#λ��θη
Explore tagged Tumblr posts
dna-desmash · 7 years ago
Text
#Chaos#
Το αίμα στις φλέβες μου είναι φτιαγμένο από λάθη.
Και τα λ-ά-θη από τη λ-ή-θη μια ήττα δρόμος.
via @dna-desmash
17 notes · View notes
triaepsilon · 7 years ago
Text
Ἕ­νας χω­ρι­σμός -Μάριος Χάκκας
Έβαλες τη γάτα στὴν κα­πε­λι­έ­ρα, με­τὰ τὴν κυ­λό­τα, ἐ­νῶ ἔ­ξω ὁ νέ­ος ἐ­ρα­στής σου κόρ­να­ρε. Βι­α­ζό­σου­να τό­σο ποὺ φό­ρε­σες πρῶ­τα τὶς γό­βες καὶ με­τὰ τὸ καλ­τσόν.
      Ἔ­φυ­γες καὶ μ’ ἄ­φη­σες μιὰ μουτ­ζού­ρα στὴ μύ­τη (ἀ­πὸ τὰ μά­τια σου ποὺ ξε­βά­ψα­νε κλαί­γον­τας), τὶς τρί­χες τῆς γά­τας σου, κα­θὼς καὶ μιὰ γεύ­ση ἀ­πο­σμη­τι­κοῦ στὰ χεί­λη.
     Ἀ­πό­μει­να ἕ­νας γερο-πα­λιά­τσος ζη­τών­τας βούρ­τσα καὶ κα­θρε­φτά­κι στ’ ἀ­να­στα­τω­μέ­νο δω­μά­τιο, προ­σπα­θών­τας νὰ βγά­λω ἀ­πὸ πά­νω μου τὰ τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πο­μει­νά­ρια σου.
     Εἶ­πα νὰ γλι­τώ­σω ἀ­πὸ σέ­να, ὅ­μως νι­ώ­θω τὴ γά­τα σου νὰ μπή­γει τὰ νύ­χια στὶς σάρ­κες μου, κι ἡ μουτ­ζού­ρα νὰ κου­λου­ρι­ά­ζε­ται δί­πλα μου στὶς νύ­χτες, πολ­λὲς φο­ρὲς νὰ πα­ρα­μέ­νει ἐ­κεῖ ἀ­νε­ξί­τη­λο στίγ­μα, – τσα­κά­ρι­σμα γιὰ νὰ δη­λώ­νει ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς χί­λιους χω­ρι­σμούς σου.
    Τὴν τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ θυ­μή­θη­κες τὴ γλά­στρα κι ἔ­ξω κόρ­να­ρε ἀ­στα­μά­τη­τα ὁ μαν­τρά­χα­λος. Χαί­νου­σα πλη­γὴ ἡ κά­μα­ρα, ξε­κοι­λι­α­σμέ­να τὰ συρ­τά­ρια, ὅ­λ’ ἀ­να­κα­τω­μέ­να καὶ ρη­μά­δια.
    Ξέ­χα­σες κι ἕ­να στη­θό­δε­σμο μα­ζὶ μὲ τρί­α κυ­λο­τά­κια, νὰ μου­λιά­ζουν στὸν μπιν­τέ. Πάν­τα σοῦ ἔ­λε­γα νὰ πά­ρεις βρα­κιὰ ποὺ νὰ φτά­νουν ὣς τὴ μέ­ση σου, ὄ­χι αὐ­τά, τέσ­σε­ρα δά­χτυ­λα ὕ­ψος. Θὰ μοῦ κρυ­ώ­σεις καὶ θὰ τρέ­χεις στοὺς για­τρούς. Ἀλ­λὰ τί μὲ νοιά­ζει τώ­ρα; Τώ­ρα γιὰ μέ­να μιὰ κουκ­κί­δα, στὴν ἀ­πό­στα­ση εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ φεύ­γει, ὁ παν­σὲς παν­σές, κι ἡ πε­τα­λού­δα πε­τα­λού­δα.
    Ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α βγῆ­κες πιὸ κερ­δι­σμέ­νη. Κρά­τη­σες τὸν Κε­ρα­μει­κὸ κι ἐ­μέ­να τὸ νε­κρὸ ἐ­σὺ ἡ νε­κρή στὴν ἀγ­κα­λιά σου, μιὰ μι­κρὴ πευ­κό­φυ­τη πλα­γιὰ μὲ κά­τω τὶς ἀ­να­σκα­φές, πιὸ πέ­ρα μπα­λω­μέ­να μάρ­μα­ρα ἀ­π’ τὶς ἀ­να­στη­λώ­σεις. Πῆ­ρες καὶ τὸ κου­λὸ ἄ­γαλ­μα ποὺ στε­κό­ταν στὴ βρο­χὴ κά­νον­τας ντούς, φέρ­νον­τας τὰ χέ­ρια σὲ στή­θη καὶ γο­φοὺς (στὴν πλά­τη πάν­τα δύ­σκο­λα). Τί κα­τά­λα­βες; Ἔ­φυ­γες καὶ μ’ ἄ­φη­σες χω­ρὶς χέ­ρια, νὰ μὴ μπο­ρῶ πιὰ νὰ τὸ συν­τρο­φέ­ψω, νὰ περ­πα­τή­σω στὴ βρο­χὴ ἢ νὰ στε­γνώ­σω ἀ­χνί­ζον­τας μα­ζί του στὴ λι­α­κά­δα, ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας μιὰ κά­ποι­α ἐ­λευ­θε­ρί­α.
    Τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο: Πῆ­ρες τὴ γλά­στρα μὲ τὶς πε­τα­λοῦ­δες ποὔ­μοια­ζαν παν­σέ­δες.
    Λέ­ω νὰ φύ­γω. Μά, νά, εἶ­μαι σὰ γε­ρα­σμέ­νο χε­λι­δό­νι, καὶ ποῦ ἀ­κμῆς φτε­ρὰ πά­νω ἀ­π’ τὸ πέ­λα­γο, καὶ ποῦ κου­ρά­γιο; Μᾶλ­λον θὰ μεί­νω γιὰ ξε­χει­μώ­νια­σμα σὲ τοῦ­το τὸ δω­μά­τιο. Ὄ­χι πὼς μὲ νοιά­ζει καὶ πο­λὺ ἡ ἀ­που­σί­α σου. Μὴ νο­μί­σεις πὼς εἶ­ναι ἀ­βά­στα­χτες οἱ συν­θῆ­κες. Κά­πως νὰ ξε­χά­σω, μιὰ μι­κρὴ προ­σαρ­μο­γὴ καὶ θὰ πε­ρά­σει ὁ δύ­σκο­λος και­ρός. Ἄλ­λω­στε, μπο­ρεῖ ὁ χει­μώ­νας νἄ­ναι ἤ­πιος μὲ σι­γα­νὲς βρο­χὲς καὶ λί­γες λά­σπες κι ὅ­λα στε­γνώ­νου­νε στὸν ἐ­πι­σκέ­πτη ἥ­λιο, ψυ­χή, φτε­ρά, καὶ μά­τια.
    Γέ­μι­σαν τὰ στα­χτο­δο­χεῖ­α ἀ­πο­τσί­γα­ρα, κλει­σμέ­να τὰ πα­ρά­θυ­ρα κι ἡ τσιγα­ρί­λα δὲ λέ­ει νὰ σκε­πά­σει τ’ ἄ­ρω­μά σου.
    Λέ­ω νὰ φέρ­νω κα­μιὰ γυ­ναί­κα νὰ μοῦ συ­γυ­ρί­ζει. Με­τὰ θὰ τ’ ἀ­να­κα­τώ­νω σὰ νἄ­σου­να ἐ­σύ, ἄ­στα­τη κι ἀ­κα­τά­στα­τη, ὄ­χι γιὰ νὰ θυ­μᾶ­μαι τὴν πα­ρου­σί­α σου, ἀλ­λὰ ἔ­τσι, γιὰ νἄ­χει καὶ κά­ποια δου­λειὰ ἡ γυ­ναί­κα ποὺ θὰ συ­γυ­ρί­ζει.
    Ἔ­χει καὶ κά­ποι­ο ὄ­φε­λος αὐ­τὸς ὁ χω­ρι­σμός. Βλέ­πω πιὰ τὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ ἥ­λιου, κά­τι ποὺ τὄ­χα στε­ρη­θεῖ μα­ζί σου, ἄ­σχε­τα βέ­βαι­α ἂν πε­ρι­μέ­νω ἀ­π’ τὰ με­σά­νυ­χτα. Ὅ­μως στὸ λέ­ω, κον­τά σου εἶ­χε χον­τρή­νει τὸ κε­φά­λι μου ἀ­π’ τὸν ὕ­πνο, κι ἂν ξα­γρυ­πνά­ω τώ­ρα εἶ­ναι ποὺ πε­ρι­μέ­νω τὴν ἀ­να­το­λὴ καὶ τί­πο­τε ἄλ­λο.
