Photo
O κόσμος της Πατριαρχίας είναι ο κόσμος που παρέρχεται και είναι ακριβώς για τον λόγο αυτό που μπορούμε να τον κατονομάσουμε.
Η εγγύηση του πατέρα ως τηρητή της τάξης έχει κλονιστεί ανεπιστρεπτί ενώ τα προσποιητά που εγγυόνταν την εξουσία του και προκύπτουν από αυτή εκπίπτουν ασταμάτητα.
Ο κόσμος της πατριαρχίας εμφανίζεται άρρητα συγκροτημένος στην παραδοχή της ταύτισης του φαλλού με το πέος, στην εξύψωση μιας βιολογικής τυχαιότητας, την κατοχή ενός στοιχείου ανατομίας, σε αυτόκλητη κληρονομιά της συμβολικής εξουσίας.
Την στιγμή που η πατριαρχία αδυνατεί να παρέχει την στήριξη για παρελθόντα ιδανικά, ο πατέρας μοιάζει να γδύνεται ενώπιών μας αποκαλύπτοντας το μόριό του, το μόνο που του μένει να έχει, σε μια απέλπιδη προσπάθεια να συγκροτηθεί το συμβολικό του κύρος με τρόπο που θα του ήταν αναπόσπαστο.
Ο πατέρας μοιάζει να έχει το σύμβολο κολλημένο στο σώμα του, ως Ά��τρας.
Ένας ευνουχισμός στο πραγματικό του σώματος εμφανίζεται να είναι το κατάλληλο υποκατάστατο, εκείνο που φαντασιακά θα υποσκέλιζε την έλλειψη επιμέρους συμβολικών ταυτίσεων προς καθαίρεση.
Το έργο μας είναι υποκατάστατο, ένα simulation. Αποτελεί μια μεταφορά της λειτουργίας του ευνουχισμού και «μιλάει» για ένα θέμα που ξεπερνά την ταυτοτική λογική και στηλιτεύει παράλληλα το ζήτημα αυτό.
Στα πλαίσια αυτής της μεταφυσικής το πέος αναδύεται ως το τελευταίο φαλλικό σκήπτρο, ως το πέος να ήταν πράγματι φορέας απόκοσμων δυνάμεων που χαράσσουν την πορεία του πολιτισμού.
Η βιολογική τυχαιότητα παραμένει ακόμη καθοριστική στην διαδικασία παραγωγής ανθρώπινου πληθυσμού, ενώ το dildo είναι ένα υποκατάστατο του πέους, ένα αυτοϊκανοποιητικό prop, που παρέχει
στους χρήστες τη δυνατότητα να καθιστούν το πέος αχρείαστο στα πλαίσια της σεξουαλικής κατανάλωσης.
Το dildo, ένα ανεξάντλητο πέος, ένα πέος που τίποτε δεν έχει να χάσει, είναι ένα πέος εκτός ορίων πέος που δεν μπορεί να κοπεί, μιας και είναι πάντοτε αποσπασμένο από οποιοδήποτε σώμα. Το κόψιμό του, όπως και το κόψιμο ενός πραγματικού πέους, είναι πέραν του θεάματος.
Μέσα από τις αναφορές μας προσπαθούμε να θεματοποιήσουμε το ζήτημα της απόλαυσης (jouissance) που εμφιλοχωρεί στα ζητήματα του φύλου μετατρέποντας κάθε «κόψιμο ενός πέους» σε μια μικρή νίκη του «φεμινισμού» κατά της πατριαρχίας.
Όπως συμβαίνει σήμερα κατά κόρον από τη θεαματική κοινωνία με τα ζητήματα του φύλου, αυτά ισοτιμούνται με ένα εισιτήριο για μια γκέι παράσταση ή ένα χορηγό στο pride κλπ. και έτσι το θέμα αυτό υποβιβάζεται αλλά και εντάσσεται πλήρως στην καπιταλιστική λογική που θέλει τα πάντα να αποτιμώνται στο γενικό ισοδύναμο.
Αν κάτι δεν είναι μια κατηγορία καταναλωτών απλά δεν υπάρχει, αυτή είναι μια λειτουργία του Συμβόλου που παρασιτεί στον κόσμο του θεάματος παράγοντας συνέχεια υποκατηγορίες και αξίες προς ανταλλαγή. Έτσι και το φύλο έχει μετατραπεί σε ένα εργοστάσιο ευνουχισμού μακριά από την επιτελεστική διάστασή του, πίσω στην ουσιοκρατική παράδοση του είναι -γυναίκα, είναι -άντρας είναι. (?)
Που εν τέλη παραπέμπει στη μοναδική διάσταση με την οποία πλήττει το σημαίνον το κάθε σώμα/υποκείμενο.
Κόβοντας ένα πουλάκι, δεν γίνε��αι περισσότερο γυναίκα. Η λειτουργία του κοψίματος δεν έχει φύλο. Ο ευνουχισμός είναι λειτουργία του συμβολικού, τα φύλα δεν εντάσσονται στο συμβολικό, επιτελούνται στο δημόσιο χώρο.
Με τη λίστα από τα παρακάτω εργαλεία μπορεί κάποιος να κόψει ενα φαλλικό όργανο σε διαφορετική τιμή. Οι τιμές αναλογούν στην ταλαιπωρία, όσο μεγαλύτερη η ταλαιπωρία τόσο μεγαλύτερη απόλαυση.
Κοφτερό μαχαίρι 15ευρώ Τροχός 20ευρώ Οδοντικό νήμα 25 ευρώ Νυχοκόπτης 30ευρώ
1 note
·
View note
Text
25η μαρτίου
Σήμερα στη δουλειά είχα αυτή τη φαντασίωση που σάρωσε. Ήταν 25 μαρτίου εθνική εορτή. Κανείς πια δεν ξέρει αν αφορά τη λευτεργιά απο τους Τούρκους όταν οι έλληνες της εποχής έπαθαν ξαφνικά διαφωτισμό, ή τη μέρα εισόδου της χώρας στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι πολεμοχαρείς εορτασμοί ενός εκφυλισμένου ιδανικού που έμειναν κάποιοι να εμπορεύονται με αντάλλαγμα ψήφους στο εκμαυλισμένο απο μίζες και θελήματα πολιτικό κατεστημένο. Ζήτω η Μακεδονία, θέλαν τα μίντια, μέρες τώρα, να φωνάξουμε όλοι μαζί. Οι ειρηνικοί διαδηλωτές της πατριαρχίας και του εθνικισμού. Περίφανοι γονείς και γέροι με τα καλά τους ρούχα, ήρθαν σήμερα στον Πειραιά, ολοί απο τις 11-1 το πρωί για να θαυμάσουν το υψηλό αυτής της φαντασίωσης. Fascination.
Εγώ τους συνάντησα όταν έψαχναν για να παρκάρουν. Μου έδιναν πεντάευρα για να παρκάρουν και μετά αγόραζαν τα σημαιάκια τους απο μετανάστες. Πολλοί, ένωναν τα σημαιάκια με τα οχηματά τους, σε μια προσπάθεια να συνενώσουν ύλη και πνεύμα, που εκπατρίζεται απο τη σημαία. Δούλεψα 2 ώρες για 150 ευρώ και έφυγα. Ζήτω ο ελληνικός εθνικισμός, να μας ξανάερθετε, συνθήματα που άκουγα στο κεφάλι μου. Ο στοίχος "μη παραχαράσετε την φαντασία" έπεζε σε λούπα στο μυαλό μου. Όπως στους αναλυτές, εμείς οι εργάτες δίνουμε το περίσσευμα μας για μην τυχόν και γίνουμε αφέντες και πρέπει να στήνουμε εθνικιστικές εορτές(ΣυΡιΖα) και έτσι δεν μπορούμε πιά κάν να κοροιδεύουμε.
0 notes
Text
Η Πολιτική της Ψυχανάλυσης
μια συνέντευξη του Samo Tomšič περί του Καπιταλιστικού Ασυνειδήτου στο Dennis Schep, το 2017
Γιατί Marx και Lacan;
Η υπο-κείμενη ερώτηση είναι: Γιατί Μαρξισμός και ψυχανάλυση; Κοιτώντας πίσω, κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει ότι οι περισσότερες παρελθοντικές απόπειρες να συνδυαστούν αυτά τα πεδία σκέψης κατέληξαν σε αποτυχίες. Έπειτα στη μεταμοντέρνα εποχή, όταν ο Μαρξ έπαψε να γίνεται αντιληπτός ως οικονομικός στοχαστής κλειδί, μετατράπηκε σε ένα εξωτικό παράδοξο της πολιτισμικής σκέψης. Ο Freud, επίσης, δε γινόταν πλέον αντιληπτός ως ο ιδρυτής μιας αποτελεσματικής κλινικής πρακτικής και το ενδιαφέρον για τη δουλειά του ήταν κυρίως περιορισμένο στα πολιτισμικά [cultural] γραπτά του. Ωστόσο, δεν είναι σύμπτωση ότι από την κρίση του 2007/2008 και οι δύο επέστρεψαν, αφού είναι ουσιωδώς στοχαστές κρίσεων. Εξερευνούν την αιτιώδη σύνδεση μεταξύ κριτικών εξελίξεων στην κοινωνία και την παραγωγή αυτού που θα μπορούσε κάπως αξιοθρήνητα να αποκαλεστεί "σκάρτη ζωή" [damaged life].
