί απόλυτα, πως πήρες τη σωστή θέση, μιας και μόνιμα υπάρχει η αμφιβολία για την επιλογή, άλλωστε η ζωή βαδίζει σ’ ένα δρόμο σπαρμένο με αμφιβολίες.
Όση όμως αντιπαλότητα κι αν υπάρχει ανάμεσα στους “Πολιτισμολάτρες” και τους “Πολιτισμομάχους”, αν κάποια στιγμή καταφέρεις να τους κάνεις ν’ αποφασίσουν εκεχειρία έστω λίγων ωρών και μπορέσεις να τους καθίσεις σ’ ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων, να τους ζητήσεις να βρουν όχι τι τους χωρίζει αλλά τι τους ενώνει, διαπιστώνεις πως υπάρχουν πράγματα τα ��ποία και οι δύο παραδέχονται ότι χωρίς αυτά είναι αδύνατη η επιβίωση. Συνομολογούν πως είναι αδύνατον να υπάρξουμε χωρίς αναπνοή, φαγητό, ξεκούραση, ύπνο, αγάπη, φιλία, εμπειρία, γνώση και κυρίως κληρονομιά. Και όταν λέμε «κληρονομιά», δεν εννοούμε τόσο το άνοιγμα της διαθήκης αποθανόντος συγγενούς σε δικηγορικό γραφείο, αλλά την πολιτιστική κληρονομιά που απλόχερα μας άφησαν οι πρόγονοι, αρχαίοι και νεότεροι κι ας μην ήταν από το ίδιο σόι. Ανάμεσα στα αξεπέραστα καλλιτεχνήματα, στις επιστημονικές τους ανακαλύψεις και στη θεμελίωση φιλοσοφικών και ανθρωπιστικών αξιών, οι αρχαίοι δημιούργησαν ρητά που έμειναν στην Ιστορία.
Τα ρητά και η λαϊκή σοφία είναι ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή, το μαγικό κλειδί, το πασπαρτού που ανοίγει όλες τις πόρτες, το πασπαρτού που ανοίγει όλες τις πόρτες, λύνει όλα τα προβλήματα, αρκεί να τ’ αντιμετωπίσεις με την πρέπουσα σοβαρότητα. Λέει και ξαναλέει ο λαός διάφορα ρητά και γνωμικά, θέσφατα κι αποφθέγματα, τα παίζει στα δάχτυλα σαν κομπολόι 19χαντρο, άσχετα αν απ’ την άλλη τα κάνει μαντάρα, γιατί δεν ξέρει τι να ψηφίσει, μήπως επιτέλους αλλάξει κάτι στον ρημαδιασμένο τόπο. Αυτό το θέσφατο βέβαια, το “Κάθε εμπόδιο για καλό”, σηκώνει κουβέντα, αφού σαν λαός είμαστε ανυπόμονοι και μάλλον το “Γοργόν και χάριν έχει”, θα έπρεπε να ‘ναι το έμβλημα μας, όμως δεν διαθέτει το βάθος και τη σοφία του “Κάθε εμπόδιο…”.
Αυτό το αξεπέραστο ρητό ναι μεν ισχύει και χαροποιεί ιδιαιτέρως, όταν με το καλό μπορέσουμε επιτέλους να υπερπηδήσουμε το εμπόδιο, πώς θα το καταφέρουμε όμως, είναι μία διαφορετική συζήτηση. Τότε και μόνο τότε – αφού το πηδήσουμε – θα νιώσουμε δυνατοί, έτοιμοι πια να υπερπηδήσουμε το επόμενο, ύστερα το μεθεπόμενο και πάει λέγοντας. Θα μπορούμε να πηδάμε εμπόδια εσαεί, γιατί η ζωή είναι γλυκιά, έχει τις χαρές της, μα έχει παράλληλα πολλές λύπες, δηλαδή παλούκια, δυσκολίες κι εμπόδια μικρά και μεγάλα.
