#κουβάλημα
Explore tagged Tumblr posts
Text
μόνο ο ντιπανς θα μπορούσε να ομορφύνει τον Σεπτέμβρη <3
@dpans ΠΑΝΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑΑΑΑ🐝
15 notes
·
View notes
Text
Όσοι απεχθάνονται την κουλτούρα της ασφάλειας θα καγχάσουν. Θα πουν ότι ειναι καθαρή ειρωνεία να ισχυρίζεται το "βαθύ κράτος" ότι λειτουργεί με γνώμονα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι οι ίδιοι που απαιτούν η αστυνομία να επέμβει παντού προκειμένου να επιβάλλει τον σεβασμό των δικαιωμάτων. Ενισχύπνται τα άκρα γιατί φουντώνει η κοινωνικά ανασφάλεια και οξύνεται η αμφισβήτηση του κράτους και των θεσμών. Κατά τον Αλμπέρ Καμύ, ο μύθος του ��ισύφου φωτίζει το παράλογο της ανθρώπινης κατάστασης σε έναν κόσμο που δεν έχει νόημα,αφού όλα ξαναρχίζουν από την αρχή χωρίς στόχο και χωρίς λύτρωση. Και όμως, ο άνθρωπος μπορεί να διαλέξει το μετερίζι του και να δώσει ο ίδιος νόημαστο αέναο κουβάλημα του βράχου στην κορυφή.
2 notes
·
View notes
Text
youtube
Άλλαξαν πολλά, μαζί τους άλλαξα κι εγώ Θα πω πως είναι για καλό Όλου του κόσμου τα όμορφα κατάλαβα πως δεν έχουν αξία Άμα δεν είμαι σε θέση να τα εκτιμώ Εκείνη με θυμάται όποτ' ανεβαίνει κομμάτι Και με ρωτάει για ποιά γράφω στα κομμάτια μου Τί να το κάνω που 'μαθε να 'κούει ραπ Αφού ποτέ δεν έμαθε να διαβάζει τα μάτια μου Δε με συμπάθησαν ποτέ όσοι φορούσαν στολή Γιατί ο νους τους πάει ως εκεί που πάει το λουρί Και δε μιλάω για σεξουαλικά παιχνίδια προφανώς Αν υπάρχει συναίνεση η ηδονή δεν είναι ντροπή Μαλάκα ομοφοβικέ Μαλάκα ρατσιστή Είμαστε χοντροί που δε τους ψήνει η διατροφή Κοίτα να δώσεις αγάπη στο παιδί σου ρε μαλάκα Άσε ποιος την έχει μεγάλη και ποιος την έχει μικρή Ποτέ δεν ήσουνα για 'μένα όσα λέν' οι αριθμοί Αυτή η εποχή μου επιτρέπει να νιώθω μ' ένα κουμπί Αν η αξία σου χωράει μέσα σε μια πιστωτική Τότε δεν είσαι για πολλά-πολλά, ούτε 'γω για πολύ Δε θα με δεις αγχωμένο όταν μιλάμε για ραπ Ξέρω καλά τη θέση μου μέσα σ' αυτή τη σκηνή Όσοι αγάπαν' την κουλτούρα με λέν' δικό τους παιδί Ένα από τα πιστόλια που 'βγαλε στο ραπ η Αττική Από την περιέργειά σου για την πρώτη φορά Στα δάκρυα της μάνας σου και τη λίστα του ΟΚΑΝΑ Τώρα κουμάντο στο μυαλό σου μόνο εσύ γιατί έτσι πρέπει Θάνατος στην αράχνη και μες τον ιστό της γλέντι Οι φίλες μας είναι περίεργα κορίτσια Δεν ψάχνουνε αγόρια πλούσια, μα γνήσια Μπορείς να καλύψεις τις ατέλειες μα η προσωπικότητα δε σώζεται με του instagram τα φίλτρα Αν θες να μάθεις πως παλεύοντ' οι Δευτέρες Ρώτα κάτι αυτόνομες κι αλύγιστες μητέρες Κάνε κοριτσάρα μου τα κόλπα σου να δούνε πως ανθίζουν τα μπουμπούκια χωρίς στέφανα και βέρες Θα πολεμούσα με χαρά για κάποιους λόγους Να καθαρίσει ο πλανήτης απ' τους λεκέδες Αφού στην Ταϊλάνδη εκπορνεύουνε παιδιά Και στη Μέση Ανατολή πετροβολάνε τις γυναίκες Οι ράπερς άρχισαν να γράφουν μαλακίες μπρο Κι εγώ έχω αρχίσει να μην την παλεύω Μούφα οι ηθοποιοί και μούφα το σενάριο Τσάμπα περιμένεις, δε θα παίξουμε στο έργο Μη με ρωτάς με ποιους γυρνάω τη νύχτα Αν σοβαρεύτηκα ή ακόμα αλητεύω Θα μείνω βράχος κάτω από το βράχο της Ακρόπολης Θα σκάω, θα σου φτύνω τα κουπλέ μου και θα φεύγω
[ρεφραίν] Λένεεεεε Βάλε συναίσθημα Έχουμ' ανάγκη να πάρουμ' αυτό το ερέθισμα Καίνεεεεε Σα τα Ηφαίστεια Περνάνε πάνω απ'το χρόνο, λιώνουν θεσπέσια Φεύγουν Κι απομακρύνονται Έχουν πονέσει από ανθρώπους γι'αυτό κι αμύνονται Τρέχουν Για να προλάβουνε Μπας και μπορέσουν τον κόσμο να καταλάβουνε
