#ΠΑΜΕ ΚΑΤΑ ΔΙΑΟΛΟΥ ΠΑΛΙ!!!!!!!!!!
Explore tagged Tumblr posts
Text
τι κι αν παρατούσα την σχολή
14 notes
·
View notes
Photo
Ο Πατέρας μου, Elias Witherow.
Τα παιδικα μου χρονια ηταν πολυ δυσκολα. Πολυ σκληρα.
Καθε μερα ηταν ο ιδιος αγωνας για επιβιωση. Πφφφ, οταν τα θυμαμαι... απορω πως τα καταφερα και ακομα ζω. Ειναι καποια πραγματα που κανενας δε πρεπει να ζησει. Καποια πραγματα που επιβαλλεται να μενουν θαμμενα στο παρελθον.
Αλλα να 'μαι. Ειμαι δω να σου πω για ολα αυτα. Το γιατι δε το ξερω... Ισως βγαζοντας τα επιτελους απο μεσα μου να μπορεσω να τα εξορκισω και να λυτρωθω. Θα 'ναι κει για παντα... Το ξερω... Θα περιμενουν και θα βγαινουν στις πιο μοναχικες... στις πιο μαυρες μου μερες... Τουλαχιστον μπορει... αν τα πω μερικες φορες, να πονουν ολο και λιγοτερο καθε φορα που θα ξαναγυρνουν...
Λοιπον, να σου πω καποια πραγματα για μενα πριν αρχισω...
Η μητερα μου πεθανε οταν εγω ημουν τριων. Μεχρι και σημερα δεν ειμαι σιγουρος τι ηταν αυτο που την σκοτωσε, αλλα νομιζω οτι ειχε να κανει με ναρκωτικα. Ημουν μοναχοπαιδι, και ετσι εμεινα εγω και ο πατερας μου, ο Νωντας. Δε την θυμαμαι την μαμα μου. Καθολου. Ουτε καν το προσωπο της. Δεν εχω δει ποτε φωτογραφια της, δεν μου χει πει ποτε καποιος μια ιστορια για αυτην, κατι.... Τιποτα. Το μονο που μου εχει πει ο πατερας μου για κεινη, ειναι οτι πεθανε οταν ημουν τριων.
Ο Πατερας μου ο Νωντας, ηταν πολυ σκληρος ανθρωπος. Εξουσιαστης κατ'επαγγλεμα, στην υπηρεσια της ελληνικης αστυνομιας. Ολη μερα σε περιπολιες και τραμπουκισμους με το σωμα, ενας ανθρωπος με τοσο βαθια συμπλεγματα... τοσο συσωρευμενο μισος για τα κοινα... το τελειο μαντροσκυλο του κρατικου αυταρχισμου. Και καθημερινα τον εβλεπα ελαχιστα.
Μεγαλωσα σε ενα μικρο δυαρι, προσπαθωντας να μαθαινω πως να φροντιζω τον εαυτο μου, σχεδον εντελως παραμελημενος. Επρεπε να βρισκω τροπους να καβατζων�� φαγητο, να πλενω το σωμα και τα ρουχα μου... να επιβιωνω οριακα σε καθημερινη βαση. Δε τολμουσα ποτε να βγω απο το σπιτι. Εμενα κλεισμενος στο δωματιο μου ή απλα περιφερομουν στο υπολοιπο βρωμικο σπιτι, ελπιζοντας να ειχε ξεχασει τιποτα φαγωσιμο καπου ο πατερας μου...
Σε κεινη τη φαση ηταν απλα αμελεια, τουλαχιστον συγκριτικα με την κακοποιηση που ακολουθησε. Δε με χτυπουσε ουτε μου φωναζε, απλα αγνοουσε πληρως την υπαρξη μου. Εφευγε για υπηρεσια και μετα γυρνουσε πολυ αργα, οι ελαχιστες λεξεις που εβγαιναν απο το στομα του οταν με εβλεπε να βρωμαν' αλκοολ πριν πεσει ξερος για υπνο.
Και δεν ειναι οτι ημουν και δυστυχισμενος. Αυτη ηταν η ζωη μου, αυτο ηξερα. Νομιζα οτι ετσι ζουσαν ολα τα παιδια. Τωρα που τα σκεφτομαι και τα φερνω παλι στο μυαλο μου, με πνιγει η θλιψη και η οργη... αλλα τοτε? Τοτε ετσι ηταν τα πραγματα... Αυτο θεωρουσα φυσιολογικο.
Ξερεις ομως... Οταν περνας τοσες ωρες, τοσες μερες... τοσους μηνες σχεδον ολομοναχος μεσα σε ενα δωματιο... Ε... τοτε γινονται πολυ περιεργα πραγματα στο κεφαλι σου...
Οταν ημουν 6, εφτιαξα το Σπυρο. Ο Σπυρος ηταν μεγαλυτερος απο μενα, τουλαχιστον δυο χρονια. Ηταν ο κολλητος μου. Του μιλουσα συνεχεια, του τα λεγα ολα, γελουσαμε μαζι, κλαιγαμε μαζι... ολα. Ηταν το φανταστικο μου φιλαρακι. Ηταν μια προβολη της επιθυμιας μου να γινω πιο δυνατος, της ανυπομονησιας μου για αυτονο��ια, για δικες μου αποφασεις...
Και ο Σπυρος... σιχαινοταν τον πατερα μου.
Οταν ηταν σπιτι, προσπαθουσα να μη μιλαω στο Σπυρο. Ηταν δυσκολο ομως... Γιατι οσο πιο πολυ τάιζα την ψευδαισθηση της παρουσιας του διπλα μου, τοσο πιο πραγματικος γινοταν. Ακομα και μεχρι σημερα θυμαμαι ακριβως πως ηταν... Θυμαμαι το προσωπο του, τα μαλια του, το σωμα του...
Οταν λοιπον ο πατερας μου αρχισε να καταλαβαινει οτι ειχα φανταστικο φιλο, οτι ηταν σχεδον παντα καποιος διπλα μου που μονο εγω μπορουσα να δω και να ακουσω... ε τοτε ηταν που τα πραγματα αρχισαν να πηγαινουν κατα διαολου... Θυμαμαι τις σφαλιαρες και τα χαστουκια καθε φορα που με επιανε να του μιλαω, να μου λεει να γινω αντρας και να σταματησω να κανω σα πουστακι...
Και οταν επινε, ηταν ολα αυτα επι δεκα. Ολοι οι πατεραδες ετσι δεν ειναι?
Εφερνε γυναικες στο σπιτι και μου λεγε να μεινω κλεισμενος στο δωματιο μου ενω αυτοι γαμιοντουσαν ακριβως διπλα. Και ηταν κατι φορες που ειχε πιει παρα πολυ και δε του σηκωνοταν... Και οταν γινοταν αυτο, εβγαινε εκτος εαυτου. Σε 'κεινες τις φασεις ετρωγα το χειροτερο ξυλο. Πετουσε κλωτσιδον απο το σπιτι οποια κακομοιρα ειχε τυχει να τον ακολουθησει και μετα ερχοταν κατευθειαν προς το δωματιο μου, η ανασα του βαρια να βρωμαει οινοπνευμα, βροχγοι να βγαινουν απο το στηθος του σε καθε του βημα...
Ναι. Οι χειροτερες νυχτες της ζωης μου.