O Marx, απ' τη μια, ανέδειξε [thematized] την υποκειμενική φθορά [damage] που προκαλείται από τον καπιταλισμό με διάφορους τρόπους, εκθέτοντας τις καταστροφικές συνέπειες της επισφαλειοποίησης [precarization], της εκμετάλλευσης, του κινήτρου [drive] για κέρδος κτλ. Έπειτα υπάρχει η πολιτικοοικονομική έννοια του homo oeconomicus, που είναι λιγότερο μια περιγραφή της ανθρώπινης φύσης απ' ότι ένα ιδεολογικό εργαλείο για να ανασχηματίσει το ανθρώπινο υποκείμενο σύμφωνα με φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες φαντασιώσεις σχετικά με την κοινωνία, την αγορά, και την αξία. Σε ένα σύστημα που διακηρύσσει ότι "η απληστία είναι αγαθό" - αρχικά, βεβαίως, η απληστία του συστήματος - το καθήκον του κάθε ατόμου είναι να συγκροτήσει τον εαυτό του/της ως ένα ναρκισσιστή εγωμανιακό. Παρ' ότι αυτή η έννοια της υποκειμενικότητας έχασε την ιδεολογική της αποτελεσματικότητα κατά τη διάρκεια της τελευταίας κρίσης, η φθορά που η επιβολή της δημιούργησε παραμένει.
Ο Freud, απ ́ την άλλη, εκκινεί από τη σκάρτη [damaged] υποκειμενικότητα που αποκαλεί νεύρωση, για την οποία πρότεινε μια αιτιολογία που ��ίναι όχι μόνο σεξουαλική, όπως συχνά ακούμε, αλλά επίσης κοινωνικοοικονομική: εξετάζει τη σύνδεση μεταξύ κοινωνικών και λιβιδινικών δομών. Ο Freud σπάνια μίλησε για καπιταλισμό, αντ’ αυτού χρησιμοποίησε τον πιο ουδέτερο όρο "πολιτισμός" [culture], αλλά κοιτώντας σε κείμενα όπως το "Η Δυσφορία στον Πολιτισμό" (Das Unbehagen in der Kultur) μπορούμε εύκολα να δούμε ότι μιλά για καπιταλιστικές κοινωνίες. Σιωπηρά καταλαβαίνει την κλινική του εργασία ως μια κριτική της καπιταλιστικής κοινωνικής κατάστασης. Στο τέλος η νεύρωση είναι ένα κοινωνικό σύμπτωμα.
Και ο Lacan;
Ο Lacan έφερε το Marx και το Freud μαζί με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, και σε μια κρίσιμη στιγμή, στο άμεσο επακόλουθο του Μάη του 1968. Η στρατηγική του πήγε ενάντια στην "οπτιμιστική" αντίληψη στοχαστών όπως ο Marcuse και ο Reich, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι η ψυχανάλυση θα άνοιγε μια πόρτα για την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας. Μερικώς, ήταν σωστοί: ορισμένες εξελίξεις δε θα είχαν πάρει την πορεία που πήραν χωρίς τη ψυχανάλυση. Αλλά σαν πολλές άλλες απόπειρες για χειραφέτηση ή απελευθέρωση, η σεξουαλική επανάσταση απέτυχε. Ο καπιταλισμός ήδη διέλυε τις παλιές κοινωνικές δομές και οικογενειακές σχέσεις, αντικαθιστώντας τις με μια νέα λιβιδινική οικονομία η οποία εκ πρώτης όψεως υπαινίχτηκε μια πιο φιλελεύθερη διάθεση προς τη σεξουαλικότητα. O Marcuse γνώριζε αυτή την εξέλιξη όταν μίλησε περί "εξαναγκασμένη αποεξιδανίκευση " [repressive desublimation].
Ο Lacan υπαινίχθηκε κάτι παρόμοιο, αλλά όχι ακριβώς το ίδιο, όταν περιέγραψε το υπερεγώ σα μια προστακτική της απόλαυσης. Το προκείμενο του Lacan ήταν ότι σε αυτό το επίπεδο σκέψης, αλλά επίσης σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, υπάρχει μια κοντινή σύνδεση μεταξύ εργασίας και απόλαυσης, ή μεταξύ απόλαυσης και εκμετάλλευσης. Αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο είναι όχι τόσο αυτό που απολαμβάνει αλλά μάλλον "απολαμβάνεται" από το σύστημα. Σε αντίθεση με τον εορτασμό απόλαυσης και σεξουαλικότητας, η ψυχανάλυση εκκίνησε από την επίγνωση [insight] ότι οι σχέσεις εξουσίας είναι πάντα-ήδη λιμπιντικές σχέσεις, ή ότι η λιμπιντική μας οικονομία είναι ένα ουσιώδες στοιχείο της κοινωνικής μας οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι ο υποκειμενικός "μας" τρόπος απόλαυσης δεν είναι ποτέ παραβατικός [transgressive] ή υπονομευτικός/ανατρεπτικός [subversive] σε σχέση με τον \ καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η ψυχανάλυση καταχωρεί τον αβάσταχτο χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου απόλαυσης.
Επομένως άνθρωποι όπως ο Freud και ο Lacan προσφέρουν μια διορθωτική οπτική ενάντια σε ορισμένες εξιδανικευτικές χρήσεις της ψυχανάλυσης δίνοντας έμφαση στο ότι η αρνητικότητα είναι πάντα ήδη εκεί, όχι κάτι που περιορίζει την ενόρμηση από το εξωτερικό. Είναι ο Marx σύμφωνος με αυτού του είδους την επιχειρηματολογία; Δεν πίστευε ότι ο καπιταλισμός καταπίεζε τις μάζες, και ότι ο κομμουνισμός θα τις απελευθέρωνε;
Η ψυχανάλυση διορθώνει ένα ορισμένο ουτοπικό Μαρξιστικό όραμα μιας κοινωνίας χωρίς αλλοτρίωση όπου οι ανθρώπινες σχέσεις θα ήταν επιτέλους αυθεντικές και αδιάφθαρτες. Πιστεύω ότι αυτά τα στοιχεία είναι εξαιρετικά περιθωριακά στα ώριμα γραπτά του Marx, και εμφανίζονται μόνο για στρατηγικούς λόγους. Δεν έχουν τίποτα να κάνουν με το επιστημονικό project μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Ο ώριμος Marx δε μιλάει πλέον για την κατάργηση της αλλοτρίωσης [alienation], όπως έκανε στα χειρόγραφά του το 1844. Ο Μαρξισμός και η ψυχανάλυση συμμερίζονται [share] μια βασική επίγνωση για τη φύση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και των ανθρώπινων σχέσεων: δεν υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις χωρίς σύγκρουση [conflict], αντίφαση [contradiction], αρνητικότητα [negativity], πάλη [struggle], κτλ., ακριβώς όπως δεν υπάρχει σκέψη χωρίς το ασυνείδητο. Το βρίσκω παράλογο [absurd] και απατηλό [illusory] να ισχυριζόμαστε ότι ο σκοπός των χειραφετητικών πολιτικών είναι να καταργήσει την αλλοτρίωση: δεν υπάρχει κατάσταση στην οποία το υποκείμενο θα ήταν εντελώς διάφανο προς τον εαυτό του, εκτός αν επρόκειτο να καταργήσουμε τη γλώσσα, η οποία είναι όχι μόνο μια μείζων πηγή αλλοτρίωσης, αλλά απλώς είναι αλλοτρίωση.
Αυτό που επιδιώκω είναι μια έννοια της αλλοτρίωσης που δεν είναι μόνο αρνητικά φορτισμένη. Στο Marx και το Freud η αλλοτρίωση και το ασυνείδητο λειτουργούν ως κριτικές έννοιες, οι οποίες επικοινωνούν ένα μάθημα σχετικά με τη φύση της σκέψης και των ανθρώπινων σχέσεων. ��ια παράδειγμα, όταν ο Marx και ο Engels γράφουν ότι όλη η μέχρι τώρα ανθρώπινη ιστορία έχει υπάρξει μια ιστορία της πάλης των τάξεων, δεν εννοούν ότι με την κατάργηση της ταξικής διάρθρωσης/δομής [structure] της κοινωνίας όλες οι πάλεις θα τελειώσουν. Απλά λένε ότι η ταξική πάλη θα εξαφανιστεί ως η προνομιακή ή κυρίαρχη [overarching] πάλη δια μέσω της οποίας όλες οι άλλες διανθρώπινες συγκρούσεις διοχετεύονται. Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί σχετικά με τη ψυχαναλυτική έννοια της απώθησης [repression], η οποία γίνεται συχνά αντιληπτή σαν μια αυστηρώς αρνητική δύναμη, αλλά για την οποία ο Freud ρητά δηλώνει ότι είναι μια παραγωγική λειτουργία: αντί να καταπιέζει κάποιο είδος αυθεντικής σ��ξουαλικότητας, συγκροτεί [constitutes] και ορίζει [determines] μια ιδιαίτερη [specific] λιμπιντική οικονομία. Για τη ψυχανάλυση ο στόχος [goal] ήταν όντως να ξεπεράσει την απώθηση, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι στόχευσε κάποια αδιάφθαρτη και αυθεντική κατάσταση απόλαυσης, σεξουαλικότητας, ή ενόρμησης. Ο Freud καθιστά σαφές ότι η ενόρμηση δεν είναι υπερβατική δύναμη που εν συνεχεία διαφθείρεται από τις διάφορες "περιπέτειές" ["vicissitudes"] της, αλλά μάλλον ότι είναι εντελώς εξαρτημένη από αυτές τις περιπέτειες. Για το Freud και το Lacan, η μετουσίωση [sublimation] είναι η μεταμορφωτική διαδικασία που αλλάζει το σεξουαλικό στόχο [goal] κι εκ τούτου στρέφει έναν αυτό-καταστροφικό ή απωθητικό [repressive] τρόπο απόλαυσης σε έναν περισσότερο "υποφερτό". Αλλά αυτό δεν προτείνει ότι στο τέλος της διαδικασίας το υποκείμενο στέκει σε μια αρμονική σχέση προς την απόλαυση. Αν η ψυχανάλυση το υποσχόταν αυτό, θα ήταν στ’ αλήθεια μια απάτη.
Μπορούμε να δώσουμε έμφαση σε αυτή τη ριζοσπαστική πλευρά της ψυχανάλυσης, αλλά στο βιβλίο σας αναφέρεστε επίσης στο συντηρητισμό του Lacan.
