#Εκδόσεις βιβλίων
Explore tagged Tumblr posts
Text
Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Νίκο Καζαντζάκη στο 2ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων - Πέμπτη, 22 Ιουνίου 2023, στις 7 μ.μ., στο Μεγάλο Αρσενάλι
Δύο βιβλία που ταξίδεψαν, αγαπήθηκαν, και μετασχηματίστηκαν πάνω στο θεατρικό σανίδι, φέρνουν στο επίκεντρο οι Εκδόσεις Ραδάμανθυς, στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων. Πιο συγκεκριμένα, την Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023, στις 7 το απόγευμα, στο Μεγάλο Αρσενάλι, στη θεματική ενότητα: «Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο ρόλος του έργου του στην εικόνα της ελληνικής και της κρητικής ταυτότητας στο…
View On WordPress
#Ένα πουλί πάνω απ&039; την άβυσσο#Κρήτη#Λογοτεχνία#Νίκος Καζαντζάκης#Ο μικρός πρίγκηπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της αναζήτησης#Χρήστος Τσαντής#Χανιά#βιβλία#εκδόσεις Ραδάμανθυς#εκδόσεις βιβλίων#εκδοτικοί οίκοι
2 notes
·
View notes
Note
hey king, χρειαζομαι βοήθεια! έχεις καθόλου προτάσεις βιβλίων από κουίρ ελληνίδες συγγραφείς; (προσπαθώ γενικότερα να διαβάσω περισσότερα βιβλία ελλήνων. αλλά μέχρι τώρα το μόνο που βρήκα είναι η ερωμένη της)
Χευ!! Άργησα λιγάκι αλλά αυτή είναι μια μικρή λίστα κουίρ ελληνικής λογοτεχνίας, ποίησης, ιστορίας και κοινωνιολογικών έργων - δεν είμαι σίγουρος αν όλοι οι συγγραφείς είναι οι ίδιοι λοατκι, και κάποια από αυτά τα έργα (ειδικά τα παλιότερα) μπορεί να έχουν outdated ιδέες ή να περιγράφουν αρκετά σκληρά πράγματα, οπότε: read with caution. Δεν τα έχω διαβάσει όλα, μόνα κάποια, αλλά είναι στη λίστα μου! Αν ξέρει κανένα σας κι άλλα, στείλτε μου και θα τα προσθέσω <3<3 💌 <3<3
Λόλα Καραμπόλα - Ερωφίλη Κόκκαλη
Ελαττωματικό Αγόρι - Sam Albatros
Τι Θυμάσαι απ’ τον Θάνατό Σου; - Πυθαγόρας Ελευθεριάδης
Οι Νταλίκες και Τα Γυναικάκια τους - Άννη Σιμάτη
Μπλε Υγρό - Βίβιαν Στεργίου
Ο Τελευταίος Κύκνος - Στέφανος Δάνδαλος
Καλαμέρως - Ευριπίδης Σαμπάτης
Ήσυχα να πας - Ούρσουλα Φωσκόλου
Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα - Νόα Τίνσελ
μερακλίνα|κουκιμπιμπέρισσα|ομπλαντί - Ευά Παπαδάκης
Αμφί και Απελευθέρωση, & Ο Καιάδας - Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
Σεξουαλικότητα (Θεωρίες και πολιτικές της Ανθρωπολογίας) - Κώστας Γιαννακόπουλος
Σώμα | Φύλο | Σεξουαλικοτητα (ΛΟΑΤΚ πολιτικές στην Ελλάδα) - Άννα Αποστολέλλη και Αλεξάνδρα Χαλκιά
Κλωτσιές με δωδεκάποντα: Η ανάλυση ενός συλλογικού εμείς μετά τη δολοφονία του Ζακ/της Ζάκι - Μαρία Μάζη
Η Πάλη για την Τρανς Απελευθέρωση - Αφροδίτη Φράγκου
Ανθολογία Ελληνικής Κουήρ Ποίησης (Εκδόσεις Θράκα)
Έλα να σου πω: Φεμινιστικές, λεσβιακές ναι κουήρ αφηγήσεις της μεταπολίτευσης (FAC Press)
Χασέπ - Αρτέμης Μαυρομμάτης
Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι - Νικόλας Κουτσοδόντης
Μονοκατοικία με κήπο - Χρήστος Ρούσσος
Homo Thessalonikus - Κυριάκος Βλάχος
re eiste oloi poly gay kai sas variemai - Μότσι Γεωργίου
Η Ζωή Μου Στο Κόκκινο - Ζώντας με το AIDS: Μαρτυρίες - Μάριος Λαζανάς
Ομόνοια, 1980 - Γιώργος Ιωάννου
Μπέττυ - Ελισάβετ Βακαλιδου
Ο γοργόνος και άλλα πλάσματα - Σπύρος Χαιρέτης
Ελ Ποι, Ελληνική Λεσβιακή Ποίηση - Χαρά Τρε
Η φίλη μου κυρία Ντόρα Ρωζέττη - Ελένη Μπακοπούλου
Προσευχές Έκτακτης Ανάγκης - Τάκης Σπετσιώτης
Η Μεταφυσική της Μιας Νύχτας - Ανδρέας Αγγελάκης
Δυο Σταγόνες Βροχή - Πρόδρομος Σαββίδης
Ίσως #1: Ανθολογία Σύγχρονου Ελληνικού Διηγήματος (Εκδόσεις ΟΞΥ)
Αυτή η νύχτα μένει - Θάνος Αλεξανδρής
Ήθελα να γίνω αστροναύτης - Μίλτος Κουτλής
Επιθυμίες και πολιτική, & Ελληνική Τηλεόραση και Ομοερωτισμός - Κωνσταντίνος Κυριακός
Καλιαρντά <3 - Ηλίας Πετρόπουλος
Μπλε Καστόρινα Παπούτσια - Θανάσης Σκρουμπέλος
Ιστορίες για να μη λείπεις όσο θα λείπεις - Παρασκευάς Καρασούλος
Ερωτογενείς Ζώνες - Marachi
Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο - Τζένη Χειλουδάκη
[[Γνωστοί Ποιητές του 20ου αιώνα: Κωνσταντίνος Καβάφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου]]
Επίσης- τσεκάρετε τις Εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης & τις εκδόσεις Οδός Πανός - Σιγ��ρέτα.
Για όσα είναι Αθήνα, οι παραπάνω οίκοι έχουν βιβλιοπωλεία (το ένα στη Βικτώρια, το άλλο στα Εξάρχεια). Προτείνω επίσης το κουήρ βιβλιοπωλείο Hyper Hypo στο Μοναστηράκι, τη συλλογή του Feminist Autonomous Center στον Άγιο Παντελεήμονα, και την πολύγλωσση βιβλιοθήκη We Need Books στην Κυψέλη (στην οποία θα βρείτε ένα pride section και δωρεάν τσαγάκι).
157 notes
·
View notes
Text
Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που σχεδόν κανείς δεν διαβάζει βιβλίο στο μετρό»
Η πολυβραβευμένη μεταφράστρια μιλά για την προσωπική της διαδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας, για το στοίχημα της καλής μετάφρασης και εξηγεί τι σημαίνει να δουλεύεις πάνω σε κορυφαία έργα του Φλομπέρ, του Καμί, του Μαρκήσιου ντε Σαντ και της Ανί Ερνό.
Η ζωή της είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε βιβλία, ταινίες και εκλεκτούς φίλους που τους ενώνει η αγάπη για τα καλά μυθιστορήματα. Το διαμέρισμά της, στα «ορεινά» του Κολωνακίου, είναι όπως το φανταζόμουν. Γεμάτο αναρίθμητα βιβλία, οικογενειακά πορτρέτα, ταινίες, πίνακες ζωγραφικής, συλλογές από σουβενίρ που έχει φέρει απ’ τα ταξίδια της στο εξωτερικό αλλά και ήσυχες γωνιές ανάγνωσης. Στο μεγάλο τραπέζι κυριαρχεί το αναλόγιο στο οποίο είναι τοποθετημένο μόνιμα ένα ξενόγλωσσο λεξικό. Δίπλα, ένα laptop, ένα σημειωματάριο και πάντοτε δύο πακέτα τσιγάρα. Αυτό είναι το προσωπικό εργαστήρι της, στο οποίο εργάζεται καθημερινά η σπουδαία μεταφράστρια Ρίτα Κολαΐτη. «Είναι ρηχή και επιφανειακή η εποχή μας. Δεν υπάρχει διάθεση για αναζήτηση και δημιουργία. Γι’ αυτό και δυσκολεύομαι να βγαίνω από το σπίτι μου. Προτιμώ ώρες ατελείωτες να τις αφιερώνω στην ανάγνωση καλών βιβλίων. Είναι για μένα η ιδανική συναισθηματική ανακούφιση», μου εξηγεί. Είναι μια ευγενική και σαγηνευτική πνευματική φυσιογνωμία, η οποία έχει επιλέξει να κινείται μεταξύ μιας λιτής καθημερινότητας και μιας κοσμοθεωρίας που στηρίζεται στη ζωογόνο δύναμή της: τη λογοτεχνική μετάφραση.