Ψάχνουμε μια θέση μέσα στο σύνολο μιας μπερδεμένης κοινωνίας Έχουμε χαθεί κάπου μεσ' το ίντερνετ μ' ένα σύνδρομο μαλακίας Κάπου στα ντουλάπια σου κάτι έγγραφα, 2 σφαίρες και οφειλές Για το ρεύμα σου διακανονισμό με συμβόλαιο διετές Η κανονικότητα τούς έχει κάνει εμάς να μοιάζουμε με θηρία Έχουμε να δώσουμε τόσο συναίσθημα χωρίς να ψάχνουμε μεγαλεία Και τους βλέπουμε σε συνεντεύξεις να μας λένε πόσα 'κονομάν' Έχω πεινάσει πολύ πιο παλιά και τα χνώτα μου ακόμα απ' την πείνα βρωμάν' Ξέρω ποιοι χαρήκανε που χαθήκαμε που δε χάσανε τη δουλειά τους Αν το νιώθουν όσο το νιώθουμε, η σκηνή είναι όλη δικ��ά τους Βγάζουμ' ένα δίσκο που κοστίζει πιο πολύ κι απ' τα χρυσάφια που κρεμάν' όλοι μαζί απ' τα λαιμά τους Γιατί στηρίζει τα παιδιά στα δύσκολά τους Γιατί μας είπανε μας θέλουνε κοντά τους Ξέρω να μοιράζομαι, κάνω πάσα Mi casa es su casa Η Αθήνα μάς μοιάζει λαβύρινθος όταν χαζεύουμε από την ταράτσα Κοίτα πόσο μοιάζουμε, una ratsa Μα με κρίνεις από τη φάτσα Έχουμε άλλη αντίληψη κι άλλο μυαλό, γι' αυτό μη μου στερείς την ανάσα Οι πρώτοι που θα πέσουν να σε φάνε Είναι πιθανότατα κι οι πιο ανασφαλείς Θέλουνε να νιώσουνε κι αυτοί ότι μετράνε Λόγω έλειψης αποδοχής απ' τους γονείς Θα 'τανε πιο εύκολο άμα κατανοούσαμε καλύτερα κι άμα δουλεύαμε τον εαυτό μας Αλλά πονάει το ρημάδι το συναίσθημα, κι έτσι αγκαλιάζουμε το μίζερο εαυτό μας Άμα με ρωτήσουν άμα το ζω όσο θέλω κι όσο μπορώ Παίζω, γράφω, τρώω, καπνίζω, βγαίνω στο Black Spot κι ηχογραφώ Σίγουρα θα 'ρθουν καλύτερες μέρες και καλύτερες εποχές Μ' αν δεν έρχονται θα τις φέρουμε με κουβάλημα, σηκωτές!
[ρεφραίν]
5 notes
·
View notes
Note
Ίσως ήταν και το box office, δεν το είχα ψάξει απαυτην την πλευρά αν και το σκέφτηκα. Σίγουρα δεν ήταν κάτι ουαου σαν ταινία και λογικό γιατί τα βιβλία ήταν πολύ overwhelming αλλά θα θελα να δω πως θα προσάρμοζαν και τα άλλα δύο. Τη σειρά που τη βλέπεις;
ουφ εν τω μεταξύ με έχετε ψήσει πάρα πολύ να αγοράσω τα βιβλία τώρα!! Κοίταζα στην πολιτεία και είδα πως έχει ένα συλλογικό τόμο που είναι και τα τρία βιβλία σε ένα και πως υπάρχει και box set φυσικά αχ αλήθεια σκέφτομαι να πάω να πάρω
#αριαδνοποστ#λογικά θα πάρω αυτό που είναι και τα τρία στο ίδιο βιβλίο επειδή είναι πολύ πιο φθηνό#και ας είναι λίγο δύσκολο στο κουβάλημα#επίσης εγώ το είδα στο 123movies#αλλά σίγουρα θα το έχει και σε ελληνικά
4 notes
·
View notes
Text
αναχωρήσεις είναι
κάτι χώροι
λευκοί, κρύοι, πλαστικοί και γυαλισμένοι
ουρά κουβάλημα, ρούχα στρυμωγμένα
κάτι μπιπ και κάτι πασπατέματα
ξένα γάντια στενά κινούμενα
-και δε θυμάμαι να φόρεσα
μεταλλικό βρακί, ή κάτι.-
δεν θα το πω,
μόνο θα πω τί βλάκεία
αυτό το μέρος ένα
τα υπόλοιπα πάνω από ένα
δεν θα το πω αλλά
πριν τον έλεγχο
και μόλις γύρισα τη πλάτη
έχυσα υγρά από τα μάτια στα μάγουλα
στις τσέπες μου, στα πράγματά μου:
πρέπει να ‘ταν πάνω από 100 ml,
μα με αφήσαν να περάσω
έξω από πλαστική σακούλα
και με άφησαν να φύγω
3 notes
·
View notes
Text
Επικείμενο κουβάλημα από @georvsd σε μια-δυο σεζόν και προσυπογράφω ΤΩΡΑ
2 notes
·
View notes
Note
Είδα κάτι κούτες στο στορυ σου και μιας και μετακόμισα πρόσφατα σου έχω μια συμβουλή για το αν μετακομίσεις . Κανε ένα ξεσκαρταρισμα στα πράγματα σου πριν αλλάξεις σπίτι θα γλυτώσεις πολύ τσάμπα κουβάλημα
Αχ ευχαριστώ για αυτο το μήνυμα περισσοτερο απο οσο φανταζεσαι❤
Αυτό κανω. Οσα ειναι να μην παρω τα αφήνω στο σπιτι των γονιων μου. Τα υπολοιπα ερχονται μαζι μου στην ενηλικιωση🤘☺️
1 note
·
View note
Text
Στα ψηλά
Σήμερα ήταν η μέρα για να τελειώσουμε το πατάρι. Κάναμε κάτι αγκαλιές πρώτα και μετά ξεκίνησε το κουβάλημα. Ευτυχώς τελειώσαμε, πήρα και τα σκουπίδια φεύγοντας και όλα καλά.
