Don't wanna be here? Send us removal request.
Text
Η κουλτούρα των διακρίσεων
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, σαν πολίτες και σαν άνθρωποι πως προκύπτει αυτή η ατελείωτη αλληλουχία γεγονότων επιβολής και διάκρισης μέσα στην κοινωνία της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια; Έχετε σκεφτε�� εάν ο διπλανός, ο φίλος, ο συγγενής, ή ακόμα και εσείς ίδιοι είστε μέρος του προβλήματος; Βασικά, το θεωρείτε πρόβλημα ή μια φυσική «ανθρώπινη» αντίδραση; Εάν δεν εντοπίζετε την ύπαρξη προβλήματος, είστε ελεύθεροι να σταματήσετε την ανάγνωση. Εάν είστε από αυτούς, τους περίεργους, που νιώθουν πως η κοινωνική συνύπαρξη θα έπρεπε να διακατέχεται από ανοικτότητα, ειλικρίνεια και αλληλοβοήθεια μείνετε λίγο παραπάνω. Η ανάλυση που θα ακολουθήσει είναι «κοινωνικο-μαθηματική», στον απλό ορισμό της, καθώς στηρίζεται στη συνεπαγωγή, αλλά εμπλέκεται, με την ενδοοικογενειακή βία , τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον ρατσισμό σε μια ιδιάζουσα αριθμητική πρόοδο.
Ο πρώτος όρος : “Τα εν οίκω μη εν δήμω”
Διάσημος ελληνικό κοινωνικός «όρος»- έκφραση που αντικατοπτρίζει την ελευθερία διενέργειας άσεμνων, ανήθικων και βίαιων πράξεων εντός του ελληνικού σπιτικού, χωρίς κίνδυνο απαγγελίας κατηγοριών από τα μέλη του. Έτσι, προ αμνημονεύτων χρόνων, το κυρίαρχο αρσενικό είχε τη δυνατότητα να κυκλοφορεί και να «άρχει» ανεξέλεγκτο μέσα στην οικιακή εστία. Τα θηλυκά μέλη έμαθαν πως η μοίρα τους είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τις διαθέσεις του κυρίαρχου αρσενικού , το οποίο υπάκουαν και σέβονταν, ακόμα και αν δεν του άξιζε. Τα αρσενικά μέλη «εκπαιδεύονταν» από τον αρχηγό αντιγράφοντας συμπεριφορές και συσσωρεύοντας οργή, την οποία θα μεταδώσουν στο μελλοντικό σπιτικό τους.
Καταλήγουμε:
“Τα εν οίκω μη εν δήμω”+ Πράξεις Αρχηγού= Άνοιγμα ψαλίδας υπέρ του αρσενικού
Ο δεύτερος όρος : “ Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά”
Πασίγνωστο απόσταγμα λαϊκής σοφίας που ενθαρρύνει τη γυναίκα να επιτελέσει την υπεραιώνια αποστολή της, δηλαδή να γίνει καλή νοικοκυρά. Έτσι, όποια γυναίκα τολμά να αμφισβητήσει αυτή την αποστολή γίνεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό βορά για το σύνολο της κοινωνίας ή, απλά, δακτυλοδεικτούμενη. Εάν, μάλιστα, αυτή η επαναστάτρια τυγχάνει να είναι και όμορφη ενεργοποιούνται και άλλα πασίγνωστα ρητά, όπως « Όμορφη γυναίκα, διάολος του χωριού.», με αποτέλεσμα ο καθένας να επιτρέπεται να μιλά άσχημα για αυτήν. Με τα χρόνια τα πράγματα βελτιώνονται, αλλά επειδή οι κατεκτημένες μορφές ελεύθερης έκφρασης είναι καλό να μην αμφισβητούνται, κάθε γυναίκα, ειδικά αν είναι «περιποιημένη, αστραφτερή και ανεξάρτητη», μπορεί να επικριθεί για τις επιλογές της ασύστολα και άλογα.
Καταλήγουμε :
Άνοιγμα ψαλίδας υπέρ του αρσενικού
+ «H καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά»
+ ‘‘Ξαφνική’’ Γυναικεία χειραφέτηση =
Ελεύθερες επικρίσεις και ασεβείς συμπεριφορές απέναντι στις Γυναίκες- Σουφραζέτες (ή γενικά σε Γυναίκες)
Ο τρίτος όρος : « Ο Γιαννάκης το πάει το γράμμα »
Αφού έχει γίνει ανάγνωση όλων των παραπάνω, θα ήταν καλό να σταθούμε σε αυτόν τον όρο με προσοχή, παρά το σημασιολογικά ευτελές περιεχόμενό του. Εδώ έρχεται αποφασιστικά ή συνεπαγωγή να μας θυμίσει, πως είναι αδύνατον να γλιτώσει η ιδιαίτερη σεξουαλικότητα του Γιαννάκη, και του κάθε Γιαννάκη, από τη γειτονιά, αφού έχουν ήδη αρχίσει οι επικρίσεις για τους «γκόμενους» και τη «φουστίτσα» της Μαρίας. Κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο ! Αφού, λοιπόν, είμαστε σε θέση να κουτσομπολέψουμε τη Μαρία, η οποία ανήκει σε μια αποδεκτή ομάδα «φύλου», μπορέσουμε να προχωρήσουμε, χωρίς καμιά ντροπή, σε απόλυτη προσβολή της προσωπικότητας του Γιάννη, ο οποίος ανήκει στους «Άλλους». Στην τελική δε μας ρώτησε για να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο των φύλων με τις επιλογές του. Απαράδεκτο.
Καταλήγουμε:
Άνοιγμα ψαλίδας υπέρ του αρσενικού + Ελεύθερες επικρίσεις και ασεβείς συμπεριφορές απέναντι στις Γυναίκες- Σουφραζέτες =
Ελεύθερες επικρίσεις και αποκλεισμό κάθε Θηλυκότητας, κατά βούληση
Εδώ θα μου επιτρέψετε να εγκαταλείψω τη σταδιακή παράθεση των όρων και να προχωρήσω σε μια υπερπήδηση, όσον αφορά τη διαφορετικότητα.
O τέταρτος όρος : “ Παπούτσι από τον τόπο σου και ας είναι και μπαλωμένο.”
