#Μαρξ
Explore tagged Tumblr posts
Text
Κληρονομούμε πάντα ένα μυστικό — που λέει «διάβασέ με, θα είσαι άραγε ποτέ ικανός να τα καταφέρεις;». Η κριτική επιλογή που υπαγορεύεται από κάθε επανεπικύρωση της κληρονομιάς, είναι κι αυτή, σαν την ίδια τη μνήμη, η προϋπόθεση της περατότητας. Το άπειρο δεν κληρονομεί, δεν κληρονομείται. Το ίδιο το κέλευσμα (που λέγει πάντα: μόνο διάλεγε, και αποφάσιζε μέσα σε αυτό που κληρονομείς) μπορεί να υπάρχει μόνο διχάζοντας, ξεσκίζοντας, αναβάλλοντας τον εαυτό του, μιλώντας πολλές φορές ταυτόχρονα — και με πολλές φωνές. Για παράδειγμα:
«Στον Μαρξ, και πάντα προερχόμενοι εκ του Μαρξ, βλέπουμε να ενισχύονται και να μορφοποιούνται τριών ειδών λόγοι, που είναι και οι τρεις αναγκαίοι, αλλά χωρισμένοι και κάτι παραπάνω από αντιτιθέμενοι: παρατεθειμένοι. Η ανομοιότητα που τους συγκρατεί μαζί, υποδηλώνει μια πλειάδα απαιτήσεων στην οποία, μετά τον Μαρξ, ο καθένας μιλώντας, γράφοντας, δεν παραλείπει να νιώθει υποταγμένος, εκτός πια κι αν αισθάνεται ελλειμματικός στα πάντα» (σ.115, εγώ υπογραμμίζω).
«Εκτός πια κι αν αισθάνεται ελλειμματικός στα πάντα». Τι σημαίνει αυτό; Και «μετά τον Μαρξ»;
Η αποτυχία στα πάντα παραμένει, είναι η αλήθεια, πάντα πιθανή. Τίποτα δεν μπορεί να μας διασφαλίσει απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο κι ακόμα λιγότερο απέναντι σε αυτό το συναίσθημα. Και ένα «μετά τον Μαρξ» εξακολουθεί να υποδεικνύει το σημείο προσδιορισμού μετά το οποίο στρατευθήκαμε. Αλλά αν υφίσταται στράτευση ή προσδιορισμός, κέλευσμα ή υπόσχεση, αν υπάρχει αυτή η επίκληση μετά από ένα λόγο που αντηχεί πριν από εμάς, το «μετά» σημειώνει έναν τόπο κι ένα χρόνο που αναμφίβολα προηγούνται από μας, αλλά για να βρίσκονται τόσο μπροστά μας όσο και πριν από μας. [...] Αν το «μετά τον Μαρξ» ονοματίζει ένα μέλλον όσο και ένα παρελθόν, το παρελθόν ενός κυρίου ονόματος, είναι γιατί το ίδιον ενός κυρίου ονόματος θα παραμείνει πάντοτε επικείμενο. Και μυστικό. Θα παραμείνει επικείμενο όχι σαν το μελλοντικό νυν εκείνου που «συγκρατεί μαζί» το «ανόμοιο» (και ο Μπλανσό μιλάει για το ανέφικτο ενός «ανόμοιου» που «συγκρατεί μαζί»· απομένει να σκεφτούμε πώς ένα ανόμοιο θα μπορούσε ακόμα το ίδιο, να συγκρατήσει μαζί, και αν μπορούμε ποτέ να μιλήσουμε για την ίδια την ανομοιότητα, για ένα ταυτόν χωρίς ίδια γνωρίσματα). Αυτό που εκφέρεται «μετά τον Μαρξ» μπορεί μόνο να υποσχεθεί ή να θυμίσει να συγκρατήσουμε μαζί, μέσα σε ένα λόγο που αναβάλλει, αναβάλλοντας όχι μόνο αυτό στο οποίο καταφάσκει, αλλά αναβάλλοντας ακριβώς για να καταφάσκει, για να καταφάσκει επακριβώς, για να μπορέσει (δυνατότητα άνευ δυνατότητας) να βεβαιώσει την έλευση ενός συμβάντος, του ίδιου του μέλλοντός του.
1 note
·
View note
Text
Sean Sayers, Ο Καρλ Μαρξ και η διδασκαλία του (marxistikiskepsi.gr)
Sean Sayers, Ο Καρλ Μαρξ και η διδασκαλία του Ο Μαρξ γεννήθηκε το 1818 από Εβραίους γονείς στο Τρίερ, τότε μια επαρχία της Ρηνανίας στην Πρωσία. Ο πατέρας του ήταν ένας επιτυχημένος φιλελεύθερος δικηγόρος που είχε βαπτιστεί όταν η δουλειά του απειλήθ��κε από τους αντισημιτικούς νόμους. Ο Μαρξ μελέτησε φιλοσοφία, ιστορία και νομικά στα πανεπιστήμια της Βόννης και του Βερολίνου και πήρε το…
View On WordPress
0 notes
Text
Sean Sayers, Ο Καρλ Μαρξ και η διδασκαλία του (marxistikiskepsi.gr)
Sean Sayers, Ο Καρλ Μαρξ και η διδασκαλία του Ο Μαρξ γεννήθηκε το 1818 από Εβραίους γονείς στο Τρίερ, τότε μια επαρχία της Ρηνανίας στην Πρωσία. Ο πατέρας του ήταν ένας επιτυχημένος φιλελεύθερος δικηγόρος που είχε βαπτιστεί όταν η δουλειά του απειλήθηκε από τους αντισημιτικούς νόμους. Ο Μαρξ μελέτησε φιλοσοφία, ιστορία και νομικά στα πανεπιστήμια της Βόννης και του Βερολίνου και πήρε το…
View On WordPress
0 notes
Text
Ελισάβετ Κοτζιά
Γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου.
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1954, στην περιοχή της πλατείας Αμερικής. Ανήκω στις ηλικίες που πέρασαν πολλές ώρες παίζοντας μήλα, κρυφτό και γκαζάκια σε δρόμους και οικόπεδα μιας πόλης που ανοικοδομούνταν ταχύτατα. Εκτός από τo παιχνίδι, διάβαζα πολύ. Με πατέρα συγγραφέα και δημοσιογράφο-κριτικό βιβλίου, είχα στα χέρια μου σε αφθονία όλα τα παιδικά της εποχής. Βυθιζόμουν στον Τρελαντώνη, στον Τομ Σόγιερ, στο Χωρίς οικογένεια και στους Αθλίους. Καθόμουν στη σκιά της πίσω βεράντας του σπιτιού μας, τσιμπώντας βερίκοκα, κεράσια ή σταφύλια, ανάλογα με την εποχή, και διάβαζα. Γύρω στα 10 ορκίστηκα στον εαυτό μου, με τον απόλυτο τρόπο που το κάνουν τα παιδιά, πως θα περάσω τη ζωή μου διαβάζοντας ιστορίες.