    Ὅ­λοι οἱ σε­λι­δο­δεῖ­��τες στὶς πορ­νι­κὲς σκη­νὲς τοῦ Χέν­ρυ Μίλ­λερ. Ὅ­λα σου τὰ βι­βλί­α φτη­νὰ σέ­ξυ ρο­μάν­τζα, «ἡ ὡ­ραί­α τῆς ἡ­μέ­ρας», «ἡ μα­τω­μέ­νη κομ­πι­νε­ζόν». Τὸ προ­σφι­λές σου βι­βλί­ο Κά­μα Σού­τρα, δι­α­λυ­μέ­νο, φύλ­λα καὶ φτε­ρά, ρού­φη­ξες μέ­χρι τὰ ἐ­ξώ­φυλ­λα. Ὅ­μως ὁ Θου­κυ­δί­δης ποὺ σοῦ χά­ρι­σα, ἄ­κο­πος. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὸ πα­ρα­τη­ροῦ­σα μοὔ­λε­γες πὼς εἶ­χε χα­θεῖ ὁ χαρ­τοκό­πτης. Τώ­ρα ψά­χνω καὶ βρί­σκω κά­τω ἀ­π’ τὸ κρε­βά­τι τρυ­πω­μέ­νους πέν­τε χαρ­το­κό­πτες.
    Δὲν ἤ­σουν ἄν­θρω­πος ἐ­σύ, δὲν ἤ­σουν. Καὶ στὰ μου­σεῖ­α ποὺ σὲ πή­γαι­να, μό­νο γιὰ σά­τυ­ρους νοι­α­ζό­σου­να καὶ γιὰ φαλ­λούς. Κι ἂν στά­θη­κες γιὰ ὥ­ρα μπρὸς στὸ κου­λὸ ἄ­γαλ­μα, ἦ­ταν τὰ γεν­νη­τι­κά του ὄρ­γα­να ποὺ σὲ κα­θή­λω­σαν, ἐγ­κυ­μο­νού­σα στιγ­μὴ πρὶν ἀ­π’ τὴ στύ­ση.
    Δὲ μὲ χω­ρά­ει τὸ κρε­βά­τι, ὁ χῶ­ρος σου κι ἡ δύ­να­μή σου, ὁ­μο­λο­γῶ, ἐ­κεῖ πά­νω πα­ρα­δί­νο­μαι. Ἂν ἑ­ξαι­ρέ­σου­με καὶ τὶς κα­ρέ­κλες ποὺ φο­βᾶ­μαι ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ κά­θε­ται ἡ γά­τα σου, δὲ μέ­νει πα­ρὰ νὰ βη­μα­τί­ζω ὥ­σπου νὰ φέ­ξει.
    Τὸ πρό­σω­πό σου ἡ νύ­χτα· ἡ μέ­ρα, τὰ μαλ­λιά σου. Ἂν ξα­ναμ­πλέ­ξω μὲ γυ­ναί­κα θἄ­ναι νύ­χτα τὰ μαλ­λιά της, τὸ πρό­σω­πό της μέ­ρα. Θὰ βε­βαι­ω­θῶ ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βά­σει Θου­κυ­δί­δη κι ὅ­τι κοι­τά­ει τ’ ἀ­γάλ­μα­τα στὸ πρό­σω­πο. Ὅ­ταν βγαί­νου­με, θ’ ἀ­κουμ­πά­ει στὰ γό­να­τα τὴν τσάν­τα. Δὲν εἶ­μαι ζη­λιά­ρης καὶ σε­μνό­τυ­φος, ἀλ­λὰ θέ­λω ἡ­συ­χί­α κι ἠ­ρε­μί­α, ἔ­στω ἂς εἶ­ναι καὶ νε­κρο­τα­φεί­ου.