Από τα εφηβικά της χρόνια την ακολουθεί ένα ασίγαστο πάθος για τη λογοτεχνία. Θεωρεί πως το «σαράκι» της λογοτεχνικής μετάφρασης απαιτεί αφοσίωση, τριβή με τις λέξεις και, κυρίως, προϋποθέτει να είσαι καλός αναγνώστης. Έχει μεταφράσει βιβλία–ορόσημα της παγκόσμιας εκδοτικής παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει λάβει το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα για το βιβλίο του J.K. Huysmans «Ανάστροφα» (εκδ. Στερέωμα), το βραβείο Λογο��εχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ για το μυθιστόρημα «Η κόκκινη Μασσαλία» του Maurice Attia (εκδ. Πόλις) αλλά και το βραβείο Μετάφρασης Βιβλίου για Παιδιά της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Λίγο πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας μου λέει ότι τώρα ετοιμάζει τις μεταφράσεις του «Καβγατζή της Βρέστης» του Ζαν Ζενέ για τις εκδόσεις Μεταίχμιο και της «Ελπίδας» του Αντρέ Μαλρό για τις εκδόσεις Gutenberg.
— Από μικρή διαβάζετε ασταμάτητα. Τι έχετε κερδίσει και τι έχετε χάσει όλα αυτά τα χρόνια; Το πάθος μου για τα βιβλία και ιδίως για τη λογοτεχνία ξεκίνησε από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Διάβαζα ακατάπαυστα, με αφοσίωση, με πίστη νεοπροσήλυτου. Περιφρονούσα την ανούσια γνώση που πρόσφερε το σχολείο της εποχής. Μια γνώση στείρα, εμποτισμένη με τα «ιδεώδη» της δικτατορίας και του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που κυριολεκτικά με έπνιγε. Δεν ήμουν «καλή» μαθήτρια. Ήμουν «αλλού». Αναζητούσα τη λύτρωση από κείνη τη ζοφερή ατμόσφαιρα και την έβρισκα στις σελίδες των βιβλίων που με σαγήνευαν (πάντα χωμένα στα συρτάρια του γραφείου, πάνω στο γραφείο υπήρχαν τετράδια και βιβλία του σχολείου για τα μάτια των γονιών). Αγόραζα βιβλία από ένα ιστορικό βιβλιοπωλείο της γενέτειράς μου, της Πάτρας, λεγόταν «Ο τροχός». Αυτό το ατμοσφαιρικό ημιυπόγειο ήταν ο παράδεισός μου. Εκεί γνώρισα ανθρώπους μεγαλύτερους σε ηλικία από μένα, διανοούμενους, αριστερούς κυνηγημένους από τη χούντα· ρουφούσα τα λόγια τους, θεωρούσα μεγάλη τιμή για μένα το γεγονός ότι ανήκα στον «κύκλο» τους. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε.
Τα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα, χρόνια έντονα, μες στην ευδαιμονία της Μεταπολίτευσης, ήταν για μένα μια αληθινή αποκάλυψη. Η τότε αριστερά –καμία σχέση με τη σημερινή– ήταν μεγάλο σχολείο για τη γενιά μου. Συναναστρεφόμουν ανθρώπους οι οποίοι μου άνοιξαν νέους δρόμους, νέες προοπτικές. Άνθρωποι παθιασμένοι με την πολιτική αλλά και με την τέχνη. Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, οι κινηματογραφικές αίθουσες τέχνης, τα βιβλιοπωλεία, τα θέατρα, οι γκαλερί είχαν γίνει το «σπίτι μας», έτσι νιώθαμε. Ζούσαμε όλοι μέσα σε μια πανδαισία. Ξενύχτια ατέλειωτα με έρωτες, έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, συζητήσεις για ταινίες, για συγγραφείς, για βιβλία.
Μιλούσαμε για το τελευταίο βιβλίο του τάδε ή του δείνα συγγραφέα, δεν θέλαμε στην παρέα μας άτομα που δεν είχαν σχέση με την κουλτούρα, την πολιτική συνειδητοποίηση, νιώθαμε πως μας ήταν ξένα. Και όντως ήταν. Και βέβαια, απ’ όλο αυτό σύμπαν που με περιέβαλλε κέρδισα πολλά, πάρα πολλά. Καταρχάς με ώθησε να διεκδικήσω την ανεξαρτησία μου, να κάνω τη δική μου «επανάσταση», να τοποθετήσω τον εαυτό μου εκεί που πραγματικά ανήκε. Η πορεία μου είχε κιόλας χαραχτεί, καμιά πιθανότητα υπαναχώρησης. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Κοντολογίς, κέρδισα τα πάντα, την ψυχή μου κυρίως. Δεν θεωρώ ότι έχασα κάτι, τουναντίον, αν δεν είχα κάνει αυτή την επιλογή, θα έχανα τα πάντα.
— Όταν ανοίγετε παλιά βιβλία και βλέπετε τις υπογραμμίσεις που έχετε κάνει με μολύβι και τα χειρόγραφα σχόλια στα πλαϊνά των σελίδων, ποιες σκέψεις κάνετε; Πολύ μ’ αρέσει αυτή η ερώτηση. Πόσες μνήμες, συγκινήσεις, επιφωνήματα θαυμασμού, στιγμές που μου κοβόταν η ανάσα απ’ την ομορφιά μιας φράσης ή που έμενα έκθαμβη από τη μαεστρία του λόγου, από έναν στοχασμό, από μια άφατη αλήθεια. Τα αγαπημένα μου βιβλία είναι γεμάτα υπογραμμίσεις, θαυμαστικά, αστεράκια – σε πολλά, μάλιστα, τα σχόλια αγγίζουν ενίοτε την υπερβολή. Όταν μετά από χρόνια τα ξαναδιαβάζω (γιατί πάντα επανερχόμαστε στα βιβλία που στοίχειωσαν τη νιότη μας), διαπιστώνω με χαρά μεγάλη ότι στα περισσότερα ο θαυμασμός παραμένει αναλλοίωτος. Κάποιες φορές, μάλιστα, μπαίνω στον πειρασμό να προσθέσω κι άλλες υπογραμμίσεις, κι άλλα θαυμαστικά, αστεράκια, σχόλια. Ασφαλώς είναι μια συνήθεια που την έχω ακόμη, θέλω ν’ αφήνω πάντα το δικό μου «σημάδι» στη σελίδα.
— Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μετάφραση; Και πόσο σημαντικό είναι να κάνει κανείς αυτό που αγαπά; Από τα πρώτα μου διαβάσματα έτρεφα μια βαθιά εκτίμηση για τον άνθρωπο που με τη γνώση και το ταλέντο του μου προσφέρει μια τόσο μεγάλη απόλαυση: τον κόσμο ενός συγγραφέα. Το 1976, που ήμουν στην ομάδα του εμβληματικού περιοδικού «Σύγχρονος κινηματογράφος», αποτόλμησα τη μετάφραση κειμένων. Αυτό ήταν. Κεραυνοβόλος έρωτας. Δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο. Μετά από λίγο καιρό άρχισα να μεταφράζω λογοτεχνικά βιβλία. Ξεκίνησα με Μπορίς Βιαν στις εκδόσεις Νεφέλη, απίστευτο. Το 1988, βρέθηκα στις Βρυξέλλες, όπου εργαζόμουν στη Μεταφραστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χρόνια υπέροχα, ανεκτίμητα, αλλά μέσα μου ένιωθα ένα κενό που διαρκώς βάθαινε. Τίποτα δεν μπορούσε ν’ αναπληρώσει τη μαγεία ενός λογοτεχνικού κειμένου, την ηδονική σχέση με έναν συγγραφέα. Έτσι, γύρισα στην Αθήνα και αφιερώθηκα ολοκληρωτικά στο πάθος που με διακατέχει εσαεί. Είναι μεγάλη τύχη και ευτυχία να ασκείς ως επάγγελμα αυτό που θεωρείς ζωογόνο δύναμη για τον εαυτό σου, αυτό που είναι η ουσία της ύπαρξής σου.