Ο Σπυρος θα μας κοιτουσε απο την γωνια, οι γροθιες του σφιγμενες, η οργη να ξεχειλιζει απο το βλεμμα του μεχρι ο πατερας μου να τελειωνε. Μετα ερχοταν και με επερνε αγκαλια, μου σκουπιζε τα δακρυα και τα αιματα και μου ελεγε να κανω υπομονη. Εκλαιγε μαζι μου, ο πονος μου ηταν και δικος του πονος.
Και αυτο γινοταν σταθερα μεχρι να φτασω στα εντεκα.
Εκει θα αρχισω την ιστορια που θελω να σου πω. Στα εντεκα. Στα εντεκα νομιζω βρισκονται... τα πιο βαθυα μου σκοταδια...
*
Εκλεισε νευριασμενος το ραδιοφωνο. Δε καταλαβαινα τι ελεγε ο κυριος της εκπομπης αλλα πρεπει να τον ειχε ενοχλησει πολυ.
Γυρισα και συνεχισα να κοιταω την πολη που ξυπνουσε, το προσωπο μου κολλημενο στο τζαμι του συνοδηγου. Μαγαζια ανοιγαν, κοσμος περιμενε στις στασεις, η κινηση πυκνωνε. Στα κτηρια στο βαθος της λεωφορου φαινοταν το ζεστο ροζ του ηλιου που ειχε αρχισει να ξεπροβαλλει. Χαμογελασα διαστακτικα, ανυπομονωντας για τις ακτινες του να με καταπιουν.
Εσφιξα τη ναυλον σακουλα με το κολατσιο που κρατουσα μου πριν ανοιξω το μπροστινο τσεπακι της τσαντας μου και την βαλω μεσα. Σιγα το κολατσιο, μια μισομαυρισμενη μπανανα, το μονο πραγμα που θα ετρωγα μαλλον ολη μερα. Αλλα φυσικα και δε τολμουσα να παραπονεθω, δεν αξιζε, δεν ειχε κανενα νοημα. Ειχα συνηθισει πια. Χιλιες φορες πεινασμενος απο το να αντιμετωπιζα παλι την οργη του πατερα μου.
Γυρισα να τον ξαναντικρυσω αργα, ενας μαυρος αμιλητος ογκος που οδηγουσε, οι φλεβες στα χερια του πεταγμενες απο το ποσο τσαντισμενα εσφιγγε το τιμονι. Το προσωπο του ηταν στη τσιτα, ετοιμος να ξεσπασει με το παραμικρο. Ηταν απο hungover, ολο το περιπολικο μυριζε αλκοολ και ξινυλα απο τις ανασες του. Τα βλεμμα του κατακοκκινο, βαριες πρησμενες σακουλες να κρεμονται απο τα ματια του. Με πηγαινε σχολειο πριν παρουσιαστει στο τμημα για υπηρεσια. Ευχομουν η μερα να περνουσε αργα. Η προοπτικη της οποιασδηποτε καθυστερησης στο να τον ξαναβλεπα στο σπιτι αργοτερα, μου εδινε μεγαλη χαρα...
Καθομουν εκει αμιλητος, ανυπομονοντας να φτασουμε πριν βρει παλι κατι για να με βρισει. Δεν μπορουσα τις φωνες του, αυτο το απαισιο συναισθημα που μου αφηναν. Με κανε να νοιωθω μηδεν, ενα τιποτα... ενα βαρος για τους παντες, ενα παρασιτο που ηταν αναγκασμενος να φροντιζει ενω ηθελε να με πεταξει απο πανω του...
Στο σχολειο δεν ειχα φιλους. Τουλαχιστον δεν ειχα ουτε εχθρους. Οταν ο μπαμπας επινε, εγω ημουν ο μονος του εχθρος.
"Πφφφ...Βρωμαει η ανασα του ρε φιλε, πφφφφ..."
Μου ειπε ο Σπυρος απο το πισω καθισμα. Δεν απαντησα, δεν γυρισα καν να τον κοιταξω.
Φτασαμε στο σχολειο, ο πατερας μου σταματησε ακριβως μπροστα απο την εισοδο. Δε γυρισε να με κοιταξει, ουτε να μου μηλισει. Καθοταν στο τιμονι κοιταζοντας μπροστα το δρομο, περιμενοντας να κατεβω για να με ξεφορτωθει. Ελυσα τη ζωνη και μετα ανοιξα βγαινοντας εξω και βαζοντας τη τσαντα μου στον ωμο, ριχνοντας ενα δειλο βλεμμα προς τα πισω...
"Εγινε μπαμπα, τα λεμε μετα..."
Ειπα διστακτικα. Τοτε τεντωσε βιαια το σωμα του, πιανοντας την πορτα μου απο την εσωτερικη πλευρα και κλεινοντας την μου αποτομα στα μουτρα πριν γκαζωσει και εξαφανιστει στην εθνικη.
Αναστεναξα. Ενοιωσα το χερι του Σπυρου στον ωμο μου.
"Χεσ'τονε μωρε... Ελα, παμε μεσα."
Κρεμασα τη τσαντα μου στον ωμο και μπηκα στο σχολειο.
Η μερα περασε μεσα σε ενα γκριζομαυρο συννεφο. Να μετακινουμαι απο τη ταξη στο προαυλιο και παλι πισω, στους γεματους διαδρομους, να ακουω ολα τα αλλα παιδια να γελουν και να φωναζουν διπλα μου. Ηταν ολα σαν ενα θεατρικο εργο, μια ταινια που μπορουσα να δω αλλα δεν μου επιτρεποταν να παρω μερος. Κανεις δε μου μιλουσε, κανεις δε με ενοχλουσε, η υπαρξη μου περνουσε εντελως απαρατηρητη. Ημουν το φλωρακι, το βλαμμενο... το καθυστερημενο που κανενας δε πλησιαζε. Μεχρι ακομα και οι δασκαλοι, μου μιλουσαν απο αναγκη και για τα τυπικα, ποτε για παραπανω απο οσο ηταν απαραιτητο.
Ημουν το φαντασμα του σχολειο. Το χλωμο παιδι με το λυπημενο προσωπο.
Ο Σπυρος ηταν παντα διπλα μου ομως. Μου μιλουσε συνεχως σχολιαζοντας τα παντα, βριζοντας οποιον θεωρουσε μαλακα και ψυθηριζοντας μου τις σωστες απαντησεις σε ολες τις ασκησεις που καναμε στη ταξη. Ηταν ο μοναδικος ανθρωπος που νοιαζοταν για μενα. Ηταν το μοναδικο μου στηριγμα μεσα σε ολη τη μιζερια που βιωνα μεγαλωνοντας.
Οταν σχολασα, πηρα το λεωφορειο να γυρισω σπιτι. Καθησα πισω στο βαθος και χαζευα εξω απο το παραθυρο, αγνοωντας τη βαβουρα μπροστα μου. Οταν βγηκαμε στην εθνικη, κοιτουσα τις ασπρες γραμμες στην ασφαλτο, τις παρομοιαζα με ακτινες lazer που δεν εβρισκαν το στοχο τους, δηλαδη το διαστημοπλοιο μας... και ξεφευγαμε απο πανω ή απο διπλα τους...
Οταν εφτασα σπιτι ξεκλειδωσα την καγκελοπορτα με το κλειδι μου και μπηκα σπιτι. Πηγα στο δωματιο μου και πεταξα τη τσαντα στο κρεβατι. Μετα πηγα στη κουζινα και ανοιξα το ψυγειο, το στομαχι μου να μουγκριζει. Στο πανω πανω ραφι βρηκα ενα μισοφαγωμενο π��τογυρο απο το σουβλατζιδικο πριν τη στροφη στην εθνικη. Το αρπαξα ξετυλιγοντας το λαδωμενο του χαρτι και το καταβροχθισα. Ουτε να το βαλω στα μικροκυμματα δε σκεφτηκα, η πεινα με ειχε γονατισει.