Τι γίνεται όμως φίλε μου στην περίπτωση που αδυνατείς; Στην περίπτωση δηλαδή που, ναι μεν προσπαθείς, καταβάλλοντας φιλότιμες προσπάθειες, αλλά δεν μπορείς να τα υπερπηδήσεις; Τότε σκάει μύτη ένα άλλο ρητό, που δένει απολύτως με το πρώτο, το ”Αν θες να πετύχεις, ξαναπροσπάθησε”! Το σίγουρο λοιπόν με τα εμπόδια είναι, πως είτε τα πηδήσεις είτε όχι, στο τέλος βγαίνεις κερδισμένος, μην έχεις αμφιβολία. Γιατί; Διότι μαθαίνεις ν’ αναμετριέσαι με τις δυσκολίες. Από τη μία έχεις βάλει αναγκαστικά το μυαλό να δουλέψει για να βρει λύσεις, από την άλλη έχεις ζοριστεί, οπότε ανακαλύπτεις την δύναμη που κρυβόταν μέσα σου και, αφού έχεις προσπαθήσει να βρεις τρόπο να τα υπερπηδήσεις ξανά και ξανά, έχεις τουλάχιστον αποκτήσει μίαν άλφα τεχνογνωσία περί διαφόρων θεμάτων και καταστάσεων.
Έτσι είναι αυτά, μαθαίνεις μια τέχνη, την αφήνεις μέχρι να την χρειαστείς ξανά. Έχει προνοήσει και γι’ αυτό ο σοφός λαός… ”Μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε και αν πεινάσεις πιάσ’ τηνε”!
Είναι ωραίο να πλοηγείς μέσα σε μία θάλασσα ρητών και θεσφάτων, που διαμορφώθηκαν μέσα στους αιώνες, απ’ τους προγόνους. Μόλις ζορίζεσαι, απλώνεις το χέρι, πιάνεις ένα, σκέφτεσαι πως αυτό το καταστάλαγμα γνώσης κρύβει έναν ολόκληρο θησαυρό που θα σε βγάλει από τη δυσκολία, αν βέβαια καταλάβεις τι εννοεί και κυρίως αν το χρησιμοποιήσεις την κατάλληλη στιγμή. Έχε λοιπόν τα μάτια ανοιχτά, πιάσε το κατάλληλο ρητό, την κατάλληλη στιγμή, γιατί αν δεν το πιάσεις, χάθηκε το παιχνίδι.
Κάπως έτσι είχε ξεκινήσει λίγα χρόνια πριν, η όμορφη, γοητευτική, αφυπνιστική, ιδιάζουσα, δημιουργική και αποκαλυπτική, περιπέτειά μου, με το γράψιμο, με το οποίο ουδεμία σχέση είχα, το έβλεπα σαν βουνό, τουλάχιστον 5.000 μέτρων, με απότομες χαράδρες, τεράστιους κινδύνους… να την “πάθεις”, να εξευτελιστείς… ώσπου μία μέρα τ’ αποφάσισα, όταν είδα γραμμένο κάπου ένα άλλο ρητό: ”Ποτέ δεν είναι αργά”.
Θοδωρής Παπαδουλάκης και Γιώργος Ηλιάδης στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου στον πολυχώρο “Ραδάμανθυς” στα Χανιά.
Στην αρχή κατάφερα με τα χίλια ζόρια να γράψω μία σειρά, δηλαδή ίσα-ίσα δεκαπέντε λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη, σαν σιδηροδρομικό συρμό. Είχα πλέον υπερπηδήσει το πρώτο εμπόδιο, είχα ήδη “προσθέσει” ένα μικρό μπόι, με προοπτικές να το αυξήσω σημαντικά στην επόμενη υπερπήδηση. Αν βέβαια στο ενδιάμεσο “φάω” τα μούτρα μου μερικές φορές, θα το αντιμετωπίσω με τον καλύτερο τρόπο, αρκεί να βρω τη δύναμη να ξανασταθώ στα πόδια μου, στο κάτω-κάτω για να λέει ο λαός “κάθε εμπόδιο για καλό”, κάτι παραπάνω θα ξέρει, οπότε καλό θα ήταν να κάνω ένα τεστ με τις δυνατότητες και τις αντοχές μου. Οπλίστηκα λοιπόν με θέληση, δύναμη, πείσμα, κι έτσι μετά από κόπους, έγινε το πρώτο θαύμα, είχα γράψει μία ολόκληρη σελίδα.
