Ζήσε για τον ποιητικά κτηνώδη έρωτα σου, για την στιγμή σου, για την ώρα που ��α αγαπήσεις και θα αγαπηθείς, για το σεξ του καλοκαιριού, τα μάτια και το χαμόγελο του που σε λυτρώνουν, για την ώρα που τα σκοτάδια σου θα γίνουν φως.
Don't wanna be here? Send us removal request.
Photo
12K notes
·
View notes
Text
.
Κάθομαι σε ένα μαγαζί για να αποφύγω την βαβούρα. Περίεργη σκέψη το παραδέχομαι. Πώς σε τόσο φανερά μέρη μπορείς να κρυφτείς? Κι όμως εκεί χάνεσαι, δεν σε βλέπει και δεν σε παρατηρεί κανείς. Τοποθεσία, ��μόνοια, λίγο μετά τις τέσσερις το απόγευμα, σε ένα μικρό μαγαζάκι σε μια πολυσύχναστη γωνία κάτω από την δουλειά. Ακούω τον καφέ που κόβεται και μυρίζω έντονα την έντονη μυρωδιά της ποικιλίας εσπρέσο που ψήνεται, για να έρθει στα χέρια μου ένα ζεστό καπουτσίνο. Δύο όροφοι, επιλέγω τον δεύτερο για να μην με πάρει χαμπάρι κανείς. Μπαίνουν -βγαίνουν οι άνθρωποι, τους ακούω να μιλούν και έχω περιέργεια να δω πως είναι τα πρόσωπα τους. Ακούω μια κοπέλα να λέει για τις αποδράσεις των ημερών της και αισθάνομαι μικρή ζήλια. Εγώ κολλημένη σε μια γωνία στην Ομόνοια να προσπαθώ να κρυφτώ και εκείνη μέσα στην περιπέτεια, πιθανώς σε κάποιο χιονοδρομικό κέντρο λόγω εποχής. Και κάπως έτσι ξυπνά αυτή η παιδικότητα μέσα μου, μέσα από αυτή την μικρή αίσθηση ζήλιας, σα να έχει κάτι που θέλω και δεν μπορώ να αποκτήσω. Η αλήθεια είναι όμως πως δεν έχει κάτι που επιθυμώ, αλλά μάλλον σε μένα λείπει κάτι που εύκολα θα μπορούσα να έχω, ό,τι και αν είναι αυτό, ηρεμία, μια μικρή απόδραση, απαλλαγή από τα άγχη που αδικαιολόγητα με κατακλύζουν. Ακούω τις φωνές, ήρθα για να συγκεντρωθώ σε αυτό που κάνω σκέφτομαι και κάπως αμφισβητώ την επιλογή του μαγαζιού. Παρά είμαι περίεργη για τις συζητήσεις των ανθρώπων μου φαίνεται, άλλοι χαρούμενοι, άλλοι θλιμμένοι, άλλοι σοβαροί που επιθυμούν απλώς την τυπικότατη συναλλαγή της αγοράς του καφέ τους, χωρίς περαιτέρω συζητήσεις. Όντως τελικά δεν έχει όλος ο κόσμος τον χρόνο για τέτοια, για άλλους ο χρόνους είναι χρήμα, για άλλους είναι πολύ λίγος και για άλλους υπερβολικά πολύτιμος για να τον σπαταλήσουν σε μια άσκοπη ψιλό-κουβεντούλα. Σαστίζω όταν σιγά σιγά το μέρος που κάθομαι αρχίζει να γεμίζει με κόσμο, ήρθε μια μεγάλη παρέα και κάθισε δίπλα μου, οι πρώτοι δεν με πήραν είδηση, ο αργοπόρημενος κύριος όμως μάλλον με κατάλαβε και μου εγγύηθηκε με χιούμορ ότι θα μιλούν χαμηλόφωνα. Και ακριβώς αυτό κάνουν, δεν άξιζε να σαστίσω τελικά. Μόλις ήρθε κι άλλος, γεμίζει η ατμόσφαιρα και έλπιζω να παραμέ��νω αόρατη μέσα στην πόλη. Μια απόσταση αναγκαία, μια απόσταση αναπνόης αλλά ταυτόχρονα τόσο μεγάλη, για να γράψω αυτό το κείμενο, να ακούσω τι κάνουν οι άλλοι που δεν κάνω εγώ, να δω με τι ελαφρότητα ή πόσο σκληρά περνούν οι μέρες των ανθρώπων. Τελικά, μια απόσταση που πάντα θα υπάρχει, είτε είμαι μόνη είτε όχι, ώρα να κατεβάσω τα ρολά και να ασχοληθώ μάλλον με την δική μου φωνή και όχι των άλλων.