20.03.22
0 notes
Text
Παραμύθι χωρίς τέλος
Reading challenge 2020: 46 από 40
Βιβλία στη λίστα: 130
Βιβλία προς ανάγνωση: 5
Είναι χειμώνας, κάπου σε ένα ορεινό χωριό. Τα ξύλα στο τζάκι προσφέρουν τη ζεστασιά στο κορμί και τη θαλπωρή στην ψυχή. Η κοτόσουπα σιγοβράζει στην ξυλόσομπα για το μεσημεριανό, όσο τα παιδιά τρώνε τηγανίτες με μέλι για κολατσιό πάνω στο σοφρά. Στο ντιβάνι είναι καθισμένος ο παππούς, κουρασμένος από το κουβάλημα των ξύλων και από τα χρόνια που βαραίνουν την πλάτη του.
Τα εγγόνια, τρώγοντας, αρχίζουν τα παρακάλια. “Παππού, πες μας μια ιστορία από τον καιρό σου”. Τα μεγάλα παιδιά θέλουν να ακούσουν για τη ζωή στο χωριό σε παλιές, πιο δύσκολες εποχές, χωρίς τις ανέσεις της σύγχρονης καθημερινότητας, ενώ τα μικρά παιδιά ευχαρίστως θα ακούγαν μια ιστορία σαν παλιό παραμύθι.
Ο παππούς τινάζει την πίπα του στο τζάκι, βάζει μέσα φρέσκο καπνό, την ανάβει αφού έχει πιει μια γουλιά ελληνικό καφέ φτιαγμένο από τη σύντροφο της ζωής του και συνοδοιπόρο όλα αυτά τα χρόνια κι αρχίζει να εξιστορεί: “που λέτε, όταν ήμασταν μικρά...”
Με έναν τέτοιον τρόπο, ο Roy Jacobsen αφηγείται και ξετυλίγει την ιστορία των Μπαρόυ, μιας οικογένειας στη Νορβηγία των αρχών του 20ου αιώνα, σα ραψωδός επών, σα λυράρης του βουνού, σα βοσκός που σιγοτραγουδά αρμενίζοντας τους κάμπους όπου βόσκει το κοπάδι του.
Η ιστορία του, το παραμύθι του, δεν έχει αρχή και τέλος, δε μονοπωλείται από την αφήγηση και περιγραφή ενός σημαντικού γεγονότος. Είναι το ξεδίπλωμα πολλών ζωών, των βασάνων τους και της αντοχής τους στο χρόνο και στο κόπιασμα, είναι το πέρασμα από σκέψεις και πράξεις μικρών αφανών ηρώων, είναι μια καλοδουλεμένη μηχανή μέτρησης του χρόνου που περνά από τις χαρές στις λύπες κι από το θάνατο στη ζωή, σε έναν αέναο κύκλο όπου το μόνο που μένει σταθερό είναι ένα νησί, ένα σπίτι κι ένα όνομα.
Υγ: Αναμένουμε διακαώς την έκδοση και των άλλων δύο μερών της τριλογίας.
0 notes
Text
Το τέλος του κόσμου, Μάτα Καστρησίου
Πήγαν και ήρθαν. Κουβάλησαν τραπεζομάντιλα, μαχαιροπήρουνα και τα πιο καλά σερβίτσια, κρυστάλλινα, πορσελάνινα, παλιά κομμάτια συλλεκτικά και παλαιότερα, προπολεμικά ενθύμια πιατάκια.
Έσπασαν στο κουβάλημα κανά δυο ποτηράκια, συγκρούστηκαν φουριόζοι καθώς ήταν. Τα παιδιά τράβηξαν τις φούστες των μαμάδων, ζήτησαν γλυκό, οι μαμάδες είπαν «μετά το φαγητό», ξανατράβηξαν και ούρλιαξαν, πάτησαν τα κλάμματα, πέσαν χάμω, κυλίστηκαν, οι γονείς δεν τα λυπήθηκαν. Οι άνδρες έβαλαν ξυλαράκια κάτω από το τραπέζι, είπαν «τώρα μάλιστα» και ύστερα από λίγο το τραπέζι άρχισε να κουνάει ξανά, είπαν «μπα που να μη σταθείς» και ύστερα «παράτα το» και ύστερα δε νοιάστηκαν πια. Έφεραν και έστησαν τριάντα έξι καρέκλες γιατί τόσοι ήταν όλοι τους περίπου που θα πει τριάντα έξι μαζί με τους πεθαμένους, παππούδες και θείες χαρωπές, από το 1993 και μετά αρχίσαν να πεθαίνουν. Έψαξαν για ώρα ώσπου επί τέλους βρήκαν το ραδιοφωνάκι και το ‘βαλαν να παίζει. Άκουσαν μια μετάδοση ποδοσφαιρικού αγώνα «ο Παπαϊωάννου περνάει μπροστά και δίδει ανέλπιστη χαρά στους θεατάς επιτυγχάνοντας» συγχρονισμένες οι γυναίκες φώναξαν «κλείστο πια που να μην κλείσει». Έβγαλαν τα σακάκια τους και τα ‘ριξαν στις καρέκλες και κάποιοι κάθισαν. Ήρθαν οι γυναίκες και άφησαν πάνω στο τραπέζι γαβάθες με κοκκινιστό. Πήγαν και ήρθαν λίγες ακόμα φορές. Έφεραν τα μακαρόνια μέσα στην πιατέλα κι εκείνο το ξεχασμένο σκεύος που λέγεται «σαλτσιέρα» κι ύστερα η νονά πετάχτηκε και είπε «καλέ τα άνθη Καίτη, τα άνθη βρε κουμπάρα». Πετάχτηκε και σα σίφουνας έτρεξε και ξαναγύρισε μ΄ ένα βάζο γεμάτο λίλιουμ ψηλά ίσα με το μπόι του Παναγιωτάκη. Όλοι κάθισαν. Και ξεκίνησαν. Ξάδερφοι ξαδέρφια κουμπαρούλες κουνιάδος συμπεθέρα μπαμπάς μαμά γιαγιά νονούλα παλιόφιλοι παππούς θείοι και ο μπέμπης της Ρένας και το παράνομο ζεύγος που είναι η αδελφή του μπαμπά μ’ έναν ζωγράφο από τον Πόρο παντρεμένο με τέσσερα παιδιά που δε μας πολυμιλάει γιατί είναι διανοούμενος και δεν ξέρει ούτε τον Παπαϊωάννου ούτε τον Νεστορίδη κι η αδελφή του μπαμπά που τον κοιτάει λες και βγαίνει ο ήλιος μες στο κούτελό του κι αυτός ούτε που της δίνει σημασία, αλλά αυτός ούτε που, κοιτάει πέρα μακριά και ίσια μπρος τη θάλασσα.