✔ Κι έπειτα το ξέχασα. Με τις πρώτες ερωτικές ανησυχίες έβαλα στην άκρη τα βιβλία, για να τα ξαναβρώ λίγα χρόνια αργότερα. Πέρασα στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής το 1972 και ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μέσα στη χούντα άρχισα έτσι να διαβάζω βιβλία των εκδόσεων Θεμέλιο: Μαρξ, Λένιν, Ένγκελς, Μπακούνιν. Αλλά κι αυτό δεν ήταν παρά μια φάση. Με την πτώση της χούντας πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Κατά τη γνώμη μου, είναι λάθος να μιλάμε για τη γενιά του Πολυτεχνείου όταν αναφερόμαστε στην περίοδο μετά το 1974, αν και αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
✔ Πώς ξανασυνάντησα τη λογοτεχνία; Στα είκοσι τρία μου είχα μια αναπάντεχη εμπειρία, για την οποία δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη. Εντελώς ξαφνικά, μια βραδιά –τη θυμάμαι πολύ καλά, σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα με μια μεγάλη παρέα συντρόφων από το ΚΚΕ εσωτερικού–, «δι’ ασήμαντον αφορμήν» κάποιος που με ενδιέφερε μου έριξε μια παγωμένη ματιά – γνώρισα την κατάθλιψη. Από τη μια στιγμή στην άλλη όλα μαύρισαν, έχασα τον μπούσουλα, δεν ήξερα πού βρίσκομαι και που πατώ, έχασα την ικανότητα επαφής με τους γύρω μου, σαν να άρχισαν ξαφνικά όλοι να μιλούν μια ξένη γλώσσα.
✔ Κατόρθωσα να ξαναπιάσω το νήμα σιγά σιγά, με πολλούς τρόπους, και η λογοτεχνία στάθηκε ανεπανάληπτος βοηθός, ανοίγοντάς μου ξανά τις πόρτες προς τον κόσμο. Ο Μάνος Σιμωνίδης, ο πρίγκιπας Αντρέι, ο μικρός Πιπ, ο Μαρσέλ, η κυρία Ράμσεϊ, ο Ρατσινιάκ, ο Ζιλιέν Σορέλ, η Μπέτι Σαρπ, η Ίζαμπελ Άρτσερ, ο πρίγκιπας Μίσκιν, ο Αρκάντι Δολγορούκι, δηλαδή οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, ο Πόλεμος και Ειρήνη, οι Χαμένες Προσδοκίες, το Αναζ��τώντας τον χαμένο χρόνο, το Στον φάρο, ο Μπαρμπα-Γκοριό, το Κόκκινο και το μαύρο, το Πανηγύρι της ματαιοδοξίας, το Πορτρέτο μιας κυρίας, ο Ηλίθιος, ο Έφηβος, με άλλα λόγια ο Στρατής Τσίρκας, ο Λέων Τολστόι, ο Ντίκενς, ο Μαρσέλ Προυστ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, ο Γουίλιαμ Θάκερεϊ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
✔ Κατόρθωσα να ξαναπιάσω το νήμα σιγά σιγά, με πολλούς τρόπους, και η λογοτεχνία στάθηκε ανεπανάληπτος βοηθός, ανοίγοντάς μου ξανά τις πόρτες προς τον κόσμο. Ο Μάνος Σιμωνίδης, ο πρίγκιπας Αντρέι, ο μικρός Πιπ, ο Μαρσέλ, η κυρία Ράμσεϊ, ο Ρατσινιάκ, ο Ζιλιέν Σορέλ, η Μπέτι Σαρπ, η Ίζαμπελ Άρτσερ, ο πρίγκιπας Μίσκιν, ο Αρκάντι Δολγορούκι, δηλαδή οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, ο Πόλεμος και Ειρήνη, οι Χαμένες Προσδοκίες, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, το Στον φάρο, ο Μπαρμπα-Γκοριό, το Κόκκινο και το μαύρο, το Πανηγύρι της ματαιοδοξίας, το Πορτρέτο μιας κυρίας, ο Ηλίθιος, ο Έφηβος, με άλλα λόγια ο Στρατής Τσίρκας, ο Λέων Τολστόι, ο Ντίκενς, ο Μαρσέλ Προυστ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, ο Γουίλιαμ Θάκερεϊ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
✔ Ξανάρχισα έτσι να διαβάζω με πάθος, προσπαθώντας ταυτόχρονα να καταλάβω τι ήταν αυτό που με τραβάει, τι είναι αυτό που μας ελκύει στη λογοτεχνία, να κατανοήσω τα κλειδιά της απόλαυσης. Γιατί η κριτική, μαζί με όλα τα άλλα, είναι μια ανεξάντλητη περιέργεια και η περιέργεια αυτή με έσωσε. Πώς το κείμενο παίρνει ζωή; Πώς πρόσωπα που είναι φτιαγμένα από λέξεις καταλήγουν να αποκτήσουν υπόσταση, να μετατραπούν σε ανθρώπους οι οποίοι μας διδάσκουν και συγχρόνως μάς κρατούν συντροφιά; Πώς γίνεται και ένα κείμενο κατορθώνει να αναπλάσει τον κόσμο που μας περιβάλλει και ένα άλλο αποτυγχάνει; Συνεπώς, κριτική είναι ταυτόχρονα κατανόηση, αξιολόγηση και ιεράρχηση της καλλιτεχνικής αξίας των κειμένων.