Αφου εγλειψα τα λαδια και τα τζατζικια απο το χαρτι και απο τα δαχτυλα μου, πηγα στο δωματιο μου και εβγαλα το μπλοκ ζωγραφικης μου. Οσο το σπιτι ηταν ηρεμο, μαρεσε να ζωγραφιζω. Ηταν ο τροπος μου να ξεφευγω, η αποδραση μου απο την πραγματικοτητα. Καθομουν ξαπλωμενος μπρουμυτα στο κρεβατι για ωρες, ζωγραφιζοντας οτι μου κατεβαινε. Δεν ημουν πολυ καλος, αλλα δεν ημουνα και αχρηστος. Εφτιανα δρακους, διαστημοπλοια, πολεμιστες, σπαθια, οπλα... τιποτα δε ξεφευγε απο τα πενακια μου. Μερικες φορες εγραφα και μικρες ιστοριουλες παρεα με τις ζωφραφιες μου, λιγες γραμμες να κατατοπιζουν τον θεατη. Ο Σπυρος με κοιτουσε ενθουσιαμενος, λεγοντας μου γνωμες και προτεινοντας μου συνεχεια κανουργια πραγματα.
Εκανα τις τελευταιες γραμμες στη ραχη ενος θαλασσιου τερατος, οταν ακουσα την μπροστινη πορτα να ανοιγει με κροτο. Τιναχτηκα, ο θορυβος να αντηχει μεσα στην απολυτη υσηχια. Κοιταξα το ρολοι, ηταν σχεδον μεσανυχτα. Δε μπορουσα να το πιστεψω... Ποσες ωρες ζωγραφιζα?!? Το στομαχι μου μουγγκρισε, επιβεβαιωνοντας το περασμενο της ωρας. Αφησα το πενακι στην ακρη, τα δαχτυλα μου πιασμενα απο τοσες ωρες δημιουργιας...
Ηταν ο πατερας μου, αλλα ειχε και παρεα. Τον ακουγα να μιλαει γελωντας με καποιον αλλον. Μια γυναικα.
"Εκανε καινουργιες παρεες παλι..." Μου ειπε ο Σπυρος ειρωνικα.
Σηκωθηκα απο το κρεββατι και πηγα στη πορτα του δωματιου. Την ανοιξα ελαφρια και ειδα το πατερα μου να προχωραει στο διαδρομο με μια ξανθια κυρια διπλα του. Ακουγοταν μεθυσμενος, και οι δυο τους ειχαν πιει. Πρεπει να την μαζεψε απο κανα μπαρακι μετα την υπηρεσια. Τον ειδα να ακουμπαει κατι στο τραπεζι της κουζινας, κατι που εμοιαζε με μια εξαδα απο μπουκαλια, και συνεχισαν μεχρι το δωματιο του παραπατωντας.
"Ολες εκει τις παει... Τι κανουν εκει μεσα ρε φιλε?"
Μου ειπε ο Σπυρος, σκυβοντας και αυτος διπλα μου να δει τι γινοταν.
"Δε ξερω... Κατι που κανουν οι μεγαλοι μαλλον..."
Του ψυθηρισα κλεινοντας τη πορτα. Ο πατερας μου εφερνε γυναικες στο σπιτι σε πολυ συχνη βαση. Χεσμενες απο ξυδια κυριως οπως και αυτος, και μετα τις επερνε μεσα στο υπνοδωματιο μαζι του. Ηξερα οτι φιλιοντουσαν και τετοια, αλλα ακουγα και κατι αλλους θορυβους που νομιζω οτι δεν ερχοντουσαν μονο απο φιλια. Δε ξερω τι ακριβως εκαναν, αλλα οτι και να ηταν, ακουγοταν σα να το χαιροντουσαν πολυ...
Ο πατερας μου συνηθως ειχε κεφια μετα απο τετοιες νυχτες. Τα πρωινα μετα απο τετοιου ειδους διασκεδαση ηταν που μου μιλουσε κανονικα σαν ανθρωπος. Δε ηταν και τπτ ιδι��ιτερο, δυο σκορπια λογια... αλλα και πλαι ηταν κατι... και περιμενα αυτες τις μερες πως και πως. Ηθελα τοσο πολυ να του μιλησω και γω, ηθελα να με γνωρισει, να με συμπαθησει... να καταφερει να με αγαπησει. Δε μπορουσα να καταλαβω γιατι τον εκνευριζα τοσο πολυ και ηταν παντα τοσο τσαντισμενος με μενα. Τα αλλα παιδια στο σχολειο δεν ειχαν μελανιες πανω τους. Δε τα ακουγα να μιλανε για το ξυλο που τρωνε απο τους πατεραδες τους.
Ειχα αρχισει να πιστευω οτι κατι πολυ σοβαρο συνεβαινε με μενα. Οτι εγω, σαν ατομο, ειχα πιθανως καποιο εμφυτο, βαθυ ελλατωμα που με καθιστουσε αναξιο για το οποιοδηποτε ιχνος αγαπης και στοργης. Ειχα αρχισει να πιστευω οτι ο πατερας μου το εβλεπε αυτο καλυτερα απο ολους και γιαυτο ηταν παντα τοσο σκληρος με μενα. Με θυμαμαι να κλαιω πολυ γιαυτο, αλλα καθως μεγαλωνα απλα το αποδεχομουν. Σιγουρα παντως ειχα καποιο ελλατωμα και καποια μερα ισως να μπορουσα να το καταλαβω...
"Μικρε!"
Η ανασα πιαστηκε στο στηθος μου.
Η φωνη του πατερα μου...? Εμενα φωναζε?
Γυρισα να κοιταξω το Σπυρο, το προσωπο μου τρομοκρατημενο.
"Με φωναξε! Τ-τι θελει?!?"
Ο Σπυρος με κοιταξε ανυσηχος, κουνωντας τους ωμους του απορημενος. Οταν ο πατερας μου εφερνε κοσμο εγω ημουνα φαντασμα, νεκρος. Δεν υπηρχα. Επρεπε να μενω κλεισμενος στο δωματιο μου και να περιμενω να φυγουν για να ξεμιτυσω...
"Τσακισου μικρε! Σε φωναζω!"
Ξανακοιταξα το Σπυρο φρικαρισμενος πριν ανοιξω τη πορτα, τα χερια μου να τρεμουν, η καρδια μου να χτυπαει σα ταμπουρλο...
Περπατησα το χωλακι, το στομα μου ξερο, και μετα ανοιξα τη πορτα στο δωματιο του πατερα μου. Ηταν σκοτεινα μεσα και δε μπορουσα να τον δω καλα. Καθοταν με την γυναικα, ξαπλωμενοι και οι δυο στο κρεββατι, δυο γκριζες ακινητες σκιες...
"Μπαμπα... Με φωναξες?"
Ειπα δειλα, τα λογια μου να βγαινουν με δυσκολια. Τοτε ακουσα σουρσιμο απο σεντονια και ειδα τη σκια του πατερα μου να ανασηκωνεται στο σκοταδι.
"Στο τραπεζι της κουζινας ειναι κατι μπυρες, τραβα να τις φερεις γρηγορα."
Η γυναικα χαζογελασε και ειδα τη σκια του πατερα μου να ξαναξαπλωνει. Τα λογια του ηταν βαρυα και υγρα, η γνωριμη χροια της βραδυνης του μεθης οταν γυρνουσε απο τα μπαρ. Την ειχα συνηθησει αυτη τη γλωσσα, η ξενικη της προφορα να μου γινεται ολο και πιο κατανοητη καθως μεγαλωνα....