— Έχετε πει στο παρελθόν ότι: «�� αναμετάφραση είναι κάτι που οφείλουμε στα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας». Γιατί το πιστεύετε αυτό; Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αναμεταφράσεις των σπουδαίων κλασικών έργων είναι μια πρακτική ευρέως διαδεδομένη παγκοσμίως. Έτσι, τα μεγάλα αριστουργήματα της λογοτεχνίας προσφέρονται στους αναγνώστες του σήμερα, μέσα από κείμενα αφενός ιδωμένα υπό το πρίσμα μιας πιο εμπεριστατωμένης γνώσης και αφετέρου απαλλαγμένα από τις ατέλειες, τις στρεβλώσεις ή ακόμα και από τις εσφαλμένες αποδόσεις προγενέστερων μεταφράσεων. Η τεχνολογία, το διαδίκτυο, οι έγκυρες βάσεις δεδομένων προσφέρουν τα μέγιστα στην αναζήτηση εννοιών, όρων, πραγματολογικών στοιχείων, που άλλοτε παρέμεναν δυσεπίλυτοι γρίφοι. Οι μελέτες από έγκριτους ακαδημαϊκούς επεξηγούν πολλά αινιγματικά σημεία του κειμένου και φωτίζουν κρυφές πτυχές του. Όλος αυτός ο θησαυρός των πανεπιστημιακών και εθνικών βιβλιοθηκών είναι διαθέσιμος στον μεταφραστή, ο οποίος μπορεί πλέον να αφεθεί με μεγαλύτερη σιγουριά στη γλωσσική μαγεία του πρωτοτύπου, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τον πλούτο της δικής του γλώσσας.
— Ποια στοιχεία κάνουν μια μετάφραση καλή; Και πώς αξιολογείτε το γεγονός ότι πολλοί μεταφραστές επεμβαίνουν στα κείμενα, δίνοντας ένα άλλο, δικό τους πνεύμα στο πρωτότυπο; Η συζήτηση περί «αρτιότητας» ή μη μιας μετάφρασης εμπεριέχει πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Ο κάθε μεταφραστής έχει τα δικά του «πιστεύω». Για μένα, πρωταρχικό και αναντίρρητο στοιχείο είναι ο σεβασμός απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο. Ο μεταφραστής οφείλει να μην προδώσει αυτή την «εκλεκτική συγγένεια». Ο συγγραφέας εμπιστεύεται σε κάποιον άλλον, που συνήθως δεν τον γνωρίζει, το έργο του, την ψυχή του. Κι αυτός ο άλλος, ο μεταφραστής, οφείλει να το αποδώσει άθικτο, ακέραιο, έτσι ώστε ο αναγνώστης να γευτεί στο έπακρο την ουσία, την ομορφιά του αρχικού κειμένου. Κατά κάποιον τρόπο, ο μεταφραστής οφείλει να του ανοίξει τις πύλες ενός κόσμου, να τον οδηγήσει στα άδυτα του συγγραφέα. Άρτια είναι, κατά τη γνώμη μου, η «πιστή» μετάφραση σε υφολογικό και νοηματικό επίπεδο, και συνάμα αυτή που εμπεριέχει και την προσωπική ματιά του μεταφραστή, εν ολίγοις ένα κείμενο «αναδημιουργημένο». Ένα κείμενο που να μη «μυρίζει» μετάφραση, αλλά να ρέει, να παρασέρνει, να σαγηνεύει.
Ο μεταφραστής είναι, σε ιδανικές καταστάσεις, ένας «συν-δημιουργός», που δεν διεκδικεί ασφαλώς την πατρότητα του πρωτοτύπου. Είναι, ας πούμε, ένας «κομιστής». Από το μετάφρασμα πρέπει να αναδύεται ατόφιο το άρωμα του πρωτοτύπου. Με άλλα λόγια, η φωνή του μεταφραστή να μην καλύπτει εκείνη του συγγραφέα. Τέλος, η μετάφραση είναι μια κατάκτηση, με την ερωτική σημασία της λέξης. Εμπεριέχει την πίστη και την προδοσία, την υπόσχεση και συνάμα την καχυποψία.
— Ανακαλύψατε την Ανί Ερνό για πρώτη φορά στο αγαπημένο σας βιβλιοπωλείο Tropismes στις Βρυξέλλες, ξεφυλλίζοντας έναν λογοτεχνικό θησαυρό: το «Πάθος». Τι θυμάστε από εκείνη τη μέρα; Κατά περίεργο τρόπο, θυμάμαι πολύ έντονα εκείνη τη μέρα. Νοέμβρης του 1991, Παρασκευή απόγευμα, με παγωνιά, βροχή και τη γνώριμη γκριζάδα των Βρυξελλών. Μπήκα στην Gallerie de la Reine και κατευθύνθηκα προς το αγαπημένο μου στέκι, το βιβλιοπωλείο Tropismes, αυτό τον περίτεχνο ναό του βιβλίου. Στον μπροστινό πάγκο, βλέπω ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο με τον τίτλο «Passion Simple» και το όνομα της συγγραφέως. Διαβάζω το ολιγόλογο οπισθόφυλλο και το αγοράζω επιτόπου. Πηγαίνω κατευθείαν στο απέναντι μπιστρό, το Mokafé, παραγγέλνω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και βυθίζομαι στην ανάγνωση του βιβλίου. Το διάβασα μονορούφι. Όταν έφτασα, συγκλονισμένη, στην τελευταία αράδα, είπα μέσα μου: «Αυτό το βιβλίο γράφτηκε για μένα!»
— Πόσο βαθιά σας έχει επηρεάσει η λογοτεχνία της Ερνό; Το έργο της Ερνό αλλά και η ίδια ως προσωπικότητα με έχουν επηρεάσει ��ε μεγάλο βαθμό. Η Ερνό μού έμαθε ότι με τρόπο απέριττο, μινιμαλιστικό, αλλά βαθύ και ουσιαστικό, μπορεί να υπάρξει μεγάλη λογοτεχνία. Θαυμάζω την απίστευτη τόλμη της να «ξεγυμνώνεται» μπροστά στον αναγνώστη για να του εκφράσει τις μεγάλες αλήθειες της. Η γραφή της δεν γνωρίζει κανενός είδους συγκάλυψη, καθωσπρεπισμό, ωραιοπάθεια. Της οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις λυτρωτικές σελίδες της.
— Τι είναι αυτό που κάνει την αναγνωστική εμπειρία των έργων της Ερνό να είναι επίκαιρη; Η Ανί Ερνό, αυτή η μεγάλη ιέρεια της συλλογικής αυτοβιογραφίας, έχει ως εργαλεία της αφηγηματικής τεχνικής της τον χρόνο και τη μνήμη. Τα έργα της είναι τοιχογραφίες με σκηνές που αναδύονται από το βίωμα, το δικό της και των άλλων. Οι αλήθειες της είναι διαχρονικές. Το προσωπικό στοιχείο συνυπάρχει με την Ιστορία. Το πάθος, σε όλες του τις εκφάνσεις, κυριαρχεί. Πάθος για έναν εραστή, πάθος για τη γραφή, πάθος για την αριστερά και τις ιδέες της, πάθος για την κοινωνική δικαιοσύνη. Η θεματολογία της διαπερνάει τις εποχές, αγγίζει τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.
— Γιατί πιστεύετε ότι τα «Χρόνια» είναι το καλύτερό της έργο; Επειδή αγαπώ εξίσου όλα τα βιβλία της Ανί Ερνό, θα πω ότι τα «Χρόνια», αυτό το μεγαλειώδες παλίμψηστο, είναι, κατά τη γνώμη μου, η κορωνίδα του έργου της. Όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια, είναι «μια εξερεύνηση του πραγματικού μέσα από λέξεις και αισθήσεις». 60 χρόνια Ιστορίας, 60 χρόνια που άλλαξαν τον κόσμο. Είναι το πορτρέτο μιας σημαδιακής γενιάς, εκείνης του πολέμου, και συνάμα το πορτρέτο μιας γυναίκας φιλοτεχνημένο με εικόνες, ήχους, πάθη, πρόσωπα, τόπους. Διαφυλάττει το παρελθόν από τη λήθη και την απώλεια, το διατηρεί εσαεί παρόν. Ο αναγνώστης βλέπει μπροστά του κινηματογραφικά πλάνα και σκηνές, εικόνες ξεδιπλώνονται η μια μετά την άλλη, αχνοφωτισμένες από μια γλυκιά μελαγχολία. Κι όπως γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης: «Η Ερνό εικονοποιεί τον χρόνο, παρουσιάζοντάς τον σαν συνδαιτυμόνα σ’ ένα μακρόσυρτο οικογενειακό́ τραπέζι, όπου ο στενός και συνεσταλμένος χρόνος της οικογένειας γίνεται τελικά συλλογικός».