Ως ένα ιδιωτικό πρόσωπο ο Lacan συμπαθήθηκε με το De Gaulle, και όταν επρόκειτο για θεωρία το ενδιαφέρον του για το Marx ήταν σίγουρα περιορισμένο. Αλλά η θεωρητική προσπάθεια που δηλώνεται από το όνομα “Lacan” είναι επιδεκτική σε σημαντικώς περισσότερα από συντηρητικές αναγνώσεις. Όταν είπε στους φοιτητές στη Vincennes το 1969 ότι ήταν υστερικοί που λαχταρούν για ένα νέο κύριο, μπορούμε να απορρίψουμε την παρατήρησή του ως κυνική, αλλά πιστεύω εκείνος ήθελε να τραβήξει την προσοχή στο γεγονός ότι αυτοί οι φοιτητές ήταν λάθος να σκέφτονται πως η σεξουαλική απελευθέρωση ή απόλαυση είναι μια συστημική παράβαση. Οι καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης είναι αγκυρωμένες σε μία αυστηρώς ορισμένη λιμπιντική οικονομία. Ο Lacan πρότεινε το επιφώνημα [exclamation] "Απόλαυσε!" ως την προσωποποίηση του υπερεγώ. Η εξηγητική του συνήθως αντλεί την προστακτική της απόλαυσης από το έργο του Marquis de Sade, αλλά πάντα αναρωτιόμουν αν η διαφήμιση της Coca-Cola, αυτού του καπιταλιστικού προϊόντος κατ’ εξοχήν, δεν έπαιξε ένα ρόλο επίσης: “Ο Sade με την Coca-Cola” σαν ένα συμπλήρωμα στο Ο Kant με το Sade [Kant avec Sade]. Ο καπιταλισμός δε θα μπορούσε να έχει διατυπώσει το δικό του μάθημα και το αδιέξοδο της απόλαυσης που παράγει στο υποκείμενο πιο αποτελεσματικά: στην πλευρά του υποκειμένου το ατέλειωτο κυνηγητό μια απόλαυση που δεν είναι ποτέ εκεί, και στην πλευρά του συστήματος την απόσπαση/εξαγωγή [extraction] υπερ-αξίας, αυτή την απόλαυση του συστήματος, από την προσπάθεια του υποκειμένου να ανταποκριθεί στην προστακτική της απόλαυσης.
Είναι ενδιαφέρον να αντιπαραβάλλουμε την εμφάνιση του υπερεγώ στο έργο του Freud και στου Lacan: στο Freud το υπερεγώ είναι η έδρα απαγορευτικών αιτημάτων, η απαγόρευση της απόλαυσης αντί για τη διαταγή να απολαύσουμε. Θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει αυτή την αντίθεση κοιτώντας τη μεταμόρφωση από την πουριτανική βιομηχανική κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα στο φιλελεύθερο προσανατολισμένο-στον-καταναλωτή καπιταλισμό του 20ου αιώνα. Προφανώς, αυτό δε σημαίνει ότι ξεφορτωθήκαμε την απαγορευτική όψη. Το απαγορευτικό υπερεγώ είναι ξανά σε άνοδο από την τελευταία κρίση και αυτό που αδίστακτα απαιτεί από κάθε υποκείμενο είναι άνευ όρων θυσία για τη διαιώνιση του συστήματος. Αυτό είναι ένα πιθανό μάθημα που μπορεί να αντληθεί από την Ευρωπαϊκή κρίση χρέους.
Σαν άνθρωπος ο Lacan δεν ήταν Μαρξιστής. Ήταν ο Marx Λακανικός;
Ήταν τόσο Λακανικός όσο ο Lacan ήταν μαρξιστής. Αλλά πιστεύω ότι και η Μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας όπως και η Φροϋδικό-Λακανική ψυχανάλυση φτάνουν στο κριτικό τους όριο μόνο κάτω από συνθήκες κοινωνικής κρίσης. Επομένως, δεν είναι σύμπτωση ότι σήμερα υπάρχει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη σχέση της ψυχανάλυσης με το Μαρξισμό. Σαν άτομα, ο Lacan ο Γάλλος αστός και ο προλετάριος Marx δε θα μπορούσαν να βρίσκονται πιο μακριά, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτό θα πρέπει να μας εμποδίσει από το να σκεφτούμε μια συμμαχία μεταξύ των έργων τους. Και οι δύο εκθέτουν τη “διαμοιρασμένη αρνητικότητα” [“shared negativity”] – για να χρησιμοποιήσω ένα στοχευμένο όρο που προτάθηκε από τους συναδέλφους μου στο project Klassensprachen – η οποία δένει όλα τα υποκείμενα. Ο ψυχαναλυτικός όρος “εμμονή” σε σχέση με την προβληματική της απόλαυσης είναι κεντρικής σημασίας για το project μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας, επειδή δείχνει ότι το σύστημα μας κατέχει ισχυρότερα στον τρόπο απόλαυσής “μας”.
Άρα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το Lacan εναντίων μερικών εξιδανικευτικών αναγνώσεων του Marx, και να χρησιμοποιήσουμε το Marx για να πολιτικοποιήσουμε την ψυχανάλυση;
Ακριβώς. Μεταξύ Λακανικών βρίσκουμε πολλούς "αντιδραστικούς" [reactionaries], πιθανόν εξ αιτίας του ότι αγωνίζονται να διατηρήσουν το προνομιούχο κύρος που η ψυχανάλυση απόλαυσε στο παρελθόν, ιδιαιτέρως στη Γαλλία. Αλλά η ψυχανάλυση έχει απειληθεί καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιήθηκε σαν εργαλείο επανενσωμάτωσης ανθρώπων μέσα στο υπάρχων κοινωνικό πλαίσιο, αλλά εγκαταλείφθηκε σύντομα όταν αναπτύχθηκαν πιο "αποτελεσματικές" τεχνικές. Σε πείσμα όσων πήγαν λάθος, η ψυχανάλυση, τουλάχιστον στη Φροϋδο-Λακανική της εκδοχή, αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της κριτικής και παραμένει ένα πολεμικό πεδίο το οποίο χρειάζεται να επαναδιεκδικηθεί ξανά και ξανά για χειραφετικούς σκοπούς. Ο Freud απομάγευσε [demystified] το ρόλο του πολιτισμού [culture], και ειδικά του καπιταλισμού, στην παραγωγή ψυχοπαθολογιών: μετά τη ψυχανάλυση, δεν μπορεί πλέον κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ ατομικών και κοινωνικών δομών (αυτό σαφώς δεν μας εμποδίζει από το να παραβλέψουμε αυτό το μάθημα). Αν ένα πράγμα είναι χαρακτηριστικό για τους υποστηρικτές του καπιταλισμού είναι η τάση τους να "εξατομικεύουν προβλήματα": αν υποφέρεις από κατάθλιψη, πανικό ή άγχος εκ-της-επισφάλειας, είναι δικό σου πρόβλημα. Για τη ψυχανάλυση, αντιθέτως, δεν υπάρχουν ιδιωτικά προβλήματα.
Ήλπιζα ότι θα φτάνατε σε αυτό το θέμα, καθώς τέμνει ακριβώς σε ένα από τα κεντρικά θέματα στο βιβλίο σας: αυτό του υποκειμένου, το οποίο είναι ακριβώς όχι ένα άτομο. Είσαι πολέμιος ενάντια της πολιτικής των ταυτοτήτων [identity politics] ή οποιουδήποτε είδους πολιτικών είναι βασισμένες σε συγκεκριμένα συμφέροντα.
Ναι, και αυτή η πολεμική κινείται γύρω από την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει κάτι σαν ιδιωτικό συμφέρον, στο οποίο θα αντέτασσα την ιδέα της "διαμοιρασμένης αρνητικότητας" και το χειραφετικό πολιτικό ενδιαφέρον που νομίζω ότι μπορεί να συνδεθεί με αυτή. Ακόμα και ο Adam Smith, ο οποίος ακόμα δοξάζεται από φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους σαν ο θεωρητικός του ιδιωτικού συμφέροντος, έδειξε ότι υπάρχει μια άμεση και ιδιαιτέρως προβληματική συνοχή μεταξύ των φαινομενικώς [apparently] ιδιωτικών συμφερόντων των ατόμων και των δομικών ενδιαφερόντων του καπιταλιστικού συστήματος.
Για να επιστρέψουμε σε αυτό που συζητήσαμε προηγουμένως, ο καπιταλισμός δεν εφηύρε την αλλοτρίωση ή το ασυνείδητο, αλλά εφηύρε έναν αποδοτικό [efficient] τρόπο για να τα εκμεταλλευτεί. Ο σκοπός των χειραφετικών πολιτικών θα ήταν η συλλογική διαχείριση της αλλοτρίωσης παρά η κατάργησή της. Το νόημα της ψυχανάλυσης δεν είναι να φιλοδοξεί μια πλασματική [fictitious] ιδανική κατάσταση στην οποία το υποκείμενο θα ξεφορτωθεί όλα τα συμπτώματά του ή θα γίνει ο κύριος του ασυνειδήτου του. Ο στόχος είναι να καταστήσουμε ικανό τον αναλυόμενο να δου��έψει εναντίων των αντιστάσεων του συστήματος και εναντίων των επιβλαβών [damaging] αποτελεσμάτων που η αντίσταση αυτή εισάγει στις ζωές μας. Όταν η ψυχανάλυση επιμένει ότι δεν υπάρχει υποκείμενο χωρίς σύμπτωμα δεν δοξάζει την ασθένεια ούτε απορρίπτει κάθε ελπίδα για αλλαγή σαν απατηλή. Υπάρχει μια ξεκάθαρη προστακτική της θεραπείας στην ψυχανάλυση, αλλά αυτό δεν παραπέμπει σε μια κάποια αφηγηματικοποιημένη [fictionalized] κανονικότητα. Αντιθέτως, η ψυχανάλυση αποδομεί την ιδέα του "κανονικού εγώ" και πασχίζει να δημιουργήσει τις συνθήκες για το υποκείμενο να υπάρχει με έναν λιγότερο ή περισσότερο υποφερτό τρόπο. Ο καπιταλισμός δεν κάνει αυτό: εκμεταλλεύεται την ασθένεια και εν τέλει επιζητά να είμαστε άρρωστοι, ενώ την ίδια στιγμή μας βομβαρδίζει με αφηγήματα κανονικότητας, με τον homo οeconomicus να είναι ένα από τα αφηγήματα του τι υποτίθεται ότι είναι "νορμάλ υποκειμενικότητα".