2 notes
·
View notes
Text
Βλέπω τον εαυτό μου να χάνεται, μέσα στον ηλεκτρικό, το αυτοκίνητο, στις ατέλειωτες διαδρομές από και προς την δουλειά. Αυτό το συναίσθημα, που είσαι μισό ιδρωμένος και η πόρτα του μέτρο έχει μόλις κλείσει πίσω σου, ευτυχώς το πρόλαβες, 5 λεπτά νωρίτερα στο σπίτι. Χάνομαι στα βλέμματα των εργασιομανων που με έπαρση τελειώνουν την μέρα, των καταπιεσμένων που νιώθουν δούλοι και όχι εργαζόμενοι και αυτών που σαν τυχεροί βγαίνουν την βόλτα τους. Άλλοι χαρούμενοι, άλλοι θλιμμένοι, άλλοι μισό κοιμούνται και άλλοι χαζεύουν το άπειρο, άλλοι γελούν στις οθόνες τους, γιατί από ό,τι φαίνεται μόνο οι οθόνες μας κάνουν χαρούμενους σήμερα. Μεγάλες, μεγάλες και φωτεινές, είναι το ψυχοφάρμακο μας. Βαριόμαστε κοιτάμε μια οθόνη, νιώθουμε άβολα, κοιτάμε την οθόνη. Από τα ακουστικά του παιδιού δίπλα ακούω ένα ραπ κομμάτι, ξέρω τον στίχο αλλά ο τίτλος δε μου έρχεται στο μυαλό, κατεβαίνει στη Νέα Ιωνία και μάλλον δεν θα τον ξανασυναντήσω ποτε. Φτάνει η στάση μου, κατεβαίνω και μου έρχεται αυτή η φρεσκάδα που λείπει στον αέρα του κέντρου της Αθήνας. Η χαρά των προαστίων σκέφτομαι και δίνω έναν λόγο στον εαυτό μου γιατί να μη παρατήσω τα μεγάλα μπαλκόνια για τις στριμωγμένες πολυκατοικίες των Εξαρχειων. Αναζωογονητικός ο αέρας, δροσίζομαι. Όλα έχουν την χάρη τους σκέφτομαι και προχωρώ στο ελαφρώς κρύο αεράκι παίρνοντας το δρόμο για το σπίτι. Ξε-ιδρώνω, κρυώνω ελαφρώς και νιώθω καθαρή, γεμάτη και μπουχτισμένη από την ατελείωτη μέρα. Ποτε ξημέρωσε και ποτε νύχτωσε δεν το κατάλαβα. Κάθε μερα αυτό συμβαίνει, περνάει σα νερό, παρά τα παράπονα που την κατακλύζουν, τα νεύρα που ξεχειλίζουν από μέσα μου, τη ψυχραιμία που οριακά δεν χάνεται. Και δεν θα χαθεί γιατί κάθε μέρα ξαναχτίζεται. Μια ωραία θέα, ένα άνετο κρεβάτι, ένα ποτό, μια αγκαλιά ίσως με περιμένει σήμερα και έτσι κάθε μέρα τελειώνει με μια γλυκια νύχτα, ήρεμη μακριά από τον χαμένο μου εαυτό. Γεμίζω ενέργεια και ξεκινώ την επόμενη.
7 notes
·
View notes
Photo
221K notes
·
View notes
Photo
80K notes
·
View notes
Photo
393K notes
·
View notes
Photo
C O M E A N D S E E Y O U R T R U E R E F L E C T I O N
8K notes
·
View notes
Text
Σούξου μούξου και ιστορίες
Μερικές λέξεις άναρχα ριγμένες στις οθόνες για να π(ι)ε(ι)στώ ότι υπάρχει χώρος για ανάσες στην ασφικτυώδη ατμόσφαιρα της Ομόνοιας. (Τόπος: Ομόνοια, χρόνος: 18.00, ημέρα: Πέμπτη.