✔ Την κριτική δεν τη σπουδάζεις στο πανεπιστήμιο ούτε τη διδάσκεσαι σε κάποια ομάδα εργασίας, τη μαθαίνεις μόνος σου γράφοντας και διαβάζοντας. Ο κριτικός είναι στην πραγματικότητα αυτοδίδακτος, όπως είναι και ο μυθιστοριογράφος. Την κριτική τη μαθαίνεις αναλύοντας τα λογοτεχνικά έργα της εποχής σου, διαβάζοντας φιλολογικές μελέτες και κριτικά δοκίμια, μελετώντας λογοτεχνική θεωρία και ιστορία της λογοτεχνίας. Όλα αυτά μαζί σου είναι απαραίτητα προκειμένου να γίνεις κριτικός, υπό δύο βασικές προϋποθέσεις: η πρώτη είναι να διαβάζεις έργα μεγάλων κλασικών γιατί αυτά είναι που σου δίνουν ένα μέτρο για το πόσο μακριά και πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει η λογοτεχνία, τι μπορεί να πετύχει. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι να επεξεργάζεσαι τα συναισθήματα και τις συγκινήσεις που σου προξενούν τα έργα γιατί αυτά τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις είναι που σε καθοδηγούν για το πώς θα τα κρίνεις, θα τα αξιολογήσεις· πάνω τους στηρίζεσαι, είναι τα εργαλεία με τα οποία τα προσεγγίζεις ώστε να μπορέσεις να καταλήξεις σε συμπεράσματα για την αξία τους. Κάνεις σταθμίσεις, αντιπαραβολές, συγκρίσεις, διαβαθμίσεις εν μέσω ενθουσιασμών, εξάρσεων, παραφορών, ενοχλήσεων, απορρίψεων, επιφυλάξεων, αμφιταλαντεύσεων και ενδοιασμών. Αυτή θεωρώ πως είναι �� εργασία της κριτικής.
✔ Δάσκαλοί μου στην κριτική υπήρξαν με το έργο τους ο Τέλλος Άγρας, ο Δημήτριος Καπετανάκης και ο ξεχασμένος κριτικός των Αλεξανδρινών γραμμάτων Δ. Ζαχαριάδης, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Σπύρος Τσακνιάς, ο Αλέξανδρος Αργυρίου, ο Μανόλης και η Νόρα Αναγνωστάκη, ο Γιώργος Αράγης, ο Νίκος Φωκάς, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, και οι δύο μεγάλοι ποιητές μας με τα γραπτά τους, τα Ανοιχτά χαρτιά και τις Δοκιμές.
✔ Η ψυχανάλυση με βοήθησε επίσης να σταθώ στα πόδια μου. Κι αυτή είναι μια καταβύθιση στον εαυτό και επεξεργασία συναισθημάτων, μια πολύχρονη διαδικασία προκειμένου να μπορέσει κανείς να απαντήσει σε θεμελιώδη ερωτήματα: τι μεσολάβησε, τι μου συνέβη ξαφνικά, γιατί έχασα την ισορροπία μου, την ικανότητα που είχα να ζω χωρίς αγωνία μέσα στην καθημερινότητα; Και είναι πολύ ενδιαφέρον να αντιλαμβάνεσαι κάποια στιγμή μέσα από αυτήν τη μακρά μαθητεία ότι ψυχανάλυση και λογοτεχνία, η μεγάλη τουλάχιστον λογοτεχνία, και οι δυο τους χρησιμοποιούν κάποιους κοινούς τρόπους, κάποια κοινά εργαλεία όπως είναι η ανοικείωση, η μετατροπή του γνωστού και συνηθισμένου σε ασυνήθιστο, άγνωστο και ανοίκειο, προκειμένου να σε βγάλουν έξω απ’ τις συνήθειές σου και να σε κάνουν να αντικρίσεις τη ζωή και τον κόσμο με μια άλλη, πολύ πιο σύνθετη, διεισδυτική ματιά.
✔ Δουλεύοντας σε μια εφημερίδα όπως η «Καθημερινή», είχα την τύχη και τη δυνατότητα να κάνω τη μετάβαση από το οικονομικό ρεπορτάζ, για το οποίο, λόγω σπουδών είχα προσληφθεί, και να περάσω στον χώρο της κριτικής βιβλίου, τον οποίο μοιράστηκα για δυο δεκαετίες με τον καλό συνάδελφο, ποιητή και κριτικό Παντελή Μπουκάλα. Η κριτική βιβλίου υπήρξε τομέας με πολύ μακρά παράδοση στις σελίδες της εφημερίδας –Αιμίλιος Χουρμούζιος, Κλέων Παράσχος, Ανδρέας Καραντώνης, Αλέξανδρος Κοτζιάς μεταξύ άλλων– κι έτσι. παρότι οι καιροί άλλαξαν και η κριτική μετά το 1974 έχασε τη σημασία που είχε πριν και μετά τον πόλεμο, διατήρησε τη θέση της στο φύλλο.
✔ Γεννήθηκα στην οικογένεια δυο συγγραφέων. Ο πατέρας μου Αλέξανδρος Κοτζιάς και ο θείος μου Κώστας Κοτζιάς είχαν δημιουργήσει τη δεκαετία του ’50 τον εκδοτικό οίκο Κόσμος που κυκλοφόρησε μερικές καλές μεταφράσεις κλασικών. Διαπίστωσαν όμως ότι δεν έκαναν για τις επιχειρήσεις κι έτσι εγκατέλειψαν τις εκδόσεις για να αφιερωθούν στη μυθιστοριογραφία και τη μετάφραση. Το γεγονός πως μεγάλωσα μέσα στον κόσμο ��ου βιβλίου έπαιξε ασφαλώς τον ρόλο του στην τελική μου επιλογή. Δεν μπορώ ακόμα να πω γιατί δεν στράφηκα σε αυτόν εξαρχής, γιατί σπούδασα οικονομικά, γιατί έκανα οικονομικές μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο, στο LSE, και συνέχισα δουλεύοντας στο οικονομικό ρεπορτάζ για δέκα χρόνια – τα τέσσερα εξ αυτών ανταποκρίτρια στις Βρυξέλλες της εφημερίδας «Μεσημβρινή». Όλα, βέβαια, σπουδές, ρεπορτάζ, ανταποκρίσεις, σε βοηθούν να γίνεις μια καλή κριτικός. Διότι σε οποιονδήποτε τομέα κι αν δουλεύεις, η δημοσιογραφία σε μαθαίνει να αναζητάς τα ουσιαστικά κάθε θέματος. Δεν υπάρχει άλλωστε περίπτωση να εντρυφήσεις στον «Economist» και να μη διδαχθείς την πυκνότητα και τη σαφήνεια, την υποχρέωση να μη γράφεις ούτε μια λέξη παραπάνω απ’ όσες χρειάζεται, να μη φλυαρείς.