Μακρύ ορθογώνιο τραπέζι, καρέκλες τριάντα έξι βάλε και τους πεθαμένους, στημένοι όλοι μπροστά στη θάλασσα. Κυρίως μπεζ και λευκά κι εντάξει όσοι δεν είχαν φοράνε ό,τι είχαν δε θα τους φάμε δα κι όλας και βγαίνουν τα γλυκά. Ένα που το λένε «μπισκοτόγλυκο» κι ένα άλλο «γιαουρτόγλυκο» κι ένα άλλο «μωσαϊκό».
Γελάνε και τσουγκρίζουνε και πίνουν κι όλο «θυμάσαι βρε τότε που» κι όλο «μήπως τυχόν και ξέχασες εκείνη τη φορά», περνάει ο μπαμπάς το μπράτσο του στον ώμο της μαμάς, μπεζ η μαμά δεν είχε ούτε λευκά, έβαλε πάλι αυτό με τα παράξενα σχήματα που χει βαρκούλες, γραμματάκια και γλάρους, λουλουδάκια και καβούρια και κατάρτια και κεράσια και νοτίτσες και ήλιους και μετράει ο Παναγιωτάκης τα σχήματα που βλέπει δυνατά και λέει «πέντε ήλιοι στης θείας Καίτης το ρομπάκι και γλάροι τρεις κι ένας ο κομμένος τέσσερις κάτω από την αμασχάλη και δώδεκα καβούρια» κι ύστερα βαριέται και δε λέει τίποτα κι ακούγεται ένα «γκουπ» κι είναι ο ζωγράφος απ�� τον Πόρο που χει αναποδογυρίσει κατά λάθος το τασάκι και πετάγεται η αδελφή του μπαμπά «μπα που να μην ξανακαπνίσεις» και γυρνάει το χέρι του ο Πόρος και της σκάει ένα σκαμπίλι όλο δικό της και την παίρνουνε τα αίματα τη θεία και σηκώνεται ο παππούς και αρπάζει απ’ τον γιακά τον Πόρδο και του δίνει μια κουτουλιά και πάρτ’ον κάτω κι όλοι σηκώνονται και δίνουνε σκαμπίλια ο ένας του άλλου και σμπαράλια η σαλτσιέρα και καπέλο η πιατέλα στο κεφάλι της νονούλας και ξεφωνίζουνε και ξεφωνίζουνε και δίνουνε ανάστροφες και δίνουνε μπουνίδια και ανεβαίνουν στο τραπέζι και σκίζουνε ρούχα και πάνε τα πηρούνια και δώσ’του κλωτσιές κι η θάλασσα λάδι.
Άμα λέμε λάδι εννοούμε λάδι η ώρα οκτώ παρά τέταρτο ακριβώς μία μέρα μετά τον δεκαπενταύγουστο, το βουνό πίσω μας, η δύση του ήλιου πίσω απ’ το βουνό.
«Σ’ αγαπώ ρε παιδί μου δεν αντέχω δεν αντέχω θα πεθάνω δε μπορώ σε αγαπάω θα πεθάνω θα πεθάνω» φωνάζει η αδελφή του μπαμπά κι έχει τα χέρια της μέσα από το φόρεμά της και το τραβά και γυρνάει ο Πόρος και γυρνάει ο Πόρδος και παύουν οι φωνές. Και τίποτα. Όλοι εκεί που βρίσκονται μένουν ακίνητοι, αγάλματα τίποτα, ένας πάνω στο τραπέζι, ένας με την καρέκλα στο χέρι έτοιμος να την πετάξει, ένας έχει βάλει κάτω έναν άλλον λίγο και θα τον έπνιγε, άλλος άλλος κάτι άλλο κι αυτός και όλοι ακίνητοι. Και κλαίει η αδελφή του μπαμπά κλαίει και την αρπάζει ο Πόρος κι αρχίζει και τη φιλά φιλιά μέσα από τους αγκώνες και πίσω από τα γόνατα και μέσα στα μαλλιά και βάζει το χέρι του βαθειά στο στήθος της και τη φιλά ξανά κι όλοι σηκώνονται κι όλοι φιλούν. Και να ‘τοι τώρα ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου χάνονται φιλιά στα μάτια και ζουπήγματα οι αγαπημένοι μου, έχουνε μπλέξει ο ένας μες στον άλλον πόδι χέρι δεν ξεχωρίζεις ποιανού είναι τί και λικνίζονται και μυρίζονται και ταχταρίζονται και φιλιούνται και χαϊδεύουν και μουσκεύουν κι όλο «αγάπη μου» κι όλο «μωρό μου» κι όλο «μανάρι μου» κι όλο «παιδάκι μου» κι όλο «ψυχή μου» κι όλο «καρδούλα μου» κι όλο «μωρό μου».