Οπότε οποιοσδήποτε αντί-καπιταλιστικός αγώνας δε θα πρέπει να βασίζεται σε προσωπικό ενδιαφέρον, αλλά αντιθέτως σε μια αντίληψη του υποκειμένου όχι σαν άτομο.
Ακριβώς. Το παράδοξο είναι ότι όσο πιο άδειο, πιο απρόσωπο, πιο “αφαιρετικό” φαίνεται να είναι το υποκείμενο, τόσο εκθέτει την αρνητικότητα που αφορά τον καθένα. Όσο περισσότερο ο Marx περιγράφει τη λογική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τόσο εκθέτει αντιφάσεις και συνθήκες εκμετάλλευσης στις οποίες όλοι υπόκεινται. Αντιστρόφως, όσο επικεντρώνεται πάνω στις εμπειρικές συνθήκες της εργατικής τάξης, τόσο αυξάνει την παρεξήγηση βάσει της οποίας όλη η ταξική πάλη καταλήγει σε μια αντιπαράθεση μεταξύ του 99% και του 1%. Φυσικά αυτή είναι η συμπαγής εμφάνιση της ταξικής πάλης, αλλά η πάλη των τάξεων επίσης ονομάζει τις δομικές αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού που διαπερνούν [traverse] και διχάζουν κάθε υποκείμενο. Αμβλύνουμε τη θεωρία του Marx αν την περιορίσουμε στην κριτική περιγραφή των εμπειρικών συνθηκών. Το Κεφάλαιο ξεκινά με την ανάλυση των λογικών και δομικών συνθηκών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στο επίπεδο όπου δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ τραπεζίτη και εργάτη. Φυσικά, στο συμπαγές κοινωνικό πλαίσιο είναι κόσμους μακριά, από τη στιγμή που ο πρώτος είναι η προσωποποίηση του κεφαλαίου και ο τελευταίος η προσωποποίηση της εργατικής δύναμης [labour power]. Αλλά συλληφθέντες ως υποκείμενα του καπιταλισμού υπόκεινται στην ίδια εκμετάλλευση και στις ίδιες μυστικοποιήσεις [mystifications]. Για το Marx δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς κακό [evil] ή αντιδραστικό στον τραπεζίτη.
Στο καταληκτικό κεφάλαιο, λέτε ότι η πολιτική δεν είναι συγχρονισμένη με τη μοντερνικότητα. Θα μπορούσατε να εξηγήσετε τι εννοείτε εκεί;
Υιοθέτησα τη θέση αυτή από το Jean-Claude Milner και προσπάθησα να τη συνδέσω με την εν εξελίξει κουβέντα για τις πολιτικ��ς του κομμουνισμού. Νομίζω πως αυτό θα μπορούσε να συσχετιστεί με αυτό που ο Freud αποκαλούσε εργασία διαμέσου (για την περάτωση) [working-through], που σημαίνει, να εργάζεσαι εναντίων της αντίστασης του καθιερωμένου οικονομικού συστήματος, είτε λιβιδινικού είτε κοινωνικού. Ακόμα κι αν ο καπιταλισμός παρουσιάζει τον εαυτό του σαν τη μοντερνικότητα την ίδια, στον πυρήνα του διαιωνίζει προ-μοντέρνες δομές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Όταν ο Lacan περιέγραψε τον καπιταλισμό ως τη μοντέρνα εκδοχή ή διαστροφή του “λόγου του Κυρίου” εννοούσε ότι καταλήγει στην εκμετάλλευση της αλλοτρίωσης. Ο Marx δείχνει στην ίδια κατεύθυνση όταν λέει ότι ο φεουδάρχης κύριος έχει μεταμορφωθεί στο μοντέρνο καπιταλιστή και ο δουλοπάροικος στο μοντέρνο προλετάριο. Η ερώτηση είναι αν η μοντερνικότητα είναι απλώς διεστραμμένη προ-μοντερνικότητα, ή αν συνεπάγεται έναν πολιτικό ανταγωνισμό ο οποίος δεν περιγράφει πλέον τον εαυτό του σε σχέση με το ζεύγος “εκμετάλλευση της αλλοτρίωσης – φαντασίωση απ’ αλλοτρίωσης”.
Η μοντέρνα επιστήμη δεν έχει το πρόβλημα του παλιού που επιμένει. Αν υπάρχει μια αληθινά ολοκληρωμένη [accomplished] επανάσταση στην ιστορία του ανθρώπου αυτή είναι η επιστήμη. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η μοντέρνα επιστήμη είναι χωρίς επιστημικούς ανταγωνισμούς, και ο κεντρικός της ρόλος στη συντήρηση των καπιταλιστικών κοινωνικών συνθηκών την κάνει ένα από τα κεντρικά πολιτικά πεδία μάχης. Ο λόγος που η μοντέρνα επιστήμη ήταν σημαντική για το Lacan ήταν ότι δημιούργησε τις επιστημικές συνθήκες για τη Φροϋδική ανακάλυψη του υποκειμένου του ασυνειδήτου. Ο Lacan ανοιχτά επέμεινε ότι αυτό είναι το υποκείμενο από το οποίο η Πολιτική θα χρειάζεται να εκκινεί. Αντιθέτως, η πολιτική που προσφέρεται από τον καπιταλισμό εκκινεί από φαντασιώσεις απαλλοτριωμένων υποκειμενικοτήτων, και κατ' επέκταση συσκοτίζει τη σύνδεση μεταξύ αλλοτρίωσης και εκμετάλλευσης. Προσπάθειες για κομμουνιστική επανάσταση απέτυχαν να φέρουν μια Πολιτική η οποία δεν θα οριζόταν από αυτό το δεσμό, μερικώς γιατί και οι ίδιοι, επίσης, φαντασιώνονταν περί απαλλοτριωμένης υποκειμενικότητας και αυθεντικών ανθρώπινων σχέσεων. Σε αντίθεση με αυτά τα σενάρια, μια διεξοδικώς "σύγχρονη Πολιτική" θα αποτελούνταν σε μια συλλογική προσπάθεια διαχείρισης της αλλοτρίωσης, ακριβώς όπως ο Lacan μιλούσε για το τέλος της ανάλυσης με όρους "διαχείρισης του συμπτώματος" (savoir- y-faire avec son symptôme).
-----------------------------------------------------------------
Τη μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά, πραγματοποίησαν οι m0ni0s και iameninfratesavazil εκ του αγγλικού πρωτοτύπου και την επιμέλεια της μετάφρασης ανέλαβε η Αργυρώ Αξιώτη. Το κείμενο ανακτήθηκε από τον ιστότοπο:
https://literaturwissenschaft-berlin.de/the-politics-of-psychoanalysis-samo-tomsic/?fbclid=IwAR2_oGrNFTuS2WA10zxu-A9rOsqVw2PP5Vfi87R11ob5x1OpbrUUOfYuIjo
Link για το Βιβλίο του Samo Tomšič: Capitalist Unconscious
http://theoryleaks.org/text/books/samo-tomsic/the-capitalist-unconscious/?fbclid=IwAR0N90GJQ6TmcL3sD51kURGi9Z6B0Uk-t2KhxRgoU61Uo6H90AyYmOOTyOA
Ιανουάριος, 2019
0 notes
Text
Fauna of Mirrors and the ''revenge of the mirror people''.
In one of the volumes of the Lettres édifiantes et curieuses that appeared in Paris during the first half of the eighteenth century, Father Fontecchio of the Society of Jesus planned a study of the superstitions and misinformation of the common people of Canton; in the preliminary outline he noted that the Fish was a shifting and shining creature that nobody had ever caught but that many said they had glimpsed in the depths of mirrors. Father Fontecchio died in 1736, and the work begun by his pen remained unfinished; some 150 years later Herbert Allen Giles took up the inter- rupted task. According to Giles, belief in the Fish is part of a larger myth that goes back to the legendary times of the Yellow Emperor. In those days the world of mirrors and the world of menwere not, as they are now, cut off from each other. They were, besides, quite different; neither beings nor colours nor shapes were the same. Both kingdoms, the specular and the human, lived in harmony; you could come and go through mirrors. One night the mirror people invaded the earth. Their power was great, but at the end of bloody warfare the magic arts of the Yellow Emperor prevailed. He repulsed the invaders, imprisoned them in their mirrors, and forced on them the task of repeating, as though in a kind of dream, all the actions of men. He stripped them of their power and of their forms and reduced them to mere slavish reflections. Nonetheless, a day will come when the magic spell will be shaken off. The first to awaken will be the Fish. Deep in the mirror we will perceive a very faint line and the colour of this line will be like no other colour. Later on, other shapes will begin to stir. Little by little they will differ from us; little by little they will not imitate us. They will break through the bar- riers of glass or metal and this time will not be defeated. Side by side with these mirror creatures, the creatures of water will join the battle. In Yunnan they do not speak of the Fish but of the Tiger of the Mirror. Others believe that in advance of the invasion we will hear from the depths of mirrors the clatter of weapons. Borges, Jorge Luis - Book of Imaginary Beings The screenshot from Batman Forever is a spoiler for what has already happen in the contemporary era of narcissistic individuals, invaded by their own reflections and ultimately without separation between us and ourselves. A condition constitutional for what is called ego (Lacan’s mirror stage).
