#Οι Μερες Του Φωτος
Explore tagged Tumblr posts
xamenes-psixes09 · 7 years ago
Photo
Tumblr media
// ηρθαν οι μερες του φωτος // Αι Γιάννης - Πήλιο Καλοκαίρι 2017
514 notes · View notes
tryferh-retrospektiva · 7 years ago
Text
Έρχονται οι μέρες του φωτός, μια εποχή τελειώνει
Ευαγγελάτος
3 notes · View notes
thebeardednightowl · 4 years ago
Photo
Tumblr media
Δαγών
Συγγραφη : H. P. Lovecraft.
Μεταφραση / Προσαρμογη : The Bearded Night Owl.
*
Γραφω αυτες τις λεξεις κατω απο αβασταχτη ψυχικη πιεση, διοτι αποψε σκοπευω να δωσω τελος στην υπαρξη μου. Χωρις μιση δεκαρα στην τσεπη, και με τις ελαχιστες εναπομενουσες σταγονες απο το ναρκωτικο της επιλογης μου, το οποιο αρκουσε κατα περιστασεις απο μονο του ωστε να κανει την καθημερινοτητα μου εστω και λιγο υποφερτη, το μαρτυριο ειναι πλεον ανυποφορο. Εδω λοιπον, απο αυτη τη σκοτεινη σοφιτα, θα αφησω το σωμα μου να αιωρηθει στο κενο μεταξυ αυτου του μικρου παραθυρου και του τρισαθλιου πεζοδρομιου εκει κατω. Και να μην θεωρεις οτι η σωματικη μου εξαρτηση στην μορφινη με μετετρεψε σε καποιο ειδος αδυναμου και εκφυλισμενου μικροαστου. Οταν θα εχεις ακουσει τις τρεμαμμενες μαρτυριες μου, μονο τοτε θα δικαιουσαι να κανεις υποθεσεις, αν και ποτε δε θα καταφερεις πληρως να συνειδητοποιησεις, τον λογο για τον οποιο πρεπει εγω ταχιστα να βουλιαξω ειτε στην λησμονια ειτε στον αιωνιο υπνο του θανατου.
Ηταν σε μια απο τις πιο ανοιχτες και μηδαμινα επισκεψιμες υδατινες εκτασεις του απεραντου Ειρηνικου, που το εν πλω φορτιο του οποιου ημουν υπεθυνος, επεσε θυμα λεηλασιας ενος Γερμανικου πολεμικου. Ηταν τοτε που τα αρχικα σταδια των πρωτων σημπλοκων του μεγαλου πολεμου λαμβαναν χωρα και οι υπερωκεανιες δυναμεις του Ουνου δεν ειχα υποπεσει πληρως στην μετεπειτα τους εξαθλειωση, κατι που καθιστουσε το σκαφος μας ως ενα νομιμοτατο λαφυρο, ενω εμεις το πληρωμα του, τυγχαμε συμπεριφορας ακρως συνετης και δικαιοτατης καθοτι διατελουσαμε πλεον ως ναυτικοι κρατουμενοι. Τετοιας φιλελευθερης φυσης ηταν οι πειθαρχικες μεθοδοι των απαγωγεων μας δε, που μολις ενα πενθημερο μετα την εναρξη της αιχμαλοσιας μας, καταφερα μοναχος μου να αποδρασω με μια μικρη ξυλινη λεμβο, εχοντας μαζι μου νερο και προμηθειες για αρκετα μεγαλο διαστημα.