Σταυροκοπήθηκα! Για μερικούς εμπνευσμένους, κάτι τέτοιο είναι θέμα λίγων λεπτών, μα για μένα ήταν ολόκληρο βουναλάκι. Κάθισα να ξαποστάσω σ’ εκείνη την πρώτη κορφή, άνοιξα το παγούρι, ήπια δύο γουλιές νερό, έπειτα έβγαλα μολύβι και χαρτί, την ξανάπιασα από την αρχή. Προσπάθησα να της βάλω κάποιο νόημα, γιατί χωρίς νόημα τι να το κάνεις το συγγραφιλίκι;
Την τύπωσα με μεγάλα ευκρινή γράμματα σ’ ένα τεράστιο κομμάτι χαρτόνι, το κρέμασα ψηλά στον τοίχο, στήθηκα μπροστά της, πόζαρα γελαστός και κορδωμένος, τράβηξα μία σέλφι, την πόσταρα στην ένωση των συγγραφέων για να μου πουν οι μέλλοντες συνάδερφοι τη γνώμη τους. Αν δηλαδή στ’ αλήθεια άξιζε ν’ ασχοληθώ με το γράψιμο… όχι δηλαδή τίποτ’ άλλο, αλλά να μην ρεζιλευτώ στα πίσω-πίσω… για μία υστεροφημία ζούμε!
Η απάντηση ήρθε με κούριερ άμεσα από την ένωση συγγραφέων. Η επιστολή ήταν ενθαρρυντική και έκλεινε, λέγοντας περίπου τα εξής: ”Το ‘χεις ρε μάστορα στο αίμα σου, προχώρα το, σε περιμένουμε στα μονοπάτια της δόξας, της τέχνης των λόγων…”.
Έκλαψα! Βουρκωμένος, διάβασα την επιστολή, χαρούμενος όμως που είχα καταφέρει να υπερπηδήσω ένα ακόμη εμπόδιο. Έχω βέβαια φάει τα μούτρα μου αρκετές φορές, αλλά δεν το ‘βαλα κάτω και επιτέλους, με υπομονή, επιμονή, αποφασιστικότητα και μεράκι, ετοιμάζομαι να γράψω ένα ακόμη βιβλίο, κάτι που τυπικά θα μου δώσει – δικαίως πια – τον τίτλο του Συγγραφέα, άσχετα αν δεν είμαι επαγγελματίας.
Δεν ζω από το γράψιμο, αλλά από μία αναθεματισμένη κωλοδουλειά, εμπόριο τη λένε, που δεν την εύχομαι ούτε στον χειρότερο εχθρό μου. Τέτοιο χάσιμο χρόνου, τόση φθορά, τόση στενοχώρια, τέτοιο “παίξιμο” νεύρων, τόση ανασφάλεια… το χειρότερο απ’ όλα; Να ‘χεις συνέταιρο το κράτος, που έχει εγκαταστήσει μόνιμα το χέρι του στην τσέπη σου. Όμως δεν γίνεται αλλιώς κι όταν πέσεις στα βαθιά κολυμπάς ή απλά πνίγεσαι, διαλέγεις και παίρνεις. Αν βέβαια μπορείς να διαλέξεις. Λέει ξανά ο σοφός λαός, ο οποίος ας το αναγνωρίσουμε, όλο λέει-λέει, ενώ ελάχιστα κάνει, γι’ αυτό τον τσαλαπατάνε οι διάφοροι σωτήρες-μάγοι και απλοί εκμεταλλευτές. Λέει λοιπόν ένα ακόμη από τα 33.333 ρητόγνωμικα: “τρώγοντας έρχεται η όρεξη”, κι έχει και πάλι δίκιο, γιατί μετά το πρώτο βιβλίο, ήρθε στο καπάκι το δεύτερο, σχεδόν από μόνο του, τελείως αβίαστα.