Image from Batman: Batman Forever (1995)
1 note
·
View note
Link
0 notes
Link
1 note
·
View note
Link
0 notes
Text
Εισαγωγή των WuMing στο βιβλίο του H.Jenkins “Κουλτούρα Σύγκλισης”
Στην καλύτερη περίπτωση η έκδοση αυτού του βιβλίου θα προκαλούσε σεισμό στην Ιταλική (Ελληνική) κοινότητα του Internet και στις νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας. Αν αυτό δεν συμβεί ούτε λίγο, σημαίνει ότι αυτό το debate αποτελεί μια επιφάνεια ζωής, κλειστά παράθυρα που χτυπούν από τον αέρα σε μια εγκαταλελειμμένη έπαυλη, κηδεία στην οποία αντιπαραθέτω ένα poltergeist[1] στο καρναβάλι του Ρίο. Το βιβλίο Κουλτούρα Σύγκλισης είναι ένα επαναστατικό δοκίμιο για πολλούς λόγους. Ο πρώτος διότι είναι μια αγγλοσαξονική παραγωγή: κατανοητό, παθιασμένο, γεμάτο αποδείξεις και παραδείγματα. Στο κείμενο γίνεται συχνά αναφορά σε Ευρωπαίους συγγραφείς, ικανούς για αστραφτερές θεωρητικές κατασκευές, αλλά πολύ λιγότερο ικανούς στης μετάφρασή τους σε ένα λεξιλόγιο άμεσο σε συνδυασμό με παρατηρήσιμες κοινωνικές πρακτικές. Μαγικά σχεδόν, σε αυτό το βιβλίο κάθε εννοιολογική σκιά γίνεται κρύσταλλο. Η δεύτερη αξία είναι ότι ο καθηγητής Jenkins αναδύεται στην λαική (popular) κουτλούρα του καιρού μας, φωτογραφίζει με ποιό τρόπο οι νέες τεχνολογίες την αλλάζουν, κατόπιν επιστρέφει στην επιφάνεια και με ρεπορτάζ μας καταδεικνύει ότι δεν εδράζεται στα ίδια τα μέσα επικοινωνίας η αλλαγή, αλλά σε αυτούς που τα χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν. Στις φωτογραφίες του αντικατοπτριζόμαστε εμείς. Σε αυτό παρεμπιπτόντως είναι ανάγκη να κάνουμε αμέσως μια σημαντική διευκρίνιση. Στην Ιταλία (αλλά και στην Ελλάδα) όταν λέμε “popular culture” εννοούμε την λαική (folk) προ-βιομηχανική ή ακόμα αυτή που επιβίωσε της βιομηχανοποίησης, λαική κουλτούρα είναι το συρτάκι και το ρεμπέτικο. Όποιος χρησιμοποιεί την έκφραση σε ένα διαφορετικό πεδί��, συνήθως αναφέρεται σε αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται “popular culture”. Εδώ σε εμάς ορίζεται ως “κουτλούρα της μάζας”, μια έκφραση που έχει το ανάλογο της στα αγγλικά “mass culture”, αλλά ο Jenkins σημειώνει ότι η ονοματολογία αυτή δημιουργεί μια παρεξήγηση και εξάλλου υπάρχει μια ταύτιση μεταξύ “mass culture” και “popular culture”. Η παρεξήγηση είναι ότι η “κουλτούρα της μάζας” – ορισμένη από την μαζική πληροφόρηση (σινεμά, τηλεόραση, δισκογραφία, κόμικς) – δεν καταναλώνεται κατ’ ανάγκη από τις μεγάλες μάζες : εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία κάποιος δίσκος που αφορά μια μειοψηφία ακροατών, ή μια συγκεκριμένη μορφή κινηματογράφου που εκτιμούν underground θεατές. Σήμερα ο μεγαλύτερος αριθμός πολιτιστικών προϊόντων δεν καταναλώνεται από τη μάζα : ζούμε σε μια εποχή αμέτρητων υποκατηγοριών. Το γενικό mainstream εθνικο-λαικό είναι λιγότερο σημαντικό από ότι ήταν κάποτε και θα συνεχίσει να μειώνεται. Η απόχρωση του νοήματος συνίσταται σε αυτό: ο όρος κουλτούρα της μάζας αφορά τον τρόπο που μεταδίδεται αυτή η κουλτούρα, δηλαδή μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η Λαική κουλτούρα (popular culture) δίνει έμφαση σε όποιον τη μεταφέρει και την κάνει δική του. Συνήθως όταν μιλάμε για τη θέση που έχει στη ζωή μας το τάδε τραγούδι ή η τάδε ταινία ( το ακούς; είναι το τραγούδι μας!), ή ακόμα το τάδε βιβλίο ή κόμικ έχει επηρεάσει την εποχή του, χρησιμοποιείτε η έκφραση “popular culture”. Το πρόβλημα του ιταλικού ( και ελληνικού) debate πάνω στην ποπ κουλτούρα, στο ενενήντα τις εκατό των περιπτώσεων αφορά σκουπίδια που προτείνει η τηλεόραση, σαν τo “δημοφιλές” να ήταν αναγκαστικά αυτό, την ώρα που υπάρχουν ποιοτικές διαφορές και ιστορικές εξελίξεις, αλλιώς πρέπει να πιστέψουμε οτι το Ρετιρέ, οι ταινίες του Ψάλτη το StarTrek και ο Εκατομμυριούχος είναι όλα στο ίδιο επίπεδο, ή οτι οι Springsteen οι REM, ο Frank Zappa και η Shakira μπαίνουν όλα στο ίδιο καλάθι, ή ότι δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των βιβλίων του Stephan King και εκείνων με τα ανέκδοτα του Σερβετά, δεδομένου ότι όλα τα βρίσκεις στο ίδιο κατάλογο πωλήσεων. Υπάρχουν δυο οπλισμένοι σχηματισμοί – αψιμαχίες από τις οποίες πρέπει να κρατηθούμε μακριά: από τη μια εκείνοι που χρησιμοποιούν το (popular) δημοφιλές σαν εκλογίκευση για την παραγωγή σκουπιδιών; και από την άλλη αυτοί που υποτιμούν οτιδήποτε δεν καταναλώνεται από μια ελίτ. Είναι δύο κατοπτρικές θέσεις, όπου η μία επιβιώνει χάρης στην άλλη Ο κοινός παρονομαστής είναι η ιδέα ότι για να παρ��ξεις ποπ κουλτούρα, αρκούν οι μάζες της AGP και οι δημοσκοπήσεις στα εκδοτήρια εισιτηρίων. Η τρίτη ευλογία αυτού του βιβλίου είναι η εξής: πάει στη ρίζα πολλών παρανοήσεων και τις τραβά, μετακινεί την καρδιά του προβλήματος από ένα αξεδιάλυτο μπλέξιμο κοινοτοπίας σε μια νέα προοπτική. Είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσεις τα ερωτηματικά που μετατοπίζει και ξανασχεδιάζει κάθε εμπόδιο. Στο τέλος του 2006 ο Jenkins έδειξε από το μπλόγκ του (www.henryjenkins.org) οκτώ θεμελιακά χαρακτηριστικά του σεναρίου των νέων μέσων. Όχι δειγματοληψία των εργαλείων και συσκευών, αλλά μια ολότητα τακτικών που απεικονίζουν πως τα υποκείμενα και οι κοινωνίες σχετικοποιούνται αναφορικά με τα μέσα επικοινωνίας. - Είναι επίσης ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πως στη μεταφορά των ιδεών αυτών του Jenkins, αυτά τα οκτώ σημεία αναγνωρίστηκαν και βρήκαν αποδοχής, αλλά τις πιο πολλές φορές με τον πιο στερεοτυπικό τρόπο. Είναι λοιπόν ένας εξαιρετικός χάρτης για να αναλύσουμε διεξοδικά, συγκεκριμένα το είδος των παρεξηγήσεων που αυτό το βιβλίο (Cultural Convergence) βοηθά να ξεδιαλύνουμε. Το σύγχρονο πανόραμα των μίντια είναι: 1)Καινοτόμο Κανείς δεν το αρνείται. Η ταχύτητα με την οποία οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας γεννιούνται και μεταλλάσσονται δεν συζητιέται. Τις περισσότερες φορές όμως, η τεράστια ταχύτητα της προόδου είναι το πρόσχημα για να πούμε ότι στην ταχύτητα αυτή κάτι χάνεται – τα βιβλία, οι σχέσεις, η αληθινή ζωή. Οι νέοι σερφάρουν στο Internet, παίζουν Playstation, κατεβάζουν μουσική αντί να αναπτύσσουν πολιτισμικά ενδιαφέροντα. -Η τεχνολογική καινοτομία μας πλουτίζει στο υλικό επίπεδο αλλά μας αποστερεί στο ανθρώπινο, ειδικά αν δεν μας αφήνει το χρόνο να μεταβολίζουμε, εξετάζουμε, επιλέγουμε. Παρόμοια επιχειρήματα ξεκινούν από αξιακές (προ)καταλήψεις και πολύ σπάνια αναφέρονται σε ξεκάθαρα και ειλικρινή παραδείγματα. Από την άλλη πλευρά αυτό το βιβλίο δείχνει εκατοντάδες πραγματικά παραδείγματα περιπτώσεων όπου οι νέες τεχνολογίες τονώνουν τη δημιουργικότητα, ανοίγουν δρόμους, πολλαπλασιάζουν τις δυνατότητες έκφρασης και διαφοροποιούν την αισθητική παραγωγή. Ίσως είναι αλήθεια ότι οποιαδήποτε εποχή, από την ανακάλυψη της γραφής και μετά, αλλά ακόμα περισσότερο σε αυτή που ζούμε σήμερα, συνεχώς πιο συμμετοχικής, με “χαμηλό κόστος εισόδου-χρήσης” με κίνητρο προς τη δημιουργία και το διαμοιρασμό (share) και την διάχυτη αίσθηση οτι η προσωπική συμμετοχή “μετράει πραγματικά κάτι”. 