Οταν εν τελει βρεθηκα να πλεω ελευθερος και ακυβερνητος, τα περιχωρα μου στον οριζοντα δεν ενεπνεαν καμια οικειοτητα. Δεν ειχα ποτε υπαρξει ως πεπειραμενος πλοηγος, και ο μονος κατα γενικη προσεγγυση προσανατολισμος μου, γινοταν μεσω του ηλιου και των αστρων, για να καταληξω στο οτι επλεα καπου νοτια του ισημερινου. Για τις συντεταγμενες δε μπορουσα να ειμαι σιγουρος, και κανενα ιχνος γειτονικης ακτης η χερσαιας εκτασης δε βρισκοταν στο οπτικο μου πεδιο. Ο καιρος ειχε διατηρηθει αιθριος, και για αμετρητες μερες συνεχισα την ακυβερνητη μου πλευση, χωρις σκοπο και εκτεθιμενος στις πυρινες ακτινες του ηλιου, περιμενοντας ��ναγωνιωδως ειτε καποιο πλοιο να με πλευρισει ειτε να ξεβραστω στις ακτες καποιας κατοικησιμης γης. Αλλα ουτε πλοιο πλησιασε, ουτε κομματι στεριας εμφανιστηκε, και ειχα αρχισει ολομοναχος πλεον να απελπιζομαι καθως τα κυμματα συνεχιζαν να μου επιδυκνυουν την γαλαζια απεραντοσυνη τους να εκτεινεται, προς ολες τις κατευθυνσεις.
Η αλλαγη ομως, συνεβη ενω αναπαυομουν, και λεπτομερειες για αυτην δε θα βρεθω ποτε σε θεση να γνωριζω, διοτι ο υπνος μου, ενω ηταν πληρης απο ανυσηχα ονειρα και οραματα ταραχης, παρεμεινε συνεχης. Και οταν τελικα τα βλεφαρα μου ανοιξαν, παρατηρησα το κορμι μου να βρισκεται ημιθαμενο πανω απο μια γλοιωδη εκταση, μαυρου και ανιερου βουρκου, που εκτεινοταν περιμετρικα μου σε μονοτονους κυμματισμους, για οσο εφτανε η οραση μου, και στην οποια εντοπισα και τη βαρκα μου ακινητοποιημενη, αρκετα μετρα μακρια.
Και ενω καποιος δικαιωματικα θα φανταζοταν οτι η πρωτη μου εντυπωση θα ηταν αυτη του θαυμασμου ενωπιον μιας τοσο τερατωδους σε εκταση και απροσμενης μεταμορφωσης του φυσικου τοπιου, εγω στα αληθεια εννοιωθα πολυ περισσοτερο τρομοκρατημενος παρα εκπληκτος. Διοτι αιωρειτο στον αερα και στο διαβρωμενο απο την αποσυνθεση εδαφος, ενα δυσοιωνο ψυγμα  που με παγωνε ολωσδιολου. Η περιοχη ηταν διασπαρτη απο τα κουφαρια σαπιων ψαριων, και απο αλλα λιγοτερο περιγραψιμα, πρωτιστως εμβυα οντα, τα οποια διεκρινα να προεξεχουν απο την βδελυρη λασπη της ατερμονης πεδιαδας. Ισως δε θα επρεπε να ελπιζω οτι θα υπαρξει ποτε εστω και μια περιπτωση του να αποδωσω με απλα λεγομενα, την απεριγραπτη αποκρουστικοτητα που κυριαρχει σε τετοιες συνθηκες απολυτης σιωπης και αγονης απεραντοσυνης. Δεν υπηρχε τιποτα ουτε στο ακουστικο, ουτε στο οπτικο μου πεδιο, περαν απο την αχανη εκταση της καταμαυρης λασπης, και εντουτοις...  ο ολοκληροτισμος της ακρας σιωπης συνδιαστικα με την ομοιορφια του σκοτεινου τοπιου, με καταπιεζε με ενα εμετικο συναισθημα ναυτιας και φοβου.