Μου ‘χε ανοίξει η όρεξη, ήθελα να φτιάξω τρίτο βιβλίο σαν επιστέγασμα, που θα ‘ταν όπως λέγαμε στα παιδικά και τα εφηβικά μας χρόνια, ο “Λούκουμος”, ή όπως το λένε πιο ποιητικά οι περισσότερο ευαίσθητοι: ”Η αυλαία, Το κύκνειο άσμα, O αποχαιρετισμός, το Άντε γεια” στη λογοτεχνία, που με ανέχτηκε να προσπαθώ να χριστώ συγγραφέας, θέλοντας να δώσω κάτι στο αναγνωστικό κοινό, μέσω αυτού στην κοινωνία. Με αυτό τον τρόπο θα έκλεινα αμετάκλητα εκείνη την πανέμορφη παρένθεση που ‘χα ανοίξει στη ζωή μου έξι χρόνια πριν, σαν “διπλωματούχος” συγγραφέας πλέον. Αφού λοιπόν θα ‘χα τελειώσει το τρίτο σύγγραμμα, καμαρωτός-καμαρωτός θα πεταγόμουν στην Αθήνα να μου δώσουν το δίπλωμα, να το κορνιζώσω, να το ‘χω στα γεράματα, ν’ αναπολώ πως κάποτε υπήρξα και συγγραφέας, εκτός από μαρμαράς, αγρότης, εργάτης εμφιαλωτηρίου, ντισκ-τζόκεϊ, καστανάς, σερβιτόρος, γκρουμ, πωλητής, έμπορος, ηθοποιός, δάσκαλος υποκριτικής.
Ήμουν έτοιμος!…
Δείτε εδώ: Τα βιβλία του Γιώργου Ηλιάδη 
Γιώργος Ηλιάδης – Ο Μπάμπης ο πλασιέ
Γιώργος Ηλιάδης – Ο Μπάμπης ο πλασιέ – Οι πρώτες σελίδες ...Αυτό το θέσφατο βέβαια, το “Κάθε εμπόδιο για καλό”, σηκώνει κουβέντα, αφού σαν λαός είμαστε ανυπόμονοι και μάλλον το “Γοργόν και χάριν έχει”, θα έπρεπε να ‘ναι το έμβλημα μας, όμως δεν διαθέτει το βάθος και τη σοφία του “Κάθε εμπόδιο...”.
0 notes
christostsantis · 5 years ago
Text
Από "το νησί" στον "Μπάμπη τον πλασιέ"
Από “το νησί” στον “Μπάμπη τον πλασιέ”
Μια παρουσίαση βιβλίου που έγινε αφορμή για όμορφες συναντήσεις
Η τηλεοπτική σειρά “Το νησί”, όπου ο συγγραφέας-ηθοποιός Γιώργος Ηλιάδης συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Θοδωρή Παπαδουλάκη, ήταν η αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησε το ταξίδι τριών βιβλίων. “Τα Δυο πουγκιά”, “Το μαγκάλι”, και “Ο Μπάμπης ο πλασιέ”, πέρασαν από τα Χανιά κι έδωσαν την ευκαιρία για όμορφες συναντήσεις. Ο Θοδωρής Παπαδουλάκης…
View On WordPress
0 notes
christostsantis · 5 years ago
Text
Ο πολιτιστικός σύλλογος “ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ” σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας και τις πρεσβείες της Ισπανίας και της Αργεντινής στην Ελλάδα και σε συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Κρήτης – Περιφερειακή Ενότητα Χανίων και το Πνευματικό Κέντρο Χανίων θα προβάλει την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019 στην κεντρική αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου Χανίων (Ανδρέα Παπανδρέου 70) την κοινωνική ταινία Μικρές ιστορίες/Historias mínimas (Αργεντινή, 2002, 93′) του Κάρλος Σορίν/Carlos Sorin. Η ταινία κέρδισε πολλά Βραβεία και Διακρίσεις σε Διεθνή Φεστιβάλ.
Την ταινία θα προλογίσει η εκπαιδευτικός Μαρί-Τερέζ Χαρτζουλάκη
Λόγω αυξημένης προσέλευσης θα γίνουν δύο προβολές:
Α’ προβολή: 20.00-21.45μ.μ.