O πέμπτος όρος : “ Ξένος θα είσαι ξένε μου, όσο δικός και αν είναι. ”
Στους όρους- “εθνικές εκφράσεις” διακρίνουμε περίτρανα την ανάδειξη της τοπικής υπεροχής απέναντι σε κάθε είδους «ξένο» στοιχείο. Έχοντας αυτούς τους όρους ως οδηγό και αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας, δεν είναι απρόσμενο το γεγονός πως κάθε πολιτισμική διαφορά εκλαμβάνεται στην καλύτερη περίπτωση σαν «άχρηστη» και στη χειρότερη σαν « απειλή». Η χειρότερη περίπτωση έρχεται να ενισχυθεί από τις ελεύθερες επικρίσεις απέναντι στους «ντόπιους διαφορετικούς». Θα ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξο να αναμένουμε πως μια κοινωνία η οποία δεν αγκαλιάζει τις σεξουαλικές επιλογές των παιδιών της θα αγκαλιάσει τα «καπρίτσ��α» της ταυτότητας των ξένων. Όταν κάτι φυσικό, όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός αδυνατεί να γίνει κατανοητός, τότε οι πολιτισμικές διαφορές, μιλώντας πάντα για εκείνες που δεν προσβάλουν την τοπική κοινότητα και τα ισχύοντα δικαιώματα, φαντάζουν κάτι το εξωφρενικά δύσκολο προς αποδοχή. Με απλά λόγια, όταν σαν άνθρωπος αγνοείς και προσβάλεις τις ανάγκες ανθρώπων που μιλάτε την ίδια γλώσσα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι αδύνατο να δεχτείς τις ανάγκες των αλλόγλωσσων, ειδικά όταν βρίσκεσαι σε πλεονεκτική θέση.
Καταλήγουμε :
Άνοιγμα ψαλίδας υπέρ του αρσενικού+
Ελεύθερες επικρίσεις και αποκλεισμό κάθε Θηλυκότητας, κατά βούληση
+ «Ξένος θα είσαι ξένε μου, όσο δικός και αν είναι.» + ‘‘Εισβολή ξένου’’ στοιχείου στην απαράβατη ελληνική κοινωνία = Ρατσισμός, Κοινωνικός Αποκλεισμός και απάνθρωπες Ανισότητες απέναντι σε κάθε είδους Διαφορετικό
Και κάπου εδώ η μαθηματικό-κοινωνική ανάλυση αυτού του άρθρου ολοκληρώνεται. Η συγγραφέας εξαντλήθηκε συναισθηματικά από την κοινωνική διείσδυση και πρέπει να δώσει χώρο στον αναγνώστη να συνεχίσει, να αμφισβητήσει και να πράξει.
3 notes
·
View notes
Text
Λευκός κόσμος
Ο κόσμος σήμερα ξημέρωσε λευκός,
Έχασε κάθε χρώμα και άδειασε.
Σαν να διαλύθηκαν οι φωνές.
Σαν να φοβήθηκαν οι κινήσεις.
Σαν να βουβάθηκαν όλες οι συνειδήσεις.
Η ζωή αρχίνισε να στάζει.
Ησυχία, νέκρα και ανυπαρξία γέμισε.
Δεν φάνηκε τρελός κανείς.
Δε σφύριξε ο πετεινός.
Δεν έτρεξε ο Αυγερινός.
Μόνο σε μια γωνιά ανέτειλε βροχή.
Χωρίς να ξεμακραίνει.
Τραγούδησε με πίκρα υγρή.
Κανάκεψε το χώμα.
Και φρόντισε με κόκκινο να βάψουνε το γιόμα.
Οι Άνθρωποι δεν μπόρεσαν
Δεν πρόλαβαν, δεν έμαθαν, δεν είδαν.
Και το λευκό πείσμωσε με τέτοια υποκρισία.
Άχρωμος έμεινε ο εαυτός, ο νους και η ελπίδα.
Άχρωμος και ο σκοπός που φώναζε η ηλιαχτίδα.
Ο κόσμος σήμερα ξημέρωσε λευκός
Και έτσι θα παραμείνει.
Γιατί το χρώμα θέλει επιμονή, νερό και αλληλεγγύη.
Και οι άνθρωποι ξεχάστηκαν στη βολική γαλήνη.
Και οι άνθρωποι αρκέστηκαν στης σιγαλιάς τη δίνη.
Ίσως μια μέρα αντισταθούν,
Ίσως και να προφτάσουν.
Το νόμο που αδιαφορεί γοργά να τον δαμάσουν.
Να φέρουν το λαδί, το μπλε και το φεγγάρι.
Να αφήσουν το λευκό βαθύ να το σκορπούν οι γλάροι.
0 notes
Text
Το αστειάκι της συνείδησης
Θα γεράσω πριν την ώρα μου; Αυτό είναι άραγε το τίμημα της ευτυχίας; Η άδοξη πρόωρη γήρανση στα πλαίσια μιας ήρεμης ζωής; Συναντιούνται αυτά τα δυο; Γιατί ρε γαμώτο; Πότε και πώς; Αφού νομίζω πως το έχω δει να γίνεται και με άλλον τρόπο. Κάποιοι το έχουν καταφέρει. Κινούνται αέναα , στροβιλίζονται και το αίμα τους βράζει γοερά αλλά έντονα. Αυτοί είναι πολύ λίγοι θα μου πεις.
Θέλω να τρέχω. Το αγαπάω το τρέξιμο. Και αυτόν το δροσερό αέρα που σου χαϊδεύει τα μάγουλα και σε εμποδίζει να σκεφτείς. Και εκείνος με έσωνε απ’ τις σκέψεις μου. Εκείνος… Αλλά δεν ήταν δροσερός. Ήταν ασφυκτικά ζεστός. Ώρες ώρες φοβόμουν ότι σάπιζε. Αργά και σταθερά. Δεν αγαπούσε το τρέξιμο. Και είναι κάτι που δε χώνεψα ποτέ. Παρόλο που ήταν παράδειγμα ηρεμίας. Μόνο το βαρύ χαλαρό περπάτημα του άρεσε, το απαύγασμα από την επιρροή των άλλων. Το εκπέμπουν οι άνθρωποι κάθε είδους και περιβάλλοντος. Είναι βασανιστικό. Αν και δεν πρέπει να μιλάω έτσι. Σταματώ.
Εγώ θέλω να ζήσω. Απλά θέλω πολύ να ζήσω. Χωρίς να τον στεναχωρήσω. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ξέρει. Δεν μπορώ να στεναχωρήσω αυτό το χαμόγελο, ακόμα και αν δε ξέρω αν μιλάω για το δικό του ή το δικό μου όταν τον έβλεπα.
Αυτή ή συνεχής αντίδρασή μου, όμως, προς αυτόν και ό,τι ζω, τι είναι; Αστειάκι της συνείδησης; Τόσες ερωτήσεις και δεν έχω διάθεση να απαντήσω σε καμιά. Μόνο να μη γεράσω! Να μην πεθάνω μέσα μου. Δε νιώθω καλά. Δακρύζω… Μπορεί να μη δάκρυζα αν είχα μόνο μια γρατζουνιά ανεμελιάς παραπάνω χαραγμένη στον αμφιβληστροειδή μου. Μπορεί πάλι κι όχι.