✔ Μάλλον με βοήθησε στη δουλειά μου το ότι προερχόμουν από μια οικογένεια λογοτεχνών, καθώς μου άνοιξε διάφορους δρόμους χωρίς κόπο. Από την άλλη, βέβαια, το βάρος της σύγκρισης δημιουργεί κι αυτό δυσκολίες. Τα πρώτα χρόνια έφταναν στ’ αυτιά μου κακεντρεχείς ψίθυροι, όπως ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου, ο οποίος βεβαίως με βοήθησε στα πρώτα μου βήματα. Σταθήκαμε μπροστά στη βιβλιοθήκη του και μου υπέδειξε ποιους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς άξιζε να διαβάσω. Ήταν πάντα πρόθυμος να συνδράμει οποιονδήποτε του ζητούσε βοήθεια στη λογοτεχνία, θεωρώντας επίσης πως είναι πολύ σημαντική κατάκτηση «το σκαλί το πρώτο». Ήταν καλός οικογενειάρχης, φρόντιζε πάντα να τα έχουμε όλα, χωρίς ωστόσο να ασχολείται με τα παιδιά του, τον αδελφό μου κι εμένα.
✔ Ένα πρόβλημα με την κριτική είναι το εξής: πώς γίνεται μια προσωπική έκφραση για την καλλιτεχνική αξία ενός μυθιστορήματος, δηλαδή μια έκφραση προσωπικού γούστου, να έχει ευρύτερο ενδιαφέρον; Από πού αντλούν ο κριτικός και η κριτικός το δικαίωμα να προβάλλουν τις ατομικές τους γνώμες ως απόψεις με καθολικότερη σημασία; Η απάντηση βρίσκεται, πιστεύω, στο γεγονός πως ο κριτικός δεν περιορίζεται στο να βγάζει αυθαίρετα φιρμάνια, λέγοντας τι είναι καλό και τι δεν είναι, αλλά αναπτύσσει και αιτιολογεί τη γνώμη του. Οι αιτιολογίες αυτές, βέβαια, δεν έχουν αντικειμενική ισχύ, πάλι προϊόν προσωπικού γούστου είναι, φανερώνουν όμως το πώς σκέφτεται – δείχνουν την προσωπική του θεωρία για τη λογοτεχνία. Ανοίγει έτσι με τα χρόνια μια συζήτηση, ένας νοητός διάλογος μεταξύ του κριτικού και του αναγνωστικού κοινού, ο οποίος το βοηθάει να αποκτήσει και αυτό μια συνθετότερη αναγνωστική μάτια.
✔ Συχ��ά κατηγορούν τους κριτικούς ότι είναι αποτυχημένοι λογοτέχνες ή άνθρωποι που θα ήθελαν να είναι λογοτέχνες. Θέτω το ερώτημα στον εαυτό μου: θα με ενδιέφερε να γράφω μυθιστορήματα; Η απάντηση είναι: «ναι, θα με ενδιέφερε». Όμως δεν μπορείς να γίνεις τραγουδιστής αν δεν έχεις φωνή, δεν μπορείς να γίνεις χορευτής αν δεν έχεις ρυθμό, δεν μπορείς να γίνεις γλύπτης αν δεν έχεις την κατάλληλη σωματική διάπλαση. Ανάμεσα σε πολλά άλλα η λογοτεχνία απαιτεί μια γλώσσα που δεν καταφεύγει στη χρήση των γενικών κατηγοριών της νόησης αλλά απαιτεί την ανάπτυξη της συγκεκριμένης έκφρασης των αισθήσεων. Η δική μου έκφραση τείνει προς το αφηρημένο, είναι λογοκρατούμενη, επομένως ακατάλληλη για την λογοτεχνία. Το κατάλαβα αρκετά νωρίς. Αγαπάω τη λογοτεχνία και αισθάνομαι πως συνδέομαι ουσιαστικά μαζί της με τον τρόπο που μου επιτρέπουν τα μέσα που διαθέτω. No hard feelings.
✔ Όπως και σε όλους τους άλλους τομείς, στη διάρκεια των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης τα πάντα ήρθαν πάνω κάτω στον χώρο του βιβλίου. Μέσα σε είκοσι χρόνια, μεταξύ 1985 και 2005 οι τίτλοι των βιβλίων τετραπλασιάστηκαν, πολλαπλασιάστηκε ο τζίρος της αγοράς βιβλίου, δαπανήθηκαν μεγάλα διαφημιστικά κεφάλαια, προσφέρθηκαν υπολογίσιμα πνευματικά δικαιώματα, υπερδιπλασιάστηκε ο αριθμός των μυθιστορημάτων και των διηγηματογραφικών συλλογών, αποθεώθηκε η γυναικεία λογοτεχνία και η πεζογραφία των νέων, καθιερώθηκαν καινούργιοι θεσμοί βράβευσης.
✔ Ωστόσο, παρά το γεγονός πως πολλές εφημερίδες εγκαινίασαν την ίδια εποχή ένθετα βιβλίου, η κριτική συρρικνώθηκε, χάνοντας το κοινωνικό κύρος που είχε στα μέσα του προ��γούμενου αιώνα, καθώς οι νεότεροι μυθιστοριογράφοι άρχισαν να έρχονταν σε επαφή με το αναγνωστικό κοινό όχι με τη διαμεσολάβηση των κριτικών σημειωμάτων αλλά με τη βοήθεια του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ και των αναρίθμητων βιβλιοπαρουσιάσεων. Ήταν, μπορούμε να πούμε, μια αναμενόμενη εξέλιξη σε μια εποχή υποχώρησης των ιεραρχιών και των διακρίσεων. Γιατί ποιος θα το φανταζόταν ποτέ πως το αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά και το ρομάντζο θα θεωρούνταν σήμερα εκλεκτά τμήματα της λογοτεχνίας;
✔ Ένα ερώτημα που συχνά απασχολεί συγγραφείς, φιλολόγους και κριτικούς είναι γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει, με μια-δυο εξαιρέσεις, ιδιαίτερη απήχηση στις ξένες χώρες. Φταίει που η γλώσσα μας είναι μικρή; Φταίει πως ποτέ δεν κατορθώσαμε να αποκτήσουμε μια φερέγγυα κρατική πολιτική στήριξης της ελληνικής πεζογραφίας στο εξωτερικό; Ευθύνεται μήπως η ποιότητα του ελληνικού μυθιστορήματ��ς, εξακολουθούμε δηλαδή να είμαστε η χώρα της ποίησης και του διηγήματος; Το ζήτημα είναι σύνθετο και δεν υπάρχουν απλές απαντήσεις.