    Κα­τὰ τὰ ἄλ­λα, πί­νω τὸ γά­λα μου, πη­γαί­νω στὴ δου­λειά, τ’ ἀ­πο­γεύ­μα­τα κά­νω κι ἕ­ναν πε­ρί­πα­το πρὸς τὸν Κε­ρα­μει­κό, ἀ­να­ζη­τών­τας και­νού­ργια μο­νο­πά­τια. Σκέ­φτο­μαι, ἐ­δῶ δὲν πά­τη­σε αὐ­τὴ τὴν πέ­τρα, ἐ­κεῖ­νο τὸ χορ­τά­ρι δὲν τὸ εἶ­δε, ἂν καὶ δὲν εἶ­μαι βέ­βαι­ος ἀ­πό­λυ­τα, ξέ­ρω γὼ ποῦ ἔ­πε­φτε τὸ μά­τι σου; Ὅ­σο γιὰ τὸ πό­δι σου, ἀ­φοῦ πά­τη­σε πά­νω στὴν καρ­διά μου, σ’ ὅ­λο τὸ χῶ­ρο πά­τη­σε καὶ τὸν ἐ­κα­τα­πά­τη­σε.
    Πα­ρα­τη­ρῶ τὶς φλέ­βες τῶν μαρ­μά­ρων κι ἀ­γάλ­λο­μαι στὴ σκέ­ψη πὼς κά­ποι­α μέ­ρα θὰ γε­μί­σου­νε τὰ πό­δια σου μι­κρὲς φλε­βί­τσες. Τό­τε ἔρ­χε­σαι καὶ σβή­νεις ἀ­π’ τὴ μύ­τη μου αὐ­τὴ τὴ μό­νι­μη μουτ­ζού­ρα, ἀ­π’ τὸ μυα­λό μου αὐ­τὴ τὴ μό­νι­μη θο­λού­ρα. Περ­πα­τᾶς ἀ­νά­με­σα στ’ ἀρ­χαῖ­α μνή­μα­τα ἐ­να­πο­θέ­τον­τας τὴν ψό­φια γά­τα σου σὲ κάποια σαρκοφάγο, αὐτὴν τὴ γάτα ποὺ ἔμ­πη­ξε τὰ νύ­χια της σὲ χί­λιους ἐ­ρα­στές, ποὺ σὲ εἶ­δε ξα­πλω­μέ­νη σὲ χί­λια δι­α­φο­ρε­τι­κὰ κρε­βά­τια κι ἔ­παι­ξε μὲ χί­λι­ες κυ­λό­τες σου ποὺ μπερ­δεύ­τη­καν μὲ τὰ σεν­τό­νια καὶ τὶς ἐγ­κα­τά­λει­ψες. Ἐ­πι­στρέ­φεις κρα­τών­τας ἀγ­κα­λιὰ τὴ γλά­στρα κι ἐ­γὼ λέ­ω στὸν ἑ­αυ­τό μου, μιὰ κουκ­κί­δα στὴν ἀ­πό­στα­ση εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ ἔρ­χε­ται κι αὐ­τοὶ οἱ παν­σέ­δες μοι­ά­ζου­νε πο­λὺ μὲ πε­τα­λού­δες.
16 notes · View notes
nireasorgcult · 6 years ago
Text
Η Διώρυγα της Κορινθου
Tumblr media
Ο Ι­σθμός α­πο­τε­λεί το κα­τε­ξο­χήν στρα­τη­γι­κό ση­μεί­ο του ελ­λα­δικού χώ­ρου κι έ­να α­πό τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα της Α­να­το­λι­κής Με­σο­γεί­ου. Η διά­νοιξή του α­πο­τέ­λε­σε α­πό την αρ­χαιό­τη­τα μεί­ζον θέ­μα κα­θώς η δη­μιουρ­γί­α της διώ­ρυ­γας θα έ­λυ­νε πολ­λά προ­βλή­μα­τα και θα διευ­κό­λυ­νε τη ναυ­σι­πλο­ΐ­α και το ε­μπό­ριο.Έ­τσι, πρώ­τος συ­νέ­λα­βε το έρ­γο της διά­νοι­ξης του Ι­σθμού ο τύραν­νος της Κο­ρίν­θου Πε­ρί­αν­δρος, πε­ρί το 602 π.Χ., ο ο­ποί­ος τε­λι­κά αρ­κέ­στη­κε στη δη­μιουρ­γί­α της διόλ­κου. Εν συ­νε­χεί­α ο Δη­μή­τριος ο Πο­λιορ­κη­τής, ο Ιού­λιος Καί­σαρ, ο Κα­λι­γού­λας και ο Νέ­ρων δια­δο­χι­κά με­λέ­τησαν και ε­πι­χεί­ρη­σαν τη διά­νοι­ξη, όμως χω­ρίς ε­πι­τυ­χί­α. Μά­λι­στα ο τε­λευ­ταί­ος, κα­τά το 67 μ.