Ξέρεις τι; Θα μπορούσε μόνο να ακουμπήσει μια και μοναδική φορά η Στιγμή την αιχμή των γονάτων μου. Δε θα ζήταγα κάτι παραπάνω. Μόνο θα ρώταγα:
«Με αγαπάς ,Στιγμή;»
«Δε ξέρω.», θα απάνταγε γελώντας. «Ίσως να σε λατρεύω. Αχ! Πόσο σου πάει αυτό το φόρεμα!»
Και θα παίζαμε κρυφτό ή κυνηγητό. Σαν να γνωριζόμασταν πριν από το πάντα.
Γιατί κατέληξα ήρεμη όταν είμαι να θέλω να μεθύσω; Και μεθυσμένη γιατί ποτέ πια δε ξεχνώ; Για ποιο λόγο πνίγομαι; Μέσα σε τι; Είναι μια κουταλιά ή ένα ποτάμι από αυτό το παχύρευστο ασφυκτικό υγρό; Από ποιο ξεφεύγεις πιο εύκολα τελικά; Βουλιάζω…
Τόση ζωή χώθηκε στα σκουπίδια. Αν τη βρεις κάποτε, πες μου να πάω να τη μαζέψω. Κλωστή, κλωστή. Καπάκι, καπάκι. Βλέμμα, Βλέμμα. Πνοή, πνοή.
Μόνο μη μου πεις πόσο κάνει αυτό το ντροπιαστικό γινόμενο. 365 επί…! Μη! Μη! Δε θέλω να ξέρω. Είναι οι μέρες που σπατάλησα, οι μέρες που έσβησα από το ημερολόγιο με μαύρο στυλό και τρεμάμενο χέρι. Δεν κατάφεραν να μου δείξουν τι λείπει από το αύριο, και τι από αυτό το άσχημο βράδυ. Εκτός αν είναι στην ανθρώπινη μοίρα γραφτό να μη μάθει ποτέ.
Θέλω να τρέξω. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Πρέπει να εκμεταλλευτώ τις αντοχές μου. Όσο ακόμα υπάρχουν! Τα πόδια μου ίσως να μη με εγκαταλείψουν. Σε λίγο όμως η ψυχή μπορεί να μην αντέχει τη μνήμα μιας ακόμα ολοζώντανης, αλλά περασμένης, διαδρομής.
Αναπνέω με δυσκολία. Θα σταθώ, μπροστά της, και θα φωνάξω «Άφησε με να τρέξω μέχρι να μην αντέχουν τα πόδια μου». Έπειτα θα την παρακαλέσω γονατιστή. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω άλλη επιλογή.
1 note
·
View note
Text
Για όσους σήμερα δεν μπορούν να κοιμηθούν
Όταν κοιμηθεί ο τόπος, όλα ησυχάζουν και μένεις μόνος. Όσοι ήξερες και αγάπησες όλη τη μέρα δεν βρίσκονται πια κοντά. Ή έτσι νιώθεις. Γιατί εσύ έχεις ανοιχτά μάτια, αλλά δεν μπορείς να τους δεις και , κυρίως, να τους φωνάξεις μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα.
Παίρνεις, λοιπόν, τη μοναξιά σου, τη φοράς, την μυρίζεις, της μιλάς και ελπίζεις ότι θα κάνει κάτι εκείνη για να ηρεμήσεις. Γιατί, όπως ίσως θα ξέρετε, οι μεγαλύτεροι εφιάλτες ανταμώνουν όσους μένουν τη νύχτα με τα μάτια ανοιχτά. Αυτοί είναι οι πιο δυνατοί και οι εφιάλτες τούς χρειάζονται για να συνεχίσουν να παλεύουν με τα όνειρα. Και αρκετές φορές καταφέρνουν να τους εκμεταλλευτούν. Έτσι κι αλλιώς, εκείνες τις ώρες, οι επιλογές είναι λίγες. Μια μικρή νίκη στον εφιάλτη με αντάλλαγμα ένα βουβό ύπνο, δείχνει η καλύτερη επιλογή.
Τώρα, βέβαια, θα αναρωτιέστε τι κάνει η μοναξιά σε τέτοιες περιπτώσεις. Τίποτα ιδιαίτερο… Απλά σου συμπαραστέκεται σε κάθε δύσκολη νίκη του εφιάλτη σου. Γνωρίζει καλά τέτοια παιχνίδια γιατί η ίδια τα σχεδίασε πολλά χρόνια πριν. Ήταν μικρή και ανώριμη, αλλά πρόθυμη για δουλειά, όπως φαίνεται. Με την πορεία των χρόνων, όμως, τα βαρέθηκε. Οι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να αποξενώνονται τη νύχτα, ακόμα και όταν κοιμούνταν αγκαλιασμένοι. Έτσι, θεώρησε καλύτερο να πιάσει φιλίες με άλλες κατηγορίες ανθρώπων που ήταν πρόθυμη να τη βγάλουν για έναν καφέ. Οι δήθεν αγαπημένοι άνθρωποι είχαν καταντήσει βαρετοί, και πιο αδίστακτοι ακόμα και από την ίδια.
Έτσι οι αιώνες άλλαζαν, και η ισχύ της μοναξιάς τη νύχτα λιγόστευε. Οι εφιάλτες δείχνουν πως θα παιδεύουν για καιρό ακόμα, όσους για κακή ή καλή τους τύχη μένουν με τα μάτια ανοιχτά. Αλλά ή νύχτα περνά, και έχει δείξει πως είναι απρόβλεπτη. Ίσως, κάποτε, συνδιαλεχτεί εποικοδομητικά με τα όνειρα και κάνει κάτι για αυτούς τους δυνατούς, και συνήθως όμορφους, ανθρώπους.
0 notes
Text
Σήμερα πρέπει να κοιμηθώ.
Μην ανησυχείς, δε θα καπνίσω σήμερα. Απλά θέλω να καταλάβω. Περπατάμε σε διαφορετικά πεζοδρόμια μέσα στην ίδια πόλη. Εμείς είμαστε; Δεν το χωράει το μυαλό μου. Δε ξυπνάω από τις κλωτσιές σου μετά από μια εξαντλητική αλκοολική νύχτα. Δε σε ακούω να γκρινιάζεις όταν κρύβω τα γυαλιά σου. Και λέω πως εκείνο το σύννεφο μοιάζει με το γκρεμισμένο κτίριο της πλατείας , χωρίς κανείς να μου φέρει αντίρρηση. Το φωνάζω μάλιστα και τα μάτια μου αρχίζουν να καίνε.
Πήρα την απόφαση, και σηκώθηκα χαράματα σήμερα. Έτρεξα στο μπαλκόνι. Κι όμως.Ο ήλιος πάλι ανέτειλε πίσω από το γυμνό λόφο. Η Δύση δεν πήρε τη θέση της Ανατολής. Ήμουν σίγουρη πως είχαν αλλάξει θέση. Ανέβηκα ψηλά να κοιτάξω καλύτερα. Και η Δύση ήταν ακόμα Δύση. Μετά κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες, αλλά το δαχτυλίδι σου έλειπε από το γραφείο μου.