Β’ προβολή: 22.00—23.45μ.μ.
Μικρές ιστορίες του Carlos Sorin
Σύνοψη: Τρεις μικρές ιστορίες, τρία πρόσωπα που περιπλανώνται στις ερημιές της Παταγονίας. Είναι οι αλληλένδετες ιστορίες απλών ανθρώπων που αγωνίζονται να ακολουθήσουν τα όνειρά τους και οι πορείες τους διασταυρώνονται.
Ο Αργεντίνος σκηνοθέτης Carlos Sorin γεννήθηκε στο Μπουένο�� Άιρες, το 1944. “Αν μια ιστορία είναι “μικρή” ή “μεγάλη” είναι πρώτα απ’ όλα ζήτημα οπτικής” δηλώνει για την ταινία Historias minimas (2002). Βραβευμένη στα φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν, της Αβάνας και στο 3 Continents. Εισπρακτική επιτυχία στην Αργεντινή, προβλήθηκε στο δύσκολο για μη αγγλόφωνες ταινίες, Sundance (2003). Διανεμήθηκε σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία.
Ασχολήθηκε με την σκηνοθεσία διαφημιστικών. Το παρελθόν του περιλαμβάνει ταινίες όπως το Eversmile New Jersey (1989) και το βραβευμένο με το Αργυρό Λέοντα στην Βενετία A King and His Movie (1986). Μετά από 13 χρόνια απουσίας επιστρέφει στην σκηνοθεσία.
“Ήθελα να κάνω μια ταινία χωρίς μεγάλους χαρακτήρες”, ήταν η πρόθεση του. The Straight Story του David Lynch και το Πού είναι το σπίτι του φίλου μου; του Abbas Kiarostami υπήρξαν πηγές έμπνευσης. Ερασιτέχνες υποδύονται τους κεντρικούς ρόλους. Τρεις μικρές ιστορίες, τρία πρόσωπα που περιπλανιόνται στις ερημιές της Παταγονίας.
“Αισθάνομαι άνετα στην Παταγονία. Προσπαθώ όποτε μπορώ να πηγαίνω εκεί. Σωματικά αισθάνομαι καλά εκεί. Επιπλέον είναι ένα μέρος που ενισχύει τη διάθεση μου να κάνω ταινίες -αν και δεν είναι εύκολο να κάνεις εκεί ταινίες, δεδομένων των δύσκολων καιρικών συνθηκών. Όμως αν και βρίσκω το τοπίο γοητευτικό, προσπάθησα να μην το χρησιμοποιήσω ως διακοσμητικό στην ιστορία της ταινίας. Είναι σαν άδειος χώρος πίσω από τους χαρακτήρες. Βρήκα αυτό το τοπίο με χαρακτήρες που είναι μοναχικοί και αποκλεισμένοι, ψάχνοντας για κάτι”.
Δ.Μ.