Περπατησα σιωπηλα μεχρι τη κουζινα, η καρδια μου ακομα να χτυπα γρηγορα. Ειδα την εξαδα να καθεται στο τραπεζι και την αρπαξα περπατωντας γρηγορα προς τα πισω, ριχνοντας μια ανυσηχη ματια στο Σπυρο που με κοιτουσε απο την μισανοιχτη πορτα του δωματιου μου. Εφτασα παλι στο υπνοδωματιο του πατερα μου και σταματησα στη πορτα κοιτωντας μεσα αμηχανα. Δεν ηξερα τι να κανω...
Ειδα ενα χερι να τεντωνεται μεσα απο το σκοταδι και να μου κανει νοημα να πλησιασω...
"Ελα φερτες... Τελειωνε!"
Περπατησα διστακτικα προς το κρεββατι, με τις μπυρες τεντωμενες ψηλα. Η γυναικα ξεπροβαλλε απο το σκοταδι, εντελως γυμνη, και τις πηρε απο τα χερια μου. Χαζογελασε και μου χαιδεψε τα μαλια.
"Γλυκουλης ο γιος σου, χεχε..."
Ειπε, το αλκοολ να λασπωνει και τις δικες της λεξεις. Ακουμπησε τις μπυρες στο στρωμα αναμεσα τους και ξαναγυρισε προς το μερος μου, η ανασα της να ζεχνει...
"Δε μου λες μικρε... Μηπως θες να κατσεις να παρεις ματι?"
Ειπε πριν σηκωσει το χερι της να μου χαιδεψει το προσωπο.
Τιναχτηκα πισω αηδιασμενος. Δεν ηξερα τι εννοουσε αλλα σιγουρα δεν ηθελα να παρω κανενα μερος σ'αυτο. Γελασε με την αντιδραση μου, πριν τραβηχτει πισω στα σκοτεινα διπλα στο πατερα μου.
Καθως γυρισα να φυγω, η φωνη του πατερα μου βροντηξε αποτομα.
"Που πας ρε?"
Ξεροκαταπια και γυρισα αργα να τον κοιταξω,
"Τι ειναι μπαμπα?"
"Ποτηρι εφερες ρε για να πιει η κυρια τη μπυρα της?"
Η φωνη του βαρια, ενας τρεμαμενος ρογχος να αντηχει απο το στηθος του.
"Συγνωμη μπαμπα, δε καταλ-"
Το μπουκαλι της μπυρας κατεβηκε με φορα στο κεφαλι μου πριν γινει χιλια κομματια, ο πονος οξυς , ξαφνικος. Ουρλιαξα και επιασα το μετωπο μου σφιχτα απο το πονο, καθως κομματια κοφτερου γυαλιου και αφροι μπυρας επεφταν απο τα μαλλια μου. Επεσα στο δαπεδο, το βλεμμα μου θολωσε, το κρανιο μου να παλλεται οδυνηρα.
"Μη τον χυπας!"
Φωναξε ο Σπυρος απο το διαδρομο, οι γροθιες του σφιγμενες.
Ετριψα το χτυπημα στο κεφαλι μου και αρχισα να σηκωνομαι αργα απ'το πατωμα, η μπυρα ακομα να σταζει στο προσωπο μου. Πριν προλαβω να σταθω, εννοιωσα μια σφιχτη λαβη στο σβερκο.
Παραπατησα ζαλισμενος, η παλαμη του πατερα μου να με σφιγγει σα ταναλια πριν με οδηγησει ατσαλα εξω απ'το δωματιο. Παραμιλουσα μυξοκλαιγωντας, ανχωμενες συγνωμες να βγαινουν απο το στομα μου, μια σειρα απο αδυναμα λογια που δεν εφταναν καν στα αυτια του...
Με εσυρε μεχρι τη κουζινα και με πεταξε προς το ψυγειο. Μουγκρησα απο πονο, ο ωμος μου να προσκρουεται με φορα στη πορτα του, το δεξι πανω μερος του σωματος μου να μουδιαζει. Προσπαθησα να σταθω, αλλα ο πατερας μου σταθηκε ακριβως μπροστα μου τραβωντας μου απο τα μαλια το προσωπο κοντα στο δικο του.
"Μια φορα να με ξαναξευτιλισεις ετσι και θα σε τελειωσω, παλιαρχιδι..."
Μου γρυλλισε, η ανασα του να με καιει...
Το προσωπο του Σπυρου ηταν σαν απο τσιμεντο, οργισμενο και χλωμο, ιδρωτας να το μουσκευει και οι φλεβες να πεταγονται στο μετωπο του. Πλησιασε το αυτι του πατερα μου και ειπε μεσα απο σφιγμενα δοντια...
"Παρ'τα χερια σου απο πανω του ρε σιχαμενε καργιολη."
Τοτε ο πατερας μου με σηκωσε ορθιο, το μυαλο μου ακομα θολωμενο. Με πιασε σχιφτα απο τον ωμο...
"Πηγαινε τωρα μεσα να φερεις τις μπυρες, οσο κατεβαζω ενα ποτηρι απο το ντουλαπι... Τσακισου!"
Μου ειπε πριν με σπρωξει προς το δωματιο του με τετοια λυσσα που παραπατησα και πηγα να πεσω αλλα βρηκα γρηγορα ισσοροπια και ετριψα τον ωμο μου. Ο Σπυρος ηρθε αμεσως διπλα μου, με πιασε απο το πλαι προσπαθωντας να με βοηθησει. Εννοιωσα δακρυα να τρεχουν στα μαγουλα μου. Εσφιξα τα δοντια και ρουφηξα τη μυτη... Ημουν εξαθλιωμενος και ρακος...
Ειδα το Σπυρο να με παρατηρει, το προσωπο του να γεμιζει θλιψη οταν ειδε τα δακρυα μου, το σωμα του να κολλαει στα πλευρα μου, να τρεμει ολοκληρος απο την οργη...
Μπηκα στο υπνοδωματιο του πατερα μου και βαδισα προς το κρεββατι. Ψηλαφησα στα σκοτεινα και βρηκα την εξαδα με τις μπυρες στο κατω μερος. Διεκρινα με την ακρη του ματιου μου την γυναικα, ξαπλωμενη μπρουμυτα να με παρατηρει, το βλεμμα της απομακρο και γεματο αποροια, λες και δεν ειχε ξαναδει ποτε παιδι. Δεν μου ειπε λεξη, απλα συνεχισε να με παρατηρει καθως σηκωσα τις μπυρες στην αγκαλια μου και αρχισα να βαδιζω προς τα πισω.
Βγαινοντας στο διαδρομο, εννοιωσα κατι να μου τρυπαει το ποδι, εναν οξυ πονο στη πατουσα που με κανε να ξαναπεσω στο πατωμα με μια μικρη κραυγη. Οι μπυρες μου εφυγαν απο τα χερια και κυλισαν μπροστα μου στο πατωμα πριν προσκρουσουν με τον απενταντι τοιχο και γινουν χιλια κομματια, αφροι και γυαλια να τα κανουν ολα χαλια. Κυλιομουν στο πατωμα, πιανοντας τη πατουσα μου απο το πονο, σφιγγωντας παλι τα δοντια μου και προσπαθωντας τωρα να συγκρατησω φρεσκα δακρυα. Ειχα πατησει ενα κομματι γυαλι, απο τη μπυρα που μου ειχε σπασει πριν στο κεφαλι...