— Στον «Νεαρό Άνδρα», η Ερνό μιλάει για τον έρωτά της με έναν άντρα τριάντα χρόνια μικρότερό της. Όταν μεταφράζατε αυτό το βιβλίο, κάνατε κάποια βαθιά συνειδητοποίηση; Σε αυτό το βιβλίο συνειδητοποίησα ακόμα περισσότερο τι σημαίνει τόλμη της γραφής, τι σημαίνει πραγματικά απελευθερωμένη γυναίκα, τι σημαίνει ταύτιση της ερωτικής επιθυμίας με τη γραφή. Το βιβλίο εξιστορεί μια εμπειρία της ίδιας της Ερνό που για λίγους μήνες την έκανε να γίνει ξανά το κορίτσι που «σκανδάλιζε τους γύρω του», το κορίτσι που ήταν άλλοτε. Στην πρώτη σελίδα διαβάζουμε: «Συχνά έκανα έρωτα για να υποχρεώσω τον εαυτό μου να γράψει». Πόσοι συγγραφείς, γυναίκες και άνδρες, θα τολμούσαν να το γράψουν; Χωρίς φεμινιστικές κραυγές και αφορισμούς, η Ανί Ερνό αναστρέφει τους κανόνες της αντρικής κυριαρχίας. Κι αυτή ακριβώς η αναστροφή του κλασικού σχήματος, όπου έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε έναν πενηντάχρονο άνδρα να συνοδεύεται από μια όμορφη νεαρή κοπέλα, συνιστά αυτή καθαυτήν μια πρόκληση, με σκληρό τίμημα όμως: το ζευγάρι προσελκύει αποδοκιμαστικά βλέμματα στα καφέ, στα εστιατόρια, στον δρόμο. Και τούτα ακριβώς τα βλέμματα, όπως και το δικό της βλέμμα πάνω σε αυτήν και στον εραστή της, στοιχειώνουν τη γραφή της. Έτσι, την ίδια στιγμή, η Ερνό αφήνεται σε έναν συγκλονιστικό στοχασμό για το πέρασμα του χρόνου και τα γηρατειά. Τι πιο ειλικρινές, πιο συγκλονιστικό, πιο προκλητικό, πιο εξομολογητικό.
— Εσείς φτάσατε στο σημείο να γκρεμίσετε τα πάντα για ένα ασίγαστο πάθος; Αν δεν το είχα κάνει, πώς θα λάτρευα την Ερνό; Ανήκω, ευτυχώς, στ��ν κατηγορία εκείνων που πιστεύουν ότι το ερωτικό πάθος διαλύει σύμπαντα. Σε μεταμορφώνει, παύεις να είσαι ο εαυτός που ήξερες ως τότε. Βλέπεις τα πάντα μέσα από ένα πρίσμα που ομορφαίνει τα πάντα, τα γεμίζει χρώματα, αρώματα, τους προσδίδει μια διάσταση μυθική, βλέπεις ένα σύμπαν όπου κυριαρχεί η φιγούρα του Αγαπημένου. Ζεις και ανασαίνεις για τη στιγμή που θα σμίξεις μαζί του. Βέβαια, τα μεγάλα πάθη είναι αδηφάγα, αυτοκαταστροφικά. Η οδύνη του χωρισμού είναι άφατη. Ο κόσμος σκοτεινιάζει μεμιάς, νιώθεις χίλιες λεπίδες να σε διαπερνούν, η απόγνωση ελλοχεύει.
— Τι ανακαλύψατε μεταφράζοντας έργα του Αλμπέρ Καμί; Καταρχάς, θα ήθελα να πω ότι τα βιβλία του Καμί ήταν από τα πρώτα εφηβικά μου αναγνώσματα. Ένας άλλος κόσμος, μια άλλη σκέψη με κυρίεψαν, τάραξαν τη νηφαλιότητα στην οποία βρισκόμουν. Μια αληθινή αποκάλυψη. Θυμάμαι ότι κάποιες φράσεις τις διάβαζα πολλές φορές για να τις κατανοήσω (ιδίως στον «Μύθο του Σίσυφου»). Αργότερα, ξαναδιάβασα όλα τα βιβλία, ένα προς ένα, μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση, πιο ουσιαστική, πιο βαθιά. Πάντα όμως η ίδια σαγήνη. Οφείλω να ομολογήσω ότι με κυρίεψε ένα δέος όταν καταπιάστηκα με την πρώτη μετάφραση έργου του Καμί. Για μένα, είναι από τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο μεγαλύτερος συγγραφέας και στοχαστής του 20ού αιώνα. Μεταφράζοντάς τον ανακάλυψα έναν απύθμενο πλούτο. Έναν άμετρο θαυμασμό γι’ αυτόν τον «πιε-νουάρ» που, απ’ το ταπεινό Μοντοβί της Αλγερίας, κατέκτησε το Παρίσι της διανόησης και της τέχνης, και κατόπιν ολόκληρη την υφήλιο. Η φιλοσοφική, λογοτεχνική, θεατρική του γνώση είναι απίστευτη. Αναρωτιέται κανείς, πότε πρόλαβε και τα διάβασε όλα τούτα; Πώς αφομοίωσε τόση γνώση που άλλοι χρειάζονται χρόνια ολάκερα σε πανεπιστημιακά έδρανα απλώς για να την αγγίξουν; Η κριτική ματιά του για το πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής του, για τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες παντός είδους, για τους μεγάλους κλασικούς της λογοτεχνίας, για τη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο, για τους σύγχρονους ομότεχνούς του, είναι κάτι το μοναδικό, το ανεπανάληπτο. Τα δοκιμιακά και τα λογοτεχνικά γραπτά του εξακολουθούν να σαγηνεύουν, ενώ εκείνα των επικριτών του βυθίστηκαν στη λήθη.
— Οι «120 ημέρες των Σοδόμων» του Μαρκήσιου ντε Σαντ ήταν ίσως ο μεγαλύτερος μεταφραστικός σας άθλος; Μια μεγάλη πρόκληση; Για να είμαι ειλικρινής, το θεώρησα μάλλον ως μια πολύ μεγάλη πρόκληση. Μιλάμε για το πιο άσεμνο, το πιο ωμό, το πιο αποκρουστικό ίσως, το πιο ανελέητο έργο που γράφτηκε ποτέ. Ο μεταφραστής βυθίζεται κυριολεκτικά σε έναν ζοφερό κόσμο όπου τα πάντα κλιμακώνονται σε ένα κρεσέντο βίαιης ηδονής και πράξεων αφάνταστης βαναυσότητας. Η ωμότητα των περιγραφών δεν είναι η μόνη πρόκληση για τον μεταφραστή. Πρέπει να τις αντέξει, να τις κατανοήσει σε βάθος. Το μεγάλο στοίχημα είναι να τιθασεύσει την ακρότητα του σαδικού λόγου, να την αποδώσει ατόφια στη δική του γλώσσα με λέξεις βουτηγμένες στο αίμα και στο σπέρμα, στο «χύσι», όπως ηδονόχαρα επαναλαμβάνει αδιάκοπα ο συγγραφέας. Πρέπει επίσης να διατηρήσει αναλλοίωτη τη ζοφερή, απειλητική, ακόλαστη ατμόσφαιρα του βιβλίου, να νιώσει τις κραυγές της ηδονής και του πόνου να αντηχούν εκκωφαντικά μέσα του. Ο συγκλονιστικός λόγος του Ντε Σαντ απαιτεί ειδικές μεταφραστικές ακροβασίες, οι λέξεις πρέπει να επιλέγονται μία προς μία έτσι ώστε να προκαλούν το ίδιο αίσθημα απόλαυσης ή απέχθειας στον αναγνώστη, να σκιαγραφούν με τη μέγιστη πιστότητα την εποχή, να αποδίδουν στο ακέραιο αυτό τον περίκλειστο κόσμο της ακραίας ηδονής και της φρίκης. Οφείλω να πω ότι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα ήταν το μετάφρασμα να είναι λιγότερο σοκαριστικό, λιγότερο άσεμνο από το πρωτότυπο. Το ήθελα εξίσου ελευθέριο, εξίσου προκλητικό, εξίσου αχρείο. Κοντολογίς, ένα κείμενο στο οποίο η σεμνοτυφία και ο ψευτοκαθωσπρεπισμός δεν θα είχαν καμιά θέση! Θα πρέπει επίσης να επισημάνω και μια άλλη πτυχή του βιβλίου: πρόκειται για μια λογοτεχνία υψηλού επιπέδου, όπου η γαλλική γλώσσα του Διαφωτισμού στηλιτεύει, με έναν λόγο ποιητικό, φιλοσοφικό, επαναστατικό, μεθυστικό, την υποκρισία κλήρου και ευγενών, και προτρέπει τον λαό σε μια καθολική εξέγερση, λίγα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης.