Και παίρνει μονάχο του μπρος το ραδιοφωνάκι «μεγαλειώδης εμφάνιση για τον Παπαϊωάννου αγαπητοί ακροατές» κι ύστερα «πέτα το πια που να μην κλείσει» κι αρπάζει ο Παναγιωτάκης το ραδιόφωνο και το πετά στη θάλασσα κι όλοι φωνάζουν «ένα! Δύο! Τρία!» ως το δεκαοχτώ μετρούν, δεκαοχτώ γκελ έκανε το ραδιοφωνάκι κι ύστερα μπλουμ βούτηξε κι ύστερα ωπ ανέβηκε και να το επιπλέει. Επιπλέει και πάει αρμενίζει βαρκάκι ραδιόφωνο και μεταδίδει τα νέα της ΑΕΚ στα ψαράκια και στα χταπόδια κι όλο μακραίνει και όλο πάει και όλο χάνεται.
Στρώνει τα μαλλιά της η γιαγιά και σκουπίζει τα μάτια της με το μαντίλι και ο Χρήστος που κάθεται στην άλλη άκρη του τραπεζιού και βλέμμα δε μ��υ ΄ριξε ως τώρα ο άτιμος πιάνει το ακκορντεόν και ανάβει ο μπαμπάς μου ένα τσιγάρο στην άλλη ζωή και πάλι θα καπνίζουμε. Και τραγουδούν. Αυτό που λέει «Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα».
Δύση σχεδόν, η θάλασσα λάδι και υγρασία λίγη «και στο πρώτο μας το στέκι την αυγούλα γύρισα», λέει η γιαγιά του παππού «σε αγαπώ» κι η άλλη γιαγιά που παππού δεν έχει πενήντα χρόνια τώρα γέρνει στην άδεια καρέκλα και λέει «αχ πουλάκι μου» αποκοιμήθηκε ο μπέμπης της Εύας και σκαλίζει ο Πόρος μια φιγούρα πάνω στον άσσο σκέτο του μπαμπά σα μαχαιριά πηγαίνουν κι έρχονται τα δάχτυλα του Χρήστου στο ακκορντεόν δύση σχεδόν «μάτια μου» λέει η μαμά κι ούτε Αγγέλοι και ούτε χερουβείμ κι ούτε κανένας Άγιος κατέβηκε κι ούτε καμμιά πύλη άνοιξε, πανδαισία τίποτα, σάλπιγγες τίποτα, τίποτα χρώμα, ούτε λευκό εκτυφλωτικό μονάχα αυτό το γαλάζιο γύρω μας της δύσης των Κυκλάδων καλέσματα πουθενά δέντρα τίποτα ούτε νερά, πύλη, είσοδος, βασίλεια τίποτα, κήπος κανένας.
«Σ’ αγαπώ μανάρι μου, το ξέρεις δεν το ξέρεις;»
Κι έπειτα σηκώθηκαν. Πιάστηκαν απ’ τα χέρια, κάποιοι κράτησαν ανάμεσά τους μαντήλια, άλλοι τα πέρασαν στο λαιμό κι έπειτα χόρεψαν «αν και άλλη μ’ είχε μπλέξει με καμώματα» χόρεψαν κάτι που δεν ήταν στον ρυθμό, ήταν κάτι δικό τους χαρούμενο και γενναιόδωρο και πολύ χορταστικό. Χορταστικό σαν τις μέρες και σαν τα χέρια μας και σαν αυτά που κάναμε και σαν αυτά που δεν πέτυχαν και σαν αυτά που μια μέρα ξυπνήσαμε και δεν ήταν πια εκεί. Χορταστικό σαν τα γέλια μας και σαν τις γκάφες μας και σαν τα «κατά συνθήκη ψεύδη μας» που λέει ο μπαμπάς και σαν τις ανάποδές μας ώρες και σαν τις γκρίνιες μας και σαν τις γεμάτες λέξεις τις πηχτές που είπαμε πριν κοιμηθούμε και σαν τις εκδρομές.
Και ούτε σάλπιγγες, κήπος κανένας, φτερωτοί πουθενά σκασίλα μας. «Σκασίλα μας τεράστια και δέκα εργοστάσια» Παναγιωτάκη μου. «Σκασίλα μας μικρή και δέκα ποντικοί» νονούλα, τώρα είναι δύση των Κυκλάδων σ’ αγάπησα μανάρι μου το ξέρεις δεν το ξέρεις, ευτυχείς ο ένας μέσα στον άλλο καθώς βρεθήκαμε, ποιος νοιάστηκε, χολόσκασα τί να σου πω «αχ σ’ αγαπώ κι ήρθα κοντά σου πριν τα ξημερώματα» τύφλα δύση των Κυκλάδων όλα ξεκαθαρίστηκαν οι λογαριασμοί έκλεισαν τα παράπονα τα ομολογήσαμε ευχαριστώ είπαμε τα παλιά τα θυμηθήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε χολόσκασα τί να σου πω, πριν τα ξημερώματα ό,τι πεις άπαξ και ξημερώσει βράσ’ τα καημένε μου, πριν ό,τι προλάβεις πονάς δεν πονάς θα πονέσεις αλλά είναι γλέντι τούτο εδώ μετά δεν ξέρω. Τα μετά είναι για τους προφήτες τα πριν τα ξημερώματα είναι για τους ανθρώπους. Καθώς βρισκόμαστε και με τα μούτρα πέφτουμε ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου.