"Τι εκανες ρε μαλακισμενο?!?"
Τον ακουσα να ουρλιαζει πριν αρχισει να ερχεται γοργα προς το μερος μου. Κοντοσταθηκε απο πανω μου, τα ματια του ορθανοιχτα απ'το σοκ...
"Συ-συγνωμη μπαμπα... δε-δε το θελα, κα-καταλαθος εγινε..."
Ειπα κλαιγοντας και προσπαθωντας να σηκωθω, ο τρομος απο το βλεμμα του να με μουδιαζει...
"Μη του ζητας συγνωμη ρε!"
Μου πε ο Σπυρος, βοηθωντας με να σηκωθω.
"Πολυ ατσουμπαλος ο μικρος σου, ε?"
Ακουστηκε η φωνη της γυναικας απ'το υπνοδωματιο πισω μου.
Τοτε ο πατερας μου ορμηξε και με αρπαξε απο το λαιμο, σπροχνωντας με βιαια πισω στο διαδρομο προς την εξωπορτα. Οταν σιγουρευτηκε οτι η γυναικα δε μας εβλεπε, με πεταξε πα��ω στη πορτα και μου τραβηξε μια αναποδη στα δοντια με ολη του τη δυναμη.
Ουρλιαξα και σωριαστηκα στο πατωμα, η μεταλλικη γευση του αιματος να μου γεμιζει το στομα. Τα εβλεπα ολα διπλα και ακουγα την απομακρη φωνη του Σπυρου να βριζει το πατερα μου. Αυτο ηταν... νομιζα.... Θα με σκοτωνε... Ο πατερας μου θα με σκοτωνε... Η εντεκαχρονη υπαρξη μου θα εληγε ετσι απλα και αποτομα... Με αλκοολ και γροθιες θα με αφηνε στο τοπο... ετσι απλα... Και ολα για μια εξαδα σπασμενες μπυρες...
"Τι εκανες ρεεεε?!?"
Μου ουρλιαξε μεσ'τα μουτρα σκυβωντας...
"Ενα πραμα σου ζητησα να κανεις... Ενα γαμημενο πραμα!!!"
"ΑΝ ΤΟΝ ΞΑ��ΑΚΟΥΜΠΗΣΕΙΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ!!!"
Του φωναξε ο Σπυρος στ' αυτι, σαλια και λυσσα να πεταγονται απο το στομα του.
Ο πατερας μου με αρπαξε και με σηκωσε ορθιο. Με κοπανησε με τη πλατη στη πορτα και η λαβη του εκτοξευτηκε στο λαιμο μου, πνιγωντας με. Βογγηξα ασυναρτητα, κοφτοι ρογχοι απελπισιας να βγαινουν απ'το στομα μου, η ανασα μου να κοβεται...
"Λοιπον ακου, θα κατεβω στο βενζιναδικο στην εθνικη να παρω κ 'αλλες μπυρες, και συ θα ρθεις μαζι μου."
Μου γρυλλισε μεσ'τα μουτρα, η ανασα του σφυριχτη, να βρωμαει μια μιξη απο μπυρα και ρουμι.
Τοτε με αφησε να πεσω και σωριαστικα στο πατωμα. Επιασα το λαιμο μου σφαδαζοντας και κλαιγοντας, τα δακρυα μου να προσγειωνονται στο πατωμα σαν υγρα διαμαντια. Ο Σπυρος εσκυψε κοντα μου, χαιδευοντας με στη πλατη και παρηγοροντας με. Ηταν διπλα μου, θα με βοηθουσε οτι και αν γινοταν. Ρουφηξα τη μυτη μου και πηγα να βαλω τα παπουτσια μου. Ακουγα το πατερα μου να λεει στη γυναικα οτι θα γυρνουσε αμεσως, οτι θα κατεβαινε να παρει λιγες ακομα μπυρες.
Βγηκε απο τα σκοταδια φωροντας ενα τζιν και ενα μπλουζακι. Αρπαξε τα κλειδια απο το τραπεζακι και παραπατησε προς το μερος μου. Εκανα στην ακρη φοβισμενος πριν ανοιξει την εξωπορτα. Μετα γυρισε και μου εκανε νοημα να βγω.
Περασα διπλα του με τα χερια στο κεφαλι, τρεμωντας οτι θα με χτυπουσε, ακομα να κλαιω πριν βιαστω να απομακρυνθω απ'αυτον προς τα εξω. Περπατησαμε προς το περιπολικο σιωπηλα, τα βημματα του ασταθη και πιωμενα. Το ηξερα οτι δεν επρεπε να οδηγησει ετσι, αλλα δε τολμουσα να πω κουβεντα. Πηγα γρηγορα απο το πλαι και μηκα στη θεση του συνοδηγου.
Εβαλε μπρος τη μηχανη και γκαζωσε προς το δρομο. Καθως βγαιναμε στην εθνικη ανοιξε το παραθυρο και ο δροσερος αερας χτυπησε τους ιδρωτες μας. Τον κοιταξα και ανοιγοκλεινε τα ματια του γρηγορα, γουρλονοντας τα ανα διαστηματα, προσπαθωντας να οδηγησει σε αυτο το χαλι που βρισκοταν. Το αμαξι πηγαινε απο τη μια λωριδα στην αλλη σα τρελο, και ενοιωσα την αδρεναλινη στο στομαχι μου να βραζει πριν αρπαξω γερα τα χερουλια απο τα καθισμα.
"Θα μας σκοτωσει..."
Μου ψελλισε ο Σπυρος απο πισω...
"Θα μας σκοτωσει ο μαλακας..."
Ακουσα πανικο στη φωνη του.
Ο πατερας μου μουγκριζε και ετριβε συνεχως τη μια παλαμη στο προσωπο του προσπαθωντας να συνελθει και να ανοιξει καλυτερα τα ματια του. Ευτυχως ηταν αργα και η εθνικη ηταν σχετικα αδεια, οποτε ολες οι λωριδες ηταν δικες μας...
Ο αερας τωρα εμπαινε μανιασμενα απο το παραθυρο του και τρεμουλιασα καθως μου χτυπουσε το μουσκεμενο δερμα με την βραδυνη του ψυχρα. Το χτυπημενο απο το μπουκαλι σημειο στο κεφαλι μου παλοταν απο πονο και ολο μου το σωμα ετρεμε απο το ξυλο που μου ειχε ριξει.
Και μετα απο λιγα λεπτα σιωπηλης διαδρομης, εστριψε και μπηκε στο παρκινγκ του ��ενζιναδικου. Αρχισε να ψαχνει τις τσεπες για το πορτοφολι του χωρις να σβησει τη μηχανη. Ξεροκαταπια παρατηρωντας τριγυρω μας εξω, ημασταν εντελως ολομοναχοι. Ο υπαλληλος μας ειδε στο περιπολικο και παρακολουθουσε πισω απο το τζαμι του καταστηματος...
"ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!!"
Ουρλιαξε ξαφνικα.
Βουλιαξα τρεμωντας στο καθισμα μου, ηθελα να εξαφανιστω, να γινω ενα με το υφασμα. Δεν αντεχα αλλο, βρισκομουν και σωματικα και ψυχικα στα ορια μου. Το προσωπο μου ηταν μουσκεμα απο το κλαμα και το χειλος μου ηταν ματωμενο και πρησμενο απο τα χτυπηματα του. Ο Σπυρος ακουμπησε το χερι του στον ωμο μου προσπαθωντας να με ηρεμησει...