O ηλιος φλεγοταν απο ψηλα, διχως οι ακτινες του να εμβολιζουν το τοπιο, αφηνοντας το καλυμενο απο μια, ναι μεν ανεφελη, αλλα συναμα και αρκετα σκοτεινη αγριοτητα, λες και αντανακλουσε το μελανο ελος κατω απο τα ποδια μου. Καθως εσυρα το κορμο μου μεχρι την ακινητοποιημενη λεμβο, συνειδητοποιησα οτι μονο μια θεωρια φανταζε αρκετα εγκυρη ωστε να περιγραψει το τι ειχε συμβει. Μεσω μιας ηφαιστιακης αναταραχης ανευ προηγουμενου, ενα μεγαλο κομματι των ωκεανικων ηζιματω�� πρεπει να εκτοξευθηκε προς την επιφανεια, αποκαλυπτοντας περιοχες οι οποι��ς για ετη αμετρητων εκατομμυριων, κειτωνταν καλλυμενες κατω απο ανυπολογιστα βαθη υδατινης αβυσσου.
Τοσο τιτανια ηταν η εκταση της νεοσχηματισθεισας γης κατω απο τα ποδια μου, που δεν μπορουσα καν να αφουγκραστω τον παραμικρο κυμματινο θορυβο, οσο και αν προσπαθουσα.
Οι ιπταμενοι σαπροφαγοι ηταν επισης απωντες απο τα νεκρα κουφαρια τριγυρω μου.
Γυρνωντας πισω κοντα στη βαρκα, καθησα και βυθιστηκα στις ζοφερες μου σκεψεις. Η βαρκα στεκοταν πλαγιως, ημιβυθισμενη και αυτη στο βουρκο, παρεχωντας μου ελαχιστη σκια καθως ο ηλιος συνεχισε την πορεια του κατα πλατος των ουρανων. Και καθως η μερα προχωρουσε, το εδαφος αρχισε να αποξηρενεται και να δειχνει σημαδια επερχομενης σταθεροτητας για κανονικο πλεον βηματισμο. Εκεινο το βραδυ αποκοιμηθηκα ελαχιστα, και το επομενο πρωι συγκεντρωσα νερο και φαγητο στον σακο μου, προετοιμαζομενος για ενα χερσαιο ταξιδι προς αναζητηση του αποτραβηγμενου ωκεανου και καποιας πιθανης βοηθειας.
Το τριτο πρωινο, διαπιστωσα οτι το εδαφος ειχε ξεραθει αρκετα ωστε να μπορεσω ανετα να το βαδισω. Η οσμη των νεκρων ψαριων ηταν εξοργιστικη, αλλα ο νους μου ηταν απασχολημενος με πολυ πιο βαριες ανυσηχιες ωστε να αφησω κατι τοσο ασημαντο να με επηρεασει, και ετσι οπλιστηκα με θαρρος και εκανα την εναρξη του βηματισμου μου προς το αγνωστο. Ολημερης προχωρουσα σταθερα, καθοδηγουμενος απο εναν μακρινο λοφισκο, που στεκοταν υψηλοτερα απο οτιδηποτε αλλο πανω σε ολη εκεινη την αγονη εκταση. Εκεινο το βραδυ κατασκηνωσα, και την επομενη μερα συνεχισα τη πορεια μου προς τον λοφο, αν και ακομα ο προορισμος μου φαινοταν σχεδον στην ιδια μακρινη αποσταση, οπως την πρωτη στιγμη που τον εντοπισα. Μεχρι το τεταρτο δειλινο, ειχα καταφτασει στους προποδες του λοφου, ενας λοφος που αποδειχθηκε να ειναι πολυ υψηλοτερος απο οτι ειχα εξ' αποστασεως εκτιμησει, καθως ειχα παραπλανηθει απο την παρεμβαλουσα πεδιαδα. Εξουθενωμενος ωστε να επιχειρησω την αναβαση, εγειρα και αποκοιμηθηκα στην σκια του υψωματος.