Φούρλα φούρλα ο χορός, γεια σου Ρενάκι νονούλα γεια, γεια σου Καίτη με τον άντρα σου, δύση έδυσε έδυσε πάει, γεια σου αεκάρα, φούρλα φούρλα ψυχρούλα του Αυγούστου, θάλασσα λάδι, τεράστια λαμπερά μάτια, τα μάτια μας, κοιτάνε πέρα μακριά σα λίγο έκπληκτα και δύση, πάει, έμπηξα τα νύχια μου βαθειά μέσα στη χούφτα σου, θα μου λείψουμε, γεια σου μπαμπά, ανοίγουν τα βλέφαρα κλείνουν τα βλέφαρα, θάλασσα λάδι, ανοίγουν και κλείνουν, ήπια νερό μωρέ μαμά, με τις υγείες σου, κολύμπα, χτύπα, χέρια πόδια, έτσι έτσι, ψαράκι ψαράκι, γεια σου μανάρι μου.
Και τέλειωσε.
1 note
·
View note
Note
Που εισαι βρε αγαπη;; Δεν πιστευω να εφυγες χωρις να μας χαιρετησεις..
Χτες είχαμε το κουβάλημα μέχρι το βουνό, γι’ αυτό δεν έκατσα και λογικά δε θα ‘χω internet τις επόμενες μέρες, μη μου ανησυχήσετε.
5 notes
·
View notes
Text
Τα μαλλιά είχαν κολλήσει στο πρόσωπό, μάκαρια η ηρεμία των κυκλάδων το μεσημέρι, ο πρώτος μου μάρκεζ είχε μόλις τελειώσει, η ζέστη δεν ήταν τόση, τα παλιά σπίτια είναι όλα τους δροσερά, αν κάνει πολύ ζέστη η γιαγιά βάζει στάμνες με νερό στα παράθυρα, νομίζω αρχα��α πρακτική, ίσως χρόνια πριν στο ίδιο σημείο ένα άλλο κορίτσι να είχε το ίδιο συγκινηθεί από το όνειρο, καμιά γραμμή βιολογίας ή συγγένειας με τον τόπο, μόνο η εγγενής γνώση όσο και να έχει φιληθεί, το πρώτο φιλί με τόσο έρωτα ανανοηματοδοτεί τα χείλη και τον κόσμο, τυχερή που διάβαζα μάρκεζ την ίδια στιγμή. Το άλλο κορίτσι ελπίζω να μην είχε λύρες και απόλλωνες, να είχε τσαμπούνες. Την στιγμή που η τσαμπούνα παύει να σε τρομάζει, το οργιακό το βιώνεις, το χορεύεις και το χαίρεσαι ο παππούς σε βάζει να κοιμάσαι στο μέσα κρεββάτι, εκείνο που παραμένει αθέατο από τον την μονίμως ανοιχτή πόρτα. Το μεσημέρι εκείνο οι τσαμπούνες όλων τον βαρβάρων έπαιζαν μέσα μου, και το λεπτό κλινοσκέπασμα που δεν αποχωρίζομαι ανεξαρτήτως καιρού δεν με γαλήνευε παρά μόνο μούσκευε παραπάνω με ιδρώτα. Για να πάψει το γρονθοκόπημα που δεν είχε καταλαγιάσει ούτε η πρωινή βουτιά, άνοιξα το mp3 Εκείνου που έφταιγε για όλα αυτά. Όχι του μάρκεζ.
Την μουσική την έμαθα πριν μάθω την γλώσσα, συλλάβιζα και δεν είχα μπει στο δημοτικό, αλλά την κλίμακα του ντο την διάβαζα, την έπαιζα και την τραγούδα. Μπορεί να έβγαζα ρυθμούς από την μέρα που γεννήθηκα. Βρέθηκα στο ωδείο τόσο μικρή που η κιθάρα μου φαινόταν τεράστια, στην θέα της βιόλας χώθηκα μέσα στο φόρεμα της μάνας. Τότε φοβόμουν ακόμα την τσαμπούνα.
Περίπου δέκα χρόνια έχουν περάσει από τότε, ίσως και κάτι παραπάνω. Εκείνος, μικρή σημασία έχει πια, ότι και αν λέγεται για τον πρώτο τάχα έρωτα και ίσως ούτε που θα τον θυμόμουν αν στο mp3 είχε μουσική που να μ’ αρέσει αληθινά και όχι χαριστικά να ακούω. Ή αν την ίδια εκείνη μουσική που πότε δεν προτίμησα, δεν είχα ακούσει λιγότερα χρόνια πριν σε αστικό μεσημέρι. Μόνο ο μάρκεζ έχει μείνει αναλλοίωτος.
Διάβαζα για τέταρτη ή πέμπτη φορά τις ιστορίες του μακόντο, εξεταστική, δουλεία και διάβασμα. Δεν θυμάμαι έρωτα. Ορθοστασία και κουβάλημα, τότε χάλασα το τένοντα, μετά την αναρρωτική η απόλυση. Για τα μπλε σημάδια σαν υψομετρικού χάρτη στα πόδια μου, του διάλυσα το γραφείο, ήταν η πρώτη απόλυση και εκείνο τον μήνα αλλ# δεν θα έπαιρνε μισθό στο σπίτι. Αντιπαθώ της φωνές, την υστερία και όλη την επιβεβλημένη ματσιλά που τις ακολουθεί, εκτός από τις στιγμές εξεγερτισμού. Εξεργετικό ��α τραμπουκίζεις αφεντικό.
Μισό χρόνο να βρεθώ σπίτι ενώ έξω έχει ήλιο, διάβασμα με λάμπα γραφείου, σπίτι μικρό. Δυο δωμάτια, το μπάνιο μέσα, πόλη. Στο χωρίο το σπίτι έχει δύο δωμάτια και το μπάνιο έξω. Στην πόλη κανένα δωμάτιο δεν έχει θέα στο δρόμο, κατεβασμένες τέντες και εμείς και οι απέναντι. Αμόκ και το μυαλό θολώνει, πως φώναξα τόσο, πως δεν με χτύπησε, πως θα το μοιραστώ, πως θα διαβάσω για το αυριανό μάθημα. Αμόκ, δεν έχω πιάνο στο σπίτι, λυγμός πρώτος, αμόκ, έχω πέντε χρόνια να παίξω, λυγμός δεύτερος, και οι λυγμοί σε σειρά επαναλαμβανόμενα τραντάγματα. Στο κρεββάτι μπουσουλώντας, σημάδια στο παρκέ από δάκρυα και μύξες, ρεβύθια στο ντουλάπι. Στην πρώτη κανονική ανάσα, το λάπτοπ, ιντέρνετ μουσική, το μακόντα αγκαλιά να ηρεμίσω. Έβαλα black coffee, μόνο γύρισε σε εκείνα τα ραπ και σία που δεν ακούω σπίτι, παρά μόνο στα λάιβ οικονομικής ενίσχυσης, χωρίς να τα προτιμώ, μόνο του.