"Το ξεχασα το γαμηδι!!! Το ξεχασα!!!"
Συνεχισε να φωναζει, κοιτωντας αφηνιασμενος δεξια και αριστερα, το βλεμμα του γεματο οργη πριν γυρισει προς τα 'μενα.
"Εσυ και οι μαλακιες σου! Σημερα διαλεξες να μου τα γαμησεις ολα ρε αρχιδι... Ε? Σου πεσαν τα μπουκαλια και επρεπε να μου τα κανεις σκατα και με τη γκομενα!!! Γιατι εισαι τοσο μαλακισμενο ρε?!?"
Δεν εβγαλα κιχ. Μαζευτικα μυξοκλαιγοντας. Δεν ηξερα... πραγματικα... δεν ηξερα γιατι ημουν τοσο μαλακισμενο... δεν ηξερα... αληθεια... δεν ηξερα τι επρεπε να κανω για να μη γινεται ετσι, προσπαθουσα αλλα δε τα καταφερνα. Και το ηθελα τοσο πολυ... δεν υπηρχε κατι σε ολοκληρο το κοσμο που να ηθελα περισσοτερο απ'αυτο, περισσοτερο απο αυτο... περισσοτερο απο το να μη τον θυμωνω... απλα να τον κανω χαρουμενο... απλα να μπορει να με αγαπαει... Αλλα οτι και να εκανα, τα εκανα ολα σκατα, δεν εκανα τιποτα σωστο... στα ματια του ημουν ενα τιποτα, ενα βαρος, ενα εμποδιο...
"Ανοιξε το ντουλαπακι.Τελειωνε, ανοιξε το ντουλαπακι σου ειπα!!!"
"Μη τον ακουμπας ρε σιχαμα!!!"
Γρυλλισε ο Σπυρος μεσα απο σφιγμενα δοντια στο πισω καθισμα, τα ματια του καρφωμενα στο προσωπο του πατερα μου στο καθρεφτη.
Σκουπισα το προσωπο μου και ανοιξα το ντουλαπακι του συνοδηγου.
Ενα οπλο.
Το υπηρεσιακο του οπλο.
Τα ματια μου ανοιξαν διαπλατα καθως το αντικρυσα, η καρδια μου αρχισε να χτυπαει μανιασμενα. Γυρισα και κοιταξα τον πατερα μου, το προσωπο μου καταχλωμο απο τον φοβο.
"Σηκωσε το... Θα πας μεσα μ'αυτο και θα μου φερεις μια εξαδα γαμημενες μπυρες."
Εννοιωσα να παραλυω απο την φρικη, εννοιωσα το πανικο να με τυλιγει... δεν ηθελα καν να το βλεπω. Ηθελε... ηθελε να μπω μεσα με το υπηρεσιακο του οπλο και να κανω... ληστεια... Να ληστεψω το καταστημα του βενζιναδικου, να γινω αυτος που απο τον οποιο υποτιθεται οτι ο πατερας μου προστατευε την κοινωνια... Ηθελε να το σηκωσω και να το στρεψω προς τον υπαλληλο ωστε να παρω τις μπυρες και να βγω ανενοχλητος... Οχι... Οχι δε... δε μπορουσα να το κανω αυτο...
"Μπαμπα δε-- Δε μπορ-ω..."
Τοτε εσκυψε αποτομα και αρπαξε το οπλο απο το ντουλαπακι πριν μου το χωσει στη παλαμη με το ζορι. Μετα μου επιασε δυνατα το σαγονι και μου γυρισε το κεφαλι αποτομα προς το μερος του...
"Θα τσακιστεις αυτη τη στιγμη μεσα να μου φερεις τις μπυρες μου... Ακουσες? Οι μαλακιες πληρωνονται, μονο ετσι θα βαλεις μυαλο μαλακισμενο... Ελα τελειωνε, εφυγες!"
Δε ηξερα τι να πω. Δεν ηταν τροπος αυτος να μαθω... αυτο ηταν λαθος, ηταν εγκλημα...
Ο Σπυρος τοτε εχωσε το προσωπο του αναμεσα απο τα μπροστινα καθισματα και με καρφωσε, το προσωπο του να λαμπει απο ενθουσιασμο, η φωνη του εντονη...
"Αυτη ειναι η ευκαιρια σου!!! Καντο... τιναξε του τα μυαλα στο παρμπριζ του παλιομαλακα... καντο να υσηχασεις!!! Σηκωσε το, σημαδεψε τον στο ματι και πατα τη σκανδαλη... Καντο σου λεω, σκοτωσε τον!!!"
"ΕΦΥΓΕΣ ΛΕΜΕ!!!"
Ουρλιαξε ο πατερας μου, σπροχωντας με αποτομα προς τη πορτα του συνοδηγου.
Ανοιξα και βγηκα, τα γονατα μου να τρεμουν. Το οπλο ζυγιζε 100 κιλα στα χερια μου, το λειο ατσαλι της κανης του να γυαλιζει στα φωτα του βενζιναδικου. Δε μπορουσα να το κανω... Δε μπορουσα να κανω αυτο... οχι...
Ημουν αναγκασμενος να προσπαθησω ειδαλλιως θα με σκοτωνε στο ξυλο. Δε υπηρχε αμφιβολια, θα με αφηνε στο τοπο. Υπηρχε ενα βαθυ σκοταδι στα ματια του αποψε, ενα λυσσασμενο μισος που κλιμακωνε εδω και πολυ καιρο. Δεν ηταν μονο για μενα, ηταν για ολο το κοσμο, για ολη την κοινωνια γυρω του, για ολο το συστημα το οποιο τον ετρωγε καθημερινα, για τα παντα. Τον ακουγα συχνα να παραμιλαει βριζοντας τα βραδυα, να θεωρει οτι ολο το συμπαν ειναι εναντιον του και ολοι του την εχουν στημενη, να σιχαινεται τη ρουτινα του, τη δουλεια του, την ιδια του τη ζωη...
Περπατησα προς το καταστημα και ανοιξα τη πορτα, ενα καμπανακι να αντηχει με το που μπηκα μεσα. Εκριψα το οπλο στο πλαι, κοιταζοντας τον υπαλληλο. Ηταν κοντα στα 50-60. Με κοιταξε καχυποπτα, εξεταζοντας με απο πανω μεχρι κατω. Δε το σκεφτηκα εκεινη τη στιγμη, αλλα το προσωπο μου ηταν γεματο αιματα και μελανιες. Κατευθυνθηκα προς τα ψυγεια. Ανοιξα ενα στη τυχη και αφεθηκα στιγμιαια στη δροσια του κλεινωντας τα ματια απο ανακουφιση...
"Ελα γρηγορα... παρε μια εξαδα και παμε να τη κανουμε, να τελειωνουμε..."
Μου ψιθυρισε ο Σπυρος, κοιτωντας ανυσηχα προς τον υπαλληλο.
Σηκωσα μια εξαδα και αφησα τη πορτα του ψυγειου να κλεισει. Η καρδια μου ηταν ετοιμη να εκραγει, η ανασα μου εβγαινε σε κοφτους βρογχους, το χερι μου εσφιγγε το οπλο τρεμωντας.
Αρχισα να περπαταω αργα πισω προς την εισοδο, κρατωντας το οπλο κρυμμενο, καρφωνοντας το βλεμμα μου στη πορτα και αγνωοντας τον υπαλληλο.
"Που πας μικρε?"
Με ρωτησε ο ανθρωπος μπερδεμενος. Δεν εβγαλα λεξη, συνεχισα να περπαταω προς τη πορτα, ημουν σχεδον εκει.