Είχα περάσει από το δρόμο σου προχθές. Ψέματα. Κατέβηκα δυο παράλληλες για να μπορέσω να περάσω. Έπρεπε να τηρήσω τη συμφωνία μας. Θυμάσαι; «Δεν πρέπει να ξαναβρεθούμε». Έτσι συμφωνήσαμε. Πώς;Δε ξέρω.
Είναι αφύσικα αληθινό. Μια τέτοια φράση μόνο εσύ θα καταλάβαινες τι σημαίνει. Τώρα γελάω χωρίς να με βλέπεις. Είναι αστείο που γράφω σε χαρτί, τόσο κίτρινο και άοσμο όσο αυτό, πράγματα που ποτέ δε χρειάστηκε να σου πω. Το σκέφτηκες και εσύ όταν διάβασες για χιλιοστή φορά το βιβλίο που σου χάρισα. Παρ’ όλα αυτά δε θα μου το πεις.Γίνεται αυτό; Έχω πάψει εγώ να καταλαβαίνω, ή μήπως ούτε εσύ μπορείς να μου εξηγήσεις;
Έχω μέρες να σε ακούσω, ίσως και μήνες. Χρόνια είναι τελικά. Σήμερα πρέπει να κοιμηθώ. Ξαφνικά τα μάτια μου πάλι καίνε. Είμαι κουρασμένη. Αύριο θα μετρήσω τα αστέρια. Ο ήλιος με εγκατέλειψε αλλά αυτά ποτέ. Θα είναι η πρώτη φορά που θα μπορέσω να τα μετρήσω όλα. Δε θα ‘ναι πάνω από δύο…
2 notes
·
View notes
Text
��να μικρό μικρό ταξίδι...
Θα με κρατήσεις απ’ το χέρι ; Οι άνθρωποι δεν μας κοιτάνε καθόλου. Κοίτα! Ανεβαίνουν και κατεβαίνουν το μεγάλο δρόμο. Δεν μιλάμε ούτε την ίδια γλώσσα μαζί τους . Μη φοβάσαι τους ανθρώπους , γιατί οι άνθρωποι μυρίζονται το φόβο από μακριά. Τι σε νοιάζει τι θα πουν ,πώς θα το πάρουν; Μια εικόνα είμαστε γι ‘αυτούς. Εγώ δε φοβάμαι κανέναν άνθρωπο. Τι με κοιτάς ;Ναι, ψέματα. Φοβάμαι έναν. Εσένα! Μη με κοιτάς. Ναι! Σε φοβάμαι. Μπορείς να με χαράξεις με το δάχτυλο σου , να με χτυπήσεις με μια λέξη , να με κόψεις με μια ανάσα. Άοπλος. Με όσα ένας άνθρωπος κουβαλά πάνω του απ’ το πρώτο λεπτό της ύπαρξής του. Σε τρέμω λιγότερο όταν σκέφτομαι πως το ίδιο μπορώ να σου κάνω κι εγώ. Ξέρεις πόσο θέλω να σε πληγώσω όταν δε με κρατάς απ ‘το χέρι; Και εκεί που σχεδιάζω ύπουλα και μεθοδευμένα μια επώδυνη πληγή σου , λίγο πριν αφήσω το αίμα σου να τρέξει , σταματώ. Κοκαλώνω. Δεν μπορώ να κουνηθώ . Ένα λεπτό μετά , έχουν περάσει όλα. Τα ωραία σχέδιά μου πάνε στα σκουπίδια.
Τελικά, τον κατεβήκαμε τον μεγάλο δρόμο. Σαν δυο καλοί γνωστοί. Πώς μετατράπηκε ένας δρόμος σε ένα ολόκληρο ταξίδι; Είδες τα περιστέρια που πάλευαν για ένα ψίχουλο πάνω στο παγκάκι ; Πρόσεξες το μουσικό με την τρομπέτα; Και τα παιδιά που τρέχανε γύρω από το δέντρο ; Σε τεστάρω. Θέλω να δω αν κοιτούσες μόνο εμένα. Μη γελάς. Το τέλος του δρόμου είναι εκεί. Τελικά δε φοβάσαι τους ανθρώπους. Εμάς φοβάσαι. Γι ‘αυτό ακουμπάς τα δάχτυλά μου λίγο πριν τη γωνία και τα σφίγγεις με τρόμο. Ανήκεις στη στροφή στα δεξιά. Ξεφεύγω με στροφή στα αριστερά. Δεν μπορώ να σε κοιτάζω πια. Μόνο σκέφτομαι «Δε θα ξεθωριάσουμε.» και φωνάζω με τα μάτια κλειστά «Θα ‘ρθεις μαζί μου ;».
1 note
·
View note
Text
Το αστειάκι της συνείδησης
Θα γεράσω σύντομα; Αυτό είναι άραγε το τίμημα της ευτυχίας; Η άδοξη πρόωρη γήρανση στα πλαίσια μιας ήρεμης ζωής; Συναντιούνται αυτά τα δυο; Γιατί ρε γαμώτο; Πότε και πώς; Αφού νομίζω πως το έχω δει να γίνεται και με άλλον τρόπο. Κάποιοι το έχουν καταφέρει. Κινούνται αέναα , στροβιλίζονται και το αίμα τους βράζει γοερά αλλά έντονα. Αυτοί είναι πολύ λίγοι θα μου πεις.
Θέλω να τρέχω. Το αγαπάω το τρέξιμο. Και αυτόν το δροσερό αέρα που σου χαϊδεύει τα μάγουλα και σε εμποδίζει να σκεφτείς. Και εκείνος με έσωνε απ’ τις σκέψεις μου. Εκείνος… Αλλά δεν ήταν δροσερός. Ήταν ασφυκτικά ζεστός. Ώρες ώρες φοβόμουν ότι σάπιζε. Αργά και σταθερά. Δεν αγαπούσε το τρέξιμο. Και είναι κάτι που δε χώνεψα ποτέ. Παρόλο που ήταν παράδειγμα ηρεμίας. Μόνο το βαρύ χαλαρό περπάτημα του άρεσε, το απαύγασμα από την επιρροή των άλλων. Το εκπέμπουν οι άνθρωποι κάθε είδους και περιβάλλοντος. Είναι βασανιστικό. Αν και δεν πρέπει να μιλάω έτσι. Σταματώ.
Εγώ θέλω να ζήσω. Απλά θέλω πολύ να ζήσω. Χωρίς να τον στεναχωρήσω. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ξέρει. Δεν μπορώ να στεναχωρήσω αυτό το χαμόγελο, ακόμα και αν δε ξέρω αν μιλάω για το δικό του ή το δικό μου όταν τον έβλεπα.