Τα ίδια έπαιζαν στο mp3 εκείνου του καλοκαιριού, με οκτώ ίσως και παραπάνω χρόνια μακριά. Πόσο κοινό εκείνο το νανούρισμα, ήχων όχι αγαπημένων, μεσημέρια τόπων διαφορετικών, με την καρδία μονίμως ραγισμένη.
5 notes
·
View notes
Text
Chat με τη μάνα του φίλου του γιού μου (από κοντά)
Πολλοί πιστεύουν ότι η ζωή μας είναι τιμωρία ή ανταμοιβή για μια προηγούμενη ζωή. Όπως ο γιός αντιμετωπίζει τις αδυναμίες του πατέρα του ίσως. Αλλά πατέρας και γιός αντιμετωπίζουν εξίσου τις αμετάβλητες αλήθειες, τις αμετάβλητες δυνάμεις που ορίζουν το ζώο μέσα τους.
Συγχώρα με γιέ μου.
(Αν δεν έχετε διαβάσει το πρώτο μέρος της ιστορίας, θα το βρείτε εδώ – , διαβάστε το, όπως πάντα είναι καλύτερο από το δεύτερο άλλωστε.)
Δεν είμαι καλός στα ηλεκτρονικά. Φεύγοντας για τη μάνα τους τα παιδιά μου είπαν να αρχίσω με κάτι εύκολο. Έβαλα λοιπόν να παίξω Minecraft. Αρχικά τα πρόβατα όλα έπεσαν για ύπνο μυστηριωδώς. Μετά έπεσε το σπίτι που είχα φτιάξει. Περίπου τη στιγμή που τα ζόμπι αντί να με κυνηγάνε όλα έφυγαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Στο Κατηχητικό μας έλεγαν ότι κάθε φορά που χτυπάει μια καμπάνα, ένα αγγελάκι αποκτά φτερά. Βέβαια το καημένο με τόσα φτερά δεν μπορεί να πετάξει πια και μοιάζει με μεταλλαγμένη κότα. Το κουδούνι της εξώπορτας όμως δεν προκαλεί φτεροποιία σε κανέναν, μόνο εκνευρισμό. Προσπάθησα να κάνω Pause το παιχνίδι, γύρισαν ξαφνικά τα ζόμπι, μου έφαγαν όλα τα πρόβατα και με έδεσαν πάνω από μια φωτιά. Έκλεισα την οθόνη. Θα το αντιμετωπίσω αργότερα.
Δεύτερη φορά το κουδούνι. Σα να ήταν επείγον. Σα να ήταν….
Την κοίταξα προσεκτικά σαν να φοβόμουν ότι θα εξαφανιζόταν αν βλεφάριζαν τα μάτια μου.
-Αλέξη; Αυτή φορούσε κάτι φτηνά γυαλιά ηλίου ��αι καθώς τα κατέβασε με την ερώτηση που έκανε νόμιζα ότι τυφλώθηκα λίγο από την φωτεινότητα του προσώπου και της ματιάς της. “Ναι, Αλέξη, έτσι με έβγαλαν οι γονείς μου. Η μάνα μου ήθελε κορίτσι και θα με έβγαζε σαν την Βουγιουκλάκη, Αλίκη. Ο πατέρας μου λατρεύει τον Ξέρξη, έχει διαβάσει πολύ Θουκυδίδη και του έμεινε κουσούρι γενικά ο θαυμασμός για τον Ξέρξη. Αλίκη-Ξέρξης κανονικά. -Ω, πολύ ενδιαφέρον! Να αφήσω λίγο τη βαλίτσα;
Κρατούσε μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα. “Γιατί, είναι βαριά; Σε έχω δει στο γυμναστήριο να σηκώνεις πολύ περισσότερα βάρη.” -Άλλο εκείνο. Αν είναι βάρη ή φαγητά από το supermarket τα σηκώνεις πιο εύκολα νομίζω. “Είσαι αστεία! Μερικές φορές νομίζω ότι αγαπάς πιο πολύ το φαγητό από τους ανθρώπους!”
Δεν απάντησε. Μάλιστα η σιωπή ήταν άβολα μεγάλη, σαν να είχα αποκαλύψει κάποιο σημαντικό μυστικό της. Οπότε συνέχισα. “Είναι και θέμα ανατροφής. Η γυναίκα μου είχε μάνα από την Νάξο και πατέρα Κρητικό. Εγώ είχα μάνα καταθλιπτική και πατέρα ψυχοπαθή. Όλοι πάντα έλεγαν ότι μοιάζω στον πατέρα μου. Το έλεγαν τόσο συχνά που το πίστεψα, δεν το πολυσκέφτηκα ποτέ. Και μια μέρα στα 15 μου που το σκέφτηκα, κατάλαβα δεν ήταν καλό. Αλλά τότε ήταν ήδη πολύ αργά.”