"Μικρε! Περιμενε!"
Μου φωναξε, ο γνωριμος τονος του ενηλικου αυταρχισμου να με παγωνει στη θεση μου. Ξεροκαταπια, ο ιδρωτας να τρεχει ποταμι στη πλατη μου.
Τοτε γυρισα αποτομα και τον σημαδεψα με το οπλο, το υφος του να αλλαζει επιτοπου και να μαζευεται προς τα πισω. Το χερι μου ετρεμε και η λαβη του οπλου ηταν καλυμενη απο τον ιδρωτα της παλαμης μου...
"Πρε-πρεπει να τις παω στο μπαμπα μου..."
Του ειπα τραβλιζοντας απο την αγωνια...
"Συγ-συγνωμη... Αυτος... Αυτος με αναγκασε... Συγνωμη κυριε..."
Ο ανθρωπος τοτε σηκωσε τα χερια του πανικοβλητος, τα ματια του να γουρλωνουν...
"Νταξει η-ηρεμα, ηρεμα μικρε! Παρτες δε πει-πειραζει... Παρτες..."
Τοτε ανοιξα τη πορτα με την εξαδα...
"Με αναγκασε κυριε... θα με σκοτωνε... συ-συγνωμη..."
Ειπα πριν αρχισω να τρεχω πισω προς το περιπολικο, δακρυα να τρεχουν απο το προσωπο μου, το βλεμμα μου θωλο και σκοτεινο. Μπηκα κλαιγοντας πισω στο αμαξι, κλεινωντας δυνατα τη πορτα. Ο πατερας μου εκανε τοτε επιτοπια αναστροφη και βγηκε παλι γκαζωμενος στην εθνικη, η μυρωδια του καμενου λαστιχου να αναμυγνειεται με την απελπισια μου καθως ο δρομος ανοιγοταν παλι μπροστα μας. Σκουπισα το προσωπο μου, προσπαθουσα να σταματησω τα δακρυα αλλα δε γινοταν. Με σιχαινομουνα, και μενα και αυτον που με ειχε αναγκασει να κανω οτι εκανα...
Τον ακουγα να σφυριζει αναλαφρα καθως εγω ειχα βυθιστει στη θλιψη. Ανοιξε λιγο ακομα το παραθυρο και ο αερας με χτυπησε με τετοια φορα που εκανε τα ματια μου να τσουξουν. Ο Σπυρος καθοταν πισω μου σιωπηλος, δεν ηξερε ουτε τι να πει, ουτε τι να κανει...
Μετα απο λιγο στριψαμε στο παραδρομο για το σπιτι και βρισκομασταν συντομα πισω στην αυλη. Εβγαλε τα κλειδια απο τη μηχανη και γυρισε προς το μερος μου, αρπαζοντας τις μπυρες απο τα χερια μου και σηκωνοντας τες. Τοτε σταματησε και τις κοιταξε, χωρις να λεει λεξη...
"ΤΙ Ν'ΑΥΤΟ ΡΕ?!?"
Ουρλιαξε, το στομαχι μου παλι να γινεται κομπος. Γυρισα με φρικη, κοιταζωντας μια αυτον μια την εξαδα στο χερι του...
"Μπυρες..."
Ειπα τρεμουλιαστα, προσπαθωντας να συγκρατησω και αλλα δακρυα...
"Μπυρες...?!?"
Ειπε πριν αφησει την εξαδα να πεσει αποτομα στα γονατα μου...
"Αυτο ειναι κατουρο! Πινω εγω ρε τετοιες μαλακιες?!?"
Μου φωναξε πριν μου τραβηξει αλλη μια δυνατη σφαλιαρα, δακρυα να τιναζονται απο τα βλεφαρα μου...
"Επιτηδες το κανεις ρε αρχιδι?!? Νομιζεις οτι εισαι αστειος? Ε?!?"
Με πιασε απο το λαιμο και μου κολλησε με φορα το κεφαλι στο τζαμι. Ο πονος μου μουδιασε το κρανιο, το βλεμμα μου γεμισε θολες λαμψεις.
"Σταματα να τον χτυπας!!!"
Φωναξε ο Σπυρος απο πισω.
Αλλα ο πατερας μου συνεχιζε να μου σφιγγει το λαιμο πιεζοντας ταυτοχρονα το κεφαλι στο τζαμι με οργη...
"Εισαι καθυστερημενος ρε?!? ΕΙΣΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΗΛΗΘΙΟΣ?!?"
"ΣΤΑΜΑΤΑ!!!"
Ξαναφωναξε ο Σπυρος.
Η παλαμη του πατερα μου εσφιγγε σα ταναλια το λαιμο. Αγκομαχου��α βηχοντας, η ανασα μου κομμενη, το βλεμμα μου να αρχιζε να σκοτεινιαζει... Ισως και να ηταν καλυτερα ετσι... Μαλλον μου αξιζε να πεθανω, να σταματησω να τον ταλαιπορω τοσο αφορητα... Ναι... ισως να ηταν καλυτερα για ολους μας ετσι...
"ΑΡΚΕΤΑ!!!"
Αντιχησε ο Σπυρος, πριν αρπαξει το χερι μου, το χερι στο οποιο ακομα κρατουσα το οπλο, και μου το γυρισει ατραπιαια προς το προσωπο το πατερα μου.
"Σου ειπα να τον αφησεις υσηχο ρε ΜΑΛΑΚΑ!!!"
Ουρλιαξε λυσσασμενα, η φωνη του εκωφαντικη.
Τα ματια του πατερα μου ανοιξαν διαπλατα και αμεσως υποχωρησε προς το τζαμι του. Ανασηκωσε τα χερια του και αρχισε να γλειφει αμηχανα τα χειλια του, η ξαφνικη μου επιθετικοτητα να τον πιανει απροετοιμαστο. Δεν ειχα ποτε ξανακανει τιποτα τετοιο... Δεν ειχα ποτε ξανασηκωσει αναστημα εναντια στη βια του...
"Εισαι ετοιμος να πεθανεις ρε σκουπιδι?!?"
Του γρυλισε ο Σπυρος, τα ματια του τρελαμενα, το δαχτυλο του να προσπαθει να πιεσει το δικο μου πιο σφιχτα στη σκανδαλη...
Ο πατερας μου φανηκε να χαλαρωνει ελαφρια...
"Θα με σκοτωσεις μικρε? Ε...? Θα σκοτωσεις το ιδιο σου το πατερα?"
"Θα σου ανοιξω το κεφαλι στα δυο..."
"Αντε λοιπον... τι περιμενεις?"
Απαντησε ο πατερας μου, ενα μικρο χαμογελο να σχηματιζεται στο προσωπο του.
"Αντε... ριξε μου, καντο."
"Δεν εχεις ιδεα ποσο καιρο το περιμενα αυτο..."
Του απαντησε ο Σπυρος, πριν νοιωσω το δαχτυλο του να μου πιεζει το δικο μου στην σκανδαλη ακομα πιο σφιχτα...
"ΟΧΙ! ΣΠΥΡΟ, ΜΗ!!!"
Πλουσιες δεσμιδες δακρυων εχτρεχαν τωρα στα μαγουλα μου, το μυαλο μου να χει κομματιαστει... κουρελια απελπιδας θλιψης και μαρτυριου...
Τραβηξα το οπλο απο το χερι του Σπυρου κατεβαζοντας το προς τα κατω, βλεποντας τον πατερα μου να χαμογελαει απογοητευμενα...