Φθινοπωριάζει μόνο τα βράδια, γιατί οι μέρες ακόμα περνούν μέσα σε ιδρωμένα μακό, στον ηλεκτρικό, το μετρό, τα λεωφορεία. Μόνο τα βράδια σαν να μας λέει κάποιος ότι ο χρόνος πλέον θα χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, στα βαριά σκεπάσματα του κρεβατιού τις νύχτες και στα ιδρωμένα πρωινά. Η Αθήνα παραμένει μόνη. Ήλπιζα ότι θα έρθει η μέρα που εκτός από απρόσωπους επαγγελματίες θα έβλεπα και παρέες, με μπύρες ή ποτά, με καφέδες ή φαγητό, να γελάνε σε μαγαζιά και πλατείες, αλλά η Αθήνα είναι ακόμα μόνη. Νιώθουμε άραγε και εμείς μόνοι στην μοναξιά μιας ολόκληρης πόλης ή βρίσκουμε την στιγμιαία ψευδαίσθηση της συντροφιάς, σε φιλιά και έρωτες της νύχτας, σε παρέες χωρίς νόημα, σε πάρτυ αγκαλιά με την βότκα πορτοκάλι? Σκεφτόμαστε την επόμενη μέρα στη δουλειά ή βλέπουμε τους ανθρώπους μας μόλις βγούμε από τα γραφεία κατά τις 20.00?
Κενές μέρες, κενά συναισθήματα, κενοί άνθρωποι. Γιατί πάμε μόνοι, αφού μπορούμε να πάμε παρέα? Γιατί αγαπάμε το σκοτάδι ενώ ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί? Όλοι με ψυχολογικά αλλά κανείς διατεθειμένος να τα λύσει και είμαστε απλώς αυτό, πάντα ρομαντικά πληγωμένοι, ρομαντικά προβληματισμένοι, ρομαντικά αγχωμένοι. Και καταλήγουμε σε γραψίματα όπως αυτό, σε ξέφρενα πάρτυ που το μόνο που μας νοιάζει είναι μια νύχτα με κανά παλικάρι για να ανάψουν τα αίματα. Ρομαντικά ρομαντικός κανείς, γιατί ο ρομαντισμός στον τομέα του από ότι φαίνεται πάσχει, δεν μας ταιρίαζει, δεν μας αρέσει. Ένα γλυκό χαμόγελο να μας πει καλημέρα έστω και αν είναι ο τύπος που πουλάει κουλούρια στην πλατεία, το παιδί που σου φτιάχνει τον καφέ, ο θυρωρός κάτω από το γραφείο. Χαρίστε χαμόγελα, γιατί έτσι χαρίζετε ζωές, ξελαφρώνετε ανθρώπους από τις μουντές τους μέρες, και τους αναγκάζετε σε μικρές στιγμές χαράς. Μακάρι αυτός να ήταν ο μόνος εξαναγκασμός της ημέρας.
Νέες ευκαιρίες για δουλεία, αλλά δεν τολμά κανείς να αφήσει την προηγούμενη. Νέες ευκαιρίες για δουλειά και ξαφνικά βρίσκεσαι με δύο δουλειές. Χρόνος μηδέν, αντοχή μηδέν και ξεκλέβεις από τον ύπνο για να κάνεις αυτά που θέλεις τα βράδια. Δεν κοιμάσαι γιατί σου αρέσει η ελευθερία της νύχτας. Μπορεί να μη σε δει κανείς, να μη σε ακούσει κανείς, αλλά τότε θα φοράς τζιν και φούτερ και όχι ρούχα δουλειάς, τότε θα εγκαταλείψεις τους καφέδες και θα πιάσεις μια μπύρα, τότε θα κάνεις ένα τσιγάρο χωρίς να σε κυνηγά κανείς. Θα ακούσεις μουσική και θα σκας ένα χαμόγελο ευκολότερα απ’ ότι τις πρωινές ώρες. Θα ξεφύγεις από το ιδρωμένο μακό της ημέρας και θα μπεις καθαρός στα βαριά σκεπάσματα της νύχτας. Το έκανες και σήμερα, τα κατάφερες, έτσι θα το κάνεις και αύριο, ίσως τότε καταφέρεις να βάλεις λίγο παραπάνω χρώμα. Κλείνεις τα μάτια και σε τρείς ώρες το ξυπνητήρι χτυπά.
4 notes
·
View notes
Photo
958K notes
·
View notes
Photo
240K notes
·
View notes
Photo
274K notes
·
View notes
Photo
2K notes
·
View notes
Text
“Πώς να ξεχάσω τη φωτιά Εκ γενετής από χαρτί Μου μαθες τα εύφλεκτα.”
— Ε. Κακούρα, Τα εύφλεκτα
94 notes
·
View notes
Photo
211K notes
·
View notes
Photo
813 notes
·
View notes
Photo
108K notes
·
View notes