✔ Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική πεζογραφία ανθεί. Βγαίνουν κάθε χρόνο αρκετά καλά μυθιστορήματα και διηγηματογραφικές συλλογές. Ο πολλαπλασιασμός των τίτλων των μυθιστορημάτων που σημειώθηκε στη Μεταπολίτευση δεν σήμανε βέβαια την απογείωση της ελληνικής πεζογραφίας. Διατήρησε όμως το ίδιο καλό επίπεδο που είχε τις προηγούμενες δεκαετίες, μετά τον πόλεμο. Ωστόσο, ένας από τους λόγους που δυσκολεύεται να κάνει αισθητή την παρουσία της στο εξωτερικό είναι, πιστεύω, ο εξής: καίρια προϋπόθεση για να μπορέσει ένας συγγραφέας του οποίου η γλώσσα είναι μικρή να διεισδύσει στις ξένες αγορές είναι το να έχει το μυθιστόρημά του ελκυστική πλοκή. Ελληνικά μυθιστορήματα με συναρπαστικές περιπέτειες ασφαλώς υπάρχουν. Είναι όμως λίγα, όχι τόσα ώστε να κατορθώσουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στις ξένες αγορές ως ενδιαφέρουσα, ελληνικής προέλευσης λογοτεχνία κι έτσι να κινητοποιηθεί η επιθυμία των ξένων για το ελληνικό βιβλίο. Οι καλοί Έλληνες λογοτέχνες είναι από καλοί ως εξαιρετικοί τεχνίτες, όχι όμως θελκτικοί «παραμυθάδες». Το έργο τους δεν στηρίζεται στη γοητευτική πλοκή αλλά σε διάφορα αφηγηματικά τεχνάσματα – στην τεχνική της υποβολής, στο αποσπασματικό μοντάζ, στις αποσιωπήσεις. Επίσης, έχουμε καλούς διηγηματογράφους, αλλά ούτε το διήγημα αποτελεί ευπρόσδεκτο είδος στις διεθνείς αγορές. Τέλος, έχουμε καλούς στυλίστες των οποίων τα πεζά παραπέμπουν στην ποίηση – ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αισθητή η πρόζα τους στις ξένες αγορές.
✔ Είναι πολλά τα μυθιστορήματα των συγγραφέων της Μεταπολίτευσης που αγαπώ. Δεν γίνεται βέβαια να τα απαριθμήσω όλα, δεν θα διστάσω όμως να αναφέρω μερικά. Οι Βραδιές μπαλέτου του Αλέξη Πανσέληνου, το Εις τον πάτο της εικόνας της Μάρως Δούκα, ο Άχρηστος Δημήτρης του Γιώργου Συμπάρδη, η Ιστορία του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, το Και με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη, το Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές της Έρσης Σωτηροπούλου, το Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα του Τάκη Θεοδωρόπουλου, τα Σπασμένα ελληνικά του Θανάση Χειμωνά, η Ιδιαίτερα της Ελιάνας Χουρμουζιάδου, το Τι είδε η γυναίκα του Λωτ της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, το Απόψε δεν έχουμε φίλους της Σοφίας Νικολαΐδου, η Δεξιά τσέπη του ράσου του Γιάννη Μακριδάκη, ολόκληρος ο Δημήτρης Νόλλας και ο Θανάσης Βαλτινός. Και από τους διηγηματογράφους ή τους στυλίστες των μικρών πεζών θα αναφέρω τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, τον Τάσο Καλούτσα, τον Αργύρη Χιόνη, τον Κώστα Παπαγεωργίου, τον Κώστα Μαυρουδή, τ��ν Αριστείδη Αντωνά.
✔ Τι άλλο χρειάζεται για να γίνει κανείς κριτικός; Χρειάζεται πολύ διάβασμα προκειμένου να πλάσεις τα κριτήρια σου και την εντελώς προσωπική σου θεωρία. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται να μπορείς να σβήνεις και να ξεχνάς όλα όσα γνωρίζεις έτσι ώστε να είσαι δεκτικός απέναντι στο καινούργιο, διότι καλή λογοτεχνία είναι αυτή που μπορεί να ανανεώνει τα αφηγηματικά εργαλεία της παράδοσης. Ο κριτικός χρειάζεται, λοιπόν, να μπορεί να αποκτά τη δίψα και την αθωότητα που είχε όταν διάβαζε σαν ήταν παιδί. Κι ακόμα, χρειάζεται να έχει τέτοια εσωτερική συγκρότηση ώστε να μην παρασύρεται ούτε απ’ τις πιέσεις των ενδιαφερομένων –αυτό έτσι κι αλλιώς– ούτε από τις δικές του ψυχικές μεταπτώσεις ή εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι πιέσεις των βιοτικών αναγκών. Ο κριτικός χρειάζεται να είναι ενθουσιώδης και μαζί στοχαστικός.