2)Συγκλίνων Μια από τις βασικές θέσεις αυτού του βιβλίου είναι ότι η σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών μίντια, παλαιών και νέων, εκφράζει όλο και περισσότερο μια ανάγκη για πολιτιστική παραγωγή παρά μια τεχνολογική επιλογή. Κομπιούτερ και τηλέφωνα έχουν ενσωματώσει πολλαπλές λειτουργίες και έχουν μετασχηματιστεί σε τηλέφωνα, τηλεοράσεις, ραδιόφωνο, φωτογραφικές μηχανές, όλα σε ένα. Ακόμα, κανένα από αυτά ξεχωριστά δεν εξαφάνισε την άλλη συσκευή. Περισσότερο όμως είναι τα ίδια τα περιεχόμενα της επικοινωνίας συγκλίνουν προς ένα format, για να μπορούν όλο και περισσότερο να μετακινούνται από το ένα μέσο στο άλλο και να αποκτούν μια διακίνηση όλο και πιο λεπτή και διεισδυτική. Το ίδιο τραγούδι που μεταδίδεται στο ραδιόφωνο, γίνεται ήχος σε μια τηλεοπτική διαφήμιση, αρχείο σε υπολογιστή, soundtrack στο σινεμά, videoclip στο youtube, ringtone στο κινητό τηλέφωνο, ατάκα σε μια μπλούζα. Δεν υπάρχει συγκεντρωτική μοναδικότητα (attrattore, attractor) κομπιούτερ ή τηλέφωνο, ικανό να μεταφέρει κάθε ιδέα σε ένα μοναδικό προιόν, φτιαγμένο από εικόνες, ήχο, κείμενο, σχέση. Αντιθέτως κάθε ιδέα έχει πολλές εκφάνσεις, για να μπορέσει να τραβήξει πολλά διαφορετικά μέσα και να τα διαπεράσει όλα. Εδώ στη χώρα μας μιλάμε περισσότερο για μια τεχνολογική σύγκλιση, κινητών τηλεφώνων-τεράτων που κάνουν τα πάντα, αντί για transmedia κουλτούρα. Όταν μετά συμβαίνει, η προσοχή μας να στρέφεται στις πολυεθνικές της διασκέδασης, που ενδιαφέρονται μόνο να μεταφέρουν το περιεχόμενό τους, σαν καραμέλα, από το ένα μέσο διακίνησης στο άλλο. Κανείς δεν δέχεται την ιδέα ότι αυτό το πηγαινέλα απαντάει σε ένα νέο αισθητικό μοντέλο. Να αφηγούμαστε, να ενημερωνόμαστε, να σαμποτάρουμε και να διασκεδάζουμε. Είναι μόνο μάρκετινγκ, αν είσαι συγγραφέας και πρέπει να γράψεις ένα διήγημα, ένα βιβλίο σε χαρτί. Όλο το υπόλοιπο, site στο web, booktreiler, forum, extra περιεχόμενα, αποτελούν προωθητικό υλικό, πλαστικό παράρτημα που βρομάει φράγκα. 3)Καθημερινό Και σε αυτή την περίπτωση, το να πούμε ότι να μίντια και οι νέες τεχνολογίες είναι κομμάτι της καθημερινής ζωής, είναι συζήτηση καφενείου, στο μισό δρόμο μεταξύ φόβου και ενθουσιασμού, αιγυπτιακής δουλείας και γης της επαγγελίας. Αυτή η καθημερινότητα έχει σαν υποπροϊόν το διαβόητο multitasking, την κατάσταση «της συνεχούς αποσπασματικής προσοχής», που στην Ιταλία (αλλά και στην Ελλάδα) είναι ο φόβος και ο τρόμος των δασκάλων, καθηγητών, γονιών και των ανθρώπων του πνεύματος. Λίγοι παραδέχονται ότι μιλάμε για μια βασική ικανότητα που βοηθά στη διαχείριση του νέου περιβάλλοντος , να διατηρείς ��ια διάχυτη προσοχή, “χαμηλής έντασης” σε μια σειρά από ερεθίσματα, για να προσηλωθείς μετά σε υψηλή ένταση σε ένα από ερεθίσματα που άλλαξε σε σημαντικό βαθμό, που έχει δηλαδή την ανάγκη περισσότερης προσοχής. Το multitasking θα έπρεπε να διδάσκεται σε όποιον “δεν το έχει”. Δυστυχώς σε εμάς το κυνήγι μαγισσών είναι καλά αμειβόμενο. 4)Διαδραστικό Χάρις στα νέα μίντια, μπορούμε να αλληλο-αντιδρούμε σε μεγαλύτερο βάθος με ήχους, εικόνες, πληροφορίες. Μπορούμε να ορίσουμε τη ροή, να επιλέξουμε κάθε στιγμή τι θα δούμε ή θα ακούσουμε, μπορούμε να αρχειοθετήσουμε περιεχόμενο, να το χρησιμοποιήσουμε σε νέα πεδία, ή να το διαφοροποιήσουμε. Πολύ συχνά ο διάλογος γύρω από αυτές τις προοπτικές οδηγείται στο αδιέξοδο μεταξύ όποιου υποστηρίζει ότι “όλα πια έχουν αναχθεί σε ένα copy/paste” και σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι η επανεπεξεργασία είναι η βάση της δημιουργικότητας. Πέραν αυτού του “στατικού” διαλόγου, ο Jenkins μας καταδεικνύει πως η επαν-ιδιοποίηση του περιεχομένου έφερε στο φως ένα μάγμα ερασιτεχνικών παραγωγών και διάχυτη δημιουργικότητα, φόρμες ζωής της παλαιότερης λαικής κουλτούρας που είχαν χαθεί με την είσοδο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. 5) Συμμετοχικό Πριν από μόλις 20 χρόνια η πλειοψηφία του κοινού ήταν μονάχα ακροατές και το μόνο μήνυμα που μπορούσαν να “περάσουν” ήταν ακούω/δεν ακούω, μια δυαδική επιλογή, καταναλώνω/ δεν καταναλώνω. Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας διάφορα κανάλια επικοινωνίας για να μεταφέρουμε τις ιδέες μας σε ένα ευρύ κοινό. Φυσικά δεν επαρκεί να ανοίξουμε ένα μπλόγκ ή μια σελίδα στο myspace: χρειάζεται ικανότητες οι οποίες κατανοούνται και τελειοποιούνται. Χωρίς δεύτερη σκέψη είναι άλλη μια ικανότητα που κάνει τη διαφορά σε πολλά εργασιακά περιβάλλοντα και θα συνεχίσει να αυξάνεται. Δυστυχώς αντί να αναρωτηθούμε πως να εκπαιδεύσουμε υποκείμενα που θα γνωρίζουν πως να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα εργαλεία, προτιμούμε να επικαλούμαστε φαντάσματα. Απόδειξη ότι η νέα μορφή εφηβικής αλητείας είναι το cyberbulling, αποτέλεσμα και κίνητρο η δυνατότητα που μας δίνει το youtube να ανεβάζουμε ότι μαλακία θέλουμε για να “γίνουμε γνωστοί”. Το ίδιο και για την πορνογραφία ή άλλες τερατώδης συμπεριφορές: ανάμεσα στις γραμμές των καναλιών σε στιλ freak show (στην Ελλάδα το παράδειγμα της Πάνια και της Τατιάνας είναι αρκετά), προσελκύουν γεγονότα και μύθους, έμπειρους κριτές και τσαρλατάνους, έτσι υποθέτει κανείς ότι το να ανοίξεις ένα web site και να ενεργοποιήσεις ένα δίκτυο γνωριμιών είναι πολύ εύκολη υπόθεση. Είναι σαν να λέμε ότι τ�� γκρουπ των Χρυσαυγιτών, υπάρχουν διότι το να βρεθείς και να δημιουργήσεις μια οργάνωση είναι παιχνίδι για παιδάκια. Έτσι η οριζόντια και ελεύθερη διάθεση περιεχομένου είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να περιορίσουμε να μειώσουμε να το διαχειριστούμε. Εύκολο μετά να μετανιώνουμε με την πρώτη ευκαιρία, τον παθητικό καταναλωτισμό μερικών ενηλίκων. 6) Διεθνές Οι νέες τεχνολογίες μας επιτρέπουν να αλληλεπιδρούμε κάθε στιγμή, με άτομα και καταστάσεις, άσχετα με τη θέση μας. Στην Ελλάδα, τις περισσότερες φορές αυτή η παρατήρηση χρησιμοποιείτε σαν απειλή μιας πολιτισμικής σύμβασης, όλο και πιο ισχυρής. Η επικινδυνότητα υπάρχει, αλλά γιατί να μην κοιτάζουμε και άλλα σενάρια, όπως για παράδειγμα την καθόλου απομακρυσμένη πιθανότητα, ότι αυτή η κατάσταση αυξάνει την πολιτισμική διαφοροποίηση σαν απάντηση στην αυξανόμενη ανάγκη να ξεφύγουμε από τον επαρχιωτισμό και να κατασκευάσουμε μια ταυτότητα όλο και πιο πλούσια και όλο πιο καινούρια. 7) Γενεαλογικό Μεταξύ ‘’ αυτοχθόνων’’ και “μεταναστών” στην ψηφιακή και συμμετοχική εποχή υπάρχουν συνήθειες πολύ διαφορετικές και διαφορετικές προσεγγίσεις στα ίδια μίντια. Αυτό σημαίνει ότι οι κοινότητες αυτές δεν μπορούν να συγκριθούν και να αλληλο-εκπαιδευτούν. Πολύ συχνά προτιμούμε να υψώνουμε τοίχους και να επιμένουμε σε στερεότυπα όπως “οι νέοι απλά στέλνουν μηνύματα” ή “οι νέοι είναι όλοι geeks” κτλ. Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι πολλές φορές και για πολλούς λόγους το “πέρασμα” γνώσεων και εμπειριών από τη μία γενιά στην άλλη είναι αδύνατο και άρα “δεν υπάρχει τίποτα να κάνουμε”. 