Αυτή ή συνεχής αντίδρασή μου, όμως, προς αυτόν και ό,τι ζω, τι είναι; Αστειάκι της συνείδησης; Τόσες ερωτήσεις και δεν έχω διάθεση να απαντήσω σε καμιά. Μόνο να μη γεράσω! Να μην πεθάνω μέσα μου. Δε νιώθω καλά. Δακρύζω… Μπορεί να μη δάκρυζα αν είχα μόνο μια γρατζουνιά ανεμελιάς παραπάνω χαραγμένη στον αμφιβληστροειδή μου. Μπορεί πάλι κι όχι.
Ξέρεις τι; Θα μπορούσε μόνο να ακουμπήσει μια και μοναδική φορά η Στιγμή την αιχμή των γονάτων μου. Δε θα ζήταγα κάτι παραπάνω. Μόνο θα ρώταγα:
«Με αγαπάς ,Στιγμή;»
«Δε ξέρω.», θα απάνταγε γελώντας. «Ίσως να σε λατρεύω. Αχ! Πόσο σου πάει αυτό το φόρεμα!»
Και θα παίζαμε κρυφτό ή κυνηγητό. Σαν να γνωριζόμασταν πριν από το πάντα.
Γιατί κατέληξα ήρεμη όταν είμαι να θέλω να μεθύσω; Και μεθυσμένη γιατί ποτέ πια δε ξεχνώ; Για ποιο λόγο πνίγομαι; Μέσα σε τι; Είναι μια κουταλιά ή ένα ποτάμι από αυτό το παχύρευστο ασφυκτικό υγρό; Από ποιο ξεφεύγεις πιο εύκολα τελικά; Βουλιάζω…
Τόση ζωή χώθηκε στα σκουπίδια. Αν τη βρεις κάποτε, πες μου να πάω να τη μαζέψω. Κλωστή, κλωστή. Καπάκι, καπάκι. Βλέμμα, Βλέμμα. Πνοή, πνοή.
Μόνο μη μου πεις πόσο κάνει αυτό το ντροπιαστικό γινόμενο. 365 επί…! Μη! Μη! Δε θέλω να ξέρω. Είναι οι μέρες που σπατάλησα, οι μέρες που έσβησα από το ημερολόγιο με μαύρο στυλό και τρεμάμενο χέρι. Δεν κατάφεραν να μου δείξουν τι λείπει από το αύριο, και τι από αυτό το άσχημο βράδυ. Εκτός αν είναι στην ανθρώπινη μοίρα γραφτό να μη μάθει ποτέ.
Θέλω να τρέξω. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Πρέπει να εκμεταλλευτώ τις αντοχές μου. Όσο ακόμα υπάρχουν! Τα πόδια μου ίσως να μη με εγκαταλείψουν. Σε λίγο όμως η ψυχή μπορεί να μην αντέχει τη μνήμα μιας ακόμα ολοζώντανης, αλλά περασμένης, διαδρομής.
Αναπνέω με δυσκολία. Θα σταθώ, μπροστά της, και θα φωνάξω «Άφησε με να τρέξω μέχρι να μην αντέχουν τα πόδια μου». Έπειτα θα την παρακαλέσω γονατιστή. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω άλλη επιλογή.
1 note
·
View note
Text
Moderato ;
Ιόλη :Μην κάνεις τόσο θόρυβο, σε παρακαλώ!
Μαργαρίτα: Τι κάνω;
Ιόλη: Ηρέμησε λέω.
Μαργαρίτα: Ήρεμη είμαι. (Το πόδι της ανεβοκατεβαίνει ασυναίσθητα, εδώ και ώρα, πάνω στο ξύλινο τραπέζι). Δεν σε καταλαβαίνω… Tα πλυντήρια κάνουν θόρυβο και εγώ δεν είμαι…
Ιόλη:To πόδι σου Μαργαρίτα! Το πόδι σου!
Μαργαρίτα: (Το κοιτάει )Ααα ναι! Συγγνώμη !(Ξεσπάει σε γέλια.)
Ιόλη: Δεν είναι αστείο για 376η φορά. Και μη μιλάς πάλι δυνατά. Γιατί πάντα μιλάς τόσο δυνατά;
Μαργαρίτα: Δε μιλούσα δυνατά. Απλά γέλασα. Τι σε ‘πιασε ;
Ιόλη: Τίποτα δε με ‘πιασε. Απλά δε μου αρέσουν οι ξύλινοι θόρυβοι.
Μαργαρίτα:Eίπες και για τη φωνή μου… Ούτε αυτή σου αρέσει;
Ιόλη: Δεν είπα αυτό… Θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλιες.
Μαργαρίτα: Θα την αναγνώριζες… (Συνεχίζει χαμηλόφωνα.) Δε θα την προτιμούσες…
Ιόλη: Τι είπες; Τώρα γιατί ψιθυρίζεις; …Ας μη το συνεχίσουμε!
Μαργαρίτα: Ας μην… Χθες πέρασα από εκείνη την κεντρική πλατεία κοντά στην Πατησίων. Πώς τη λένε να δεις…
Ιόλη: Αμερικής.
Μαργαρίτα: Ναι! Μπράβο! Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τα ονόματα …(Γελά.) Τέλος πάντων. Τι λέγαμε; Α ναι για την πλατεία. Είχαν φτιάξει μια μεγάλη γιορτή. Έπαιζε δυνατά βαλκανική μουσική και…
Ιόλη: Πώς κατέληξες στην Αμερικής; Δε θα ‘σουν κέντρο μέχρι τις 7;
Μαργαρίτα: Ήμουν. Αλλά μετά ήθελα να κάνω μια βόλτα και κατέληξα εκεί. Το λεωφορείο εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου στην Ακαδημίας και λέω «Γιατί όχι;».
Ιόλη: Θα μπορούσες να γυρίσεις σπίτι να ξεκουραστείς. Δεν είμαστε παιδιά πια. Έχεις…
Μαργαρίτα: «Εξαντληθεί, πιέζεις τον οργανισμό σου και θα αρρωστήσεις πάλι.» Αυτό δεν ήθελες να πεις ;
Ιόλη: Έχεις μεγαλώσει πια για να ’’κάνεις βόλτες’’ ,όπως λες, κάθε μέρα. Αυτό ήθελα να πω.
Μαργαρίτα: Θα προτιμούσα να συνεχίσω να μιλάω για τη γιορτή . Εντάξει; Και που λες… Είχαν ξεκινήσει μια ιταλική μπαλάντα όταν έφτασα.
Ιόλη: Βαλκανική μουσική είπες πριν.
Μαργαρίτα: Ναι μετά έπαιξαν κάποια κομμάτια σε γρηγορότερο ρυθμό, που παρέπεμπαν σε…
Ιόλη: (Τη διακόπτει ταραντάζοντας τους ώμους της.) Μαργαρίτα πότε θα αλλάξεις το δικό σου ρυθμό ; Θα μου πεις; Θα γεράσεις πριν την ώρα σου.
Μαργαρίτα: Ίσως.