— Μια άλλη σημαντική μετάφρασή σας ήταν αυτή της «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ. Δεν το είδατε ως ένα μεγάλο ρίσκο; Πιθανόν και να το είδα ως ρίσκο. Μα μου ήταν αδύνατο να το αποφύγω. Το μεγαλείο αυτού του έργου δεν έγκειται τόσο στο θέμα του, μια «κοινότοπη» ιστορία μοιχείας και έρωτα, αλλά κυρίως στο συγγραφικό ύφος. Ο Φλομπέρ ήθελε το ύφος του να διαπνέεται από μια μουσικότητα, από μια αρμονία, αναζητούσε παθιασμένα την κατάλληλη λέξη. Ανυπέρβλητος ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζει ό,τι περιβάλλει την ηρωίδα του· η αφήγηση τυλίγει σαν πέπλο πάθη, παρεκτροπές, μάταιες προσμονές, ανεκπλήρωτους πόθους, στροβιλίσματα σε χοροεσπερίδες, θροΐσματα ταφτάδων και μεταξωτών, ερωτικά αγγίγματα, τη μαγεία ενός ονειρικού κόσμου, την οδύνη, την απελπισία, το δηλητήριο του θανάτου. Για τον Φλομπέρ, «η ηθική της τέχνης συνίσταται στην ομορφιά της», γι’ αυτόν τον μεγάλο στυλίστα «το ύφος υπερτερεί της αλήθειας». Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, θα σας πω ότι άξιζε που πήρα το «ρίσκο». Και η ανταμοιβή ήταν πολύ μεγάλη: πέρασα υπέροχες μέρες και νύχτες χαμένη στο φλομπερικό σύμπαν, παρασυρμένη στους ίδιους δρόμους με την Έμα Μποβαρί, ζώντας τον έρωτά της, την οδύνη της, την απελπισία της, τη μεγαλοσύνη του πάθους της. Κι αυτό ήταν πολύτιμο για μένα, ανεκτίμητο.
— Πώς ορίζετε τη λογοτεχνία; Είναι ένα μεγάλο μάθημα ανθρωπογνωσίας; Για μένα, η λογοτεχνία είναι ένα πάθος, κάτι που μας διακατέχει τόσο ώστε δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό. Οι ώρες της ανάγνωσης είναι ώρες μύησης, λύτρωσης, απόλαυσης, απόδρασης, μαγείας. Η λογοτεχνία είναι επίσης κι ένα ταξίδι σε τόπους άλλους, όπου αντικρίζεις έκθαμβος έναν πλούτο ιδεών, εικόνων, αισθημάτων. Η λογοτεχνία είναι ακόμα κι ένας τρόπος να μάθουμε τα εσώτερα της ανθρώπινης ύπαρξης, κι αυτό μας αναστατώνει, μας αφυπνίζει. Η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μας ταρακουνά συθέμελα. Είναι η δική μου θρησκεία, τους δικούς της θεούς λατρεύω.
— Ποια αναγνώσματα σάς έχουν καθορίσει όλα αυτά τα χρόνια; Πρωτίστως, Αλμπέρ Καμί, όλα του τα γραπτά ανεξαιρέτως (δοκίμια, θεατρικά, λογοτεχνικά έργα), κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα και σύγχρονα κλασικά του 20ού αιώνα, βιογραφίες των μεγάλων της τέχνης (έχω ιδιαίτερη αδυναμία στις βιογραφίες), βιβλία για την ιστορία της τέχνης, βιβλία για τον κινηματογράφο.
— Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και γιατί; Είναι οι συγγραφείς που με συντροφεύουν μια ζωή, αυτοί που μες στις σελίδες τους κουρνιάζω. Τους γνωρίζω πολύ καλά, συνομιλώ νοερά μαζί τους. Ανάμεσά τους, ο Καμί, ο Προυστ, ο Φλομπέρ, ο Σταντάλ, ο Ζολά, ο Ουγκό, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τσέχοφ, ο Ντίκενς, ο Τόμας Μαν, ο Μελβίλ… αλλά και σύγχρονοι, όπως ο Μπόρχες, η Μπάιατ (με τη συγκλονιστική «Εμμονή»), η Σαπιέντσα (με τη σπουδαία «Τέχνη της χαράς»), ο Μπαρνς (με τον μεθυστικό «Άνδρα με κόκκινο μανδύα»), και βέβαια, ο Ζορζ Σιμενόν με τα ανυπέρβλητα «σκληρά μυθιστορήματά» του.
— Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας διεγείρει μοναδικά τη σκέψη και τη φαντασία; Αν έλεγα η τέχνη σε όλες τις μορφές της, θα ήταν κοινοτοπία; Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο, ιδίως στην εποχή που ζούμε.
— Τι σας θυμώνει στις μέρες μας; Η έλλειψη αληθινής κουλτούρας στην καθημερινότητα. Αυτό έχει ποικίλες εκφάνσεις: η συμπεριφορά των άλλων, η προκλητικότητα των αδαών, η διάχυτη νοοτροπία του νεοπλουτισμού, η τηλεόραση που, με λαμπρή εξαίρεση το «Βιβλιοβούλιο» στο Κανάλι της Βουλής, αγνοεί προκλητικά το βιβλίο, τους συγγραφείς και την τέχνη εν γένει, το γεγονός ότι δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο μετρό. Μια διάχυτη έλλειψη γούστου και φαντασίας. Άνθρωποι με βλέμμα άδειο περιφέρονται πλασάροντας ένα ανούσιο lifestyle που το αναπαράγει ένα τσούρμο αγράμματων.
— Και τι σας εκπλήσσει περισσότερο στη σύγχρονη ζωή; Η τραγική ομοιομορφία των πάντων. Καμιά πρωτοτυπία, καμιά φαντασία, παντού εικόνες ολόιδιες, απ’ τις οποίες αποστρέφεις γρήγορα το βλέμμα σου. Κι αυτό μου φαίνεται απίστευτα συντηρητικό, βαθιά αντιδραστικό. Είναι άραγε έτσι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία;
— Τέλος, τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή; Τα έντονα αισθήματα: ο έρωτας, η αγάπη των δικών σου ανθρώπων, οι βαθιές φιλίες, η μαγεία που σου προσφέρει ένα έργο τέχνης, μια καλή κουβέντα που την ακούς απρόσμενα.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
7 notes
·
View notes
Photo
Η αράχνη
Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα
Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε
Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε
Στο χλιαρό κενό του να μη σκέφτομαι καθόμουνα
Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.
Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι
Γιατί όλο ανέβαινε τον σιχαμένο ιστό της
Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα
Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό.
Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.
Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα
Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο
Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.
Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος
Που σε κλωστούλα σάλιου π��ραμόνευε
Να παγιδέψει το άπιαστο.
Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε
Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό.
(Αντώνης Φωστιέρης)
Ο Αντώνης Φωστιέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Κατάγεται από την Αμοργό. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και Ιστορία Δικαίου στο Παρίσι. Έως σήμερα έχει δημοσιεύσει δέκα ποιητικές συλλογές, τον συγκεντρωτικό τόμο Ποίηση 1970-2005, τον τόμο Άπαντα Τα Ποιήματα 1970 – 2020, ένα λεύκωμα σε συνεργασία με τον Αλέκο Φασιανό και ένα με τον Γιάννη Ψυχοπαίδη. Είκοσι πέντε μεταφράσεις βιβλίων του έχουν κυκλοφορήσει από έγκυρους εκδοτικούς οίκους στην Ευρώπη και στην Αμερική (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ιταλία, Ρουμανία, Σερβία, Κροατία, Αλβανία, Η.Π.Α., Αργεντινή). Ποίησή του περιλαμβάνεται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λυκείου (Ελλάδας και Κύπρου) και σε πολλές ανθολογίες, ενώ από τη δισκογραφική εταιρεία «Lyra/Διόνυσος» κυκλοφορεί το CD Ο Αντώνης Φωστιέρης διαβάζει Φωστιέρη. Έχει μεταφράσει τις Συμβουλές σ’ ένα νέο ποιητή του Μαξ Ζακόμπ. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Θανάσης Νικόπουλος και ο Keith Moore. Το 2017 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αιγαίον ο τόμος κριτικών κειμένων Για τον Αντώνη Φωστιέρη σε επιμέλεια Θεοδόση Πυλαρινού και το 2021 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη η εκτενής μελέτη του ιδίου Ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης – Θεματικές και μορφολογικές προσεγγίσεις στο έργο του. Εκδότης και διευθυντής του περιοδικού Η Νέα Ποίηση (1974-1976), συνδιευθυντής της ετήσιας έκδοσης Ποίηση (1975-1981), συνεκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Η Λέξη (1981-2010). Του έχουν απονεμηθεί το Διεθνές Βραβείο Καβάφη (1993), το Βραβείο Βρεττάκου του Δήμου Αθηναίων (1998), το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2004), το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Διαβάζω (2004) και, για το σύνολο του έργου του, το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2010).