8) Άνισο Όταν στην Ελλάδα (δεν) συζητάμε για το “ψηφιακό χάσμα” (digital divide) το κάνουμε με όρους τεχνολογικούς. Είναι ανάγκη να βάλουμε υπολογιστές στα σχολεία, χρειάζεται να διευρύνουμε την έκταση του δικτύου wifi, πρέπει να έχουμε hot spot παντού κλπ. Αν τα κάνουμε όλα αυτά το ψηφιακό χάσμα θα γεφυρωθεί. Είναι σαν να λέμε ότι το πρόβλημα του αναλφαβητισμού θα οφείλεται στην απουσία γυαλιών μυωπίας. Μερικοί άνθρωποι δεν ξέρουν να διαβάζουν γιατί τα μάτια τους δεν “δουλεύουν” σωστά. Ενεργοποιώντας ένα πρόγραμμα “γυαλιά για όλους” το πρόβλημα θα λυθεί. Δυστυχώς ο αναλφαβητισμός δεν θα νικηθεί ούτε αν διδάξουμε το ΑΒΓ, όπως το ψηφιακό χάσμα δεν θα γεφυρωθεί με ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή με ευρύ σήμα Internet αλλά ούτε ακόμα διδάσκοντας τη χρήση των γλωσσών προγραμματισμού, σαν την HTML. Φυσικά, αν κάποιος έχει δυο βαθμούς μυωπία, πριν του διδάξω θα πρέπει να του δώσω γυαλιά. Φυσικά αν δεν ξέρει το αλφάβητο θα πρέπει να του μάθω το ΑΒΓ. Αλλά στη συνέχεια το διάβασμα και το γράψιμο απαιτούν μια σειρά από ικανότητ��ς πιο λεπτεπίλεπτες, έτσι όπως το να είσαι μέλος μιας συμμετοχικής κουλτούρας δεν αφορά μόνο να έχεις σύνδεση 10 mega το δευτερόλεπτο. Το point δεν είναι οι γνωσιακές ικανότητες. Ένα δεκαπεντάχρονο ανοίγει ένα οποιοδήποτε πρόγραμμα, ξεκινάει να το ανακαλύπτει χωρίς οδηγίες και μετά απο καμιά μέρα το κάνει ότι θέλει. Ο παππούς του δεν είναι ικανός να χρησιμοποιήσει ένα διαφορετικό στέρεο απο εκείνο που έχει στο σπίτι και για να δει τα email του θα κάνει μια εβδομάδα γιγαντιαίων προσπαθειών. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι με εξασφαλισμένη την ισοδυναμία των τεχνικών μέσων, και των τεχνικών ικανοτήτων, διαφορετικοί ενήλικες συμπεριφέρονται πολύ διαφορετικά στο δίκτυο, τόσο που θα μπορούσαμε να τους διακρίνουμε σε δυο αντίπαλες κοινωνικές κορυφογραμμές. Η παροιμιώδης ευκολία με την οποία τα παιδιά χρησιμοποιούν τα νέα μίντια κάνει πολλούς ενήλικες να πιστεύουν ότι θα ήταν αρκετό να τους παράσχουν τη σωστή τεχνολογία για να τους μετατρέψουν σε πολίτες του κόσμου στην νέα ψηφιακή κοινωνία. Σε μια πρόσφατη παρέμβασή για το MacArthur Foundation, o Jenkins άσκησε κριτική σε αυτή τη “φιλελεύθερη” προσέγγιση, όπου η πίστη στο Laissez Faire[2] δεν κάνει άλλο παρά να διευρύνει τις ανισότητες. Ο μύθος του ενήλικα που συμβιώνει με τα μηχανήματα του, κρύβει μια ποικιλόχρωμη αλήθεια. Πολλά παιδιά που έχουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και λογισμικό για να κατεβάζουν μουσική, δεν ξέρουν να χρησιμοποιούν μια μηχανή αναζήτησης για να βρουν πληροφορίες, ειδήσεις, προιόντα. Άλλοι ξέρουν να χρησιμοποιούν (τις μηχανές αναζήτησης) αλλά δεν είναι σε θέση να επιλέξουν μεταξύ των επιλογών εκείνη που πραγματικά χρειάζονται και έτσι απέχουν πριν καλά καλά βρουν τι έψαχναν. Άλλοι πάλι βρίσκουν αλλά δεν γνωρίζουν ακριβώς τι ( ένα πράγμα είναι η αντιγραφή ενός άρθρου της Wikipedia, ένα άλλο είναι η κατανόηση της συγκεκριμένης πηγής, πως δουλεύει, τι συνεπάγεται). Ο Jenkins αναγνωρίζει τρία προβλήματα στην ιδέα ότι οι έφηβοι χρησιμοποιώντας το Internet, αναπτύσσουν μόνοι τους ικανότητες που έχουν ανάγκη, έτσι όπως μόνοι τους γίνονται πρωταθλητές στα videogames ή χρήστες στο youtube. To πρώτο πρόβλημα είναι αυτό της συμμετοχικότητας: δεν αρκεί να ανοίξει μια πόρτα για να μπαίνουν άνθρωποι μέσα. Για πολλούς το δίκτυο είναι ένας χώρος σημαντικός, μια εμπειρία γεμάτη ερεθίσματα, ένα μέσο που χρησιμοποιείτε με ενεργό τρόπο. Για άλλους, συνεχίζει να είναι ένας χώρος μόνιμης κατοικίας, λίγο σημαντικός, οριοθετημένος, για παθητική κατανάλωση και χωρίς σημαντικές αλληλεπιδράσεις. Το δεύτερο είναι ένα πρόβλημα διαφάνειας, που υπάρχει ήδη για τα παραδοσιακά μέσα. Μια οποιαδήποτε είδηση συχνά νεφελώδης σε σχέση με μια σειρά χαρακτηριστικών της, όπως: π��ιος τη διαδίδει, για ποιο κοινό, ποιος είναι ο πελάτης, ποια είναι τα συμφέροντα, ποια είναι η ιδεολογική βάση. Με τον ίδιο τρόπο, ένα άρθρο στη Wikipedia, δεν μας λέει τίποτα για τη γενική γνώση, ούτε για τη συλλογική ευφυΐα, έτσι όπως ένα παράνομα κατεβασμένο τραγούδι δεν μας κάνει να αναρωτηθούμε για τα ζητήματα των πνευματικών δικαιωμάτων το ρόλο του καλλιτέχνη, τη διάδοση της κουλτούρας. Το τρίτο είναι ένα ηθικό πρόβλημα, όπως αποδεικνύει το φαινόμενο του cyberbulling για το οποίο μιλήσαμε προηγουμένως. Λίγοι παρατηρούν ότι δεν είναι πρόβλημα του Youtube ή του δικτύου, αλλά ότι ακόμα δεν έχουμε αναπτύξει μια ξεκάθαρη ηθική προοπτική η οποία διαφοροποιεί το κάνω ένα αστείο σε ένα συμμαθητή μου, από το κάνω ένα αστείο και το κινηματογραφώ κάνοντας το προσβάσιμο ταυτόχρονα σε οποιονδήποτε. Το βιβλίο Κουλτούρα σύγκλισης (Cultural Convergence) δεν περιλαμβάνει εκπαιδευτικές ενότητες, αλλά είναι εμφανές το κίνητρο επεξεργασίας νέων μοντέλων διαδικτυακού αλφαβητισμού. Να ο τέταρτος λόγος που καθιστά την ελληνική έκδοση αυτού του βιβλίου σημαντική για την ελληνική βιβλιογραφία. Στη χώρα μας, είναι ανώφελο να το λέμε, τα λιγοστά προγράμματα αφορούν την ασφάλεια. Αναζητείται η εκπαίδευση των νέων στην προστασία της ιδιωτικότητας τους, την αποφυγή των παγίδων, το φιλτράρισμα των επικοινωνιών και της ανεπιθύμητης διαφήμισης, την αντίδραση στην κατάχρηση, στα δέλεαρ και τις απάτες. Ακόμα, υπάρχει ενημέρωση σχετικά με τα αδικήματα που μπορούν να επιφέρουν πολύ διαδεδομένες πρακτικές, όπως το download προστατευμένων αρχείων και το διαμοίρασμα τους ή τη δημοσιοποίηση βίντεο. Κανείς δεν φαίνεται ικανός να ενεργοποιήσει ένα διάλογο για τις “ψηφιακές αρμοδιότητες” που όλο πιο πολύ φαίνεται να καθορίζουν τον κοινωνικό σχηματισμό, την κουλτούρα και τα επαγγέλματα των υποκειμένων. Η εποχή της συμμετοχής που εγκαινιάζεται με το διαδίκτυο μας γεμίζει προσδοκίες: ο ενεργός πολίτης, η συνειδητή κατανάλωση, η διάχυση της δημιουργικότητας, της συλλογικής ευφυΐας, των κοινών γνώσεων και της ανταλλαγής γνώσεων. Ωστόσο, αν περιμένουμε να δούμε να ανατέλλει από τον ορίζοντα, με αιτιολογία κάποια νομοτέλεια, θα καταλήξει στο αντίθετο, δημιουργώντας μια νέα ευρεία μάζα αποκλεισμένων. [1] In folklore and parapsychology, a poltergeist (German for “noisy ghost”) is a type of ghost or other supernatural being supposedly responsible for physical disturbances such as loud noises and objects moved around or destroyed. Most accounts of poltergeists describe movement or levitation of objects, such as furniture and cutlery, or noises such as knocking on doors. Poltergeists have also been claimed to be capable of pinching, biting, hitting and tripping people.Poltergeists occupy numerous niches in cultural folklore, and have traditionally been described as troublesome spirits who haunt a particular person instead of a specific location. Such alleged poltergeist manifestations have been reported in many cultures and countries including the United States, Japan,[1] Brazil, Australia, and most European nations, with early accounts dating back to the 1st century. The first reported poltergeist was in Germany in 856 AD.[2] Laissez-faire χαρακτηρίζεται το οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών, είναι ελεύθερες από κάθε παρεμβατικό κρατικό περιορισμό, δασμό και επιδοτήσεις με μόνη εξαίρεση την ύπαρξη κανονισμών που προστατεύουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας.Ως σύλληψη το laissez-faire στηρίζεται στα ακόλουθα αξιώματα : 1. Το άτομο είναι η βασική μονάδα σε κάθε κοινωνία2. Το άτομο έχει το φυσικό δικαίωμα στην ελευθερία3. Η φυσική τάξη του κόσμου είναι αρμονική και αποτελεί ένα αυτο-ρυθμιζόμενο σύστημα4. Οι επιχειρήσεις είναι δημιουργήματα του Κράτους και ως εκ τούτου θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά από το σύνολο των πολιτών λόγω της τάσης τους να διαταράσσουν την αυθόρμητη τάξη όπως την όρισε ο Άνταμ Σμίθ.Αυτά τα αξιώματα αποτελούν τα βασικά στοιχεία της σύλληψης του laissez-faire, αν και μια άλλη βασική αρχή που συχνά αγνοείται είναι ότι οι αγορές πρέπει να είναι ανταγωνιστικές, μια αρχή στην οποία οι πρώιμοι υποστηρικτές του laissez-faire είχαν δώσει αρκετή έμφαση.