Ιόλη: Μόνο αυτό έχεις να πεις ;
Μαργαρίτα: Κι αν γεράσω στην ώρα μου, τι διαφορά θα έχει;
Ιόλη: Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Εγώ δε σκοπεύω να γεράσω πρόωρα πάντως.
Μαργαρίτα: Καλά αν θες να γεράσουμε μαζί ,καλή μου, ίσως κάνω μια προσπάθεια παραπάνω. (Προσπαθεί να τις φανταστεί γριές χωρίς να τα καταφέρνει.)
Ιόλη: Δεν είναι αστείο. Ο κόσμος μας έχει το δικό του ρυθμό για κάποιο λόγο και εσύ τον αγνοείς εντελώς!
Μαργαρίτα: (Γυρνά και την κοιτά με χαμόγελο.) Όταν κάποτε τρέχαμε στα φεστιβάλ της Χαλκιδικής , κολυμπάγαμε νυχθημερόν στα κρύα νερά του Φονιά και γαντζωνόμασταν η μια από την άλλη για να φτάσουμε στο άθλιο ξενοδοχείο μας στην Κάμτεν 5 ώρα το πρωί, δεν άκουγες το ρυθμό του κόσμου. Χόρευες τον δικό μας.
Ιόλη: Κάποτε. Όπως το ‘πες. Μάλλον κουράστηκα. Συμβαίνει κι αυτό με τους ανθρώπους ξέρεις. Δεν είμαστε αιώνιοι, σαν τα ξωτικά στα ψεύτικα παραμύθια σου.
Μαργαρίτα: Όχι σαν τα ξωτικά μου δεν είμαστε σίγουρα. (Αλλάζει τη φωνή της και κάνει αστείες κινήσεις μαριονέτας με τα χέρια της .) «Θα αντάλλασες ένα από τα μικρά χαζά αυτιά σου με ένα πεταχτό ξωτικένιο αυτί για μια μέρα από τη ζωή ενός τρανού ξωτικού;»
Ιόλη: Άρχισες πάλι…
Μαργαρίτα: Κι όμως είχες απαντήσει ναι. Κι ας μην ήμασταν πια παιδιά, ούτε καν φοιτήτριες. Κι ας μην πληρούσαμε καμιά χρονική προϋπόθεση που δικαιολογούσε την ελευθερία του ρυθμού μας… Είχες απαντήσει ναι.
Ιόλη: (Η φωνή της γίνεται αδύναμη. Την κοιτά στα μάτια.) Δεν μπορώ να ακολουθήσω αυτό το ρυθμό. Δεν μπορώ να σε ακολουθήσω πια. Δεν το βλέπεις;
Μαργαρίτα: (Και εκείνη την κοιτά στα μάτια.Έπειτα στην κοιλιά )Ιόλη, τι έδειξαν οι εξετάσεις σου;
Ιόλη: Όλα καλά. Σε ένα μήνα θα ξέρουμε το φύλο. Ο Νίκος έχει τρελαθεί από τη χαρά του. Εσύ; Πήγες στο γιατρό αυτό το μήνα;
Μαργαρίτα: Προχθές. Χαίρω άκρας υγείας. Μπορώ να χορεύω σε Presto …Μπορεί και σε Prestissimo. (Γελά. Πολύ.)
Ιόλη: (Η φωνή της γίνεται αδύναμη ξανά. Δεν την κοιτά στα μάτια) Γιατί δεν τρομάζεις ποτέ ρε γαμώτο ; Ζαλιζόσουν και παραπατούσες μια ολόκληρη μέρα την τελευταία φορά.
Μαργαρίτα: Μια μέρα στον καυτό ήλιο ήταν, Ιόλη. Χειμώνιασε πια. Δεν καίει.
Ιόλη: Και αν χρειαστεί να …
Μαργαρίτα: … αρχίσω πάλι θεραπείες; Θα δοκιμάσω Grave.
Ιόλη: (Φωνάζει )Σταμάτα. Τι λες;
Μαργαρίτα: Tempo Grave , μικρή μου Ιόλη. Αργό, αργό , αργό…
Ιόλη : Πάψε πια. Είσαι άνθρωπος. Όχι μουσικό κομμάτι του Vivaldi.
Μαργαρίτα : Ζήτησες να μιλήσουμε για ρυθμούς. Μιλάμε για ρυθμούς.
Ιόλη: Ζήτησα να δεις το ρυθμό του κόσμου. Δεν είναι τόσο άσχημος. Έχει μια βόλτα το Σαββατοκύριακο, ύπνο τις καθημερινές, εκδρομές με πρόγραμμα και κάποιες ώρες μπροστά στην τηλεόραση με νόστιμες ταινίες. Είναι…
Μαργαρίτα:Moderato! Είναι Moderato! Τον ξέρω αυτόν τον ρυθμό. Μας τον μάθαιναν στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο , στο ωδείο και στην ομάδα βόλεϊ. Θυμάσαι να μπορούσα να τον ακολουθήσω ποτέ;
Ιόλη: Είσαι ξεροκέφαλη. Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δε θέλω. Κι αυτό σου έλεγαν στο ωδείο. Το θυμάσαι;
Μαργαρίτα : To θυμάμαι… Μπορεί και να μην ήθελα. Ο Moderato ήταν ο μόνος ρυθμός που είχα καταφέρει να απομνημονεύσω το όνομα και τα βασικά χαρακτηριστικά του. Τον αναγνώριζα αμέσως. Στην πράξη, όμως, ήμασταν ξένοι. Τα δάχτυλα μου , συνήθως, πήγαιναν τόσο γρήγορα που θα έλεγες ότι αγωνιούσαν και βιάζονταν για να προφτάσουν να αγγίξουν όλες τις απαλές επιφάνειες των πλήκτρων, λευκές και μαύρες, πριν το επόμενο ηλιοβασίλεμα. Άλλες φορές τεμπέλιαζαν προκλητικά, αγνοώντας τις φωνές της αυστηρής δασκάλας με τον αψεγάδιαστο κότσο.
Ιόλη: Της κυρίας Σόνιας.Το ξέρω. Εκεί ήμουν…δίπλα σου. (Παίρνει μια βαθιά εισπνοή.)
Μαργαρίτα:Βέβαια,ήσουν εκεί πάντα υπέροχη να επαναφέρεις την ηρεμία κατακτώντας το ρυθμό κάθε συνόλου μουσικών μέτρων, σαν να είχες γεννηθεί με ένα μετρονόμο στο στομάχι σου. Μια φορά, ενώ κοιμόσουν, είχα προσπαθήσει να τον ακούσω ξέρεις. Έστησα το αυτί μου κοντά στην κοιλιά σου και περίμενα. Τίποτα. Ησυχία. (Γελάνε δυνατά. Μαζί.)