Συνοπτικές πληροφορίες για την ταινία
Πρωτότυπος τίτλος: Historias mínimas
Έτος παραγωγής: 2002
Είδος: Κοινωνική
Χώρα: Αργεντινή
Γλώσσες: Ισπανικά
Διάρκεια: 93′
Σκηνοθεσία: Carlos Sorin
Σενάριο: Pablo Solarz
Ηθοποιοί: Javier Lombardo, Antonio Benedicti, Javiera Bravo, Julia Solomonoff, Laura Vagnoni
Είσοδος Ελεύθερη
Συνεργασία: Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας, Πρεσβεία της Ισπανίας στην Ελλάδα, Πρεσβεία της Αργεντινής στην Ελλάδα
Συνδιοργάνωση: Περιφέρεια Κρήτης-Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, Πνευματικό Κέντρο Χανίων
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ
#gallery-0-5 { margin: auto; } #gallery-0-5 .gallery-item { float: left; margin-top: 10px; text-align: center; width: 33%; } #gallery-0-5 img { border: 2px solid #cfcfcf; } #gallery-0-5 .gallery-caption { margin-left: 0; } /* see gallery_shortcode() in wp-includes/media.php */
Το λεμονόσπιτο – Δέσποινα Τζιάκη
Κώστας Βελούτσος – Οι άνθρωποι του Αυγούστου
Μια σταγόνα δάκρυ – Μιχάλης Τζανάκης
Σήφης Μιχελογιάννης – Στην Αρένα
Ελευθερία Τσικαλά – Ο ήρωας της θάλασσας
Γιώργος Κουτουλάκης, Ένα σεργιάνι
Καθρεφτίσματα. Από τη Γερμανία και την ΕΣΣΔ του μεσοπολέμου, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα- Χρήστος Τσαντής
Γιώργος Ηλιάδης – Ο Μπάμπης ο πλασιέ
3η έκδοση, Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της αναζήτησης – Χρήστος Τσαντής
Τα δυο πουγκιά – Γιώργος Ηλιάδης
Ειρηναίος Γαλανάκης – Επανάσταση των συνειδήσεων
Ημερολόγιο Ατομικόν – Εν Σμύρνη 1918-1919 – Λεωνίδας Κακάρογλου
Παναγιώτης Ζαφείρης – Ρώτα το παραμύθι
Χαρίκλεια Ντερμανάκη – Ιστορίες που δεν ήθελαν να μεγαλώσουν
Χρήστος Τσαντής – Migozarad
Συλλέκτης – Θεόδωρος Σίδερης. Φωτογραφία: Αθηνά Γαλανάκη
Στο λευκό του βυθού -Λεωνίδας Κακάρογλου
Κατερίνα Παπαδάκη, Ανεμώνες Αλκυόνη
Ευάγγελος Ρούσσος, 49+10 ΧΑΪΚΟΥ
Γιώργος Ηλιάδης – Το μαγκάλι
Παυλίνα Κουβαρδά – Κι εμείς ψάχνοντας τη σύνθεση ξεχαστήκαμε στο πεζοδρόμιο
Κι έτσι… η ζωή είναι ωραία – Χρήστος Κωσταντουδάκης
Φωτογραφία στο εξώφυλλο, Άγγελος Ποθουλάκης: Έπαυλη της Βαρώνης Φον Σβαρτς, Χαλέπα, Χανιά.
Θάλεια Φλεμετάκη – Απροσπέλαστο μονοπάτι του πόθου
Ελένη Καβαζίδου – Νοηματική Γλώσσα
Σημείο Μηδέν – Κωνσταντίνα Χαριτάκη
Αντώνης Σχετάκης-Στους δρόμους του Αυγερινού
Το Καστέλι Κισσάμου Παγκρήτιο Εμπορικό Κέντρο 1898-1950, Αντώνης Κατσικανδαράκης
Ευάγγελος Ρούσσος, Χρονογράφημα,
Απομεινάρια φωτός – Αργυρώ Λουλαδάκη
Ο Πύργος του Β΄- Σάκης Ροδίτης
Γιώργος Βαγιωνής – Νεραντζάκι με αγκάθια
Άλμα (στο τετράγωνο) – Αντωνία Παπαδοπούλου
Δημήτρης Δαμασκηνός – Η ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη
Ίσαλος Γραμμή – Κωνσταντίνα Χαριτάκη
Τα όντα Χριστίνα Βεριβάκη
ΓΥΝΑΙΚΑ – (Συλλογικό) Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας
Ο αιώνας του καπετάνιου – Μιχάλης Τζανάκης
Ανδρομάχη Χουρδάκη – Τα σκουλαρίκια της Περσεφόνης
Μικρές ιστορίες, του Κάρλος Σορίν Ο πολιτιστικός σύλλογος "ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ" σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας και τις πρεσβείες της Ισπανίας και της Αργεντινής στην Ελλάδα και σε συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Κρήτης – Περιφερειακή Ενότητα Χανίων και το Πνευματικό Κέντρο Χανίων θα προβάλει την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019 στην κεντρική αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου Χανίων (Ανδρέα Παπανδρέου 70) την κοινωνική ταινία Μικρές ιστορίες/Historias mínimas (Αργεντινή, 2002, 93') του Κάρλος Σορίν/Carlos Sorin.
0 notes