Δεν γνωριζω τον λογο, αλλα τα ονειρα μου ηταν πολυ εξαλλα εκεινη την νυχτα, και πρωτου η φθινουσα και εντυπωσιακα αμφικυρτη σεληνη προλαβει να ορθωθει στα ανατολικα υψη του ουρανου, αφυπνηστικα εντος μιας παγωμενης εφυδρωσης, αποφασισμενος να παραμεινω πλεον αγρυπνος. Τετοιας φυσεως ηταν τα οραματα που αντικρυσα κοιμωμενος, που δεν ειχα αλλες δυναμεις να τα ξαναυποστω. Και εκει, κατω απο την λαμψη του φεγγαριου, διαπιστωσα το ποσο ανοητα ειχα πραξει, επιλεγοντας να ταξιδευω κατα ��ο φως της ημερας. Χωρις τις επιπονες αντανακλασεις του ηλίου, το ταξιδι μου θα ηταν πολυ λιγοτερο κοπιαστικο. Και πραγματι, εκεινη τη συγκεκριμενη στιγμη ενοιωθα πολυ πιο ικανος να επιχειρησω την αναβαση που με ειχε αποκαρδιωσει το προηγουμενο δειλινο. Σηκωσα το σακιδιο μου και ξεκινησα για την κορυφη.
Ανεφερα πριν οτι η ατερμονη μονοτονια της κυμματιστης πεδιαδας, ηταν μια πηγη αοριστου τρομου για μενα, αλλα πλεον θεωρω τον τρομο μου μεγαλυτερο την στιγμη που βρεθηκα στην κορυφη τους υψωματος και αφησα το βλεμμα μου να πεσει στην αλλη πλευρα, μεσα σε ενα φαραγγι, εναν γιγαντιαιο λακκο ανυπολογιστου βαθους, με αβυσσαλαιες μαυρες εσοχες, ανεγκιχτες απο το φως του φεγγαριου, το οποιο ακομα βρισκοταν σε αρκετα ανημπορη υψομετρικα θεση ωστε να τις φωτισει. Εννοιωσα εκεινη τη στιγμη οτι στεκομουν στην ακρη της υφηλιου, να ατενιζω απο το χειλος της τo απυθμενο χαος της αιωνιας νυχτας. Ο τρομος με διαπερασε ανασκαλευοντας μεσα μου αλλοκοτες θυμησες του Χαμενου Παραδεισου, και της αποτροπαιας αναρηχησης του Εωσφορου απο το βασιλειο του Ερεβου.
Και καθως το φεγγαρι ορθωνοταν στον ουρανο, αρχισα να διαπιστωνω οτι οι πλαγιες του φαραγγιου δεν ηταν τοσο καθετες οσο τις ειχα φανταστει. Προεξοχες και επιπεδοι βραχοι αρχισαν να υποσχονται μια αξιοπρεπη καταβαση, και επειτα απο μια σταδιακη πτωση μερικων εκατονταδων μετρων, η κληση της κατηφορας ομαλοποιηθηκε. Ωθουμενος απο μια παρορμηση που δεν μπορω επακριβως να αναλυσω, κατρακυλισα με δυσκολια τους βραχους και σταθηκα ορθιος στην πρωτη ομαλη πλαγια απο κατω, αγναντευοντας τα Στυγγια βαθη στα οποια ιχνος φωτος δεν ειχε ακομα διυσδυσει.
Και τοτε ολη μου η προσοχη αιχμαλωτιστηκε απευθειας απο ενα αχανες, μοναχικο αντικειμενο στην απενταντι πλαγια, κατι το οποιο εγειροταν αποτομα περιπου στα 100 μετρα μπρoστα μου. Βεβαιωθηκα οτι ηταν ενας γιγαντιαιος και μοναχικος πετρινος ογκος. Η εντυπωση που μου αφησε ηταν αρκετα ιδιαιτερη και μου αφησε επισης και την εντονη αισθηση οτι ο σχηματισμος του και η τοποθετηση του, δεν ηταν αποκλειστικα εργα της φυσης. Και μετα απο μια πιο διερευνιτικη παρατηρηση, εννοιωσα να πλυμμηριζω απο συναισθηματα που μου ειναι ακομα και τωρα δυσκολο να περιγραψω, διοτι παρα το πελωριο μεγεθος του, και την τοποθετηση του σε μια αβυσσο που αποκαλυφθηκε απο τα εγκατα των ωκεανων, κι απο μια ξεχασμενη εποχη που η γη μας ηταν ακομα βρεφος, συνειδητοποιησα διχως αμφιβολια οτι αυτο το αποκοσμο αντικειμενο, ηταν ενας αρτιος σχηματικα Μονολιθος, του οποιου ο τεραστιος ογκος ηταν αποτελεσμα της τεχνης, πιθανως και της λατρειας, καποιων ζωντανων, σκεπτομενων όντων.