-Αλέξη δεν έχω πολύ χρόνο. Ήδη έχασα δεκαπέντε χρόνια στον γάμο μου. Δεν έκανα ποτέ μποστάνι να τρώω φρέσκα λαχανικά. Δεν έχω πάει ποτέ στo Παρίσι. Και όσους πήδηξα όσο ήμουν παντρεμένη δεν τους πολυθυμάμαι οπότε μάλλον δεν τους πήδηξα καλά. Νομίζω σπατάλησα δεκαπέντε χρόνια. Δεν έχω πολύ χρόνο τώρα.
Επιτέλους! Κάποια στοιχεία. Τώρα ο μεγάλος ντετέκτιβ μέσα μου, καθώς και ο φυσικός ψυχολόγος ανθρώπων μπορούσαν να πάρουν μπρος.
“Όλοι έχουμε κάποιο λαχανικό που μας θυμίζει πρώην. Η μπουγάτσα είναι από σιτάρι, το σιτάρι είναι φυτό, η μπουγάτσα είναι λαχανικό. Όλα βολεύονται. Μια φορά που αγόρασα πολλά φρούτα και λαχανικά με την πιστωτική μου κάρτα, με πήραν τηλέφωνο από την τράπεζα να τσεκάρουν μήπως είχε κλαπεί. Όσο για το Παρίσι, ε, ξέρεις τι λένε. Αν η Νέα Υόρκη είναι η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, το Παρίσι είναι η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται μόνη. Αλλά το παιδί;”
Είχε ήδη μπει στο σαλόνι, τα παπούτσια της εκσφενδονίστηκαν και αραχτή από τον καναπέ έθεσε το θέμα με λακωνική ακρίβεια. -Το παιδί ήταν ένα αναπάντεχο συνεπακόλουθο της βραδιάς του σεισμού στην Κεφαλονιά.
Δύσκολη πίστα. Στάθηκα δίπλα στο παράθυρο σα να στοχαζόμουν. Σε αυτή τη γειτονιά τα δέντρα σε κοιτάνε διαρκώς. Κοιτάνε επίμονα και τον δρόμο, οπότε αυτός κάθεται τελείως ακίνητος. Κι οι λόφοι φοβούνται την αγέρωχη ματιά των δέντρων, κι όλοι μας. Ακίνητοι. Κι αν φυσήξει λίγο καμιά φορά το καλοκαίρι και κουνηθούν τα δέντρα, όλοι προσπαθούμε να το εκμεταλλευτούμε για να αναπνεύσουμε χωρίς να μας πάρουν πρέφα. Δεν μιλούσε ούτε αυτή, οπότε περίμενα να φυσήξει για να κουνηθώ από το παράθυρο χωρίς να με δούνε τα δέντρα. Όταν τα κατάφερα και γύρισα, άκουσα από τον καναπέ ένα “ΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ”.
Την είχε πάρει ο ύπνος, έτσι καθιστή. Ποιος ξέρει; H κούραση από την κηδεία; To κουβάλημα της βαλίτσας; Σιγά σιγά, έγειρε προς το πλάι και οριζοντιώθηκε. Το “ΝΝΝΝΝΝΝ” έγινε “ΖΖΖΖΖΖΖ”. Όλα καλά. Τα πιο σημαντικά πράγματα τα μαθαίνουμε νομίζω στον ύπνο μας. Τραγούδια, ποιήματα, ανάποδες κωλοτούμπες, ποδήλατο…όλα αυτά μετά πας να τα κάνεις ξύπνιος και γίνεσαι ρεζίλι.
Δεν ξέρω τι φοβερό μυστικό κρύβει αυτή η γυναίκα, αλλά η μάνα μου πάντα προτείνει να πιείς νερό, να φας φρούτο και να κοιμηθείς καλά. H μάνα μου επίσης πάντα λέει “αν δεν έχεις κάτι ωραίο να πεις, μην πεις τίποτα”. Δε μιλούσε πολύ η μάνα μου. . . (Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφές διεθνούς βεληνεκούς. Κουβαλάει μαζί τόξο και βέλη σε όλες τις χώρες που πάει.)
from WordPress http://bit.ly/2JZ8So0 via IFTTT
0 notes
Photo
Κoριτσάκι βοηθάει τον Ιησού στο κουβάλημα του σταυρού https://ift.tt/2NwM4f2
0 notes
Text
Carrying Wife: Το κουβάλημα της συζύγου ή αλλιώς.. οικογενειακά βάρη
Το κουβάλημα της συζύγου είναι ένας διαγωνισμός που ξεκίνησε από την Φινλανδία το 1992, στον οποίο οι άνδρες ανταγωνίζονται μεταξύ τους μεταφέροντας ο καθένας ένα θηλυκό συμπαίκτη στους ώμους του. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ο δεσμός του γάμου μεταξύ των ζευγαριών, αλλά προτιμούνται οι παντρεμένοι συμμετέχοντες.. Ο στόχος είναι ο άνδρας να […]
The post Carrying Wife: Το κουβάλημα της συζύγου ή αλλιώς.. οικογενειακά βάρη appeared first on Ειδήσεις - Kafto.gr.
from Ειδήσεις – Kafto.gr https://ift.tt/2JV4nZp
0 notes
Text
Καλοκαίρι 2020
Έναρξη με γιορτούλα στον Όμιλο, ένας τετράποδος φιλοξενούμενος την πρώτη μέρα που έπεσε στην αγκαλιά των αδερφών του αμέσως μόλις τους εντοπίσαμε, πολλές αγκαλιές δικές μας παντού, δουλειές και κουβάλημα. Ένα παγωτό σοκολάτα-πραλίνα που έμεινε στο ψυγείο, μια μονοήμερη εκδρομή, εγώ κατάμαυρος και η Α. κάπου κρυμμένη μέσα στο σπίτι. Ένα κόκαλο από ψάρι που σου χάλασε το βράδυ, The night of, Dolce Vita και το χειρότερο φινάλε που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Αυτό το και του χρόνου είναι πραγματικά σπουδαία ευχή.
01-24.08.20
0 notes