1 note
·
View note
Text
Polis of Athens
0 notes
Text
Allegory of Prudence
The mythical monster represented in a statue. This mythical creature had two faces and 14 eyes. Such info were found in old manuscripts from the 14th century.The documents are describing a bizarre figure “dead” from the time of her birth. This creature had no mouth, no ears and not even a nose. She was condemned to predict the future. She died after her first prediction. Rumours say she was so powerful that she saw in just one vision 600 years of misery and chaos.
1 note
·
View note
Photo
2 notes
·
View notes
Text
το αντίστροφο του κλεμμένου γράμματος
Όπως ο ίδιος ο Badiou περιγράφει στον πρόλογό του στην αγγλική έκδοση του Είναι και Συμβάν, «Η αλήθεια συγκροτείται μονάχα μέσα από την ρήξη με μια τάξη που τη στηρίζει και ποτέ ως προϊόν αυτής της τάξης. Έχω ονομάσει αυτό το είδος ρήξης που ανοίγει το δρόμο σε αλήθειες «το συμβάν». Και στην ίδια εισαγωγή συνεχίζει για να εξηγήσει ότι η αλήθεια αυτή συγκροτεί, παράγει ένα υποκείμενο, έναν φορέα δράσης, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο από την ενεργό αφοσίωση-πίστη στο συμβάν της αλήθειας. Το υποκείμενο αυτό έχει το χαρακτήρα πολεμιστή, ο οποίος δεν είναι μόνο ο πολιτικός αλλά και ο καλλιτέχνης-δημιουργός, ο επιστήμονας που ανοίγει ένα νέο θεωρητικό πεδίο, αλλά, τέλος, και ο εραστής, ο κόσμος του οποίου είναι μαγεμένος. Το «είναι» μιας αλήθειας αποτελεί εξαίρεση μέσα στην κατάσταση από την οποία αναδύεται και γι’ αυτό θα πρέπει να ονομαστεί γενόσημο (generic) – σηματοδοτεί από μόνο του ένα γένος αλήθειας.
Προσπαθώντας να κατανοήσω τι ρόλο παίζουν οι συνεχείς αποκαλύψεις στα ηλεκτρονικά κυρίως μίντια (Panama papers, wikileaks, Cyber Justice Team, Anonymus etc), κατέληξα με ένα παράδειγμα απο τη λογοτεχνία που νομίζω καταφέρνει, με τις σχετικές επικαιροποιήσεις, να αποδίδει το νόημα αυτών που έρχονται συνεχώς στην επιφάνεια. Πρόκειται για το κλεμμένο γράμμα του Edgar Allan Poe. Μια σύντομη περιγραφή της ιστορίας εδώ.
Κατόπιν αναρωτήθηκα για το τι πληροφορίες στέλνω online και ποιό μέρος αυτών γνωρίζω. Η ερευνά μου με οδήγησε στη χρήση του Bettercap. Ενός προγράμματος κατασκευασμένου απο μηχανικούς της πληροφορικής και open source, για να μπορούν να εντοπίζουν “τρύπες” ασφαλείας σε ιστότοπους http και https. Μετά απο αρκετές δοκιμές και μια έκθεση, νομίζω θα μπορούσα να προτείνω μια σύνδεση με τα παραπάνω.
Ποιo μπορούμε να πούμε οτι είναι το μυστικό όταν επισκεπτεσαι μια ιστοσελίδα; ένα σωρό απο προσωπικές σου πληροφορίες οδηγούνται κατευθείαν στις διαφημιστηκές εταιρίες. Είναι άραγε μόνο αυτό; Το ότι πληρώνεις μια παροχή δύο και τρείς φορές; Οι πληροφορίες σου αυτές είναι φυσικά χρήσιμες για τους διαφημιστές και τις επενδυτικές εταιρίες καθώς και τις μηχανές αναζήτησης. Πιθανόν να πιστεύουν κάποιοι οτι αυτό το γεγονός κάνει την περιήγηση τους πιο γρήγορη και αποτελεσματική, καθώς ακόμα και οτι τους “βολέυει” με κάποιο τρόπο. Αυτά όλα κάλλιστα μπορούν να ισχύουν.
Τι είναι αυτό που διακειβέβεται όμως εδώ; Γνωρίζουμε οτι οι επικοινωνίες μας παρακολουθούνται με πρόσχυμα την ασφάλεια. Και το ερώτημα στο μυαλό του καθενός είναι “τι με νοιάζει αν δεν κάνω κατι παράνομο;” Σε αυτό το ερώτημα φιλοδοξώ να απαντήσω λοιπόν.
Η ιστορία του Πόε μας πληροφορεί για το πώς μπορεί κάποιος (ο υπουργός Ντ.) να γίνει φορέας αυτού που ονομάζουμε απόλυτη εξουσία. Κλέβοντας το γράμμα που άνοιξε, αλλα ποτέ δε διάβασε η Βασίλισσα, ο υπουργός κρατάει στο χέρι του ένα “βάζο”. Οχι ένα κοινό βάζο αλλα ένα “βάζο” σημαινόντων. Ένα “βάζο” με περιεχόμενο τις εικόνες ενοχής της Βασίλισσας για την “προδοσία” της. Υπενθυμίζω εδώ οτι το γράμμα μπορεί να είναι κενό. Δεν έχει καμία σημασία. Διότι μη έχοντας διαβάσει η Βασίλισσα το γράμμα, το περιεχόμενο του γράμματος συμπληρώνεται απο τα άγχοι της και έτσι κατασκευάζεται, συγκροτεί την αλήθεια του.
Το συμβάν είναι η κλοπή, η προβολή του υπαρξιακού άγχους της Βασίλισσας είναι πλέον το περιεχόμενο. Αν προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε μια αναλογία με το κλεμμένο γράμμα του Πόε και την κατάσταση της συνδεσής μας ��το internet, θα παρατηρούσαμε οτι υπάρχει εδαφός για αυτήν. Είναι οι πληροφορίες μας αυτές ‘’κλεμμένες’’;
Ένα αλλο ερώτημα που με απασχόλησε, αφορά το αν ο κλέφτης γίνεται με τη κλοπή αυτού του γράμματος ο φορέας της ‘’απόλυτης εξουσίας’’, τι θα συνέβαινε αν εμείς εξασφαλίζαμε το μυστικό των επικοινωνιών μας; Θα είμασταν εμείς φορείς αυτής της εξουσίας; Ή η εξουσία αυτή παράγεται απο την παρατήρηση και κατα συνέπεια θα εξαφανιζόταν αν δεν υπήρχε ο κλέφτης;
Πιστεύω οτι η παρουσία του Άλλου στην περίπτωση που προσπαθούμε να διαφύγουμε του βλεμματός του γίνεται ακόμα πιο ισχυρή. Θα μπορούσε λοιπόν απο την στιγμή που γνωρίζουμε οτι οι συνομιλίες μας παρακολουθουνται να τις κρυπτογραφούσαμε και με αυτόν τον τρόπο να να τονίζαμε ξανά το περιεχόμενο αυτών που λέμε; Δεν θα ήταν μεγάλη σπατάλη να αφήναμε αυτό το πεδίο ελευθερίας του λόγου και της αυτο-οργάνωσης στα χέρια του επιτηρόντος; Να παραιτούμασταν απο το αίτημα αυτό, δεν θα ήταν μια σπατάλη;
Μήπως η σημειολογία του ‘’ ανταρτοπόλεμου ‘’ του Συριακού Ηλεκτρονικού Στρατού αλλα και αλλων χακτιβιστών είναι η αναζήτηση ενός νέου Άλλου που θα εγγυάται την προστασία των πολιτών του; Αποκαλύπτοντας το κρατικό αυτό μυστικό δεν είναι σα να ξεμπροστιάζεις τον ευνουχισμό του πατέρα; Σα να τον αφήνεις μετέωρο και ευνούχο στο δρόμο; Και τι άλλο είναι ένα επαναστατικό αίτημα αν οχι ένα αίτημα για αλλαγή του μεγάλου άλλου, του αφέντη; Το αίτημα των χακτιβιστών έτσι παραλάσεται σε ‘’ Θέλουμε ένα αξιόπιστο νέο αφέντη να μην μπορούμε να του κλέψουμε τα μυστικά’’.
Τέλος, τι άλλη δυνατότητα έχει κάποιος στου οποίου τα χέρια πέφτουν μυστικά; Τι άλλο να μπορούσαι να κάνει, εκτός του να τα αποκαλύψει; Ο Λακάν, στο σύντομο σχoλιό του πάνω στο κλεμμενο γράμμα του Πόε λέει: Λέμε <<αυτός που έχει στα χέρια του το γράμμα>> και όχι <<αυτός που έχει στη νόμιμη κατοχή του το γράμμα>>. Γιατί καθίσταται πλέον σαφές ότι η κυριότητα που έχει επι του γράμματος η παραλήπτρια του δεν είναι λιγότερο υπο αίρεση απ’ ότι για οιονδήποτε θα μπορούσε να το πάρει στα χέρια του, καθώς τίποτα, αναφορικά με την ύπαρξη του γράμματος, δεν μπορεί να επανέλθει στη τάξη, αν δεν εκφέρει την κρίση του επ’ αυτού εκείνος που είδε τα προνόμια του να θίγονται απο το γράμμα.
0 notes