Ζαλισμενος και φοβισμενος, και εντουτοις χωρις ιχνος επιστημονικης ή αρχαιολογικης περιεργειας, αρχισα να επιθεωρω τα περιχωρα μου σχολαστικα. Το φεγγαρι, τωρα σχεδον καθετα απο πανω μου, εφεγγε περιεργως και ζωηρα ανωθεν των αποκρυμνων γκρεμνων που πλαισιωναν το χασμα, αποκαλυπτωντας μια ευρια υδατινη συσσωρευση στη βαση του Μονολιθου, να απλωνεται πλαγιως εκτος του οπτικου παιδιου και στις δυο κατευθυνσεις, και σχεδον να μου γλυφει τα ποδια καθως στεκομουν στη πλαγια. Κατα πλατος του βαραθρου, αδυναμοι κυμματισμοι ξεπλεναν με διαδοχη την βαση του κυκλωπειου βραχου, στου οποιου την επιφανεια μπορουσα πλεον να διακρινω καποιες επιγραφες και μερικα ακατεργαστα γλυπτα. Η γραφη ηταν σε ενα συστημα ιερογλυφικων που μου ηταν εντελως αγνωστο και δεν θ��μιζε τιποτα απο τα συστηματα που ειχα δει στα βιβλια, απαρτιζομενο επι το πλειστω απο παραδοσιακα υδροβια συμβολα, οπως ιχθεις, χελια, χταποδια, ωστρακοειδη, μαλακια, φαλαινες και διαφορα ακομα τετοιας φυσεως. Ηταν αρκετες επισης οι εικονες θαλασσιας ζωης παντελως αγνωστης στον συχγρονο ανθρωπο, των οποιων οντων ειχα ειδη παρατηρησει την αποσυνθεση καθως ανασηκωθηκαν μαζι με τα εγκατα του ωκεανου για να σχηματισουν εκεινη την μαυρη πεδιαδα.
Ηταν οστοσο οι γλυπτες απεικονισεις, που με τραβηξαν πιο πολυ και με συνεπηραν.
Ξεκαθαρα και ορατα κατα μηκος των κυμματισμων και λογω του πελωριου μεγεθους τους, ηταν ενα μεγαλο φασμα απο αναγλυφα που ηταν ικανα να διεγειρουν τον εικονοπλαστικο φθονο ενος Ντορ. Πιστευω οτι αυτα που απεικονιζαν, ηταν ανθρωποι - τουλαχιστον, ενα συγκεκριμενο ειδος ανθρωπων, καθ'οτι εκεινα τα πλασματα απεικονιζονταν να ψυχαγωγουνται σαν τα ψαρια στα νερα καποιου θαλασσιου σπηλαιου, ή να αποδιδουν τιμες σε καποιο Μονολιθικο βωμο που φαινοταν επισης να ειναι σκεπασμενος απο τα κυμματα. Για τα προσωπα τους και την εμφανιση τους, δε τολμω να μιλησω με λεπτομερειες... διοτι μονο στη θυμηση τους νοιωθω την οψη μου να χλωμιαζει. Τερατομορφα σε τετοιο βαθμο που ουτε η φαντασια του Ποε ή του Μπαλγουερ θα μπορουσε να δημιουργησει. Το γενικο τους σουλουπι παρεμενε σχηματικα ανθρωπινο, περαν απο τα δικτυωτα τους χερια και ποδια, τα απιστευτα πλατια