Χ., άρ­χι­σε ερ­γα­σί­ες εκ­σκα­φής χρη­σι­μο­ποιώ­ντας χι­λιά­δες ερ­γά­τες και προ­χω­ρώ­ντας σε μή­κος 3.300 μέ­τρων. Ο Η­ρώ­δης ο Ατ­τι­κός, οι Βυ­ζα­ντι­νοί στη συ­νέ­χεια και οι Ε­νε­τοί τέ­λος ή­ταν οι “διά­δο­χοι” του Νέ­ρω­να στο ό­ρα­μα της διά­νοι­ξης του Ι­σθμού, αλ­λά ε­γκα­τέ­λει­ψαν την προ­σπά­θεια για διά­φο­ρους λό­γους.Τε­λι­κώς, με­τά την Τουρ­κο­κρα­τί­α το νε­ο­σύ­στα­το ελ­λη­νι­κό κρά­τος ε­ξέ­τα­σε σοβα­ρά την πε­ρί­πτω­ση της διά­νοι­ξης και πά­λι. Το 1852 ο Λ. Λυ­γού­νης, ο ο­ποί­ος εί­χε δια­τε­λέ­σει διευθυντής των έρ­γων του Νεί­λου, ε­πε­ξερ­γά­στη­κε σχέ­διο το­μής του Ισθμού και κα­τέ­θε­σε την πρό­τα­σή του στην Ελ­λη­νι­κή Κυ­βέρ­νη­ση,  ε­νώ δέ­κα χρόνια αρ­γό­τε­ρα ο Γάλ­λος μη­χα­νι­κός Grimant De Caux κα­τέ­θε­σε τις δι­κές του προτά­σεις στην ελ­λη­νι­κή βου­λή. Αμ­φό­τε­ρες ό­μως, κρί­θη­καν α­πό το ελ­λη­νι­κό κράτος α­νε­δα­φι­κές. Ό­ταν, ό­μως, το 1869 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η διά­νοι­ξη της Διώ­ρυ­γας του Σουέζ, η τό­τε Κυ­βέρ­νη­ση του Θρ. Ζα­ΐ­μη έ­λα­βε -ε­πι­τέ­λους- την α­πό­φα­ση το­μής του Ι­σθμού κι έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα υ­πέ­γρα­ψε σχε­τι­κή σύμ­βα­ση με Γάλ­λους μη­χα­νι­κούς, η ο­ποί­α όμως α­τό­νη­σε και έ­τσι το 1881 το έρ­γο κα­τακυ­ρώ­θη­κε στον στρα­τη­γό Στέ­φα­νο Τυρ­ρ μα­ζί με το προ­νό­μιο εκ­με­τάλ­λευ­σης της γέ­φυ­ρας για 99 χρό­νια. Οι ερ­γα­σί­ες άρ­χι­σαν στις 23-4/5-5 του ε­πο­μέ­νου έ­τους με με­γά­λη ε­πι­ση­μό­τη­τα, παρό­ντος του βα­σι­λιά και της βα­σι­λι­κής οι­κο­γέ­νειας, ε­νώ προ­κρί­θη­κε ως οι­κονο­μι­κό­τε­ρη και σω­στό­τε­ρη η χά­ρα­ξη που εί­χε ε­φαρ­μό­σει ο Νέ­ρων με συ­νο­λι­κό μή­κος 6.300 μέ­τρα. Στις 25-7/7-8 του 1893 -κι α­φού το έρ­γο εί­χε α­να­λά­βει πια η ελ­λη­νι­κή εται­ρεί­α με την ε­πω­νυ­μί­α “Ε­ται­ρεί­α της διώ­ρυ­γος της Κο­ρίν­θου” υ­πό τον Α. Συγ­γρό- εν τω μέ­σω κα­νο­νιο­βο­λι­σμών η Βα­σί­λισ­σα Όλ­γα έ­κο­ψε με χρυ­σό ψα­λί­δι την κορ­δέ­λα των