https://biblionet.gr/προσωπο/?personid=15173
https://www.authors.gr/fwstieris_antwnis-article-288.html?category_id=6
https://www.respublica.gr/2019/09/post/fostieris/
https://www.tanea.gr/2022/11/01/interviews/i-poiisi-psaxnei-na-vrei-ki-ekeini-to-somatidio-tou-theou/
https://www.culturebook.gr/patras-world-poetry-festival-2021/andonis-fostieris-pwpf-2021.html
https://www.hartismag.gr/hartis-26/klimakes/ta-ryomika-skeptomena-aisohmata-toy-antwnh-fwstierh
https://poets.gr/el/poihtes/fostieris-antonis/631-i-skepsi-anikei-sto-penthos/1431-i-araxni
youtube
2 notes
·
View notes
Text
Εκδόσεις: Άγκυρα Διαστάσεις : 21x28 Εξώφυλλο : Μαλακό Σελίδες : 100 ISBN : 9786185291129 Ετος κυκλοφορίας : 2017
0 notes
Text
Εκδόσεις: Άγκυρα Διαστάσεις : 21x28 Εξώφυλλο : Μαλακό Σελίδες : 100 ISBN : 9786185291129 Ετος κυκλοφορίας : 2017
0 notes
Text
Εκδόσεις: Άγκυρα Διαστάσεις : 21x28 Εξώφυλλο : Μαλακό Σελίδες : 100 ISBN : 9786185291129 Ετος κυκλοφορίας : 2017
0 notes
Text
💙🙏💙
*Μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις των βιβλίων :
"Γράμμα στον μπαμπά μου", "Το ημερολόγιο του φροντιστή", αλλά και από το συλλογικό βιβλίο με τίτλο "Φροντιστές ασθενών με χρόνιες παθήσεις : Γράφοντας την ιστορία τους..." από τις Εκδόσεις Κομνηνός θα δοθούν για φιλανθρωπικό σκοπό στην εταιρεία Αλτσχάιμερ Ελλάς 🙏🤍*
1 note
·
View note
Text
0 notes
Text
Πριν από κάποια χρόνια, το 2001 για την ακρίβεια, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΟΞΥ η σειρά ΣΚΟΤΑΔΙ, μια πραγματικά καλαίσθητη κασετίνα με εφτά βιβλία λογοτεχνίας τρόμου. Κάποια χρόνια αργότερα ο αδερφός μου μου την πήρε δώρο. Παρόλο που ποτέ δεν ήμουν μεγάλος φαν του συγκεκριμένου είδους έχω διαβάσει κάποια βιβλία, έχω κάποιες συμπάθειες και κάποιες αντιπάθειες αλλά μέχρι εκεί.
Στην κασετίνα αυτή υπάρχει και ένα βιβλίο του Τόμας Λιγκότι, το Εργοστάσιο εφιαλτών το οποίο ακόμα δεν το έχω διαβάσει όπως και τα περισσότερα από εκείνη την κασετίνα η οποία βρίσκεται στο ��πίτι του αδερφού μου εκτός από την εξαιρετική Ιστορία του χειρουργού την οποία έχω σπίτι και έχω διαβάσει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, και την οποία θεωρώ ένα πολύ δυνατό και αξιόλογο βιβλίο τρόμου.
Η αφορμή για να διαβάσω το εικονιζόμενο βιβλίο του Λιγκότι που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αντίποδες ήταν το γεγονός ότι την μετάφραση έχει κάνει ο φίλος Χρυσόστομος Τσαπραΐλης.
Με τον Χρυσόστομο έχουμε πολύ διαφορετικές αφετηρίες τόσο μουσικά όσο και λογοτεχνικά αλλά παρόλα αυτά νιώθω από τις κουβέντες που έχουμε κάνει και από το διαδικτυακό του αποτύπωμα ότι έχουμε φτάσει να έχουμε και πολλά κοινά.
Τολμώ να πω πως το βιβλίο του Λιγκότι μου άρεσε πάρα πολύ. �� έκδοση περιλαμβάνει 13 διήγηματα του Αμερικανού συγγραφέα από τα οποία τα έξι μου άρεσαν πάρα πολύ ενώ σε όλα τα υπόλοιπα βρήκα θετικά στοιχεία, κάποια παρόλο που συνολικά δεν με ικανοποίησαν πλήρως είχαν κάποιες δυνατές στιγμές. Ένα διήγημα μου φάνηκε πως ξεχωρίζει αρνητικά από το σύνολο και αυτό είναι το Σεβερίνι. Με κούρασε λίγο το όλο φιλοσοφικό σκαμπανέβασμα και η αφήγηση που έμοιαζε με σπιροειδή σκάλα χωρίς αρχή και τέλος. Νομίζω ότι έχοντας χωνέψει λίγο το βιβλίο το αγαπημένο μου είναι μάλλον ο Κόκκινος πύργος.
Η έκδοση έχει ένα πολύ ωραίο επίμετρο από τον Χρυσόστομο το οποίο εισάγει τον αναγνώστη στην ζωή και το έργο του Λιγκότι και δίνει κάποιες ας πούμε επεξηγήσεις για τα διήγηματα της συλλογής και κυρίως για τις υποβόσκουσες συνδέσεις μεταξύ τους.
Η μετάφραση ένιωσα ότι ήταν πολύ καλή.
Είναι γνωστό πως στην χώρα μας η μετάφραση βιβλίων λογοτεχνίας τρόμου και λογοτεχνίας του φανταστικού είναι μια μεγάλη πληγή. Πολλά βιβλία, ακόμα και νεότερες εκδόσεις, δεν διαβάζονται, απωθώντας έτσι τον αναγνώστη. Εδώ έχουμε μια ευχάριστη εξαίρεση, κυρίως επειδή πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια του Χρυσόστομου στην μετάφραση. Ένιωσα ότι το κείμενο έρεε, ότι υπήρχε συνοχή τόσο σε κάθε διήγημα ξεχωριστά όσο και σε όλο το βιβλίο καθώς όπως ανέφερα υπάρχουν συνδέσεις ανάμεσα σε κάποια από τα διηγήματα. Η επιμέλεια επίσης κινείται στα υψηλά στάνταρ που έχει θέσει ο εκδοτικός αν και προς το τέλος του βιβλίου υπήρχαν κάποια λαθάκια, αμελητέα βέβαια μπροστά στο πολύ καλό σύνολο.
Δεν σας είπα όμως πολλά για τον Λιγκότι.
Ο Λιγκότι, με τον οποίο έχουμε ίδια μέρα γενέθλια, είναι μια τρομερά ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου και συγγραφέα. Βαριά καταθλιπτικός, με διάφορες φοβίες, απομονωμένος, αντικαπιταλιστής, υπέρμαχος της "βύθισης" του ατόμου στο σύνολο γράφει παθιασμένα και με μίσος ενάντια στον σύγχρονο τρόπο ζωής που αποξενώνει τον άνθρωπο από τους άλλους ανθρώπους αλλά κυρίως από το περιβάλλον και τη φύση. Νιώθω, έχοντας διαβάσει μόνο αυτό το βιβλίο, πως πατάει γερά στους ώμους του Λάβκραφτ και του Κάφκα για να στήσει τον ιδιότυπο κόσμο του όπου οι επιχειρήσεις και τα κτίρια έχουν δικιά τους ζωή και απομυζούν τον άνθρωπο που υπάρχει μόνο ως καύσιμη ύλη για αυτό το απάνθρωπο και απρόσωπο σύστημα.
Αυτή η επιστροφή και επιμονή του Λιγκότι, την οποία αναφέρει και ο Χρυσόστομος στο επίμετρο, στο να εξαλείφεται το άτομο μέσα στο σύνολο, για χάρη του συνόλου μου θύμησε έναν από τους αφορισμούς του Κάφκα:
"Στη διαμάχη μεταξύ του εαυτού σου και του κόσμου, υποστήριξε τον κόσμο."
Επίσης το τελευταίο διήγημα, Η σκιά, το σκοτάδι, που αποτελεί και μια σύνοψη ας πούμε των κύριων ιδεών που επανέρχονται στα προηγούμενα διηγήματα μου θύμισε μια ρήση του Πεσσόα:
"Στη ζωή, η μόνη πραγματικότητα είναι η αίσθηση. Στην τέχνη, η μόνη πραγματικότητα είναι η συνείδηση της αίσθησης."
Νομίζω ότι το βιβλίο θα ενδιαφέρει και μη θιασώτες της λογοτεχνίας τρόμου. Δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, μπορεί να προκαλέσει έντονη δυσφορία στον αναγνώστη, αλλά θα τον αποζημειώσει.