✔ Με τι ασχολούμαι αυτή την εποχή; Για έναν επαγγελματία αναγνώστη συνταξιοδότηση δεν σημαίνει παύση. Μετά τις δυο μελέτες μου, Ιδέες και αισθητική – Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974 και Ελληνική πεζογραφία 1974-2010 – Το μέτρο και τα σταθμά, θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό ένα δοκίμιο για το πώς γράφεται η λογοτεχνία, και από τις εκδόσεις Κίχλη ένας τόμος με επιλογή από τα κριτικά σημειώματα της περιόδου 1984-2024. Και, υγεία να έχουμε, κάνουμε πολλά ταξίδια με τον άντρα μου Γιάννη Δρόσο, με τον οποίο κλείνουμε φέτος πενήντα χρόνια μαζί. Επισκεπτόμαστε τον γιο μας Αλέξανδρο στο Βερολίνο και προγραμματίζουμε μακρινές εκδρομές, αφήνοντας τις πιο κοντινές της Ευρώπης για το απώτερο μέλλον και τα βαθιά γηρατειά μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
Γερμανία, Πρωτομαγιά 1934. 1) Αναμνηστικό της «Εργατικής Πρωτομαγιάς». Θα έλεγε κανείς ότι χρόνια πριν οι Ναζί προετοίμαζαν το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολώτοφ / Από το μουσείο Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ > https://bit.ly/4aXupaF 2) φωτομοντάζ του John Heartfield για το τεύχος της 19ης Απριλίου 1934 του αριστερού περιοδικού AIZ: Ο δόκτορ Γκέμπελς μεταμφιέζει τον Χίτλερ σε Μαρξ. Ο οποίος, Χίτλερ, κρατά το ανωτέρω αναμνηστικό —κλικ στην εικόνα για να φανεί ολόκληρη
5 notes
·
View notes
Note
κφκδκσ και εγώ τον καρλ μαρξ σκέςφτηκα 😭 great minds etc etc
😭Great minds
3 notes
·
View notes
Text
Διαβάζω μαρξ με οικονομοπουλο στα ακουστικά 🤡
7 notes
·
View notes
Text
Συγγραφέας: Maier Corinne / Simon Anne ISBN: 9789601658537 Εκδοτικός οίκος: Πατάκη Σελίδες: 64 Διαστάσεις: 21x28 Έτος έκδοσης: 2017
0 notes
Text
Συγγραφέας: Maier Corinne / Simon Anne ISBN: 9789601658537 Εκδοτικός οίκος: Πατάκη Σελίδες: 64 Διαστάσεις: 21x28 Έτος έκδοσης: 2017
0 notes
Text
«Πολυτελή πιστεύω»: Το νέο σύμβολο στάτους των πλουσίων
Του Εμμανουήλ Μπέζα (*) Ο κοινωνικός ψυχολόγος Rob Henderson ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο «πολυτελή πιστεύω» στην κοινωνιολογική συζήτηση. Η αταξική κοινωνία του Μαρξ είναι ίσως ο μεγαλύτερος αστικός μύθος πέρα απόουτοπία. Η αρχή Pareto (**) είναι ο βασικός της αντίπαλος. Οιεπαναστάσεις που έλαβαν μέρος στην Ευρώπη τον 19ο και τον 20ο αιώνα […] «Πολυτελή πιστεύω»: Το νέο σύμβολο στάτους των…
0 notes
Text
«Πολυτελή πιστεύω»: Το νέο σύμβολο στάτους των πλουσίων
Του Εμμανουήλ Μπέζα (*) Ο κοινωνικός ψυχολόγος Rob Henderson ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο «πολυτελή πιστεύω» στην κοινωνιολογική συζήτηση. Η αταξική κοινωνία του Μαρξ είναι ίσως ο μεγαλύτερος αστικός μύθος πέρα απόουτοπία. Η αρχή Pareto (**) είναι ο βασικός της αντίπαλος. Οιεπαναστάσεις που έλαβαν μέρος στην Ευρώπη τον 19ο και τον 20ο αιώνα […] «Πολυτελή πιστεύω»: Το νέο σύμβολο στάτους των…
0 notes
Text
«Πολυτελή πιστεύω»: Το νέο σύμβολο στάτους των πλουσίων
Του Εμμανουήλ Μπέζα (*) Ο κοινωνικός ψυχολόγος Rob Henderson ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο «πολυτελή πιστεύω» στην κοινωνιολογική συζήτηση. Η αταξική κοινωνία του Μαρξ είναι ίσως ο μεγαλύτερος αστικός μύθος πέρα απόουτοπία. Η αρχή Pareto (**) είναι ο βασικός της αντίπαλος. Οιεπαναστάσεις που έλαβαν μέρος στην Ευρώπη τον 19ο και τον 20ο αιώνα […] «Πολυτελή πιστεύω»: Το νέο σύμβολο στάτους των…
0 notes
Text
Το Καταστατικό της Α΄ Διεθνούς (Καρλ Μαρξ)
Το Καταστατικό της Α΄ Διεθνούς Γράφει: Καρλ Μαρξ Η Διεθνής Ένωσης των Εργατών 1871Γενικοί Κανόνες, Οκτώβριος 1871 Γράφτηκε: Οκτώβριος, 1871 Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά: 24 Οκτωβρίου, 1871Πηγή: Πρωτότυπο φυλλάδιοΜεταγραφή/Markup: Zodiac/Brian BagginsΔιαδικτυακή έκδοση: Marx & Engels Internet Archive (marxists.org) 2000Μετάφραση στα ελληνικά (για τη «Μαρξιστική Φωνή»): Άγγελος Ηρακλείδης Έχοντας…
View On WordPress
#First International (1864–1876)#International Workingmen&039;s Association#IWA#Ά Διεθνής#Καρλ Μαρξ#Karl Marx
0 notes
Text
Το Καταστατικό της Α΄ Διεθνούς (Καρλ Μαρξ)
Το Καταστατικό της Α΄ Διεθνούς Γράφει: Καρλ Μαρξ Η Διεθνής Ένωσης των Εργατών 1871Γενικοί Κανόνες, Οκτώβριος 1871 Γράφτηκε: Οκτώβριος, 1871 Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά: 24 Οκτωβρίου, 1871Πηγή: Πρωτότυπο φυλλάδιοΜεταγραφή/Markup: Zodiac/Brian BagginsΔιαδικτυακή έκδοση: Marx & Engels Internet Archive (marxists.org) 2000Μετάφραση στα ελληνικά (για τη «Μαρξιστική Φωνή»): Άγγελος Ηρακλείδης Έχοντας…
View On WordPress
#First International (1864–1876)#International Workingmen&039;s Association#IWA#Ά Διεθνής#Καρλ Μαρξ#Karl Marx
0 notes
Text
Το 1972 ο Τζέφρι Ρόμπερτς, ο Βρετανός συγγραφέας του βιβλίου Η βιβλιοθήκη του Στάλιν, ήταν 20 ετών και μόλις είχε αρχίσει να συγκροτεί τη δική του, προσωπική βιβλιοθήκη. Ένα από τα πρώτα αποκτήματά του ήταν μια μεταχειρισμένη αγγλόφωνη συλλογή δεκατριών τόμων με τα Άπαντα του Στάλιν. Ο Ρόμπερτς δεν ήξερε τότε ότι η έκδοση των Απάντων των Σοβιετικών ηγετών ήταν μια βιομηχανία στην αλήστου μνήμης ΕΣΣΔ, την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Τα Άπαντα του Στάλιν ήταν προγραμματισμένο να εκδοθούν σε δεκαέξι τόμους. Εκδόθηκαν τελικά δεκατρείς στο διάστημα από το 1946 έως το 1949. Τους υπόλοιπους τρεις τους έφαγε η μαρμάγκα της αποσταλινοποίησης. Η ολοκλήρωση του έργου ακυρώθηκε μετά την αποκήρυξη του Στάλιν από τον Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του Κόμματος το 1956.