Ιόλη: Πάντα ήθελα να παίξουμε ένα κομμάτι μαζί , ένα δικό μας κομμάτι. Είχα σκεφτεί και το όνομα του κομματιού. (Ξεροβήχει με ψεύτικα σοβαρό ύφος.) Ήταν :«Για την αιώνια φιλία» Ήμουν 13 ετών. Δεν είχα μεγάλη φαντασία βλέπεις.
Μαργαρίτα : Χάλασα το όμορφο σχέδιό σου, γλυκιά μου; (Της μιλά ενώ αρχίζει να κοιτά έξω από το παράθυρο .)
Ιόλη: Δε φταις εσύ. Η δική μας αρμονική δυσρυθμία θα δυσκόλευε και τον πιο ταλαντούχο συνθέτη. Τι κοιτάς εκεί; Είναι η ώρα σου να φύγεις, έτσι;
Μαργαρίτα : Έχω γίνει τόσο προβλέψιμη πια; (Γελά) Τη μέρα κοιτούσα. Δεν είναι υπέροχη ;
Ιόλη: Πάει για βροχή.
Μαργαρίτα: Ναι, αλλά κοίτα αυτές τις τολμηρές δυνατές ακτίνες που αγκαλιάζουν τα σύννεφα! Τα συγκρατούν διαπερνώντας μικρές ασφυκτικές σχισμές ανάμεσά τους (Κάνει απροσδιόριστες παραστατικές κινήσεις με τα χέρια της.)και σε κάνουν να πιστεύεις πως…
Ιόλη: …πως μπορούν να σταματήσουν τη βροχή.
Μαργαρίτα: …πως μπορούν να σταματήσουν τη βροχή (επαναλαμβάνει με ήρεμο τόνο)… (Σηκώνεται για να βάλει το πα��τό της.)
Ιόλη: Ντύσου καλά. Θα κάνει κρύο στο λιμάνι σήμερα. Εκεί δεν πας;
Μαργαρίτα: Εντάξει. Ναι, εκεί πάω...
Ιόλη: (Σηκώνετε και την πάει μέχρι την πόρτα )Και… Μαργαρίτα; Μην εξαφανιστείς πάλι .
Μαργαρίτα: Ποτέ ξανά. ( «Ποτέ ξανά πριν εκείνη την ώρα, ποτέ ξανά πριν το για πάντα…», σκέφτηκε αλλά δεν το είπε δυνατά.) Τα λέμε αύριο , κορι��σάκι μου .(Άνοιξε την πόρτα , της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες)
Ιόλη: Ναι.. Αύριο.. Καλή βόλτα δύσρυθμη φίλη μου. (« Να προσέχεις.», σκέφτηκε αλλά δεν το είπε δυνατά.)
0 notes
Link
Μην ανησυχείς, δε θα καπνίσω σήμερα. Απλά θέλω να καταλάβω. Περπατάμε σε διαφορετικά πεζοδρόμια μέσα στην ίδια πόλη. Εμείς είμαστε; Δεν το χωράει το μυαλό μου. Δε ξυπνάω από τις κλωτσιές σου μετά από μια εξαντλητική αλκοολική νύχτα. Δε σε ακούω να γκρινιάζεις όταν κρύβω τα γυαλιά σου. Και λέω πως...
2 notes
·
View notes
Text
Σήμερα πρέπει να κοιμηθώ.
Μην ανησυχείς, δε θα καπνίσω σήμερα. Απλά θέλω να καταλάβω. Περπατάμε σε διαφορετικά πεζοδρόμια μέσα στην ίδια πόλη. Εμείς είμαστε; Δεν το χωράει το μυαλό μου. Δε ξυπνάω από τις κλωτσιές σου μετά από μια εξαντλητική αλκοολική νύχτα. Δε σε ακούω να γκρινιάζεις όταν κρύβω τα γυαλιά σου. Και λέω πως εκείνο το σύννεφο μοιάζει με το γκρεμισμένο κτίριο της πλατείας , χωρίς κανείς να μου φέρει αντίρρηση. Το φωνάζω μάλιστα και τα μάτια μου αρχίζουν να καίνε.
Πήρα την απόφαση, και σηκώθηκα χαράματα σήμερα. Έτρεξα στο μπαλκόνι. Κι όμως.Ο ήλιος πάλι ανέτειλε πίσω από το γυμνό λόφο. Η Δύση δεν πήρε τη θέση της Ανατολής. Ήμουν σίγουρη πως είχαν αλλάξει θέση. Ανέβηκα ψηλά να κοιτάξω καλύτερα. Και η Δύση ήταν ακόμα Δύση. Μετά κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες, αλλά το δαχτυλίδι σου έλειπε από το γραφείο μου.
Είχα περάσει από το δρόμο σου προχθές. Ψέματα. Κατέβηκα δυο παράλληλες για να μπορέσω να περάσω. Έπρεπε να τηρήσω τη συμφωνία μας. Θυμάσαι; «Δεν πρέπει να ξαναβρεθούμε». Έτσι συμφωνήσαμε. Πώς;Δε ξέρω.
Είναι αφύσικα αληθινό. Μια τέτοια φράση μόνο εσύ θα καταλάβαινες τι σημαίνει. Τώρα γελάω χωρίς να με βλέπεις. Είναι αστείο που γράφω σε χαρτί, τόσο κίτρινο και άοσμο όσο αυτό, πράγματα που ποτέ δε χρειάστηκε να σου πω. Το σκέφτηκες και εσύ όταν διάβασες για χιλιοστή φορά το βιβλίο που σου χάρισα. Παρ’ όλα αυτά δε θα μου το πεις.Γίνεται αυτό; Έχω πάψει εγώ να καταλαβαίνω, ή μήπως ούτε εσύ μπορείς να μου εξηγήσεις;
Έχω μέρες να σε ακούσω, ίσως και μήνες. Χρόνια είναι τελικά. Σήμερα πρέπει να κοιμηθώ. Ξαφνικά τα μάτια μου πάλι καίνε. Είμαι κουρασμένη. Αύριο θα μετρήσω τα αστέρια. Ο ήλιος με εγκατέλειψε αλλά αυτά ποτέ. Θα είναι η πρώτη φορά που θα μπορέσω να τα μετρήσω όλα. Δε θα ‘ναι πάνω από δύο...