24.06.24
0 notes
Text
Βιβλιοπαρουσίαση: Επιστολές Σκαπανέων της Μακρονήσου, της Ευμορφίας Μπουντουράκη-Βαγιάκη
View On WordPress
#Βαγγέλης Μαραβελάκης#Γιώργος Μαυρογένης#Ευμορφία Μπουντουράκη Βαγιάκη#Κρήτη#Χρήστος Κουτρούλης#Χρήστος Τσαντής#Χανιά#βιβλία#επιστολές σκαπανέων της Μακρονήσου#εθνική αντίσταση#εκδόσεις Ραδάμανθυς#εκδόσεις βιβλίων#εκδοτικοί οίκοι#εμφύλιος πόλεμος#ιστορία#μακρόνησος
2 notes
·
View notes
Text
Σάββατο 18 Μαΐου στην 20η Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης
Aπό τις θαυμαστές Εκδόσεις @enastronbooks To Σάββατο 18 Μαΐου στις 11π.μ στην 20η Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης στην Αίθουσα 3, Παιδική γωνιά θα πραγματοποιηθεί παρουσίαση των παιδικών βιβλίων «Μια παράξενη κυρία που τη λένε Δυσλεξία» της Μάρως Θεοδωράκη και το «Φτάνει που θυμάμαι εγώ» και την Ειρήνη-Γεωργία Γαλάνη. (@eirini_georgia )Θα σας περιμένουμε όλους…
View On WordPress
0 notes
Text
Τα δύο αστυνομικά μυθιστορήματα του Όλιβερ Μπανκς
Βρόμικα παιχνίδια που στήνονται γύρω από διάσημους πίνακες και διαχρονικά ζητήματα του χώρου της τέχνης περνούν μέσα στις δύο ιστορίες με τρόπο οικείο και διαφωτιστικό
ΠΙΝΑΚΕΣ, ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΕΣ, ΧΡΩΜΑΤΑ, υπογραφές, τελάρα, κορνίζες, μαχαίρια, αίματα, συμβόλαια, χρήματα, δολοπλοκίες, σκοτάδια. Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, η επιβλητική μορφή του Έιμος Χάτσερ, του ντετέκτιβ κλοπών έργων τέχνης της Νέας Υόρκης. Του προσώπου που συνέθεσε με μαεστρία ο Όλιβερ Μπανκς και που του «ανέθεσε» τις περίπλοκες υποθέσεις στα δύο μοναδικά του μυθιστορήματα.
Ο Όλιβερ Μπανκς, γεννημένος το 1941, υπήρξε ιστορικός τέχνης και καθηγητής Iστορίας της Tέχνης στη Νέα Υόρκη. Στη διάρκεια του σύντομου βίου του –πέθανε το 1991, σε ηλικία μόλις 50 ετών– ασχολήθηκε εντατικά με την τέχνη, έζησε μέσα σε αυτή, μελέτησε, δίδαξε και έγραψε για τους μεγάλους εκπροσώπους της τέχνης, ζωγράφους που όρισαν είδη και εποχές. Η διδακτορική του διατριβή, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, είχ�� τίτλο «Watteau and the North: Studies in the Dutch and Flemish Baroque Influence on French Rococo Painting». Ωστόσο, παράλληλα με την ακαδημαϊκή του εργασία, ο Μπανκς θέλησε να δοκιμαστεί και στον χώρο της λογοτεχνικής γραφής. Δύο μόνο μυθιστορήματα πρόλαβε να γράψει: τον «Χαμένο πίνακα του Ρέμπραντ» («The Rembrandt panel», 1980) και τη «Μανία με τον Καραβάτζο» («The Caravaggio Obsession», 1984). Και τα δύο κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα, σε εξαιρετικές μεταφράσεις από τον Ανδρέα Αποστολίδη.
Ο Μπανκς δεν μετακινήθηκε μακριά από το πεδίο που γνώριζε καλά. Έστησε δύο ιστορίες βγαλμένες από τη σκοτεινή κοιλιά του χώρου των έργων τέχνης. Στην πραγματικότητα, έγραψε για αυτό που γνώριζε βαθιά. Όλοι βλέπουμε και θαυμάζουμε, μα λίγοι μπορούμε να φανταστούμε τι σκοτάδι κρύβεται πίσω από τα πολύτιμα τελάρα του Καραβάτζο, του Ρέμπραντ, του Πικάσο, του Ντα Βίντσι και εκατοντάδων άλλων μεγάλων της ζωγραφικής.
Πηγαίνοντας σε μουσεία, εκθέσεις και γκαλερί, κοιτάζει κανείς τα αριστουργήματα αιώνων, μπορεί να διαβάσει και να μάθει την ιστορία κάθε έργου τέχνης. Λίγοι, όμως, γνωρίζουν τα βρόμικα παιχνίδια που στήνονται ανά τους αιώνες γύρω από αυτούς τους πίνακες – και όχι μόνο: γλυπτά, διακοσμητικά αντικείμενα, έπιπλα αντίκες και ένα σωρό άλλα έργα τέχνης έχουν κλαπεί και βρεθεί «όμηροι» στα χέρια αιμοβόρων και σατανικών εγκληματιών.
Η αγορά των έργων τέχνης είναι από τις πλέον σκληρές και απάνθρωπες. Τι κι αν το αντικείμενο κλοπής είναι ένα πανέμορφο έργο τέχνης, που φτιάχτηκε από έναν ευαίσθητο και ευφυή καλλιτέχνη; Αυτό δεν αφορά καθόλου τον εγκληματία, που μπορεί να σκίσει με ένα μαχαίρι τον καμβά περιμετρικά του τελάρου, για να αποσπάσει τον πίνακα από την κορνίζα του πιο εύκολα και γρήγορα.
Φυσικά, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί κλέφτες. Οι προαναφερθέντες προχειρολόγοι, που μόνο σκοπό έχουν να κάνουν τη δουλειά τους γρήγορα και να εξαφανιστούν (άνθρωποι που δεν γνωρίζουν και πολλά περί τέχνης, και φυσικά ούτε για αυτό που κλέβουν), αλλά κι οι άλλοι, εκείνοι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και «ειδικοί» των έργων τέχνης. Εκείνοι, δηλαδή, που έχουν μελετήσει και γνωρίζουν επακριβώς την αξία αυτών που κλέβουν, που σέβονται και μεταχειρ��ζονται με απόλυτη ακρίβεια και προσοχή τα έργα (τα αποσπούν προσεκτικά από τα σημεία που εκτίθενται, τα συσκευάζουν, τα μεταφέρουν με αυξημένα μέτρα προστασίας).
Για αυτούς μιλά ο Μπανκς στα δύο του μυθιστορήματα, που ενδύονται τον αστυνομικό μανδύα –και πράγματι η πλοκή τους μιμείται τις τεχνικές μεγάλων αστυνομικών μυθιστορημάτων–, στα οποία όμως το ενδιαφέρον του συγγραφέα εστιάζεται αλλού. Αν προσπεράσει ο αναγνώστης τον αστυνομικού τύπου σκελετό των βιβλίων, βρίσκεται ενώπιον ενός υποκόσμου που μιλά και δρα εν κρυπτώ, που δολοφονεί μικροεμπόρους, γκαλερίστες, στον οποίο οι απειλές και οι εκβιασμοί αποτελούν καθημερινότητα. Μεγάλα και διαχρονικά ζητήματα του χώρου της τέχνης περνούν μέσα στα βιβλία αυτά με τρόπο οικείο και διαφωτιστικό. Ο απλός θεατής και λάτρης της τέχνης δεν δύναται να γνωρίζει τη σκοτεινή ιστορία κάποιων έργων, από ποια χέρια έχουν περάσει για να καταλήξουν στους τοίχους μεγάλων μουσείων ανά την υφήλιο.
Ένα μεγάλο θέμα, αυτό των πλαστών έργων τέχνης, ο Μπανκς το χρησιμοποιεί και στα δύο μυθιστορήματά του, μα κυρίως στον «Χαμένο πίνακα του Ρέμπραντ», όπου ένας πίνακας που αποδίδεται στον Ρέμπραντ φτάνει στα χέρια του Σάμιουελ Βάινστοκ, ενός Βοστονέζου εμπόρου έργων τέχνης. Μέσα από μια σειρά απίστευτων διαπλοκών και μηχανορραφιών, ο Μπανκς σκιαγραφεί τη διαδικασία που υφίστανται τα έργα τέχνης προκειμένου να αποσαφηνιστεί η αυθεντικότητά τους.
Καθώς η αγορά έργων τέχνης αφορούσε πάντοτε μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, που έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα αποκτήσουν, οι άνθρωποι στους οποίους ο Μπανκς δίνει φωνή μέσα στα βιβλία του είναι άνθρωποι που γνωρίζουν πολύ καλά τις ποιότητες, τις νοοτροπίες και τα όρια αυτών των εύπορων πελατών. Όπως επίσης και των ανθρώπων που εμπορεύονται τα έργα αυτά. Ο Μπανκς τους γνωρίζει, έχει ζήσει ανάμεσά τους, έχει μυρίσει το χνότο τους, έχει σταθεί πλάι τους τις στιγμές των κρίσιμων αγοραπωλησιών.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τους πλάσει, να τους μετασχηματίσει σε λογοτεχνικούς ήρωες, να τους δώσει αιμάτινη μορφή και λόγο ρεαλιστικό; Διότι αυτό πετυχαίνει με τη γραφή του ο Μπανκς: να ακούς και να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους δίπλα σου, να μπαίνεις ολόκληρος μέσα στις μισοσκότεινες (βλ. το περίφημο κιαροσκούρο του Καραβάτζο) αίθουσες, να στέκεσαι πίσω από το γραφείο του εμπόρου, δίπλα σε στοιβαγμένα τελάρα πινάκων. Γιατί πίσω από τη λάμψη της τέχνης υπάρχει πολύ σκοτάδι. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε κάποιο σημείο της «Μανίας» ο Μπανκς: «Οι άνθρωποι που επιλέγουν τα μουσεία για εργασία τους συχνά το κάνουν για ν’ αποφύγουν τις δυσάρεστες καταστάσεις […] για να καταφέρουν τα μουσεία να επιβιώσουν στο μέλλον, θα έπρεπε οι εργαζόμενοι σ’ αυτά να πάψουν να τα θεωρούν ως ησυχαστήρια και να τα μετατρέψουν σε ετοιμοπόλεμα φρούρια».