ε­γκαι­νί­ων της Διώ­ρυ­γος, ε­νώ το πρώ­το πλοί­ο τη διέ­πλε­ε ε­πισή­μως. Η Διώ­ρυ­γα, για τη δη­μιουρ­γί­α της ο­ποί­ας εί­χαν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί 2.500 ερ­γά­τες και τα τε­λειό­τε­ρα μη­χα­νή­μα­τα της ε­πο­χής, ή­ταν συ­νο­λι­κού μή­κους 6.343 μέτρων, πλά­τους στην ε­πι­φά­νεια της θά­λασ­σας 24,6 μέ­τρων και στο βυ­θό της 21,3 με ωφέ­λι­μο βά­θος 7,5 έ­ως 8 μέ­τρα και εί­χαν ε­ξο­ρυ­χθεί 12 ε­κα­τομ­μύ­ρια κυ­βι­κά μέ­τρα χωμά­των για την κα­τα­σκευ­ή της, ε­νώ σε ό­λο το μή­κος της εί­χαν κα­τα­σκευα­στεί κρη­πι­δό­τοι­χοι μέ­χρι ύ­ψους 2 μέ­τρων πά­νω α­πό την ε­πι­φά­νεια της θά­λασ­σας.Η “Ε­ται­ρεί­α της Διώ­ρυ­γος της Κο­ρίν­θου” εκ­με­ταλ­λεύ­τη­κε τη Διώ­ρυ­γα μέ­χρι το 1906, ο­πό­τε την α­νέ­λα­βε η Ε­θνι­κή Τρά­πε­ζα μέ­σω της “Νέ­ας Α­νω­νύ­μου Ε­ται­ρεί­ας της Διώ­ρυ­γος της Κο­ρίν­θου”. Τέ­λος, α­πό την 1η Νο­εμ­βρί­ου του 1980 η εκ­με­τάλ­λευ­ση της Διώ­ρυ­γας πε­ρι­ήλ­θε στο Ελ­λη­νι­κό Δη­μό­σιο το ο­ποί­ο με το Ν. 1067/80 συ­νέ­στη­σε την “Α­νώ­νυ­μο Ε­ται­ρεί­α Διώ­ρυ­γος Κο­ρίν­θου” . Στα 107 χρό­νια της λει­τουρ­γί­ας της η Διώ­ρυ­γα έ­χει κα­τά και­ρούς κλεί­σει, κυ­ρίως λό­γω των κα­τα­πτώ­σε­ων των πρα­νών της, εξαι­τί­ας της ι­διό­μορ­φης γε­ω­λογι­κής σύ­στα­σης της πε­ριο­χής. Έ­τσι μέ­χρι το 1940 πα­ρέ­μει­νε κλει­στή συ­νο­λι­κά 4 χρό­νια λό­γω κα­τα­πτώ­σε­ων -με α­πο­κο­ρύ­φω­μα το 1923 (2 χρό­νια). Το 1944 κα­τά την α­πο­χώ­ρησή τους οι Γερ­μα­νοί προ­κά­λε­σαν την πτώ­ση 60.000 κυ­βι­κών μέ­τρων χω­μά­των και οι ερ­γα­σί­ες εκ­φρά­ξε­ως κρά­τη­σαν 5 χρό­νια. Στη Διώ­ρυ­γα λει­τουρ­γούν σή­με­ρα δύ­ο βυ­θι­ζό­με­νες γέ­φυ­ρες. Μί­α στην Πο­σει­δω­νί­α και μί­α στην Ι­σθμί­α που ε­ξυ­πη­ρε­τούν την ε­πι­κοι­νω­νί­α με­τα­ξύ Στε­ρε­άς και Πε­λο­πον­νή­σου, ε­νώ κά­θε χρό­νο το πιο διά­ση­μο κα­νά­λι του ελ­λα­δι­κού χώ­ρου δια­πλέ­ε­ται α­πό 15.000 πε­ρί­που πλοί­α, 50 του­λά­χι­στον δια­φο­ρε­τικών ε­θνι­κο­τή­των, α­πο­τε­λώ­ντας αυ­τή τη στιγ­μή τον α­διαμ­φι­σβή­τη­το θα­λασ­σινό “ομ­φά­λιο λώ­ρο” με­τα­ξύ Δυ­τι­κής και Α­να­το­λι­κής Με­σο­γεί­ου.
0 notes