Και τοτε ηταν που ξανασηκωσα το οπλο... και το κολλησα στο δικο μου κεφαλι.
"Αυτο δε θελεις?!?"
Ουρλιαξα με ολη τη δυναμη της ψυχης μου, ενας ωκεανος λυπης να πλημυριζει το στηθος μου...
"Αυτο δε θελεις για να σταματησεις να εισαι θυμωμενος?!?"
Το χαμογελο εφυγε απο το στομα του, τα ματια του αστραψαν και μια ξαφνικη δυσφορια κυριευσε την εκφραση του.
"Αφου δε μπορω να κανω τιποτα σωστα!!! Με οτι και να κανω θυμωνεις!!!"
Φωναξα, η πνιχτη φωνη μου να σπαει.
"Γιατι δε μ'αγαπας?!?ΤΙ ΣΟΥ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ?!?"
Η κανη του οπλου ετρεμε στο κροταφο μου, το δαχτυλο μου τυλιγμενο σφιχτα σα φυδι γυρω απο τη σκανδαλη, ετοιμο να επιτεθει...
"ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΜΙΣΕΙΣ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ?!?"
Ουρλιαξα, ο θρηνος μου να τον κατακλυζει, μυξες, δακρυα και σαλια να εκτοξευονται προς ολες τις κατευθυνσεις.
Και τοτε ειδα κατι στο προσωπο. Τα χαρακτηριστικα του μαλακωσαν και αρχισε να σηκωνει ��ργα το χερι του προς το μερος μου...
"Ε-ελα νταξει... νταξει..."
Η φωνη του μαλακη, σοκαρισμενη...
"Ελα μικρε σε παρακαλω... κατεβασε το οπλο.... σε παρακαλω..."
"Δε θα χρειαζεται να εισαι θυμωμενος αν πεθανω! Ουτε μαλακιες θα σου ξανακανω ουτε θα σου σπαω αλλο τα νευρα!!!"
Του φωναξα σφιγγωντας τα δοντια μου, ακατεργαστοι υγροι ηχοι να ακουγονται απο το στηθος μου.
"Μικρε σε παρακαλω... μη το κανεις... σε παρακαλω μικρε..."
Η φωνη του γλυκια, το βλεμμα του πλεον φουλ ξενερωτο και συγκεντρωμενο, κατι που πραγματικα δεν ειχα ποτε ξαναδει στο προσωπο του...
Σηκωσα το αλλο χερι και σκουπισα τα δακρυα μου....
"Δε νοιαζεσαι καθολου για μενα... Με μισεις! Συγνωμη λοιπον... Συγνωμη που σε κανω τοσο δυστυχισμενο! Αγαπη ηθελα μονο... Απλα να με αγαπας!!!"
Το σωμα μου ετρεμε, η θλιψη με επνιγε. Η ακρη του οπλου μου ειχε ματωσει το κροταφο και εκλεισα τα ματια μου σπαραζοντας...
Εννοιωσα τοτε ενα χερι να με ακουμπαει απαλα στον ωμο καθυσηχαζοντας με και ακουσα τη φωνη του πατερα μου να ψυθιριζει, καθε λεξη πνιγμενη στο συναισθημα...
"Με.. με συγχωρεις... Με συγχωρεις για ολα... για οτι σου χω κανει... νταξει τωρα... ολα νταξει τωρα..."
Ψελλισε πριν μου πιασει το οπλο. Τον αφησα κλαιγοντας να μου το τραβηξει μακρια απο το κεφαλι.
"Γιατι δε μπορεις να με αγαπησεις..."
Του ψυθηρισα, κοιτωντας τον κατευθειαν στα ματια. Ειδα μια βαθια θλιψη να τον κυριευει, εναν αποτομο ανθρωπινο πονο να γεμιζει το βλεμμα του. Με πιασε απο τους ωμους και με τραβηξε στην αγκαλια του, χαιδευοντας μου τα μαλια...
"ΣΣΣσσσσ.... Ηρεμησε, ολα νταξει τωρα... Ειμαι δω μικρε, εδω... ΣΣΣσσσ"
Εννοιωσα κατι υγρο να σταζει στο κεφαλι μου. Ο πατερας μου εκλαιγε μαζι μου.
Εκλεισα τα ματια και τον αγκαλιασα, το στηθος του ζεστο στο προσωπο μου.
Καθησαμε ετσι για αρκετη ωρα....
*
Μετα απο κεινο το βραδυ, δε ξανασηκωσε χερι ποτε πανω μου. Πηγαμε μεσα στο σπιτι μετα απο λιγο και εδειωξε κεινη τη γυναικα σχεδον κλωτσιδον πριν παει να πεσει για υπνο. Δε ξανα μιλησαμε ποτε για οτι συνεβη. Τα γεγονοτα εκεινης της νυχτας στο αμαξι τον αλλαξαν. Του ανοιξαν τα ματια προς πραγματα τα οποια δε νομιζω οτι ειχε ποτε αναλογιστει, πραγματα που... εγω δε περιμενα ποτε οτι θα ειχε την δυνατοτητα να νοιωσει. Με ειδε καπως διαφορετικα, καταφερε ισως να νοιωσει τι περνουσα, καταφερε ισως να καταλαβει ποσο βαθια με ειχε πληγωσει...
Η σχεση μας αλλαξε απο τοτε. Ποτε δε ηρθαμε κοντα με την εννοια, αλλα τουλαχιστον συμβιωνουμε πλεον πολιτισμενα. Εχει αρχισει και γερναει τωρα, και γω μολις μπηκα στη σχολη. Δε βλεπομαστε και πολυ συχνα, αλλα αν βρεθουμε μπορουμε τουλαχιστον να πουμε και κανα δυο κουβεντες.
Το Σπυρο σταματησα να τον βλεπω. Μετα απο κεινο το βραδυ απλα εξαφανιστηκε. Οτιδηποτε και αν ηταν που ο παιδικος μου ψυχισμος αναζητουσε απο την παρουσια του, ηταν πλεον καλυμμενο. Θυμαμαι κατι φορες που μου ελειπε και προσπαθουσα να του μιλησω, αλλα μετα απο λιγο καταλαβενα οτι απλα μιλουσα μονος μου στο τοιχο.
Εχω πληγες. Πληγες ανοιχτες. Πληγες στο σωμα, πληγες και στη ψυχη, Πληγες που ποτε δε προκειται να κλεισουν. Φρικτες αναμνησεις βιας και αγωνιας, που ο πατερας μου φροντισε να μεινουν για παντα και ανεξιτηλα χαραγμενες στην υπαρξη μου. Φυτεψε μεσα μου φοβιες που δε θα μπορεσω ποτε να ξεφορτωθω.
Δε νομιζω να καταφερει ποτε να με αγαπησει ετσι οπως ξερει οτι θα ηθελα. Δε νομιζω να εχει την ικανοτητα να το κανει. Και εχω αρχισει να το αποδεχομαι αυτο ως πραγματικοτητα. Στα ειπα απλα ελπιζοντας να ξορκισω την οργη που νοιωθω οταν τον σκεφτομαι. Δε ξερω αν θα μπορουσε ποτε να γινει κατι τετοιο... αλλα τουλαχιστον επρεπε να προσπαθησω...
Κουραστηκα.
Κουραστηκα να ειμαι συνεχεια μεσα στα νευρα.
Κουραστηκα να σκεφτομαι συνεχεια τα μουτρα του.
Κουραστηκα να θυμαμαι οτι αυτος ηταν ο πατερας μου.
Ο πατερας μου, το τερας μου.
10 notes
·
View notes