και πλαδαρα χειλη τους, τα πρησμενα τους γυαλιστερα ματια, και διαφορα αλλα χαρακτηρηστικα πολυ λιγοτερο ευχαριστα για να τα ανακαλεσω. Και ολως περιεργως, φαινοντουσαν να ειναι σκαλισμενα σε διαστασεις εκτος προοπτικης αναλογικα με τους γραφικους τους περιγυρους, με ενα πλασμα συγκεκριμενα να απεικονιζεται καθως σκοτωνει μια φαλαινα, η οποια φαινοταν ελαχιστα μεγαλυτερη απο αυτο. Εννοιωσα την ανασα μου να βγαινει πιο ηχη��α απο οτι αντιλαμβανομουν, το βλεμμα μου ακομα να περιεξεργαζεται την αποκρουστηκοτητα και το εντυπωσιακο τους μεγεθος, αλλα εκεινη την στιγμη καταφερα να πεισω τον εαυτο μου οτι δεν ηταν τιποτε αλλο παρα οι φανταστικοι θεοι καποιας πρωτογονης παραθαλασσιας φυλης, μιας φυλης της οποιας οι τελευταιοι απογονοι ειχαν αφανιστει εδω και χιλιετιες πριν ακομα ο πρωτος προγονος του ανθρωπου του Νεαντερθαλ ειχε καν γεννηθει.
Εκθαμβος απο αυτη την απροσμενη μου ματια πανω σε μια παρελθοντικη συλληψη για την οποια θα αμφεβαλαν ακομα και οι πιο τολμηροι ανθρωπολογοι, σταθηκα στοχαζομενος ενω οι ακτινες της σεληνης αντανακλουσαν περιεργως πανω στο υδατινο καναλι μπροστα μου.
Και τοτε ξαφνικα, το ειδα.
Με την ελαχιστη αναστατωση να δηλωνει τον σηκωμο του στην επιφανεια, το πλασμα εμφανιστηκε μπροστα μου πανω απο τα σκοτεινα νερα. Η μαζα του απεραντη και αηδιαστικη, σαν αυτη του κυκλωπα Πολυφημου.... να εκτοξευται προς τον μονολιθο σαν το εκπληκτικοτερο τερατουργημα μιας εφιαλτικης φαντασιας, τυλιγοντας τα γιγαντιαια φολιδωτα του χερια γυρω απο την πετρα, γερνοντας την αποκρουστικη του κεφαλη και ξεσπωντας σε μια σειρα απο αποκοσμες κραυγες απεριγραπτης κτηνωδιας.
Ηταν σε εκεινη τη φρικτη στιγμη, που εχασα τα λογικα μου.
Απ'την φρενηρη αναβαση μου πισω προς τις πλαγιες και τα γκρεμνα, και απο την παραλληρηματικη μου επιστροφη στην ακινητοποιημενη βαρκα, ελαχιστα θυμαμαι. Νομιζω πως τραγουδουσα μεγαλοφωνα και στα κενα ξεσπουσα σε παρανοικα γελια. Εχω νεφελωδεις αναλαμπες μιας μεγαλης καταιγιδας και μετα απο λιγο καταφερα να πλησιασω την βαρκα. Ειμαι σιγουρος οτι αντηχουσαν ουρανοκρουσιες, κεραυνοι και αλλοι πρωτογονοι ηχοι οργης που μονο η φυση μπορει μεσω τετοιου μεγαλοπρεπου δεους να εκφρασει.