Δεν θα είχε νόημα να περιγράψει κανείς, στο πλαίσιο ενός άρθρου, τις πλοκές των δύο αυτών μυθιστορημάτων, εν περιλήψει. Σημασία έχει να ανατρέξει ο αναγνώστης στα ίδια τα βιβλία, να τα πιάσει στα χέρια του, να τα μυρίσει, να τα ξεφυλλίσει, να τα διαβάσει. Να παραμερίσει τη βελούδινη κουρτίνα του μουσείου και να μπει λαθραία στον πίσω χώρο, τον λιγοστά φωτισμένο, που μυρίζει κλεισούρα και αίμα. Να συναντήσει επικίνδυνους εγκληματίες, να πιάσει στα χέρια του έργα τέχνης και να αναρωτηθεί αν είναι αυθεντικά ή πλαστά, να σηκώσει τα χέρια του ψηλά μπροστά σε μια κάνη που τον σημαδεύει, να ταξιδέψει σε χώρες μακρινές, να κατέβει σε υπόγεια, να δει φορτηγά που φέρουν επιγραφή χαρτιών υγείας αλλά που μεταφέρουν πίνακες εκατομμυρίων, εγκύους να βγάζουν την ψεύτικη κοιλιά τους ταυτόχρονα με το περίστροφο από την τσέπη τους.
Αυτά και άλλα πολλά μπορούν να αισθανθούν οι αναγνώστες, διαβάζοντας αυτά τα δύο βιβλία, που οι εκδόσεις Άγρα φρόντισαν και εξέδωσαν σε δύο τόμους, περιλαμβάνοντάς τα στη μικρόσχημη «μαύρη» σειρά των αστυνομικών τους βιβλίων.
Ιδιαίτερη μνεία: το επίμετρο της «Μανίας με τον Καραβάτζο» έχει επιμεληθεί ο πρόσφατα μεταστάς Κύριλλος Σαρρής (1950-2024). Εκεί, ο αναγνώστης θα διαβάσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που συνοδεύουν τα μυθιστορήματα του Μπανκς και λειτουργούν επικουρικά. Μια εργασία γόνιμη και συγκινητική, αν σκεφτεί κανείς την «άτυπη» συνεργασία ανθρώπων μεταξύ τους: Μπανκς - Αποστολίδης - Σαρρής. Η τέχνη ενώνει τους ανθρώπους με δεσμούς που πολλές φορές παραμένουν αόρατοι. Αλλά για ποιον άλλο λόγο να έρχεται κανείς σε επαφή με έργα τέχνης, αν όχι για να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους;
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes
·
View notes
Text
ΕΝΑ ΜΠΛΟΥΖ ΓΙΑ ΤΗ ΦΩΤΙΣΗ
Ένας παραμυθάς, ένα βέλος κι ένα μπλουζ. Αρκούν για να φτάσεις στη φώτιση; Ο συγγραφέας και σύμβουλος έκδοσης του ΑΒΑΤΟΝ Ιορδάνης Πουλκούρας συγκ��ντρώνει μια σειρά από ιστορίες, περιηγήσεις και αφηγήσεις, από τη Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα μέχρι το Παρίσι του ’68, και από την Καρκασόν ως τη Νέα Υόρκη, χαρτογραφώντας έτσι ένα «μεθυσμένο» μονοπάτι, άλλοτε ξεχασμένο από καιρό και άλλοτε απάτητο ακόμα. Και ο αναγνώστης ταξιδεύει μαζί του, μιλώντας με τον Λέοναρντ Κοέν, τον Πήτερ Μπρουκ και τον Μπόρχες, μαθαίνοντας ιστορίες για τα όνειρα των ιθαγενών και το καμπαλιστικό Άλεφ, για το τελευταίο τσιγάρο και τη μεταφυσική του καφέ, για φοίνικες και γκόλεμ, για την κβαντική διεμπλοκή, τη μνήμη, την πίστη και την ελεύθερη βούληση. Ένα βιβλίο-απόσταγμα μιας μακράς πορείας στη σοφία του κόσμου.
«Πολλοί έχουν διαπιστώσει ότι ο Δυτικός πολιτισμός διέρχεται μια περίοδο δραματικά αυξανόμενης κοινωνικής κρίσης θεσμών και αξιών. Την κατάρρευση αυτή είναι επιτακτική ανάγκη να τη σταματήσει η ανάπτυξη ενός νέου Δυτικού Πολιτισμικού Ρεύματος, που θα πρέπει να στηρίζεται τόσο στις ανθρωπιστικές αρχές, όσο και στο νέο Επιστημονικό Πνεύμα της Μεγάλης Επιστημονικής Επανάστασης του 20ού αιώνα. Αποτελεί λοιπόν ευτυχή συγκυρία ότι σε μια περίοδο αφύπνισης και προβληματισμού της κοινωνίας των πολιτών πάνω στο θέμα αυτό, έφτασαν στα χέρια μου τα κείμενα του νέου βιβλίου του Ιορδάνη Πουλκούρα με τίτλο Ένα Μπλουζ για τη Φώτιση. Η ανάγνωση των κειμένων με συνεπήρε, θέτοντάς μου νέους προβληματισμούς. Οι σκέψεις του συγγραφέα, άκρως τολμηρές αλλά διατυπωμένες με τρόπο απλό, σαφή, ψύχραιμο και έντιμο, αλλά συγχρόνως κοινωνικά και φιλοσοφικά καυστικό, μου φάνηκαν σαν να αποτελούν ένα σύγχρονο ‟οδηγό επιβίωσης”, αποκαλύπτοντας γεγονότα και φωτίζοντας τα μονοπάτια του δρόμου της μετάβασης σε ένα Νέο Δυτικό Πολιτισμικό Ρεύμα».
-Δρ Μάνος Δανέζης Αστροφυσικός [Από τον Πρόλογο του βιβλίου]
O Ιορδάνης Πουλκούρας γεννήθηκε στη Νίκαια και είναι σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού ΑΒΑΤΟΝ. Σπούδασε μικρογλυπτογραφία και σκηνοθεσία κι ασχολήθηκε επαγγελματικά με την χρυσοχοΐα και επιχειρήσεις. Υπέγραψε τα πρώτα βιβλία του με το ψευδώνυμο J.P. Craftson. Αυτά ήταν, Τα Αρχαία Τεκτονικά Χειρόγραφα (Εκδόσεις Γκοβόστη) και το Bleeding Angels – Η Απόκρυφη Παράδοση της Ευρώπης (Εκδόσεις Αρχέτυπο). Με το πραγματικό του όνομα έχει υπογράψει το, Ιεροδόμ: Από τον μεσαιωνικό μύθο στον Αρχαίο και Αποδε��εγμένο Σκωτικό Τύπο και την συμμετοχή του στη συγγραφή οκτώ ακόμα συλλογικών βιβλίων. Έχει συμμετάσχει ως ομιλητής σε πολλές εκδηλώσεις και φόρουμ με θέμα τον Δυτικό Εσωτερισμό, την Τέχνη και τη Σύγχρονη Κοινωνία. Το 2016 ίδρυσε μαζί με τον Δρ. Στάθη Γκόνο, Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, τον Κύκλο των Φίλων, έναν κύκλο προβληματισμού για την εποχή μας που συζητά δημόσια γι’ αυτήν με πανεπιστημιακούς, διανοούμενους και ειδικούς επαγγελματίες.
youtube
0 notes
Text
IANOS: Παρουσίαση της νέας σειράς βιβλίων «Μικρή Στίξις»
Την Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024, στις 20.30, η Αλυσίδα Πολιτισμού Ιανός και οι Εκδόσεις Στίξις, διοργανώνουν μια ξεχωριστή βραδιά με αφορμή τα 7 χρόνια από την ίδρυση των εκδόσεων και την κυκλοφορία των τεσσάρων πρώτων βιβλίων της νέας σειράς Μικρή Στίξις. Πρόκειται για τα βιβλία: «Αβαρής» της Χρυσοξένης Προκοπάκη, «Η μοιραία μετάφραση» του Γιώργου Δουατζή, «Η Θεός» του Μιχάλη Σηφάκη και «Ο Μέλλον»…
View On WordPress
0 notes
Text
Εκδόσεις: Άγκυρα Διαστάσεις : 21x28 Εξώφυλλο : Μαλακό Σελίδες : 98 ISBN : 978-618-82719-0-6 Ετος κυκλοφορίας : 2018
0 notes