2 notes
·
View notes
Text
Ο μονόλογος ενός κατά λάθος συγγραφέα
Δύσκολο να ξεκινάς να γράφεις χωρίς να το θες. Απλά είναι εκείνη η στιγμή που κάτι πρέπει να κάνεις. Είναι όπως όταν ξεκινάει ένα όνειρ�� χωρίς να το θες και μετά δε σβήνει. Να έτσι είναι. Και πάλι γράφεις . Γράφεις στη μνήμη τα σημάδια για καθετί που σε αφήνει να συνεχίσεις στο ίδιο όνειρο. Και αυτά μετά δε σβήνουν. Δεν είναι η ωραία σημασία ενός μεγάλου έρωτα ,μιας δυνατής στιγμής ή ενός απέραντου ταξιδιού που δε σε αφήνουν να σταματήσεις. Είναι πως όλα αρχίζουν να κυλούν λες και έπρεπε να γίνουν και σε αφήνουν σε αυτή την επώδυνη και ανίκητη δίνη που λέγεται Ελπίδα. Στριφογυρίζεις στα αδέξια χέρια της, που μοιάζουν με παιδικά γιατί αλλιώς δε δικαιολογείται η αδεξιότητά τους . Τόσα χρόνια θα ‘πρεπε να ‘χει ωριμάσει και να μη χώνεται στις ιστορίες όλων των ανθρώπων. Μόνο σε εκείνες με αυτό το σπάνιο και ενοχλητικά επιθυμητό «Ευτυχισμένο τέλος». Αλλά όχι. Αυτή επιλέγει να εμφανίζεται μπροστά σου όποτε έχει ελεύθερο χρόνο. Και φαίνεται να έχει πολύ από δαύτον. Και τότε καμιά γόμα δε σε σώζει από τα σημάδια. Αρχίζεις να ακούγεσαι τόσο δυνατά που φοβάσαι και ο ίδιος τον εαυτό σου. Ξεχνάς πότε γέλασες και πότε έκλαψες τελευταία φορά. Το δάκρυ και το γέλιο σου μπερδέυονται συνεχώς και αλλάζουν ερμηνείες. Μοιάζεις ώρες ώρες με βουρκωμένο παλιάτσο. Δε ξέρω εάν η Ελπίδα σε αφήνει να ζεις σε αυτόν τον κόσμο. Εγώ όσοι την κουβαλούσαν είδα να ζουν σε διαφορετικό. Δεν πατούσαν σε στέρεο έδαφος. Όλα ήταν ρευστά και ευαίσθητα σαν κρύσταλλο γύρω τους. Ή έτσι έμοιαζαν να νομίζουν. Φυσικά, κανείς τους δεν κατάλαβε ποτέ πως εκείνη ευθύνεται για το χαμό τους. Απλά πιστεύουν πως τους συντροφεύει και τους φυλάει μέχρι εκείνο το «Ευτυχισμένο τέλος» της ιστορίας τους. Μερικοί, βέβαια ,που την έχουν εμπιστευθεί υπερβολικά κάποια στιγμή ξαφνιάζονται από τη συνεχή αποτυχία της. Τότε η Ελπίδα μοιάζει να τρομάζει με τα ξεσπάσματα και τη δυστυχία που τους προκάλεσε. Επιτέλους τους αφήνει. Και τι γίνεται όταν σε αφήνει η Ελπίδα φίλε μου; Απλά συνειδητοποιείς ότι η ζωή σου τελικά είναι πιο άδεια απ’ ότι φανταζόσουν. Τίποτα από όσα έχεις ήδη ελπίσει δε σβήνεται ποτέ. Και μετά ξεκινάς να γράφεις χωρίς να το θες. Απλά είναι εκείνη η στιγμή που κάτι πρέπει να κάνεις. Εξ’ άλλου ξέρεις πως δεν αντέχεις το κενό, και αύριο πάλι θα στριφογυρίζεις στην ίδια δίνη...
��-<�o-�
0 notes
Text
Ένα μικρό μικρό ταξίδι...
Θα με κρατήσεις απ’ το χέρι ; Οι άνθρωποι δεν μας κοιτάνε καθόλου. Κοίτα! Ανεβαίνουν και κατεβαίνουν το μεγάλο δρόμο. Δεν μιλάμε ούτε την ίδια γλώσσα μαζί τους . Μη φοβάσαι τους ανθρώπους , γιατί οι άνθρωποι μυρίζονται το φόβο από μακριά. Τι σε νοιάζει τι θα πουν ,πώς θα το πάρουν; Μια εικόνα είμαστε γι ‘αυτούς. Εγώ δε φοβάμαι κανέναν άνθρωπο. Τι με κοιτάς ;Ναι, ψέματα. Φοβάμαι έναν. Εσένα! Μη με κοιτάς. Ναι! Σε φοβάμαι. Μπορείς να με χαράξεις με το δάχτυλο σου , να με χτυπήσεις με μια λέξη , να με κόψεις με μια ανάσα. Άοπλος. Με όσα ένας άνθρωπος κουβαλά πάνω του απ’ το πρώτο λεπτό της ύπαρξής του. Σε τρέμω λιγότερο όταν σκέφτομαι πως το ίδιο μπορώ να σου κάνω κι εγώ. Ξέρεις πόσο θέλω να σε πληγώσω όταν δε με κρατάς απ ‘το χέρι; Και εκεί που σχεδιάζω ύπουλα και μεθοδευμένα μια επώδυνη πληγή σου , λίγο πριν αφήσω το αίμα σου να τρέξει , σταματώ. Κοκαλώνω. Δεν μπορώ να κουνηθώ . Ένα λεπτό μετά , έχουν περάσει όλα. Τα ωραία σχέδιά μου πάνε στα σκουπίδια.
Τελικά, τον κατεβήκαμε τον μεγάλο δρόμο. Σαν δυο καλοί γνωστοί. Πώς μετατράπηκε ένας δρόμος σε ένα ολόκληρο ταξίδι; Είδες τα περιστέρια που πάλευαν για ένα ψίχουλο πάνω στο παγκάκι ; Πρόσεξες το μουσικό με την τρομπέτα; Και τα παιδιά που τρέχανε γύρω από το δέντρο ; Σε τεστάρω. Θέλω να δω αν κοιτούσες μόνο εμένα. Μη γελάς. Το τέλος του δρόμου είναι εκεί. Τελικά δε φοβάσαι τους ανθρώπους. Εμάς φοβάσαι. Γι ‘αυτό ακουμπάς τα δάχτυλά μου λίγο πριν τη γωνία και τα σφίγγεις με τρόμο. Ανήκεις στη στροφή στα δεξιά. Ξεφεύγω με στροφή στα αριστερά. Δεν μπορώ να σε κοιτάζω πια. Μόνο σκέφτομαι «Δε θα ξεθωριάσουμε.» και φωνάζω με τα μάτια κλειστά «Θα ‘ρθεις μαζί μου ;».
1 note
·
View note
Quote
"Always tell everything you feel , and act as you think ..."
From a joke-text...
0 notes
Photo
Tumblr Tuesday: Women’s History Month
Who Needs Feminism? All of us.
Equality for HER Health Educational Rights (HER) has been celebrating WHM (Women’s History Month) with biographical snippets and minimalistic portraits of influential women past and present.
Women of Library History Name some badasses. “The Navy SEALS?” Sure. “B-613?” Maybe. “The Feminist Task Force of the American Library Association?” Fuck yes. Shout out to our Tumblarians.
Cool Chicks from History Chicks have been cool since forever.
Stop Telling Women to Smile An art series letting you know that it’s not okay to tell women to smile.
Photo via Who Needs Feminism?
41K notes
·
View notes