Το απόκτημα, όμως, αποδείχτηκε προφητικό. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ρόμπερτς αναδείχθηκε κορυφαίος ιστορικός της σοβιετικής ιστορίας. Και το 2022, πενήντα χρόνια μετά από εκείνη την αγορά, ο Ρόμπερτς εξέδωσε τη συναρπαστική ιστορία της «βιβλιοθήκης του Στάλιν». Ο Ρόμπερτς, που είναι σήμερα ομότιμος καθηγητής του University College Cork της Ιρλανδίας, δείχνει στο βιβλίο πώς ο Στάλιν, «ο αιμοδιψής τύραννος, ο μηχανορράφος πολιτικός, η παρανοϊκή προσωπικότητα, ο φανατικός ιδεολόγος, ο επαναστάτης, ο θεμελιωτής κράτους, ο εκσυγχρονιστής, το τέρας, η ιδιοφυΐα, ο γενοκτόνος, ο πολέμαρχος», ήταν και διανοούμενος, αφοσιωμένος σε ατέλειωτο διάβασμα, συγγραφή και επιμέλεια εκδόσεων. Ο Ρόμπερτς μας λέει ότι τα βιβλία οδήγησαν τον Στάλιν στην επανάσταση και ήταν εντελώς απαραίτητα για «την αυτονομία του ως πολιτικού δρώντος».
Ο Στάλιν, για όσους δεν ξέρουν τη βιογραφία του, είχε δεχθεί υψηλής ποιότητας εκπαίδευση από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας. Προοριζόταν για παπάς. Το 1888 εισήχθη στο εκκλησιαστικό σχολείο του Γκόρι στη Γεωργία. Ήταν τόσο καλός μαθητής που το εκκλησιαστικό συμβούλιο τον είχε απαλλάξει από τα δίδακτρα, του είχε χορηγήσει δωρεάν διδακτικά βιβλία και του είχε δώσει ως έπαθλο τη γεωργιανή έκδοση των Ψαλμών του Δαβίδ με ιδιαίτερη αφιέρωση. Τον Μάιο του 1894 έδωσε εξετάσεις στη Θεολογική Σχολή της Τιφλίδας, παίρνοντας σε όλα τα μαθήματα άριστα, που ήταν το πέντε (5), εκτός των Ελληνικών και της Αριθμητικής όπου πήρε τέσσερα (4). Μέσα σ’ αυτήν τη σχολή ο Στάλιν ήρθε για πρώτη σε επαφή με μαρξιστικές ομάδες μελέτης, μάλιστα τέθηκε επικεφαλής τους. Το 1898 εντάχθηκε στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα και τον Μάιο του 1899 εγκατέλειψε τη Θεολογική Σχολή. Πάντως, μέχρι τότε, το βιβλίο που είχε μελετήσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ήταν η Βίβλος. Σε αυτήν τη μακρά φοίτησή σε εκκλησιαστικές σχολές στηρίχτηκαν διάφορες θεωρίες για τον κρυφά «ορθόδοξο Στάλιν», όταν ο ίδιος ήταν πλέον μπολσεβίκος. Ποτέ δεν αποδείχτηκε όμως ότι παρέμενε κρυφά πιστός, ότι προσευχόταν και ότι διάβαζε τη Βίβλο.
Ο Στάλιν άρχισε να φτιάχνει την προσωπική βιβλιοθήκη του μετά την επανάσταση του 1917. Μπορούσε να βρίσκει και να διαβάζει τα πάντα, μολονότι από το 1922 η σοβιετική εξουσία εγκαθίδρυσε ένα περίτεχνο και σκληρό σύστημα λογοκρισίας. Η υπηρεσία λογοκρισίας, η Γκλαβλίτ, απασχολούσε χιλιάδες υπαλλήλων. Ένα από τα καθήκοντά τους ήταν να εκκαθαρίσουν τις βιβλιοθήκες από επικίνδυνα βιβλία. Κατά τα πρώτα χρόνια επικεφαλής των εκκαθαρίσεων ήταν η σύντροφος του Λένιν, η Ναντέζντα Κρούπσκαγια. Στη δεκαετία του 1930 και στο αποκορύφωμα της σταλινικής τρομοκρατίας αφαιρέθηκαν από τις βιβλιοθήκες και από το δίκτυο εμπορίου βιβλίων 16.453 τίτλοι και περισσότερα από 24 εκατομμύρια αντίτυπα.
Από το 1917 έως το 1925 η βιβλιοθήκη του Στάλιν έφτασε να αριθμεί χιλιάδες τίτλους. Τον Μάιο του 1925 αποφάσισε να την ταξινομήσει και πρότεινε ο ίδιος τις κατηγορίες: όχι ανά συγγραφέα αλλά θεματικά. Υπέδειξε 31 θεματικές ενότητες, όπως φιλοσοφία, ψυχολογία, ρωσική ιστορία, διπλωματία, Η θέση των εργατών, συνδικάτα αλλά και μυθοπλασία, κριτική τέχνης, λεξικά, απομνημονεύματα κ.ά. Ονομαστικά ζήτησε να ταξινομηθούν τα βιβλία των Λένιν, Μαρξ, Ένγκελς, Κάουτσκι, Πλεχάνοφ, Τρότσκι, Μπουχάριν, Ζινόβιεβ αλλά και τα βιβλία του Γάλλου σοσιαλιστή Πολ Λαφάργκ. Ο Στάλιν και όλη η γενιά του θαύμαζαν τον Λαφάργκ λόγω του βιβλίου του Το δικαίωμα στην τεμπελιά. Ο Λαφάργκ ήταν παντρεμένος με την δεύτερη κόρη του Μαρξ, τη Λόρα. Και οι δυο τους αυτοκτόνησαν μαζί το 1911. Αλλά, παρά την αυτοκτονία, που θεωρούνταν αντιεπαναστατική πράξη, ο Στάλιν είχε πολλά βιβλία του Λαφάργκ στη βιβλιοθήκη του.