Οταν ελευθερωθηκα απο τις σκιες, βρισκομουν στο κρεβατι ενος νοσοκομειου στο San Francisco, φερμενος εκει απο τον καπετανιο του αμερικανικου πλοιου που με ειχε διασωσει απο τα ανοιχτα του ωκεανου. Μεσα στο ντελιριο μου ξεστομισα πολλα, αλλα διαπιστωσα οτι σχεδον κανενας δεν ειχε δωσει προσοχη στα λογια μου. Κανεις απο τους διασωστες μου δεν γωριζε τιποτα για καμια νεοσχηματιθεισα εκταση γης κεντρικα του Ειρηνικου, ουτε το θεωρησα απαραιτητο να επιμεινω σε λογια ανυποστατα, στα οποια ηξερα πολυ καλα οτι δεν θα μπορουσαν ποτε να πιστεψουν. Καποτε αναζητησα εναν περιβοητο εθνολογο, και τον απασχολησα με τις παραξενες ερωτησεις μου περι του αρχαιου Φιλισταικου θρυλου του Δαγών, του ιχθυομορφου θεου... αλλα η απροθυμη συμβατικοτητα με την οποια αντιμετωπιζε τις αποριες μου, με απετρεψε απο το να πιεσω περαιτερω την κατασταση.
Και ειναι τις νυχτες, ειδικα οταν η σεληνη σηκωνεται φθινουσα και αμφικυρτη, που τον βλεπω ξανα. Δοκιμασα την μορφινη... αλλα αυτη η ουσια μου προσεφερε μονο προσωρινες ανακουφισεις, και τωρα ειμαι φυλακισμενος στον εθισμο της σαν ανημπορος σκλαβος.
Γιαυτο επιλεγω τωρα... να τα τελειωσω ολα.
Η ιστορια μου ειναι πλεον γραμμενη ολοκληρωμενα και αναλυτικα, για οποιονδηποτε πιθανως θελησει να πληροφορηθει ή υπεροπτικα να χλευασει τα λογια ενος παρανοικου. Και ειναι συχνα που αναρωτιεμαι αν ηταν ολα απλα μια ψευδαισθηση, μια διαστρεβλωμενη σειρα απο βδελυρες εικονες καθως κειτομουν κατω απο το λιοπυρι στην παρασυρομενη βαρκα μετα την αποδραση μου απο το γερμανικο πολεμικο...  Αυτα ρωταω τον εαυτο μου, και ειναι εκεινες τις στιγμες που επανερχονται τα αποκρουστικα οραματα προς απαντηση μου... πιο ζωντανα απο ποτε!
Δεν μπορω να θυμηθω τον ωκεανο χωρις να με κυριευσει το ριγος για ολα εκεινα τα απροσδιοριστα οντα που μπορει αυτη τη συγκεκριμενη στιγμη να σερνονται και να σπαρταρουν στα αβυσσαλεα του αποκρουστικα βαθη, λατρευοντας τα αρχεγωνα Μονολιθικα τους ειδωλα, σκαλιζοντας τις δικες τους αποκρουστικες μορφες και αναπραστασεις, πανω σε υποβρυχιους οβελισκους και βυθισμενους ογκους γρανιτη.
Ονειρευομαι την ημερα που θα αναδυθουν με την παλιρροια και θα ξηλωσουν με τα βρωμερα τους νυχια, τα απομειναρια της αδυναμης και απο τους πολεμους ρημαγμενης εναπομεινουσας ανθρωποτητας, καταβαραθρωνοντας την παλι στα βαθη μαζι τους...
Την ημερα που η γη μας θα βυθιστει, και τα σκοτεινα βαθη της αβυσσου να αναδυθουν αναμεσα σε ενα πανσυμπαντικο πανδαιμονιο.
Το τελος πλησιαζει. Ακουω θορύβους στη πορτα... Ηχους υγρους, λες και καποιο πελωριο ολισθηρο σωμα αγκομαχαει απο πισω της...
Δεν θα το αφησω να με βρει...
Θεε μου... αυτο το... αυτο το χερι!
Στο παραθυρο.... ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ!
1 note · View note
maktheod · 6 years ago
Text
Ερχονται οι μερες του φωτος
Τις πιο ομορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακομα
2K notes · View notes