Λέγεται ότι η βιβλιοθηκονόμος του Στάλιν ήταν η Σουσάνικα Μανουτσαριάντς, που ήταν και η βιβλιοθηκονόμος του Λένιν μέχρι τον θάνατό του το 1924. Μάλιστα η Σουσάνικα είχε δημιουργήσει τη σφραγίδα ex libris του Στάλιν «Biblioteka I.V. Stalina». Συνάδελφος της Σουσάνικα στο γραφείο του Λένιν ήταν η Ναντέζντα Αλληλούγεβα, η δεύτερη σύζυγος του Στάλιν και μητέρα των παιδιών του Βασίλι και Σβετλάνα. Η Ναντέζντα αυτοκτόνησε το 1932. Ήταν «μια φευγαλέα φιγούρα του σταλινικού σύμπαντος». Τα αίτια και οι συνθήκες του θανάτου δεν έγιναν γνωστά και η αυτοκτονία της αποσιωπήθηκε. Από τη δεκαετία του 1930 το γυναικείο ζήτημα και οι έμφυλες σχέσεις αντιμετωπίζονταν πολύ συντηρ��τικά σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της επανάστασης. Ο Στάλιν ήταν επίσης ομοφοβικός (το 1934 η ομοφυλοφιλία απαγορεύτηκε). Κι ενώ δεν ήταν αντισημίτης, αξιοποίησε ή αποδέχτηκε τον αντισημιτισμό, όπως γράφει ο Ρόμπερτς, για να προωθήσει την εκστρατεία κατά του κοσμοπολιτισμού κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και μέχρι τον θάνατό του το 1953.
Η βιβλιοθήκη του Στάλιν θεωρούνταν κάτι το ιερό. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς τα χιτλερικά στρατεύματα πλησίαζαν τη Μόσχα, η βιβλιοθήκη είχε τοποθετεί σε κιβώτια που στάλθηκαν στη Σαμάρα, στη νοτιοανατολική Ρωσία. Μετά τον θάνατο του Στάλιν, υπήρχε σχέδιο να μετατραπεί η ντάτσα του κοντά στη Μόσχα σε μουσείο αφιερωμένο στη ζωή του, όπου θα έβρισκε θέση και η βιβλιοθήκη του. Ο Χρουστσόφ, όμως, ακύρωσε το σχέδιο αυτό και δρομολόγησε τη διάλυση της βιβλιοθήκης. Ευτυχώς κάποιοι αρχειονόμοι διέσωσαν περίπου τετρακόσια βιβλία που είχαν διαβαστεί και σχολιαστεί από τον ίδιο το Στάλιν καθώς και μερικές χιλιάδες που ταυτοποιήθηκαν ως μέρος της συλλογής του. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι αυτά τα τόσο σημαντικά κατάλοιπα της βιβλιοθήκης του δικτάτορα είναι σήμερα προσβάσιμα χάρη στους Αμερικανούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Τζόναθαν Μπρεντ, εκδότης του Yale University Press, πήγε στη Μόσχα κα�� διαπραγματεύτηκε τη δημιουργία του ψηφιακού αρχείου Στάλιν, το Yale’s Stalin Digital Archive.
Είναι φυσικό πολλοί τίτλοι από τη βιβλιοθήκη να αφορούν τη μαρξιστική φιλοσοφία, την οικονομία, την πολιτική κ.λπ., αλλά υπάρχουν και τίτλοι για τη ρωμαϊκή και αρχαία ελληνική ιστορία. Τον Στάλιν ενδιέφεραν επίσης οι βιογραφίες για τον Μεγάλο Πέτρο και τον Ιβάν τον Τρομερό· ίσως να ταυτιζόταν μαζί τους. Πολύ ενδιαφέρον έχει όμως η λογοτεχνία. Έργα του Τουργκένιεφ, του Ντοστογιέφσκι, του Πούσκιν, μεταφράσεις στα ρωσικά έργων του Τζακ Λόντον ή του Μαρκ Τουέιν, όπως το Ένας γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου, του Ουγκό, του Σαίξπηρ, του Φλομπέρ. Στο βιβλίο του Μαξίμ Γκόρκι Ο θάνατος και η κόρη υπάρχει σχόλιο του Στάλιν ότι «αυτό το έργο είναι πιο δυνατό από τον Φάουστ του Γκαίτε». Αγαπούσε επίσης τον Ντίκενς. Ο Ρόμπερτς παρατηρεί ότι «ένα στοιχεία του Ντίκενς που εκτιμούσαν οι πουριτανοί μπολσεβίκοι, όπως ο Στάλιν, ήταν η πλήρης απουσία από τα έργα του της ενσώματης σεξουαλικότητας». Πολλά από τα σχόλια του Στάλιν (τα «πομέτκι») στα περιθώρια των σελίδων ήταν του τύπου «χα χα», «αρλούμπε��», «ανόητος», «κάθαρμα», «παράτα μας» αλλά και «ναι, ναι», «συμφωνώ», «σωστά», «έτσι είναι». Το λογοτεχνικό γούστο του Στάλιν, όπως και του Λένιν, ήταν συμβατικό και συντηρητικό.
Ο Ρόμπερτς γράφει ότι από την εποχή της ανακάλυψης των υπολειμμάτων της προσωπικής βιβλιοθήκης του Στάλιν πολλοί ανέτρεξαν στα βιβλία για να βρουν τι ήταν αυτό που έκανε «τόσο φρικαλέα την διακυβέρνησή του». Δεν υπάρχει όμως τίποτα κρυμμένο εκεί, γράφει ο Ρόμπερτς. Όλα είναι σε κοινή θέα. Η πολυσυζητημένη παράνοια του Στάλιν δεν ήταν προσωπική αλλά πολιτική. Ας πούμε, η μαζική δολοφονική καταστολή που εξαπέλυσε τη δεκαετία του 1930 πυροδοτήθηκε από την αντίληψη που είχε διαμορφώσει περί μιας τρομερής υπαρξιακής απειλής που αντιμετώπιζε το σοβιετικό κράτος.
Το βιβλίο του Τζέφρι Ρόμπερτς (στην πολύ καλή μετάφραση του Βαγγέλη Τσίρμπα) μας βοηθάει να κατανοήσουμε και τη σημερινή Ρωσία. Να κατανοήσουμε τον ίδιο τον Πούτιν, ένα είδος σταλινοτσαρικού ηγέτη.
✔ Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
2 notes
·
View notes
Text
«Πολυτελή πιστεύω»: Το νέο σύμβολο στάτους των πλουσίων
Του Εμμανουήλ Μπέζα (*) Ο κοινωνικός ψυχολόγος Rob Henderson ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο «πολυτελή πιστεύω» στην κοινωνιολογική συζήτηση. Η αταξική κοινωνία του Μαρξ είναι ίσως ο μεγαλύτερος αστικός μύθος πέρα απόουτοπία. Η αρχή Pareto (**) είναι ο βασικός της αντίπαλος. Οιεπαναστάσεις που έλαβαν μέρος στην Ευρώπη τον 19ο και τον 20ο αιώνα […] «Πολυτελή πιστεύω»: Το νέο σύμβολο στάτους των…
0 notes